Δευτέρα 27 Ιούνη Κωνσταντίνος Κουτσουμπλής Το τσίρκο του Καραγκιόζη Τρίτη 28 Ιούνη Πάνος Καπετανίδης Το μαγικό μπουκάλι Τετάρτη 29 Ιούνη Νίκος Αλεφραγκής Τα αινίγματα της Βεζυροπούλας Πέμπτη 30 Ιούνη Μιχάλης Ταυλάτος Ο Καραγκιόζης στο πανηγύρι Παρασκευή 1 Ιούλη Θωμάς Αγραφιώτης Το φάντασμα του σαραγιού 1
Στο φετινό 15ο Αθηναϊκό Φεστιβάλ Καραγκιόζη στο λόφο του Στρέφη που θα πραγματοποιηθεί φέτος από την Δευτέρα 27 Ιουνίου μέχρι την Παρασκευή 1η Ιουλίου, τιμώνται με την διάκριση του επίτιμου μέλους του Σωματείου δυο καραγκιοζοπαίχτες λιγότερο γνωστοί στο Αθηναϊκό κοινό: Ο Πατρινός καραγκιοζοπαίχτης Τάκης Παλαιοθόδωρος, που εργάστηκε περισσότερο στην περιφέρεια, με γενέτειρά του την Πάτρα, (γιος του αείμνηστου Καραγκιοζοπαίχτη «Κώσταρου»), τον οποίο έχει τιμήσει και η πολιτεία με τιμητική σύνταξη και που δυστυχώς, επαγγελματικοί λόγοι δεν θα του επιτρέψουν να είναι μαζί μας και να μας ξαναπαρουσιάσει τη δουλειά του. Ο άλλος είναι ο Γιώργος Μαμάης, εργάτης της τέχνης, από τα παλιότερα εν ζωή μέλη του Σωματείου μας, ένας φιλοσοφημένος λάτρης της λαϊκής παράδοσης, που πολλές φορές υποδύθηκε τον ζωντανό Καραγκιόζη σε παραστάσεις του Σωματείου και συναδέλφων του και πιστός φίλος του συλλόγου «Η Γειτονιά». Επετειακό και συμβολικό το φετινό Φεστιβάλ, αφού κλείνει φέτος 15 χρόνια, από τότε που δυο ονειροπόλοι, μέλη των δυο σωματείων, ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Πάνος Καπετανίδης και η Γραμματέας του Συλλόγου Εξαρχείων Νεάπολης «Η Γειτονιά» Κάτια Σαββίδου έβαλαν σε εφαρμογή την σκέψη για την δημιουργία ενός φεστιβάλ που πάντα στηρίχτηκε σε ίδιες δυνάμεις, με πενιχρή οικονομική ενίσχυση Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ Μηνιάτικη ηλεκτρονική έκδοση του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών Τζωρτζ 6 Αθήνα 106 77 Τεύχος 47 - Μάης 2011 Εξώφυλλο: Πάνος Καπετανίδης Διόρθωση κειμένων: Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης ΕΚΔΟΤΗΣ: Πάνος Β. Καπετανίδης Τηλέφωνο: 210 46 16 664 Γράψτε για την εφημερίδα «Ο Καραγκιόζης μας». Στείλτε το κείμενό σας με e-mail στο: somateiokaragkiozh@gmail.com www.karagkiozis.com/somateio/ από διάφορους δημοτικούς παράγοντες ή επαγγελματίες της περιοχής, αλλά με περισσή δύναμη και θέληση για προσφορά των μελών και των δύο φορέων. Ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι, χέρι-χέρι με την σκιά του λαϊκού μας ήρωα, του Καραγκιόζη, να κάνει τους παλιούς να θυμηθούνε και τους νεότερους να διδαχτούν την τέχνη που για 170 χρόνια ψυχαγωγεί τον λαό μας, μιλάει για τα ντέρτια του, τους καημούς και τις πίκρες του, διδάσκει ιστορία αλλά και προσμονή για ένα καλύτερο αύριο. Ένα Φετιβάλ που από το ξεκίνημά του έδωσε «βήμα» συμμετοχής σε ταλαντούχους νέους που ξεκίνησαν ως ερασιτέχνες και σήμερα οι περισσότεροι κοσμούν με την αξιοσύνη τους την αθέατη πλευρά της ράμπας του μπερντέ. Η συμμετοχή των καραγκιοζοπαιχτών στο Φεστιβάλ είναι ΑΦΙΛΟΚΕΡΔΗΣ. Για πρώτη φορά φέτος γίνεται με την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. 2 2
