Σύγκριση της σύνθεσης της δίαιτας γιδιών, προβάτων και λαγού (Lepus europaeus) σε ένα τυπικό Μεσογειακό λιβάδι της βόρειας Ελλάδας

Σχετικά έγγραφα
Μακροχρόνιες επιδράσεις της βόσκησης στην ποικιλότητα των υπαλπικών λιβαδιών

Α. Τίτλος ΔΕ_3 (Εργαστήριο Διαχείρισης Λιβαδιών)

Διαχείριση λιβαδιών και θηραμάτων στο όρος

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Μακροχρόνιες επιδράσεις της βόσκησης στη βιοποικιλότητα των λιβαδιών

Αξιολόγηση Λιβαδικών Φυτών για τη Παραγωγή Βιοενέργειας

Χρήση ενδιαιτημάτων από αγελάδες, άλογα, λαγούς και χήνες στο Δέλτα Έβρου

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

Τροφικές προτιμήσεις του Ευρωπαϊκού λαγού (Lepus europaeus) σε περιοχή των Αγράφων πάνω από τα δασοόρια το καλοκαίρι

Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

Εκτίμηση του βαθμού αποκατάστασης της βλάστησης μετά από πυρκαγιά σε θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων σε σχέση με το στάδιο δευτερογενούς διαδοχής

Απογραφή και αξιολόγηση των δασολιβαδικών συστημάτων στο Δημοτικό Διαμέρισμα Βερτίσκου της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Ταξινόμηση των λιβαδιών Το βασικό κριτήριο ταξινόμησης είναι τα κυριαρχούντα είδη φυτών διότι: είναι σημαντικότερα από οικολογική και οικονομική

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Επίδραση κοπής και καύσης στη βλάστηση βοσκόμενων υγρολίβαδων στη λίμνη Άγρα

Η οικονομική διάσταση της εκτατικοποίησης της κτηνοτροφίας στο νησί της Χάλκης

Ποσοτική και ποιοτική μεταβολή της βοσκήσιμης ύλης ποολίβαδων της χαμηλής οικολογικής ζώνης στην περιφέρεια Θεσσαλίας

Λιβαδοκτηνοτροφική ανάπτυξη στο Βόρειο Έβρο

Εποχιακές μεταβολές των δραστηριοτήτων αιγών και προβάτων σε κοινόχρηστα λιβάδια της βόρειας Ελλάδας

Προβλήματα από την άσκηση της λιβαδοπονίας στο χώρο της Μακεδονίας

ΒΟΣΚΟΪΚΑΝΟΤΗΤΑ Πίνακας 1. Παραγωγή βοσκήσιμης ύλης των ποολιβαδίων μιας περιοχής

Η αντοχή των πολυετών αγρωστωδών σε συνθήκες έντονης βόσκησης

Οικολογία βόσκησης και διαχείριση λιβαδιών: Η περίπτωση των θαμνολίβαδων

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

Επιπτώσεις της βόσκησης αιγοπροβάτων και αγριόχοιρων στην αναγέννηση ενός υπό αναγωγή δρυοδάσους

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Παρούσα κατάσταση των λιβαδιών και δασών στην Αλβανία και προοπτικές ανάπτυξή τους

Η σπορά ποωδών φυτών ως μέτρο βελτίωσης της παραγωγικότητας των λιβαδιών και προστασίας του εδάφους από τη διάβρωση διαταραγμένων επιφανειών

Υποβάθμιση των λιβαδιών στην Ελλάδα: η περίπτωση της δυτικής Ηπείρου

Ανάπτυξη μοντέλου για την επίδραση της φωτιάς στους βοσκότοπους και την εμφάνιση τάσεων ερημοποίησης

Πανόραμα εργασιών στα πρακτικά των Πανελλήνιων Λιβαδοπονικών Συνεδρίων της Ελληνικής Λιβαδοπονικής Εταιρείας ( )

Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Μεταβολές της κάλυψης της ποώδους βλάστησης και της συνολικής παραγωγής βοσκήσιμης ύλης σε

Επιδράσεις της υπερβόσκησης και των πυρκαγιών στην παραγωγή των λιβαδιών του όρους Ψηλορείτη

Πολυλειτουργικότητα λιβαδιών και ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών περιοχών

Α. Τίτλος ΔΕ_1 (Εργαστήριο Διαχείρισης Λιβαδιών)

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

Το πρόβλημα της βόσκησης στα δάση της χερσονήσου του Ακάμα στην Κύπρο

Α. Τίτλος ΔΕ_2 (Εργαστήριο Διαχείρισης Λιβαδιών)

