ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α1. Απ αυτό και γίνεται φανερό ότι καμιά από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως. Γιατί τίποτε απ όσα υπάρχουν απ τη φύση δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, για παράδειγμα η πέτρα που από τη φύση κινείται προς τα κάτω δεν θα μπορούσε να αποκτήσει τη συνήθεια να κινείται προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος επιδιώκει να τη συνηθίσει (σ αυτό) ρίχνοντάς την χιλιάδες φορές προς τα πάνω, ούτε η φωτιά προς τα κάτω, ούτε τίποτε άλλο από τα πράγματα που γεννιούνται από τη φύση με μια ορισμένη ιδιότητα θα μπορούσε να αποκτήσει διαφορετικές συνήθειες. Επομένως ούτε από τη φύση ούτε αντίθετα προς τη φύση γεννιούνται μέσα μας οι (ηθικές) αρετές, αλλά (γεννιούνται) σ εμάς που έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε, και να τις τελειοποιούμε με τον εθισμό. Επιπλέον για όσα υπάρχουν σ εμάς από τη φύση, νωρίτερα αποκτούμε τις δυνατότητες γι αυτά και ύστερα προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα ακριβώς που είναι φανερό στην περίπτωση των αισθήσεων, διότι δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις έχοντας δει πολλές φορές ή έχοντας ακούσει πολλές φορές, αλλά αντίθετα, έχοντάς τις κάναμε χρήση τους, δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους). Τις ηθικές αρετές όμως τις αποκτούμε αφού νωρίτερα τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς (συμβαίνει) και στις άλλες τέχνες. Όσα δηλαδή πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα, για παράδειγμα γίνονται οικοδόμοι οικοδομώντας και κιθαριστές παίζοντας κιθάρα. Β1. Ο Αριστοτέλης, εξετάζοντας την ουσία και την «προέλευση» των ηθικών αρετών, κατά τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να
ετυμολογούν τις λέξεις για να κατανοήσουν τη σημασία τους, συνδέει ετυμολογικά το ήθος με το έθος. Η ετυμολογία αυτή είναι σωστή. Γενικά ο φιλόσοφος πίστευε ότι οι λέξεις συνδέονται στενά με αυτά στα οποία αναφέρονται, κατ επέκταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτό που δηλώνουν: το λέγεσθαι ταυτίζεται με το είναι. Άρα το ήθος δεν έχει ετυμολογική μόνο προέλευση από το έθος, έχει και σημασιολογική, εννοιολογική. Ο συλλογισμός του είναι ο εξής: τα εκ φύσεως (όπως η πέτρα και η φωτιά) δεν αλλάζουν συμπεριφορά, ιδιότητες με τον εθισμό («οὐθέν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται»), η ηθική αρετή όμως είναι εξ έθους, προέρχεται από τον εθισμό («ἡ δ ἠθική ἐξ ἔθους περιγίνεται»), άρα η ηθική αρετή (είναι αποτέλεσμα εθισμού και) δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως, ούτε βέβαια είναι παρά φύσιν, οι άνθρωποι έχουμε από τη φύση μας την ιδιότητα να δεχτούμε τις ηθικές αρετές, ενώ τελειοποιούμαστε σε αυτές με τον εθισμό, άρα την ευθύνη για την απόκτηση ή μη των ηθικών αρετών την έχει το ίδιο το άτομο («οὔτ ἄρα φύσει διά τοῦ ἔθους»). Β2. Είναι θεμελιώδης στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη η διάκριση συχνά αντιθετική των εννοιών «δύναμις» και «ενέργεια». «Δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι, ενώ «ενέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Γενικά θεωρεί ότι η δεύτερη έχει μεγαλύτερη αξία από την πρώτη. Στο απόσπασμά μας ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι σχετικά με όσα έχουμε μέσα μας από τη φύση (όπως οι αισθήσεις της όρασης και της ακοής), προηγείται χρονικά η ύπαρξή τους ως ολοκληρωμένες δυνατότητες («πρότερον τὰς δυνάμεις τούτων») και ακολουθεί η ενέργεια, η χρήση τους («ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας»). Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αρετές, εκεί η ηθική πράξη, και μάλιστα κατ επανάληψη, προηγείται της απόκτησης της αρετής («τὰς δ ἀρετάς λαμβάνομεν
ἐνεργήσαντες πρότερον»). Η αρετή λοιπόν, όπως και η τέχνη, κατακτάται με την εξάσκηση. Β3. Βλ. σχολικό βιβλίο σελ. 147 «τα χρόνια έχουν περάσει. Ο Αριστοτέλης την επόμενη χρονιά». Β4. εξωσχολικός: ἔχει, ἔσχηκε, ἔχοντες, ἔσχομεν ευπρόσδεκτος: δέξασθαι δεοντολογικός: δεῖται ανάκλιντρο: παρεκκλῖνον εγγονός: γένεσιν, περιγίνεται, ἐγγίνεται, ἐγγίνονται, παραγίνεται, γίνονται, γινόμεθα μετριοφροσύνη: σώφρονα, σώφρονες ειωθότα: ἠθικῆς, ἠθική, ἔθους, ἠθικῶν, ἐθίζεται, ἐθισθείη, ἐθίζῃ επίτοκος: τεχνῶν διηνεκής: φερόμενος, φέρεσθαι επόπτης: ἰδεῖν ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Αν λοιπόν θελήσουν όλοι (τους) να έχουν ειρήνη, δεν θα βοηθήσουμε τους Μεγαλοπολίτες. Διότι δεν θα χρειαστεί καθόλου. Επομένως δεν θα έχουμε οποιαδήποτε αντίθεση προς τους (παλιούς μας) συμπολεμιστές, ενώ άλλοι είναι ήδη σύμμαχοί μας, όπως ισχυρίζονται, κι άλλοι θα γίνουν τώρα δα. Τι άλλο επιπλέον θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε; Αν όμως (οι Λακεδαιμόνιοι) αδικούν και νομίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν
πόλεμο, αν μεν πρέπει να αποφασίσουμε μόνο για το πράγμα αυτό, δηλαδή για το αν πρέπει να αφήσουμε τη Μεγαλόπολη στα χέρια των Λακεδαιμονίων ή όχι, δίκαιο μεν (αυτό) δεν είναι, συμφωνώ όμως να αφήσουμε (τους Λακεδαιμονίους να κάνουν πόλεμο) και να μην εναντιωθούμε καθόλου σε αυτούς που μετείχαν (τότε) στους ίδιους κινδύνους με εμάς. Αν από την άλλη γνωρίζετε όλοι (σας) καλά ότι, αν κυριεύσουν αυτήν (τη Μεγαλόπολη), θα κατευθυνθούν εναντίον της Μεσσήνης, ας μου πει κάποιος από όσους νιώθουν δυσαρέσκεια για τους Μεγαλοπολίτες, τι θα μας συμβουλεύσει τότε να κάνουμε. Αλλά κανείς (σας) δεν θα μιλήσει. Γ2. α. ἅπασιν β. συμπαρατάξαντος γ. ἠδικεῖτο δ. οἰηθείησαν ή οἰηθεῖεν ε. προεῖναι, προεθῆναι στ. ἐᾶν, ἐώντων ή ἐάτωσαν, εἰῶμεν ζ. ἴτε Γ3α. πρώτος υποθετικός λόγος: Υπόθεση: «εἰ ἐπίστασθ» Απόδοση: «φρασάτω Μεγαλοπολίταις» Είδος: πραγματικό δεύτερος υποθετικός λόγος: υπόθεση: «ταύτην ἄν ἕλωσιν» απόδοση: «ἴασιν ἐπί Μεσσήνην»
είδος:προσδοκώμενο Μετατροπή σε αντίθετο πραγματικού: Εἰ δ ἅπαντες ἠπίστασθ ὅτι, ταύτην εἰ εἷλον, ἄν ᾔεσαν ἐπί Μασσήνην, ἄν ἔφρασεν τις ἐμοί τῶν νῦν χαλεπῶν τοῖς Μεγαλοπολίταις Πλάγιος λόγος: Δημοσθένης ᾔσθετο εἰ δ ἅπαντες ἐπίσταιντο ὅτι, ταύτην εἰ ἕλοιεν, ἴοιεν ἐπί Μεσσήνην, φράσαντά τινα αὐτῷ τῶν νῦν χαλεπῶν τοῖς Μεγαλοπολίταις Γ3β. βουλευτέον (ἔστι) : δεῖ βουλεύεσθαι Επιμέλεια: Γιώργος Κονδύλης