ΜΑΘΗΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ Εξεταζόµενο έργο : «Μες τους προσφυγικούς συνοικισµούς». Μές στους Προσφυγικούς Συνοικισµούς Στέκοµαι και κοιτάζω τά παιδιά παίζουνε µπάλα. Κάθοµαι στο ορισµένο καφενείο σε λίγο θα σχολάσουν και θ αρχίσουν να καταφτάνουν οι µεγάλοι. Κουρασµένοι απ τη δουλεία, είναι πολύ πιό αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όµως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους καί τήν ψυχή τους, από µας τους διεσπαρµένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, µου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι µοιάζουν µακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντηµένοι. Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτηµα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είµαι, τον Πόντιο, άς πο;yµε, τον διακρίνω από µακριά κι από µια γραµµή του κορµιού του µονάχα. εν είναι ανάγκη ν ακούσω την οµιλία του. Ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη µελαχρινάδα.σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όµως είµαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο και µε τους Καραµανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ τις ακτές, τους άλλους απ τα βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από µέσα ή απ τα περίχωρα κι ας επιµένουν όλοι τους πως είναι απ την καρδιά της Πόλης, κι απ το Γαλατά. Οι Θρακιώτες όµως έρχονται πιο καστανοί ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα µπερδεύονται µε πρόσφυγες από µέρη άλλα. Εξάλλου σά να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προσφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως µ αυτούς πού ήρθαν απ τη Ρωµυλία. Αυτό συµβαίνει κι ανάµεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ τις περιοχές του Μοναστηριού Όταν τους µπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ αυτό το ζήτηµα, ώστε σπανίως ρωτώ κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλµα, είναι διαπίστωση. Κι όµως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις η να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου η µια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές µε τη ζεστή προσφορά και σου ρχεται ν αγκαλιάσεις. Ονόµατα από σβησµένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν µέσα στο νου. Χαίροµαι να κοιτάζω τις αδρές και τίµιες φυσιογνωµίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτοµαι πως αυτός που µιλά είναι δικός µου άνθρωπος, της φυλής µου. Κάτι σα ζεστό κύµα µε σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. εν έχει σηµασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα η που δεν γεννήθηκα καν εκεί. Το αίµα µου απ κει µονάχα τραβάει εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ αυτά που τρώει και πίνει, οπότε πράγµατι είµαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή τη λαχτάρα? Γυρνώ µές στους προσφυγικούς συνοικισµούς µε δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες οµορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάµεσά µας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόµατα για µένα όµως είναι φορτωµένα µυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόµα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια. Κι όµως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η οµορφιά αυτή στους τέσσερις ανέµους. Οι εγκληµατίες των γραφείων εκµεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να Σελίδα 1 από 3