Το πρόγραμμα αρχίζει με τους ερασιτέχνες Δευτέρα 27 Ιούνη Μανώλης Μπαλούρδος «Το μεγαλύτερο ψέμα» Πέμπτη 30 Ιούνη Γιάννης Σταύρου «Ο μαύρος ξιφομάχος» Τρίτη 28 Ιούνη Κώστας Ντούμπας «Ο πρόλογος» Τετάρτη 29 Ιούνη Χάρης Κουτσογιάννης «100 εντάλματα του καμπούρη» 3 Παρασκευή 1 Ιούλη Τάσος Δουρμουσόγλου «Ο Καυγάς» 3
«ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ» του Θωμά Αθ. Αγραφιώτη Ζ) «Ο Καυγάς του Μπαρμπαγιώργου στην οδό Σταδίου» Η παράσταση στα Ψηλαλώνια ξεκίνησε άσχημα για τον Σαρδούνη και τον Γιάννη. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, ο Πάγκαλος εκσφενδόνιζε ατάκες με σκοπό να υπονομεύσει τη ροή του έργου. Ακούγοντας λοιπόν τον Καραγκιόζη να λέει στον Χατζηαβάτη: «Ήμουν στην πλατεία χθες και πουλούσα κουλούρια», ο Πάγκαλος φώναξε θρασύτατα: «Δεν πάτε εσείς να πουλήσετε κουλούρια, που μας παίζετε τον Καραγκιόζη; Ποιοι από εσάς είναι καραγκιοζοπαίχτες; Ποιοι; Κουλουράδες είστε! Μηδενικά». Ωστόσο, η παράσταση κυλούσε πολύ καλά για όλο το υπόλοιπο κοινό, το οποίο σταδιακά έδειξε να ενοχλείται κάπως από τις συνεχείς παρεμβάσεις του Πάγκαλου. Ακόμα και ο Αγαπητός παρακολουθούσε με ενδιαφέρον αυτό το νέο έργο, στο οποίο ο Χατζηαβάτης έπειθε τον Καραγκιόζη να γίνει πλοίαρχος, να ναυλώσει ένα πλοίο και να βρει και έναν καλό λοστρόμο. Η αλήθεια είναι όμως ότι το έργο δεν ήταν και τόσο πρωτότυπο. Ο αρχικός πυρήνας του παιζόταν από τους παλιούς καραγκιοζοπαίχτες της Αιτωλοακαρνανίας εδώ και χρόνια με τον τίτλο «Οι τρεις κατεργαραίοι». Ήταν μια έξυπνη και σεμνή κωμωδία, στην οποία ο Καραγκιόζης νικά με την εξυπνάδα του έναν κατεργάρη δάσκαλο και τους τρεις μαθητές του σε ένα νησί. Πάνω στην υπόθεση αυτή όμως, ο Σαρδούνης έκανε και τις απαραίτητες επεμβάσεις του. Ενσωμάτωσε δηλαδή σκηνικές τεχνικές, τις οποίες γνώριζε από τον οθωμανικό μπερντέ και τις οποίες αγνοούσαν οι καραγκιοζοπαίχτες της Αιτωλοακαρνανίας. Έτσι λοιπόν, παρουσίασε στο πανί τη θάλασσα και το καράβι, έτσι όπως τα ήξερε από μια κωμωδία με τον Karagöz στο ρόλο του βαρκάρη. Η σημαντικότερη όμως καινοτομία του ήταν η ερμηνεία του ως «βουνίσιος» λοστρόμος Μπαρμπαγιώργος. Το κοινό γελούσε αβίαστα και ο Πάγκαλος άρχισε να ανησυχεί. Οι φωνές του δεν είχαν κανένα αντίκρισμα, καθώς οι θεατές ξεκαρδίζονταν με τον γκαφατζή ορεσίβιο και αγαθό τσέλιγκα Μπαρμπαγιώργο στο πλάι του καταφερτζή και αστείου Καραγκιόζη. Η διδασκαλία του Γιάννη είχε βοηθήσει τον Σαρδούνη να αποδίδει με απολαυστικό τρόπο τη διάλεκτο, την προφορά και τις ξεκαρδιστικές γλωσσικές ιδιομορφίες του Βλάχου Μπαρμπαγιώργου, ο οποίος παρωδούσε (με τον τρόπο ζωής και σκέψης του) τους γείτονες των Πατρινών από την απέναντι Αιτωλοακαρνανία: - Θειούλη μου! Να σε πάρω στο καράβι και να σε κάνω λοστρόμο; - Όι μανούλαμ, διεν θίλου μαθές. Θα μι κανς κανίνα χνερ, έρμου. - Μα εκεί που θα πάμε, θα σου δώσω να φας σύκα καλαματιανά. - Σκαρέλια; Ίερχομι τοτ, Καραγκιόζ. Θα γίνου ολοστρούμπουλους. 4 4
