Νέες προσπάθειες στα εγχειρίδια της Φυσικής Κρυσταλλία Χαλκιά Λέκτορας Π.Τ..Ε. Παν/µίου Αθηνών Την τελευταία διετία, Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ανέλαβε τη σύνταξη νέου Προγράµµατος Σπουδών για το µάθηµα της Φυσικής, υπακούοντας στην επιτακτική ανάγκη των καιρών για την αναµόρφωση του µαθήµατος. Με οδηγό τις κατευθύνσεις των κατά τάξη αναλυτικών προγραµµάτων Φυσικής, έγινε η συγγραφή ενός εντυπωσιακού αριθµού εγχειριδίων Φυσικής, τόσο στην Α βάθµια, όσο και στη Β βάθµια εκπαίδευση. Πολλοί ήταν οι συγγραφείς (εκπαιδευτικοί και πανεπιστηµιακοί) που προσέτρεξαν να βοηθήσουν στη συγγραφή αυτών των εγχειριδίων, γεγονός που φανερώνει το ενδιαφέρον και των δύο κοινοτήτων για τα θέµατα εκπαίδευσης στο επιστηµονικό πεδίο της Φυσικής. Ας επισηµανθεί ότι η πρόκληση για όλους ήταν µεγάλη, διότι η Φυσική είναι µία επιστήµη που απαιτεί σύνθετο τρόπο σκέψης και παρουσιάζει σηµαντικές δυσκολίες κατά τη µεταφορά της από την επιστηµονική στη σχολική γνώση. Η Φυσική αποτελεί µία από τις πρωταρχικές επιστήµες, δεδοµένου ότι µετρά ήδη πέντε (5) αιώνες από τη θεµελίωσή της ως επιστήµης µε τη σύγχρονη έννοια του όρου. Στο διάστηµα αυτό ανέπτυξε µε αυστηρότητα τα µεθοδολογικά εργαλεία της, µε τα οποία διερεύνησε πολλές και διαφορετικές περιοχές του φυσικού κόσµου, διατυπώνοντας τους σχετικούς νόµους λειτουργίας του. Τα βασικά εργαλεία της Φυσικής είναι: το πείραµα, που απαιτεί τη γνώση και εφαρµογή συγκεκριµένης µεθοδολογίας (εντοπισµός προβλήµατος, διατύπωση υπόθεσης, διαχωρισµός µεταβλητών, σχεδιασµός πειραµατικής διάταξης, εκτέλεση αξιόπιστων µετρήσεων, εξαγωγή συµπεράσµατος κτλ.), για τη µελέτη των διαφόρων φυσικών φαινοµένων, και τα µαθηµατικά, που επιτρέπουν την αφαιρετική προσέγγιση των δεδοµένων των παρατηρήσεων και του πειράµατος, την ερµηνεία των αποτελεσµάτων και την αποκάλυψη των βαθύτερων δοµών της λειτουργίας του κόσµου µας. Όµως, η δυνατότητα αξιοποίησης αυτών των εργαλείων προϋποθέτει την κατάκτηση συγκεκριµένων δεξιοτήτων (νοητικών και πρακτικών), πράγµα που απαιτεί πολύχρονη και συνεπή προσπάθεια. 1
Πέρα από τις απαιτήσεις που έχει η άσκηση στα παραπάνω εργαλεία, η Φυσική αποδεικνύεται πολύπλοκη επιστήµη διότι ενώ αναφέρεται στην µελέτη του κόσµου µας, οι αισθήσεις (µε τις οποίες ο µέσος άνθρωπος προσεγγίζει τον κόσµο) αποδεικνύονται ανεπαρκείς γι αυτήν την µελέτη. Η κατανόηση των «κόσµων» (µικρόκοσµος, µεγάκοσµος) που έχει αποκαλύψει η έρευνα στη Φυσική, απαιτεί αφενός την υπέρβαση των αναπαραστάσεων που βασίζονται στην κοινή εµπειρία και αφετέρου τη δηµιουργία αφηρηµένων νοητικών µοντέλων. Ειδικότερα το πέρασµα της επιστηµονικής