Σύνθεση και δομή της βλάστησης μετά από διακοπή της βόσκησης σε ποολίβαδο του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Διαχρονικό μοντέλο προσομοίωσης των σχέσεων βόσκησης και λιβαδικής παραγωγής στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Κτηνοτροφία και περιβαλλοντική υποβάθμιση στη Χάλκη

Χρήση των λειτουργικών ομάδων φυτών για τη μελέτη των αλλαγών των χρήσεων γης σε ημίξηρα μεσογειακά λιβάδια

Βόσκηση αιγών και προβάτων σε εποχιακά υπολείμματα

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ενδείξεις για τη χρησιμότητα της μηδικής (Medicago sativa L.) σε σχέδια διαχείρισης των τροφικών

Μπορεί η βιοποικιλότητα να παράξει εισόδημα ;

Οικότοπος της βαλανιδιάς και κτηνοτροφία στα Ακαρνανικά όρη

Επίδραση της έντασης βόσκησης και των σχεδιασμένων συστημάτων στην παραγωγικότητα και την ευρωστία του

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΛΙΒΑΛΙΑ - ΘΑΜΝΟΤΟΠΟΙ

Εκτίμηση της βοσκοϊκανότητας του πρεμνοφυούς δρυοδάσους «Λαιμός» της περιοχής Μπουραζανίου Κόνιτσας

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Η λιβαδοπονία ως παράγοντας ανάπτυξης της

Μελέτη ακαρεοπανίδας σε υπέργειο τμήμα και έδαφος φυσικού λειμώνα του Νομού Ιωαννίνων

ΑΓΡΩΣΤΩΔΗ Cynodon. dactylon Chrysopogon gryllus Dichanthium ischaemum Dactylis glomerata Dasypyrum villosum Cynosurus echinatus

ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΠΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠ

8 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο ΛΙΒΑΔΙΑ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ: ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ Προοπτικές εργασίας για νέους

Διαχείριση βοσκόμενων δασικών εκτάσεων πυρόπληκτων περιοχών της Πελοποννήσου

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ, ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΘΑΜΝΟΛΙΒΑΔΩΝ ΠΟΥΡΝΑΡΙΟΥ (QUERCUS COCCIFERA L.) ΥΠΟ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΗ Η ΧΩΡΙΣΤΗ ΒΟΣΚΗΣΗ ΓΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΩΝ

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Δυνατότητες αξιοποίησης του προγράμματος απογραφής βοσκοτόπων στη διαχείριση των λιβαδιών της

Η κτηνοτροφία στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης, Κομοτηνή, 20/11/2015 Ο Ελληνικός βούβαλος και οι προοπτικές της βουβαλοτροφίας

Ποικιλότητα βλάστησης λιβαδικών οικοτόπων στα

5 ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Λιβαδοπονία στην Ήπειρο: Η παρούσα κατάσταση και

Επιλογή δίαιτας από μηρυκαστικά ζώα και η σημασία της στη διαχείριση των λιβαδιών

ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ,42 ευρώ με ΦΠΑ

Η συμβολή της νομαδικής κτηνοτροφίας στη δημιουργία των αλπικών και υπαλπικών σχηματισμών του Δικτύου «NATURA 2000»

Επίδραση της έντασης κοπής στην παραγωγή και ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης της Amorpha fruticosa L.

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

ΟΌλυµπος υψώνεται στην Β.Α. Θεσσαλία και στην Ν.. Μακεδονία. Ο Μύτικας ή αλλιώς το Πάνθεον είναι η Ψηλότερη κορυφή του Ολύµπου.

Διαχρονικές μεταβολές στην αύξηση του ανωρόφου και υπορόφου σε νεοφυτεία τραχείας πεύκης διαφορετικών φυτευτικών συνδέσμων

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ (ΕΛΓΟ) ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

Ορεινοί βοσκότοποι και δασοπονία

Επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υπέργεια βιομάζα θαμνολίβαδων της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Διερεύνηση των συστημάτων εκτροφής μικρών μηρυκαστικών στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑ ΠΑΝΙΔΑ

Coronilla scorpioides Lathyrus cicera Lotus corniculatus Medicago minima Melilotus indicus Onobrychis aequindentata Securigera cretica Trifolium

Παραγωγή και θρεπτική αξία ξυλωδών φυτών σε λιβάδια της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης

Ανάλυση δομής και επιπτώσεις της υπερβόσκησης άγριων φυτοφάγων στο δάσος Κουρί Μαγνησίας (περιοχή του Δικτύου Natura 2000)

