9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΑΝΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΡΥΠΩΝ ΣΤΑ ΙΖΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΟΥ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ) Παναγιωτόπουλος Ι., Καψιμάλης Β., Κανελλόπουλος Θ.Δ., Χατζηανέστης Ι. Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας, Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, jpanagiotopoulos@yahoo.gr, kapsim@ath.hcmr.gr, thkan@ath.hcmr.gr, jhat@ath.hcmr.gr Περίληψη Η μακροσκοπική εξέταση δέκα πυρήνων ιζημάτων από την παράκτια περιοχή πλησίον του αεροδρομίου «Μακεδονία», στο ανατολικό τμήμα του Κόλπου της Θεσσαλονίκης, φανέρωσε την ύπαρξη δύο διακριτών κάθετα κατανεμημένων ιζηματογενών στρώσεων. Η χημική ανάλυση της επιφανειακής στρώσης (πάχους 7-54 cm) έδειξε κάποια επιβάρυνση σε βαρέα μέταλλα όπως Cu, Mo, V, Zn και Cr, και ρύπανση από υδρογονάνθρακες (αλειφατικούς και αρωματικούς), σε σχέση με τα επιφανειακά ιζήματα του εξωτερικού Θερμαϊκού Κόλπου. Αντίθετα, η χημική εξέταση της βαθύτερης ιζηματογενούς στρώσης έδειξε ότι δεν υπάρχει καμία ρύπανση από ανόργανο και οργανικό φορτίο. Η ύπαρξη ρύπων στην ανώτερη ιζηματογενή ενότητα αποδίδεται στις διάφορες ανθρωπογενείς δραστηριότητες (αστική διόγκωση, βιομηχανική ανάπτυξη, εντατικοποίηση γεωργίας, αύξηση τουρισμού) κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Λέξεις κλειδιά: παράκτια ιζήματα, βαρέα μέταλλα, υδρογονάνθρακες, Θερμαϊκός Κόλπος. IDENTIFICATION OF INORGANIC AND ORGANIC POLLUTANTS IN THE SEDIMENTS OF THE COASTAL AREA NEAR TO MAKEDONIA AIRPORT IN THE GULF OF THESSALONIKI (THERMAIKOS GULF) Panagiotopoulos I., Kapsimalis V., Kanellopoulos Th.D. & Hatzianestis I. Institute of Oceanography, Hellenic Centre for Marine Research, jpanagiotopoulos@yahoo.gr, kapsim@ath.hcmr.gr, thkan@ath.hcmr.gr, jhat@ath.hcmr.gr Abstract The macroscopic examination of ten sediment cores collected from the coastal area near to Makedonia airport, in the eastern part of Thessaloniki Gulf, has revealed the existence of two vertically distributed distinct sediment layers. The chemical analysis of the upper sediment layer (with its thickness ranging from 7 το 54 cm) has demonstrated some enrichment in heavy metals like Cu, Mo, V, Zn, Cr and pollution from hydrocarbons (aliphatic and aromatic), in relation to the surficial sediments of the outer Thermaikos Gulf. In contrast, the chemical examination of the deeper sediment layer has not shown any contamination from heavy metals and organic compounds. The identified pollution of the upper sediment layer may be attributed to the various human-induced activities (urban expansion, industrial development, intensification of agriculture, tourism growth) during the last decades. Keywords: coastal sediments, heavy metals, hydrocarbons, Thermaikos Gulf. 1. Εισαγωγή Η αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας των παράκτιων συστημάτων, καθώς και άλλων υδάτινων συστημάτων (μεταβατικών και εσωτερικών), αποτελεί βασική προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H Ευρωπαϊκή Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά (W.F.D., 2000/60/E.U.), έχοντας ως στόχο την εκτίμηση τού βαθμού της ανθρώπινης επίδρασης στις υδρόβιες κοινωνίες, απαιτεί, εκτός των άλλων, τον προσδιορισμό της χημικής σύστασης των ιζημάτων στα περιβάλλοντα αυτά, καθώς και τον καθορισμό του βαθμού επιβάρυνσης τους σε μέταλλα και πετρελαϊκούς κυρίως υδρογονάνθρακες. Τα επιβαρυμένα με ρύπους λεπτόκοκκα θαλάσσια ιζήματα αποτελούν τις αποθήκες για μία μεγάλη -217-
-218-9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι ποικιλία ανόργανων και οργανικών ουσιών οι οποίες όμως, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν (π.χ. μεταβολή αλατότητας ή δυναμικού οξειδοαναγωγής του νερού), μπορούν να διαφύγουν προς την υπερκείμενη υδάτινη στήλη, και έτσι, πιθανώς να διαταράξουν τα διάφορα οικοσυστήματα. Η πληροφόρηση σχετικά με τον εμπλουτισμό των παράκτιων ιζημάτων σε βαρέα μέταλλα και υδρογονάνθρακες (αλειφατικούς και αρωματικούς) είναι εξαιρετικής σημασίας για την ανθρώπινη υγεία, καθώς η κατανάλωση θαλάσσιων οργανισμών (επιβαρυμένων με αυτά τα συστατικά) καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπινων διατροφικών αναγκών (Mat & Maah, 1994). Κατά την παρούσα μελέτη ανιχνεύθηκαν οι ανόργανοι και οργανικοί ρύποι στα ιζήματα μίας περιοχής κοντά στο αεροδρόμιο «Μακεδονία», στον ανατολικό τομέα του Κόλπου της Θεσσαλονίκης. Η ανίχνευση των ρύπων στα ιζήματα των παράκτιων συστημάτων στις αστικές και βιομηχανικές περιοχές, όπως είναι αυτό του Κόλπου της Θεσσαλονίκης, μπορεί επίσης να παράσχει σημαντικές πληροφορίες για τα παρατηρούμενα έντονα φαινόμενα ρύπανσης στις περιοχές αυτές. 2. Γεωγραφικές - Γεωλογικές πληροφορίες Ο Κόλπος της Θεσσαλονίκης αποτελεί τη βόρεια απόληξη του ευρύτερου Θερμαϊκού Κόλπου που αναπτύσσεται στη βορειοδυτική πλευρά του Αιγαίου πελάγους. Ο πυθμένας του χαρακτηρίζεται από ομαλό ανάγλυφο λόγω της μακροχρόνιας προσφοράς ιζήματος από τους κυριότερους ποταμούς της περιοχής (Αξιό και Γαλλικό), με τα βάθη νερού να μην υπερβαίνουν τα 30 m. Κατά το τέλος του χειμώνα παρατηρείται έξοδος των νερών του προς τον ευρύτερο Θερμαϊκό Κόλπο, η οποία συνεχίζεται και κατά την άνοιξη, ενώ το καλοκαίρι παρατηρείται κυκλονική κυκλοφορία των επιφανειακών υδάτινων μαζών του με παράλληλη εισροή (κάτω από το επιφανειακό υδάτινο στρώμα) νερού από τον ανοιχτό Θερμαϊκό Κόλπο (Anagnostou et al., 1997). Τέλος, στην παράκτια ζώνη του Κόλπου της Θεσσαλονίκης έχει επεκταθεί η ομώνυμη πόλη που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα οικονομικής (γεωργικής, βιομηχανικής, εμπορικής και τουριστικής) δραστηριότητας στη νότια βαλκανική χερσόνησο. Από γεωλογική