Πίνωµεν, παίζωµεν ἴτω διὰ νυκτὸς ἀοιδή.

Σχετικά έγγραφα
Semónides de Amorgos. Yambo de las mujeres (Fr. 7)

Einleitung Iambographie Archilochos von Paros... 3 Semonides von Amorgos... 4

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Griechische und römische Rechtsgeschichte

MISOGINIA EN LA ANTIGÜEDAD GRIEGA. Semónides de Amorgos [Σιμωνίδης Ἀμοργῖνος] Es uno de los grandes poetas yámbicos griegos del siglo VI a.c.

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Griechische und roemische Rechtsgeschichte

1. Βρες το σωστό αντικείμενο και συμπλήρωσε το σε αιτιατική. 2. Μπορείς να το πεις κι αλλιώς. Χρησιμοποίησε τα ρήματα schmecken και gefallen

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΜΑΪΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 26 Πειράµατα µε τον χρόνο

Ρ Η Μ Α Τ Ι Κ Η Δ Ι Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η

Το σύστημα των αξιών της ελληνικής κοινωνίας μέσα στα σχολικά εγχειρίδια της Λογοτεχνίας του Δημοτικού Σχολείου

Griechische und römische Rechtsgeschichte

Konsonantische Deklination : ρ- und ν-stämme. ὁ μήν τοῦ μην-ός τῷ μην-ί τὸν μῆν-α (ὦ μήν) ὁ κρατήρ τοῦ κρατῆρ-ος τῷ κρατῆρ-ι τὸν κρατῆρ-α (ὦ κρατήρ)

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Niveau A1 & A2 PHASE 3 ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ, ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

Präpositionen ΠΡΟΣ (Ερώτηση με wohin?) nach προς (χώρα χωρίς άρθρο, πόλη, ήπειρο) προς (τοπικό επίρρημα)

DEUTSCHE SCHULE ATHEN ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

Aufgaben 1. Κλίνε τα ρήματα. gehen lernen arbeiten fragen (πθγαίνω) (μαθαίνω) (δουλζυω) (ρωτώ) ich du er/sie/es wir ihr sie, Sie

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 14 Στο παρελθόν για το µέλλον

Πρόσληψη του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος

Εμπορική αλληλογραφία Ηλεκτρονική Αλληλογραφία

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Το υποκείμενο. Όλα τα υποκείμενα: ρημάτων / απαρεμφάτων / μετοχών μεταφράζονται με Ονομαστική. 1. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο ρήματος

ἀξιόω! στερέω! ψεύδομαι! συγγιγνώσκω!

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΘΕΜΑ 2o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

1st and 2nd Person Personal Pronouns

1. Ταξινόμησε τα ρήματα στον παρακάτω πίνακα, ανάλογα με την αλλαγή του φωνήεντος στο θέμα τους. 2. Ξανάγραψε τις προτάσεις σε χρόνο Παρακείμενο

ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΑΣ HÖRVERSTEHEN. Mai 2012

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Wenn ihr nicht werdet wie die Kinder...

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

DEUTSCHE SCHULE ATHEN ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ

Auswandern Dokumente Dokumente - Allgemeines Griechisch Koreanisch Dokumente - Persönliche Informationen

Aufgabe 1 Dreierkette Legt mit den Bild- und Wortkarten eine Dreierkette. Τρεις στη σειρά. Σχηματίστε τριάδες με εικόνες και λέξεις που ταιριάζουν.

Auswandern Studieren Studieren - Universität Griechisch Θα ήθελα να εγγραφώ σε πανεπιστήμιο. Angeben, dass man sich einschreiben will Japanisch Θα ήθε

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

Griechische und römische Rechtsgeschichte

Solón. Fragmenta; ed. M.L. West, Iambi et elegi Graeci. fr. 1: αὐτὸς κῆρυξ ἦλθον ἀφ ἱμερτῆς Σαλαμῖνος, κόσμον ἐπέων ὠιδὴν ἀντ ἀγορῆς θέμενος.

Xenéfanés z Kolofónu

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 22 Έλα τώρα, κουνήσου

3 Lösungen zu Kapitel 3

ΟΔΟΘ ΔΘΖΗΣΘΟΣ Θ,28-32

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

PASSANT A: Ja, guten Tag. Ich suche den Alexanderplatz. Können Sie mir helfen?

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙI

I. Münzen der Livia unter Augustus. RPC 2359 (Pergamon/Mysien)

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον τῶν ἐχθρῶν κακά; Μονάδες 30

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Griechische und römische Rechtsgeschichte

Auswandern Wohnen. Wohnen - Mieten. Θα ήθελα να ενοικιάσω ένα. Äußern dass man etwas mieten möchte. δωμάτιο Art der Unterbringung

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΒΕΡΝΗΣ Bern

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Griechisches Staatszertifikat - Deutsch

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 15 Ταξίδι στον χρόνο

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 25 Απρόοπτες δυσκολίες

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΑΞΗ

Hauptseminar Mathematische Logik Pcf Theorie (S2A2) Das Galvin-Hajnal Theorem

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 23 Θα τα πούµε µετά

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Παῦσαι, πρὶν ὀργῆς εἰσορᾷς θεούς; Μονάδες 30

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ

Εμπορική αλληλογραφία Ηλεκτρονική Αλληλογραφία

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ (Β1, 1-4) Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς,

Mission Berlin. Deutsch lernen und unterrichten Arbeitsmaterialien. Mission Berlin 13 Βοήθεια εκ Θεού

2. Σε καθεμία από ηις παρακάηφ προηάζεις σπάρτει ένα οσζιαζηικό ζε αιηιαηική ή ζε δοηική. Υπογράμμιζε ηο και ζσμπλήρφζε ηο ζε ονομαζηική

Η παράσταση αυτή ήταν πολύ καλή και οργανωµένη, να συνεχίσουµε έτσι. Langer ( ιευθύντρια του Albrecht-Ernst Gymnasium)

καίτοι ἀληθές γε, Einer der berühmtesten altgiechischen Texte: der Beginn der Verteidigungsrede des Sokrates: was auch immer ihr, o athensiche Männer,

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

FLASHBACK: Das Etui ist in Sicherheit. Niemand weiß, wo es ist. (teuflisches Lachen) Außer mir!

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

Weihnachtsbrief aus Kindergarten und Vorschule Χριστουγεννιάτικο γράμμα από το προνηπιακό/νηπιακό τμήμα

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΤΟΥ MAGNET neu A2

ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ GRIECHISCH-DEUTSCHE MONATSZEITUNG DEUTSCHLAND UND EUROPA

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Transcript:

0 GRIECHISCHE LYRIK Πίνωµεν, παίζωµεν ἴτω διὰ νυκτὸς ἀοιδή. Griechisch-Olympiade 00/00 neu herausgegeben und kommentiert von Viktor Streicher und Martin Schöffberger Wien, 00

INHALT Einleitung... Iambographie Archilochos von Paros... Semonides von Amorgos... Elegie Kallinos von Ephesos... Mimnermos von Kolophon... Tyrtaios von Sparta... Solon von Athen... Theognis von Megara... Xenophanes von Kolophon... Lyrik Alkaios von Lesbos... Sappho von Lesbos... Ibykos von Rhegion... Bakchylides von Keos... Pindar.... Olympie... 0. Pythie... Epigramme Kallimachos von Kyrene... Aus der Anthologia Graeca... neu herausgegeben und kommentiert von: Viktor Streicher und Martin Schöffberger Wien, 00

Einleitung Iambographie entwickelte sich bald nach dem Epos als Medium spontaner Meinungsäußerung in der frühen Polis. Sie ist gekennzeichnet durch einen leicht boshaften Grundton und erstreckt sich von politischen Stellungnahmen über private Auseinandersetzungen bis zur kritischen Aufarbeitung allgemeiner Themen. Autoren: Archilochos, Semonides (gattungsbedingt auch Solon) Metrum: verschiedene iambische Maße; Dialekt: ionisch Die Elegie (.-.Jhdt.v.Chr.; urspr. von ἔλεγος Klagelied) war für den Vortrag zur Flöte konzipiert und zeichnet sich durch das markante Hervorteten der Erzählerperspektive aus. Behandelt werden mit oft melancholischem Unterton Themen der menschlichen Existenz, von Krieg und Politik ausgehend bis zum Allgemeinen und zu Fragen von Leben und Tod, Alter, Freundschaft, Liebe. Die Empfindung des dichterischen Subjekts erhebt sich zum Sprachrohr der menschlichen Gesellschaft. Autoren: Tyrtaios, Solon, Theognis, Mimnermos Metrum: ; Dialekt: ionisch Lyrik (.-.Jhdt.v.Chr.) wurde zur Leier vorgetragen und wurzelt in der fast ausschließlich subjektiven Weltsicht des Dichters. Thema ist das Detail der umgebenden Welt nach der persönlichen Auffassung des Autors, der sich als absolutes Subjekt mit Gesellschaft, Natur und Gefühlswelt auseinandersetzt. Das erzählerische Ich öffnet sich vor dem Rezipienten. Später entwickelt sich die Chorlyrik als kommerzieller Dichtungszweig, der zum Preis von Siegern bei Wettkämpfen die persönliche Sicht des Dichters mit den Themen der alten Mythologie in freier Umgestaltung verbindet, woraus die Maxime für den aktuellen Anlass abgeleitet wird. Autoren: Alkaios, Sappho; Ibykos, Bakchylides, Pindar Metrum: schwierig; freie Kombination lyrischer (äolischer) Grundmaße in der einzelnen Verszeile (häufig: Iambus/Trochäus; Creticus, Baccheus, Dochmier, Choriambus; kombiniert: Glykoneus, Pherekrateus), fallweise exakte Entsprechung zwischen Strophen; bei Alkaios und Sappho feste Strophenformen; Dialekt: äolisch, Chorlyrik überwiegend dorisch Das Epigramm (seit dem.jhdt.v.chr.) war ursprünglich reine Gebrauchsgattung in Form von Aufschriften, die Besitzer oder Zweck kennzeichneten. Daraus entstand bald das Grabepigramm von quasi-literarischer Ausformung, dem einzelne Kurz-Gedichte im Werk vieler Dichter folgten. Die reine Gattung entstand erst im Hellenismus (z.b. Kallimachos), wobei sich der Aufbau mit Themenstellung, Konflikt und Pointe institutionalisiert hat, der Inhalt ist frei gewählt. Einzelne Epigramme (auch früherer Autoren) wurden im.jhdt.n.chr. in der Anthologia Palatina (AP; Konstantinos Kephalas) sowie im.jdt. in der Anthologia Planudea (Maximos Planudes) zusammengetragen (die Zuweisung an bestimmte Autoren ist oft unsicher). Metrum: überwiegend Lese-Empfehlung: Betonung der langen Silben (auch in Folge)

IAMBOGRAPHIE ARCHILOCHOS von Paros ca. 0-0 v.chr.; im Kriegsdienst in der Kolonie auf Thasos; hinterfragt Heldentum im Krieg. Bestimmung (fr West) Εἰµὶ δ ἐγὼ θεράπων µὲν Ενυαλίοιο ἄνακτος καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάµενος. Kriegerschicksal (fr West) Ἐν δορὶ µέν µοι µᾶζα µεµαγµένη, ἐν δορὶ δ οἶνος Ισµαρικός πίνω δ ἐν δορὶ κεκλιµένος. Härte des Nahkampfs (fr West) Οὔτοι πόλλ ἐπὶ τόξα τανύσσεται, οὐδὲ θαµειαὶ σφενδόναι, εὖτ ἂν δὴ µῶλον Αρης συνάγῃ ἐν πεδίῳ ξιφέων δὲ πολύστονον ἔσσεται ἔργον ταύτης γὰρ κεῖνοι δάµονές εἰσι µάχης δεσπόται Εὐβοίης δουρικλυτοί. [...] Kein Held was soll s (fr West) Ἀσπίδι µὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάµνωι, ἔντος ἀµώµητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων αὐτὸν δ ἐξεσάωσα. Τί µοι µέλει ἀσπὶς ἐκείνη; Ἐρρέτω ἐξαῦτις 0 κτήσοµαι οὐ κακίω. Sonnenfinsternis (v.chr.) (fr West) Χρηµάτων ἄελπτον οὐδέν ἐστιν οὐδ ἀπώµοτον οὐδὲ θαυµάσιον, ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ολυµπίων ἐκ µεσαµβρίης ἔθηκε νύκτ, ἀποκρύψας φάος ἡλίου λάµποντος, λυγρὸν δ ἦλθ ἐπ ἀνθρώπους δέος. ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίνεται ἀνδράσιν µηδεὶς ἔθ ὑµέων εἰσορέων θαυµαζέτω µηδ ἐὰν δελφῖσι θῆρες ἀνταµείψωνται νοµὸν ἐνάλιον, καί σφιν θαλάσσης ἠχέεντα 0 κύµατα φίλτερ ἠπείρου γένηται, τοῖσι δ ὑλέειν ὄρος. Ἐνυάλιος, -ου (Bei-)Name des Ares δόρυ, -ατος od. δορός n. h.schiffsplanke Adv. ἐπιτανύσσω spannen (Tmesis) θαµειός zahlreich σφενδονή, -ῆς Schleuder µῶλος, -ου Kampf πολύστονος jammervoll δάµων = δαήµων verständig δουρίκλυτος im Speerkampf berühmt Σάιος, -ου Saier (feindl. thrakischer Stamm) ἀγάλλοµαι DM prahlen θάµνος, -ου Busch ἔντος, -ους Rüstung ἀµώµητος tadellos = κατέλιπον erg. µε ἐκσαόω retten ἔρρω dahingehen 0 ἐξαῦτις (Adv.) wieder trochäischer Tetrameter ἄελπτος unerhofft ἀπώµοτος abzuschwören(des) µεσαµβρίη, -ης = µεσεµβρία Mittag δέος, -ους Furcht = καί + ἐπίελπτος erhoffbar = ὑµῶν, εἰσορῶν ἀνταµείβοµαι DM austauschen νοµός, -οῦ Weide(grund) ἐνάλιος Meeres- 0 ἠχή/έεις, -εσσα, -εν tosend ἤπειρος, -ου f. Festland ὑλή/έεις, -εσσα, -ε(ι)ν bewaldet