φαγωθούν, ιδίως µεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέµουν και προσπαθούν να τους ξεφορτώσουν µε τη µετανάστευση. Πολύ αργά, νοµίζω. Κάθε φορά πού φεύγω από κει, µε αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεµα, αν και άγνωστοί µου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίµα τους για µένα, όπως και το δικό µου µε κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιµένουν να µε κρατήσουν στις παρέες τους. Ολοµόναχος, ξένος παντάξενος, χάνοµαι στις µεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει τό κόκκινο και σταµατούν τ αυτοκίνητα, µου φαίνεται για µια στιγµή πως παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιµοσφαίρια σά να κυκλοφορούν. Κι όµως βλέπω πώς το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταµατώ πολλές φορές στη µέση του πεζοδροµίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω µου οι διαβάτες. Τώρα πού δεν εµποδίζουν οι µηχανές ακούω χιλιάδες βήµατα στο πλακόστρωτο. Μου ρχεται να καµπυλώσω τη ράχη µου για να περάσει χωρίς εµπόδια αυτό το ποτάµι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω µου το βουβό ποτάµι των προγόνων, γονατισµένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώµα, για να µη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας µου τον παραµικρότερο παραπονιάρικο βόµβο. Εγώ όµως από τώρα είµαι βαριά παραπονεµένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγµατα ζω διαρκώς στα έτοιµα και στα ενοικιασµένα. Συγκατοικώ µε ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για µένα, κι εγώ γι αυτούς.ούτε µικροδιαφορές δεν υπάρχουν κάν µεταξύ µας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο µπορεί. Μά κι αν τύχει να σου µιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγµατικά τους στοιχεία σά να ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισµού, είναι, λέει, να µη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονά σου. Πονηρά πράγµατα βέβαια προφάσεις πολιτισµού, για να διευκολύνονται οι αταξίες. Γι αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, άς ήµουν σ ένα προσφυγικό συνοικισµό µε ανθρώπους της ράτσας µου τριγύρω. Α. Ο ίδιος ο Ιωάννου έχει υποστηρίξει για τα θέµατα των έργων του : «Επιθυµώ να είµαι ένας συγγραφέας που στέκεται καλά στα πόδια του και δε µιλάει για πράγµατα που δεν τα έχει βιώσει,δηλαδή δεν χρησιµοποιεί λέξεις που δεν τις έχει βιώσει».. Να εντοπίσετε δύο λέξεις του κειµένου στις οποίες ο συγγραφέας έχει προσδώσει βιωµατικό φορτίο και να ερµηνεύσετε πως τις χρησιµοποιεί ο συγγραφέας. (25 µονάδες) Β.1.Να καταγράψετε τον αφηγηµένο χρόνο (τη χρονική διάρκεια που καλύπτει η αφήγηση ) ;Σε ποια σηµεία ο συγγραφέας κάνει αναδροµή και τι θέλει να τονίσει µε αυτή ; (15 µονάδες) Β.2.Έχουν γραφεί για το χαµηλόφωνο εξοµολογητικό ύφος του Ιωάννου.Να επαληθεύσετε την κρίση,αποµονώνοντας στοιχεία του ύφους του και δίνοντας συνολικά τρία παραδείγµατα. (15 µονάδες) Γ. Τουλάχιστο ας ήµουν σ ένα προσφυγικό συνοικισµό µε ανθρώπους της ράτσας µου τριγύρω». Ποια υπαρξιακή αγωνία του εκφράζει εδώ ο Ιωάννου παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στον τόπο που γεννήθηκε ; Να απαντήσετε σε 100-140 λέξεις. (20 µονάδες ) Σελίδα 2 από 3
