ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ICF Σοβαρή Αναπηρία: ορισμός μέσω του ICF Θέμα 1
Τα τελευταία χρόνια, η αντίληψη για τα άτομα με αναπηρία έχει αλλάξει και αυτό έχει οδηγήσει στην ανάγκη αναγνώρισης των ίσων δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων και ικανοτήτων των ατόμων με αναπηρία. Στην κοινή και στη νομοθετική γλώσσα, χρησιμοποιούνται έννοιες όπως άτομα με ειδικές ανάγκες κι άτομα με αναπηρία.
Η διάκριση μεταξύ βλάβης, αναπηρίας και ανικανότητας εισήχθη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) το 1980, όταν εξέδωσε την «Διεθνή Ταξινόμηση βλαβών, ανικανοτήτων και αναπηριών» (ICIDH).
Βλάβη Κάθε απώλεια ή ανωμαλία της φυσιολογικής, ανατομικής ή ψυχολογικής λειτουργίας (εξωτερίκευση) Αναπηρία Κάθε περιορισμός ή απώλεια (που προκύπτει από βλάβες) της ικανότητας του ατόμου να εκτελεί μια βασική δραστηριότητα (βάδισμα, τροφή, εργασία) στο βαθμό που θεωρείται φυσιολογικό για ένα άτομο (αντικειμενικοποίηση). Ανικανότητα Ανικανότητα, που προκύπτει από βλάβη ή αναπηρία, που περιορίζει ή εμποδίζει ένα άτομο από το να εκπληρώσει έναν κοινωνικό ρόλο ο οποίος θεωρείται φυσιολογικός σε σχέση με την ηλικία, το φύλο και το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον ενός ατόμου (κοινωνικοποίηση).
Η Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία Το Δεκέμβριο του 2006, η Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε τη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία: θέτει την κατεύθυνση για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της ισότητας και κοινωνικής ένταξης όλων των πολιτών με αναπηρία σε διεθνές επίπεδο.
Η Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία Στο Άρθρο 1 της Σύμβασης αναφέρεται : «Στα άτομα με αναπηρία περιλαμβάνονται όσα έχουν χρόνιες φυσικές, πνευματικές, διανοητικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες σε συνδυασμό με ποικίλα εμπόδια μπορούν να εμποδίσουν την ολοκληρωτική και αποτελεσματική συμμετοχή στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τους άλλους».
Η έννοια της αναπηρίας αφορά στη σχέση μεταξύ ενός ατόμου και του περιβάλλοντός του.
Το ICF είναι ένα εργαλείο που έχει δημιουργηθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), με στόχο μια συστηματική ταξινόμηση η οποία περιγράφει την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του ατόμου και τη σχετική του κατάσταση.
Το ακρωνύμιο ICF αναφέρεται στη «Διεθνή Ταξινόμηση της Λειτουργικότητας, της Αναπηρίας και της Υγείας». Μέχρι σήμερα, είναι η μόνη προσέγγιση για την αξιολόγηση της αναπηρίας που μεταφράζεται σε έννοιες και περιγράφει την αλληλεπίδραση μεταξύ ενός ατόμου και του περιβάλλοντός του.
Το μοντέλο ICF εγγυάται το περιεχόμενο της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία εκλαμβάνοντας την αναπηρία ως μια οικουμενική διάσταση της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβάνοντας και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες στην κατάταξη, αποφεύγοντας κάθε αρνητικό χαρακτηρισμό, καθιερώνοντας τη θετική κατάταξη της ανθρώπινης λειτουργικότητας με επίκεντρο το ατομικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Το ICF είναι μια ομοιογενής κατάταξη των όρων που χρησιμοποιούνται ξεκινώντας από το περιβαλλοντικό πλαίσιο στο οποίο η έννοια «αναπηρία» έχει αντικατασταθεί από την έννοια «δραστηριότητα» και η έννοια «ανικανότητα» έχει αντικατασταθεί από τη «συμμετοχή». Η ταξινόμηση είναι «οικουμενική» διότι δεν αφορά μόνο το άτομο με αναπηρία, αλλά κάθε άτομο το οποίο αντιμετωπίζει μια κατάσταση υγείας ή αναπηρίας.
Το ICF περιγράφει τη λειτουργικότητα του ατόμου, δηλαδή τις θετικές πλευρές και τις δυνατότητες αυτού το ατόμου, αλλά και τις αρνητικές πλευρές της λειτουργικότητας, δηλαδή σε τι δυσκολεύεται. Το ICF κατατάσσει επίσης κατά πόσο ή όχι οι είναι παρούσες οι βλάβες στις σωματικές λειτουργίες και δομές, λαμβάνοντας υπ όψιν τους παράγοντες πλαισίου, δηλαδή τη θετική ή αρνητική επίδραση του περιβάλλοντος ενός ατόμου στη λειτουργικότητά του.
Αυτό το σύστημα κατηγοριοποίησης λειτουργεί μέσα από ένα σύνολο κατηγοριών συγκεντρωμένων και ταξινομημένων σύμφωνα με το πρότυπο που παρέχεται από το βιο-ψυχο-κοινωνικό μοντέλο, το οποίο εξετάζει τα άτομα στο σύνολό τους: όχι μόνο από άποψη υγείας, αλλά και στις καθημερινές κοινωνικές τους σχέσεις.
Σε έναν κατάλογο ελέγχου, είναι δυνατό να επιτευχθεί μια αμερόληπτη περιγραφή της λειτουργικότητας και της αναπηρίας του ατόμου, δηλαδή των στοιχείων που καθορίζουν την κατάσταση της υγείας.
Μέσω του ICF όλοι μπορούν να χρησιμοποιούν μια κοινή «διεθνή γλώσσα», επιτρέποντας την πιο αποτελεσματική επικοινωνία, όχι μόνο μεταξύ των υπηρεσιών της ίδια περιοχής δράσης, αλλά και μεταξύ των υπηρεσιών των διαφόρων περιοχών.