ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΟΥΝΙΟΣ 2010 ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΕΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ: ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Μελέτη για τους σκοπούς και τις προυποθέσεις του θεσμού καθώς και ειδικότερη ανάλυση της περίπτωσης των νέων- αγνώστων γεγονότων ή αποδείξεων σε όφελος του καταδικασμένου( αρ. 525 παρ. 1 περ. 2 ΚΠΔ). 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος...σελ. 4-5 Α ΜΕΡΟΣ Ι. Νομική φύση της επαναλήψεως της διαδικασίας...σελ. 5-7 ΙΙ. Σχέση επαναλήψεως διαδικασίας και δεδικασμένου σελ. 7-10 ΙΙΙ. Ο σκοπός της ποινικής δίκης... σελ.11-17 Β ΜΕΡΟΣ Ι. Γενικές προυποθέσεις ισχύος του θεσμού επαναλήψεως της διαδικασίας.σελ. 17-20 ΙΙ Άρθρο 525 παρ. 1 περ.β σελ. 20-28 ΙΙΙ. Παραδεκτό της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας.. σελ..28-34 IV. Περαιτέρω διαδικασία.σελ. 34-36 Γ ΜΕΡΟΣ Ι. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής.....σελ.37-38 ΙΙ. Δύο σημαντικά νομολογιακά παραδείγματα...σελ.38-42 Επίλογος...σελ. 43 Βιβλιογραφία.. σελ 44-45 2
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ Άρειος Πάγος αρ. άρθρο βιβλ. βιβλίο βλ. βλέπετε βουλ. βούλευμα δηλ. δηλαδή ΕΣΔΑ Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΜΟΔ Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο ΜΟΕ Μεικτό Ορκωτό Εφετείο ΝοΒ Νομικό Βήμα ο.π. Όπως παραπάνω ΠΚ Ποινικός Κώδικας ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη π.χ. παραδείγματος χάριν παρ. παράγραφος ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ΠοινΧρον Ποινικά Χρονικά σελ. σελίδα Συντ. Σύνταγμα ΣυμβΠλημ Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ΣυμβΕφ Συμβούλιο Εφετών Υπερ Υπεράσπιση 3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η αίτηση επανάληψης διαδικασίας είναι ένας θεσμός που εισήχθη ως έχει στο δίκαιό μας, μετά την ψήφιση του νόμου 1493\1950, ο οποίος και αναθεώρησε τον ισχύοντα μέχρι τότε νόμο «Περί Ποινικής Δικονομίας». Αποτελεί, ειδικότερα, εξέλιξη της επονομασθείσης «επαναλήψεως της ανακρίσεως», που θεσπίστηκε για να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις της πραγματικής δικαστικής πλάνης, αν και παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές από αυτή. Από μια πρώτη ανάγνωση των άρθρων 525-530 ΚΠΔ μπορούμε να προβούμε σε ορισμένες πρώιμες παρατηρήσεις σχετικά με τα κύρια χαρακτηριστικά του ως άνω θεσμού. Συγκεκριμένα: α. Εντάσσεται στο κεφάλαιο με τις έκτακτες διαδικασίες του ΚΠΔ, αποσυνδεόμενος με αυτό τον τρόπο από τα ένδικα μέσα, καθώς στρέφεται κατά αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου 1. β. Έχει θεσπιστεί τόσο υπέρ όσο και σε βάρος του κατηγορουμένου. Η ύπαρξη αυτής της διπλής κατευθύνσεως απορρέει από τον ίδιο τον δικαιολογητικό λόγο θέσπισής της επανάληψης της διαδικασίας, ο οποίος αποβλέπει στην ανατροπή του δεδικασμένου, βάσει νέων στοιχείων, και στην διόρθωση των σφαλμάτων που διέπραξε το δικαστήριο περί τα πράγματα, ιδίως δε στην αναγνώριση της δικαστικής πλάνης και την αποκατάσταση της διαταραχθείσας έννομης τάξης 2. Επομένως, καθώς φροντίζει τόσο υπέρ του κατηγορουμένου όσο και υπέρ των παθόντων πολιτών, δεν είναι απαγορευτική η ανατροπή αθωωτικής απόφασης δικαστηρίου, υπό τις συγκεκριμένες προυποθέσεις φυσικά, που τάσσει ο νόμος. Αυτή η επιλογή πάντως προσέκρουσε σε σοβαρές αντιρρήσεις- όπως η επίταση της ανησυχίας του αθωωθέντος και ο κίνδυνος απώλειας στοιχείων της αθωότητάς του-, βρίσκει δε ελάχιστες περιπτώσεις εφαρμογής στο νομικό μας κόσμο. γ. Ορίζει ένα διευρυμένο κύκλο προσώπων που δικαιούνται στην άσκησή της, πέραν από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να κινηθεί ακόμη και μετά τον θάνατο του κατηγορουμένου, εάν κάποιο από τα δικαιούμενα πρόσωπα το θελήσει. 1 Διάγραμμα σχεδίου ΚΠΔ, 1932, βιβλ Στ,σελ. 337. 2 Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμος Β, αρθ. 409-603, Γ.Αρβανίτης, Γ. Καλφέλης Γ.Καραμπέλας, Γ. Μαργαρίτης, Νομική Βιβλιοθήκη 2002, σελ. 1306, Ι.Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, τόμος Γ, 1977, σελ. 374 επ. όπως και ΕφΝαυπ 8/71, ΠοινΧρον 1971,490, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «ο θεσμός επαναλήψεως της διαδικασίας δημιουργήθηκε για να καλύψει τις περιπτώσεις ουσιαστικής και όχι νομικής πλάνης του δικαστηρίου». 4
Αυτή είναι μια πρώτη, συνοπτική εικόνα της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας ενώ, στην κατωτέρω ανάλυση, θα αναφερθούν εκτενέστερα : θεματικές θεωρητικού ενδιαφέροντος σχετικά με την θέση της στο δίκαιό μας, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της και η ειδικότερη ανάπτυξη της δεύτερης περίπτωσης αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασμένου- η οποία παρουσιάζει πλούσια νομολογιακή παραγωγή και ενδιαφέρουσες, προς συζήτηση προβληματικές-, η αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ποινής που συχνά την συνοδεύει, όπως και σημαντικά νομολογιακά παραδείγματα. Α ΜΕΡΟΣ Ι. ΝΟΜΙΚΉ ΦΎΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΛΉΨΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ. Η νομική φύση της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας έχει δημιουργήσει αρκετό προβληματισμό στην επιστήμη. Πολλοί θεωρητικοί την χαρακτηρίζουν ως ένδικο βοήθημα δεδομένου ότι αίτημά της είναι η επανεκτίμηση κάποιας δικαιοδοτικής κρίσης χωρίς να προσάπτεται σε αυτή σφάλμα 3. Η νομολογία πάλι παγίως τη χαρακτηρίζει ως έκτακτη διαδικασία καθώς προσβάλει αμετάκλητη δικαιοδοτική κρίση, η οποία έχει περιληφθεί με τη ισχύ δεδικασμένου ενώ σκοπός είναι η διενέργεια νέας δίκης επί τη βάση νέων πραγματικών στοιχείων. 4 Θεωρία και νομολογία πάντως συμφωνούν επι το ουσιαστικότερον, καθώς αποδέχονται την 3 «Η επανάληψη της διαδικασίας δεν είναι ένδικο μέσο γιατί δεν επιδιώκει τον έλεγχο της αποφάσεως από ανώτερο δικαστήριο» Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμος Β, αρθ. 409-603, Γ.Αρβανίτης, Γ. Καλφέλης Γ.Καραμπέλας, Γ. Μαργαρίτης, Νομική Βιβλιοθήκη 2002, σελ. 1306. Ομοίως Λ.Μαργαρίτης, Ποινική δικονομία ένδικα μέσα, 2005, σελ.12., Θ.Δαλακούρας, Επανάληψη της διαδικασίας, 2007, 104, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, 878, Λ.Μαργαρίτης, Ποινική δικονομία-ένδικα μέσα Ι, 12, Λ.Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία, εκτέλεση ποινών, 2006, 239, ΕφΑθ 760/1953ΝοΒ 1, 649, Φ.Ανδρέου, Κώδικας Ποινικής δικονομίας, κατ άρθρο ερμηνείας, 2004. 4 ΒουλΑΠΟλομ 66/1991, ΝοΒ 1991,953 ΣυμβΑΠ 428/1993 Υπερ 1993,859.Α.Π. (σε συμβ.) 1717/2002, Π.Χ. ΝΓ, 642, AΠ 290/2000, ΠοινΔικ 2000,917, 1170/2002 ΑΠ ΠοινΛογ 2002/1304, ΑΠ 1839\2002, ΠοινΔικ 2003,358, ΑΠ 383\2003, ΠοινΛογ 2003, 359, ΑΠ 1295\2003, ΠοινΛογ 2003, 1452, 643\2006,ΝΟΜΟΣ, 283\2008, ΝΟΜΟΣ, 307\2008, ΝΟΜΟΣ. Εξαίρεση μοναδική όπου η αίτηση επαναλήψεως αποτελεί ειδικό ένδικο μέσο αποτελεί η περίπτωση που ο Άρειος Πάγος, το ΣτΕ ή το Ελεγκτικό συνέδριο εκδώσουν απόφαση για την έννοια τυπικού νόμου, υιοθετώντας αντίθετη άποψη σε σχέση με προηγούμενη απόφαση κάποιου εκ των δικαστηρίων αυτών και επακολουθήσει απόφαση του ΑΕΔ προς άρση της αμφισβητήσεως. Η απόφαση του δικαστηρίου τότε που εξέδωσε αντίθετη κρίση είναι δεκτική αιτήσεως επαναλήψεως. βλ. Τσιρίδη ΝοΒ 1996,769 και ΑΠ 1574\94,ΠοινΧρον 1994,1360. 5
εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί ενδίκων μέσων αναλογικά 5, αν και όχι σε όλο το φάσμα τους όπως π.χ. την μη εφαρμογή της διάταξης του αρ. 469 ΚΠΔ περί επεκτάσεως του ενδίκου μέσου στους κατηγορούμενους που δεν το άσκησαν 6 και την μη τήρηση συγκεκριμένης προθεσμίας για την κατάθεσή της. 7 Η σε όφελος του καταδικασμένου επανάληψη της διαδικασίας, η οποία και ενδιαφέρει την παρούσα εργασία, επιτρέπεται αποκλειστικά για τους αναφερόμενους στο αρ. 525 παρ. 1 ΚΠΔ και 525 Α ΚΠΔ λόγους 8. Πρόκειται ειδικότερα για τους εξής: Περίπτωση 1. Όταν δύο άνθρωποι καταδικάστηκαν για την ίδια πράξη με δύο διαφορετικές αποφάσεις και γίνεται αναμφισβήτητα φανερό ότι από την σύγκρισή τους ότι ο ένας από τους δύο είναι αθώος. Περίπτωση 2. Όταν ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό,με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Περίπτωση 3. Όπου βεβαιώνεται ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα ή πειστήρια τα οποία είχαν προσαχθεί ή ληφθεί υπόψιν στη διαδικασία του ακροατηρίου ή δωροληψία ή άλλη από πρόθεση παράβαση καθήκοντος του δικαστή ή του ενόρκου που συμμετείχε στο δικαστήριο που απήγγειλε την καταδίκη. Περίπτωση 4. Όταν μετά την αμετάκλητη καταδίκη, αποδείχθηκε ότι ο καταδικασμένος αθωώθηκε με άλλη αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα. Περίπτωση 5. Όταν με απόφαση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή και ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε. 5 ΑΠ 239/1990, ΠοινΧρον 1990,323, ΑΠ 700/1982, ΠοινΧρον 1983,122,116/2006 ΑΠ, στη ΝΟΜΟΣ. Την αναλογική αυτή εφαρμογή επικαλείται ο Αθ. Κονταξής για να την ονομάσει ένδικο μέσο με ευρεία έννοια. Βλ. Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1994, 2520. 6 AΠ 291/1994, ΠοινΧρον 1994, 384. 7 ΑΞ.Κονταξής, ο.π. σελ. 2521. 8 αρ.525 ΚΠΔ περιοριστική η απαρίθμηση των λόγων επανάληψης ΑΠ 277/52 Ποιν Χρον 1952,382. 6
Περίπτωση 6. Επανάληψη της διαδικασίας κατά το μέρος που κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν υπέχει υποχρέωση σε αποζημίωση ή επιδικάσθηκε ανεπαρκής αποζημίωση στις περίπτώσεις του άρ. 533 μπορεί να ζητήσει εκείνος που ζημιώθηκε, εφόσον έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραβίαση εκ μέρους του Ελληνικού κράτους της Ευρωπαικής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά την διαμόρφωση της οικείας κρίσης. Η περιοριστική αυτή αρίθμηση δικαιολογεί τον εξαιρετικό χαρακτήρα της διαδικασίας και εξυπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου και την προστασία του θεσμού του δεδικασμένου. Οι ως άνω λόγοι χωρίζονται στους απόλυτους 9 (περίπτωση πρώτη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη) και στους σχετικούς (περίπτωση δεύτερη). Η αποκάλυψη νέων γεγονότων και αποδείξεων προβάλλει μάλιστα ως λόγος γενικότερου χαρακτήρα, με τους υπόλοιπους να αποτελούν ουσιαστικά ειδικότερες περιπτώσεις του. Ο δε Ν.Ανδρουλάκης τον χαρακτηρίζει γενική ρήτρα 10 διότι, για να αποδειχθεί π.χ. η πλαστότητα εγγράφου ή η μεταγενέστερη αθώωση του κατηγορουμένου, απαραίτητο είναι να γίνει επίκληση νέων γεγονότων και αποδείξεων ενώπιον του δικαστηρίου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία που ασχολείται με μια εκ των υστέρων, χειροπιαστά αποκαλυπτόμενη, δικαστική πλάνη, όχι με βάση νέες εκτιμήσεις του ήδη προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού αλλά με την επίκληση νέων στοιχείων. ΙΙ. ΣΧΕΣΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ. Δεδικασμένο και αίτηση επανάληψης της διαδικασίας προβάλλουν ως αντίρροποι δικονομικοί θεσμοί, δεδομένου ότι εξυπηρετούν ανάγκες εκ διαμέτρου αντίθετες στο δίκαιό μας. Το μεν δεδικασμένο δικαιολογητικό λόγο θέσπισης έχει την αποφυγή διαιώνισης των δικών και την εμπέδωση της ασφάλειας δικαίου 11, μέσω της επίλυσης μιας κοινωνικής σύγκρουσης. Δεν αποτυπώνει την βεβαιότητα ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκφράζουν την απόλυτη αλήθεια αλλά την ανάγκη να λάβει η ποινική 9 Θ.Δαλακούρας, ο.π., σελ. 114. 10 Ν.Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2007, σελ. 528. 11 Αθ.Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 1994, τόμος Ι, σελ. 458, Ι.Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, 1976, τόμος Α, σελ. 419, Αργ.Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, 2 η έκδοση, σελ. 326. 7
υπόθεση οριστικό τέλος, ώστε και το κύρος της δικαστικής αρχής να διατηρείται και 12 13 να μην βιώνουν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα μια συνεχή αβεβαιότητα. Αποτέλεσμα είναι να προστατεύεται, το άτομο από μια νέα δίωξη για το ίδιο έγκλημα και να μπορεί αυτό απρόσκοπτα να συμμετέχει στον κοινωνικό βίο. Παράλληλα, όμως, προστατεύεται και η κοινωνία από την διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης που θα δημιουργούσε η νέα ποινική δίωξη κατά του ίδιου δράστη, καθώς, δημιουργείται η πεποίθηση ότι η υπόθεση ρυθμίστηκε ορθά, αίρονται οι αμφιβολίες για τα πραγματικά και νομικά ερωτηματικά της υπόθεσης και καλλιεργείται πίστη στους κανόνες και την έννοια του δικαίου. 14 Θεωρείται, μάλιστα, ότι το δεδικασμένο απορρέει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου και συγκεκριμένα από την έκφανσή της που συνδέεται με τη ασφάλεια του δικαίου. 15 Υποστηρίζεται, 16 ωστόσο, και ότι ανταποκρίνεται τελικά στο αρ. 20 παρ. 1 Σ και αρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν το δικαίωμα για δραστική δικαστική προστασία. Σε κάθε περίπτωση, η απαγόρευση της νέα δίωξης αναδεικνύεται και από ευρωπαικά κείμενα, όπως το αρ. 4 παρ. 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ 17 και του αρ. 14 παρ. 7 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ, 18 που με νόμο πλέον ισχύουν και στη χώρα μας. 19 Με άλλα λόγια το δεδικασμένο αποτυπώνει την ανάγκη να μην είναι η δικαστική γνώση μια αέναη διαδικασία αλλά να υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς. Η δε επανάληψη της διαδικασίας - όπως ήδη ειπώθηκε- επιβάλλεται από την επίκληση των αρχών της πραγμάτωσης της ουσιαστικής δικαιοσύνης και της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. 