Συμπεράσματα 7 ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Χωματουργικές εργασίες για τη βελτίωση των λιβαδιών

Λιβαδοπονία και ανάπτυξη των ορεινών περιοχών της Δυτικής Θεσσαλίας

Σχεδιασμός διαχείρισης άλλων δασικών πόρων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

Κτηνοτροφία και ορεινή γεωργία στο ΒΑ τμήμα του Ν. Τρικάλων

Κτηνοτροφία στις ορεινές περιοχές: από τις ευρωπαϊκές οδηγίες στην τοπική πραγματικότητα

Μεταβολή της φυτοποικιλότητας των ψευδαλπικών λιβαδιών του Τυμφρηστού κατά την υψομετρική διαβάθμιση

Παραγωγή κατά λειτουργικούς τύπους φυτών σε σχέση με τις αλλαγές χρήσης γης σε μεσογειακά λιβάδια

Ορθολογικός σχεδιασμός της διάνοιξης λιβαδικών εκτάσεων

Κτηνοτροφικά ξυλώδη φυτά: Ο ρόλος τους στα Μεσογειακά συστήματα παραγωγής

Το πρόβλημα της ασύδοτης βόσκησης στο νομό Δωδεκανήσου

Transcript:

Σύγκριση της σύνθεσης της δίαιτας γιδιών, προβάτων και λαγού (Lepus europaeus) σε ένα τυπικό Μεσογειακό λιβάδι της βόρειας Ελλάδας Η. Καρμίρης, Α. Νάστης και Κ. Τσιουβάρας Εργαστήριο Δασικών Βοσκοτόπων (236), Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη Περίληψη Η επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων (γίδια και πρόβατα) και του λαγού εκτιμήθηκε σε ένα τυπικό Μεσογειακό λιβαδικό οικοσύστημα της κεντρικής Μακεδονίας, με τη μέθοδο της μικροϊστολογικής ανάλυσης των κοπράνων. Διερευνήθηκε επίσης ο βαθμός διαφοροποίησης της σύνθεσης της δίαιτας του λαγού στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης. Διαπιστώθηκε ότι η επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων και του λαγού ήταν μικρή και επομένως ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ως προς την τροφή ήταν ασήμαντος ως ανύπαρκτος. Δε διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση της δίαιτας του λαγού στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης εξαιτίας κυρίως της ομοιότητας της σύνθεσης της βλάστησης. Συμπερασματικά προκύπτει ότι η ταυτόχρονη χρήση των λιβαδιών από τα αγροτικά ζώα και το λαγό είναι εφικτή, όταν το ποσοστό χρησιμοποίησης της βοσκήσιμης ύλης δεν υπερβαίνει το όριο της κανονικής χρήσης. Λέξεις κλειδιά: Επικάλυψη δίαιτας, ανταγωνισμός ζωικών ειδών, κοινή χρήση, ένταση βόσκησης, κανονική χρήση. Εισαγωγή Είναι τεκμηριωμένο ότι η βόσκηση των αγροτικών ζώων επηρεάζει τη δομή και τη σύνθεση της βλάστησης των λιβαδικών οικοσυστημάτων, τα οποία αποτελούν ενδιαίτημα για μια μεγάλη ποικιλία φυτοφάγων ειδών. Στις μέρες μας, η πολλαπλή χρήση των λιβαδικών οικοσυστημάτων προς όφελος της κτηνοτροφίας, της άγριας πανίδας και του περιβάλλοντος έχει αποκτήσει μεγάλο οικολογικό και οικονομικό ενδιαφέρον (Holechek et al. 1989). Για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των λιβαδιών απαιτείται η γνώση της επικάλυψης της σύνθεσης της δίαιτας και του πιθανού ανταγωνισμού ως προς την τροφή μεταξύ αγροτικών και θηραματικών ζώων (Ego et al. 2003). Για την εκτίμηση της σύνθεσης της δίαιτας των γιδιών, των προβάτων και του Ευρωπαϊκού λαγού (Lepus europaeus) έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες, ξεχωριστά όμως για κάθε είδος (Holechek et al. 1989, Σφουγγάρης και συν.). Οι τυχόν διαφορές στη σύνθεση της δίαιτας μεταξύ των ειδών αποδίδονται κυρίως σε διαφορές στον τόπο και στο χρόνο που διεξήχθησαν οι έρευνες καθώς και στις μεθόδους εκτίμησης της σύνθεσης της δίαιτας που χρησιμοποιήθηκαν. Είναι προφανές όμως ότι τα δεδομένα αυτά έχουν περιορισμένη αξία για την εκτίμηση της επικάλυψης της σύνθεσης της δίαιτας των ειδών αυτών. Δεν είναι εφικτό επομένως, να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τον προσδιορισμό του πιθανού ανταγωνισμού μεταξύ των ειδών ως προς την τροφή (Ego et al. 2003). Σκοπός της παρούσας Λιβαδοπονία Ξηροθερμικών Περιοχών 273

