ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Copyright Φεβρουάριος 2015 Εξώφυλλο: ΒΙΒΛΙΟΤΕΧΝΙΑ Επιμέλεια - Σελιδοποίηση: Παναγιώτης Αποστολάτος Επιμέλεια έκδοσης: Βίκυ Κάουλα 2015 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ Μακεδονίας 21, 14561 Κηφισιά τηλ: 210 8021333 - φαξ: 211 0135560 http://www.iviskospublications.gr e-mail: info@iviskospublications.gr ISBN: 978-618-5093-16-7
Αντώνης Καπίδης ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ
Στον Γιώργο και στην Αλεξάνδρα 6
1ο ΜΕΡΟΣ Μ Α Κ Ε Δ Ο Ν Ι Α 1 Αλέξανδρος και Φίλιππος Δεν ξέρω αν είμαι ένας καλός Έλληνας. Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλώ τα Ελληνικά τόσο καλά όσο ο πατέρας μου. Δεν ξέρω ακόμη αν το παρουσιαστικό μου θυμίζει Έλληνα. Έκανα βέβαια κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μοιάζω και να συμπεριφέρομαι όπως ο πατέρας μου, όπως μπορώ να τον θυμηθώ από τότε που ζούσαμε ακόμη μαζί, πριν από τέσσερα χρόνια, στο σπίτι μας στη Βαβυλώνα. Τώρα βρίσκομαι εδώ, έξω από την Πέλλα, στην οδό που οδηγεί προς τη μεγάλη πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Ξεκίνησα πριν από τέσσερις μήνες περίπου το ταξίδι μου προς την Ελλάδα και τη Μακεδονία, για να επισκεφθώ τον τόπο που γέννησε τον πατέρα μου. Ήταν μια επίπονη διαδρομή που είχε απ όλα. Ατέλειωτη ζέστη μέσα από τις κατάξερες ερήμους της Περσίας και της Συρίας. Τρομερό κρύο πάνω στα ψηλά βουνά της Φρυγίας. Όμορφα νησιά μέσα στο Αιγαίο, με μια θάλασσα άλλοτε γαλήνια και καταγάλανη και άλλοτε άγρια και αδυσώπητη, έτοιμη να μας καταπιεί επειδή τολμήσαμε να την ενοχλήσουμε και να την ταράξουμε. 7
Πάντα είχα στην άκρη του μυαλού μου να κάνω αυτό το ταξίδι. Η μητέρα μου ήταν εκείνη που με αποκαρδίωνε σε αυτό μου το όνειρο. Πίστευε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να αφήσω την πόλη μας και να μπω στη διαδικασία ενός τόσο επίμοχθου ταξιδιού. Άλλωστε πάντα θεωρούσε ότι δεν ήμουν και τόσο σκληρός τύπος, τόσο σκληρός ίσως σαν τον πατέρα μου, που ήταν στρατιώτης στον ένδοξο στρατό του Βασιλιά Αλέξανδρου. Πίστευε πως ένα τέτοιο ταξίδι θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Ίσως να είχε κάποιο δίκιο αν προσπαθούσα να κάνω αυτό το ταξίδι πριν από είκοσι χρόνια, όταν ακόμη όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από κακοποιούς και ληστές, και όταν ακόμη όλες οι πόλεις εχθρεύονταν η μια την άλλη, λες και δεν ήταν τότε όλοι Έλληνες και έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει ο μεγάλος Βασιλιάς μας για να τους ενώσει και να τους πείσει, ότι όλοι ήταν αναγκαίοι στον νέο κόσμο που δημιουργούσε. Είχε κάτι μοναδικό αυτός ο Βασιλιάς μας. Τώρα που το σκέφτομαι, θεϊκό. Ίσως και γι αυτό από όπου περνούσε, όλοι οι άνθρωποι μαγεύονταν και έτρεχαν από τις γύρω περιοχές για να τον δουν και να τον θαυμάσουν. Πολλές φορές δεν πήγαιναν για να τον πολεμήσουν, όχι. Ήξεραν ότι δεν υπήρχε λόγος να το κάνουν. Πήγαιναν για να δουν τον ανίκητο και ατρόμητο πολεμιστή, που πρώτος από όλους τους στρατηγούς του και όλους τους στρατιώτες του ορμούσε στη μάχη και τότε ανάγκαζε όλους τους στρατούς του να μπαίνουν και αυτοί στον πόλεμο, γιατί ντρέπονταν που άφηναν τον αρχηγό τους να πηγαίνει μπροστά και αυτοί ακόμη έμεναν πίσω να το σκέφτονται. Έτσι, μου έλεγε ο πατέρας μου ότι ορμούσε ασυγκράτητος και παρέσερνε τους έντιμους και φιλότιμους Μακεδόνες του να τον ακολουθήσουν και να τρέξουν κοντά του να τον προστατέψουν και να βγουν μπροστά από τον Αλέξανδρό τους, που τον υπεραγαπούσαν και τον λάτρευαν. 8
