Αριθµός 3995/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2002, µε την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τµήµατος, Χρ. Ράµµος, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Σύµβουλοι,. Μακρής, Μ. Σωτηροπούλου, Πάρεδροι. Γραµµατέας η Α. Τριάδη, Γραµµατέας του Τµήµατος. Για να δικάσει την από 21 Ιουλίου 1998 αίτηση: της Μαρίας Ασλανίδου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, Γ. Σεφέρη 7, η οποία παρέστη µε τον δικηγόρο Αντ. Βάγια (Α.Μ. 1706), που τον διόρισε µε πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας, ο οποίος παρέστη µε την Ευστ. Τσαούση, Πάρεδρο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθ. 1/1998 απόφαση του Συµβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελµατικών Τίτλων Εργοθεραπευτών. Η εκδίκαση άρχισε µε την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγητού, Παρέδρου Μ. Σωτηροπούλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόµενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δηµόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ µ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό µ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόµενης αίτησης έχουν καταβληθεί τα νόµιµα τέλη και το παράβολο (διπλότυπα είσπραξης 9249005-6/98, έντυπο παραβόλου 082205/98). 2. Επειδή, µε την κρινόµενη αίτηση, η οποία εισάγεται λόγω
σπουδαιότητας ενώπιον της επταµελούς σύνθεσης του Τµήµατος, µε πράξη του Προέδρου, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της απόφασης 1/1998 του Συµβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελµατικών Τίτλων Εργοθεραπευτών, µε την οποία απερρίφθη αίτηµα της αιτούσας να αναγνωριστεί ότι ο επαγγελµατικός τίτλος εργοθεραπεύτριας που είχε αποκτήσει στη Γερµανία της παρέχει το δικαίωµα να ασκήσει το επάγγελµα αυτό στην Ελλάδα, κατ εφαρµογή της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ. 3. Επειδή, η υπόθεση νοµίµως εισάγεται ενώπιον του Τµήµατος του Συµβουλίου της Επικρατείας, εφόσον οι διατάξεις κατ εφαρµογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόµενη πράξη δεν εντάσσονται στην εκπαιδευτική νοµοθεσία (άρ. 6 παρ. 1 περ. δ πδ 309/86-Α 136-, το οποίο προστέθηκε µε το άρ. 1 παρ. 2 πδ 239/94-Α 135), αλλά ρυθµίζουν προεχόντως την άσκηση επαγγέλµατος (πδ 309/86-άρ. 4-βλ. ΣτΕ Ολ. 1317/2001). 4. Επειδή, εν προκειµένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: η αιτούσα, την 1.9.1997, υπέβαλε αίτηση προς τη ιεύθυνση Υγιεινής της Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, ζητώντας να της χορηγηθεί άδεια άσκησης επαγγέλµατος εργοθεραπεύτριας βάσει της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και υπέβαλε τα απαιτούµενα προς τούτο δικαιολογητικά, µεταξύ των οποίων πρόγραµµα τριετών σπουδών και αποδεικτικό επιτυχούς κρατικής εξέτασης Εργοθεραπευτών (Zeugnis über die Staatliche Prüfung für Beschäftigungs - und Arbeitstherapeuten) της αναγνωρισµένης Σχολής Εργοθεραπευτών της Στουτγγάρδης Γερµανίας, καθώς και την από 1.4.96 άδεια άσκησης επαγγέλµατος εργοθεραπεύτριας του Κυβερνητικού Προεδρείου (Regierungspraesidium) της Βάδης-Βυρτεµβέργης σε επίσηµες µεταφράσεις. Η αίτηση µε τα ανωτέρω δικαιολογητικά διαβιβάστηκαν στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, προκειµένου να εξεταστούν από το -αρµόδιο για την έρευνα της συνδροµής των προϋποθέσεων της οδηγίας 89/48- Συµβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελµατικών Τίτλων Εργοθεραπευτών, το οποίο (πρακτικό 1/10.12.97) ανέβαλε τη λήψη απόφασης και υπέβαλε ερώτηµα προς
το Ινστιτούτο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΙΤΕ) επί του ζητήµατος εάν η Σχολή από την οποία είχε αποφοιτήσει η αιτούσα στη Γερµανία "ανήκει στην αντίστοιχη ελληνική τριτοβάθµια εκπαίδευση". Κατόπιν απαντητικού εγγράφου του ΙΤΕ, κατά το οποίο το πτυχίο της αιτούσας δεν είναι ισότιµο προς τους τίτλους σπουδών που χορηγούν τα Ελληνικά Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα (ΤΕΙ), το Συµβούλιο Αναγνώρισης (πρακτικό 2/7.4.98) έκρινε ότι τα κατατεθέντα δικαιολογητικά δεν ανταποκρίνονται στα προβλεπόµενα από την οδηγία 89/48 και, ως εκ τούτου, δεν µπορεί να χορηγηθεί άδεια άσκησης επαγγέλµατος εργοθεραπεύτριας στην αιτούσα βάσει της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και πρότεινε σε αυτήν να "υποβάλει εκ νέου αίτηση στο συµβούλιο που θα συγκροτηθεί σύµφωνα µε τις διατάξεις της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, όταν ενσωµατωθεί στο εσωτερικό δίκαιο". Τέλος, µε την προσβαλλόµενη απόφαση 1/12.5.98 του Συµβουλίου, απερρίφθη το αίτηµα χορήγησης της σχετικής άδειας στην αιτούσα, µε την αιτιολογία ότι ο τίτλος σπουδών της δεν είναι τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, εφόσον για την εισαγωγή στη συγκεκριµένη Σχολή της Γερµανίας δεν απαιτείται βασική εκπαίδευση 12, αλλά 8-10 ετών και ότι, συνεπώς, δεν πληρούνται οι απαιτούµενες από την οδηγία 89/48 προϋποθέσεις. 5. Επειδή, η οδηγία 89/48/ΕΟΚ (L. 19) του Συµβουλίου "σχετικά µε ένα γενικό σύστηµα αναγνώρισης των διπλωµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελµατική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών" ορίζει στο άρθρο 1 εδ. α ότι, για τους σκοπούς της, νοείται ως δίπλωµα οποιοδήποτε δίπλωµα, πιστοποιητικό ή τίτλος από το οποίο προκύπτει, µεταξύ άλλων, ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε µε επιτυχία κύκλο σπουδών µετά τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση, διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, σε πανεπιστήµιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυµα ή άλλο ίδρυµα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου και ότι εξοµοιώνεται προς δίπλωµα, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, οποιοδήποτε δίπλωµα έχει χορηγηθεί από αρµόδια αρχή σε κράτος µέλος, εφόσον πιστοποιεί εκπαίδευση που αναγνωρίζεται ως
ισοτίµου επιπέδου. Περαιτέρω, η οδηγία 92/51/ΕΟΚ (L. 209) του Συµβουλίου "σχετικά µε ένα δεύτερο γενικό σύστηµα αναγνώρισης της επαγγελµατικής εκπαίδευσης, το οποίο συµπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ", αναφέρει στο προοίµιό της ότι η οδηγία 89/48/ΕΟΚ περιορίζεται µόνον στην εκπαίδευση ανώτατης βαθµίδας (σηµείο 3), µε αποτέλεσµα να πρέπει να θεσπιστεί ένα δεύτερο γενικό σύστηµα, συµπληρωµατικό του πρώτου, που θα βασίζεται στις ίδιες αρχές µε το αρχικό (σηµεία 4-5) και θα καλύπτει τις βαθµίδες εκπαίδευσης που δεν έχουν καλυφθεί από το γενικό αρχικό σύστηµα και, ειδικότερα, εκείνην που αντιστοιχεί στην "άλλη µεταδευτεροβάθµια εκπαίδευση" και στην εξοµοιούµενη προς αυτήν (σηµείο 9). Κατά τη νεώτερη αυτή οδηγία (92/51), ως δίπλωµα νοείται οποιοσδήποτε τίτλος εκπαίδευσης από τον οποίον προκύπτει ότι ο κάτοχός του παρακολούθησε επιτυχώς, µεταξύ άλλων, έναν από τους κύκλους εκπαίδευσης του Παραρτήµατος Γ (αρ. 1 στοιχείο α, σηµείο ii). Εξάλλου, στον περιλαµβανόµενο στο Παράρτηµα Γ της οδηγίας κατάλογο των εκπαιδεύσεων ειδικής διάρθρωσης που αναφέρονται στο άρ. 1 στοιχείο α-σηµείο ii-, αναφέρεται και η εκπαίδευση στη Γερµανία στον τοµέα των εργασιοθεραπευτών ["Beschäftigungs-und Arbeitstherapeut (in)"], που αντιστοιχεί σε εκπαίδευση συνολικής διάρκειας 13 ετών, εκ των οποίων τουλάχιστον τρία έτη επαγγελµατικής εκπαίδευσης σε ειδική σχολή, η οποία πιστοποιείται µε εξετάσεις και συµπληρώνεται ενδεχοµένως µε κύκλο ειδίκευσης (παράγρ. 1 "παραϊατρικός και κοινωνικοπαιδαγωγικός τοµέας"). 6. Επειδή, η οδηγία 89/48 αφορά στην αναγνώριση διπλωµάτων Πανεπιστηµίου, ΑΕΙ ή ιδρύµατος του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου (άρ. 1 περ. α ) αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από το προπαρατεθέν σηµείο 3 του προοιµίου της µεταγενέστερης οδηγίας 92/51, η οποία θεσπίστηκε µε σκοπό να διευρύνει το πεδίο εφαρµογής της οδηγίας 89/48 και να καλύψει και τη µη ανωτάτου επιπέδου µεταδευτεροβάθµια εκπαίδευση. Ενόψει, δε, της µνείας στο παράρτηµα Γ της οδηγίας 92/51 της εκπαίδευσης εργασιοθεραπευτών στη Γερµανία, υπό τις
