ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Κείμενα και εικόνες: οι μαθητές της ΣΤ τάξης 2009-2010 Επιμέλεια εικόνων: Πέτρος Φιλίππου Επιμέλεια κειμένων: Μαρία - Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κώστας Παπαλέξης Στοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση - Παραγωγή: www.specialprintings.com Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός», 2010 Απαγορεύεται η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή μερική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει κάθε εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.
Για τις εικόνες που είπαν σε μας χίλιες λέξεις......κι εμείς σε σας μια ιστορία, ας «αφήσουμε» τις ιστορίες μας αυτές σ εκείνους......τους μεγάλους άντρες που «άθελά» τους μας βοήθησαν: Πάμπλο Πικάσο, Πιερ Μπονάρ, Βασίλι Καντίνσκι, Πάουλ Κλέε, Βίνσεντ Βαν Γκογκ! Με λίγα λόγια...
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ Η νοσοκόμα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο του Βίκτορ με το δίσκο του φαγητού του. Ο Βίκτορ είναι ψηλός, λιγνός και σχετικά δυνατός στο σώμα σε αντίθεση με την αδυναμία της ψυχής του. Το χαμένο βλέμμα του προδίδει ότι κοίταζε πάλι τα δύο φεγγάρια που μόλις είχε ζωγραφίσει στον τοίχο. Η νοσοκόμα αφήνει το δίσκο κάτω με θόρυβο τρομάζοντας από το χαμένο βλέμμα που την κοιτάζει επίμονα. Ανοίγει βιαστικά την πόρτα και παραλίγο να πέσει πάνω στο γιατρό που είναι απ έξω και περιμένει. - Δεν έχει σταματήσει να ζωγραφίζει από το πρωί εκείνον το σκοτεινό ουρανό; - Σωστά μαντέψατε και τώρα μόλις ζωγράφισε και δεύτερο φεγγάρι. - Αρχίζει ξανά να χειροτερεύει. Μετά από πολλά χρόνια ήρθε η ώρα να ξαναμιλήσω με τον αδερφό του, είπε ο γιατρός. - Μέναμε σ ένα μικρό σπιτάκι δίπλα σ ένα χωράφι με πυκνά δέντρα. Το σπίτι μας είχε μόνο τρία δωμάτια, μια μικρή κουζίνα, την κάμαρα της γιαγιάς μας κι ένα σαλόνι όπου κοιμόμουν εγώ, ο αδερφός μου και η μητέρα μας. Δίπλα στο σπίτι μας, στο έρημο χωράφι, ανάμεσα στα πολλά δέντρα, σχεδόν στη μέση του χωραφιού, υπήρχε μια κλαίουσα ιτιά στην οποία ο αδερφός μου συνήθιζε να σκαρφαλώνει. Επίσης υπήρχε μια πορτοκαλιά απ όπου παίρναμε πορτοκάλια και τρώγαμε. Δίπλα στην ιτιά υπήρχε ένα πηγάδι από όπου η μαμά μας έβγαζε καθημερινά νερό. Κάθε καλοκαίρι τα αγριόχορτα έφταναν το 1 43
46 μισό μέτρο και δεν υπήρχε δυνατότητα να δεις ανάμεσά τους. Η γιαγιά μας, που ήταν άρρωστη, με αφορμή το χαμό του πατέρα ήρθε σπίτι για να παρηγορήσει τη μητέρα μας. Αν εξαιρέσουμε το χαμό του πατέρα, όλα θα μπορούσαν να ήταν καλά. Η γιαγιά και η μητέρα μάς μεγάλωναν μια χαρά, όμως εκείνη την εποχή το να μην έχεις άντρα στο σπίτι, ήταν καταδίκη. Οι γυναίκες τότε δε δούλευαν και δεν υπήρχε τρόπος να βρεθούν λεφτά. Μερικές φορές πουλούσαμε πράγματα του πατέρα μας και βγάζαμε χρήματα όταν δε μας