άποψη το υπόβαθρο του Κόλπου της Θεσσαλονίκης (όπως και του ευρύτερου Θερμαϊκού Κόλπου ) αποτελείται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της Ζώνης Αξιού καθώς και από τα μεταλπικά ιζήματα που προέρχονται από την αποσάθρωση και διάβρωση των παραπάνω σχηματισμών (Savvaidis et al., 2000). Επίσης, πρόσφατες ολοκαινικές (αλλουβιακές) προσχώσεις επικάθονται πάνω στο μεταλπικό κι αλπικό υπόστρωμα της μελετούμενης περιοχής. 3. Μεθοδολογία Το Δεκέμβριο του 2005 έγινε δειγματοληψία των υλικών που καλύπτουν τον πυθμένα της περιοχής μελέτης (Εικ. 1) και συλλέχθηκαν 10 πυρήνες ιζημάτων, μήκους περίπου ενός μέτρου. Οι πυρήνες αυτοί μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο, όπου κόπηκαν κατά μήκος, φωτογραφήθηκαν και εξετάσθηκαν μακροσκοπικά. Η εξέταση έδειξε την ύπαρξη δύο ιζηματογενών στρώσεων: (α) μία επιφανειακή Στρώση 1, με αρκετά σκούρο έως μελανό χρώμα και (β) μία βαθύτερη Στρώση 2, με πιο ανοιχτό καφέ χρώμα. Το ενδιάμεσο όριο μεταξύ αυτών των στρώσεων βρίσκεται σε βάθος που κυμαίνεται από 7 έως 54 cm (μειούμενο από την ακτογραμμή προς την θάλασσα) κάτω από το θαλάσσιο πυθμένα. Από κάθε πυρήνα λήφθηκαν δύο δείγματα, ένα κοντά στην επιφάνεια και ένα κοντά στη βάση του πυρήνα. Οι εργαστηριακές εξετάσεις συνεχίστηκαν με τον κοκκομετρικό διαχωρισμό των ληφθέντων δειγμάτων στα κλάσματα της άμμου, της ιλύος και της αργίλου και μετέπειτα με τη χημική ανάλυση των λεπτόκοκκων φάσεων (ιλυαργίλων) για τον καθορισμό των περιεχομένων σε αυτά ανόργανων κυρίων στοιχείων και ιχνοστοιχείων, καθώς και των αλειφατικών και αρωματικών υδρογονανθράκων. Για τον προσδιορισμό των ανόργανων στοιχείων (As, Co, Cr, Cu, Mn, Mo, Ni, Pb, V και Zn) και ενώσεων (Al 2 O 3, CaO, Fe 2 O 3, K 2 O, MgO, Na 2 O, P 2 O 5, SiO 2,
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι TiO 2 ) χρησιμοποιήθηκε ένα φθορισιόμετρο με ακτίνες X (Phillips PW-2400), ενώ για τον προσδιορισμό των υδρογονανθράκων ακολουθήθηκε η μεθοδολογία που προτείνεται στο UNEP 2000. Ο υπολογισμός του βαθμού εμπλουτισμού των εξεταζόμενων ιζημάτων στα προαναφερθέντα ανόργανα και οργανικά συστατικά βασίστηκε στη σύγκριση με αντίστοιχες περιεκτικότητες των συστατικών αυτών σε ένα πυρήνα αναφοράς (θέση IP-17, Εικ. 1) που συλλέχθηκε κατά το παρελθόν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού προγράμματος INTERPOL (Karageorgis et al., 2005a). Ο πυρήνας αυτός κρίθηκε ως ο καταλληλότερος, καθώς η κοκκομετρική του σύσταση παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με εκείνη των Στρώσεων 1 και 2. Εικ. 1: Περιοχή μελέτης στον Κόλπο της Θεσσαλονίκης, καθώς και θέση του πυρήνα αναφοράς (IP-17) του προγράμματος INTERPOL. 4. Αποτελέσματα Συζήτηση 4.1 ΚΟΚΚΟΜΕΤΡΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ Η κοκκομετρική ανάλυση έδειξε ότι όλα τα δείγματα συνίστανται από τις λεπτόκοκκες ιζηματολογικές κλάσεις της ιλύος και της αργίλου. Σύμφωνα με την ταξινόμηση κατά Folk (1974), εννέα από τους δέκα πυρήνες χαρακτηρίζονται ως ιλυάργιλοι (muds) και μόνο ένας ως αμμώδης ιλυάργιλος (sandy mud). 