προεκτεθείσες προϋποθέσεις, ο σχετικός τίτλος της αιτούσας δεν αποτελούσε "δίπλωµα" -κατά τον ορισµό της οδηγίας 89/48- ανώτατης εκπαίδευσης, ούτε από τα στοιχεία που είχε προσκοµίσει η ίδια ενώπιον της ιοίκησης προέκυπτε ότι η "Κρατικά Αναγνωρισµένη Σχολή Ελευθέρων Σπουδών Εργοθεραπευτών Στουτγγάρδης" ανήκει στην ανώτατη εκπαίδευση. Υπό τα δεδοµένα αυτά, νοµίµως απερρίφθη το αίτηµα της αιτούσας κατ εφαρµογή της οδηγίας 89/48 και, προεχόντως για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του εάν η οδηγία αυτή είχε νοµίµως µεταφερθεί στην εσωτερική έννοµη τάξη µε την απόφαση Α4/4112/31.7.92 των Υπουργών Εθν. Οικονοµίας και Υγείας, Πρόνοιας, και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β 502) ή εάν η οδηγία ανέπτυσσε άµεση ισχύ πριν από την έγκυρη, από πλευράς εσωτερικού δικαίου, µεταφορά της. 7. Επειδή, εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί εάν το επίδικο αίτηµα µπορούσε να βρει έρεισµα στις διατάξεις της οδηγίας 92/51, εφόσον, έστω κι αν η αιτούσα είχε ζητήσει τη χορήγηση αδείας εργοθεραπεύτριας κατ επίκληση της οδηγίας 89/48, η ιοίκηση ώφειλε αυτεπαγγέλτως (ενόψει των αναφεροµένων στο άρ. 1 και το Παράρτηµα Γ της οδηγίας 92/51) να υπαγάγει το αίτηµα και το πραγµατικό που η αιτούσα είχε επικαλεσθεί, στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Προς τούτο, πρέπει να ερευνηθεί εάν η οδηγία 92/51, η προθεσµία µεταφοράς της οποίας είχε ήδη λήξει από 18.6.94 (άρ. 17), αναπτύσσει άµεση ισχύ πριν από τη µεταφορά της στην ελληνική έννοµη τάξη, εφόσον το αίτηµα της αιτούσας υπεβλήθη και η προσβαλλόµενη εξεδόθη πριν από τη δηµοσίευση του πδ 231/98 (ΦΕΚ Α 178/29.7.98), µε το οποίο εχώρησε η προσαρµογή της ελληνικής νοµοθεσίας προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. 8. Επειδή, κατά την πάγια νοµολογία του ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι αρχές κράτους µέλους, το οποίο δεν θέσπισε εντός της ταχθείσης µε οδηγία προθεσµίας τις αναγκαίες ρυθµίσεις για τη µεταφορά της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννοµη τάξη, δεν µπορούν να αντιτάξουν στους ιδιώτες τη µη
εκπλήρωση, από το εν λόγω κράτος µέλος, των υποχρεώσεων που του επιβάλλει η οδηγία για το λόγο αυτόν, διατάξεις οδηγίας, οι οποίες είναι ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, µπορούν, παρά τη µη εµπρόθεσµη µεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννοµη τάξη ορισµένου κράτους µέλους, να τύχουν επικλήσεως έναντι των αρχών του τελευταίου τούτου κράτους από κάθε ιδιώτη που επιδιώκει, δια της επικλήσεως αυτής, είτε να ασκήσει δικαίωµα που θεσπίζει υπέρ αυτού η οδηγία είτε να µην εφαρµοσθεί εθνική διάταξη αντίθετη προς την οδηγία (βλ., ενδεικτικά, ΕΚ, αποφάσεις της 19.1.1982, 8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53, της 22.6.1989, 103/88, Fratelli Constanzo, σ. 1839, της 12.7.1990, C-188/89, Foster, Συλλογή 1990, σ. Ι-3313, της 25.5.1993, C-193-/91, Mohsche, Συλλογή 1993, σ. Ι-2615, της 26.9.2000, C-134/99, IGI, Συλλογή 2000, σ. Ι-7717, της 18.10.2001, C-441/99, Gharehveran, Συλλογή 2001, σ. Ι-7687 κ.ά.). 9. Επειδή η προµνησθείσα οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συµβουλίου έχει εκδοθεί κατ επίκληση των άρθρων 49, 57 παράγραφος 1 και 66 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος (βλ. ήδη άρθρα 40, 47 παράγραφος 1 και 55 του ενοποιηµένου κειµένου της Συνθήκης, όπως διαµορφώθηκε µε τη Συνθήκη του Άµστερνταµ, κυρωθείσα µε το Ν. 2691/1999, Α 47). Με την οδηγία αυτή, τροποποιηθείσα µε τις οδηγίες 94/38/ΕΚ (L. 217), 95/38/ΕΚ (L. 184) και 97/38/ΕΚ (L. 184) της Επιτροπής, µετά δε την έκδοση της προσβαλλοµένης µε τις οδηγίες 2000/5/ΕΚ (L. 54) και 2001/19/ΕΚ (L.206), θεσπίσθηκε, µε σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, η οποία συγκαταλέγεται µεταξύ των θεµελιωδών στόχων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος (βλ. άρθρο 3 εδάφιο γ της Συνθήκης), ένα γενικής εφαρµογής σύστηµα -συµπληρωµατικό αυτού της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ- αναγνωρίσεως διπλωµάτων επαγγελµατικής εκπαιδεύσεως, το οποίο έχει, όπως προκύπτει από το προοίµιο και τα οριζόµενα στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας, τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: α) Αφορά διπλώµατα µεταδευτεροβάθµιας εκπαιδεύσεως, τα οποία έχουν χορηγηθεί σε
κοινοτικούς υπηκόους από αρµόδια αρχή κράτους µέλους, πιστοποιούν επαγγελµατική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας ενός έτους ή επαγγελµατική εκπαίδευση εκ των αναφεροµένων στο Παράρτηµα Γ κύκλων εκπαίδευσης και επιτρέπουν στους κατόχους τους την πρόσβαση σε νοµοθετικώς κατοχυρωµένο επάγγελµα και την εξάσκησή του στο ανωτέρω κράτος µέλος και β) Αποβλέπει στην κτήση, από τους ανωτέρω κοινοτικούς υπηκόους, του δικαιώµατος να ασκούν, ως ελεύθεροι επαγγελµατίες ή µισθωτοί, το αντίστοιχο, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο, επάγγελµα σε άλλο κράτος µέλος (κράτος µέλος υποδοχής), διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν το δίπλωµά τους. Το άρθρο 3 της οδηγίας ορίζει, ειδικότερα, τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρµόδιες αρχές του κράτους µέλους υποδοχής υποχρεούνται να επιτρέψουν την πρόσβαση σε επάγγελµα, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο στο εν λόγω κράτος µέλος και την περαιτέρω εξάσκησή του, σε κάτοχο διπλώµατος κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος, καθώς και την περίπτωση κατά την οποία, κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3, δεν υφίσταται υποχρέωση εφαρµογής του άρθρου αυτού (τελευταία παράγραφος του άρ. 3), ενώ στο άρθρο 4 ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες το κράτος µέλος υποδοχής έχει την ευχέρεια να απαιτεί, από τον κάτοχο του ανωτέρω διπλώµατος, επί πλέον προσόντα, συνιστάµενα είτε σε επαγγελµατική πείρα (βλ. εδάφιο α του εν λόγω άρθρου 4) είτε στην πραγµατοποίηση πρακτικής ασκήσεως προσαρµογής ή στην υποβολή σε δοκιµασία επάρκειας (βλ. εδάφιο β του αυτού άρθρου). Όµοιες ρυθµίσεις περιλαµβάνονται στα άρθρα 5 έως 9 της οδηγίας. Το άρθρο 10 ρυθµίζει, κυρίως, τα της αποδείξεως εκ µέρους του ενδιαφεροµένου, στοιχείων αναγοµένων στην εντιµότητα, το ήθος, τη σωµατική και ψυχική του υγεία κ.λπ. Περαιτέρω, στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας ορίζεται ότι «η διαδικασία εξέτασης της αίτησης για την άσκηση νοµοθετικά κατοχυρωµένου επαγγέλµατος πρέπει να ολοκληρώνεται το συντοµότερο δυνατό και να πιστοποιείται µε την έκδοση αιτιολογηµένης απόφασης της αρµόδιας αρχής του κράτους µέλους