20 Υπό αυτές τις σκέψεις μπορούμε να πούμε 12 Θεοχ.Δαλακόύρας, ο.π., σελ. 83 και Τσουκαλάς Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, τόμος Α, σελ. 115. 13 Το ότι ο πολίτης δεν πρέπει να βρίσκεται συνεχώς υπό την δαμόκλειο σπάθη μιας νέα ποινικής δίωξης και πιθανής καταδίκης επιβάλλεται,εξάλλου, από τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ατομικής ελευθερίας (αρ. 5 Σ) και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας,(αρ. 2 παρ. 1 και αρ. 5 παρ. 1Σ), Αθ.Κονταξής ο.π. σελ. 458, υποσημ. 1. 14 Δ.Κιούπης, Οι σκοποί της ποινικής δίκης και το άρθρο 525παρ. 1 αρ.2 ΚΠΔ, Ποινικά Χρονικά, ΜΘ,1999, σελ. 197. 15 Θεοχ. Δαλακούρας, ο.π. σελ. 46. 16 Αθ.Κονταξής ο.π. σελ. 458. 17 «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση, σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού.» Η δε παρ. 2 του ίδιου άρθρου αναφέρει «οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εμποδίζουν την επανάληψη της διαδικασίας, σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους για το οποίο πρόκειται, εάν υπάρχουν αποδείξεις νέων ή μεταγενέστερων της απόφασης γεγονότων ή υπήρξε θεμελιώδες σφάλμα της προηγούμενης διαδικασίας, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης.» 18 «Κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικαστεί με οριστική απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο και την ποινική δικονομία κάθε χώρας.» 19 ν. 1707/1987 και ν. 2462/1997 αντίστοιχα. 20 Θεοχ. Δαλακούρας, ο.π. σελ. 43. 8
ότι η σχέση των δύο θεσμών χαρακτηρίζεται από ένταση. Η περάτωση της ποινικής δίκης έχει μεν ως συνέπεια το δεδικασμένο, όπου καθίσταται πλέον η απόφαση απρόσβλητη, η επανάληψη της διαδικασίας δε, έρχεται για να το διασπάσει υπό την απαίτηση επανεξέτασης της ήδη κριθείσας υπόθεσης. Η ύπαρξη μάλιστα δεδικασμένου καθίσταται απαραίτητη προυπόθεση της σχετικής αιτήσεως επαναλήψεως, σύμφωνα και με το αρ. 525 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το αρ. 57 ΚΠΔ παρ. 2. Προωθείται δε αποκλειστικά στις περιπτώσεις ύπαρξης του ουσιαστικώς πεπλανημένου μια αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, όπου η απαίτηση επανόρθωσης συγκεκριμένης αδικίας σε βάρος του κατηγορουμένου είναι εξαιρετικά επιτακτική. Για να μην δημιουργηθεί ρήγμα όμως στο δικονομικό μας σύστημα αυτός ο θεσμός έχει λεπτομερώς αντιμετωπιστεί από τον ΚΠΔ, με συγκεκριμένα κριτήρια και προυποθέσεις που επιτρέπουν κάθε φορά την ευδοκίμησή του. Υπάρχουν αρκετές απόψεις που αποδεικνύουν την σχέση των δύο αυτών θεσμών, δικαιολογώντας απόλυτα την διάσπαση του δεδικασμένου. Ο Ν.Ανδρουλάκης αναγνωρίζει ότι το δεδικασμένο προωθεί την κοινωνική ειρήνη αλλά τονίζει ότι ο θεσμός της επαναλήψεως της διαδικασίας έρχεται να ανατρέψει αυτό το μοτίβο στην περίπτωση που η αμετάκλητη απόφαση προσβάλλει κατάφορα το ουσιαστικό δίκαιο. Επιβεβλημένη, τότε, καθίσταται η αποκατάσταση των πραγμάτων ακόμη και σε βάρος της κοινωνικής ειρήνης. 21 Ο δε Μπουρόπουλος 22 αναφέρει ότι το δημόσιο συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογεί την θραύση του δεδικασμένου ενώ ο Κωνσταντάρας 23 υποστηρίζει ότι το δεδικασμένο πρέπει να υποκύπτει ενώπιον μιας δικαστικής πλάνης και να μην θυσιάζεται η αθωότητα του πολίτη στο τεκμήριο αληθείας του δεδικασμένου. Ο Ι.Ζησιάδης πάλι αναγνωρίζει ότι δημιουργείται ισχυρό πλήγμα στην αρχή του δεδικασμένου μέσω της επαναλήψεως της διαδικασίας, προηγείται όμως η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Παρόμοια σχολιάζει ο Γάφος 24 ότι στο κοινωνικό συμφέρον σεβασμού του δεδικασμένου ως τεκμηρίου απόλυτης αλήθειας αντιτίθεται το ατομικό και συγχρόνως κοινωνικό συμφέρον του θριάμβου της πραγματικής αλήθειας. Ο Δέδες 25,επίσης, έχει την όμοια άποψη ότι σε περιπτώσεις που το 21 Ν.Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες ποινικής δίκης, 1994, σελ. 35, Θεοχ. Δαλακούρας, Επανάληψη της διαδικασίας, 2007, σελ. 48. 22 Α. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β, σελ. 304. 23 Χ. Κωνσταντάρας, Ποινική Δικονομία, τόμος Ε, σελ. 233 επ. 24 Ηλ.Γάφος, Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ, σελ. 81. 25 Χ.Δέδες, Ποινική Δικονομίας, σελ. 624. 9
πεπλανημένο της απόφασης είναι κατάδηλο, πρέπει να υποχωρεί η ισχύς του δεδικασμένου χάριν της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, ο Καρράς 26 αναφέρει ότι, παρόλο που το δεδικασμένο παγιώνει την κοινωνική ειρήνη, φραγμός πρέπει να τίθεται στην περαιτέρω δικαστική ενασχόληση της υπόθεσης όταν το τίμημα για την πραγμάτωση της ποινικής δικαιοσύνης χάριν της κοινωνικής ειρήνης είναι μικρό, σε διαφορετική περίπτωση η κοινωνική ειρήνη περισσότερο κλονίζεται παρά προστατεύεται. Τέλος, ο Δ.Κιούπης 27, σε συμφωνία με τον Καρρά υποστηρίζει ότι η διάσπαση του δεδικασμένου αποκαθιστά την ήδη διαταραχθείσα ασφάλεια δικαίου, οπότε η αίτηση επαναλήψεως, με μια προσεκτικότερη προσέγγιση, δεν αποδυναμώνει τους στόχους του δεδικασμένου αλλά αντίθετα τους επιδιώκει και η ίδια. Παρά τις θεωρητικές αυτές απόψεις όμως που παρατέθηκαν, αναφορικά με την σχέση των δύο θεσμών, δεν μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητό ποιες είναι οι αρχές που δικαιολογούν την θέσπιση τους. Για να κατανοηθεί κάτι τέτοιο, απαραίτητο κρίνεται να διερευνηθεί ο σκοπός που περατώνει η ποινική δίκη. ΙΙΙ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θεωρίες που προσπαθούν να εντοπίσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό της ποινικής δίκης, μέσω του οποίου δικαιολογείται η ύπαρξη όλων των δικονομικών φαινομένων, αφού προς εξυπηρέτησή του τείνουν (ή θα έπρεπε να τείνουν) όλες οι υπάρχουσες διατάξεις στο ποινικό δικονομικό δίκαιο. Η συνύπαρξη εξάλλου δεδικασμένου και αιτήσεως επαναλήψεως προδίδει την φυσιογνωμία του δικονομικού μας συστήματος αλλά και βοηθά και στην ανάδειξη του σκοπών που αναζητούμε. 28 Παρατίθενται κατωτέρω οι πιο ενδιαφέρουσες. Καταρχήν, υπάρχει η άποψη ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της αλήθειας, κάτι που συνεπικουρείται και από τα αρ. 239 παρ. 2 ΚΠΔ και 274 εδ. β ΚΠΔ. Από την ανάγνωση τους προκύπτει ότι η ελληνική ποινική διαδικασία είναι προσανατολισμένη στην εξεύρεση ης αλήθειας των πραγματικών περιστατικών. Όμως, αυτή η αλήθεια ως αντικείμενο της δίκης καθίσταται περιορισμένη αφενός 26 Αρ.Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 877. 27 Δ.Κιούπης, ο.π. σελ. 198. 28 Δ.Κιούπης, ο.π. σελ. 199. 1