. Αδίδακτο κείµενο.πως σκιαγραφούνται οι θετικές και αρνητικές όψεις της ζωής των προσφύγων από τους δυο παρατηρητές τους ; Τι οπτική γωνία χρησιµοποιείται από τους δύο συγγραφείς και κατά πόσο είναι αυτοβιογραφικοί : (25 µονάδες). Και οι άλλοι άνθρωποι στη γειτονιά µου φτωχοί ήταν,µεροκαµατιάρηδες, µικροϋπάλληλοι, κάποιο µαγαζάκι είχαν µια κάποια βιοτεχνία. Έβλεπα λοιπόν τη φτώχεια,τη µίζερη ζωή,τη στερηµένη που είχε όµως και τη χαρά του σπιτικού,το γλέντι το ξέσπασµα. Προβλήµατα πολλά,ιδίως όταν χτυπούσε η αρρώστια,όταν όχι µόνο γιατρός και φάρµακα χρειάζονταν αλλά πώς να πληρώσεις,άσε πια αν ήθελες και νοσοκοµείο και εγχειρήσεις, η περίθαλψη των φτωχών στην Ελλάδα ήταν,και είναι δυστυχώς και σήµερα ένα αγκάθι,ανοιχτή πληγή. Ή µήπως δεν έβλεπα,δεν ζούσα τη µοναξιά την αποξένωση; Παρουσίες ανθρώπινες διπλοκλειδωµένες αµπαρωµένες στον εαυτό τους,φιγούρες µε µια νύχτα σκοτεινή µόνιµα στην ψυχή τους. Μπαινόβγαινα σε αυλές τα σπίτια εκεί που γεννήθηκα τα σπίτια εκεί που γεννήθηκα και έζησα ως τα δεκάξι µου χρόνια,όλα τα κρίσιµα παιδικά µου χρόνια,ήταν µονοκατοικίες τα περισσότερα,µε αυλή στη µεγάλη πλειοψηφία. Αυλές θυµάµαι µε δωµατιάκια γύρω γύρω στο καθένα και µια άλλη περίπτωση,ένας άνθρωπος µόνος, µοναχικός ή και µια οικογένεια ολόκληρη. Έπιανα µαζί τους κουβέντα µου άνοιγαν την καρδιά τους,µου εµπιστεύονταν τον πόνο τους τα µυστικά τους. Θα πείτε, µα καλά,σ ένα παιδί ; Με ποιον θέλετε να έχει ζεστή άµεση ανθρώπινη επικοινωνία ένας άνθρωπος του δρόµου; (Αντώνης Σαµαράκης ) ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥΣ 1. Στο τετράδιο να γράψετε μόνο τα προκαταρκτικά (ημερομηνία, εξεταζόμενο μάθημα). Να μην αντιγράψετε τα θέματα στο τετράδιο. 2. Να γράψετε το ονοματεπώνυμό σας στο πάνω μέρος των φωτοαντιγράφων, αμέσως μόλις σας παραδοθούν. Καμιά άλλη σημείωση δεν επιτρέπεται να γράψετε. Κατά την αποχώρησή σας να παραδώσετε μαζί με το τετράδιο και τα φωτοαντίγραφα. 3. Να απαντήσετε στο τετράδιό σας σε όλα τα θέματα. 4. Να γράψετε τις απαντήσεις σας μόνο με μπλε ή μαύρο στυλό διαρκείας και μόνον ανεξίτηλης μελάνης. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μολύβι μόνο για σχέδια, διαγράμματα και πίνακες. 5. Κάθε απάντηση επιστημονικά τεκμηριωμένη είναι αποδεκτή. 6. Διάρκεια εξέτασης: τρείς (3) ώρες μετά τη διανομή των φωτοαντιγράφων. Καλή επιτυχία. Σελίδα 3 από 3
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1.Ο Ιωάννου γράφει για το καλά βιωµένο από πλευράς συναίσθηµα του «συνανήκειν»,η αίσθηση της ρίζας,που ο ίδιος και οι πρόσφυγες αισθάνονται πιο έντονα. Η περιήγηση στους συνοικισµούς των προσφύγων ταιριάζει µε την προσωπική του ενασχόληση µε τη λαογραφία,µε τον χώρο που είναι η Θεσσαλονίκη,η οποία,χωρίς να ονοµάζεται, αναδύεται µέσα από τις ονοµαζόµενες ράτσες των προσφύγων που την κατοικούν. Οι λέξεις που αποδεικνύουν αυτά τα βιωµένα συναισθήµατα του Ιωάννου είναι το «αίµα» και η «ράτσα».σε αυτές τις λέξεις ο συγγραφέας δεν δίνει κανένα ιδεολογικό πολιτικό περιεχόµενο,αλλά καθαρά πολιτισµικό συναισθηµατικό. Αναφέρεται κυρίως στην πατρίδα των γονιών του που τον έχει καθορίσει συναισθηµατικά και στα έθιµα,τη νοοτροπία,την ιδιαίτερη κουλτούρα που έχει κληρονοµήσει και τον διασυνδέει µε τους υπόλοιπους πρόσφυγες,ακόµα και µε αυτούς της δεύτερης γενιάς. 2. Ο χρόνος είναι κυρίως το παρόν της αφήγησης,πράγµα που επαληθεύεται και από την εκτεταµένη χρήση ενεστώτα (στέκοµαι,γυρνώ κ.