υποδοχής», ενώ στο άρθρο 13 παράγραφος 1 ορίζονται τα εξής: «Τα κράτη µέλη ορίζουν, µέσα στην προθεσµία που προβλέπεται από το άρθρο 17, τις αρχές που είναι αρµόδιες να δέχονται τις αιτήσεις και να λαµβάνουν τις αποφάσεις που αναφέρει η παρούσα οδηγία (...)». 10. Επειδή, υπό τα ανωτέρω νοµικά και πραγµατικά δεδοµένα, αποβαίνει εν προκειµένω κρίσιµο το ζήτηµα εάν, κατά το χρονικό διάστηµα που µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς που ετάχθη µε το άρθρο 17 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και της καθυστερηµένης µεταφοράς της οδηγίας αυτής σε ορισµένο κράτος µέλος (κράτος µέλος υποδοχής), ένας ιδιώτης, επικαλούµενος ότι είναι κάτοχος διπλώµατος, κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος και εµπίπτοντος στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας, µπορούσε να ζητήσει από τις αρχές του κράτους µέλους υποδοχής, να του επιτραπεί, κατ εφαρµογή των κρίσιµων διατάξεων της οδηγίας, η πρόσβαση στο αντίστοιχο, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο στο κράτος µέλος υποδοχής, επάγγελµα και η περαιτέρω άσκησή του στο τελευταίο τούτο κράτος µέλος. Επί του ζητήµατος αυτού, ο Πρόεδρος του Τµήµατος, οι Σύµβουλοι Χ. Ράµµος και Π. Κοτσώνης και οι Πάρεδροι υποστήριξαν την εξής άποψη: Το άρθρο 3 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ καθορίζει µε απόλυτη ακρίβεια και χωρίς καν να καταλείπει στα κράτη µέλη δυνατότητα επιλογής µεταξύ πλειόνων εναλλακτικών λύσεων, τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρµόδιες αρχές του κράτους µέλους υποδοχής υποχρεούνται να επιτρέψουν την πρόσβαση σε επάγγελµα, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο στο εν λόγω κράτος µέλος, καθώς και την περαιτέρω άσκησή του, σε κάτοχο διπλώµατος κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος. Εξ άλλου, το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας προβλέπει µεν ότι οι αρµόδιες αρχές του κράτους µέλους υποδοχής έχουν, σε ορισµένες περιπτώσεις, την ευχέρεια να απαιτήσουν από τον κάτοχο του κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος διπλώµατος ορισµένα πρόσθετα προσόντα, επακριβώς περιγραφόµενα στην οδηγία (είτε επαγγελµατική πείρα, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 εδάφιο η' της οδηγίας, είτε πραγµατοποίηση πρακτικής ασκήσεως
προσαρµογής ή υποβολή σε δοκιµασία επάρκειας, όπως αυτές ορίζονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 1 εδάφια θ και ι της οδηγίας, τα οποία αναθέτουν, κατά τα λοιπά, τον καθορισµό των σχετικών λεπτοµερειών στην αρµόδια αρχή του κράτους µέλους υποδοχής), οι περιπτώσεις, όµως, αυτές ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 περιοριστικώς. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 καθορίζει, δηλαδή, πότε ακριβώς µπορεί να απαιτηθεί από τον ενδιαφερόµενο η απόδειξη επαγγελµατικής πείρας (βλ. εδάφιο α της εν λόγω παραγράφου 1) και πότε ακριβώς µπορεί να απαιτηθεί από αυτόν η πραγµατοποίηση πρακτικής ασκήσεως προσαρµογής ή η υποβολή σε δοκιµασία επάρκειας (βλ. εδάφιο β της αυτής παραγράφου 1), ενώ η παράγραφος 2 του αυτού άρθρου 4 ορίζει ότι δεν είναι δυνατόν τα δύο αυτά στοιχεία (επαγγελµατική πείρα, αφ ενός, πρακτική άσκηση προσαρµογής ή δοκιµασία επάρκειας αφ ετέρου) να απαιτηθούν σωρευτικώς. Η διάταξη του εδαφίου α της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ορίζει, επίσης, τον τρόπο υπολογισµού της διάρκειας της δυναµένης να απαιτηθεί από τον ενδιαφερόµενο επαγγελµατικής πείρας και προβλέπει ότι η διάρκεια αυτή δεν µπορεί, σε καµία περίπτωση, να υπερβεί τα τέσσερα έτη, προβλέπει δε και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν µπορεί να απαιτηθεί η απόδειξη επαγγελµατικής πείρας (τελευταίο εδάφιο). Περαιτέρω, η διάταξη του εδαφίου β της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου 4 ορίζει ότι, όταν συντρέχουν ορισµένες προϋποθέσεις, επακριβώς καθοριζόµενες στη διάταξη αυτή, το κράτος µέλος υποδοχής µπορεί να ζητήσει από τον ενδιαφερόµενο να πραγµατοποιήσει πρακτική άσκηση προσαρµογής επί τρία το πολύ έτη ή να υποβληθεί σε δοκιµασία επάρκειας και θεσπίζει τον κανόνα ότι το κράτος µέλος οφείλει να παρέχει στον ενδιαφερόµενο τη δυνατότητα σχετικής επιλογής µεταξύ πρακτικής ασκήσεως προσαρµογής και δοκιµασίας επάρκειας. Η αυτή διάταξη του εδαφίου β προβλέπει, επίσης, ότι το κράτος µέλος µπορεί, κατά παρέκκλιση, να µην επιτρέψει στον ενδιαφερόµενο την ανωτέρω επιλογή και να επιβάλει είτε την πρακτική άσκηση προσαρµογής είτε τη δοκιµασία επάρκειας, προκειµένου περί ορισµένων, ειδικώς
καθοριζοµένων στη διάταξη αυτή, επαγγελµάτων, ή στην περίπτωση που περιγράφεται επακριβώς στην οδηγία (κατά την οποία το κράτος µέλος υποδοχής απαιτεί, για την πρόσβαση στο επάγγελµα, δίπλωµα της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, του οποίου µία από τις προϋποθέσεις χορήγησης είναι η ολοκλήρωση µεταδευτεροβάθµιων σπουδών διάρκειας άνω των 3 ετών, ενώ ο αιτών είναι κάτοχος είτε διπλώµατος της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, είτε τίτλων εκπαίδευσης κατά το άρ. 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο β της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, που δεν καλύπτονται από το άρθρο 3 στοιχ. β της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ) προσθέτει, δε, ότι το κράτος µέλος υποδοχής µπορεί, κατόπιν τηρήσεως των διαδικαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 14 της οδηγίας, να θεσπίσει παρεκκλίσεις από την ευχέρεια επιλογής του αιτούντος. Τέλος, στο 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας εισάγονται, προκειµένου να καλυφθούν περιπτώσεις κατά τις οποίες το κράτος µέλος υποδοχής απαιτεί, για την πρόσβαση σε ορισµένο επάγγελµα, την απόδειξη στοιχείων αναγοµένων στην εντιµότητα, το ήθος, τη σωµατική ή ψυχική υγεία κ.λπ. ή τη δόση όρκου, σειρά ειδικών ρυθµίσεων, οι οποίες αναφέρονται στα της αποδείξεως, εκ µέρους του ενδιαφεροµένου, των ανωτέρω στοιχείων, καθώς και στα της ορκοδοσίας. Με το περιεχόµενο αυτό, οι προµνησθείσες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 10 παράγραφοι 1 έως και 4 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ είναι, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αρχές του κράτους µέλους υποδοχής υποχρεούνται να επιτρέψουν σε κάτοχο διπλώµατος, κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος, την πρόσβαση σε επάγγελµα, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο στο κράτος µέλος υποδοχής, καθώς και την περαιτέρω άσκησή του στο τελευταίο τούτο κράτος µέλος και, εποµένως, είναι δεκτικές επικλήσεως από τον κάτοχο τέτοιου διπλώµατος µετά τη λήξη της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας. Τα χαρακτηριστικά τους αυτά δεν µπορούν να αναιρεθούν εκ µόνου του γεγονότος ότι η διάταξη του εδαφίου β της παραγράφου 1 του άρθρου 4 προβλέπει ευχέρεια του κράτους