Nur Mut! (fr West) trochäischer Tetrameter Θυµέ, θύµ, ἀµηχάνοισι κήδεσιν κυκώµενε, ἀνὰ δ ἔχευ µένων δ ἀλέξεο προσβαλὼν ἐναντίον στέρνον ἐνδοκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς ἀσφαλέως καὶ µήτε νικέων ἀµφάδην ἀγάλλεο, 0 µηδὲ νικηθεὶς ἐν οἴκῳ καταπεσὼν ὀδύρεο, ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα µὴ λίην, γίνωσκε δ οἷος ῥυσµὸς ἀνθρώπους ἔχει. ἀµήχανος ausweglos κῆδος, -ους Leid κυκάω aufrühren ἀνέχοµαι M: aushalten (Tmesis) ἀλέξω abwehren στέρνον, -ου Brust ἔνδοκος, -ου Hinterhalt = νικάων ἀµφάδην (Adv.) öffentlich 0 ἀγάλλοµαι DM prahlen ὀδύροµαι DM jammern χαρτός erfreulich ἀσχαλάω sich ärgern λίην (Adv.) zu sehr ῥυσµός, -οῦ Regel Verfluchung (fr a West) Hemiepes / iambischer.trimeter 0 Κύµατι πλαζόµενος [...] κἀν Σαλµυδησσῷ γυµνὸν εὐπρονέστατα Θρήϊκες ἀκρόκοµοι λάβοιεν ἔνθα πόλλ ἀναπλήσει κακὰ δούλιον ἄρτον ἔδων- ῥίγει πεπηγότ αὐτόν, ἐκ δὲ τοῦ ῥόθου 0 φύκια πόλλ ἐπιχέοι, κροτέοι δ ὀδόντας ὡς κύων ἐπὶ στόµα κείµενος ἀκρασίῃ ἀκρὸν παρὰ ῥηγµῖνα κυµάτων ὁµοῦ. Ταῦτ ἐθέλοιµ ἂν ἰδεῖν, ὃς µ ἠδίκησε, λὰξ δ ἐφ ὁρκίοις ἔβη τὸ πρὶν ἑταῖρος ἐών. πλάζω umhertreiben = καὶ ἐν Σαλµυδησσός, -οῦ S. (thrak. Stadt) εὐπρονής kopfüber ἀκρόκοµος am Kopf behaart δούλιος / Sklaven- ἄρτος, -ου Brot ῥῖγος, -ους Kälte Part.Perf.intr.v. πήγνυµι erstarren (lassen) 0 ῥόθος, -ου Strömung φύκιον, -ου Seetang κροτέω zusammenschlagen, klappern ἀκρασίη, -ης Kraftlosigkeit ῥηγµίν, -ῖνος Brandung λάξ (Adv.) mit dem Fuß ὅρκιον, -ου Schwur SEMONIDES von Amorgos ca. 00-0 v.chr.; seine pessimistische Weltsicht spiegelt sich in etlichen Gedichten über die Nichtigkeit des Daseins. Berühmt ist seine sarkastische Invektive (Spottgedicht) auf die Frauen ( Weiberiambos ). Vanitas vanitatum (fr West) iambischer Trimeter 0 Ω παῖ, τέλος µὲν Ζεὺς ἔχει βαρύκτυπος πάντων ὅσ ἔστι, καὶ τίθησ, ὅκῃ θέλει νοῦς δ οὐκ ἐπ ἀνθρώποισιν ἀλλ ἐπήµεροι, ᾗ δὴ βοτὰ ζώουσιν, οὐδὲν εἰδότες, ὅκως ἕκαστον ἐκτελευτήσει θεός. Ἐλπὶς δὲ πάντας κἀπιπειθείη τρέφει ἄπρηκτον ὁρµαίνοντας οἱ µὲν ἡµέρην µένουσιν ἐλθεῖν, οἱ δ ἐτέων περιτροπάς νέωτα δ οὐδεὶς, ὅστις οὐ δοκεῖ βροτῶν πλούτῳ τε κἀγαθοῖσιν ἵξεσθαι φίλος. Φθάνει δὲ τὸν µὲν γῆρας ἄζηλον 0 λαβόν, βαρύκτυπος laut donnernd ὅκῃ = ὅπῃ wo(hin) auch immer ἐφήµερος für den Tag ᾗ wie ὅκως = ὥς ἡ ἐπιπειθείη Zuversicht, Vertrauen ἡ περιτροπή Umschwung, Wechsel νέωτα (Adv.) im nächsten /neuen Jahr Syntax: οὐδεὶς <ἐστίν>, ὅστις... 0 ἄζηλος unbeneidet, beschwerlich

0 πρὶν τέρµ ἵκηται τοὺς δὲ δύστηνοι νόσοι φθείρουσι θνητῶν τοὺς δ Αρει δεδµηµένους πέµπει µελαίνης Αίδης ὑπὸ χθονός. Οἳ δ ἐν θαλάσσῃ λαίλαπι κλονεύµενοι καὶ κύµασιν πολλοῖσι πορφυρῆς ἁλὸς θνῄσκουσιν, εὖτ ἂν µὴ δυνήσωνται ζόειν, οἳ δ ἀγχόµην ἅψαντο δυστήνῳ µόρῳ καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος. Οὕτω κακῶν ἄπ οὐδέν ἀλλὰ µυρίαι βροτοῖσι κῆρες κἀνεπίφραστοι δύαι καὶ πήµατ ἐστίν εἰ δ ἐµοὶ πιθοίατο, οὐκ ἂν κακῶν ἐρῷµεν 0 οὐδ ἐπ ἄλγεσιν κακοῖσ ἔχοντες θυµὸν αἰκιζοίµεθα. τὸ τέρµα Ziel, Erfüllung (der Wünsche) Part. Perf.P. v. δέµω (er)bauen; Αρει δεδµηµένους die im Kriegsdienst stehen ἡ λαῖλαψ Wirbelwind, Orkan κλονέω durcheinanderwirbel, ängstigen ἡ ἀγχόµη Schlinge αὐτάγρετος freiwillig ἄπο = ἄπεστι ἀνεπίφραστος unvermutet ἡ δύη Elend, Unglück 0 = ἐράοιµεν (hier:) sich kümmern αἰκίζω quälen Vergänglichkeit (fr West) 0... ( Vers fehlt) Ἓν δὲ τὸ κάλλιστον Χῖος ἔειπεν ἀνήρ Οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν. Παῦροι µὴν θνητῶν οὔασι δεξάµενοι στέρνοισ ἐγκατέθεντο πάρεστι γὰρ ἐλπὶς ἑκάστῳ ἀνδρῶν, ἥ τε νέων στήθεσιν ἐµφύεται. Θνητῶν δ ὄφρα τις ἄνθος ἔχῃ πολυήρατον ἥβης, κοῦφον ἔχων θυµὸν πόλλ ἀτέλεστα νοεῖ οὔτε γὰρ ἐλπίδ ἔχει γηρασέµεν οὔτε θανεῖσθαι οὐδ, ὑγιὴς ὅταν ᾖ, φροντίδ ἔχει καµάτου. Νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐ δὲ ἴσασιν, ὡς χρόνος ἔσθ ἥβης καὶ βιότου 0 ὀλίγος θνητοῖσ. Ἀλλὰ σὺ ταῦτα µαθὼν βιότου ποτὶ τέρµα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόµενος. Χῖος ἀνήρ der Mann aus Chios; gemeint ist Homer, vgl. Il.,ff ἡ γενεή Stamm, Geschlecht τὸ οὖας = οὖς τὸ στέρνον Brust πολυήρατος sehr geliebt κοῦφος leicht ἀτέλεστος gwirkungslos, vergeblich γηρασέµεν = γηράσειν ὁ κάµατος (Adv.) Erschöpfung, Entkräftung 0 ὁ βίοτος = βίος ποτί = πρός Imper. v. τλῆναι (hier +Part.) wagen Tod und Leben (fr West) Τοῦ µὲν θανόντος οὐκ ἂν ἐνθυµοίµεθα, εἴ τι φρονοῖµεν, πλεῖον ἡµέρης µιῆς. (fr West) Πολλὸς γὰρ ἡµῖν ἐστι τεθνάναι χρόνος ζῶµεν δ ἀριθµῷ παῦρα παγκάκως ἔτεα. Der Mensch (fr West) Πάµπαν δ ἄµωµος οὔ τις οὐδ ἀκήριος. iambischer Trimeter 0 ὁ βίοτος = βίος ποτί = πρός Imper. v. τλῆναι (hier +Part.) wagen iambischer Trimeter 0 ὁ βίοτος = βίος ποτί = πρός Imper. v. τλῆναι (hier +Part.) wagen iambischer Trimeter ἄµωµος untadelig ἀκήριος unschädlich, unversehrt

Weiberiambos (fr West) Χωρὶς γυναικὸς θεὸς ἐποίησεν νόον τὰ πρῶτα. Τὴν µὲν ἐξ ὑὸς τανύτριχος, τῇ πάντ ἀν οἶκον βορβόρῳ πεφυρµένα ἄκοσµα κεῖται καὶ κυλίνδεται χαµαί αὐτὴ δ ἄλουτος ἀπλύτοισ ἐν εἵµασιν ἐν κοπρίῃσιν ἡµένη πιαίνεται. 0 iambischer Trimeter 0 0 0 Τὴν δ ἐξ ἀλιτρῆς θεὸς ἔθηκ ἀλώπεκος γυναῖκα πάντων ἴδριν, οὐδέ µιν κακῶν λέληθεν οὐδὲν οὐδὲ τῶν ἀµεινόνων τὸ µὲν γὰρ αὐτῶν εἶπε πολλάκις κακόν, τὸ δ ἐσθλόν ὀργὴν δ ἄλλοτ ἀλλοίην ἔχει. Τὴν δ ἐκ κυνός, λιτοργόν, αὐτοµήτορα, ἣ πάντ ἀκοῦσαι, πάντα δ εἰδέναι θέλει, πάντῃ δὲ παπταίνουσα καὶ πλανωµένη 0 λέληκεν, ἢν καὶ µηδέν ἀνθρώπων ὁρᾷ. Παύσειε δ ἄν µιν οὔτ ἀπειλήσας ἀνήρ, οὐδ εἰ χολωθεὶς ἐξαράξειεν λίθῳ ὀδόντας, οὐδ ἂν µειλίχως µυθεύµενος, οὐδ εἰ παρὰ ξείνοισιν ἡµένη τύχῃ ἀλλ ἐµπέδως ἄπρηκτον αὐονὴν ἔχει. Τὴν δὲ πλάσαντες γηίνην Ὀλύµπιοι ἔδωκαν ἀνδρὶ πηρόν οὔτε γὰρ κακόν οὔτ ἐσθλὸν οὐδὲν οἶδε τοιαύτη γυνή ἔργον δὲ µοῦνον ἐσθίειν ἐπίσταται. Κοὐδ, ἢν κακὸν χειµῶνα ποιήσῃ θεός, ῥιγῶσα δίφρον ἆσσον 0 ἕλκεται πυρός. Τὴν δ ἐκ θαλάσσης, ἣ δύ ἐν φρεσὶν νοεῖ τὴν µὲν γελᾷ τε καὶ γέγηθεν ἡµέρην ἐπαινέσει µιν ξεῖνος ἐν δόµοισ ἰδών Οὐκ ἔστιν ἄλλη τῆσδε λωίων γυνή ἐν πᾶσιν ἀνθρώποισιν οὐδὲ καλλίων. Τὴν δ οὐκ ἀνεκτὸς οὐδ ἐν ὀφθαλµοῖσ ἰδεῖν οὔτ ἆσσον ἐλθεῖν, ἀλλὰ µαίνεται τότε ἄπλητον ὥσπερ ἀµφὶ τέκνοισιν κύων, ἀµείλιχος δὲ πᾶσι κἀποθυµίη ἐχθροῖσιν ἴσα καὶ φίλοισι γίγνεται ὥσπερ θάλασσα πολλάκις µὲν ἀτρεµής ἕστηκ ἀπήµων 0 χάρµα ναύτῃσιν µέγα χωρίς (Adv.) verschiedenartig ὗς, ὑός = σῦς τανύθριξ borstig τῇ = ᾗ Rel. Pron. ὁ βόρβορος Schmutz φύρω besudeln κυλίνδοµαι sich wälzen, herumliegen τὸ εἷµα Gewand ἡ κοπρίη Schmutz 0 πιαίνοµαι sich erfreuen; sich mästen ἀλιτρός gerissen, bösartig ἴδρις,-ιος klug, wissend scil. ἀµεινόνων scil. τὸ κακόν scil. ἐποίησεν λιτοργός Übles tuend αὐτοµήτωρ ganz wie die Mutter πάντῃ (Adv.) überall hin παπταίνω spähen 0 πλανάοµαι herumstreunen Perf..P.Sg. v. λάσκω bellen ἐξαράσσω ausschlagen µείλιχος schmeichelnd ἐµπέδως (Adv.) beharrlich, ständig ἡ αὐονή Geschrei γήινος aus Erde πηρός blöd, stupid ῥιγόω frieren ὁ δίφρος (hier:) Stockerl 0 ἆσσον +Gen. näher an Perf. v. γηθέω sich freuen ἐπαινέω loben scil. ἡµέρην scil. ἐστιν ἄπλητος unnahbar, furchtbar ἀµείλιχος unversöhnlich ἀποθύµιος widerwärtig ἶσα (Adv.) in gleicher Weise ἀτρεµής nicht zitternd, ruhig 0 ἀπήµων nicht schadend, gefahrlos