Το έργο κυλούσε με πολύ κέφι και συνεπώς ήταν η ώρα για τον Πάγκαλο να θέσει σε εφαρμογή το δεύτερο σχέδιό του. Τρύπωσε αμέσως στη σκηνή, δήθεν για να βοηθήσει τους δύο παίχτες και με πραγματικό σκοπό να σαμποτάρει την εξέλιξη της παράστασης. Ο Σαρδούνης τον καλωσόρισε μεν με ένα ευγενικό νεύμα, αλλά κατάλαβε ότι ο κίνδυνος ήταν προ των πυλών και έκανε νόημα στον Γιάννη να προσέχει. Όντως ο Πάγκαλος είχε μεγαλεπήβολα και επικίνδυνα σχέδια στο μυαλό του, τα οποία έφταναν μέχρι και την κατάρρευση της ίδιας της σκηνής. Ζήτησε λοιπόν ευγενικά να βοηθήσει, κρατώντας και κουνώντας τη φιγούρα του Βλάχου, μα ο Σαρδούνης τον έθεσε εκτός μάχης με τον Καραγκιόζη του: - Μπάρμπα μου, εδώ στο νησί υπάρχουν επικίνδυνοι κατεργαραίοι. - Ξιέρου, πιδίμ. Ξιέρου. Διν είμι ιγώ σιαν τσιάλλ απ του χουριού. - Οι μαθητές είναι εύκολοι αντίπαλοι. Θα τους κατατροπώσω εγώ. - Όι, μανούλαμ! Όι, μανούλαμ! Όι! Όι! Όι! Μμμμμμμμμμμμμμμμ... - Τι μουγκανίζεις, βρε μοσχάρι της βλαχιάς; Μου πήρες τα αυτιά. - Του ξιέρου, πιδίμ. Του ξιέρου. Είμι ξύπνιους ιγώ, σλιέγω μαθές. - Ο μεγάλος μας αντίπαλος όμως θα είναι αυτός ο δάσκαλός τους. - Θα τουν αφαλουκόψου τουν έρμου. Θα τουν ξικάνου ιγώ, πιδίμ. - Έτσι σε θέλω, θείε. Και αν δεν μας πειράξει, θα πάρει χαρτζιλίκι. - Κι αν μας πειράξ, μαθές; Κι αν μας καν κανιένα χνερ ι άτιμους; - Θα τον δείρεις μέχρι να μαυρίσει, γιατί θα μας πάρει και τα σύκα. - Άι. Πε με ρα ποιους είνι να τουν σφιντιλίσου κατάχαμα σα ζαγάρ; - Λέγεται Μήτσος Πάγκαλος. Σε κρατά και σε κουνά εδώ και ώρα. - Τούτους που μι κρατάει, ειν ου θεουμπαίχτς; Άι! Θα τούνι φάου! - Ναι! Χτύπα τον μέχρι να του φύγει το στυπόχαρτο από το λαιμό! Τότε ο Πάγκαλος δεν κρατήθηκε και φώναξε γελώντας: «Αν είναι να φύγει το στυπόχαρτο, δώσε το χαρτζιλίκι και φεύγω εγώ. Και τα σύκα σου άστα στη συκιά του Χατζηαβάτη, έτσι πώς τον κατάντησες και αυτόν και τον Καραγκιόζη σου». Ο κόσμος λύθηκε στα γέλια και περισσότερο από όλους οι τρεις καραγκιοζοπαίχτες. Ο Πάγκαλος όντως βούλωνε μία τρύπα που είχε στο λαιμό του, για να μπορεί να βγαίνει η φωνή του. Από την άλλη, ήταν κοινό μυστικό πως αν τον χαρτζιλίκωνε κανείς, τότε το στόμα του γινόταν μέλι: «Εσύ κάτι λες από Καραγκιόζη! Τρώγεσαι! Είσαι κάτι καλός». Ο Πάγκαλος απαίτησε το χαρτζιλίκι «εδώ και τώρα» και αμέσως αποχώρησε από τον μπερντέ, οικονομημένος και δήθεν ηθικά δικαιωμένος που αποκάλεσε «συκιά» τον πρωταγωνιστή του Σαρδούνη. Δεν είχε όμως την κατάλληλη οξυδέρκεια να προβλέψει ότι γλυκοχάραζε μια νέα εποχή για την τέχνη του Καραγκιόζη, όχι μόνο στην Πάτρα αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι δύο 5 5