µέλους υποδοχής να µην παρέχει στον ενδιαφερόµενο, είτε επί ορισµένων επαγγελµάτων, ειδικώς καθοριζοµένων, είτε στην ειδική περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της διάταξης αυτής, δυνατότητα επιλογής µεταξύ πρακτικής ασκήσεως προσαρµογής και δοκιµασίας επάρκειας, ούτε από την παρεχοµένη στο κράτος µέλος ευχέρεια να επεκτείνει, υπό ορισµένες προϋποθέσεις, την παρέκκλιση αυτή και σε άλλες περιπτώσεις. Και τούτο, αφ ενός µεν διότι, και στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος µέλος µπορεί, πάντως, να ζητήσει από τον ενδιαφερόµενο την εκπλήρωση µιας και µόνον από τις ανωτέρω δύο, ειδικώς προσδιοριζόµενες στην οδηγία, πρόσθετες προϋποθέσεις (πρβλ. σχετικώς ΕΚ, αποφάσεις της 19.11.1991, Francovich κ.λπ., C-6/90 και C-9/90, Συλλογή 1991, σ. Ι-5357, σκ. 17 και της 4.12.1997, Kampelmann κ.λπ. C-253/96 και C-258/96, Συλλογή 1997, σ. Ι-6907, σκ. 38 έως 40), αφ ετέρου δε διότι, εν πάση περιπτώσει, ένα κράτος µέλος, το οποίο παρέβη την υποχρέωσή του προς µεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν θα µπορεί να αποκλείσει τα δικαιώµατα που γεννά η οδηγία υπέρ των ιδιωτών, επικαλούµενο την ευχέρειά του να επιβάλει ορισµένους περιοριστικούς όρους στην άσκηση των δικαιωµάτων αυτών, ευχέρεια της οποίας µπορούσε να είχε κάνει χρήση, εάν είχε λάβει εγκαίρως τα αναγκαία µέτρα για την πλήρη µεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (πρβλ. σχετικώς την µνηµονευθείσα αµέσως ανωτέρω απόφαση Francovich, σκ. 21). Εξ άλλου, το χαρακτήρα των ως άνω κρισίµων διατάξεων της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ ως ανεπιφυλάκτων και επαρκώς σαφών δεν αναιρεί η διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 1 της αυτής οδηγίας, παρά το ότι προβλέπει ότι κατά τη µεταφορά της οδηγίας τα κράτη µέλη οφείλουν να ορίσουν και «τις αρχές που είναι αρµόδιες να δέχονται τις αιτήσεις και να λαµβάνουν τις αποφάσεις που αναφέρει η παρούσα οδηγία», καταλείποντας, ως προς το ζήτηµα στο οποίο αναφέρεται, ευρύτατο περιθώριο εκτιµήσεων στον εθνικό νοµοθέτη. Και τούτο για τους εξής λόγους: Ο ιδιώτης µπορεί να προβάλει το δικαίωµα που αντλεί από ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς διατάξεις µιας οδηγίας και στην περίπτωση κατά την οποία οι
διατάξεις αυτές είναι δυνατόν να τύχουν αυτοτελούς εφαρµογής, αποσυνδεόµενες από άλλες διατάξεις της αυτής οδηγίας, οι οποίες δεν είναι στον ίδιο βαθµό ακριβείς και ανεπιφύλακτες (βλ. σχετικώς τις µνηµονευθείσες ήδη στην όγδοη σκέψη αποφάσεις Becker, σκ. 29 και 30 και Gharehveran, σκ. 44). Εν όψει τούτου, κατά το χρόνο µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας και της µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη του κράτους µέλους υποδοχής, οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ ήσαν, αποσυνδεόµενες από τη διάταξη του άρθρου 13 παράγραφος 1 της οδηγίας, απολύτως δεκτικές αυτοτελούς εφαρµογής, στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία η εθνική νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής, όπως ίσχυε προτού το κράτος τούτο προχωρήσει στην µεταφορά της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ στην εσωτερική του έννοµη τάξη, ανέθετε σε συγκεκριµένο διοικητικό όργανο, τη διαπίστωση της συνδροµής των προϋποθέσεων προσβάσεως σε συγκεκριµένο, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο στο κράτος αυτό, επάγγελµα και τη χορήγηση στον ενδιαφερόµενο, επί διαπιστώσεως της συνδροµής των προϋποθέσεων αυτών, της αδείας ασκήσεως του επαγγέλµατος τούτου. Στην περίπτωση αυτή, ο κάτοχος διπλώµατος, κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος, µπορούσε, εάν η προθεσµία µεταφοράς της οδηγίας είχε παρέλθει άπρακτη, να επικαλεσθεί τις ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς διατάξεις των άρθρων 3 και 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ ενώπιον του προµνησθέντος διοικητικού οργάνου, να προβάλει ότι οι διατάξεις αυτές του παρέχουν το δικαίωµα να ασκήσει στη χώρα υποδοχής το συγκεκριµένο, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο, επάγγελµα και να ζητήσει από το ως άνω όργανο να του χορηγηθεί η προβλεπόµενη στην εθνική νοµοθεσία άδεια ασκήσεως του επαγγέλµατος τούτου. Το διοικητικό όργανο ενώπιον του οποίου υποβαλλόταν σχετική αίτηση είχε, εξ άλλου, την υποχρέωση να διαπιστώσει εάν στο πρόσωπο εκείνου που την υπέβαλε συντρέχουν, πράγµατι, οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 3 της οδηγίας, να ζητήσει, σε καταφατική
περίπτωση, εάν το έκρινε αναγκαίο και εφ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως σχετικής ευχερείας, τις οποίες τάσσει το άρθρο 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2, την εκπλήρωση των προσθέτων προϋποθέσεων που καθορίζονται στις τελευταίες αυτές διατάξεις (καθορίζοντας, ενδεχοµένως, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 1 εδάφια θ και ι της οδηγίας, τις λεπτοµέρειες που θα ήταν τυχόν αναγκαίες για την εκπλήρωση των πρόσθετων αυτών προϋποθέσεων), να ζητήσει, ενδεχοµένως, την απόδειξη στοιχείων, από εκείνα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 10 της οδηγίας (εντιµότητα, επαγγελµατικό ήθος, υγεία κ.λπ.) ή και τη δόση όρκου και να επιτρέψει, τέλος, στον ενδιαφερόµενο, εάν ο τελευταίος εκπληρώνει το σύνολο των ανωτέρω προϋποθέσεων, την άσκηση του οικείου επαγγέλµατος. Εάν, αντιθέτως, το εν λόγω διοικητικό όργανο διεπίστωνε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 της οδηγίας ή ότι ο ενδιαφερόµενος δεν εκπλήρωσε τις απαιτηθείσες πρόσθετες προϋποθέσεις ή ότι δεν απέδειξε κάποιο από τα µνηµονευόµενα στο άρθρο 10 της οδηγίας στοιχεία, όφειλε να απορρίψει την υποβληθείσα αίτηση µε πράξη του, πλήρως και ειδικώς αιτιολογηµένη ως προς τους λόγους της απορρίψεως. οθέντος δε ότι το ανωτέρω όργανο καλείται, εν προκειµένω, να εφαρµόσει τις διατάξεις της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, η οποία ρυθµίζει ειδικώς το ζήτηµα των δικαιωµάτων των υπηκόων των κρατών µελών που κατέχουν διπλώµατα εµπίπτοντα στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας αυτής, δεν θα µπορούσε, πάντως, να απορρίψει την υποβληθείσα ενώπιόν του αίτηση, επικαλούµενο έλλειψη αναγνωρίσεως, από άλλο όργανο του κράτους υποδοχής, του διπλώµατος το οποίο κατέχει ο ενδιαφερόµενος (βλ., ως προς το τελευταίο αυτό ζήτηµα, ΕΚ, απόφαση της 8.7.1999, C-234/97, Fernández de Bobadilla Συλλογή 1999, σ. Ι-4773, σκέψη 27). Μειοψήφησαν οι Σύµβουλοι Γ. Παπαγεωργίου και Αικ. Χριστοφορίδου. Ο Σύµβουλος Γ. Παπαγεωργίου διατύπωσε, ειδικότερα, την εξής άποψη: Η οδηγία 92/51/ΕΟΚ θεσπίζει, όπως και η οδηγία 89/48/ΕΟΚ, την οποία συµπληρώνει, βασιζόµενη στις ίδιες αρχές, ένα ειδικό σύστηµα αναγνωρίσεως διπλωµάτων