διότι η ποινική διαδικασία δεν μπορεί να είναι μια ατέρμονη προσπάθεια εξεύρεσης της αφετέρου διότι η αναζήτηση της υπόκειται σε περιορισμούς συγκεκριμένων διατάξεων, όπως του αρ. 212 ΚΠΔ περί επαγγελματικού απορρήτου και του αρ. 223 ΚΠΔ περί απαγόρευσης της αυτοενοχοποίησης. Είναι περαιτέρω μια αλήθεια τυποποιημένη διότι, παρά την ισχύ της αρχής της ηθικής απόδειξης, η διαδικασία τυποποιεί την αναζήτηση της αλήθειας όπως π.χ. με την αρχή της μη χειροτέρευσης ( όπου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για βαρύτερη πράξη, ακόμη και αν αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτό θα ήταν το δίκαιο) ή με την διαδικασία του αναιρετικού ελέγχου που περιορίζεται στο νομικό μέρος της απόφασης. 29 Υπάρχει,τέλος, ο περιορισμός της αναζήτησης της αλήθειας σε συγκεκριμένο αντικείμενο που αφορά συγκεκριμένη πράξη και κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση άλλων θεμάτων, ενώ προβλήματα μπορεί να τεθούν και με την ύπαρξη τυχόν διαδικαστικών εμποδίων, όπως στις περιπτώσεις οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, με την οποία περατώνεται η διαδικασία χωρίς να υπεισέλθει το δικαστήριο στην ουσία της υποθέσεως. Δεν θα ήταν επομένως ορθό να αναχθεί η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας σε σκοπό της ποινικής δίκης Το αυτό θα πρέπει να λεχθεί και για την θεωρία περί διπλού σκοπού της ποινικής δίκης, 30 όπου ως στόχος προβάλλεται πλέον η πραγμάτωση της δικαιοσύνης, η οποία όμως εξαρτάται από την διαπίστωση της αλήθειας, στην οποία οφείλει να οδηγεί η ορθή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Η αλήθεια δηλαδή ανάγεται σε αναγκαίο προαπαιτούμενο της δικαιοσύνης, καθώς μέσω αυτής οδηγούμαστε σε δίκαιη απόφαση. Η υπεροχή μάλιστα αυτού του διπλού σκοπού δικαιολογεί την διάσπαση του δεδικασμένου και την διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης στις φανερά άδικες αποφάσεις. Εκτός όμως ότι από το συγκεκριμένο πλέγμα ( παρά την επίκληση διπλού σκοπού), η δικαιοσύνη είναι αυτή που προάγεται ουσιαστικά ως αποκλειστικός σκοπός της δίκης, με τον ενδιάμεσο, βοηθητικό ρόλο της αλήθειας, στην εφαρμογή, αντιμετωπίζονται τα ίδια προβλήματα που αναφέρθησαν ως άνω, σχετικά με την έννοια της αλήθειας στην ποινική δίκη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η θεωρία που ανάγει την δικαιοσύνη σε μοναδικό σκοπό της ποινικής δίκης. Αυτή δε, μπορεί να έχει δύο εκφάνσεις. Η πρώτη νοεί ως 29 Δ.Κιούπης, ο.π. σελ. 201. 30 ο.π. Θεοχ.Δαλακούρας, σελ. 57 επ.. 1
πραγμάτωση της δικαιοσύνης της πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου 31. Και αυτό απορρέει από την ανάγκη να επιβληθούν οι προβλεπόμενες από τον νόμο κυρώσεις ή κατ άλλη εκδοχή από την ανάγκη ικανοποίησης της ποινικής αξίωσης της πολιτείας. Υπό αυτό το πρίσμα όμως το ποινικό δικονομικό δίκαιο θα υποβιβάζονταν λανθασμένα σε μια καθαρά τεχνική λειτουργία εξυπηρέτησης του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Αντίθετα, οι δύο αυτοί τομείς είναι ισοδύναμοι με πρωταρχικά παραδείγματα τις περιπτώσεις έμμεσης αποποινικοποίησης εγκλημάτων ήσσονος σημασίας - με την διεύρυνση της δυνατότητας αρχειοθέτησης της ποινικής υπόθεσης- και την κατοχύρωση συνταγματικών δικαιωμάτων μέσω συγκεκριμένων διατάξεων. Οι κανόνες του δικονομικού δικαίου, εξάλλου, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία ανεύρεσης της αλήθειας όπως π.χ. στο αρ. 222 ΚΠΔ περί μαρτυρίας συγγενών του κατηγορουμένου ή του αρ. 212 ΚΠΔ περί επαγγελματικού απορρήτου. Περαιτέρω οι κανόνες του δικονομικού δικαίου θέτουν συγκεκριμένες διαδικαστικές προυποθέσεις προκειμένου να ξεκινήσει η ποινική δίωξη ορισμένων εγκλημάτων ή προσώπων ενώ υπερισχύουν του ουσιαστικού δικαίου κατά την εφαρμογή του θεσμού του δεδικασμένου αφού οδηγούν σε περάτωση της δίκης και αδυναμία προσβολής της απόφασης ακόμη και αν αυτή έχει σοβαρές ελλείψεις. Ο θεσμός επαναλήψεως της διαδικασίας εξάλλου δεν θέτει σε αμφισβήτηση αυτή την προτεραιότητα, καθώς, ο λόγος εφαρμογής της είναι μια ουσιαστικά ορθή απόφαση και στους λόγους επαναλήψεως συγκαταλέγονται και λόγοι με διαδικαστικά ελαττώματα συνδεόμενοι. Εφόσον λοιπόν ο ως άνω σκοπός δεν εναρμονίζεται με το δικονομικό μας σύστημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η δεύτερη εκδοχή προβάλλει ως πραγμάτωση της δικαιοσύνης την πραγμάτωση της διαδικαστικής δικαιοσύνης, η οποία παραπέμπει στο δικονομικό δίκαιο αναγνωρίζοντας την αυτοτέλειά του, ξεπερνώντας το εμπόδιο της προηγούμενης θεωρίας. Έτσι οι δικονομικοί περιορισμοί στην δικαστική διερεύνηση υπηρετούν αφενός την προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα και αφετέρου την προστασία του εμπλεκομένου προσώπου από άδικες διώξεις ή προσβολές των δικαιωμάτων του. Με αυτό τον τρόπο προωθείται μια διαδικασία που σέβεται τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα 32. Επιπρόσθετα, στήριγμα αυτή η θεωρία 31 Δ.Κιούπης, ο.π. σελ. 204. 32 Έτσι Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία 2002, σελ. 21 όπου υποστηρίζει ότι η ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης προωθεί την ατομική ελευθερία, ο πυρήνας της οποίας αποτυπώνεται στο αρ. 20 Σ. και συνίσταται στην προστασία του πολίτη ενάντια σε κάθε μορφή αυθαιρεσίας της εξουσίας. 1
βρίσκει στα δικονομικά δικαιώματα (πχ. δικαίωμα ακρόασης) αλλά και στην ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα στο αρ. 6 περί δίκαιης δίκης. Αν και υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης, δεν είναι η ορθή διότι φανερό γίνεται πως μια νομικά άψογη διαδικασία δεν αποκλείει σε καμία περίπτωση το ενδεχόμενο λάθους αλλά περιορίζεται στην παραγωγή μιας νομοτυπικά άψογης απόφασης. Επιπλέον η ποιότητα που προσδίδει στην απόφαση η τήρηση των κανόνων της διαδικασίας δεν σημαίνει ότι θα αναχθούν αυτοί σε σκοπό της ποινικής δίκης. 33 Η εξελιγμένη θεωρία που προβάλλει ως σκοπό της ποινικής δίκης τη δικαιοσύνη, ως συνδυαζόμενο πλέον μέγεθος πραγμάτωσης των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, μέσω της τήρησης των δικονομικών κανόνων, έχει επίσης κενά. Απαραίτητο κρίνει αυτή η άποψη ότι είναι να προηγηθεί η επίτευξη των επιμέρους σκοπών της αλήθειας, της ορθότητα και της κανονικότητας για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πέραν της ασάφειας του συγκεκριμένου ορισμού σχετικά με τη σχέση των εννοιών που επικαλείται- αφήνοντας ρευστό το νόημα της δικαιοσύνηςκαι του γεγονότος ότι η αλήθεια της ποινικής διαδικασίας είναι μια περιορισμένη από τους δικονομικούς κανόνες αλήθεια, η πιθανότητα λανθασμένης απόφασης δεν μπορεί ούτε εδώ, όπως και μόλις ανωτέρω αναφέρθηκε, να αποσοβηθεί. Τέλος δεν δικαιολογείται η εξαιρετική ρύθμιση της επαναλήψεως της διαδικασίας, που ως θεσμός που βάλλει πιθανολογούμενες άδικες αποφάσεις, θα έπρεπε να τυγχάνει χαλαρότερων προυποθέσεων. 34 Σημαντική χαρακτηρίζεται η άποψη που αναδεικνύει ως σκοπό της δίκης την επίτευξη του δεδικασμένου. 35 Και τούτο διότι το δεδικασμένο διατηρεί την ισχύ της δικαστικής κρίσης σε βάθος χρόνου, αποπερατώνοντας τελειωτικά την ποινική διαδικασία. Και εδώ τονίζεται η σημασία και αυτοτέλεια του ποινικού δικονομικού δικαίου, ελλοχεύει όμως ο εξής κίνδυνος: να θεωρηθεί ότι όπου δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί ότι η απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου ακολουθεί το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, τότε πρέπει το ουσιαστικό δίκαιο να ακολουθεί το δεδικασμένο. Κύριο γνώρισμα της άποψης αυτής είναι, δηλαδή, η ταύτιση του εξωτερικού τερματισμού της δίκης με τον σκοπό της, αποφεύγοντας έτσι να δώσει λύσεις σε πλείστα προβλήματα. Κυριότερα όμως, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την προβληματική των αδίκων αποφάσεων, διότι σε αυτές το δεδικασμένο- σε αντίθεση με τις ορθές 33 Δ.Κιούπης, ο.π. σελ. 204. 34 Θ.Δαλακούρας, ο.π. σελ. 66 35 Θ.Δαλακούρας, ο.π. σελ. 67 επ. 1