Στο επόμενο τεύχος: Η) «Στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων με τον Μόλλα» φίλοι, μετά από το τέλος του έργου, γιόρτασαν τη μεγάλη επιτυχία τους στον Παντοκράτορα, στο υπόγειο δωμάτιο του Σαρδούνη. Ο τελευταίος μάλιστα δεν σταματούσε να πίνει... Οι σκέψεις τους έρρεαν μαζί με το κρασί. Ο Σαρδούνης συνεχώς οραματιζόταν ένα σεμνό Καραγκιόζη που να μπορεί μέσω της σάτιρας να βάζει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του, όπως έκανε και με τον Πάγκαλο. Από την άλλη, ο Γιάννης έβλεπε ότι το κοινό του Καραγκιόζη γελούσε με την καρδιά του και ευχαριστιόταν τη στιγμή που ο Μπαρμπαγιώργος έδερνε τον «κακό», είτε ο κακός ήταν ο Πάγκαλος ή ο Μουχτάρ ή το φίδι ή οποιοσδήποτε άλλος. Έπρεπε λοιπόν αυτό το σκηνοθετικό εύρημα να παρουσιαζόταν και κάπου αλλού μετά από την Πάτρα του ανερχόμενου Σαρδούνη. Ο Γιάννης θα το τολμούσε ξανά και μόνος του σε κάποιο νέο κοινό. Ξημερώνοντας, ήταν έτοιμος να αναχωρήσει με το πρώτο πρωινό τρένο για την Αθήνα. Ο Σαρδούνης δεν προσπάθησε να τον μεταπείσει. Αποχωρίστηκαν επί της οδού Όθωνος-Αμαλίας με μια κάποια συγκίνηση και συνάμα βεβαιότητα: «Άειντε και σαν δεν ντρεπόμαστε και οι δυο μας που κάνουμε μαζί σαν κοριτσόπουλα. Πολύ γρήγορα θα ξανασμίξουμε». Ο Γιάννης άφηνε πίσω του την Πάτρα και ετοιμαζόταν πλέον για το μεγάλο άλμα. Θα έγραφε στους δικούς του και στους φίλους του (και πρώτα από όλους στον Μέμο) ότι αναχώρησε για την Αθήνα εκτάκτως και δήθεν επιστρατευμένος και πάλι ως εύζωνας. Δεν θα έλεγε πάντως και τελείως ψέματα, καθώς αυτό που θα έκανε στην Αθήνα, θα ήταν κάτι σαν ένα είδος επιστράτευσης. Θα τολμούσε δηλαδή να παίξει και εκεί το ξεχωριστό Θέατρο Σκιών της πατρίδας του, έτσι όπως το ολοκλήρωσε με τη βοήθεια του Σαρδούνη. Ο πρωταγωνιστής του όμως δεν θα ήταν πια ο Καραγκιόζης, αλλά ο ατρόμητος και ανίκητος Βλάχος που θα συνέτριβε στο πέρασμά του τους πάντες και τα πάντα και κυρίως την Τουρκιά. Κι αν δεν τα κατάφερνε, θα γύριζε πίσω στην πατρίδα του, τον Κραβασαρά. Πάτρα, Αίγιο, Διακοφτό, Ξυλόκαστρο, Κιάτο, Κόρινθος, Αττική, Σταθμός Λαρίσης. Ένας επαρχιώτης έρχεται με θάρρος και με θράσος, για να αλώσει και να κατακτήσει την πρωτεύουσα. Στο κέντρο της πόλης και στην οδό Σταδίου, στήνει τον μπερντέ του και κεντρίζει το γενικό ενδιαφέρον με την εξής επιγραφή: «Λαϊκό Θέατρο ο Μπαρμπαγιώργος». Οι Αθηναίοι θεατές απορούν ευλόγως στην πρεμιέρα: «Ποιος είναι αυτός ο Μπαρμπαγιώργος;», ενώ σαστίζουν βλέποντας την (άγνωστη μέχρι τότε για αυτούς) φιγούρα του βίαιου ραβδούχου Βεληγκέκα να κυνηγάει τον Καραγκιόζη στις αρχές του έργου. Εμφανίζεται όμως τότε ξαφνικά και ένας γραφικός Βλάχος, ως ο θείος και ο προστάτης του «ξυπόλυτου». Ο Βλάχος ξυλοφορτώνει τον Τούρκο και προκαλεί μέγα πανζουρλισμό στο κοινό. Ο Γιάννης αδυνατεί να συνεχίσει εν μέσω τρελών πανηγυρισμών. Πριν ολοκληρωθεί το έργο, ο κόσμος είχε ήδη φύγει, ενθουσιασμένος και χορτασμένος από το θέαμα της νίκης, για να το γιορτάσει μέχρι πρωίας... (Συνεχίζεται) 6 6