µεταδευτεροβάθµιας εκπαιδεύσεως, µέσω του οποίου κοινοτικός υπήκοος, ο οποίος έχει αποκτήσει δίπλωµα σε ένα κράτος µέλος, µπορεί, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το πλέγµα των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας, να ζητήσει πρόσβαση σε νοµοθετικώς κατοχυρωµένο επάγγελµα σε άλλο κράτος µέλος (κράτος µέλος υποδοχής). Εν όψει δε, ακριβώς, της πρωτοτυπίας και των ειδικών απαιτήσεων του συστήµατος, ο κοινοτικός νοµοθέτης δεν θεώρησε σκόπιµο να αναθέσει την εφαρµογή του συστήµατος στις διοικητικές αρχές των κρατών µελών, οι οποίες ήσαν, κατά την µέχρι τότε ισχύουσα εθνική νοµοθεσία, αρµόδιες για τον έλεγχο της συνδροµής των προϋποθέσεων ασκήσεως ορισµένου ή ορισµένων επαγγελµάτων και τη χορήγηση της αντίστοιχης αδείας ασκήσεως επαγγέλµατος. Αντ αυτού, παρεχώρησε στα κράτη µέλη, µε το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας, ευρύτατα περιθώρια εκτιµήσεων ως προς το όργανο ή τα όργανα στα οποία θα ανατεθεί, κατά τη µεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννοµη τάξη ενός εκάστου κράτους µέλους, η εξόχως τεχνική αρµοδιότητα αποφάνσεως επί αιτήσεως αναγνωρίσεως διπλώµατος, το οποίο φέρεται να εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και διαπιστώσεως της συνδροµής των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως του εν λόγω τίτλου, τις οποίες τάσσουν οι διατάξεις των άρθρων 3 και 4 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας αυτής. Κάθε κράτος µέλος διέθετε, ως εκ τούτου, την ευχέρεια να επιλέξει, ως προς το ζήτηµα αυτό, µεταξύ ποικίλων λύσεων: είχε, δηλαδή, τη δυνατότητα να αναθέσει την αρµοδιότητα εφαρµογής του νέου, θεσπιζοµένου µε την οδηγία, συστήµατος, είτε στα όργανα, στα οποία ανήκε η αρµοδιότητα εφαρµογής των κανόνων της εθνικής νοµοθεσίας, οι οποίοι ρύθµιζαν τα της προσβάσεως σε ορισµένο, νοµοθετικώς κατοχυρωµένο επάγγελµα, είτε σε νέα, διαφορετικά κατά επάγγελµα και ειδικώς συνιστώµενα προς τούτο όργανα, είτε σε ένα νέο, ενιαίο για όλα τα επαγγέλµατα, όργανο. Η τελευταία αυτή λύση είναι, σηµειωτέον, και η επιλεγείσα κατά τη µεταφορά της οδηγίας στην ελληνική έννοµη τάξη. Πράγµατι, το Π.. 231/98 (Α 178), περί µεταφοράς της οδηγίας,
ανέθεσε (άρθρο 14) την ανωτέρω αρµοδιότητα σε ένα, ειδικώς συσταθέν προς τούτο, κρατικό όργανο («Συµβούλιο Επαγγελµατικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης»-ΣΕΑΤΕΚ), το οποίο είναι το µόνο αρµόδιο για την αναγνώριση, σε κάτοχο διπλώµατος εµπίπτοντος στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας, του δικαιώµατος ασκήσεως στην Ελλάδα του αντίστοιχου, νοµοθετικά κατοχυρωµένου, επαγγέλµατος, η γνώµη του οποίου δεσµεύει το εκάστοτε αρµόδιο Υπουργείο για τη χορήγηση της αδείας ασκήσεως επαγγέλµατος (άρθρο 14 παρ. 1). Κατά συνέπεια, λαµβανοµένων υπ όψη, αφ ενός µεν των ειδικών, τεχνικού χαρακτήρα, απαιτήσεων του εισαχθέντος µε την οδηγία 92/51/ΕΟΚ συστήµατος, αφ ετέρου δε της ευρύτητος του περιθωρίου εκτιµήσεων που χορήγησε στα κράτη µέλη το άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας ως προς τον καθορισµό των αρµοδίων για την εφαρµογή του συστήµατος εθνικών οργάνων, τα άρθρα 3, 4 παράγραφοι 1 και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας δεν ήσαν, κατά το χρόνο που µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και της µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη του κράτους µέλους υποδοχής, κατά την εν λόγω µειοψηφήσασα άποψη, δεκτικά επικλήσεως, από κατόχους τίτλων που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας, ενώπιον των διοικητικών οργάνων, τα οποία ήσαν τυχόν αρµόδια, σύµφωνα µε την ισχύουσα, κατά τον ανωτέρω χρόνο, εθνική νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής, για τη χορήγηση αδειών ασκήσεως, στο κράτος αυτό, των αντιστοίχων, νοµοθετικώς κατοχυρωµένων επαγγελµάτων. Εξ άλλου, η Σύµβουλος Αικ. Χριστοφορίδου διατύπωσε την εξής άποψη: Με την οδηγία 92/51/ΕΟΚ θεσπίζεται, το πρώτον, πλαίσιο συστήµατος αναγνωρίσεως διπλωµάτων µεταδευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, προς το σκοπό παροχής δυνατότητος, στους υπηκόους των κρατών µελών, να ασκούν επαγγελµατική δραστηριότητα σε κράτος µέλος εκτός εκείνου στο οποίο απέκτησαν τα επαγγελµατικά τους προσόντα. Το σύστηµα αυτό είναι νέο, τουλάχιστον για την ελληνική έννοµη τάξη και πολύπλοκο, εξ αιτίας, κυρίως, της ανάγκης που
δηµιουργεί για αποσύνδεση της επαγγελµατικής από την ακαδηµαϊκή ισοτιµία, οι οποίες ωστόσο απορρέουν από το αυτό δίπλωµα ή τίτλο σπουδών. Κατά συνέπεια, η µεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στη ελληνική έννοµη τάξη προσαπαιτεί την δια της κανονιστικής οδού θέσπιση νέων, σύµφωνων προς το πνεύµα των διατάξεων της οδηγίας κανόνων, δια των οποίων θα τεθούν οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, καθώς και τα κριτήρια, επί τη βάσει των οποίων θα λαµβάνει χώρα η κατά περίπτωση εφαρµογή των διατάξεων της οδηγίας, όπως θα διαµορφωθούν υπό το ουσιαστικό και διαδικαστικό περιεχόµενό τους µε τις προαναφερθείσες, αναγκαίες για την εξειδίκευση και εφαρµογή αυτής ρυθµίσεις. Μόνον δε υπό την έννοια αυτή δύναται να επέλθει πλήρης συµµόρφωση της ελληνικής έννοµης τάξης προς το κοινοτικό δίκαιο, ώστε να εξασφαλισθεί η εφαρµογή του κοινοτικού δικαίου στον εν λόγω τοµέα και να καταστεί δυνατή η άσκηση επαγγέλµατος υπηκόων κρατών µελών στην Ελλάδα. εδοµένου δε ότι τα ως άνω κριτήρια και προϋποθέσεις αποτελούν αντικείµενο κανονιστικής ρυθµίσεως, δεν είναι επιτρεπτή στη ιοίκηση η θέσπιση αυτών επ ευκαιρία εκδόσεως απ ευθείας των ατοµικών πράξεων, µε τις οποίες αναγνωρίζεται η επαγγελµατική ισοτιµία. Πράγµατι, το Π.. 231/98, δια του οποίου έγινε η µεταφορά της οδηγίας στην ελληνική έννοµη τάξη, περιέλαβε τις απαραίτητες πρόσθετες διατάξεις (άρθρο 14 - σύσταση ειδικού κρατικού οργάνου, ειδικές αρµοδιότητες αυτού κ.λπ.), εξειδικεύοντας το πλαίσιο ρυθµίσεων της οδηγίας, στις περιπτώσεις που ο κοινοτικός νοµοθέτης άφησε ευρύτατα προς τούτο περιθώρια στους εθνικούς νοµοθέτες. Με τα δεδοµένα αυτά, κατά το χρόνο που µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και της µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη κράτους µέλους υποδοχής, τα άρθρα 3, 4 παράγραφοι 1 και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας δεν ήσαν, σύµφωνα και µε την δεύτερη αυτή µειοψηφήσασα άποψη, δεκτικά επικλήσεως, από κατόχους τίτλων που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής της οδηγίας, ενώπιον των διοικητικών οργάνων, τα οποία ήσαν τυχόν αρµόδια,