0 θέρεος ἐν ὥρῃ, πολλάκις δὲ µαίνεται βαρυκτύποισι κύµασιν φορευµένη ταύτῃ µάλιστ ἔοικε τοιαύτη γυνή. ὀργήν φυὴν δὲ πόντος ἀλλοίην ἔχει. 0 0 0 Τὴν δ ἐκ σποδείης καὶ παλιντριβέος ὄνου, ἣ σύν τ ἀνάγκῃ σύν τ ἐνιπῇσιν µόγις ἔστερξεν ὦν ἅπαντα κἀπονήσατο ἀρεστά. Τόφρα δ ἐσθίει µὲν ἐν µυχῷ προνὺξ, προῆµαρ, ἐσθίει δ ἐπ ἐσχάρῃ. ὁµῶς 0 δὲ καὶ πρὸς ἔργον ἀφροδίσιον ἐλθόνθ ἑταῖρον ὁντινῶν ἐδέξατο. Τὴν δ ἐκ γαλῆς δύστηνον οἰζυρὸν γένος κείνῃ γὰρ οὔ τι καλὸν οὐδ ἐπίµερον πρόσεστιν οὐδὲ τερπνὸν οὐδ ἐράσµιον. Εὐνῆς δ ἀδηνής ἐστιν ἀφροδισίης, τὸν δ ἄνδρα τὸν παρεόντα ναυσίῃ διδοῖ. Κλέπτουσα δ ἔρδει πολλὰ γείτονας κακά, ἄθυστα δ ἱρὰ πολλάκις κατεσθίει. Τὴν δ ἵππος ἁβρὴ χαιτέεσσ ἐγείνατο, ἣ δούλι ἔργα καὶ δύην περιτρέπει, 0 κοὔτ ἂν µύλης ψαύσειεν οὔτε κόσκινον ἄρειεν οὔτε κόπρον ἐξ οἴκου βάλοι, οὔτε πρὸς ἰπνὸν ἀσβόλην ἀλευµένη ἵζοιτ ἀνάγκῃ δ ἄνδρα ποιεῖται φίλον. Λοῦται δὲ πάσης ἡµέρης ἄπο ῥύπον δίς, ἄλλοτε τρίς καὶ µύροισ ἀλείφεται αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισµένην 0 φορεῖ βαθεῖαν, ἀνθέµοισιν ἐσκιασµένην. Καλὸν µὲν ὦν θέηµα τοιαύτη γυνή ἄλλοισι, τῷ δ ἔχοντι γίνεται κακόν, ἢν µή τις ἤ τύραννος ἤ σκηπτοῦχος ᾖ, ὅστις τοιούτοις θυµὸν ἀγλαΐζεται. Τὴν δ ἐκ πιθήκου τοῦτο δὴ διακριδὸν Ζεὺς ἀνδράσιν µέγιστον ὤπασεν κακόν. Αἴσχιστα µὲν πρόσωπα τοιαύτη γυνή εἶσιν δι ἄστεος πᾶσιν ἀνθρώποις γέλως ἐπ αὐχένα βραχεῖα κινεῖται µόγις, ἄπυγος, αὐτόκωλος. 0 Ἆ τάλας ἀνὴρ, ὅστις κακὸν τοιοῦτον ἀγκαλίζεται. ήνεα δὲ πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται βαρύκτυπος laut donnernd παλιντριβής störrisch ἡ ἐνιπή Drohung στέργω (hier:) zufrieden sein ἀρεστά (Adv.) zur Zufriedenheit τόφρα unterdessen ὁ µυχός Winkel πρυνύξ (Adv.) bei Nacht ἡ ἐσχάρη Herd 0 ὁµῶς ebenso, scil. fressend ἡ γαλῆ Wiesel, Marder; Katze οἰζυρός jammervoll, elend ἐπίµερος Sehnsucht weckend ἀδηνής (+Gen.) rasend, gierig nach ἡ ναυσίη Ekel, Widerwille ἔρδω tun, antun ἁβρός fein, elegant χαιτήεις langmähnig ἡ δύη Beschwernis, Plage 0 περιτρέπω meiden, aus dem Weg gehen ψαύω anrühren τὸ κόσκινον Sieb ὁ ἱπνός Backofen ἡ ἀσβόλη Russ ἀλέοµαι ausweichen, meiden ἄπο Tmesis zu λοῦται ὁ ῥύπος Schmutz τὸ µύρον Salbe, Öl ἀλείφοµαι sich eincremen 0 κτενίζω kämmen βαρύς lang herabwallend σκιάζω beschatten, bedecken ἀγλαΐζοµαι sich erfreuen ὁ πίθηκος Affe διακριδόν (Adv.) entschieden, weitaus ὀπάζω bescheren εἶσιν Präs..P.Sg. v. ἰέναι ὁ αὐχήν Nacken ἄπυγος hinternlos, ohne Po 0 αὐτόκωλος mit dürren Gliedern, knochendürr τάλας, -αινα,-αν elend, unglücklich, arm ἀγκαλίζοµαι umarmen τὰ δήνεα (böse) Gedanken, Absichten

0 ὥσπερ πίθηκος οὐδέ οἱ γέλως µέλει, οὐδ ἄν τιν εὖ ἔρξειεν, ἀλλὰ τοῦθ ὁρᾷ καὶ τοῦτο πᾶσαν ἡµέρην βουλεύεται, ὅκως τιν ὡς µέγιστον ἔρξειεν κακόν. 0 00 0 0 Τὴν δ ἐκ µελίσσης τήν τις εὐτυχεῖ λαβών κείνῃ γὰρ οἴῃ µῶµος οὐ προσιζάνει, θάλλει δ ὑπ αὐτῆς κἀπαέξεται βίος. Φίλη δὲ σὺν φιλεῦντι γηράσκει πόσι τεκοῦσα καλὸν κοὐνοµάκλυτον 0 γένος. Κἀριπρεπὴς µὲν ἐν γυναιξὶ γίνεται πάσῃσι, θείη δ ἀµφιδέδροµεν χάρις. Οὐ δ ἐν γυναιξὶν ἥδεται καθηµένη, ὅκου λέγουσιν ἀφροδισίους λόγους. Τοίας γυναῖκας ἀνδράσιν χαρίζεται Ζεὺς τὰς ἀρίστας καὶ πολυφραδεστάτας. Τὰ δ ἄλλα φῦλα ταῦτα µηχανῇ ιός ἔστιν τε πάντα καὶ παρ ἀνδράσιν µένει. Ζεὺς γὰρ µέγιστον τοῦτ ἐποίησεν κακόν, γυναῖκας. Ἤν τι καὶ δοκέωσιν ὠφελεῖν, ἔχοντί τῳ µάλιστα γίγνεται κακόν οὐ γὰρ κοτ 00 εὔφρων 0 ἡµέρην διέρχεται ἅπασαν, ὅστις σὺν γυναικὶ πέλεται, 0 οὐδ αἶψα 0 λιµὸν 0 οἰκίης ἀπώσεται, ἐχθρὸν συνοικητῆρα 0 δυσµενέα 0 θεόν. Ἀνὴρ δ, ὅταν µάλιστα θυµηδεῖν 0 δοκῇ κατ οἶκον, ἢ θεοῦ µοῖραν 0 ἢ ἀνθρώπου χάριν, 0 εὑροῦσα µῶνον ἐς µάχην κορύσσεται. 0 Ὅκου γυνὴ γάρ ἐστιν, οὐδ ἐς οἰκίην ξεῖνον µολόντα προφρόνως δεχοίατο. Ἥτις δέ µοι µάλιστα σωφρονεῖν δοκεῖ, αὕτη µέγιστα τυγχάνει λωβωµένη κεχηνότος γὰρ ἀνδρὸς οἱ δὲ γείτονες χαίρουσ ὁρῶντες καὶ τόν, ὡς ἁµαρτάνει. Τὴν ἣν δ ἕκαστος αἰνέσει µεµνηµένος γυναῖκα, τὴν δὲ τοὐτέρου µωµήσεται ἴσην δ ἔχοντες µοῖραν οὐ γιγνώσκοµεν. Ζεὺς γὰρ µέγιστον τοῦτ ἐποίησεν κακόν καὶ δεσµὸν ἀµφέθηκεν ἄρρηκτον πέδης, ἐξ οὗ τε τοὺς 0 µὲν Ἀίδης ἐδέξατο γυναικὸς εἵνεκ ἀµφιδηριωµένους. Opt. Aor. v. ἔρδω (an)tun, machen ὅκως = ὥς ὁ µῶµος Tadel προσιζάνω anhaften, sitzen bleiben auf θάλλω blühen ἐπαέξω fördern 0 οὐνοµάκλυτος angesehen ἀριτρεπής ausgezeichnet πάσῃσι = πάσαις δέδροµα = δεδράµηκα ὅκου = ὅπου χάριζοµαι schenken πολυφραδής sehr verständig τὸ φῦλον Art, Gattung ἡ µηχανή (hier:) böser Plan, List ἤν = ἐάν 00 κοτε = ποτε 0 εὔφρων wohlgemut, fröhlich 0 πέλοµαι sich befinden, sein 0 αἶψα schnell, sofort 0 ὁ λιµός Hunger 0 ὁ συνοικητήρ Mitbewohner 0 δυσµενής übel gesinnt 0 θυµηδέω sich von Herzen freuen 0 adv. Akk.: durch das Geschick 0 Gen + χάριν wegen 0 κορύσσοµαι sich rüsten µολόντα Aor.-Stamm von βλώσκω kommen πρόφρων gewogen, geneigt λωβάοµαι schaden Part.Perf. v. χαίνω mit offenem Mund (= hilflos) dastehen ἥν < ὅς Possessivpron. sein, ihr µωµάοµαι tadeln, schimpfen über γιγνώσκω + Part. sich bewusst werden ἡ πέδη Fußfessel ἐξ οὗ seit(dem), als 0 gemeint sind die Troja-Kämpfer,vgl. Ilias, ἀµφιδηριάοµαι streiten um etwas