έρευνας ήταν η διερεύνηση του βαθμού ανταγωνισμού ως προς την τροφή μεταξύ γιδιών, προβάτων και λαγού σε ένα τυπικό Μεσογειακό λιβάδι όταν τα είδη αυτά εκμεταλλεύονται τους διατροφικούς πόρους της ίδιας λιβαδικής έκτασης, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Περιοχή έρευνας Η έρευνα διεξήχθη στο βόρειο τμήμα του περιαστικού δάσους της Θεσσαλονίκης (Σέιχ Σου) σε έκταση 3.000 στρεμμάτων περίπου. Η έκταση αυτή διοικητικά ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης. Το υψόμετρο της περιοχής έρευνας κυμαίνεται μεταξύ 300 και 500 μ. Το κλίμα στην περιοχή έρευνας χαρακτηρίζεται ως ημίξηρο, με ψυχρούς χειμώνες και θερμά, ξηρά καλοκαίρια. Η ετήσια βροχόπτωση ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 416 χλσ. Το έδαφος είναι αβαθές και χαμηλής παραγωγικότητας. Στην περιοχή έρευνας διακρίθηκαν δύο λιβαδικοί τύποι: α) Τα θαμνολίβαδα, τα οποία συγκροτούνται κυρίως από πουρνάρι (Quercus coccifera) με ύψος που κυμαινόταν από 1 ως 2 μ. και μεμονωμένα άτομα άλλων θαμνωδών ειδών και φρυγάνων, όπως τα Paliurus spina cristi, Rosa canina, Crataegus monogyna, Cistus incanus, Asparagus acutifolius κ.ά. β) Τα ποολίβαδα, τα οποία είναι διάσπαρτα διάκενα (0,3 ως 3 εκτάρια) σε όλη την έκταση της περιοχής έρευνας διακόπτοντας τη συνέχεια του πρινώνα. Τα κυρίαρχα είδη είναι τα Chrysopogon gryllus, Dichanthium ischaemum, Festuca valesiaca, Cynodon dactylon, Dactylis glomerata, Trifolium stellatum, Medicago polymorpha, Sanguisorba minor κ.ά. Η περιοχή αυτή χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως κοινός βοσκότοπος για γίδια και πρόβατα. Ο βαθμός χρήσης της ποώδους βλάστησης στην περιοχή έρευνας δεν ήταν ομοιόμορφος. Διαπιστώθηκε διαβάθμιση της έντασης βόσκησης από μέτρια σε ελαφριά και μηδενική (μάρτυρας αβόσκητη έκταση), ανάλογα με την απόσταση των επιφανειών από το σημείο εισόδου των ζώων στην περιοχή έρευνας. Η βοσκοφόρτωση εκτιμήθηκε από τον αριθμό των ζώων που βόσκουν στην περιοχή τόσο από τις δηλώσεις των κτηνοτρόφων στο Δήμο Ασβεστοχωρίου όσο και από προσωπικές παρατηρήσεις. Αυτή υπολογίστηκε σε 0,70, 0,36 και 0 μικρά μηρυκαστικά ανά εκτάριο και έτος για τη μέτρια, την ελαφριά και τη μηδενική ένταση βόσκησης αντίστοιχα. Τα κυριότερα θηλαστικά που απαντώνται στην περιοχή, εκτός από τα αγροτικά ζώα και το λαγό, είναι η αλεπού (Vulpes vulpes), το πετροκούναβο (Martes foina), η νυφίτσα (Mustela nivalis) και ο ασβός (Meles meles). Στην περιοχή έρευνας δεν υπάρχουν γεωργικές καλλιέργειες και απαγορεύεται το κυνήγι. Υλικά και μέθοδοι Την άνοιξη του 2003, σε κάθε επιφάνεια με διαφορετική ένταση βόσκησης επιλέχθηκαν τέσσερις θέσεις όπου έγινε συλλογή φρέσκων κοπράνων του λαγού. Στα μέσα κάθε μήνα (Μάρτιος, Απρίλιος και Μάιος) και σε όλες τις θέσεις συλλέγονταν υποδείγματα φρέσκων κοπράνων του λαγού. Σε περίπτωση που ανευρίσκονταν σωροί φρέσκων κοπράνων συλλέγονταν ένας δύο σβώλοι κοπράνων ανά σωρό. Στη συνέχεια, σχηματίστηκαν τρία αντιπροσωπευτικά δείγματα για κάθε ένταση βόσκησης, με μίξη των υποδειγμάτων που συλλέχθηκαν κάθε μήνα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε ώστε: α) να μη συλλεχθούν σβώλοι κοπράνων στα όρια των επιφανειών με διαφορετική ένταση βόσκησης, και β) η έκταση των επιφανειών να είναι σαφώς μεγαλύτερη από την περιοχή που τρέφεται ο λαγός, η οποία μπορεί να συμπίπτει με την περιοχή ενδημίας του. Από το καλοκαίρι του 2003 μέχρι και την άνοιξη του 2004 έγινε συλλογή φρέσκων κοπράνων γιδιών, προβάτων και λαγών σε όλη την έκταση της βοσκόμενης περιοχής με τον ίδιο τρόπο όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε χωριστά στις 274 Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία

επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης αλλά επειδή δε βρέθηκαν σημαντικές διαφορές αυτά συγχωνεύτηκαν. Τα δείγματα κοπράνων των τριών ειδών αναλύθηκαν με τη μέθοδο της μικροϊστολογικής ανάλυσης κοπράνων (Holechek and Gross 1982). Οι διαφορές στη σύνθεση της δίαιτας του λαγού στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης των αγροτικών ζώων εκτιμήθηκαν με ανάλυση διακύμανσης μετά από μετατροπή των ποσοστών σε μοίρες (Steel and Torrie 1980) με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος S.P.S.S. (version 11.0), σε επίπεδο σημαντικότητας a = 0,05. Η επικάλυψη της δίαιτας των τριών ειδών εκτιμήθηκε για κάθε εποχή χρησιμοποιώντας το δείκτη επικάλυψης R o του Horn (Litvaitis 1996). Η παράμετρος αυτή αποτελεί βασικό στοιχείο για τη διερεύνηση του βαθμού ανταγωνισμού των ζωικών ειδών ως προς την τροφή (Ego et al. 2003). Οι συγκρίσεις μεταξύ των ζωικών ειδών σε κάθε εποχή έγιναν με το συντελεστή συσχέτισης του Spearman r s (Siegel and Castellan 1988). Αποτελέσματα και συζήτηση H σύνθεση της δίαιτας του λαγού δε διέφερε σημαντικά (F 2,272 = 1,185, P 0,05) μεταξύ των επιφανειών με διαφορετική ένταση βόσκησης (Πίνακας 1). Η ομοιότητα της σύνθεσης της βλάστησης στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης καθώς επίσης και η αφθονία της βοσκήσιμης ύλης με την οποία τρέφονταν τα μελετώμενα ζωικά είδη θεωρούνται ως οι κύριες αιτίες για την ύπαρξη μη σημαντικών διαφορών. Πίνακας 1. Η σύνθεση της δίαιτας του λαγού (μέσος όρος ± τυπικό σφάλμα) την άνοιξη στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης Φυτικά είδη Ένταση βόσκησης Μέτρια Ελαφριά Αβόσκητο Θάμνοι Anthyllis hermanniae 5,1 ± 0,6 4,8 ± 0,8 4,9 ± 0,7 Asparagus acutifolius 2,3 ± 0,5 2,7 ± 0,6 2,2 ± 0,4 Spartium junceun 8,4 ± 0,9 7,3 ± 0,9 7,8 ± 0,9 Σύνολο 1 15,8 16,8 16,9 Αγρωστώδη Dichanthium ischaemum 1,4 ± 0,4 * 1,4 ± 0,4 Anthoxanthum odoratum 4,4 ± 0,7 3,5 ± 0,5 3,7 ± 0,4 Chrysopogon gryllus 30,8 ± 1,8 29,7 ± 1,2 31,9 ± 1,2 Cynodon dactylon 3,2 ± 0,4 3,0 ± 0,6 3,5 ± 0,5 Dactylis glomerata 3,7 ± 0,6 2,8 ± 0,6 3,2 ± 0,5 Lolium rigidum 2,6 ± 0,4 2,8 ± 0,5 3,1 ± 0,4 Stipa bromoides 3,5 ± 0,5 3,8 ± 0,6 3,2 ± 0,5 Σύνολο 49,6 45, 6 50,0 Ψυχανθή Astragalus acantholinum 2,8 ± 0,4 2,7 ± 0,4 2,5 ± 0,6 Medicago polymorpha 1,8 ± 0,3 1,5 ± 0,4 1,2 ± 0,4 Trifolium campestre 1,6 ± 0,3 1,2 ± 0,4 1,2 ± 0,4 Trifolium stellatum * 1,5 ± 0,4 1,4 ± 0,4 Vicia cracca 1,1 ± 0,4 1,5 ± 0,5 1,5 ± 0,6 Σύνολο 7,3 8,4 7,8 Άλλα πλατύφυλλα Dianthus pinnifolius 5,1 ± 0,7 4,8 ± 0,7 4,7 ± 0,8 Silene nutans 6,0 ± 0,8 6,1 ± 0,8 5,6 ± 0,8 Clypeola jonthlaspi 3,5 ± 0,6 4,3 ± 0,7 4,2 ± 0,7 Λιβαδοπονία Ξηροθερμικών Περιοχών 275