αποφάσεις- προβάλλει ως αυτοσκοπός. Εάν αποδεχόμασταν εξάλλου αυτή την λογική, τότε θα αποκλείονταν κάθε δυνατότητα επανεξέτασης αμετάκλητης απόφασης, ακόμη και σε εκείνες των αυταπόδεικτων σφαλμάτων, καθιστώντας ειδικότερα την επανάληψη της διαδικασίας ως θεσμό ανένταχτο στο δικονομικό μας σύστημα. Ως σκοπός της ποινικής δίκης έχει προταθεί επίσης και η ασφάλεια του δικαίου, με την έννοια της σαφήνειας της νομικής κατάστασης και της διατήρησης της εμπιστοσύνης των κοινωνών του δικαίου στην ισχύ μιας αμετάκλητης απόφασης. Πρέπει όμως και αυτή να απορριφθεί με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό που απερρίφθη το δεδικασμένο: λόγω της αδυναμίας να αντιμετωπίσει τις άδικες αποφάσεις ( που δεν υπηρετούν σε καμία περίπτωση τον ως άνω σκοπό) και να δικαιολογήσει τον οποιονδήποτε επανέλεγχό τους μετά το πέρας του αμετακλήτου. Πάντως, στην επανάληψη της διαδικασίας των αρ. 525 επ. ΚΠΔ έχουν τεθεί αυστηρές προυποθέσεις, που της προδίδουν εξαιρετικό χαρακτήρα διότι σημαντικό κρίθηκε να μην διαταραχθεί η ασφάλεια δικαίου που επήλθε λόγω του αμετακλήτου της απόφασης. Παίζει επομένως αυτή, σε κάθε περίπτωση, σημαντικό ρόλο στον ως άνω θεσμό. Έχουν διατυπωθεί και άλλες θεωρίες περί του σκοπού της ποινικής δίκης, οι οποίες αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες στην υποστήριξή τους. Η θεωρία πάντως που φαίνεται να ισχύει και να καλύπτει τα κενά όλων των προηγούμενων είναι ότι σκοπός της ποινικής δίκης αποτελεί η εξασφάλιση της δικαιικής ειρήνης, η οποία διασαλεύτηκε με την διάπραξη του εγκλήματος και αποκαθίσταται με την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης. Με την αναγγελία της απόφασης αίρεται στην κοινωνία η αβεβαιότητα είτε ως προς την τέλεση του εγκλήματος είτε ως προς το πρόσωπο του δράστη. Ο όρος δικαιική ειρήνη θα πρέπει να κατανοηθεί πλήρως, αποσυνδεόμενος από εμπειρικά μεγέθη, αλλά σε σχέση με την εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Παράδειγμα αποτελεί ο θεσμός του δεδικασμένου που δεν επιβάλλεται λόγω κοινωνικής αποδοχής της απόφασης αλλά λόγω της θεσμικής του ένταξης στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, υπηρετεί δε την ανάγκη περατώσεως της εκκρεμούς δίκης. Οι επιμέρους διαδικαστικές πράξεις προωθούν λοιπόν την δικαιική ειρήνη, η οποία προβάλλεται ως δικονομικό ζητούμενο. Θα ήταν λάθος όμως να θεωρηθεί αυτή ως αμιγώς διαδικαστικό αποτέλεσμα, πλήρως αποκομμένο από τις έννοιες της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Σημαντική είναι σε αυτό το σημείο η εξής παρατήρηση: η παραγωγή του δεδικασμένου λειτουργεί ακόμη και στις λανθασμένες 1
αποφάσεις, όχι επειδή η έννομη τάξη δεν ενδιαφέρεται για την ορθότητα των αποφάσεων μα διότι η ατέρμονη συνέχιση της διαδικασίας θα επέφερε μεγαλύτερη αναστάτωση στους πολίτες από την διατήρηση μιας άδικης απόφασης. Η πολιτεία επομένως διαμορφώνει το πλαίσιο της ποινικής δίκης, θέτει όμως παράλληλα και το δεδικασμένο ως απώτατο όριο αυτής. Όσον αφορά την σχέση της διακαιικής ειρήνης με την δικαιοσύνη, μέσω της ευσυνείδητης προσπάθειας για την πρώτη, οδηγούμαστε στην δεύτερη. Διότι η πραγμάτωση του ουσιαστικού δικαίου αποτελεί μόνο το μέσο για την δημιουργία αυτής. Βέβαια και αυτή η θεωρία δέχεται επικρίσεις. Της επιρρίπτεται, καταρχήν, ότι μεταβαίνει σε αφηρημένο επίπεδο κρίσης. Λογικό, όμως, είναι η διαπίστωση του σκοπού της ποινικής δίκης να μην προκύπτει σε εμπειρικό επίπεδο αλλά να κρίνεται απαραίτητο να αναζητηθεί η λύση σε ένα αφηρημένο επίπεδο του νόμου, που να καλύπτει όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι εφόσον η ποινική δίκη στοχεύει στην δημιουργία και διατήρηση της δικαιικής ειρήνης, ταυτόχρονα υποβιβάζεται ο ρόλος και η λειτουργία της. Όμως χωρίς μια άψογη ποινική διαδικασία δεν μπορεί να γίνει λόγος για εμπέδωση της δικαιικής ειρήνης διότι αυτή, δεν αποτελεί αποκλειστική υπόθεση των μελών της δίκης. Αντίθετα, αφορά ευρύτερα την κοινωνία, η οποία αποζητά εχέγγυα για την απαρέγκλιτη και άμεμπτη τήρηση των κανόνων, που θα οδηγήσουν στην έκδοση απόφασης. Ενισχύεται έτσι και η ως άνω άποψη ότι η διαρκής προσπάθεια για δικαιοσύνη οδηγεί στην δικαιική ειρήνη, ακόμη και αν το αποτέλεσμα δεν είναι μια δίκαιη απόφαση. Αρκεί ο δικαστής να εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που του παρέχει το δίκαιο για την εξεύρεση της αλήθειας, ώστε η αμετάκλητη απόφαση να υπακούει στον σκοπό της. Η δε νομοτυπικότητα διασφαλίζει την ποιότητα της διαδικασίας και την εφαρμογή της έναντι όλων των μερών της δίκης. Επομένως, η ουσιαστική δικαιοσύνη και η νομοτυπικότητα της διαδικασίας οφείλουν να συνυπάρχουν και να εφαρμόζονται ισότιμα. Εάν δε κάποιο από τα δύο αναπτυχθεί προβληματικά, τότε ανοίγει ο δρόμος για την επανάληψη της διαδικασίας. Συμπερασματικά, θα πρέπει να ειπωθεί πως αυτή η θεωρία αντιμετωπίζει πειστικότερα από όλες το γεγονός της ύπαρξης δικονομικών εμποδίων, που αποτρέπουν πολλές φορές το δικαστήριο να προσεγγίσει την αλήθεια και την πραγμάτωση της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Συμβιβάζεται έτσι π.χ. με τον θεσμό της παραγραφής, ο οποίος αν και μοιάζει παράταιρος στις θεωρίες της αλήθειας και της δικαιοσύνης, δικαιολογείται απόλυτα εδώ, αφού έχει κριθεί πώς η πάροδος ορισμένου 1