ELEGIE KALLINOS von Ephesos Lebt in der.hälfte des.jhdts.; verfasst Kampflieder, gehört mit Archilochos zu den ersten Dichtern nicht-hexametrischer Verse. Kampflied (fr G.P.) 0 0 Μέχρις τεῦ κατάκεισθε; κότ ἄλκιµον ἕξετε θυµόν, ὦ νέοι; οὐδ αἰδεῖσθ ἀµφιπερικτίονας ὧδε λίην µεθιέντες; ἐν εἰρήνῃ δὲ δοκεῖτε ἧσθαι, ἀτὰρ πόλεµος γαῖαν ἅπασαν ἔχει; *** καὶ τις ἀποθνῄσκων ὕστατ ἀκοντισάτω. Τιµῆέν τε γάρ ἐστί καὶ ἀγλαὸν ἀνδρὶ µάχεσθαι γῆς πέρι καὶ παίδων κουριδίης τ ἀλόχου δυσµενέσιν θάνατος δὲ τότ ἔσσεται, ὁκκότε κεν δή Μοῖραι ἐπικλώσωσ ἀλλά τις ἰθὺς ἴτω ἔγχος ἀνασχόµενος καὶ ὑπ ἀσπίδος ἄλκιµον ἦτορ ἔλσας, τὸ πρῶτον µειγνυµένου πολέµου. οὐ γάρ κως 0 θάνατόν γε φυγεῖν εἱµαρµένον ἐστίν ἄνδρ, οὐδ εἰ προγόνων ᾖ γένος ἀθανάτων. Πολλάκι δηϊοτῆτα φυγὼν καὶ δοῦπον ἀκόντων ἔρχεται, ἐν δ οἴκῳ µοῖρα κίχεν θανάτου. Ἀλλ ὁ µὲν οὐκ ἔµπης δήµῳ φίλος οὐδὲ ποθεινός, τὸν δ ὀλίγος στενάχει καὶ µέγας, ἤν τι πάθῃ λαῷ γὰρ σύµπαντι πόθος κρατερόφρονος ἀνδρός θνῄσκοντος, ζώων δ ἄξιος ἡµιθέων ὥσπερ γάρ µιν πύργον ἐν ὀφθαλµοῖσιν ὁρῶσιν ἔρδει γὰρ πολλῶν ἄξια µοῦνος ἐών. τεῦ = τίνος µέχρις τεῦ wie lange noch κότ = πότε ἀµφιπερικτίονες Umwohner, Grenznachbarn µεθίηµι (intr.) zögern, nachlassen ὕστατα (adv): bis zuletzt ὁκκότε = ὁπότε Μοῖραι Moiren (Schicksalsgöttinnen) ἐπικλώθω (den Schicksalsfaden) zuspinnen ἔλσας Aor. v. εἴλω zusammendrängen 0 κως = πως τὸ γένος (hier:) Sproß, Nachkomme ἡ δηϊοτής Schlachtgetümmel, Kampf ὁ ἄκων, -οντος Speer κίχεν Aor. zu κιχάνω erlangen, einholen ἔµπης (adv.) durchaus, ganz ὀλίγος καὶ µέγας jung & alt / groß & klein πάθῃ ἀποθάνῃ ὁ πόθος Sehnsucht, Liebe ΜΙΜΝΕRΜOS von Kolophon Lebt um die Mitte des.jhdts.; schreibt Epos, Iamben und gilt als Archeget der Elegie. Leben ist Liebe, Altern ist schlimm (fr G.P.) Τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Αφροδίτης; Τεθναίην, ὅτε µοι µηκέτι ταῦτα µέλοι, κρυπταδίη φιλότης καὶ µείλιχα δῶρα καὶ εὐνή, οἷ ἥβης ἄνθεα γίνεται ἁρπαλέα ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξίν ἐπεὶ δ ὀδυνηρὸν ἐπέλθῃ τερπνός erfreulich ἄτερ +Gen. ohne κρυπτάδιος heimlich µείλιχος (honig-)süß εὐνή, -ῆς Bett ἁρπαλέος vergänglich ὀδυνηρός schmerzhaft

0 0 γῆρας, ὅ τ αἰσχρὸν ὁµῶς καὶ κακὸν ἄνδρα τιθεῖ, αἰεί µιν φρένας ἀµφὶ κακαὶ τείρουσι µέριµναι, 0 οὐδ αὐγὰς προσορῶν τέρπεται ἠελίου, ἀλλ ἐχθρὸς µὲν παισίν, ἀτίµαστος δὲ γυναιξίν οὕτως ἀργαλέον γῆρας ἔθηκε θεός. τιθεῖ = τίθησι(ν) τείρω plagen, ermüden 0 µέριµνα, -ης Sorge αὐγή, -ῆς Strahl ἀργαλέος schlimm, schrecklich Schlimmes Alter (fr G.P.) Τὸ πρὶν ἐὼν κάλλιστος, ἐπὴν παραµείψεται ὥρη, οὐδὲ πατὴρ παισὶν τίµιος οὔτε φίλος. Auch Heroen altern (fr G.P.) Τιθωνῷ µὲν ἔδωκεν ἔχειν κακὸν ἄφθιτον ὁ Ζεὺς γῆρας, ὃ καὶ θανάτου ῥίγιον ἀργαλέου. Lebenserwartung (fr G.P.) Αἲ γὰρ ἄτερ νούσων τε καὶ ἀργαλέων µελεδωνέων ἑξήκοντα ἔτη µοῖρα κίχοι θανάτου, τὴν σαυτοῦ φρένα τέρπε δυσηλεγέων δὲ πολιτέων ἄλλός τίς σε κακῶς, ἄλλος ἄµεινον ἐρεῖ. Jugend und Alter (fr G.P.) 0 Ηµεῖς δ οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεµος ὥρη ἔαρος, ὅτ αἶψ αὐγῇς αὔξεται ἠελίου, τοῖσ ἴκελοι πήχυιον ἐπὶ χρόνον ἄνθεσιν ἥβης τερπόµεθα, πρὸς θεῶν εἰδότες οὔτε κακόν οὔτ ἀγαθόν Κῆρες δὲ παρεστήκασι µέλαιναι, ἡ µὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου, ἡ δ ἑτέρη θανάτοιο µίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης καρπός, ὅσον τ ἐπὶ γῆν κίδναται ἠέλιος. Αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραµείψεται ὥρης, αὐτίκα τεθνάµεναι βέλτιον ἢ βίοτος πολλὰ γὰρ ἐν θυµῷ κακὰ γίνεται ἄλλοτε οἶκος τρυχοῦται, πενίης δ ἔργ ὀδυνηρὰ πέλει ἄλλος δ αὖ παίδων ἐπιδεύεται, ὧν τε µάλιστα ἱµείρων 0 κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς Αίδην ἄλλος νοῦσον ἔχει θυµοφθόρον οὐδέ τίς ἐστιν ἄνθρώπων, ᾧ Ζεὺς µὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ. = ἐπεάν wenn παραµείβοµαι DM vorübergehen (h.konj.!) ὥρη, -ης Jugend für Tithonos hatte Eos ewiges Leben erbeten, aber die Jugend vergessen ἄφθιτος unvergänglich ῥίγιον (Komp.) schlimmer = εἰ γάρ = νόσων µελεδωνή, -ῆς Sorge (h.gen.pl.) κιχάνω Aor. ἔκιχον erreichen δυσηλεγής hartherzig λέγω F ἐρῶ + Akk. +Adv. von jem. sprechen ἡµεῖς scil. ἐσµέν αὔξεται Subj. ist τὰ φύλλα πήχυιος kurz wie eine Elle αἱ Κῆρες die Keren (Todesbringerinnen) µίνυνθα (adv.:) nur kurze Zeit, in Kürze κίδναµαι = σκεδάννυµαι (hier:) scheinen παραµείβοµαι verstreichen, vorbeigehen τρυχόω aufreiben, ruinieren ἐπιδεύοµαι = ἐπιδέοµαι entbehren 0 ἱµείρω + Gen. ersehnen θυµοφθόρος lebenzerstörend, zermürbend

TYRTAIOS von Sparta Lebt um die Mitte des.jhdts.; nutzt für seine Kampfparänesen (appellative Aufmunterung zur Tapferkeit) die Form der Elegie. Kampflied (fr / G.P.) 0 0 0 Τεθνάµεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προµάχοισι πεσόντα ἄνδρ ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι µαρνάµενον, τὴν δ αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγρούς πτωχεύειν πάντων ἔστ ἀνιηρότατον, πλαζόµενον σὺν µητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι παισί τε σύν µικροῖς κουριδίῃ τ ἀλόχῳ. Ἐχθρὸς µὲν γὰρ τοῖσι µετέσσεται, οὕς κεν ἵκηται χρησµοσύνῃ τ εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ, αἰσχύνει τε γένος, κατὰ δ ἀγλαὸν εἶδος ἐλέγχει, πᾶσα δ ἀτιµίη καὶ κακότης ἕπεται. Εἰ δ οὕτως ἀνδρός τοι ἀλωµένου οὐδεµί ὤρη γίγνεται οὔτ αἰδώς, οὐδ ὀπίσω γένεος, θυµῷ γῆς πέρι τῆσδε µαχώµεθα καὶ περὶ παίδων θνῄσκωµεν ψυχέων µηκέτι φειδόµενοι, ὦ νέοι, ἀλλὰ µάχεσθε παρ ἀλλήλοισι µένοντες µηδὲ φυγῆς αἰσχρῆς ἄρχετε µηδὲ φόβου, ἀλλὰ µέγαν ποιεῖσθε καὶ ἄλκιµον ἐν φρεσὶ θυµόν µηδὲ φιλοψυχεῖτ ἀνδράσι µαρνάµενοι τοὺς δὲ παλαιοτέρους, ὧν οὐκέτι γούνατ ἐλαφρά, µὴ καταλείποντες φεύγετε, τοὺς γεραιούς. Αἰσχρὸν γὰρ δὴ τοῦτο, µετὰ προµάχοισι πεσόντα κεῖσθαι πρόσθε νέων ἄνδρα παλαιότερον, ἤδη λευκὸν ἔχοντα κάρη 0 πολιόν τε γένειον, θυµὸν ἀποπνείοντ ἄλκιµον ἐν κονίῃ, αἱµατόεντ αἰδοῖα φίλαις ἐν χερσὶν ἔχοντα αἰσχρὰ τά γ ὀφθαλµοῖς καὶ νεµεσητὸν ἰδεῖν καὶ χρόα γυµνωθέντα νέοισι δὲ πάντ ἐπέοικεν, ὄφρ ἐρατῆς ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος ἔχῃ, ἀνδράσι µὲν θηητὸς ἰδεῖν, ἐρατὸς δὲ γυναιξί ζωὸς ἐών, καλὸς δ ἐν προµάχοισι πεσών. Ἀλλά τις εὖ διαβὰς µενέτω ποσὶν ἀµφοτέροισι στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς, χεῖλος ὀδοῦσι δακών. τεθνάµεναι = τεθνάναι µάρναµαι kämpfen ἀνιηρός unangenehm, lästig, schlimm πλάζοµαι umherirren εἴκω unterliegen κατελέγχω überführen, Lügen strafen (Tmesis!) ἡ ὤρη Achtung, Rücksicht φιλοψυχέω am Leben hängen, das Leben lieben µετά + Dat. bei, unter 0 τὸ κάρη Haupt φίλος (hier) Possessivpronomen νεµεσητός tadelnswert χρόα Acc. Sg. von ὁ χρώς Haut, Leib ἐπέοικεν es schickt sich, steht gut an θηητός = θεατός bewundernswert εὖ διαβαίνω weit ausschreiten, im Spreizschritt gehen στηρίζοµαι sich stemmen, sich stützen τὸ χεῖλος Lippe Was ist echte ἀρετή? (fr G.P.) Οὔτ ἂν µνησαίµην οὔτ ἐν λόγῳ ἄνδρα τιθείµην οὔτε ποδῶν ἀρετῆς οὔτε παλαισµοσύνης, ἐν λόγῳ τίθεµαι für wert erachten, berücksichtigen ἀρετῆς... παλαισµοσύνης Gen. causae: wegen