4.2 ΒΑΡΕΑ ΜΕΤΑΛΛΑ Οι απόλυτες συγκεντρώσεις των περισσοτέρων βαρέων μετάλλων στα ιζήματα της ανώτερης Στρώσης 1 εμφανίζονται κάπως αυξημένες σε σχέση με αυτές των ιζημάτων της βαθύτερης Στρώσης 2 (Πίν. 1). Πίνακας 1: Μέση συγκέντρωση (σε ppm) βαρέων μετάλλων (από σύνολο δέκα πυρήνων) στα ιζήματα της παρούσας μελέτης. Στοιχείο As Co Cr Cu Mo Mn Ni Pb V Zn Στρώση 1 16 28 312 57 3 600 185 53 151 124 Στρώση 2 20 26 253 44 2 701 159 38 145 89 Ωστόσο, μετά την κανονικοποίηση των παραπάνω τιμών ως προς το στοιχειακό αργίλιο (4,22% -219-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι για την ανώτερη Στρώση 1 και 7,96% για την κατώτερη Στρώση 2) η παραπάνω διαπιστωθείσα αύξηση αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις και αφορά όλες τις συγκεντρώσεις των μετάλλων της Στρώσης 1 ως προς τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις στη Στρώση 2 (Εικ. 2). Επιπρόσθετα, η σύγκριση των κανονικοποιημένων αυτών τιμών με τις αντίστοιχες τιμές του πυρήνα αναφοράς IP-17, δείχνει ότι για όσο μεν αφορά τη Στρώση 1, ο βαθμός εμπλουτισμού των περισσοτέρων ιχνοστοιχείων δεν ξεπερνά την τιμή 2, η οποία είναι και η τιμή που πρακτικά υποδηλώνει αξιόλογη επιβάρυνση από κάποιο στοιχείο (Εικ. 2). Σημαντική εξαίρεση αποτελεί ο βαθμός εμπλουτισμού του χαλκού, ο οποίος ανέρχεται στο 4,1. Σε ό,τι αφορά δε τα μεταλλικά ιχνοστοιχεία της Στρώσης 2, οι κανονικοποιημένες συγκεντρώσεις τους παρουσιάζονται πολύ χαμηλές και στις περισσότερες περιπτώσεις μικρότερες και από εκείνες που υφίστανται στα επιφανειακά ιζήματα του εξωτερικού Θερμαϊκού Κόλπου (πυρήνας IP-17) (Εικ. 2). ΚΟΛΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΤΜΗΜΑ) 5 ΒΑΘΜΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ 4 3 2 ΣΤΡΩΣΗ 1 / IP-17 ΣΤΡΩΣΗ 2 / IP-17 1 As Co Cr Cu Mn Mo Ni Pb V Zn Εικ. 2: Βαθμός εμπλουτισμού για τα κυριότερα μεταλλικά ιχνοστοιχεία, όπως προκύπτει από την σύγκριση με τον πυρήνα αναφοράς (IP-17) του προγράμματος INTERPOL. Οι σχετικά αυξημένες συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων στη Στρώση 1 τόσο σε σχέση με τη Στρώση 2 όσο και σε σχέση με τον πυρήνα IP17 μπορούν να αποδοθούν στις έντονες ανθρωπογενείς δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες δεκαετίες στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, η διαμόρφωση της χημικής σύστασης των ιζημάτων της Στρώσης 2 θεωρείται ως το αποτέλεσμα των φυσικών διεργασιών της αποσάθρωσης, διάβρωσης και μεταφοράς των μεταμορφωμένων πετρωμάτων της Ζώνης Αξιού (Karageorgis et al., 2003). 