ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΜΑΡΑΜΠΟΥ (Από την συλλογή Μαραμπού)



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Νίκος Καββαδίας. Συλλογή Ποιημάτων

Νίκος Καββαδίας, «Kuro Siwo»: η επιθυµία του ταξιδιού - το ταξίδι προς την Ουτοπία. επιµέλεια: Χρήστος ανιήλ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

«Η νίκη... πλησιάζει»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Η πορεία προς την Ανάσταση...

«ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ»

Πουθ έρχεσαι; Απ τη Βαβυλώνα. Που πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πως τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Βαρειά χτυπάει η καμπάνα :: Καπλάνης Κ. - Μπέλλου Σ. :: Αριθμός δίσκου: B

Για μια χήρα παιχνιδιάρα :: Τούντας Π. - Ρούκουνας Κ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Μπορεί να υπάρχει ρατσισμός στου κόσμου τις πατρίδες Όμως εγώ θα αντιδρώ γιατί έχω ελπίδες

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

w w w. s t i x o i. i n f o

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Η μάνα σου θα τα πληρώσει (Τί σου λέει η μάνα σου για 'μένα) :: Σκαρβέλης Κ. - Βέζος Σ. :: 1935

The G C School of Careers

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Πρώτη έκδοση Νοέμβριος 2017 ISBN

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Το Τζιβαέρι είναι παραδοσιακό τραγούδι της ξενιτιάς με προέλευση. από την Μικρά Ασία. Σε αυτό το τραγούδι εκφράζεται η αγάπη

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Το καράβι της Κερύνειας

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

17 ο Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου. Τάξη: Στ. Σχ. Έτος:

Γκιούλ Χανούμ :: Περιστέρης Σ. - Σάμης Π. :: Αριθμός δίσκου: B

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Το παραμύθι της αγάπης

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Αν δεν με θέλεις χήρα μου :: Δραγάτσης (Ογδοντάκης) Ι. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO-2500

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο κύριος ΚΟΚ. 1ος. ΚΥΡ. ΚΟΚ: Στην πόλη µόλις έφτασα, από µακρύ ταξίδι κι αµέσως θα σας συστηθώ ή µε γνωρίζετε ήδη;

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Η δικη μου μαργαριτα 1

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Εμμανουηλίδου Κατερίνα του Θωμά, Κωνσταντινίδου Ραφαηλία του Συμεών, Παπανικολάου Απόστολος του Γεωργίου, Κούτριος Ραφαήλ του Κων/νου, 9 ετών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Μπιάζη Σίσσυ του Κωνσταντίνου, 10 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Transcript:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΡΑΜΠΟΥ (Από την συλλογή Μαραμπού) Στίχοι: Νίκος Καβαδδίας Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω. Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο. Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ, που είν όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το `μαθε ποτέ, γιατί δεν το `πα σε κανένα. Μ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία. Τότε τη γνώρισα σαν άνθος έμοιαζε αλπικό και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία. Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική, κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού `χε αυτοκτονήσει, ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές, μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει. Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε, συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς, κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε. Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά, κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ τα πελάη, μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει. Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ το λαιμό κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης, όταν εφθάσαμε σ αυτήν που θα `φευγε την πόλη. Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά, ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου, και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με όαση, που ένας συναντά μεσ στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να `πρεπε να σταματήσω εδώ. Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει. Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν, κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει. Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα, και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά, το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα. Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς, κάποια μ άρπαξ απότομα, γελώντας, το καπέλο (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών) κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω. Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή, οι ασβέστες απ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια, κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά, με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια. Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί. Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της. Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της». Όταν την είδα και στο φως τα αχνό το πρωινό, μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο, που μ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να `χα φοβηθεί, το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή, κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο, και μια το πορτοφόλι μου... Μ απόμεινα κι εγώ έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο. Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό, σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει, φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή, που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει. Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό, μ αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ είχαν συχωρέσει... Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

ΚΟΥΡΟ ΣΙΒΟ Στίχοι: Νίκος Καββαδίας Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια. Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο. Πέρ απ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια. Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μες το μυαλό σου να σφυρίζει, "ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; " Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει. Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη. Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει. Η λαμαρίνα!...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (από το Πούσι) Ήτανε κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά. Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις, μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά. Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι -'Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.- Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani, που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί. Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανόλια μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί. Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί: Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού. Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού. Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά. Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη. Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ". Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι, μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.

ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ Στίχοι: Νίκος Καβαδδίας Μουσική: Γιάννης Σπανός θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ Αλγέρι και το Σφαξ θ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, κι εγώ σκυφτός σ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία. Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ, οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει, κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ όποιον ρωτά: "Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει" Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει. Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες, θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

ΠΙΚΡΙΑ (από το Τραβέρσο) Στίχοι: Νίκος Καββαδίας Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα, τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα. Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου, και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη, για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι. Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα και "Σε πονάει με τη νοτιά;" Όχι από αλλού πονάω. Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ Αμερική κι Ασία Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω; Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία. Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι, Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια, απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια. Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι. Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια. (Από την ιστοσελίδα "stixoi.info" )