0 0 0 0 οὐδ εἰ Κυκλώπων µὲν ἔχοι µέγεθός τε βίην τε, νικῴη δὲ θέων Θρηίκιον Βορέην, οὐδ εἰ Τιθωνοῖο φυὴν χαριέστερος εἴη, πλουτοίη δὲ Μίδεω καὶ Κινύρεω µάλιον, οὐδ εἰ Τανταλίδεω Πέλοπος βασιλεύτερος εἴη, γλῶσσαν δ Αδρήστου µειλιχόγηρυν ἔχοι, οὐδ εἰ πᾶσαν ἔχοι δόξαν πλὴν θούριδος 0 ἀλκῆς οὐ γὰρ ἀνὴρ ἀγαθὸς γίγνεται ἐν πολέµῳ, εἰ µὴ τετλαίη µὲν ὁρῶν φόνον αἱµατόεντα καὶ δῄϊων ὀρέγοιτ ἐγγύθεν ἱστάµενος. Ἥδ ἀρετή, τόδ ἄεθλον ἐν ἀνθρώποισιν ἄριστον κάλλιστόν τε φέρειν γίγνεται ἀνδρὶ νέῳ. Ξυνὸν δ ἐσθλὸν τοῦτο πόληί τε παντί τε δήµῳ, ὅστις ἀνὴρ διαβὰς ἐν προµάχοισι µένῃ νωλεµέως, αἰσχρῆς δὲ φυγῆς ἐπὶ πάγχυ λάθηται, ψυχὴν καὶ θυµὸν τλήµονα παρθέµενος, θαρσύνῃ δ ἔπεσιν τὸν πλησίον ἄνδρα παρεστώς οὗτος ἀνὴρ ἀγαθὸς γίγνεται ἐν πολέµῳ. Αἶψα δὲ δυσµενέων ἀνδρῶν ἔτρεψε φάλαγγας τρηχείας 0, σπουδῇ δ ἔσχεθε κῦµα µάχης. Αὐτὸς δ ἐν προµάχοισι πεσὼν φίλον ὤλεσε θυµόν, ἄστυ τε καὶ λαοὺς καὶ πατέρ εὐκλεΐσας, πολλὰ διὰ στέρνοιο καὶ ἀσπίδος ὀµφαλοέσσης καὶ διὰ θώρηκος πρόσθεν ἐληλαµένος. Τὸν δ ὀλοφύρονται µὲν ὁµῶς νέοι ἠδὲ γέροντες, ἀργελέῳ δὲ πόθῳ πᾶσα κέκηδε πόλις, καὶ τύµβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσηµοι καὶ παίδων παῖδες καὶ γένος ἐξοπίσω οὐδέ ποτε κλέος ἐσθλὸν ἀπόλλυται οὐδ ὄνοµ αὐτοῦ, ἀλλ ὑπὸ γῆς περ ἐὼν γίγνεται ἀθάνατος, ὅντιν ἀριστεύοντα µένοντά τε µαρνάµενόν τε γῆς πέρι καὶ παίδων θοῦρος Αρης ὀλέσῃ. Εἰ δὲ φύγῃ µὲν κῆρα τανηλεγέος 0 θανάτοιο, νικήσας δ αἰχµῆς ἀγλαὸν εὖχος ἕλῃ, πάντες µιν τιµῶσιν ὁµῶς νέοι ἠδὲ παλαιοί, πολλὰ δὲ τερπνὰ παθὼν ἔρχεται εἰς Αίδην, γηράσκων δ ἀστοῖσι µεταπρέπει, οὐδέ τις αὐτόν βλάπτειν οὔτ αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει, πάντες δ ἐν θώκοισιν ὁµῶς νέοι οἵ τε κατ αὐτόν εἴκουσ ἐκ χώρης οἵ τε παλαιότεροι. Ταύτης νῦν τις ἀνὴρ ἀρετῆς εἰς ἄκρον ἱκέσθαι πειράσθω θυµῷ µὴ µεθιεὶς πολέµου. ὁ Βορέης Boreas (Nordwind, erhebt sich in Thrakien) ὁ Τιθωνός Tithonos (sprichwörtl. schöner Mann) ὁ Μίδας, Μίδεω Midas (hatte sprichwörtl. Reichtum) ὁ Κινύρας Kinyras (König von Zypern, ebenso reich wie Midas) µάλιον = µᾶλλον ὁ Ἄδρηστος König von Argos (hatte sprichwörtl. Redegewandtheit) µειλιχόγηρυς honigsüß, mit süßer Stimme 0 θοῦρις, -ιδος f stürmisch, ungestüm τετλαίη Opt. zu τλῆναι + Part. aushalten zu, wagen zu ὁ δήϊος Feind τὸ ἄεθλον = τὸ ἆθλον (Kampf)Preis ξυνός = κοινός διαβαίνω weit ausschreiten, im Spreizschritt gehen νωλεµέως unermüdlich, immerfort ἐπὶ... λάθηται Tmesis παρθέµενος von παρατίθεµαι einsetzen θαρσύνω Mut einflößen, ermutigen 0 τρηχύς = τραχύς hart, erbittert ἔσχεθε = ἔσχε (hier:) aufhalten εὐκλεΐζω rühmen, verherrlichen πολλὰ (hier adv.:) vielfach ὀµφαλόεις gebuckelt (m. nabelförmigen Erhöhungen) ἐληλαµένος Pt. Perf v. ἐλαύνω durchstoßen κέκηδε präsent. Perf. zu κήδειν trauern ἀρίσηµος bekannt, ausgezeichnet θοῦρος stürmisch, ungestüm ἡ κήρ Todeslos, Missgeschick 0 τανηλεγής (Beiwort des Todes) schmerzlich ἡ αἰχµή Lanze, Kampf µεταπρέπω + Dat. sich auszeichnen unter βλάπτω τινός an etwas schmälern ὁ θῶκος = ὁ θᾶκος Sitz, (Ehren)Sessel) οἱ κατ αὐτόν seine Altersgenossen ἐκ χώρης von ihrem Platz µεθίεµαι τινός ablassen von, sich gehen lassen

SOLON von Athen Lebt um die Wende des./.jhdts.; Staatsmann und Dichter, einer der Sieben Weisen, funktionalisiert die Dichtung für die Politik, vgl. Εὐνοµία-Elegie und Musenelegie. Auf nach Salamis (fr G.P) Αὐτὸς κήρυξ ἦλθον ἀφ ἱµερτῆς Σαλαµῖνος, κόσµον ἐπέων ᾠδὴν ἀντ ἀγορῆς θέµενος. Εἴην δὴ τότ ἐγὼ Φολεγάνδριος ἢ Σικινήτης ἀντί γ Αθηναίου, πατρίδ ἀµειψάµενος αἶψα γὰρ ἂν φάτις ἥδε µετ ἀνθρώποισι γένοιτο Αττικὸς οὗτος ἀνὴρ τῶν Σαλαµιναφετῶν. Ιοµεν εἰς Σαλαµῖνα, µαχησόµενοι περὶ νήσου ἱµερτῆς, χαλεπόν τ αἶσχος ἀπωσόµενοι. ἱµερτός lieblich κόσµος ἐπέων Anordnung der Worte, d.i. gebundene Form ὁ ἀγορή (hier:) Rede in der Versammlung ἡ Φολέγανδρος Ph. (kleine Insel der Sporaden) ἡ Σίκινος S. (kleine Insel bei Kreta) ἀµείβοµαι verlassen, eintauschen ὁ Σαλαµιναφέτης Salamisverräter τὸ αἴσχος Schande, Schmähung Aus der Musenelegie (fr G.P.) (a) Anrufung der Musen Μνηµοσύνης καὶ Ζηνὸς Ολυµπίου ἀγλαὰ τέκνα, Μοῦσαι Πιερίδες, κλῦτε µοι εὐχοµένῳ ὄλβον µοι πρὸς θεῶν µακάρων δότε καὶ πρὸς ἁπάντων ἀνθρώπων αἰεὶ δόξαν ἔχειν ἀγαθήν εἶναι δὲ γλυκὺν ὧδε φίλοις, ἐχθροῖσι δὲ πικρόν, τοῖσι µὲ αἰδοῖον, τοῖσι δὲ δεινὸν ἰδεῖν. (b) Zeus Allmacht 0 0 Αλλὰ Ζεὺς πάντων ἐφορᾶ τέλος, ἐξαπίνης δέ ὥστ ἄνεµος νεφέλας αἶψα διεσκέδασεν ἠρινός, ὃς πόντου πολυκύµονος ἀτρυγέτοιο πυθµένα κινήσας, γῆν κατὰ πυροφόρον 0 δῃώσας καλὰ ἔργα, θεῶν ἕδος αἰπὺν ἱκάνει οὐρανόν, αἰθρίην δ αὖτις ἔθηκεν ἰδεῖν λάµπει δ ἠελίοιο µένος κατὰ πίονα γαῖαν καλὸν, ἀτὰρ νεφέων οὐδὲν ἔτ ἔστιν ἰδεῖν τοιαύτη Ζηνὸς πέλεται τίσις, οὐδ ἐφ ἑκάστῳ ὥσπερ θνητὸς ἀνὴρ γίγνεται ὀξύχολος, αἰεὶ δ οὔ ἑ λέληθε διαµπερές, ὅστις ἀλιτρόν θυµὸν ἔχει, πάντως δ εἰς τέλος ἐξεφάνη ἀλλ ὁ µὲν αὐτίκ ἔτεισεν, ὁ δ ὕστερον οἳ δὲ φύγωσιν αὐτοί, µηδὲ θεῶν µοῖρ ἐπιοῦσα κίχῃ, ἤλυθε πάντως αὖτις ἀναίτιοι ἔργα τίνουσιν ἢ παῖδες τούτων ἢ γένος ἐξοπίσω. Μνηµοσύνη M. (Göttin des rühmenden Gedenkens) Πιερίδες pierisch (nach Pierien am Olymp, Geburtsort der Musen) κλύω + Dat. anhören αἰδοῖος geehrt, achtenswert ἐξαπίνης (Adv.) plötzlich, unvermutet ὥστε = ὥς ἠρινός Frühlings- ἀτρύγετος wüst, öde ὁ πυθµήν Grund, Boden 0 πυροφόρος Weizen tragend δῃόω verwüsten / τὸ ἕδος Sitz ἡ αἰθρίη strahlende Helle τίθηµι + Inf. machen, dass τὸ µενός Kraft ἡ τίσις Strafe, Vergeltung ὀξύχολος jähzornig διαµπερές (Adv.) auf Dauer, dauernd ἀλιτρός verbrecherisch, frevelhaft κίχῃ Aor. v. κιχάνω erreichen, einholen

(c) Das Streben der Menschen 0 0 Σπεύδει δ ἄλλοθεν ἄλλος ὁ µὲν κατὰ πόντον ἀλᾶται 0 ἐν νηυσὶν χρῄζων οἴκαδε κέρδος ἄγειν ἰχθυόεντ ἀνέµοισι φορεύµενος ἀργαλέοισιν, φειδωλὴν ψυχῆς οὐδεµίαν θέµενος ἄλλος γῆν τέµνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτόν λατρεύει, τοῖσιν καµπύλ ἄροτρα µέλει ἄλλος Αθηναίης τε καὶ Ηφαίστου πολυτέχνεω ἔργα δαεὶς χειροῖν ξυλλέγεται βίοτον, 0 ἄλλος Ολυµπιάδων Μουσέων πάρα δῶρα διδαχθείς, ἱµερτῆς σοφίης µέτρον ἐπιστάµενος ἄλλον µάντιν ἔθηκεν ἄναξ ἑκάεργος Απόλλων, ἔγνω δ ἀνδρὶ κακὸν τηλόθεν ἐρχόµενον, ᾧ ξυνοµαρτήσωσι θεοί τὰ δὲ µόρσιµα πάντως οὔτε τις οἰωνὸς ῥύσεται οὔθ ἱερά ἄλλοι Παιῶνος πολυφαρµάκου ἔργον ἔχοντες ἰητροί, καὶ τοῖς οὐδὲν ἔπεστι τέλος πολλάκι δ ἐξ ὀλίγης ὀδύνης µέγα γίγνεται ἄλγος, κοὐκ ἄν τις λύσαιτ ἤπια φάρµακα δούς. Τὸν δὲ κακαῖς νούσοισι κυκώµενον ἀργαλέαις τε ἁψάµενος χειροῖν αἶψα τίθησ ὑγιῆ. 0 ἀλάοµαι sich herumtreiben χρῃζω streben (nach) φορεύµενος = φοροῦµενος (ionische Kontraktion) ἀργαλέος gewaltig ἡ φειδωλή Schonung, Rücksichtnahme γῆν τέµνω Land beackern εἰς ἐνιατόν Jahr für Jahr καµπύλος gekrümmt ἔργα (hier:) Handfertigkeiten ἐδάην (defektives Verb) kennen lernen, erlernen 0 ὁ βίοτος Lebensunterhalt ἡ σοφίη scil. jede Art von Kunstverständnis ὁ ἑκάεργος Fernhintreffer (Epitheton für Apollon) ξυνοµαρτέω (hier:) gewogen sein µόρσιµος vom Schicksal verhängt ὁ Παιών Paion ( der Heilende : Beiname Apollons, Synonym für Arzt) οὐδὲν ἔπεστι τέλος der Ausgang / Erfolg liegt nicht in ihrer Hand, sie richten nichts aus ἤπιος mild, lindernd κυκάω durcheinanderrühren, verwirren Verfassungsreform () (fr 0 G.P.) iambischer Trimeter 0 0 Εγὼ δὲ τῶν µὲν οὕνεκα ξυνήγαγον δῆµον, τί τούτων πρὶν τυχεῖν ἐπαυσάµην; Συµµαρτυροίη ταῦτ ἂν ἐν δίκῃ χρόνου µήτηρ µεγίστη δαιµόνων Ολυµπίων ἄριστα, Γῆ µέλαινα τῆς ἐγώ ποτε ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῇ πεπηγότας πρόσθεν δὲ δουλεύουσα, νῦν ἐλευθέρα. Πολλοὺς δ Αθήνας, πατρίδ ἐς θεόκτιτον, ἀνήγαγον πραθέντας, ἄλλον ἐκδίκως, ἄλλον δικαίως, τούς τ ἀναγκαίης ὕπο χρειοῦς φυγόντας, γλῶσσαν 0 οὐκέτ Αττικήν ἱέντας, 0 ὡς ἂν πολλαχῇ πλανωµένους, τοὺς δ ἐνθάδι αὐτοῦ δουλίην ἀεικέα ἔχοντας, ἤθη δεσποτῶν τροµευµένους, ἐλευθέρους ἔθηκα. Ταῦτα µὲν κράτει, ὁµοῦ βίαν τε καὶ δίκην ξυναρµόσας, ἔρεξα καὶ διῆλθον ὡς ὑπεσχόµην, θεσµοὺς δ ὁµοίως τῷ κακῷ τε κἀγαθῷ, εὐθεῖαν εἰς ἕκαστον ἁρµόσας δίκην, ἔγραψα. Κέντρον δ ἄλλος ὡς ἐγὼ λαβών, Syntax: τῶν... οὕνεκα als Relativsatz zu τούτων ξυνάγω führen, lenken παύοµαι (hier:) aufgeben συµµαρτυρέω mitbezeugen, bestätigen ἐν δίκῃ χρόνου vor dem Richterstuhl der Zeit ὁ ὅρος (hier:) Hypothekensteine (worauf die Schulden verzeichnet standen) θεόκτιτος von den Göttern gegründet πραθέντας Part. Aor. Pass. zu πιπράσκω verkaufen χρειώ, -οῦς Not 0 γλῶσσαν ἵηµι Worte verlieren, von sich geben πολλαχῇ an vielen Orten ἐνθάδι αὐτυ daselbst ἀεικής schmählich τὰ ἤθη Sinnesart, (hier:) Hartherzigkeit τροµέοµαι zittern vor ξυναρµόττω zusammenbringen, vereinbaren ὁ θεσµός Satzung, Gesetz τὸ κέντρον Stachel, Geißel (hier: Symbol der Macht)