σύµφωνα µε την ισχύουσα, κατά τον ανωτέρω χρόνο, εθνική νοµοθεσία του κράτους µέλους υποδοχής, για τη χορήγηση αδειών ασκήσεως, στο κράτος αυτό, των αντιστοίχων, νοµοθετικώς κατοχυρωµένων, επαγγελµάτων. 11. Επειδή, περαιτέρω, κατά το π.δ. 83/89 (Α 37) µε τίτλο "Επαγγελµατικά δικαιώµατα πτυχιούχων των τµηµάτων:... γ) Εργοθεραπείας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων (ΤΕΙ)": "Άρθρο 3. Πτυχιούχοι Τµήµατος Εργοθεραπείας. 1. Οι πτυχιούχοι του τµήµατος Εργοθεραπείας της Σχολής Επαγγελµάτων Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΠ) των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων... ασχολούνται στον ιδιωτικό και δηµόσιο τοµέα... 4. Οι πτυχιούχοι του παραπάνω τµήµατος ασκούν το επάγγελµα στο πλαίσιο των παραπάνω επαγγελµατικών τους δικαιωµάτων µετά την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλµατος που χορηγείται από τις αρµόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων." Τέλος, κατά την απόφαση του Υπουργού Υγείας Α4β/251/23.1.90 (Β 94), που επικαλείται ως εξουσιοδοτικό έρεισµα τη διάταξη του άρ. 3 παρ. 4 του πδ 83/89, ως δικαιολογητικά για τη χορήγηση αδείας εργοθεραπευτού ορίζονται, µεταξύ άλλων, το αντίγραφο πτυχίου ή, "προκειµένου περί πτυχιούχων εξωτερικού, και απόφαση αναγνωρίσεως ισοτιµίας πτυχίου του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων". Εξάλλου, στη µεν διάταξη της παραγράφου 1 της περιπτώσεως ΙΙ του άρθρου 14 του ν. 1404/1983 (Α 173), όπως ίσχυε τον κρίσιµο χρόνο, ορίζεται ότι: "1. Ιδρύεται δηµοσία υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων και έχει τον τίτλο "Ινστιτούτο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης" (Ι.Τ.Ε.). Έργο του Ι.Τ.Ε. είναι να εισηγείται στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων για εκπαιδευτικά και επιστηµονικά θέµατα της τριτοβάθµιας τεχνολογικής εκπαίδευσης και ιδίως για: α) την οργάνωση και συνεχή βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας... β)...", στη δε διάταξη της παραγράφου 2 της περιπτώσεως ΙΙ του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε µε τη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 5 του ν. 1566/1985 (Α 167), ορίζεται ότι: "2. Το
Ι.Τ.Ε. αποφαίνεται για: α) το οµοταγές µε τα Τ.Ε.Ι. των σχολών ή τµηµάτων της τριτοβάθµιας µη πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης του εξωτερικού, την ισοτιµία των τίτλων σπουδών που χορηγούν και την αντιστοιχία τους, εφόσον υπάρχει, µε τους τίτλους που απονέµονται από τα Τ.Ε.Ι. β)...". Εξ άλλου στη διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 567/1984 (Α 204), το οποίο εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 περίπτ. ΙΙ παρ. 8 του ν. 1404/1983 και αφορά τα της λειτουργίας του Ι.Τ.Ε., ορίζεται µεταξύ άλλων, ότι: "Όργανα του Ι.Τ.Ε. είναι το Επιστηµονικό Συµβούλιο (Ε.Σ.) και ο Πρόεδρός του", ότι "ειδικά για την κρίση ισοτιµίας τίτλων σπουδών σε σχέση µε ειδικότητες και κατευθύνσεις των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων (Τ.Ε.Ι.) το Επιστηµονικό Συµβούλιο αποφασίζει µε βάση γραπτή εισήγηση µιας από τις Επιτροπές κρίσης τίτλων σπουδών που συγκροτούνται για το σκοπό αυτό µε απόφαση του Ε.Σ...." ότι "η αναγνώριση ισοτιµίας τίτλου σπουδών ή το οµοταγές της σχολής γίνονται µε πράξη του Ε.Σ. η οποία ανακοινώνεται περιληπτικά στον ενδιαφερόµενο από τον πρόεδρο του Ε.Σ. Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί απόδειξη της ισοτιµίας του τίτλου σπουδών" και ότι "οι απορριπτικές πράξεις περιλαµβάνουν ειδική αιτιολογία". 12. Επειδή, από τις παρατεθείσες στην προηγουµένη σκέψη διατάξεις της ελληνικής νοµοθεσίας (πδ 83/89), εν συνδυασµώ προς τα οριζόµενα στις διατάξεις των εδαφίων ε και στ του άρθρου 1 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, στις οποίες ορίζεται η έννοια του «νοµοθετικώς κατοχυρωµένου επαγγέλµατος», συνάγεται, κατά τρόπο πρόδηλο, ότι το επάγγελµα του εργοθεραπευτή είναι, στην Ελλάδα, επάγγελµα νοµοθετικώς κατοχυρωµένο, υπό την έννοια της ανωτέρω οδηγίας (πρβλ. και ΕΚ, απόφαση της 1.2.1996, C-164/94, Αρανίτης, Συλλογή 1996, σ. Ι-135, σκ. 18 και 19). Από τις αυτές ως άνω διατάξεις της ελληνικής νοµοθεσίας συνάγεται, επίσης, ότι προ της µεταφοράς της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ στην ελληνική έννοµη τάξη, ο ενδιαφερόµενος να ασκήσει στην Ελλάδα το επάγγελµα του εργοθεραπευτή, στο δηµόσιο ή τον ιδιωτικό τοµέα, έπρεπε προηγουµένως να λάβει σχετική άδεια, χορηγουµένη από τις
υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων. 13. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, η αιτούσα, Ελληνίδα υπήκοος και κάτοχος πτυχίου Εργοθεραπεύτριας από τη Σχολή Εργοθεραπευτών Στουτγγάρδης (Γερµανίας) και σχετικής άδειας ασκήσεως επαγγέλµατος στη Γερµανία, υπέβαλε αίτηση στη ιεύθυνση Υγιεινής Ν.Α. Θεσσαλονίκης, η οποία εν συνεχεία διαβιβάστηκε στο Υπουργείο Υγείας, µε αίτηµα τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλµατος εργοθεραπεύτριας στην Ελλάδα. Κατά την πλειοψηφήσασα άποψη, εφόσον η εκπαίδευση στη Γερµανία στον κλάδο των Εργοθεραπευτών, που επικαλέστηκε η αιτούσα, προβλέπεται στο Παράρτηµα Γ της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, η αρµόδια για τη χορήγηση της άδειας Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας, ενώπιον της οποίας εκκρεµούσε η αίτηση, ώφειλε να την εξετάσει, ερευνώντας εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτουν οι ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ. 1 εδ. α-β και 2 και 10 παρ. 1-4 σε συνδυασµό µε το Παράρτηµα Γ της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και, σε καταφατική περίπτωση, να αναγνωρίσει στην αιτούσα το δικαίωµα να ασκεί στην Ελλάδα το επάγγελµα της εργοθεραπεύτριας, χορηγώντας της τη σχετική άδεια άλλως, ώφειλε να απορρίψει την αίτηση µε πράξη πλήρως και ειδικώς αιτιολογηµένη ως προς τους λόγους της απορρίψεως. Εν πάση δε περιπτώσει, το όργανο αυτό δεν µπορούσε, εν όψει των οριζοµένων στις ανωτέρω ειδικές διατάξεις της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και των ήδη εκτεθέντων σχετικώς, στη δέκατη σκέψη, να απαιτήσει αναγνώριση της ισοτιµίας του τίτλου που κατέχει η αιτούσα από άλλη εθνική αρχή, δηλαδή το Ι.Τ.Ε., στο οποίο ανήκει, κατά την ελληνική νοµοθεσία, (βλ. ενδέκατη σκέψη) η αρµοδιότητα της αναγνωρίσεως της ισοτιµίας των τίτλων, οι οποίοι έχουν αποκτηθεί κατόπιν σπουδών εκτός Ελλάδος, προς τους τίτλους που χορηγούν τα ελληνικά Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα (ΤΕΙ). Κατά την άποψη, όµως, της µειοψηφίας, το αίτηµα της αιτούσας περί χορηγήσεως αδείας επαγγέλµατος εργοθεραπεύτριας, έστω κατ εφαρµογή των διατάξεων της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, δεν µπορούσε να εξετασθεί από τη ιοίκηση,