Βασίλης Πλάτανος: Ο αέρινος Από την «Αυγή» της 22/05/2011 Παιδιά, φεύγω, θα σας στέλνω κομμάτια από την Κάτω Ιταλία μας έλεγε πριν μερικές ημέρες ο Βασίλης Πλάτανος. Τον είδαμε αδυνατισμένο, καταπονημένο, αλλά υποθέσαμε ότι ο ιδιότυπος βίος και το βάρος των χρόνων άρχισαν να αφήνουν τα σημάδια τους. Αεικίνητος και χαμογελαστός, με την άσπρη γενειάδα και το ανήσυχο βλέμμα, λίγο πιο θαμπό αυτή τη φορά, μας αποχαιρέτησε. Ούτε εκείνος γνώριζε τότε ότι ο καρκίνος τον είχε στοχεύσει. Πριν από περίπου δυο μήνες μάς έφερε το πεσκέσι του, τα Μαχαιροθαλασσόκρινα, την καινούρια του ποιητική συλλογή.... Σαν αποθάνω θάψτε με/ σε έρημο αμμογιάλι/ μαυρομάνικο μαχαίρι/ να έχω προσκεφάλι έγραφε. Ήταν η τελευταία. Πριν από μία εβδομάδα διαγνώστηκε η επάρατος στο στομάχι και χθες άφησε την τελευταία του πνοή στο Ευγενίδειο, στη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης. Αγαπητός συνάδελφος στην Αυγή, βετεράνος της δημοσιογραφίας, λογοτέχνης και ερευνητής του λαϊκού μας πολιτισμού, ο Βασίλης Πλάτανος πέθανε στα 77 του χρόνια. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 4 μ.μ. στο Κοιμητήριο της Καλλιθέας. Ο Βασίλης Πλάτανος γεννήθηκε το 1934 στην Άντισσα Λέσβου. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε. Αντίθετα τελείωσε τη Σχολή Θεάτρου του Πέλλου Κατσέλη και εν τέλει τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Ωστόσο η μεγάλη του αγάπη παρέμεινε μέχρι το τέλος η λογοτεχνία και η λαογραφία. Ανήσυχος άνθρωπος, ευαίσθητος, δούλεψε σε ψαροκάικα και απόκτησε ναυτικό φυλλάδιο στα νεανικά του χρόνια, τότε ήταν που εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Από τότε άρχισε να γράφει ποίηση και πεζογραφία και στη συνέχεια να ερευνά και να γράφει για τις λαϊκές τέχνες, τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη. Η αγάπη του για τη θάλασσα και τα ταξίδια, βαθιά. Περνούσε τον χρόνο του στη βάρκα του, ταξίδευε στον κόσμο. Άρχισε να δημοσιογραφεί από τη Μυτιλήνη το 1950 και συνέχισε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστικός συντάκτης στις εφημερίδες «Αυγή», «Νίκη», «Νέα», «Μεσημβρινή», «Εξόρμηση», «Ελευθεροτυπία», «Ριζοσπάστης», ενώ συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά. Για ένα διάστημα υπήρξε αρχισυντάκτης στην ΕΡΑ Αιγαίου. Η πολυσχιδής προσωπικότητα και οι δραστηριότητες τον έφεραν στους κόλπους ποικίλων οργανισμών. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Δημοσιογράφων, του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, της χορωδίας Μυτιλήνης, του Etudes Tsiganes στο Παρίσι, της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, του ιδρύματος Σοσιαλιστικών Ερευνών «Σταύρος Καλλέργης». Για τη λαογραφική και λογοτεχνική του δραστηριότητα βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο του Ελληνικά Λαϊκά Πανηγύρια. Συνεργάστηκε με την εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, την ΕΡΤ, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Έγραψε ποίηση και πεζογραφία, λαογραφικά και βιβλία για την αισθητική. Ανάμεσα στα βιβλία του συγκαταλέγονται η συλλογή διηγημάτων «Τρανές λειτουργιές» και τα «Εξοχή Ελληνική», Εν πλω, «Διάψαλμα», Προσκυνητάρι της Αίγινας, «Ήριννα». 7 7
Λάκης Σάντας Κινδυνεύοντας να χαρακτηριστεί η εφημερίδα μας «νεκρολογική» μιας και πολλές φορές χρειάζεται να αναφερόμαστε σε σημαντικά πρόσωπα που έφυγαν ή φεύγουν από κοντά μας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στην ιστορική μορφή ενός ήρωα, ενός Έλληνα Πατριώτη που στις 30 του περασμένου μήνα έφυγε από κοντά μας. Τον Λάκη Σάντα. Ο άνθρωπος που κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη Ο Λάκης Σάντας, ο άνθρωπος ο οποίος μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, πέθανε σήμερα σε ηλικία 89 ετών. Ο Απόστολος Φιλίππου Σάντας, εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1922 στη Λευκάδα και έφυγε σήμερα από τη ζωή, ένα μήνα πριν από την συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο. Το 1934 η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Αθήνα. Τελειώνει το γυμνάσιο το 1940 και εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941 θα κατεβάσει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. «Ήταν η πρώτη ανάσα της αντίστασης» είπαν στη Βουλή, τιμώντας τον Λάκη Σάντα και το Μανώλη Γλέζο, το Νοέμβριο του 2008. «Δύο δεκαοκτάχρονα που έπαιξαν με την ιστορία, είδαν ένα σύμβολο και αποφάσισαν να γίνουν σύμβολα οι ίδιοι». Το 1942 εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στην ΕΠΟΝ και βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και στην Αττικοβοιωτία και το 1944 τραυματίστηκε. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία, το 1947 φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ' όπου το 1948 στέλνεται στην Μακρόνησο. Θα διαφύγει στην Ιταλία και θα ζητήσει πολιτικό άσυλο στον Καναδά, όπου θα ζήσει μέχρι το 1962. Το 1963 Ο ήρωας που ζήσαμε θα επιστρέψει στην Ελλάδα. «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες, 'ανώνυμοι'» έλεγε. Εξιστορώντας το εγχείρημα υποστολής της σημαίας στον Ηλία Πετρόπουλο, είχε πει: «Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στον βράχο της Ακροπόλεως.» Μέσα στο υπέροχο φόντο της δύσης σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη.» Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρουμε. Να την γκρεμίσουμε και να την ξεσχίσουμε και να πλύνουμε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε.» Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ' αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας». AΠΟ http://www.tanea.gr/ 8 8