Δεν μπορούσαν να σκεφτούν με τίποτε ότι κάτι θα μπορούσε να συμβεί στον Βασιλιά τους, κάτι που θα μπορούσαν να το αποτρέψουν και δεν το έκαναν, και αυτό μάλλον το ήξερε ο Βασιλιάς, γιατί στηριζόταν στη γενναιότητα των Ελλήνων του, των ανθρώπων του, που τους ήξερε σχεδόν όλους με το όνομά τους, ήξερε από ποια πόλη και ποιο χωριό κατάγονταν και ακόμη πόση ψυχή είχαν μέσα τους. Τα ήξερε όλα αυτά ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, γιατί πολέμησε μαζί τους από μικρό παιδί, πριν ακόμη ξεκινήσουν οι Έλληνες αυτό το μακρύ ταξίδι προς την άγνωστη Ανατολή, όταν ακόμη ο πατέρας του, ο Βασιλιάς Φίλιππος, τον έπαιρνε μαζί του στις μάχες γύρω από τη Μακεδονία και εναντίον των υπόλοιπων Ελλήνων, όταν προσπαθούσε να φτιάξει τον μεγάλο μακεδονικό στρατό, την αήττητη αυτή μηχανή, που μπόρεσε να βάλει σε τάξη όλες τις ελληνικές πόλεις και να υποτάξει και να κάνει σύμμαχους όλους τους λαούς, που ήταν κάποτε εχθροί του βασιλείου του. Σε αυτόν τον στρατό στηριζόταν ο Βασιλιάς Αλέξανδρος, γιατί τον έζησε από κοντά, αφού μεγάλωσε μέσα σε αυτόν και ήξερε όλα τα μυστικά του. Ο Βασιλιάς Φίλιππος πάλι, ήταν η αιτία αυτής της καταπληκτικής πολεμικής μηχανής. Αυτός ήταν που ονειρεύτηκε πρώτος ότι οι λιγοστοί Έλληνες μπορούσαν να τιμωρήσουν, αφού επιτεθούν πρώτα, την πανίσχυρη Περσική Αυτοκρατορία. Βέβαια ο ίδιος δεν τα κατάφερε, αλλά κατάφερε ίσως κάτι άλλο πιο σπουδαίο, να μεταδώσει το όραμά του στον γιο του, τον Αλέξανδρό μας. Και αυτός με τη σειρά του άρπαξε αυτό το όνειρο, το έβαλε στην καρδιά του και του έδωσε σάρκα και οστά. Με αυτό το όνειρο μεγάλωσε και παράλληλα με όλα εκείνα τα πολεμικά σχέδια που κατάστρωνε ο πατέρας του και οι στρατηγοί του. Εκεί, ανάμεσα στους μεγάλους στρατηγούς, άκουγε καθημερινά για τα σχέδιά τους και τις στρατηγικές 9
τους. Καθημερινά, γυμναζόταν δίπλα στους στρατιώτες του πατέρα του σαν ίσος. Ζούσε μαζί τους όλες τις κακουχίες και τις δυσκολίες της στρατιωτικής ζωής και πολέμησε μαζί τους, από όταν ήταν ακόμη δεκαπέντε χρονών. Οι Θράκες και οι Αγριάνες ήταν εχθροί στην αρχή, μα πολύτιμοι σύμμαχοι στη συνέχεια. Ο Αλέξανδρος πολέμησε σε όλα αυτά τα μέτωπα και έμαθε από τον πατέρα του πώς να τα βγάζει πέρα στη μάχη. Έγινε ένας σκληρός πολεμιστής και γνώρισε όλα τα μυστικά της περίφημης πολεμικής μηχανής του πατέρα του, της τρομερής Μακεδονικής Φάλαγγας. Άγριος και επιθετικός, όπως χαρακτηρίζονται άλλωστε όλοι οι νέοι, ορμούσε στη μάχη, όπως όλοι οι στρατιώτες του πατέρα του. Και αυτός, υπερήφανος για τον γιο του, παρακολουθούσε αυτόν που έμελλε να τον διαδεχτεί και όχι μόνο. Αυτόν που θα άλλαζε τα