χρονικού διαστήματος επιφέρει από μόνο του την κοινωνική ειρήνη. Επομένως, η διεξαγωγή δίκης είναι φυσικό να παρέλκει. Το αυτό συμβαίνει και με όλους τους νόμιμους τρόπους περάτωσης της δίκης που, αν και πολλές φορές δεν αντιμετωπίζουν τα ζητήματα του ουσιαστικού δικαίου που ανακύπτουν (όπως ο συμβιβασμός), δικαιολογούνται απόλυτα υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας. Μπορούμε λοιπόν να πούμε, μετά από όλα αυτά, πως σκοπός της επαναλήψεως της διαδικασίας είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής δικαιοσύνης και η ανατροπή απαραδέκτων για το συναίσθημα του δικαίου αποτελεσμάτων. 36 Η πρόταξη της δικαιικής ειρήνης ως επιδιωκόμενο σκοπού δίδει πρόσβαση στο δεδικασμένο και προτάσσει την ανατροπή του σε βεβαιωμένη, καταφανή δικαστική πλάνη. 37 Υπό το πρίσμα του σκοπού της ποινικής δίκης μπορούμε να συνοψίσουμε και τα κριτήρια διαμόρφωσης του θεσμού της επαναλήψεως της διαδικασίας. 38 ι. Καταρχήν το πραγματικό σφάλμα που αποτελεί αντικείμενο της συγκεκριμένης διαδικασίας απαραίτητο είναι να περικλείει μια αντικειμενική βαρύτητα που αποδεικνύει κατάφωρη αδικία του κατηγορουμένου. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογείται ο εξαιρετικός χαρακτήρας του θεσμού και η υποχώρηση του δεδικασμένου, με την στάθμιση ουσιαστικής δικαιοσύνης και ασφάλειας δικαίου να γέρνει σε αυτή την περίπτωση υπέρ της πρώτης. 39 ιι. Επιπρόσθετα απαιτείται το πραγματικό αυτό σφάλμα της απόφασης να είχε σαφή επενέργεια στο αποτέλεσμα της διαδικασίας, να καθίσταται φανερό δηλ. ότι σε διαφορετική περίπτωση η κρίση του δικαστηρίου θα ήταν ευνοικότερη για τον κατηγορούμενο. Με άλλα λόγια να καταφάσκεται η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ελλείμματος της απόφασης και της ποινικής καταδίκης. 40 ιιι. Τελευταίο κριτήριο της διαδικασίας είναι το ως άνω σφάλμα να μπορεί πρόσφορα να αποδειχθεί, διότι δεν νοείται θραύση του δεδικασμένου με απλή υπόνοια μονάχα ύπαρξής του. 36 Κονταξής, ο.π. σελ. 2519. 37 Θ.Δαλακούρας, ο.π. σελ. 87 επ. και Πολυχρόνης Τσιρίδης, Η επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του κατηγορουμένου, ΝομΒ 1996, σελ. 769. 38 Θ. Δαλακούρας, ο.π. σελ. 97 επ. 39 Ν.Ανδρουλάκης, ο.π. σελ. 527. 40 Ν.Ανδρουλάκης, ο.π. σελ. 528. 1
Β ΜΕΡΟΣ Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ. Οι γενικότερες προυποθέσεις ενεργοποίησης της συγκεκριμένης διαδικασίας συνοψίζονται ως παρακάτω. Πρώτον Στρέφεται κατά απόφασης που αφορά καταδίκη για κακούργημα ή πλημμέλημα. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται, επομένως, ότι η συγκεκριμένη διαδικασία δεν τηρείται στα πταίσματα, κάτι με το οποίο συμφωνεί η θεωρία 41 και η νομολογία. Το αυτό ισχύει και για όσα πταίσματα συνεκδικάζονται ως συναφή με πλημμελήματα ή κακουργήματα 42. Εξαίρεση αποτελεί μια απόφαση του Εφετείου Λαρίσης, η 50/1978, 43 η οποία αποδέχθηκε την δυνατότητα αίτησης επαναλήψεως διαδικασίας για πταίσμα συναφές με πλημμέλημα ή κακούργημα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, αναγνώρισε την ανηλικότητα ενός από τους δράστες, ο οποίος είχε αρχικά μεταχείριση ενηλίκου. Δέχθηκε, δηλαδή, αναλογική εφαρμογή του αρ. 478 παρ.1 ΚΠΔ. Αδιάφορο είναι πάντως το είδος του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, γι αυτό και έχουν συζητηθεί και αιτήσεις επαναλήψεως εναντίον αποφάσεων στρατιωτικών δικαστηρίων 44 αλλά και έκτακτων στρατοδικείων 45. Δεύτερον Η απόφαση κατά την οποίας ασκείται η αίτηση πρέπει να είναι καταδικαστική και αμετάκλητη. Αναγκαίο κρίνεται εδώ να αποσαφηνιστούν οι συγκεκριμένοι όροι. Καταδικαστική είναι η απόφαση που αναγνωρίζει ενοχή και επιβάλλει ποινή, κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη. 46 Ακολουθούν μερικά χρήσιμα παραδείγματα. Δεν επιτρέπεται αίτηση κατά απόφασης που δεν καταλογίζει την 41 βλ. Ζησιάδης ποινική δικονομία τομ γ 1977, σελ.375, Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΙΙ 1993, σελ.2525, Μπουρόπουλος Ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας τομ. Β, 1957, σελ. 305, Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία, εκτέλεση ποινών, 2006, σελ. 218. 42 ΕφΑιγ 5/1979, ΠοινΧρον 1980,171 δεν δέχεται δηλ. την εφαρμογή του αρ. 478 ΚΠΔ αναλογικά 43 δημοσιευμένη στα ΠοινΧρον 1981, σελ. 79. 44 AΠ 378/1979, ΠοινΧρον 1979,431. 45 ΑΠ 107/1968, ΠοινΧρον 1968,280. 1
πράξη στον δράστη λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνειδήσεως 47 και δεν του επιβάλλεται ποινή. Απαράδεκτη έχει κριθεί, επίσης, η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας που περατώθηκε με απόφαση του διαρκούς στρατοδικείου, η οποία δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις αλλά τον απάλλαξε από κάθε ποινή λόγω έλλειψης καταλογισμού λόγω βλακείας, γιατί η απόφαση είναι αθωωτική ως προς τον αιτούντα την επανάληψη. 48 Απαράδεκτη κρίθηκε, περαιτέρω, η αίτηση που στρέφεται κατά αποφάσεως του εφετείου, διότι έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη εγκατάλειψης 49 50 εγκυμονούσας, λόγω παραγραφής, καθώς η απόφαση δεν είναι καταδικαστική. Είναι επομένως απολύτως απαγορευμένη η αίτηση επαναλήψεως κατά αθωωτικής απόφασης, με βάση το αρ. 525 ΚΠΔ. 51 Αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στην νόμιμη προθεσμία το επιτρεπτό ένδικο μέσο ή ασκήθηκε και απορρίφθηκε (αρ. 546 παρ. 2 ΚΠΔ ). 52 Αρκεί δε η απόφαση να είναι αμετάκλητη ως προς τον αιτούντα την επανάληψη, χωρίς να ενδιαφέρει εάν συμβαίνει το ίδιο με τους συγκαταδικασθέντες. Σημαντικό ζήτημα που ανέκυψε είναι εάν επιτρέπεται η αίτηση επαναλήψεως κατά της ερήμην απόφασης επί κακουργημάτων του αρ. 432 παρ. 2 ΚΠΔ. Η απόφαση του ΑΠ 336\1994, δημοσιευμένη στα Ποινικά Χρονικά ΜΔ, σελίδα 497, ( με contra εισαγγελική πρόταση υπέρ του αμετακλήτου) έκρινε ότι μια τέτοια απόφαση περιβάλλεται προσωρινής ισχύος δεδομένου και ότι καθίσταται υποχρεωτική η 46 ΑΠ 1648\2004, ΠοινΔικ 2005,114, ΑΠ 1201\2005, ΠοινΔικ 2005,491 contra Ι.Δασκαλόπουλος, ΠοινΧρον ΙΒ, σελ 1 ο οποίος υποστήριξε ότι αρκεί να καταφάσκεται η ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς να απαιτείται η επιβολή ποινής, διότι η συγκεκριμένη διαδικασία σκοπό έχει να κλονίσει την απόφαση κατά της ενοχής. 47 ΑΠ 1283\1989, ΠοινΧρον 1990,559. 48 ΑΠ 245/1971, ΠοινΧρον 1971, 545 49 ΑΠ 368/68, ΠοινΧρον 1968,607. 50 Αξίζει να σημειωθούν μερικά ακόμη νομολογιακά παραδείγματα: Απορριπτέα έχει κριθεί η αίτηση εάν στρέφεται κατά αποφάσεως μη καταδικαστικής, ακόμη και αν αφορά απόφαση εφετείου που απέρριψε έφεση ως ανυποστήρικτη. ΑΠ 1055/1990, ΠοινΧρον 1991,320. Το αυτό εάν στρέφεται κατά απόφασης που απορρίπτει αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ως απαραδέκτου. ΣυμβΑΠ 536/1994, Υπερ 1994,856. Απαγορευτική είναι τέλος η αιτηση κατά απόφασης που δεν επιβάλλεται ποινή λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή κατά απόφασης που κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη λόγω εκκρεμοδικίας. Συμβ ΑΠ 1132/1993, ΠοινΧρον 1993, 853. 51 Αίτηση επανάληψης κατά αθωωτικής απόφασης από τον πολιτικώς ενάγοντα είναι απαράδεκτη. ΑΠ 34/1966, ΠοινΧρον 1966,1966. Συμβ ΑΠ 1443/1998 Υπερ 1999,655. Αντίθετα, αυτή ορθά υποβάλλεται κατά αθωωτικής απόφασης μέσω του εισαγγελέως του δικαστηρίου που απήγγειλε την απόφαση ή του προισταμένου του. ΑΠ 768/1972 ΠοινΧρον 1973,35. 52 ΑΠ 254/1967,ΠοινΧρον 1971,48. Ως αμετάκλητη, μάλιστα, θεωρείται και αυτή που δεν εκδόθηκε αμετακλήτως από το δικαστήριο, έγινε όμως αμετάκλητη λόγω απορρίψεως της ασκηθείσης εφέσεως ως ανυποστήρικτης. ΑΠ 626 /1972, ΠοινΧρον 1972,752. 1