χάριζε πια ο μπακάλης τρόφιμα. Ο αδερφός μου είχε μεγάλο καημό που δε μεγάλωνε με τον πατέρα του γι αυτό δεν του άρεσε καθόλου που πουλούσαμε τα πράγματά του. Μια μέρα στο παζάρι τον είδα που πήρε κρυφά ένα πινέλο του πατέρα από αυτά που είχαμε για πούλημα. Το έκρυψε κατευθείαν στην τσέπη του κι έφυγε για το σπίτι. - Όλα αυτά είναι φυσιολογικά, είπε απορημένος ο γιατρός, υπάρχει κάτι που τον τάραξε ψυχολογικά περισσότερο; Πώς και πότε άρχισε να ζωγραφίζει; -Ένα καλοκαίρι που η μητέρα μας πήγε στο πηγάδι να βγάλει νερό, ένα φίδι την τσίμπησε στο πόδι. Μετά από τρεις μέρες και χωρίς φάρμακα πέθανε. Από εκείνη τη
47
μέρα ο αδερφός μου έλεγε ότι θέλει να φτάσει στον ουρανό. Δύο μέρες μετά το θάνατο της μητέρας μας, έπεσε από την ιτιά κι έσπασε το πόδι του. Εκείνος είπε ότι γλίστρησε, εγώ πιστεύω ότι έπεσε επίτηδες. Έμεινε στο κρεβάτι ένα μήνα κι έτσι άρχισε να ζωγραφίζει. Όσο η γιαγιά χειροτέρευε τόσο πιο πολύ ζωγράφιζε εκείνος πίνακες. Κι όσο πιο πολύ ζωγράφιζε πίνακες τόσο πιο πολύ δεν τον καταλάβαινα. Πάψαμε να συνεννοούμαστε. Τα λεφτά λιγόστευαν κι όχι απλά δεν είχαμε λεφτά για φάρμακα και για τους γιατρούς της γιαγιάς αλλά σιγά σιγά τρεφόμασταν μόνο με τα πορτοκάλια του χωραφιού. Οι γιατροί δεν ήξεραν τι είχε η γιαγιά και κάθε μήνα μας έλεγαν πως σε ένα μήνα θα πέθαινε. Εκείνη την εποχή δούλευα σε μια οικοδομή κι έβγαζα τα απαραίτητα χρήματα για να συντηρήσω τη γιαγιά και τον αδερφό μου. Μετά από πέντε χρόνια, όταν ο Βίκτορ ήταν δεκαπέντε χρονών, η γιαγιά μας πέθανε. Ο Βίκτορ τα έχασε εντελώς. Ζούσαμε μόνοι μας στον κόσμο, και τα μόνα λεφτά που μας συντηρούσαν ήταν αυτά που έβγαζα από την οικοδομή. Όλα αυτά τα χρόνια ο αδερφός μου συνέχισε να φτιάχνει πίνακες που απεικόνιζαν όλο και πιο απίθανα πράγματα, στην αρχή από την καθημερινή μας ζωή και στο τέλος σε όλες τις ζωγραφιές υπήρχαν δύο φεγγάρια. Μια μέρα τον ρώτησα τι ήταν αυτά τα δυο φεγγάρια και μου απάντησε κάτι μπερδεμένο που δεν έβγαζε νόημα. Μετά από λίγα χρόνια η κατάστασή του ήταν πολύ άσχημη και έτσι τον έκλεισα σε μια ψυχιατρική κλινική στην Γαλλία. Τον πήγα εκεί γιατί πίστευα ότι θα του έκανε καλό ένας καινούργιος τόπος. Από τότε σε όποια κλινική κι αν πήγαινε άλλαζε συνεχώς νοσοκόμες. Πριν έρθει εδώ, στην ψυχιατρική κλινική της Βιέννης, είχε αλλάξει ήδη δυο κλινικές και αυτή είναι η τρίτη. - Θα ήθελα αν μπορούσες να μάθεις τι είναι αυτά τα δύο φεγγάρια, σε παρακαλώ. - Θα προσπαθήσω, είπε με ένα κουρασμένο ύφος ο Βίνσεντ. - Μην στενοχωριέσαι, ο αδερφός σου θα γίνει καλά - Δηλαδή έχει πρόοδο; - Όχι, αλλά... είναι καλό που μένει στάσιμος, πρόσθεσε ο γιατρός. 48