γνώσης της Φυσικής στους µαθητές παρουσιάζει πρόσθετες δυσκολίες. Καταρχήν, οι µαθητές δε διαθέτουν τις ίδιες νοητικές δεξιότητες µελέτης της Φυσικής, µε εκείνες των επιστηµόνων. Έτσι, κάθε ηλικία διαθέτει συγκεκριµένα νοητικά εργαλεία, τα οποία συνεχώς εξελίσσονται και µόνον µαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου µπορούν να κάνουν τους αφαιρετικούς συλλογισµούς που απαιτεί η διεξοδική µελέτη της Φυσικής. Επιπλέον, οι µαθητές προσέρχονται στο σχολείο έχοντας ήδη διαµορφωµένες απόψεις για τον τρόπο λειτουργίας του γύρω κόσµου, όπως καθηµερινά τον βιώνουν. Οι απόψεις αυτές, ενώ συνήθως απέχουν από το επιστηµονικό πρότυπο, εµφανίζουν εξαιρετικές αντιστάσεις στη µεταβολή τους, διότι έχουν διαµορφωθεί µέσα από προσωπικές εµπειρίες. Αν και κατά καιρούς υπήρξαν συγγραφείς µε καινοτόµες προτάσεις, στην πλειοψηφία τους τα εγχειρίδια Φυσικής χαρακτηρίζονταν από έναν διδακτικό εµπειρισµό και όλες τους οι προσπάθειες εξαντλούνταν στην απλή µεταφορά της επιστηµονικής γνώσης σε χαµηλότερο (σχολικό) επίπεδο, επιδιώκοντας - ανάλογα µε την ηλικία των µαθητών - κάποιες απλουστεύσεις. Ο προβληµατισµός και οι συζητήσεις σχετικά µε το βαθµό επιτυχίας και αποτελεσµατικότητας ενός εγχειριδίου Φυσικής, περιορίζονταν αποκλειστικά στο κατά πόσον το περιεχόµενό τους ήταν επιστηµονικά αποδεκτό. Αυτό αυτόµατα προϋπέθετε στη συνείδηση όλων ότι ήταν και διδακτικά αποτελεσµατικό. Κάτι ανάλογο όµως, στις σχολικές αίθουσες δεν αποδεικνύονταν καθηµερινά. Τα εγχειρίδια Φυσικής που αναπτύχθηκαν την τελευταία διετία, µε ευθύνη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, παρουσιάζουν σηµαντικές διαφοροποιήσεις από τα προηγούµενα και οπωσδήποτε ενσωµατώνουν για πρώτη φορά ως µία γενικευµένη στάση, τόσο τον επιστηµονικό όσο και το διδακτικό προβληµατισµό κατά τη συγγραφή τους. Ενδιαφέρον είναι ότι για πρώτη φορά στην ιστορία του µαθήµατος 2
της Φυσικής στην Ελλάδα έχουµε µια τόσο µεγάλη σε αριθµό, παραγωγή βιβλίων Φυσικής στις δύο βαθµίδες της εκπαίδευσης (29 «πακέτα» βιβλίων Φυσικής). Για πρώτη φορά στην Ελλάδα εισάγεται το πολλαπλό βιβλίο στα σχολικά εγχειρίδια Φυσικής. Η µέχρι σήµερα χρήση στα σχολεία του ενός και µοναδικού εγχειριδίου µε το επιχείρηµα της ενιαίας και οµοιόµορφης εκπαίδευσης για όλα τα ελληνόπουλα, δηµιούργησε πολλά προβλήµατα, τα περισσότερα των οποίων είναι µακροχρόνια και µη ορατά. Το εγκεκριµένο εγχειρίδιο απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα και εγκλώβισε τον εκπαιδευτικό σε µια λογική ασφυκτικού περιορισµού της επεξεργασίας µόνον των συγκεκριµένων γνώσεων και πληροφοριών που το εγχειρίδιο περιείχε. Εκείνο που