επανάληψη της δίκης μετά την σύλληψη του κατηγορουμένου, ακόμη και αν ο ίδιος αντιτίθεται. Έχουμε δηλαδή μια αυτοδίκαιη επανάληψη της ερήμην δίκης, με συνέπεια να ακυρώνεται η πρώτη απόφαση άμα τη δημοσίευση της δεύτερης. Αυτή η άποψη φαίνεται και η ορθότερη. Διατυπώθηκε, βεβαίως, έντονα και η αντίθετη γνώμη 53 που θεωρεί την ερήμην απόφαση αμετάκλητη, σύμφωνα και με τον ορισμό του αρ. 546 παρ. 2 ΚΠΔ, εφόσον δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων εναντίον της. Κρίθηκε, δηλαδή, αυτοτελής και αμετάκλητη έστω και αν εξαφανίζεται, καθώς, η δυνατότητα επανεκδίκασης δεν δίδεται με την μεσολάβηση κάποιου ενδίκου μέσου. 54 Στερούνται όμως πειστικότητας τα επιχειρήματά αυτής της θέσης δεδομένου ότι σκοπός της επενέργειας του αμετακλήτου είναι η μη ανατροπή της απόφασης. Εφόσον, όμως, ο ίδιος ο νόμος την ακυρώνει αυτόματα, χωρίς καν το ενδιάμεσο στάδιο μιας διαδικασίας, όπως στην περίπτωση της επαναλήψεως, θα απέβαινε ενάντια στο πνεύμα του νόμου η απόδοση σε αυτήν ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τις πραγματικά αμετάκλητες αποφάσεις. Υπό αυτές τιε σκέψεις, μοναδικός σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου προβάλλει η ανάγκη ύπαρξης τίτλου εκτελεστού κατά του φυγόδικου κατηγορουμένου. 55 Τρίτον Δεν αποτελούν εμπόδια για την επανάληψη της διαδικασίας η παραγραφή, 56 η εξάλειψη του αξιοποίνου, 57 η έκτιση ή η χάρη της ποινής καθώς και ο θάνατος του καταδικασθέντος, σε αντίθεση με την αμνηστία 58. ΙΙ Άρθρο 525 παρ. 1 περ.β «Όταν ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε.» 53 ΑΠ 428\1993, ΠοινΧρον ΜΓ, 266 και Π.Τσιρίδης, ο.π. σελ. 770. 54 Σ.Κουτελιδάκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 336\1994, ΠοινΧρον 1994,497. 55 Λ. Μαργαρίτης, παρατηρήσεις στην ΑΠ 428\1993,.Υπεράσπιση 1993,859. 56 βλ. όμως Contra ΑΠ 349\1970, ΠοινΧρον Κ, 669. 57 βλ. όμως Contra ΑΠ 1492\1990, ΠοινΧρον ΜΑ,658. 58 ΑΠ 633\1974 ΠοινΧρον 1975,37, ΑΠ 2002\1988,ΠοινΧρον ΛΗ,974. 1
Η εξέταση αυτής της περίπτωσης ακολουθεί κατωτέρω, δεδομένης της εξέχουσας θέσης που καταλαμβάνει στους λόγους επαναλήψεως της διαδικασίας. Πρόκειται για την συχνότερα εμφανιζόμενη στην νομολογία μας, με πλείστες θεωρητικές προσεγγίσεις, αποτελεί δε τον μοναδικό σχετικό λόγο επαναλήψεως, με τους υπόλοιπους να αποτελούν ουσιαστικά ειδικότερες περιπτώσεις της. Και τούτο διότι η απόδειξη των απόλυτων λόγων που συνοδεύουν μια αίτηση, οδηγεί αυτόματα σε ευδοκίμηση της, σε αντίθεση με την εξεταζόμενη θεματική, που απαραίτητο είναι ( και δυσκολότερο) να αμφισβητηθεί η αποδεικτική βάση της τελεσίδικης απόφασης. Από την ανάγνωση του άρθρου και την γραμματική του ανάλυση, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής στοιχεία, που προωθούν την εφαρμογή του: α. Αναφέροντας το άρθρο οριστική καταδίκη εννοεί να μην επιτρέπεται έφεση, διότι σε αυτή την περίπτωση μπορούν να προσκομισθούν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι αποδείξεις. β. Οι κρίσιμοι όροι νέα γεγονότα και νέες αποδείξεις αποτελούν τον πυρήνα της αιτήσεως. Απαραίτητο κρίνεται εδώ να ακολουθήσει μια σύντομη ανάλυση του περιεχομένου τους. Ως γεγονότα 59 εννοούνται τα αμέσως ή εμμέσως εμπειρικώς αντιληπτά, συγκεκριμένα και επιδεικτικά αποδείξεως περιστατικά, αντικείμενα, καταστάσεις, σχέσεις και ιδιότητες, παρόντος ή παρελθόντος. Με αυτό τον ορισμό υπηρετείται σαφώς ο σκοπός της επαναλήψεως καθώς καθίστανται χρήσιμα κάθε είδους στοιχεία. Τα γεγονότα μάλιστα μπορούν να διαχωριστούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες 60 : -Τα ουσιαστικά γεγονότα. Τα πραγματικά γεγονότα δηλαδή που αφορούν άμεσα ή έμμεσα την αξιόποινη πράξη. Ανήκουν εδώ τα περιστατικά που ανάγονται στην νομοτυπική μορφή του εγκλήματος, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, το άδικο και την ενοχή 61 και εν γένει οτιδήποτε αφορά την ύπαρξη του εγκλήματος. Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιπτώσεις εξάλειψης του αξιοποίνου, αποκλεισμού του 59 Θ.Δαλακούρας, ο.π. σελ. 179, Ε.Συμεωνίδου Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο Ειδικό μέρος, 1999, σελ. 215, Αθ.Κονταξής, ο.π., 2527, Συμβ ΑΠ 840/1995 ΠοινΧρον 1995, 1403 60 Θ.Δαλακούρας, ο.π. σελ. 177 επ. 61 Η μετά την νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της εκδοθείσης ακαλύπτου επιταγής υπό του εκδότου αποζημίωσης του κομιστή αυτής προ της καταδίκης δεν αποτελεί νόμιμο λόγο επανάληψης της διαδικασίας αλλά συνιστά τέτοιο λόγο ότι ο υπαίτιος κατά την τέλεση της πράξης τελούσε σε πλάνη ως προς την ύπαρξη κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα. ΑΠ 290/81, ΠοινΧρον 1981, 574. Ομοίως Συμβ Εφετ Πειρ 71/1999, ΑρχΝ 1999,299, ΣυμβΕφΠειρ 71/1999, ΠοινΔικ 1999, 235. 2
αδίκου και του καταλογισμού, 62 οτιδήποτε αφορά την προσωπικότητα του δράστη, η ύπαρξη άμυνας, κατάστασης ανάγκης και άρσης του αξιοποίνου όπως η παραγραφή, 63 το δεδικασμένο, η αμνηστία. 64 Το αυτό ισχύει και για τις περιπτώσεις προβολής συγκεκριμένου άλλοθι ή αμφισβητήσεως σχετικά με την ταυτότητα του καταδικασθέντος ως αυτουργού ή συμμέτοχου. Παρέλκουν όμως τα γεγονότα που ανάγονται στην επανεκτίμηση των ήδη γνωστών στο δικαστήριο στοιχείων ή την επιμέτρηση της ποινής και που επιδιώκουν τον από ουσιαστικής άποψης επανέλεγχο της ορθότητας της απόφασης και της ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου, διότι αυτό το πεδίο ανήκει στον χώρο των ενδίκων μέσων. 65 -Τα βοηθητικά γεγονότα. Πρόκειται για τα περιστατικά που αναφέρονται στην αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι συνθήκες λήψης κατάθεσης και η ανάλυση DNA. Εδώ εντάσσονται επίσης οι περιπτώσεις τροποποίησης απολογιών ή καταθέσεων που δεν ακυρώνουν 62 Γεγονός είναι η μετά την καταδίκη αποκάλυψη ψυχικής νοσηρής κατάστασης που αποκλείει το αξιόποινο. ΑΠ 272/1987, ΠοινΧρον 1987,414. ΑΠ 645/1991, Υπερ 1992,1096. 63 «Χωρεί επανάληψη της διαδικασίας όταν από τις νέες αποδείξεις προκύπτει ότι κατά τον χρόνο της οριστικής καταδίκης είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αξιοποίνου πράξεως και το δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τον χρόνο τελέσεως, όχι όμως και όταν αυτό σφάλει κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων, δεδομένου ότι η αίτηση χωρεί μόνο για πλάνη του δικαστή περί τα πράγματα και όχι σε ερμηνεία ή εφαρμογή διατάξεων του νόμου.» ΑΠ 1894/1987, ΠοινΧρον 1988,407. 64 Γ.Αρβανίτης, Γ. Καλφέλης Γ.Καραμπέλας, Γ. Μαργαρίτης, ο.