κακοφραδής τε καὶ φιλοκτήµων 0 ἀνήρ, οὐκ ἂν κατέσχε δῆµον εἰ γὰρ ἤθελον, ἃ τοῖς ἐναντίοισιν ἥνδανεν τότε, αὖτις δ ἃ τοῖσιν οὕτεροι φρασαίατο, πολλῶν ἂν ἀνδρῶν ἥδ ἐχηρώθη πόλις. Τῶν οὕνεκι ἀλκὴν πάντοθεν ποιούµενος ὡς ἐν κυσὶν πολλαῖσιν ἐστράφην λύκος. κακοφραδής schlecht denkend, gesinnt 0 φιλοκτήµων besitzgierig ἁνδάνω gefallen, belieben αὖτις (hier:) anderseits φρασαίατο = φράσαιντο (zu) denken, zugestehen χηρόω τινός berauben einer Sache ἡ ἀλκή Abwehr; ἀλκὴν ποιέοµαι sich wehren Verfassungsreform () (fr G.P.) ήµῳ µὲν γὰρ ἔδωκα τόσον γέρας, ὅσσον ἀπαρκεῖ, τιµῆς οὔτ ἀφελὼν οὔτ ἐπορεξάµενος οἳ δ εἶχον δύναµιν καὶ χρήµασιν ἦσαν ἀγητοί, καὶ τοῖς ἐφρασάµην µηδὲν ἀεικὲς ἔχειν. Ἔστην δ ἀµφιβαλὼν κρατερὸν σάκος ἀµφοτέροισιν, νικᾶν δ οὐκ εἴασ οὑδετέρους ἀδίκως. Verfassungsreform () (fr G.P.) ῆµος δ ὧδ ἂν ἄριστα σὺν ἡγενόνεσσιν ἕποιτο, µήτε λίην ἀνεθεὶς µήτε πιεζόµενος. Τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποισιν, ὅσοις µὴ νόος ἄρτιος ᾖ. Die Lebensalter (fr G.P.) 0 Παῖς µὲν ἄνηβος ἐὼν ἔτι νήπιος ἕρκος ὀδόντων φύσας ἐκβάλλει πρῶτον ἐν ἕπτ ἔτεσιν. Τοὺς δ ἑτέρους ὅτε δὴ τελέσῃ θεὸς ἕπτ ἐνιαυτούς, ἥβης ἐκφαίνει σήµατα γιγνοµένης. Τῇ τριτάτῃ δὲ γένειον ἀεξοµένων ἔτι γυίων λαχνοῦται, χροιῆς ἄνθος ἀµειβοµένης. Τῇ δὲ τετάρτῃ πᾶς τις ἐν ἑβδοµάδι µέγ ἄριστος ἰσχύν, ἥν τ ἄνδρες σήµατ ἔχουσ ἀρετῆς. Πέµπτῃ δ ὥριον 0 ἄνδρα γάµου µεµνηµένον εἶναι καὶ παίδων ζητεῖν εἰσοπίσω γενεήν. Τῇ δ ἕκτῃ περὶ πάντα καταρτύεται νόος ἀνδρός, οὐδ ἕρδειν ἔθ ὁµῶς ἔργ ἀπάλαµν ἐθέλει. Ἑπτὰ δὲ νοῦν καὶ γλῶσσαν ἐν ἑβδοµάσιν µέγ ἄριστος ὀκτώ τ ἀµφοτέρων τέσσαρα καὶ δέκ ἔτη. Τῇ δ ἐνάτῃ ἔτι µὲν δύναται, µαλακώτερα δ αὐτοῦ πρὸς µεγάλην ἀρετὴν γλῶσσά τε καὶ σοφίη. Τὴν δεκάτην δ εἴ τις τελέσας κατὰ µέτρον ἵκοιτο, οὐκ ἂν ἄωρος ἐὼν µοῖραν ἔχοι θανάτου. τὸ γέρας (hier:) Anteil ἐπορέγοµαι verleihen ἀγητός gesegnet, beneidenswert φράζοµαι zugestehen ἀεικής widerrechtlich ἵσταµαι (hier:) standhalten, widerstehen τὸ σάκος Schild ἀνεθεὶς Part. Aor.Pass. zu ἀνίηµι locker lassen, gewähren lassen ὁ κόρος Sättigung, Überfluss ἄνηβος nicht erwachsen τὸ ἕρκος Zaun (hier: metaph. für Zahnreihe) φύσας Pt. Aor. gewachsen seiend, ἡ ἥβη Jugendlichkeit, Reifwerden τὸ γένειον Kinn ἀέξοµαι wachsen τὸ γυῖον Glied λαχνόω mit Wolle bedecken (hier: mit dem Flaum des Bartes) ἡ χροιή Haut 0 ὥριος rechtzeitig ἡ γενεή = ἡ γενεά Nachkommenschaft, Geburt καταρτύω in Ordnung bringen, festigen ἀπάλαµνος ohne Hand, unpassend µαλακός weich, schwach ἄωρος unzeitig, frühzeitig, zu früh

THEOGNIS von Megara Lebt in der.hälfte des.jhds.; schreibt Symposionslieder und zeitkritische Gedichte in einer Phase der gesellschaftlichen Krise. An die echten Gedichte wurden später bis in byzantinische Zeit zahlreiche Sammlungen von thematisch verwandten Liedern angeschlossen. Gebet und Widmung (vv -) 0 Ω ἄνα, Λητοῦς υἱέ, ιὸς τέκος, οὔποτε σεῖο λήσοµαι ἀρχόµενος οὐδ ἀποπαυόµενος, ἀλλ αἰεὶ πρῶτον σὲ καὶ ὕστατον ἔν τε µέσοισιν ἀείσω σὺ δέ µοι κλῦθι καὶ ἐσθλὰ δίδου. Φοῖβε ἄναξ, ὅτε µέν σε θεὰ τέκε πότνια Λητώ, φοίνικος ῥαδινῇς χερσὶν ἐφαψαµένη, ἀθανάτων κάλλιστον, ἐπὶ τροχοειδέϊ λίµνῃ, πᾶσα µὲν ἐπλήσθη ῆλος ἀπειρεσίη 0 ὀδµῆς ἀµβροσίης, ἐγέλασσε δὲ γαῖα πελώρη, γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς. Αρτεµι θηροφόνη, θύγατερ ιός, ἣν Αγαµέµνων εἵσαθ, ὅτ ἐς Τροίην ἔπλεε νηυσὶ θοῇς, εὐχοµένῳ µοι κλῦθι, κακὰς δ ἀπὸ κῆρας ἄλαλκε σοὶ µὲν τοῦτο, θεά, σµικρόν, ἐµοὶ δὲ µέγα. Μοῦσαι καὶ Χάριτες, κοῦραι ιός, αἵ ποτε Κάδµου ἐς γάµον ἐλθοῦσαι καλὸν ἀείσατ ἔπος Ὅττι καλόν, 0 φίλον ἐστί τὸ δ οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστιν. Τοῦτ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στοµάτων. ἄνα Vok. zu ἄναξ Herr, Gebieter Λητώ, -οῦς Leto; Mutter des Apollon σεῖο = σοῦ κλῦθι Imper. zu κλύω (er)hören ἡ φοῖνιξ,-ικος (Dattel)Palme ῥαδινός schlank ἐφάπτοµαι (+Gen) berühren τροχοειδής keisrund πίµπληµι erfüllen 0 ἀπειρέσιος grenzenlos, unendlich ἡ ὀδµή Duft πέλωρος riesengroß, gewaltig γηθέω sich freuen πολιός graublau ἕζοµαι stiften, (be)gründen θοός schnell, wendig Imp. Aor.v. ἀπαλέξω abwehren, fernhalten scil. die vielbesungende Hochzeit von Kadmos und Harmonia ὅττι = ὅτι alles, was; was auch immer 0 scil. ἐστι Gesellschaft im Umbruch (vv. -0) 0 0 Κύρνε, κύει πόλις ἥδε, δέδοικα δέ, µὴ τέκῃ ἄνδρα εὐθυντῆρα κακῆς ὕβριος ἡµετέρης. Ἀστοὶ µὲν γὰρ ἔθ οἵδε σαόφρονες, ἡγεµόνες δέ τετράφαται πολλὴν ἐς κακότητα πεσεῖν. Οὐδεµίαν πω, Κύρν, ἀγαθοὶ πόλιν ὤλεσαν ἄνδρες ἀλλ ὅταν ὑβρίζειν τοῖσι κακοῖσιν ἅδῃ, δῆµόν τε φθείρωσι, δίκας τ ἀδίκοισι διδῶσιν οἰκείων κερδέων 0 εἵνεκα καὶ κράτεος, ἔλπεο µὴ δηρὸν κείνην πόλιν ἀτρεµιεῖσθαι, µηδ εἰ νῦν πολλῇ κεῖται ἐν ἡσυχίῃ, εὖτ ἂν τοῖσι κακοῖσι φίλ ἀνδράσι ταῦτα γένηται, κέρδεα δηµοσίῳ σὺν κακῷ ἐρχόµενα. Ἐκ τῶν γὰρ στάσιές τε καὶ ἔµφυλοι φόνοι ἀνδρῶν µούναρχοί θ ἃ πόλει µήποτε τῇδε ἅδοι. Κύρνε, πόλις µὲν ἔθ ἥδε πόλις, λαοὶ δὲ δὴ ἄλλοι οἳ πρόσθ οὔτε δίκας ᾔδεσαν οὔτε νόµους, ἀλλ ἀµφὶ πλευρῇσι 0 δορὰς αἰγῶν κατέτριβον, Κύρνος Kyrnos; Freund des Dichters und angesprochender Adressat etlicher Gedichte. κύω schwanger sein ὁ εὐθυντήρ Betrafer, Richter ἔθ = ἔτι σαόφρων = σώφρων Perf. v.τρέποµαι s. begeben haben, sich befinden Aor. Konj. v. ἁνδάνω gefallen, erfreuen φθείρω (moralisch) verderben, untergraben οἰκεῖος eigen, persönlich 0 τὸ κέρδος Vorteil, Gewinn εἵνεκα = ἕνεκα κράτεος = κράτους ἔλπεο = ἔλπου ἔλποµαι hoffen, erwarten δῆρον (Adv.) lang, lange Zeit ἀτρεµίζω ruhig bleiben, Frieden haben εὖτ = εὖτε wenn, falls ἡ στάσις Aufstand ἔµπυλος im Volk Aor. Opt. v. ἁνδάνω gefallen, erfreuen 0 ἡ πλεύρα Hüfte, Seite (des Körpers) ἡ δορά Fell κατατρίβω zerscheuern, abnutzen