4.3 ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ (ΑΛΕΙΦΑΤΙΚΟΙ-ΑΡΩΜΑΤΙΚΟΙ) Οι συγκεντρώσεις των αλειφατικών υδρογονανθράκων στην επιφανειακή ιζηματογενή Στρώση 1 κυμαίνονται μεταξύ 111 και 177 μg/g. Οι τιμές αυτές θεωρούνται σχετικά μεγάλες και δείχνουν πετρελαϊκή επιβάρυνση. Είναι παρόμοιες με τιμές που έχουν μετρηθεί σε παράκτιες περιοχές που ταξινομούνται ως μέτρια ρυπασμένες, αλλά σημαντικά μικρότερες από εκείνες που έχουν μετρηθεί σε έντονα ρυπασμένες περιοχές όπως ο Κόλπος της Ελευσίνας. Οι τιμές του λόγου των μη διαχωρισμένων προς τις διαχωρισμένες ενώσεις (U/R) σε όλα τα αναλυθέντα ιζήματα είναι σαφώς μεγαλύτερες του 4 (13,2-17,9), γεγονός που επιβεβαιώνει την ύπαρξη υπολειμμάτων πετρελαιοειδών. Αντίθετα οι συγκεντρώσεις των αλειφατικών υδρογονανθράκων στη βαθύτερη ιζηματογενή Στρώση 2 είναι ιδιαίτερα μικρές και κυμαίνονται μεταξύ 3,3 και 19,0 μg/g. Οι τιμές αυτές είναι παρόμοιες -220-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι με τις ανάλογες τιμές σε φυσικό υπόβαθρο και δείχνουν ότι στο βαθύτερο ιζηματογενές στρώμα δεν υπάρχει πετρελαϊκή ρύπανση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από την εξέταση του λόγου U/R που παράγει σε όλες τις περιπτώσεις τιμές μικρότερες του 4 (1,2-3,9). Όσον αφορά τις συγκεντρώσεις των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ) στην ανώτερη Στρώση 1, αυτές κυμαίνονται μεταξύ 404 και 747 ng/g. Οι τιμές αυτές είναι σχετικά αυξημένες και δείχνουν μια μέτρια επιβάρυνση από ΠΑΥ. Στη βαθύτερη Στρώση 2 των ιζημάτων οι συγκεντρώσεις των ΠΑΥ είναι ιδιαίτερα χαμηλές (23 167 ng/g) και δείχνουν ότι δεν υπάρχει επιβάρυνση από τις ενώσεις αυτές. Σε σύγκριση με τους υδρογονάνθρακες που έχουν μετρηθεί στον πυρήνα αναφοράς IP-17 (Εικ. 1) από το πρόγραμμα INTERPOL (Karageorgis et al., 2005a), η περιεκτικότητα των ιζημάτων της Στρώσης 1 σε αλειφατικούς και αρωματικούς υδρογονάνθρακες είναι περίπου οκταπλάσια και τριπλάσια της ανάλογης υφιστάμενης περιεκτικότητας στον εξωτερικό Θερμαϊκό Κόλπο (Εικ. 3). Ομοίως, και ο λόγος U/R στην ίδια στρώση εμφανίζεται περίπου επταπλάσιος του αντίστοιχου υφιστάμενου στον εξωτερικό Θερμαϊκό Κόλπο. Αντίθετα, δεν υφίστανται εμπλουτισμός της Στρώσης 2 για όλες τις μορφές των υδρογονανθράκων (Εικ. 3). Εικ. 3: Βαθμός εμπλουτισμού για τους υδρογονάνθρακες (Υ/Α), όπως προκύπτει από την σύγκριση με το ίζημα αναφοράς (IP- 17) του προγράμματος INTERPOL. Τέλος, στα ιζήματα της Στρώσης 1 ανιχνεύτηκαν σε αυξημένες ποσότητες ΠΑΥ με μεγάλα μοριακά βάρη, όπως είναι το βενζο(β)φλουορανθένιο, και το γεγονός αυτό δείχνει ότι η κύρια προέλευση των ΠΑΥ είναι πυρολυτική μέσω των πάσης είδους διαδικασιών καύσης. Το βενζο(α)πυρένιο που θεωρείται ως το πλέον επικίνδυνο από τους ΠΑΥ, με αποδεδειγμένες καρκινογόνες ιδιότητες, παρουσίασε τιμές που κυμαίνονταν μεταξύ 20,3 και 65,7 ng/g. Οι συνηθισμένες συγκεντρώσεις του βενζο(α)πυρενίου σε επιφανειακά ιζήματα από παράκτιες περιοχές κυμαίνονται μεταξύ 3 και 50 ng/g. 5. Συμπεράσματα H μελέτη των Anagnostou et al., 1997 έχει δείξει ότι στον ευρύτερο Κόλπο της Θεσσαλονίκης υπάρχει μια ρυπασμένη ιζηματογενή στρώση μέσου πάχους περίπου 20-30 cm. Η παρούσα έρευνα φανερώνει επίσης την ύπαρξη μιας ανώτερης επιφανειακής στρώσης (Στρώση 1), πάχους 7-54 cm, η οποία καλύπτει την περιοχή μελέτης και αποτελείται από ιζήματα επιβαρυμένα σε ανόργανο και οργανικό φορτίο. Ιδιαίτερα, οι συγκεντρώσεις των υδρογονανθράκων αλλά και μερικών βαρέων μετάλλων στα υλικά αυτά είναι αρκετά πιο μεγάλες από τις αντίστοιχες μέσες συγκεντρώσεις στις σύγχρονες επιφανειακές αποθέσεις του εξωτερικού Θερμαϊκού Κόλπου. Η επιβάρυνση αυτή απο- -221-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι τυπώνει προφανώς την επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης της Θεσσαλονίκης στην περιοχή μελέτης. Ωστόσο, τα χημικά χαρακτηριστικά των ιζημάτων της υποκείμενης βαθύτερης στρώσης (Στρώση 2) είναι ανάλογα με τα αντίστοιχα των επιφανειακών υλικών που καλύπτουν τον πυθμένα του παρακείμενου ανοικτού θαλάσσιου συστήματος. 6. Ευχαριστίες Η παρούσα μελέτη χρηματοδοτήθηκε από την κατασκευαστική Κοινοπραξία ΑΘΗΝΑ ΑΤΕ ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ. 7. Βιβλιογραφικές Aναφορές Anagnostou, C.L., Georgakopoulou-Gregoriadou, E., Zenetou, A., Kamperi, H., Karageorgis, A.P., et al., 1997. The state of the marine ecosystem of the Bay and the Gulf of Thessaloniki - The reaction capacity of the system. 5 th Hellenic Symposium on Oceanography and Fisheries, 1:83-86, Kavala, Greece. Folk, R.L., 1974. Petrology of Sedimentary Rocks. Hemphill Publ. Co., Austin, Texas, 182 p. Karageorgis, A.P., Nikolaidis, N.P., Karamanos, H. & Skoulikidis, N., 2003. Water and sediment quality assessment of the Axios River and its coastal environment. Continental Shelf Research, 23: 1929-1944. Karageorgis, A.P., Kaberi, H., Price, N.B., Muir, G.K.P., Pates, J.M. & Lykousis, V., 2005a. Chemical composition of short sediment cores from Thermaikos Gulf (Eastern Mediterranean): sediment accumulation rates, trawling and winnowing effects. Continental Shelf Research, 25: 2456 2475. Karageorgis, A.P., Anagnostou, C.L. & Kaberi, H., 2005b. Geochemistry and mineralogy of the NW Aegean Sea surface sediments: implications for river runoff and anthropogenic impact. Applied Geochemistry, 20: 69-88. Mat, I., & Maah, M.J., 1994. Sediment trace metals concentrations from the mudflats of Kuala Juru and Kuala Muda of Malaysia. Bull. Environ. Contam. Toxicol., 53:740-746. Savvaidis, A.S., Tsokas, G.N., Papazachos, C.B. & Kondopoulou, D., 2000.A Geophysical study of the ophiolites complex and the sedimentary basins in the northwest part of the Chalkidiki Peninsula (N. Greece). Surveys in Geophysics, 21:567 595. UNEP/MED POL, 2000. Guidelines for the management of dredged material. MAP Technical Report Series, No 129, United Nations Environment Programme, Athens, 33 p. -222-