σκηνικό όλου του κόσμου, του κόσμου που ήξεραν και που γνώριζαν όλοι οι παλαιότεροι από μένα και που δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Από μικρός ζυμώθηκε και με την πολιτική, γιατί και εκεί ήταν το δεξί χέρι του πατέρα του. Πολλές φορές ο Φίλιππος αυτόν επέλεγε να βγάλει το φίδι από την τρύπα και τον έστελνε σε αποστολές στις δύστροπες ελληνικές πόλεις. Εκεί τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Εκτός από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις έπρεπε να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει τους απαιτητικούς Αθηναίους, τους αμείλικτους Σπαρτιάτες, τους πλούσιους Κορίνθιους. Πολλές φορές έπρεπε να γίνει εξυπνότερος ή και δολιότερος από όλους αυτούς, για να τους φέρει με τα νερά του. Και τελικά τα κατάφερνε. Στο τέλος είχε αποκτήσει τη φήμη του πατέρα του ή περίπου σαν και εκείνη. Ο πατέρας του εκείνη την εποχή ήταν ο ισχυρότερος βασιλιάς ανάμεσα στους Έλληνες βασιλείς και το κράτος του το 10
δυνατότερο και ίσως το πλουσιότερο απ όλα. Το ήξερε αυτό, δεν ήταν και λίγο. Ίσως να ήταν και ο λόγος που ήταν τόσο εγωιστής. Ο Φίλιππος ήξερε τη δύναμή του και ταυτόχρονα την αδυναμία των ελληνικών πόλεων, που οπωσδήποτε δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά τελευταία. Κάθομαι εδώ σ αυτόν τον μικρό λόφο βλέποντας την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, και μου έρχονται στη σκέψη όλα εκείνα τα λόγια που μου έλεγε ο πατέρας μου, από τότε που άρχισα να έχω αναμνήσεις απ τη ζωή μου. Γύρω μου απλώνονται οι καταπράσινες πεδιάδες της μακεδονικής γης και εκεί απέναντι μπορώ και βλέπω τους όμορφους κίονες των παλατιών και των ναών. Τους πολύβουους δρόμους που οδηγούν προς την πολύφημη πόλη. Τη γνωστή πόλη σε εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν πάνω σε τρεις ηπείρους, την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική. Την πόλη που στόλισε ο Αλέξανδρος με ό,τι μπορούσε να στείλει από την Περσία, και που δεν ήταν και λίγα. Η Ελλάδα γέμισε από τον περσικό χρυσό, που κατέφθανε από τα θησαυροφυλάκια του Μεγάλου Βασιλιά. Λοιπόν, γεννήθηκα πριν από είκοσι χρόνια στη Βαβυλώνα. Ο πατέρας μου είχε την επιθυμία να μου δώσει το όνομα του πατέρα του και παππού μου. Είχε πει στη μητέρα μου ότι ήταν έθιμο στον τόπο του τα παιδιά να παίρνουν τα ονόματα των παππούδων τους. «Άκουσε, γυναίκα. Ο γιος μου δεν πρόκειται ποτέ να ονομαστεί Δαρείος και ποτέ κανένας δεν πρόκειται να τον αποκαλέσει με το όνομα Ξέρξης ή κάτι άλλο παρόμοιο. Το όνομά του θα είναι ελληνικό». Αργότερα κατάλαβα ότι περισσότερο το έκανε για λόγους ανάμνησης και μόνο. 11