Μετά από μια εβδομάδα, η νοσοκόμα ανακοίνωσε στο γιατρό ότι ο Βίκτορ είχε επισκέπτη. - Εντάξει, δεν μπορώ να δω τώρα τον αδελφό του αλλά πέστε του να κάνει αυτό που είπαμε. - Μα, δεν είναι ο αδερφός του, απάντησε η νοσοκόμα. Όση ώρα συζητούσε ο γιατρός με τη νοσοκόμα, ο άγνωστος κύριος μπήκε στο δωμάτιο. - Θα ήθελα να μιλήσω στο γιατρό, είπε στη νοσοκόμα. - Παρακαλώ, τι με θέλετε; Ο άγνωστος άντρας πλησίασε το γιατρό και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί, ο γιατρός φάνηκε αναστατωμένος κι είπε στη νοσοκόμα ν αποχωρήσει. Αφού ο γιατρός σιγουρεύτηκε ότι η νοσοκόμα έχει φύγει, ζήτησε από τον άγνωστο κύριο να του πει την ιστορία του. - Ήμουν φίλος του πατέρα του Βίκτορ. Τα πρώτα χρόνια ο πατέρας του ήταν πάρα πολύ καλός, έπαιζε με το γιο του και όλα κυλούσαν ωραία. Όταν όμως η γυναίκα του έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί, για έναν παράξενο λόγο που ούτε αυτός δεν ήξερε καλά καλά, άρχισε να πίνει. Από τότε η δουλειά δεν 2 πήγαινε καλά και δεν είχαν αρκετά χρήματα. Μια νύχτα του καλοκαιριού δεν γύρισε σπίτι και από τότε ζούσε σε μία καλύβα στο δάσος. - Εσύ πού το ξέρεις; Αφού είχε χαθεί. Πώς έμαθες πού πήγε; Ο ξένος τον κοίταξε μ ένα τρομαγμένο ύφος που έκρυβε μια αλήθεια. - Θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από εσάς και πάνω απ όλα από το γιο μου. - Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε, δηλαδή είστε ο πατέρας του Βίκτορ; Με ένα ντροπιασμένο ύφος και με μια φωνή που σχεδόν δεν ακουγόταν απάντησε: - Ναι! - Γιατί μου είπατε ψέματα πριν, όμως; - Γιατί ποτέ δε θα με αφήνατε να μπω στο δωμάτιο. Σας παρακαλώ αφήστε με να μπω μέσα. - Θα σας αφήσω, με την προϋπόθεση να μην του αποκαλύψετε την πραγματική σας ταυτότητα. - Σας το υπόσχομαι, ευχαριστώ. Ο γιατρός σηκώθηκε και οδήγησε τον πατέρα του Βίκτορ στο δωμάτιο του γιου του. Έξω από την πόρτα ο πατέρας στάθηκε να το ξανασκεφτεί αλλά ο γιατρός την άνοιξε αποφασιστικά και τον έσπρωξε μέσα. 50
- Γεια σου Τι κάνεις; Είπε ο πατέρας. Το λόγο του ακολούθησε σιωπή. Ο Βίκτορ συνέχισε απλώς να ανακατεύει τα χρώματα. Ο πατέρας δεν άντεξε αυτή τη σιωπή και πιστεύοντας ότι ο γιος του τον απορρίπτει, δάκρυσε. - Έχω τόσα χρόνια να δω άνθρωπο να δακρύζει, είπε ο Βίκτορ. Ο πατέρας ζήτησε από το γιατρό να βγει έξω κι εκείνος πλησίασε το γιο του. - Τι ζωγραφίζεις; Τον ρώτησε. Αυτά τα δύο πρόσωπα κάτι μου θυμίζουν. Ο Βίκτορ τον κοίταξε στα μάτια γεμάτος έκπληξη κι απορία. - Πού βλέπεις τα δύο πρόσωπα; Ρώτησε τον πατέρα. - Αυτά τα δύο φεγγάρια, είπε και του έδειξε τις ζωγραφιές στον τοίχο. - Βγες έξω! Ο πατέρας δεν είχε άλλη επιλογή. Βγήκε έξω. Εκεί τον περίμενε ο γιατρός. - Τι έγινε; Γιατί βγήκες τόσο γρήγορα; ρώτησε ο γιατρός. - Γιατί μου το ζήτησε. - Τι του έκανες; Είπε αγριεμένα ο γιατρός. - Τίποτα, απλώς τον ρώτησα για τα δύο πρόσωπα στον τοίχο. - Ποια πρόσωπα; - Τα πρόσωπα στον ουρανό. Ο γιατρός ταραγμένος τον ρώτησε: - Εννοείς τα δύο φεγγάρια; - Ακριβώς. - Σε αδίκησα, ο Βίκτορ σε συμπαθεί πολύ. Αν συνεχίσεις