0 ἔξω δ ὥστ ἔλαφοι τῆσδ ἐνέµοντο πόλεος, καὶ νῦν; εἴσ ἀγαθοί, Πολυπαΐδη οἱ δὲ πρὶν ἐσθλοί νῦν δειλοί. Τίς κεν ταῦτ ἀνέχοιτ ἐσορῶν; Ἀλλήλους δ ἀπατῶσιν ἐπ ἀλλήλοισι γελῶτες, οὔτε κακῶν γνώµας εἰδότες οὔτ ἀγαθῶν. ὥστε (hier:) = ὡς ὁ ἔλαφος Hirsch νέµοµαι (+Gen.) sich nähren von, bewohnen Πολυπαΐδης Sohn des Polypaos = Kyrnos δειλός minderwertig, schlecht ἀνέχοµαι aushalten, ertragen 0 Mesalliancen und deren Folgen (vv. -; -0; -) Κριοὺς µὲν καὶ ὄνους διζήµεθα, Κύρνε, καὶ ἵππους εὐγενέας, καὶ τις βούλεται ἐξ ἀγαθῶν βήσεσθαι γῆµαι δὲ κακὴν κακοῦ οὐ µελεδαίνει ἐσθλὸς ἀνήρ, ἤν οἱ χρήµατα πολλὰ διδῷ. Οὐδὲ γυνὴ κακοῦ ἀνδρὸς ἀναίνεται εἶναι ἄκοιτις πλουσίου, ἀλλ ἀφνεὸν βούλεται ἀντ ἀγαθοῦ. Χρήµατα γὰρ τιµῶσι καὶ ἐκ κακοῦ ἐσθλὸς ἔγηµεν καὶ κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ πλοῦτος ἔµειξε γένος. Οὕτω µὴ θαύµαζε γένος, Πολυπαΐδη, ἀστῶν µαυροῦσθαι σὺν γὰρ µίσγεται 0 ἐσθλὰ κακοῖς. Αστός τοι ταύτην εἰδὼς κακόπατριν ἐοῦσαν εἰς οἴκους ἄγεται, χρήµασι πειθόµενος, εὔδοξος κακόδοξον, ἐπεὶ κρατερή µιν ἀνάγκη ἐντύει, ἥ τ ἀνδρὸς τλήµονα θῆκε νόον. ὁ κριός Widder δίζηµαι aussuchen (hier:) abstammen µελεδαίνω sich kümmern ἤν = ἐάν (hier:) wenn nur οἱ ihm ἀναίνοµαι ablehnen ἀφνεός () begütert, reich µαυρόω schwächen 0 µίσγεται = µειγνυται ἐντύω treiben zu etwas τλήµων,-ονος duldend, ertragend 0 Οὐ τοι σύµφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος, οὐδ ἄγκυραι ἔχουσιν ἀπορρήξασα δὲ δεσµά πολλάκις ἐκ νυκτῶν ἄλλον ἔχει λιµένα. Εχθαίρω δὲ ψυναῖκα περίδροµον ἄνδρα τε µάργον, ὃς τὴν ἀλλοτρίην βούλετ ἄρουραν ἀροῦν. σύµφρονος passend, zuträglich τὸ πηδάλιον Steuerruder ἡ ἄκατος leichtes, schnelles Schiff µάργος gierig, unmäßig ἡ ἄρουρα Acker ἀρόω pflügen 0 Erbanlage und Erziehung (vv. -) Φῦσαι καὶ θρέψαι ῥᾷον βροτόν, ἢ φρένας ἐσθλάς ἐνθέµεν οὐδείς πω τοῦτό γ ἐπεφράσατο, ᾧ τις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα, κἀκ κακοῦ ἐσθλόν εἰ δ Ασκληπιάδαις τοῦτό γ ἔδωκε θεός, ἰᾶσθαι κακότητα καὶ ἀτηρὰς φρένας ἀνδρῶν, πολλοὺς ἂν µισθοὺς καὶ µεγάλους ἔφερον. Εἰ δ ἦν ποιητόν τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόηµα, οὔ ποτ ἂν ἐξ ἀγαθοῦ πατρὸς ἔγεντο κακός, πειθόµενος µύθοισι σαόφροσιν ἀλλὰ διδάσκων οὔ ποτε ποιήσεις τὸν κακὸν ἄνδρ ἀγαθόν. erg. ἐστιν = ἐνθεῖναι Inf. Aor. v. ἐντίθηµι ἐπιφράζοµαι (hier:) ersinnen, ausdenken Ἀσκληπιάδης Schüler des Heilgottes Asklepios = Arzt ἀτηρός verderblich, verblendet ἐγέντο = ἐγένετο

0 Theodizee (vv. -) Καὶ τοῦτ, ἀθανάτων βασιλεῦ, πῶς ἐστὶ δίκαιον ἔργων ὅστις ἀνὴρ ἐκτὸς ἐὼν ἀδίκων, µή τιν ὑπερβασίην κατέχων µηδ ὅρκον ἀλιτρόν, ἀλλὰ δίκαιος ἐών, µὴ τὰ δίκαια πάθῃ; Τίς δή κεν βροτὸς ἄλλος, ὁρῶν πρὸς τοῦτον, ἔπειτα ἅζοιτ ἀθανάτους, καὶ τίνα θυµὸν ἔχων, ὁππότ ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος, οὔτε τευ ἀνδρός οὔτε τευ ἀθανάτων µῆνιν ἀλευόµενος, ὑβρίζῃ πλούτῳ κεκορηµένος, οἱ δὲ δίκαιοι τρύχονται χαλεπῇ τειρόµενοι πενίῃ; Besinnung auf die echten Werte (vv. -; 0-0; -0) Ηλθον µὲν γὰρ ἔγωγε καὶ εἰς Σικελήν ποτε γαῖαν, ἦλθον δ Εὐβοίης ἀµπελόεν πεδίον Σπάρτην τ Εὐρώτα δονακοτρόφου ἀγλαὸν ἄστυ καί µ ἐφίλευν προφρόνως πάντες ἐπερχόµενον ἀλλ οὔ τίς µοι τέρψις ἐπὶ φρένας ἦλθεν ἐκείνων. Οὕτως οὐδὲν ἄρ ἦν φίλτερον ἄλλο πάτρης. 0 Πολλῷ τοι πλέονας λιµοῦ κόρος ὤλεσεν ἤδη ἄνδρας, ὅσοι µοίρης πλεῖον ἔχειν ἔθελον. 0 0 Οὐκ ἔραµαι πλουτεῖν οὐδ εὔχοµαι, ἀλλά µοι εἴη ζῆν ἀπὸ τῶν ὀλίγων, µηδὲν ἔχοντι κακόν. Πλοῦτος καὶ σοφίη θνητοῖσ ἀµαχώτατον αἰεί οὔτε γὰρ ἂν πλούτου θυµὸν ὑπερκορέσαις 0 ὣς δ αὔτως σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει, ἀλλ ἔραται, θυµὸν δ οὐ δύναται τελέσαι. Symposion (vv. -; -0; -) Μηδένα τῶνδ ἀέκοντα µένειν κατέρυκε παρ ἡµῖν, µηδὲ θύραζε κέλευ οὐκ ἐθέλοντ ἰέναι, µηδ εὕδοντ ἐπέγειρε, Σιµωνίδη, ὅντιν ἂν ἡµέων θωρηχθέντ οἴνῳ µαλθακὸς ὕπνος ἕλῃ, µηδὲ τὸν ἀγρυπνέοντα κέλευ ἀέκοντα καθεύδειν πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆµ ἀνιηρὸν ἔφυ. Τῷ πίνειν δ ἐθέλοντι παρασταδὸν οἰνοχοείτω οὐ πάσας νύκτας γίνεται ἁβρὰ παθεῖν. Αὐτὰρ ἐγώ µέτρον γὰρ ἔχω µελιηδέος οἴνου ὕπνου λυσικάκου µνήσοµαι οἴκαδ ἰών. Ἥξω δ ὡς οἶνος χαριέστατος ἀνδρὶ πεπόσθαι οὔτ ἔτι γὰρ νήφω 0 οὔτε λίην µεθύω. ἐκτός (+Gen) außerhalb von, ohne ἄλιτρος frevelhaft κεν = ἄν ἅζοµαι scheuen, ehren ἀτάσθαλος frevelhaft τευ = του = τινος ἀλεύω abwehren κορέννυµι sättigen τρύχω quälen Σικελός sizilisch ἄµπελόεις reich an Reben, Weintrauben ὁ Εὐρώτας,-α E., Fluß in Lakonien (Sparta) δονακοτρόφος schilfnährend, schilfreich ἀγαλαός strahlend ἐφίλευν = ἐφίλουν (hier:) willkommen heißen ὁ λιµός Hunger ὁ κόρος Übersättigung ἄµαχος unüberwindlich, nicht zu bezwingen 0 ὑπερκορέννυµι (+Gen) übersättigen mit ὁ θυµός Verlangen, Gier κατερύκω zurückhalten θύραζε zur Tür hinaus, fort θωρέσσω rüsten; trunken machen ἀγρυπνέω wach sein ἀνιηρός lästig, drückend ἔφυ ἐστι παρασταδόν (Adv.) danebenstehend ἁβρός zart, angenehm scil. nach Hause 0 νήφω nüchtern sein

0 0 00 0 0 Ὃς δ ἂν ὑπερβάλλῃ πόσιος µέτρον, οὐκέτι κεῖνος τῆς αὑτοῦ γλώσσης καρτερὸς οὐδὲ νόου µυθεῖται δ ἀπάλαµνα, τὰ νήφοσι γίνεται αἰσχρά αἰδεῖται δ ἕρδων οὐδέν, ὅταν µεθύῃ, τὸ πρὶν ἐὼν σώφρων, τότε νήπιος. Ἀλλὰ σὺ ταῦτα γινώσκων, µὴ πῖν οἶνον ὑπερβολάδην, ἀλλ ἢ πρὶν µεθύειν ὑπανίστασο µή σε βιάσθω γαστὴρ ὥστε κακὸν λάτριν ἐφηµέριον ἢ παρεὼν µὴ πῖνε. Σὺ δ «Ἔγχεε» τοῦτο µάταιον κωτίλλεις αἰεί τοὔνεκά τοι µεθύεις. Ἡ µὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος, ἡ δὲ πρόκειται, τὴν δὲ θεοῖς σπένδεις, τὴν δ ἐπὶ χειρὸς ἔχεις ἀρνεῖσθαι δ οὐκ οἶδας. Ἀνίκητος δέ τοι οὗτος, ὃς πολλὰς πίνων µή τι µάταιον ἐρεῖ. Ὑµεῖς δ εὖ µυθεῖσθε παρὰ κρητῆρι µένοντες, ἀλλήλων ἔριδος δὴν ἀπερυκόµενοι, εἰς τὸ µέσον φωνέοντες ὁµῶς ἑνὶ καὶ συνάπασιν χοὔτως 0 συµπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι. Εν πυρὶ µὲν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον ἴδριες ἄνδρες γινώσκουσ, ἀνδρὸς δ οἶνος ἔδειξε νόον, καὶ µάλα περ πινυτοῦ, τὸν ὑπὲρ µέτρον ἤρατο πίνων, ὥστε καταισχῦναι καὶ πρὶν ἐόντα σοφόν. Οἰνοβαρέω κεφαλήν, Ονοµάκριτε, καί µε βιᾶται οἶνος, ἀτὰρ γνώµης οὐκέτ ἐγὼ ταµίης ἡµετέρης, τὸ δὲ δῶµα περιτρέχει ἀλλ ἄγ ἀναστάς πειρηθῶ, µή πως καὶ πόδας οἶνος ἔχει καὶ νόον ἐν στήθεσσι δέδοικα δὲ, µή τι µάταιον ἕρξω θωρηχθεὶς καὶ µέγ ὄνειδος ἔχω. Οἶνος πινόµενος πουλὺς κακὸν ἢν δέ τις αὐτόν πίνῃ ἐπισταµένως, οὐ κακὸν ἀλλ ἀγαθόν. Αἰσχρόν τοι µεθύοντα παρ ἀνδράσι νήφοσιν εἶναι αἰσχρὸν δ εἰ νήφων 0 παρ µεθύουσι µένοι. ἄπαλµνος ohne Hand, = hilflos νήφοσι =νήφουσι Pt. Dat. pl. v. νήφω ὑπερβολάδην (Adv.) im Übermaß ὥστε (hier:) = ὡς ὁ λάτρις,-ιος Lohnarbeiter κωτίλλω schwatzen, lallen φιλοτήσιος scil. κύλιξ Becher, der auf die Freunschaft getrunken wird πρόκειται ist schon serviert scil. κύλικας 0 χοὔτως = καὶ οὕτως ἴδρις wissend, kundig πινυτός verständig καταισχύνω beschämen βιάοµαι überwältigen ὁ ταµίης Einteiler, Herr θωρέσσω rüsten; trunken machen πουλύς = πολύς ἤν = ἐάν Lebensfreude und Vergänglichkeit (vv. -; 0-0; -0; -) 0 0 Εµπίοµαι, πενίης θυµοφθόρου οὐ µελεδαίνων οὐδ ἀνδρῶν ἐχθρῶν, οἵ µε λέγουσι κακῶς ἀλλ ἥβην ἐρατὴν ὀλοφύροµαι, ἥ µ ἐπιλείπει, κλαίω δ ἀργαλέον γῆρας ἐπερχόµενον. Εν δ ἥβῃ πάρα µὲν ξὺν ὁµήλικι πάννυχον εὕδειν, ἱµερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέµενον ἔστι δὲ κωµάζοντα µετ αὐλητῆρος ἀείδειν τούτων οὐδὲν ἔγεντ ἄλλ ἐπιτερπνότερον ἐµπίοµαι kräftig trinken µελεδαίνω sich kümmern ὀλοφύροµαι beklagen πάρα = πάρεστιν es ist möglich / erlaubt ὁµῆλιξ Altersgenosse ἱµερτής lieblich ἐξίεµαι vertreiben, verbringen (Tmesis) κωµάζω ein Fest feiern ἐγέντο = ἐγένετο