δεδοµένου ότι οι κρίσιµες διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας αυτής δεν ήσαν, κατά το χρόνο υποβολής του αιτήµατος του αιτούντος, δεκτικές επικλήσεως από ιδιώτη ενώπιον της ιοίκησης. 14. Επειδή, εν τούτοις, η κρίση του ζητήµατος εάν το αίτηµα της αιτούσας έπρεπε να εξεταστεί βάσει της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ προϋποθέτει, εν όψει των εκτεθέντων στη δέκατη σκέψη, την επίλυση του ζητήµατος εάν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ ήσαν, κατά τον εν προκειµένω κρίσιµο χρόνο, δεκτικές επικλήσεως από την αιτούσα ενώπιον εθνικής αρχής, όπως το Υπουργείο Υγείας. Για το λόγο αυτόν, το ικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την οριστική κρίση της υποθέσεως, προκειµένου να υποβάλει στο ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, το εξής προδικαστικό ερώτηµα: «Είναι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ του Συµβουλίου «σχετικά µε ένα δεύτερο γενικό σύστηµα αναγνώρισης της επαγγελµατικής εκπαίδευσης, το οποίο συµπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ» (L. 209), ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, ώστε, κατά το χρονικό διάστηµα, το οποίο µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας αυτής και της καθυστερηµένης µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη ορισµένου κράτους µέλους (κράτους µέλους υποδοχής), να είναι δεκτικές επικλήσεως ενώπιον διοικητικού οργάνου του τελευταίου τούτου κράτους µέλους, στο οποίο η εθνική νοµοθεσία, όπως ίσχυε προ της µεταφοράς της οδηγίας, ανέθετε την αρµοδιότητα χορηγήσεως της αδείας ασκήσεως ορισµένου, νοµοθετικώς κατοχυρωµένου επαγγέλµατος, από ιδιώτη, ο οποίος, επικαλούµενος ότι είναι κάτοχος διπλώµατος, κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος και εµπίπτοντος στο πεδίο εφαρµογής των ανωτέρω διατάξεων της οδηγίας, ζητεί να του επιτραπεί, κατ εφαρµογή των διατάξεων αυτών, η πρόσβαση στο
συγκεκριµένο επάγγελµα και η περαιτέρω άσκησή του στο κράτος µέλος υποδοχής;» 15. Επειδή, κατά πάγια νοµολογία του ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα δικαιώµατα, τα οποία κατοχυρώνει η Συνθήκη, µπορεί να τύχουν επικλήσεως έναντι των αρχών ενός κράτους µέλους, και από υπήκοο του τελευταίου τούτου κράτους, ο οποίος έχει αποκτήσει επαγγελµατικά προσόντα (όπως, λόγου χάριν, ένα τίτλο σπουδών) σε άλλο κράτος µέλος (βλ. τη µνηµονευθείσα ήδη ανωτέρω, στη δέκατη σκέψη, απόφαση Fernández de Bobadilla, σκ. 30, την απόφαση της 31.3.1993, C- 12/92, Kraus, Συλλογή 1993, σ. Ι-1663, σκ. 15 και 16 κ.ά.). Εξ άλλου, από τη νοµολογία του ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλ., ιδίως, την προµνησθείσα απόφαση Fernández de Bobadilla, σκ. 28, 29 και 31 επ.) συνάγεται ότι στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν τίθεται θέµα εφαρµογής της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει µεν, κατ αρχήν, την θέσπιση από ένα κράτος µέλος (κράτος µέλος υποδοχής) νοµοθεσίας, η οποία επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισµένο επάγγελµα µόνον στα πρόσωπα που κατέχουν τίτλο χορηγηθέντα από εκπαιδευτικό ίδρυµα του κράτους µέλους υποδοχής ή τίτλο, αποκτηθέντα σε άλλο κράτος µέλος και αναγνωρισθέντα από τις αρχές του κράτους µέλους υποδοχής, η διαδικασία, όµως, αναγνωρίσεως της ισοτιµίας του τίτλου, ο οποίος αποκτήθηκε σε άλλο κράτος µέλος, προς τους τίτλους που χορηγούν τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα του κράτους µέλους υποδοχής, πρέπει να είναι σύµφωνη µε τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου. Ως προς τις επιταγές αυτές, το ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει ήδη δεχθεί τα εξής: α) Οι αρµόδιες αρχές του κράτους µέλους υποδοχής οφείλουν να λαµβάνουν υπ όψη τα διπλώµατα, πιστοποιητικά και άλλους τίτλους που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόµενος, µε σκοπό την άσκηση του αυτού επαγγέλµατος σε άλλο κράτος µέλος και να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται µε τα διπλώµατα αυτά και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις (βλ., ιδίως, την προµνησθείσα απόφαση
Fernández de Bobadilla, σκ. 31 και τις αποφάσεις της 7.5.1991, C- 340/89, Βλασσοπούλου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2357, σκ. 16 και της 16.5.2002, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-232/99, σ. Ι-4235 σκ. 21). β) Αν η συγκριτική αυτή εξέταση των διπλωµάτων οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται µε το δίπλωµα που αποκτήθηκε σε άλλο κράτος µέλος αντιστοιχούν στα απαιτούµενα από τις εθνικές διατάξεις, οι αρµόδιες αρχές του κράτους µέλους υποδοχής υποχρεούνται να δεχθούν ότι το δίπλωµα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις αυτές αν, αντιθέτως, από τη σύγκριση προκύπτει µερική µόνον αντιστοιχία µεταξύ αυτών γνώσεων και προσόντων, οι αρµόδιες αρχές δικαιούνται να απαιτήσουν από τον ενδιαφερόµενο να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν (βλ. τις προµνησθείσες αποφάσεις Fernández de Bobadilla, σκ. 32 και Βλασσοπούλου, σκ. 19) γ) Εναπόκειται στις αρµόδιες εθνικές αρχές να εκτιµήσουν εάν ο ενδιαφερόµενος µπορεί να επικαλεστεί τις γνώσεις που απέκτησε στο πλαίσιο είτε ενός κύκλου σπουδών είτε πρακτικής εξασκήσεως, προκειµένου να αποδείξει ότι διαθέτει τις γνώσεις που του έλειπαν (βλ. τις αποφάσεις Fernández de Bobadilla, σκ. 33 και Βλασσοπούλου, σκ. 20, καθώς και απόφαση της 13.11.2003, C-313/01, Morgenbesser, µη δηµοσιευθείσα ακόµη στη Συλλογή, ιδίως σκ. 62-67). Τέλος, από τη νοµολογία του ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ευθέως συνάγεται (βλ. την απόφαση Fernández de Bobadilla, σκ. 34) ότι, όταν το κράτος µέλος υποδοχής δεν έχει θεσπίσει, σε εθνικό επίπεδο, γενική διαδικασία αναγνωρίσεως της ισοτιµίας ή η διαδικασία αυτή δεν είναι σύµφωνη προς τις ως άνω, υπό α, β και γ, επιταγές του κοινοτικού δικαίου, τότε το όργανο του κράτους µέλους υποδοχής, στο οποίο έχει ανατεθεί, από την εθνική νοµοθεσία, η αρµοδιότητα να ελέγχει την συνδροµή των προϋποθέσεων προσβάσεως σε ορισµένο επάγγελµα, οφείλει να εξετάσει αν το δίπλωµα που απέκτησε ο ενδιαφερόµενος σε άλλο κράτος µέλος, µαζί µε την τυχόν πρακτική εξάσκηση, πρέπει να θεωρηθεί ως ισότιµο του τίτλου που απαιτείται για την πρόσβαση
στο εν λόγω επάγγελµα. 16. Επειδή, κατά τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, από τις παρατεθείσες στην ενδέκατη σκέψη διατάξεις περί Ινστιτούτου Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΙΤΕ) συνάγεται ότι η διαδικασία για την αναγνώριση τίτλου σπουδών εκπαιδευτικού ιδρύµατος της αλλοδαπής ως ισοτίµου και αντιστοίχου µε συγκεκριµένο πτυχίο Ελληνικού Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύµατος (ΤΕΙ) περιλαµβάνει τα εξής στάδια: Σε πρώτο στάδιο κρίνεται εάν το εκπαιδευτικό ίδρυµα της αλλοδαπής που χορήγησε τον προσκοµιζόµενο τίτλο είναι οµοταγές, δηλαδή εάν ανήκει, από την άποψη του είδους και του επιπέδου των παρεχοµένων σ αυτό επιστηµονικών γνώσεων, καθώς και από την άποψη των προσόντων των διδασκόντων και των προϋποθέσεων εισαγωγής των διδασκοµένων, στην αυτή βαθµίδα εκπαιδεύσεως και µάλιστα στον ίδιο ή οµοειδή κύκλο επιστηµών (ΣτΕ 179/95, 1016/2001). Εφ όσον αναγνωρισθεί το οµοταγές του εκπαιδευτικού ιδρύµατος της αλλοδαπής που χορήγησε τον τίτλο, επακολουθεί το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο κρίνεται το ισότιµο του τίτλου, δηλαδή, εάν ο τίτλος αποκτήθηκε µετά από επιτυχή φοίτηση ή επιστηµονική έρευνα και δοκιµασία και γενικώς κατά διαδικασία και υπό ουσιαστικές προϋποθέσεις (διάρκεια φοιτήσεως, είδος και έκταση σπουδών, σηµασία και τρόπος εξετάσεως ή άλλης δοκιµασίας κ.λπ.) ανάλογες µε αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα και που αποδεικνύουν ότι ο τίτλος είναι πράγµατι της αυτής επιστηµονικής αξίας και του αυτού επιπέδου µε τους τίτλους σπουδών των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων της Ελλάδας. Στο στάδιο αυτό, εάν µεν κριθεί ότι ο τίτλος δεν είναι ισότιµος, αλλά πάντως επιτρέπει την παρακολούθηση µαθηµάτων του αυτού επιπέδου εκπαιδεύσεως, χωρεί παραποµπή προς κατάταξη σε ορισµένο εξάµηνο σπουδών στο οικείο Τµήµα. Εάν κριθεί ότι είναι ισότιµος και εφ όσον χορηγείται στην Ελλάδα τίτλος αντίστοιχης ειδικότητας, επακολουθεί το τρίτο στάδιο, κατά το οποίο κρίνεται η αντιστοιχία του αλλοδαπού τίτλου, εάν, δηλαδή, αυτός αντιπροσωπεύει το αυτό περιεχόµενο γνώσεων µε συγκεκριµένο