Πατέρας μου ήταν ο Αντίμαχος και παππούς μου ο Θυμόχαρης. Κατάγονταν και οι δυο από ένα μικρό χωριό στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας Αετός 1 το όνομά του. Σκληρός τόπος, όπως και οι άνθρωποί του. Μαθημένοι από την ίδια τη φύση, άγριοι μα και ειλικρινείς, ολιγαρκείς αλλά και δουλευταράδες, και όλα αυτά για ελάχιστα ψίχουλα, ζούσαν την άχαρη και ανιαρή ζωή τους χωρίς να ξέρουν ότι ο κόσμος άλλαζε, και το πιο σημαντικό, ότι θα τον άλλαζαν οι ίδιοι. Αυτοί οι απλοί άνθρωποι, που το μόνο που ήξεραν ήταν να οργώνουν τη γη τους και να μεγαλώνουν τα ζωντανά τους, προικίστηκαν από τη μοίρα με τη σπουδαιότερη αποστολή απ όλες: να γίνουν οι στρατιώτες του Βασιλιά Αλέξανδρου. Να γίνουν εκείνοι οι άνθρωποι που θα έκαναν την Ελλάδα μεγάλη και γνωστή στα πέρατα όλου του κόσμου. Ακόμη όμως δεν το ήξεραν για την ώρα ήταν βοσκοί και γεωργοί. Απλοί άνθρωποι δηλαδή, που προσπαθούσαν να επιβιώσουν, και κατώτεροι από τους υπόλοιπους Έλληνες που δεν τους θεωρούσαν ίσους τους και πολλές φορές τους περιγελούσαν. Φυσικά όλα αυτά, μέχρι που έγινε Βασιλιάς της Μακεδονίας ο Φίλιππος. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να το ήξεραν οι υπόλοιποι Έλληνες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτούς τους βόρειους, ορεσίβιους και αγράμματους. Εδώ και λίγα χρόνια, άκουγαν συνέχεια για την εξάπλωση του Βασιλείου της Μακεδονίας και δεν ήταν λίγες οι φορές που τους έβρισκαν στην κυριολεξία μπροστά τους, όταν ξεκινούσαν κάποια εκστρατεία σε κάποια αποικία τους κυρίως προς τα βόρεια της Ελλάδας. Ο Φίλιππος, βλέπετε, δεν ήταν από αυτούς που θα ανέχονταν οποιονδήποτε Αθηναίο ή Σπαρτιάτη δίπλα του σε περιοχές που ήταν τόσο κοντά στην πρωτεύουσά του. Και αν αυτό 1. Αετός: χωριό της Δυτικής Μακεδονίας. Η ονομασία εδώ, είναι απλή συνωνυμία. 12
το ανέχτηκαν για τόσα χρόνια, ήταν ίσως γιατί δεν είχαν συνειδητοποιήσει, οι αγροίκοι Μακεδόνες, τη δύναμή τους. Απλωμένοι όπως ήταν, στα βουνά και στις πεδιάδες της Μακεδονίας, δεν βρέθηκε ποτέ κάποιος ικανός ηγέτης να τους οργανώσει και να τους εμφυσήσει την ιδέα του πρώτου, του καλύτερου και του ικανότερου. Ίσως βέβαια για αυτή τη μετατροπή τους να επηρέασαν και άλλα πράγματα, όπως η φρεσκάδα που είχαν οι άνθρωποι αυτοί στα πράγματα της Ελλάδας και οπωσδήποτε η δίψα τους για δύναμη και κυριαρχία πάνω στις άλλες ελληνικές επικράτειες. Χρειάστηκε οπωσδήποτε ο Βασιλιάς Φίλιππος, που με το όραμά του και την απίστευτη εξυπνάδα του οργάνωσε πρώτα έναν μοναδικό στρατό, τον καλύτερο από όλους τους στρατούς όλων των ελληνικών πόλεων, και στη συνέχεια με τη μετάδοση του ονείρου του σ όλους τους συμπολίτες του απ άκρη σ άκρη σε όλο του το Βασίλειο, τους έκανε πρώτα να αισθανθούν ότι δεν ήταν οι χειρότεροι από τους υπόλοιπους Έλληνες. Και όταν άρχισαν να έρχονται οι επιτυχίες, κατάλαβαν ότι μπορεί να ήταν και οι καλύτεροι. Οι λέξεις «Αθηναίοι» και «Σπαρτιάτες» δεν προκαλούσαν πλέον δέος στους φτωχούς Μακεδόνες. Υπήρχε βέβαια ο σεβασμός προς αυτές τις πόλεις και τα κατορθώματά τους στην ιστορία της Ελλάδας. Μπορούσαν όμως και οι ίδιοι να αισθάνονται ότι άρχισαν με τη βροντερή παρουσία τους να επηρεάζουν πράγματα και καταστάσεις στη διαρκώς συρρικνούμενη ελληνική κοινωνία. Οι Έλληνες, στη Νότια Ελλάδα, ήταν σίγουρα το άρμα που τράβηξε μπροστά όλον τον τόπο εδώ και αιώνες, μα οι ίδιοι θα ήταν αυτοί που θα συνέχιζαν το δύσκολο έργο. Θα ήταν η νέα δύναμη που θα τραβούσε μπροστά, το φρέσκο αίμα στις γερασμένες πλέον από τις αντιπαλότητες, ελληνικές πόλεις. 13