0 0 ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξί. Τί µοι πλοῦτος τε καὶ αἰδώς; τερπωλὴ νικᾷ πάντα σὺν εὐφροσύνῃ. Αφρονες ἄνθρωποι καὶ νήπιοι, οἵτε θανόντας κλαίουσ, οὐδ ἥβης ἄνθος ἀπολλύµενον. Τέρπεό 0 µοι, φίλε θυµέ τάχ ἄν τινες ἄλλοι ἔσονται ἄνδρες, ἐγὼ δὲ θανὼν γαῖα µέλαιν ἔσοµαι. Ηβῃ τερπόµενος παίζω δηρὸν γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσοµαι ὥστε λίθος ἄφθογγος, λείψω δὃ ἐρατὸν φάος ἠελίοιο, ἔµπης δ ἐσθλὸς ἐὼν ὄψοµαι οὐδὲν ἔτι. Πάντων µὲν µὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον, µηδ ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου φύντα δ ὅπως ὤκιστα πύλας Αίδαο περῆσαι, καὶ κεῖσθαι πολλὴν γαῖαν ἐφεσσάµενον. 0 0 τέρπεο = τέρπου δῆρον (Adv.) lang, lange Zeit ἔνερθεν (+Gen) unter τὸ φάος = φῶς ἔµπης (Adv.) ganz, durchaus ἐπιχθόνιος irdisch, sterblich erg. ἐστιν ὀξύς (hier.) sengend, heiß ὅπως ὤκιστα möglichst schnell περάω durchfahren, überschreiten 0 ἐφέννυµι anziehen, überziehen, bedecken mit Schmähung (vv. -) Ωνθρωπ, εἰ γνώµης ἔλαχες µέρος ὥσπερ ἀνοίης καὶ σώφρων οὕτως ὥσπερ ἄφρων ἐγένου, πολλοῖσ ἂν ζηλωτὸς ἐφαίνεο τῶνδε πολιτῶν οὕτως, ὥσπερ νῦν οιδενὸς ἄξιος εἶ. Freundschaft und Liebe (vv. 0-0; -0; -;-0) 0 Αργαλέως µοι θυµὸς ἔχει περὶ σῆς φιλότητος οὔτε γὰρ ἐχθαίρειν οὔτε φιλεῖν δύναµαι, γινώσκων χαλεπὸν µέν, ὅταν φίλος ἀνδρὶ γένηται, ἐχθαίρειν, χαλεπὸν δ οὐκ ἐθέλοντα φιλεῖν. Μήποτε τὸν παρεόντα µεθεὶς φίλον ἄλλον ἐρεύνα, δειλῶν ἀνθρώπων ῥήµασι πειθόµενος πολλάκι τοι παρ ἐµοὶ κατὰ σοῦ λέξουσι µάταια καὶ παρὰ σοὶ κατ ἐµοῦ τῶν δὲ σὺ µὴ ξυνίει. Παῖ, σὺ µὲν αὐθ, ὡς ἵππος, ἐπεὶ κριθῶν ἐκορέσθης, αὖθις ἐπὶ σταθµοὺς ἤλυθες ἡµετέρους, ἡνίοχόν τε ποθῶν ἀγαθὸν λειµῶνά τε καλὸν κρήνην τε ψυχρὴν ἄλσεά τε σκιερά. Ω παῖ, ὃς εὖ ἕρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀµοιβήν, οὐδέ τις ἀντ ἀγαθῶν ἐστὶ χάρις παρὰ σοι οὐδέν πώ µ ὤνησας 0 ἐγὼ δὲ σὲ πολλάκις ἤδη εὐ ἕρδων αἰδοῦς οὐδεµῇς ἔτυχον. Παῖς τε καὶ ἵππος ὁµοῖον ἔχει νόον οὔτε γὰρ ἵππος ἡνίοχον κλαίει κείµενον ἐν κονίῃ, ἀλλὰ τὸν ὕστερον ἄνδρα φέρει κριθαῖσι κορεσθείς 0 ὡς δ αὕτως καὶ παῖς τὸν παρεόντα φιλεῖ. ἐρευνάω suchen ἡ κριθή Gerste κορέννυµι sättigen, (pass. auch) überdrüssig werden ὁ ἡνίοχος Zügelhalter, Reiter ὁ λειµών Wiese ποθέω ersehnen ἡ κρήνη Quelle ψυχρός kühl τὸ ἄλσος Hain 0.P.Sg. Aor. v. ὀνίνηµι nützen, erfreuen ἡ αἰδῶς (hier:) (Hoch)Achtung ἡ κονίη Staub

0 0 0 Des Dichters Gabe (vv. -) Σοὶ µὲν ἐγὼ πτέρ ἔδωκα, σὺν οἷς ἐπ ἀπείρονα πόντον πωτήσῃ καὶ γῆν πᾶσαν ἀειράµενος ῥηϊδίως θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσσῃ ἐν πάσαις, πολλῶν κείµενος ἐν στόµασιν. Καί σε σὺν αὐλίσκοισι λιγυφθόγγοις νέοι ἄνδρες εὐκόσµως ἐρατοὶ καλά τε καὶ λιγέα ᾄσονται καὶ ὅταν δνοφερῆς ὑπὸ κεύθεσι γαίης βῇς πολυκωκύτους 0 εἰς Αίδαο δόµους, οὐδέποτ οὐδὲ θανὼν ἀπολεῖς κλέος, ἀλλὰ µελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνοµα, Κύρνε, καθ Ελλάδα γῆν στρωφώµενος ἠδ ἀνὰ νήσους, ἰχθυόεντα περῶν πόντον ἔπ ἀτρύγετον, οὐχ ἵππων νώτοις ἐφήµενος ἀλλά σε πέµψει ἀγλαὰ Μουσάων δῶρα ἰοστεφάνων. Πᾶσι γάρ, οἷσι µέµηλε, καὶ ἐσσοµένοισιν ἀοιδή ἔσσῃ ὁµῶς, ὄφρ ἂν γῆ τε καὶ ἠέλιος αὐτὰρ ἐγὼν ὀλίγης παρὰ σεῦ οὐ τυγχάνω αἰδοῦς, ἀλλ ὥσπερ µικρὸν παῖδα λόγοις µ ἀπατᾷς. Zeus und Ganymed (vv. -0) Παιδοφιλεῖν δέ τι τερπνόν, ἐπεί ποτε καὶ Γανυµήδους ἤρατο καὶ Κρονίδης, ἀθανάτων βασιλεύς, ἁρπάξας δ ἐς Ολψµπον ἀνήγαγε, καί µιν ἔθηκεν δαίµονα, παιδείης ἄνθος ἔχοντ ἐρατόν. Οὕτω µὴ θαύµαζε, Σιµωνίδη, οὕνεκα κἀγώ ἐξεδάµην καλοῦ παιδὸς ἔρωτι δαµείς. τὸ πτερόν Flügel ἀπείρων grenzenlos ἡ θοίνη Gastmahl, Schmaus ἡ εἰλαπίνη Festschmaus παρέσσῃ = παρέσῃ ὁ αὐλίσκος kleine Flöte λιγύφθογγος hell tönend δνοφερός dunkel τὸ κεῦθος Höhle, Tiefe 0 πολυκώκυτος klagereich Ἀίδαο = Ἅδου ἄφθιτος unvergänglich στρωφάοµαι = στρέφοµαι πέµπω geleiten ἰοστέφανος mit Veilchen bekränzt σεῦ = σοῦ ἡ αἰδῶς (hier:) (Hoch)Achtung ἡ παιδείη Kabenalter, Kindheit Σιµωνίδης S.; Dichter von Epigrammen δάµνηµι bezwingen, (pass.) erliegen XENOPHANES von Kolophon ca. -0; einer der ersten Vertreter der religiös-philosophischen Aufklärung. Schreibt religions- und gesellschaftskritische Gedichte mit teilweise beißendem Spott. Religionskritik (fr G.P.) Πάντα θεοῖς ἀνέθηκαν Ὅµηρός θ Ησίοδός τε, ὅσσα παρ ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ ψόγος ἐστίν, κλέπτειν µοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν. (fr / G.P.) Ἀλλ οἱ βροτοὶ δοκέουσι γεννᾶσθαι θεούς, τὴν σφετέρην δ ἐσθῆτα ἔχειν φωνήν τε δέµας τε. Hexameter ἀνατίθηµι zuschreiben τὸ ὄνειδος Schande Hexameter τὸ δέµας (Körper)Gestalt

Αἰθίοπές τε θεοὺς σφετέρους σιµοὺς µέλανάς τε Θρῇκες τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς φασι πέλεσθαι. (fr G.P.) Ἀλλ εἰ χεῖρας ἔχον βόες ἵπποι τ ἠὲ λέοντες καὶ γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες, ἵπποι µέν θ ἵπποισι, βόες δέ τε βουσὶν ὁµοίας καί κε θεῶν ἰδέας ἔγραφον καὶ σώµατ ἐποίουν τοιαῦθ, οἷόν περ καὐτοὶ δέµας εἶχον ὁµοῖον. Kritik am Spitzensport (fr G.P.) σιµός stumpfnasig γλαυκός blauäugig πυρρός rothaarig Hexameter ἔχον = εἶχον 0 0 Ἀλλ εἰ µὲν ταχυτῆτι ποδῶν νίκην τις ἄροιτο ἢ πενταθλεύων, ἔνθα ιὸς τέµενος πὰρ Πίσαο ῥοῇσι ἐν Ολυµπίῃ, εἴτε παλαίων ἢ καὶ πυκτοσύνην ἀλγινόεσσαν ἔχων, εἴτε τι δεινὸν ἄεθλον, ὃ παγκράτιον καλέουσιν, ἀστοῖσίν κ εἴη κυδρότερος προσορᾶν καὶ κε προεδρίην φανερὴν ἐν ἀγῶσιν ἄροιτο καὶ κεν σῖτ εἴη δηµοσίων κτεάνων 0 ἐκ πόλεως καὶ δῶρον, ὅ οἱ κειµήλιον εἴη εἴτε καὶ ἵπποισιν ταῦτά κε πάντα λάχοι οὐκ ἐὼν ἄξιος ὥσπερ ἐγώ ῥώµης γὰρ ἀµείνων ἀνδρῶν ἠδ ἵππων ἡµετέρη σοφίη. Ἀλλ εἰκῇ µάλα τοῦτο νοµίζεται, οὐδὲ δίκαιον προκρίνειν ῥώµην τῆς ἀγαθῆς σοφίης. Οὔτε γὰρ εἰ πύκτης ἀγαθὸς λαοῖσι µετείη οὔτ εἰ πενταθλεῖν οὔτε παλαισµοσύνην, οὐδὲ µὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἐστὶ πρότιµον ῥώµης ὅσσ ἀνδρῶν ἔργ ἐν ἀγῶνι πέλει, τοὔνεκεν ἂν δὴ µᾶλλον ἐν εὐνοµίῃ 0 πόλις εἴη. Σµικρὸν δ ἄν τι πόλει χάρµα γένοιτ ἐπὶ τῷ, εἴ τις ἀεθλεύων νικῷ Πίσαο παρ ὄχθας οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα µυχοὺς πόλεως. ἄρνυµαι (Sieg) davontragen ἔνθα wo τέµενος scil. ἔστιν Πίσαο Gen. zu Πίσης gemeint ist der Fluss Alpheios ἡ πυκτοσύνη Faustkampf / ἀλγινόεις schmerzvoll ἔχω (hier:) beherrschen τὸ ἄεθλον = ὁ ἄεθλος Wettkampf, (Sport)Disziplin κυδρός berühmt, glanzvoll 0 τὸ κτέανον Vermögen τὸ κειµήλιον Kostbarkeit, Gut ἵπποισιν scil. νίκην τις ἄροιτο ἡ σοφίη scil.: die gesamte geistige Bildung, Geisteskraft εἰκῇ (Adv.:) unüberlegt, unbedacht δίκαιον scil. ἐστίν πενταθλεῖν... παλαισµοσύνην scil. ἀγαθὸς εἴη τόπερ = ὅπερ ῥώµης Syntax: τούτων ῥώµης... ἔργων, ὅσα... πέλει ἔργα (hier:) sportliche Leistungen; Disziplinen 0 ἡ εὐνοµίη gute Ordnung, Verwaltung τὸ χάρµα (Grund zur) Freude / ἐπὶ τῷ darüber, dabei ἡ ὄχθη Anhöhe, Ufer πιαίνω fett machen, anfüllen ὁ µυχός Winkel, Vorratskammer