αντίστοιχο πτυχίο χορηγούµενο από το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυµα της Ελλάδας, ως προς το οποίο γίνεται η σύγκριση. Εάν υπάρξει αρνητική κρίση επί του ζητήµατος αυτού, η αναγνώριση της αντιστοιχίας είναι δυνατή µόνο µετά από επιτυχή συµπληρωµατική εξέταση στα µη διδαχθέντα στην αλλοδαπή µαθήµατα του αυτού κύκλου σπουδών, η επιτυχής παρακολούθηση των οποίων στην Ελλάδα είναι αναγκαία λόγω της σοβαρότητάς τους για την χορήγηση του αντιστοίχου πτυχίου (ΣτΕ 520/2003 κ.ά.). Ως εκ τούτου, το Ινστιτούτο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης δεν είναι αρµόδιο να κρίνει την επαγγελµατική ισοτιµία του υποβαλλόµενου προς αναγνώριση αλλοδαπού τίτλου σπουδών. 17. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδοµένα, και για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτηµα, διατυπούµενο ανωτέρω, στη δέκατη τέταρτη σκέψη, το ικαστήριο κρίνει ότι, προς αντιµετώπιση του αυτεπαγγέλτως εξεταζοµένου ζητήµατος εάν η µη κατ ουσίαν εξέταση του αιτήµατος της αιτούσας αντίκειται στις διατάξεις της Συνθήκης, µε τις οποίες κατοχυρώνεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, πρέπει να υποβληθεί στο ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και δεύτερο προδικαστικό ερώτηµα, µε το εξής περιεχόµενο: «Υπό την εκδοχή ότι, κατά το χρονικό διάστηµα, το οποίο µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και της καθυστερηµένης µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη ορισµένου κράτους µέλους (κράτους µέλους υποδοχής), οι διατάξεις της οδηγίας δεν ήσαν δεκτικές επικλήσεως, από ιδιώτη, ενώπιον διοικητικού οργάνου του τελευταίου τούτου κράτους µέλους, στο οποίο η εθνική νοµοθεσία, όπως ίσχυε προ της µεταφοράς της οδηγίας, ανέθετε την αρµοδιότητα χορηγήσεως της αδείας ασκήσεως ορισµένου επαγγέλµατος είτε στους πτυχιούχους του οικείου Τ.Ε.Ι. είτε στους κατόχους αλλοδαπού διπλώµατος, αναγνωρισθέντος ως ισοτίµου προς τους τίτλους των ΤΕΙ του Κράτους τούτου, κατόπιν τηρήσεως της, γενικής εφαρµογής, διαδικασίας που περιγράφεται στη δέκατη έκτη σκέψη, µπορούσε το ανωτέρω όργανο, λαµβανοµένων υπ όψη των
οριζοµένων στα άρθρα 39 και 43 (πρώην άρθρα 48 και 52) της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, να εξαρτήσει την αποδοχή αιτήµατος ιδιώτη-ο οποίος, επικαλούµενος τίτλο, κτηθέντα σε άλλο κράτος µέλος, ζήτησε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, να του επιτραπεί η πρόσβαση στο ως άνω επάγγελµα και η άσκησή του στο κράτος µέλος υποδοχής-από προηγουµένη αναγνώριση, κατά την ως άνω γενική διαδικασία, της ισοτιµίας του τίτλου που κατέχει προς τους τίτλους που χορηγούν τα ΤΕΙ του Κράτους τούτου ή ώφειλε να προχωρήσει το ίδιο σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιεί ο προσκοµιζόµενος τίτλος προς τις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτεί η εθνική νοµοθεσία και να κρίνει αναλόγως;» ιά ταύτα Υποβάλλει στο ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τα εξής προδικαστικά ερωτήµατα: 1) «Είναι οι διατάξεις των άρθρων 3, 4 παράγραφοι 1 εδάφια α και β και 2 και 10 παράγραφοι 1 έως 4 της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ του Συµβουλίου "σχετικά µε ένα δεύτερο γενικό σύστηµα αναγνώρισης της επαγγελµατικής εκπαίδευσης, το οποίο συµπληρώνει την οδηγία 89/48/ΕΟΚ", (L. 209), ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, ώστε, κατά το χρονικό διάστηµα, το οποίο µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας αυτής και της καθυστερηµένης µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη ορισµένου κράτους µέλους (κράτους µέλους υποδοχής), να είναι δεκτικές επικλήσεως ενώπιον διοικητικού οργάνου του τελευταίου τούτου κράτους µέλους, στο οποίο η εθνική νοµοθεσία, όπως ίσχυε προ της µεταφοράς της οδηγίας, ανέθετε την αρµοδιότητα χορηγήσεως της αδείας ασκήσεως ορισµένου, νοµοθετικώς κατοχυρωµένου, επαγγέλµατος, από ιδιώτη ο οποίος, επικαλούµενος ότι είναι κάτοχος διπλώµατος, κτηθέντος σε άλλο κράτος µέλος και εµπίπτοντος στο πεδίο εφαρµογής των ανωτέρω διατάξεων της οδηγίας, ζητεί να του επιτραπεί, κατ εφαρµογή των διατάξεων αυτών, η πρόσβαση στο συγκεκριµένο επάγγελµα και η περαιτέρω άσκησή του στο κράτος
µέλος υποδοχής;». 2) «Υπό την εκδοχή ότι κατά το χρονικό διάστηµα, το οποίο µεσολάβησε µεταξύ της λήξεως της προθεσµίας µεταφοράς της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ και της καθυστερηµένης µεταφοράς της στην εσωτερική έννοµη τάξη ορισµένου κράτους µέλους (κράτους µέλους υποδοχής), οι διατάξεις της οδηγίας δεν ήσαν δεκτικές επικλήσεως, από ιδιώτη, ενώπιον διοικητικού οργάνου του τελευταίου τούτου κράτους µέλους, στο οποίο η εθνική νοµοθεσία, όπως ίσχυε προ της µεταφοράς της οδηγίας, ανέθετε την αρµοδιότητα χορηγήσεως της αδείας ασκήσεως ορισµένου επαγγέλµατος είτε στους πτυχιούχους του οικείου ΤΕΙ είτε στους κατόχους αλλοδαπού διπλώµατος, αναγνωρισθέντος ως ισοτίµου προς τους τίτλους των ΤΕΙ του Κράτους τούτου, κατόπιν τηρήσεως της, γενικής εφαρµογής, διαδικασίας που περιγράφεται στο αιτιολογικό, µπορούσε το ανωτέρω όργανο, λαµβανοµένων υπ όψη των οριζοµένων στα άρθρα 39 και 43 (πρώην άρθρα 48 και 52) της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, να εξαρτήσει την αποδοχή αιτήµατος ιδιώτη-ο οποίος επικαλούµενος τίτλο, κτηθέντα σε άλλο κράτος µέλος, ζήτησε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα, να του επιτραπεί η πρόσβαση στο ως άνω επάγγελµα και η εξάσκησή του στο κράτος µέλος υποδοχής-από προηγουµένη αναγνώριση, κατά την ως άνω γενική διαδικασία, της ισοτιµίας του τίτλου που κατέχει προς τους τίτλους που χορηγούν τα ΤΕΙ του Κράτους τούτου ή ώφειλε να προχωρήσει το ίδιο σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιεί ο προσκοµιζόµενος τίτλος προς τις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτεί η εθνική νοµοθεσία και να κρίνει αναλόγως;» Αναβάλλει την οριστική κρίση επί της κρινοµένης αιτήσεως, µέχρις εκδόσεως αποφάσεως του ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί των ανωτέρω προδικαστικών ερωτηµάτων. Ορίζει νέα δικάσιµο την 7η εκεµβρίου 2004 και εισηγητή την Πάρεδρο Μ. Σωτηροπούλου. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2002, και 10 εκεµβρίου 2003 και η απόφαση δηµοσιεύθηκε σε δηµόσια συνεδρίαση της 30ης εκεµβρίου 2003.