π., σελ. 1350. Μερικά νομολογιακά παραδείγματα: «Η ομολογία έτερου προσώπου για τις διαπραχθείσες κλοπές, καθιστά πρόδηλη την σπουδαιότητα του συμπεράσματος ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος» ΑΠ 411/1970, ΠοινΧρον 1970,785, «Νέες αποδείξεις είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις των κατά την δίκη εξετασθέντων μαρτύρων, όταν αυτοί ανακαλούν ή τροποποιούν τις προηγούμενες καταθέσεις.» ΑΠ 918/1984, ΠοινΧρον 1985, 125, ΑΠ 1331/1983, ΠοινΧρον 1984, 1272. «Απορρίπτεται η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας δεδομένου ότι οι προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις ελήφθησαν μετά την πάροδο δεκαετίας από τον χρόνο τέλεσης των πράξεων» Συμβ ΑΠ 226/1999, ΠοινΧρον 1999,1007. «Η μεταγενέστερη αθώωση του φυσικού αυτουργού καθιστά πρόδηλη την αθωότητα του ηθικού αυτουργού, ως νέο γεγονός.» ΑΠ 1223/1983, ΠοινΧρον 1984, 165. 65 Τα αίτια τελέσεως της πράξεως αφορούν την επιμέτρηση της ποινής και δεν αποτελούν λόγο επανάληψης της διαδικασίας ΑΠ 722/86,ΠοινΧρον 86,726. Δεν είναι αποδείξεις η νέα αξιολόγηση ή εκτίμηση του ίδιου γεγονότος ή απλά επιχειρήματα και κρίσεις για προυπάρχουσες αποδείξεις ή λόγοι που πλήττουν την ανέλεγκτη κατά το αρ. 117 ΚΠΔ εκτίμηση των αποδείξεων του δικαστηρίου και επομένως και την από ουσιαστικής άποψης ορθότητα της απόφασης. Συμβ ΑΠ 1302/1993, Υπερ. 1994,84. 2
τις ήδη δοθείσες, αλλά συναξιολογούνται με αυτές, για την ανάδειξη της δικαστικής πλάνης 66 και η μεταγενέστερη αθώωση του φυσικού αυτουργού που καθιστά πρόδηλη την αθωότητα του ηθικού αυτουργού. 67 Αντίθετα, δεν αποτελούν γεγονότα τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που συνάγονται με παρατήρηση πλείστων ατομικών περιπτώσεων όπως και τα επιστημονικά γεγονότα, διότι έχουν αφηρημένη μορφή η οποία εμποδίζει την κατάταξή τους στην κατηγορία αυτή. Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι ορθή διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα διευρύνονταν υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής του νόμου. Υπό συγκεκριμένες προυποθέσεις πάντως, θα μπορούσαν να ενταχθούν στην έννοια των νέων γεγονότων τα επιστημονικά γεγονότα, εφόσον όμως οδηγούν άμεσα και αδιαμφισβήτητα σε διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. -Νομικά γεγονότα υπό στενή έννοια. Πρόκειται για ατομικά καθορισμένα νομικά γεγονότα (π.χ. αφάνεια). Το πιο σημαντικό παράδειγμα που μπορεί να τεθεί σε αυτή την κατηγορία είναι η ανηλικότητα 68. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτή την κατηγορία τα νομικά γεγονότα εν ευρεία έννοια, που ενσωματώνουν το νόημα και το περιεχόμενο ενός κανόνα δικαίου. Κλασσικές περιπτώσεις αποτελεί η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή νόμου όπως και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που σε καμία περίπτωση δεν θεμελιώνουν λόγο επαναλήψεως. Ομοίως συμβαίνει με την ύπαρξη νέων νομολογιακών ερμηνειών ή την τροποποίηση ή κατάργηση κάποιου κανόνα δικαίου. 69 Η ένταξη αυτών των περιπτώσεων στην έννοια του αρ. 525 περ.β ΚΠΔ θα διεύρυνε ανεπίτρεπτα το γράμμα του νόμου και θα διείσδυε στο πλαίσιο εφαρμογής των ενδίκων μέσων. -Δικονομικά γεγονότα. Πρόκειται για την κατηγορία γεγονότων που αφορά την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας. Εάν δηλαδή μετά την αμετάκλητη απόφαση φανερωθεί ότι δεν συνέτρεχε κάποια δικονομική προυπόθεση ( λόγω π.χ. οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης 70 ή κήρυξής της ως απαράδεκτης ), όπου θα έπρεπε η ποινική διαδικασία να θεωρηθεί περατωμένη, σαφώς και υφίσταται λόγος 66 Συμβ ΑΠ 672/1995, ΠοινΧρον 1995, 1246. 67 ΑΠ 1223/1983, ΠοινΧρον 1984, 165. 68 Άγνωστο γεγονός αποτελεί και η ανηλικότητα του προσώπου διότι επιδρά επί του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως και της ποινικής βαρύτητας Εφ Αθ 487/1974, ΠοινΧρον 1974,698. Συμβ ΑΠ 672/1995, ΠοινΧρον 1995, 1246. 69 Αθ.Κονταξής, ο.π., σελ. 2526. 2
επαναλήψεως. Και παρότι δεν οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου αυτή η κατηγορία, δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η συνέχιση των συνεπειών της καταδικαστικής απόφασης. Εδώ φυσικά δεν περιλαμβάνονται παραλείψεις ή πλημμέλειες της διαδικασίας ή σφάλματα στην εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων διότι, αποτελούν κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής των ένδικων μέσων. 71 Εξαίρεση φυσικά υφίσταται στις περιπτώσεις όπου τέτοια γεγονότα είναι ικανά να αποδυναμώσουν την αποδεικτική βάση της απόφασης. Ως αποδείξεις 72 νοούνται τα πραγματικά στοιχεία και ειδικότερα τα συγκεκριμένα κατά περιεχόμενο αποδεικτικά μέσα βάσει των οποίων καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός γνώσης εκ μέρους του δικαστή αναφορικά με την αλήθεια των κρίσιμων για την υπόθεση πραγματικών γεγονότων. Στο πλαίσιο που μας ενδιαφέρει, ως αποδείξεις θεωρούνται τα δυνάμενα να χρησιμεύσουν για τον σκοπό της απόδειξης αποδεικτικά μέσα. Και αυτά μπορούν να είναι είτε νέα είτε ήδη γνωστά στο δικαστήριο με διαφορετικό όμως περιεχόμενο (όπως π.χ. αλλαγή στην ομολογία του καταδικασθέντα). Από την διαζευκτική αναφορά των όρων γεγονότα και αποδείξεις αλλά και το εν γένει περιεχόμενό τους που μόλις αναλύθηκε, εξάγεται το συμπέρασμα ότι αυτοί δεν είναι ταυτόσημοι. Υπάρχουν όμως αρκετές αποφάσεις στη νομολογία μας που τους δέχονται ως τέτοιους, με το αιτιολογικό ότι τα γεγονότα πρέπει να είναι αποδείξεις ή να στηρίζονται σε αποδείξεις αφού ο νόμος τα δέχεται μόνο εφόσον έχουν αποδεικτική δύναμη. 73 Σοβαρό επιχείρημα αποτελεί εξάλλου και η άποψη πως η ταυτοσημία τους ή όχι δεν έχει πρακτικό ενδιαφέρον. Μια τέτοια προσέγγιση όμως 70 Χωρεί επανάληψη της διαδικασίας όταν από τις νέες αποδείξεις προκύπτει ότι κατά τον χρόνο της οριστικής καταδίκης είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αξιοποίνου πράξεως και το δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τον χρόνο τελέσεως, όχι όμως και όταν αυτό σφάλει κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων, δεδομένου ότι η αίτηση χωρεί μόνο για πλάνη του δικαστή περί τα πράγματα και όχι σε ερμηνεία ή εφαρμογή διατάξεων του νόμου. ΑΠ 1894/1987, ΠοινΧρον 1988,407. 71 Δεν αποτελεί λόγω επανάληψης της διαδικασίας η μη αποδοχή αιτήματος για κλήτευση και εξέταση άλλων μαρτύρων ή η μη απάντηση στους ισχυρισμούς του καταδικασθέντος. ΑΠ 1863/1984, ΠοινΧρον 1985,573. Το αυτό και με την μη νομότυπη κλήτευση μαρτύρων ΑΠ 66/91, ΠοινΧρον 1991,835. Σε περίπτωση καταδίκης για υπεξαίρεση λόγω μη αποπληρωμής του τιμήματος, δεν αποτελεί λόγο παραδεκτού της αιτήσεως η βεβαίωση αποπληρωμής πρίν την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης. ΕφΠειρ 46/1978, ΠοινΧρον 1979, 702. 72 Θ.Δαλακούρας, ο.π. σελ. 192. 73 Αθ.Κονταξής, ο.π.,2527. 2