έτσι μπορούμε να του αποκαλύψουμε την αληθινή σου ταυτότητα. Ο πατέρας, χωρίς να κρύβει τη χαρά του, είπε: - Θα ξαναπεράσω αύριο, αντίο σας! Ο γιατρός μόλις βεβαιώθηκε πως ο πατέρας απομακρύνθηκε κάπως, μπήκε στο γραφείο του, είδε τον τηλεφωνικό κατάλογο και πήρε τηλέφωνο τον αδερφό του Βίκτορ. - Ποιος με καλεί; Ρώτησε ο Βίνσεντ. - Είμαι ο γιατρός του αδερφού σου. - Συνέβη κάτι; - Απλώς θα ήθελα Εκείνη τη στιγμή ο γιατρός είδε τον πατέρα του Βίκτορ να βγαίνει από το κτήριο και συνέχισε ανακουφισμένος. Απλώς ήθελα να σας πω ότι επισκέφθηκε το Βίκτορ ένας κύριος με το όνομα Ροχίερ Βαν Γκογκ. - Μα αυτός είναι ο πατέρας μου, είπε ο Βίνσεντ. - Το ξέρω, αύριο θα έρθει από εδώ και θα ήθελα να είσαι κι εσύ. - Είναι καλά; Ρώτησε ο Βίνσεντ. - Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του δείχνει ακμαιότατος. 51
Την επόμενη μέρα οι τρεις άνδρες βρέθηκαν έξω από το δωμάτιο του Βίκτορ, δέκα λεπτά νωρίτερα από την ήδη καθορισμένη ώρα. Ο πατέρας, γεμάτος απορία, ρώτησε το γιατρό: - Ποιος είναι αυτός ο κύριος; Δεν ήταν εδώ χθες. - Ονομάζομαι Βίνσεντ Βαν Γκογκ. - Μα αυτό είναι το όνομα του γιου μου. Κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλοί αν και σ αυτούς φάνηκαν σαν αιώνας. Ο γιατρός διέκοψε την ονειροπόληση πατέρα και γιου και τους επανέφερε στην ψυχρή πραγματικότητα λέγοντας: - Κύριε Ροχίερ, μπορείτε να περάσατε μέσα, εμείς θα συζητήσουμε εδώ για την τρέχουσα κατάσταση. Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο του Βίκτορ και τον είδε να περνάει ένα δεύτερο χέρι τα φεγγάρια - πρόσωπα στον τοίχο. - Ωραίο πινέλο, πού το βρήκες; - Γιατί ρωτάς; - Τίποτα, απλώς μου θυμίζει κάτι. - Μου το έστειλε ένα φεγγάρι από τον ουρανό. - Ξέρεις Είναι περίεργο, αλλά ένα τέτοιο πινέλο μου είχε δώσει κι εμένα ο πατέρας μου και το φύλαγα σα θησαυρό. Ο γιατρός χτυπάει την πόρτα και κάνει 3 νόημα στο Ροχίερ να βγει έξω. Πριν καλά καλά κλείσει η πόρτα, ο Ροχίερ λέει: Έχει το πινέλο μου. Έχει σκαλιστό ένα Β. Γ. από το Βαν Γκογκ. - Θυμάμαι που το είχε πάρει κρυφά την ώρα του παζαριού για να μην το πουλήσει η μάνα μας, είπε ο Βίνσεντ. - Βίνσεντ, μπες μέσα και ρώτησέ τον αυτό που αποφασίσαμε. Ο Βίκτορ βλέποντας τον αδερφό του να μπαίνει μέσα λέει: - Πολυκοσμία σήμερα. - Βίκτορ να σε ρωτήσω κάτι; Ξέρεις ποιος είναι αυτός ο κύριος; - Πού να ξέρω; - Είναι ο πατέρας μας, είπε αποφασιστικά ο Βίνσεντ. - Ο πατέρας μας είναι στον ουρανό μαζί με τη μητέρα μας. - Όχι, Βίκτορ μας είπαν ψέματα για να μη μας πληγώσουν. Είναι έξω και μιλάει με το γιατρό. Μετά από τόσα χρόνια ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλια του Βίκτορ. - Θέλω να τον ξαναδώ. - Έφυγε τώρα. Θα τον ξαναδείς αύριο. Ο Βίνσεντ αγκάλιασε τον αδελφό του. Για τρεις βδομάδες ο Βίκτορ συνεχώς είχε 52