προείχε ήταν η αποτελεσµατικότητα στις εξετάσεις. Οι κοινωνικές πιέσεις επέβαλαν τον περιορισµό κάθε ελευθερίας στον τρόπο προσέγγισης των θεµάτων. Έτσι, επιστηµολογικά το συγκεκριµένο εγχειρίδιο φαινόταν να ενσωµατώνει όλη την αποδεκτή - για τη Φυσική - «αλήθεια», µε ελάχιστες δυνατότητες παρέµβασης εκ µέρους των διδασκόντων, πράγµα αντίθετο µε τη µεθοδολογία της ίδιας της Φυσικής επιστήµης. Μια τέτοια όµως τάση συντελεί στη δηµιουργία θετικιστικής αντίληψης για τη Φυσική και οδήγησε στην αποστήθιση και στην απουσία διαδικασιών σύνθεσης εκ µέρους των µαθητών, ενώ οι εκπαιδευτικοί θεωρούνταν αποτελεσµατικοί όταν λειτουργούσαν ως «φροντιστές», δηλαδή όταν ανέπτυσσαν τεχνικές αποµνηµόνευσης και κωδικοποίησης του συγκεκριµένου εγχειριδίου. Το πολλαπλό βιβλίο φιλοδοξεί να ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Ενώ όλα τα εγχειρίδια Φυσικής υπακούουν στο ίδιο αναλυτικό πρόγραµµα, ο τρόπος επεξεργασίας των προτεινόµενων εννοιών υπαγορεύεται από τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις των συγγραφέων τους, από τις διδακτικές και επιστηµονικές γνώσεις τους. Ο σύλλογος των καθηγητών ειδικότητας κάθε σχολείου επιλέγει ένα από τα προτεινόµενα εγχειρίδια. Έτσι, ο κάθε εκπαιδευτικός οφείλει να αναπτύξει κριτήρια αξιολόγησης των σχολικών εγχειριδίων, µε τα οποία θα υποστηρίξει τη θέση του στο διάλογο µε τους άλλους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν το µάθηµα της Φυσικής. Ο εκπαιδευτικός από παθητικός αποδέκτης των επιλογών της κεντρικής διοίκησης µετατρέπεται σε υπεύθυνο εκφραστή των επιλογών τού εκπαιδευτικού υλικού του. Υπάρχει βέβαια ο φόβος, πολλοί εκπαιδευτικοί να επιλέξουν στην αρχή εγχειρίδια που παραπέµπουν σε διδακτικές πρακτικές παρόµοιες µε του παρελθόντος, επειδή τους είναι περισσότερο οικείες. Έτσι, είναι πιθανόν στην 3
αρχή κάποια εγχειρίδια που περιέχουν καινοτόµες προτάσεις να παραµεληθούν. Πιστεύουµε όµως, ότι αυτό µε τον καιρό θα ξεπεραστεί. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το κάθε εγχειρίδιο είναι στην πραγµατικότητα ένα «πακέτο» βιβλίων, το οποίο συνήθως περιλαµβάνει το βασικό εγχειρίδιο, το τετράδιο του µαθητή, το βιβλίο του δασκάλου, τις προτεινόµενες λύσεις των ασκήσεων και προβληµάτων Φυσικής που περιέχονται στο βασικό εγχειρίδιο και τον εργαστηριακό οδηγό. Έτσι, οι συγγραφείς έχουν την ευκαιρία να υποστηρίξουν πολλαπλά τον εκπαιδευτικό και το µαθητή στις διαδικασίες επεξεργασίας της γνώσης της Φυσικής. Ας επισηµανθεί η σηµασία του εργαστηριακού οδηγού, ο οποίος σηµατοδοτεί την ανάγκη άσκησης των µαθητών στην ερευνητική µεθοδολογία και καθοδηγεί τις απόπειρες των εκπαιδευτικών