α.). Έτσι η αφήγηση αφορµάται από το παρόν,αλλά ανακαλεί και το παρελθόν, όχι µόνο το κοντινό, αλλά και το απώτερο µέσω της φαντασίας και της τεχνικής του φενακισµού. Το κοντινό ανακαλείται στην παράγραφο «Κι όµως τα τελευταία ιδίως µεταξύ τους.» Εδώ θέλει να τονιστεί η κακή µεταχείριση που επεφύλαξε το κράτος και οι γηγενείς πληθυσµοί στους πρόσφυγες. Υπαινίσσονται αρκετές ιστορικές συγκυρίες,όπως η πρώτη δεκαετία της ενσωµάτωσης,αλλά και τα κατοπινά δύσκολα χρόνια της δεκαετίας 1940-1950.(«να σφάξουν και να σφαχθούν»). 3.Το ύφος είναι απλό και συγκρατηµένο,χωρίς λυρικές εξάρσεις,αφού η συναισθηµατική φόρτιση αποδίδεται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια καλλιέπειας ή πληθωρικής ποιητικής λειτουργίας του λόγου. Υπάρχει αµεσότητα ειδικά µε το ά και το β ενικό πρόσωπο και µια διάθεση να εξοµολογηθεί ο συγγραφέας- παρατηρητής τις σκέψεις του (αφηγηµατικοί τρόποι που υποδηλώνουν αυτή την εξοµολογητικότητα είναι ο εσωτερικός µονόλογος και το σχόλιο και όσον αφορά το λεξιλόγιο είναι µάλλον προφορικό- λαϊκότροπο ). Παραδείγµατα: «ακούς..ν αγκαλιάσεις», «χαίροµαι της φυλής µου», «για µένα αγάπη.» 4.Η αγωνία του Ιωάννου είναι αυτή της αντίστασης σ έναν αλλοτριωτικό σύγχρονο πολιτισµό.ο συγγραφέας θεωρεί τυχερούς τους πρόσφυγες και ειδικά αυτούς που παραµένουν κάτοικοι των συνοικισµών,επειδή έχουν διασώσει την ταυτότητά τους και επειδή έχουν διατηρήσει τη συνοχή τους. Στην υπόλοιπη µεγαλούπολη έχει επικρατήσει η τυποποίηση,πράγµα που προδίδεται από την εικόνα του «χαµένου» στις µεγάλες αρτηρίες και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο,η απρόσωπη συνύπαρξη που αναιρεί την συµβιωτική έννοια του πολιτισµού. Ο Ιωάννου λοιπόν ως διεσπαρµένος επιζητεί την επιστροφή σ έναν χώρο που να µην είναι απρόσωπος,αλλά να φέρει ένα βιωµατικό φορτίο να του αποδίδει τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέψουν να ισορροπήσει. 5.Αδίδακτο : Στο δοθέν κείµενο ο Σαµαράκης παρουσιάζει τη ζωή των κατοίκων µιας εργατικής συνοικίας,στην οποία ζουν και πρόσφυγες,ως έναν κόσµο της βιοπάλης,του µόχθου,των περιορισµένων πόρων,αλλά και της χαράς. Οι άνθρωποι
αυτοί δυσκολεύονταν ανταποκριθούν σε µια δυσκολία,όπως µια αρρώστια,ζούσαν σε περιορισµένους χώρους,αλλά από την άλλη πλευρά διατηρούσαν την εγκαρδιότητά τους,την αµεσότητά τους,την ανθρωπιά τους. Από την άλλη πλευρά,ο Ιωάννου αναφέρεται στο µόχθο των δικών του προσφύγων, στις δυσκολίες που αντιµετώπισαν από τους «εγκληµατίες των γραφείων» και στην εκµετάλλευση την οποία υπέστησαν από κάθε παράγοντα της κοινωνίας υποδοχής. Ταυτόχρονα όµως αναφέρεται στη γνησιότητα,τη ζωηράδα,την αγνότητά τους και υπαινίσσεται τη φιλοξενία ακόµα και αγνώστων ανθρώπων,οι οποίοι όµως δεν επιµένουν να τον κρατήσουν στις παρέες τους. Και οι δύο συγγραφείς δείχνουν τη εσωτερική εστίαση,την εσωτερική οπτική γωνία αφού αναφέρονται σε αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Σαµαράκης µιλά για τα τις κουβέντες του µε αυτούς τους απλούς ανθρώπους και τις εξοµολογήσεις τους σε όλο αυτό το διάστηµα της ζωής του έως την εφηβεία του.περιγράφει το χώρο και τους ανθρώπους,ανακαλώντας τις µνήµες του. Ο Ιωάννου,αναφέρεται στη συνήθεια των παρατηρήσεων,στην ιδιότητά του ως διεσπαρµένου,η αναφορά του στο έθιµο της Πεντηκοστής. στη δική του καταγωγή µε την αναφορά στο αίµα του που τραβάει από την πατρίδα των γονιών του. Καταληκτικά και οι δυο συγγραφείς κατατείνουν στο να θεωρήσουν τους συνοικισµούς στους οποίους αναφέρονται ως κοιτίδες γνησιότητας και ανθρωπιάς.