Συνέχεια Πίνακα 1 Rorippa silvestris * 1,5 ± 0,6 1,2 ± 0,4 Melissa officinalis * 1,0 ± 0,3 1,0 ± 0,5 Thymus spp. * 1,0 ± 0,5 Cichorium intybus 1,6 ± 0,5 2,0 ± 0,5 2,2 ± 0,5 Taraxacum officinale 1,2 ± 0,4 1,2 ± 0,5 1,5 ± 0,4 Σύνολο 17,4 21,9 20,4 * Είδη με ποσοστό μικρότερο από 1%. 1 Το συνολικό άθροισμα των ποσοστών για κάθε ένταση βόσκησης δεν είναι 100%, επειδή δε συνυπολογίστηκαν τα ποσοστά που ήταν μικρότερα από 1% και αυτά των μη αναγνωρίσιμων σωματιδίων. Οι δείκτες επικάλυψης (R o ) της σύνθεσης της δίαιτας μεταξύ γιδιών και προβάτων ήταν ιδιαίτερα υψηλοί και κυμαίνονταν από 0,837 την άνοιξη μέχρι 0,898 το χειμώνα (Πίνακας 2). Οι συντελεστές συσχέτισης (r s ) της σύνθεσης της δίαιτας των γιδιών και των προβάτων ήταν όλοι σημαντικοί (P < 0,05). Αντίθετα, οι δείκτες επικάλυψης της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων και του λαγού ήταν σαφώς μικρότεροι σε όλες τις εποχές και ιδιαίτερα μεταξύ προβάτων και λαγού. Κανένας συντελεστής συσχέτισης της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων και του λαγού δεν ήταν στατιστικά σημαντικός. Πίνακας 2. Δείκτες επικάλυψης της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων και του λαγού και συντελεστές συσχέτισης (r s ) ανά δύο ζωικά είδη σε κάθε εποχή Συνδυασμοί ζωικών Δείκτης επικάλυψης Συντελεστής Εποχή ειδών (R o ) Spearman (r s ) Γίδια - Πρόβατα Καλοκαίρι 0,850 0,831* Φθινόπωρο 0,889 0,885* Χειμώνας 0,898 0,800* Άνοιξη 0,837 0,763* Μέσος όρος 0,869 Γίδια Λαγός Καλοκαίρι 0,314 0,072 Φθινόπωρο 0,433 0,147 Χειμώνας 0,385 0,213 Άνοιξη 0,361-0,222 Μέσος όρος 0,373 Πρόβατα - Λαγός Καλοκαίρι 0,193 0,015 Φθινόπωρο 0,221 0,109 Χειμώνας 0,213 0,107 Άνοιξη 0,198-0,185 Μέσος όρος 0,206 * Στατιστικώς σημαντικοί συντελεστές συσχέτισης (P < 0,05). Η επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτας των γιδιών και των προβάτων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη σε όλες τις εποχές. Μεγαλύτερη επικάλυψη παρατηρήθηκε την εποχή όπου η διαθεσιμότητα της βοσκήσιμης ύλης των ποωδών φυτών ήταν ελάχιστη (χειμώνας) και μικρότερη όταν ήταν μέγιστη (άνοιξη). Στην παρούσα έρευνα η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά ζώα ήταν υπερεπαρκής για την κάλυψη των αναγκών τους (ελαφριά ως μέτρια ένταση βόσκησης). Συνεπώς, δεν αναμένεται να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους παρά τη μεγάλη επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτάς τους (Stuth 1991). Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι τα μεν γίδια τρέφονται κυρίως με θαμνώδη βοσκήσιμη ύλη και σχετικά υψηλά ποώδη είδη, τα δε πρόβατα με ποώδη φυτικά είδη και φύλλα θάμνων σε χαμηλό ύψος (Pfister et al. 1988). Τα γίδια θεωρούνται επίσης ότι είναι πιο ανεκτικά από τα πρόβατα στην 276 Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία

κατανάλωση βοσκήσιμης ύλης με αυξημένα ποσοστά ταννινών και άλλων δευτερογενών φαινολικών συμπλόκων (secondary compounds) και επομένως η πιθανότητα εμφάνισης ανταγωνισμού μεταξύ τους ως προς την τροφή μειώνεται ακόμη περισσότερο (Lu 1988). Στη συγκεκριμένη περιοχή επομένως, ακόμα και αν αυξηθεί η ένταση της βόσκησης μέχρι το όριο της βοσκοϊκανότητας δεν αναμένεται να υπάρξει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ γιδιών και προβάτων. Σε αυτή την περίπτωση, τα γίδια αναμένεται να αυξήσουν το ποσοστό των θάμνων που καταναλώνουν μειώνοντας αντίστοιχα εκείνο των ποωδών φυτών και επομένως να καταναλώνουν βοσκήσιμη ύλη η οποία δεν είναι προτιμητέα ή διαθέσιμη στα πρόβατα. Οι ιδιαίτερα μικροί δείκτες επικάλυψης και οι συντελεστές συσχέτισης της σύνθεσης της δίαιτας του λαγού με εκείνη των αγροτικών ζώων υποδηλώνουν ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ως προς την τροφή ήταν ελάχιστος ως ανύπαρκτος. Η επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτας των συγκεκριμένων ζωικών ειδών στην περιοχή έρευνας θα μπορούσε θεωρητικά να αυξηθεί σε περίπτωση βαριάς έντασης βόσκησης από τα αγροτικά ζώα. Σε αυτή την περίπτωση, η διαθεσιμότητα των επιθυμητών φυτικών ειδών για τα αγροτικά ζώα θα ήταν μειωμένη, με αποτέλεσμα τα γίδια και τα πρόβατα να καταναλώνουν μεγαλύτερη ποσότητα λιγότερο επιθυμητών ή και ανεπιθύμητων φυτικών ειδών, τα οποία όμως ενδέχεται να αποτελούν τροφή για το λαγό. Σε συνθήκες υπερεντατικής βόσκησης λοιπόν, η πιθανότητα ύπαρξης ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων ειδών είναι μεγαλύτερη (Ego et al. 2003). Με την αύξηση της βοσκοφόρτωσης αναμένεται να αυξηθεί η χρησιμοποίηση των λιγότερο επιθυμητών φυτικών ειδών και ως εκ τούτου θα αξιοποιηθεί πληρέστερα το παραγωγικό δυναμικό της περιοχής. Σε περιπτώσεις υπερεντατικής βόσκησης όμως, η διατροφική συμπεριφορά μεταβάλλεται αφού μειώνεται η διαθεσιμότητα της τροφής και τα φυτοφάγα ζώα γίνονται συνήθως λιγότερο επιλεκτικά (Villalba et al. 2004). Θεωρείται σχεδόν απίθανο με τις σημερινές συνθήκες τα αγροτικά ζώα να μειώσουν τα τροφικά διαθέσιμα για το λαγό, καθώς επίσης και το αντίστροφο σε περιπτώσεις αύξησης του πληθυσμού των λαγών. Για πιο ασφαλή συμπεράσματα όμως, απαιτείται η διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας ώστε να εξακριβωθεί ποιος είναι ο κατάλληλος συνδυασμός φυτοφάγων ζωικών ειδών και ποιο είναι το κατάλληλο επίπεδο βοσκοφόρτωσης, ώστε να αξιοποιείται πληρέστερα η βοσκήσιμη ύλη των λιβαδιών σε αειφορική βάση, χωρίς να επηρεαστούν αρνητικά οι πληθυσμοί των επιθυμητών φυτικών ειδών (Papachristou et al. 2005). Η εφαρμογή βόσκησης με γίδια και πρόβατα, σε εκτάσεις που χαρακτηρίζονται από παρόμοια δομή και σύνθεση βλάστησης με εκείνες της περιοχής έρευνας, μπορεί να ευνοήσει τους πληθυσμούς του λαγού και να συνεισφέρει στη διττή εκμετάλλευση των λιβαδικών οικοσυστημάτων. Παρόλα αυτά, η διαχείριση των λιβαδικών οικοσυστημάτων προς όφελος της άγριας πανίδας συνήθως περιορίζει τη μέγιστη συνολική απόδοση ανά εκτάριο που μπορούν να παράγουν τα αγροτικά ζώα σε μια συγκεκριμένη έκταση (Holechek et al. 1989). Αν και από οικονομική σκοπιά, το να ευνοηθεί η άγρια πανίδα μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αποδοτικότητας των αγροτικών ζώων, εντούτοις τις περισσότερες φορές οι απώλειες αυτές αντισταθμίζονται από την εκμετάλλευση του θηραματικού κεφαλαίου, ή από άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η αναψυχή, το ψάρεμα, η παρακολούθηση και η φωτογράφηση σπάνιων ειδών, κ.ά. (Loomis et al. 1991). Βιβλιογραφία Ego, W.K., D.M. Mbuni and P.E.K. Kibet. 2003. Dietary composition of wildebeest (Connochaetes taurinus), kongoni (Alcephalus buselaphus) and cattle (Bos indicus), grazing on a common ranch in south-central Kenya. Afr. J. Ecol., 41: 83-92. Holechek, J.L. and B.D. Gross. 1982. Evaluation of different calculation procedures for microhistological analysis. J. Range Manage., 35: 721-723. Λιβαδοπονία Ξηροθερμικών Περιοχών 277