προς αυτή την κατεύθυνση. Οι συγγραφείς των περισσότερων συγγραφικών οµάδων φαίνεται ότι χρησιµοποίησαν τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας. Εκµεταλλεύτηκαν, µέσω του διαδικτύου, την πρόσβαση σε µεγάλα ερευνητικά κέντρα και Πανεπιστήµια του εσωτερικού και εξωτερικού, µε στόχο την αξιοποίηση σύγχρονου εποπτικού υλικού και την ενηµέρωσή τους σε θέµατα πρόσφατων τεχνολογικών εφαρµογών. Τα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια Φυσικής στο σύνολό τους είναι εµπλουτισµένα µε ένθετα, τα οποία, χωρίς να αποτελούν διδακτέα και εξεταστέα «ύλη», παρέχουν την ευκαιρία στους µαθητές να προεκτείνουν τις γνώσεις τους πάνω στα θέµατα που επεξεργάστηκαν στη σχολική αίθουσα,. Έτσι, καλλιεργείται η αίσθηση στους µαθητές ότι η µελέτη του φυσικού κόσµου δεν είναι περιχαρακωµένη στις συγκεκριµένες έννοιες που διδάσκονται στο σχολείο και µπορεί κανείς να επεκτείνει τη µελέτη του ανάλογα µε τα ενδιαφέροντά του. Για πρώτη φορά γίνεται ταυτόχρονη συγγραφή εγχειριδίων Φυσικής για το ηµοτικό (εγχειρίδια Φυσικών Επιστηµών), για το Γυµνάσιο, για το Λύκειο και για τα ΤΕΕ. Θεωρούµε ότι µια τέτοια προσπάθεια προϋποθέτει ενιαία αντιµετώπιση των διδακτικών πρακτικών που ακολουθούνται στις διαφορετικές βαθµίδες της εκπαίδευσης, ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της. Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα εµφανής στα σχολικά εγχειρίδια του ηµοτικού και του Γυµνασίου. Εκεί παρατηρεί κανείς συγκεκριµένη διδακτική πρόταση εκ µέρους των συγγραφέων. Στα εγχειρίδια του ηµοτικού (δύο εναλλακτικά «πακέτα» για την Ε και την Στ τάξη), τα οποία θα κυκλοφορήσουν στα σχολεία του χρόνου, έχουµε ίσως τη θεαµατικότερη µεταβολή. Σε γενικές γραµµές ακολουθείται η καθοδηγούµενη 4
ανακάλυψη, οι µαθητές εργάζονται οµαδικά µε φύλλα εργασίας, ενώ τα συµπεράσµατα προκύπτουν από τα δεδοµένα που οι ίδιοι οι µαθητές συλλέγουν µέσα στη σχολική αίθουσα. Αξιοποιούνται οι ιδέες των µαθητών για τις έννοιες της Φυσικής, µε στόχο την οικοδόµησή τους σε ένα στέρεο εννοιολογικό πλαίσιο. Η πληροφορία περιορίζεται στο ελάχιστο και η αποστήθιση υποχρεωτικά περιθωριοποιείται. Στα εγχειρίδια του Γυµνασίου (δύο εναλλακτικά «πακέτα» για την Β και τη Γ τάξη), διακρίνεται η προσπάθεια των συγγραφέων να λάβουν υπόψη τους τις ιδέες των µαθητών. εν αξιοποιούνται όµως πάντα µε επιτυχία. Τα δύο βιβλία έχουν διαφορετική οπτική γωνία. Το ένα θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως περισσότερο φορµαλιστικό, µε επιδίωξη τη δηµιουργία ενός κυρίαρχου επιστηµονικού προτύπου (µικροσωµατιδιακή ερµηνεία του κόσµου) στους µαθητές, απαιτεί εκπαιδευτικούς µε ικανή θεωρητική γνώση της Φυσικής. Το άλλο µε µεγαλύτερη έµφαση στην υλοποίηση πειραµάτων µε απλά µέσα από τους µαθητές, απαιτεί εκπαιδευτικούς εξοικειωµένους µε αυτό τον τρόπο εργασίας. Και τα δύο εγχειρίδια έχουν εξαιρετικά πλούσια και ενδιαφέροντα ένθετα και µεγάλης ποικιλίας ενδιαφέρουσες ασκήσεις. Τα εγχειρίδια του ενιαίου Λυκείου (4 «πακέτα» διδακτικού υλικού για την Α Λυκείου, 4 «πακέτα» για τη Γενική Παιδεία της Β και αντίστοιχα της Γ Λυκείου και από 3 «πακέτα» για την κατεύθυνση της Β και της Γ Λυκείου), δεν είναι δυνατόν να σχολιασθούν ξεχωριστά στα πλαίσια του παρόντος άρθρου. Οπωσδήποτε, είναι φανερή η προσπάθεια των συγγραφέων να συµπεριλάβουν σύγχρονα θέµατα που να ενδιαφέρουν τους σηµερινούς µαθητές, να συνδέσουν τη Φυσική µε την καθηµερινή ζωή και να µιλήσουν µε σύγχρονη γλώσσα στους µαθητές, περιλαµβάνοντας και ιστορικές αναφορές. Στις επιµέρους αδυναµίες τους θα είχε κανείς να επισηµάνει (σε κάποια από αυτά) έναν έντονο ακαδηµαϊσµό που, ορισµένες φορές, παραπέµπει σε άλλη βαθµίδα της εκπαίδευσης, (µελέτη εννοιών που η κατανόησή τους από τους µαθητές προϋποθέτει άνετη χρήση του φορµαλισµού και κατοχή στέρεου εννοιολογικού υπόβαθρου των εννοιών της Φυσικής). Επίσης, την έλλειψη ενιαίου εννοιολογικού ύφους που προδίδει τη ξεχωριστή συγγραφή κεφαλαίων των βιβλίων από διαφορετικά µέλη της συγγραφικής οµάδας, χωρίς ενιαία διδακτική άποψη. Είναι σηµαντικό να τονιστεί η συγγραφή ξεχωριστών εγχειριδίων Φυσικής για τα ΤΕΕ (Τεχνολογικά Εκπαιδευτήρια). Έτσι, επισηµαίνεται ο ιδιαίτερος ρόλος τους και επιτρέπει στους συγγραφείς να επικεντρωθούν σε θέµατα Φυσικής, που ενδιαφέρουν τους µαθητές αυτής της κατεύθυνσης. 5
Πέρα από τις πρώτες επισηµάνσεις που µπορεί κανείς να κάνει, το κάθε εγχειρίδιο θα ελεγχθεί στην καθηµερινή πρακτική. Γι αυτό, είναι απαραίτητο να δοθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις να αξιολογήσουν κατ αρχήν οι ίδιοι οι συγγραφείς την προσπάθειά τους µέσα σε «πραγµατικές συνθήκες» (σχολική αίθουσα), να αφουγκραστούν τους προβληµατισµούς των εκπαιδευτικών που θα τα εφαρµόσουν και να βελτιώσουν ή να τροποποιήσουν τα σηµεία εκείνα στα οποία θα διαπιστώσουν δυσλειτουργίες. Ταυτόχρονα, η πολιτεία και οι σχετικοί ερευνητές θα κάνουν τη δική τους αξιολόγηση µε στόχο να επισηµάνουν στους συγγραφείς σηµεία βελτίωσης. Το σηµαντικό είναι ότι µε τα καινούργια εγχειρίδια δίνεται η ευκαιρία στους µάχιµους εκπαιδευτικούς να προβληµατιστούν βαθύτερα, να αναζητήσουν επιχειρήµατα και προτάσεις και να κρίνουν διδακτικά αποτελέσµατα σε καθηµερινή βάση, οικοδοµώντας το δικό τους λόγο στα εκπαιδευτικά δρώµενα της Φυσικής. 6