πρόοδο, χαμογελούσε, ήταν φιλικός με τις νοσοκόμες και πάνω απ όλα ευτυχισμένος με τον μπαμπά και τον αδερφό του. - Πιστεύω ότι σε λίγους μήνες ο Βίκτορ θα πάρει εξιτήριο, έλεγε ο γιατρός. - Είμαι πολύ χαρούμενος αλλά θα χρειαστεί να λείψω για μερικές μέρες πρέπει να πάρω κάτι αποτελέσματα από εξετάσεις που είχα κάνει στην προηγούμενη κατοικία μου, απάντησε ο Ροχίερ. - Μην ανησυχείτε, είπε ο γιατρός, θα τον προσέχουμε εμείς. - Δεν ανησυχώ, ξέρω πως είναι σε καλά χέρια. Την επόμενη μέρα ο Βίκτορ αναζήτησε τον πατέρα του. - Σε λίγες μέρες θα είναι πίσω είπε η νοσοκόμα, πήγε να πάρει κάτι εξετάσεις. Την πέμπτη μέρα ο Βίκτορ άρχισε και πάλι να συμπεριφέρεται περίεργα. Πίστευε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει στ αλήθεια, αυτή τη φορά και ότι οι γιατροί του έλεγαν ψέματα. Το χτύπημα ήταν δυνατό. Πίστευε ότι τον είχε χάσει οριστικά. Το πρωί έσβηνε και όλο το βράδυ ζωγράφιζε τα δύο φεγγάρια αλλά τώρα με περισσότερο πάθος. Τώρα πια ήταν απαθής με τις νοσοκόμες και δεν τους έδινε σημασία. Ήταν όπως στην αρχή κι ακόμα χειρότερα. Η απουσία του πατέρα τα γκρέμισε όλα. Αγνοούσε τα πάντα. Σταμάτησε ακόμα και να ζωγραφίζει. Ήταν πια ικανοποιημένος από τις ζωγραφιές του. Στεκόταν διαρκώς δίπλα στο παράθυρο. Όλη τη νύχτα έμενε άυπνος κοιτάζοντας έξω και περιμένοντας την επόμενη πανσέληνο. Μια μέρα πριν την πανσέληνο ο γιατρός πήρε τον πατέρα του Βίκτορ τηλέφωνο. -Ποιος είναι; - Είμαι ο γιατρός του γιου σας. - Α, τι θα θέλατε; Συνέβη κάτι; - Θα ήθελα να σας ρωτήσω πότε θα γυρίσετε. - Σήμερα το απόγευμα βγαίνουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Αύριο το βράδυ θα είμαι εκεί. Άργησα τόσο πολύ επειδή χρειάστηκε να κάνω κάτι συμπληρωματικές εξετάσεις. - Ο Βίκτορ θέλει να σας δει. - Θα είμαι εκεί το συντομότερο δυνατό. Αντίο σας! - Αντίο σας, θα τα πούμε αύριο. 56
Η πανσέληνος ήρθε με συννεφιά. Ο Βίκτορ κοίταζε το φεγγάρι σαν να ήθελε να το φτάσει. Έβαλε το τραπέζι μπροστά από την πόρτα για να φρακάρει το πόμολο και μετά με όλο του το πάθος και με όση δύναμη του είχε απομείνει πήρε την καρέκλα κι έσπασε το παράθυρο. Ο Βίκτορ ήταν με το ένα πόδι στο δωμάτιο και με το άλλο να κρέμεται από το ανοιχτό παράθυρο. Οι νοσοκόμες άκουσαν το θόρυβο κι έτρεξαν να δουν τι έγινε. Όμως η πόρτα δεν άνοιγε. Την ώρα που ο Βίκτορ ήταν έτοιμος να πέσει, άκουσε την φωνή του πατέρα του. - Μπαμπά, μαμά, έρχομαι! Και κάπως έτσι ο Βίκτορ κολύμπησε στον ουρανό, μέχρι που έφτασε στο φεγγάρι και μετά... πνίγηκε. 4 - Στεκόμουν στην είσοδο και του μίλησα, αλλά δε με άκουσε. 5 57
ΤΟΒΙΒΛΙΟΜΕΛΙΓΑΛΟΓΙΑΚΥΚΛΟΦ ΟΡΗΣΕΣΕ1000ΑΝΤΙΤΥΠΑΤΟΝΙΟΥ ΝΙΟΤΟΥ2010ΑΠΟΤΑΕΚΠΑΙΔΕΥΤ ΗΡΙΑΔΙΟΝΥΣΙΟΣΣΟΛΩΜΟΣΤΗΝΤ ΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑΚΑΙΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΕΠΙΜΕΛΕΙΑΚ ΑΙΤΗΝΟΡΓΑΝΩΣΗΚΑΙΕΚΤΕΛΕΣΗΤ ΗΣΠΑΡΑΓΩΓΗΣΕΙΧΑΝΟΙΕΙΔΙΚΕΣΕ ΚΤΥΠΩΣΕΙΣΚΩΣΤΑΣΠΑΠΑΛΕΞΗΣ