Holechek, J.L., R.D. Pieper and C.H. Herbler. 1989. Range management principles and practices. Prentice Hall Inc., USA, pp. 501. Litvaitis, J.A., K. Titus and E.M. Anderson. 1996. Measuring vertebrate use of terrestrial habitats and foods, p. 254-274. In: Research and Management Techniques for Wildlife and Habitats. Ed. by T. A. Bookhout. The Wildlife Society, Bethesda, Maryland. Loomis, J.B., E.R. Loft, D.R. Updike and J.G. Kie. 1991. Cattle-deer interactions in the Sierra Nevada: A bioeconomic approach. J. Range Manage., 44: 395-399. Lu, C.D. 1988. Grazing behavior and diet selection of goats. Small Rum. Res., 1: 205-216. Papachristou, T.G., L.E. Dziba and F.D. Provenza. 2005. Foraging ecology of goats and sheep on wooded rangelands. Small Rum. Res., 59: 141-156. Pfister, J.A., J.C. Malechek and D.F. Balph. 1988. Foraging behaviour of goats and sheep in the Caatinga of Brazil. J. appl. Ecol., 25: 379-388. Σφουγγάρης, Α., Σ. Τουλιά και Α. Γιαννακόπουλος. Βοτανική σύνθεση της τροφής του λαγού (Lepus europaeus) στη Θεσσαλία, σελ. 385-394. Πρακτικά 4 ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου. Βόλος, 10-12 Νοεμβρίου 2004. Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρία, Δημ. Νο 12. Siegel, S. and N. J. Castellan, Jr. 1988. Nonparametric statistics for the behavioral sciences. 2 nd edition. McGraw-Hill Book Co., USA, pp. 400. Steel, R.G.D. and J.H. Torrie. 1980. Principles and procedures of statistics: A biometrical approach. 2 nd edition. McGraw-Hill Book Co., USA, pp. 631. Stuth, J.W. 1991. Foraging behavior, p. 259. In: Grazing management: An ecological perspective (R.K. Heitschmidt and J.W. Stuth, eds). Timber Press, Portland, Oregon. Villalba, J.J., F.D. Provenza and G. Ham. 2004. Experience influences diet mixing by herbivores: implications for plant biochemical diversity. Oikos, 107: 100-109. Comparative diet of goats, sheep and brown hare (Lepus europaeus) in a typical Mediterranean rangeland in northern Greece I. Karmiris, A. Nastis and C. Tsiouvaras Laboratory of Forest Rangelands (236), School of Forestry and Natural Department, Aristotle University of Thessaloniki, 541 24 Thessaloniki, e-mail: ikarmiri@for.auth.gr Summary Diet overlap between livestock (goats and sheep) and brown hare was estimated in a typical Mediterranean rangeland in central Macedonia, using the method of microhistological analysis of faeces. It was also investigated if grazing intensity by livestock influenced diet composition of hare. It was found that diet overlap between livestock and hare was very small and thus, food competition between livestock and hare was very weak. No significant differences were found on diet composition of hare between sites of different grazing intensity, mainly because of the similarity of vegetation composition between the treatments. Conclusively, common use of rangelands by livestock and hare is feasible, when stocking rates do not exceed grazing capacity. Key words: Diet overlap, animal competition, common use, grazing intensity, proper use. 278 Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία