1 Ελένη Φουρναράκη Επικοινωνιακά στερεότυπα για το ελληνικό πανεπιστήμιο ή πώς νομιμοποιείται η πολιτική που το υπονομεύει Η επιχειρηματολογία υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος και της ίδρυσης «μη κρατικών» πανεπιστημίων έχει συγκροτηθεί στη βάση της απονομιμοποίησης του δημόσιου πανεπιστημίου. Η πολιτική αυτή ασκείται με επικοινωνιακούς όρους, δηλαδή με την επίκληση στερεοτύπων και υπονομευτικών αξιωμάτων. Αξίζει να τα ελέγξουμε. Η ίδια η χρήση του όρου «μη κρατικά» πανεπιστήμια, είναι παραπλανητική. Προκειμένου να αποφευχθεί ο επίμαχος όρος «ιδιωτικά» πανεπιστήμια, επινοήθηκε μια διατύπωση αντιθετική προς κάτι που όμως δεν υφίσταται: από θεσμική άποψη, δεν υπάρχουν στην Ελλάδα κρατικά πανεπιστήμια. Όπως ευρύτερα στο δυτικό κόσμο, υπάρχουν δημόσια πανεπιστήμια (Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου), τα οποία, σύμφωνα με το Σύνταγμα και με τον ισχύοντα Νόμο-Πλαίσιο, έχουν, έναντι του κράτους, διοικητική αυτονομία και επιστημονική-ακαδημαϊκή αυτοτέλεια. Αναμφίβολα, η αυτοτέλεια αυτή δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, και γι αυτό ακριβώς παλεύουμε όλοι οι πανεπιστημιακοί: αυτό ήταν το αίτημα που σύσσωμη η κοινότητά μας, είτε ατομικά είτε συλλογικά, αντέταξε στο κυβερνητικό «Προσχέδιο Πρότασης» την περασμένη άνοιξη. Κοινή εκτίμηση στις τοποθετήσεις ομάδων καθηγητών, πανεπιστημιακών αρχών, επιμέρους συλλόγων και, βεβαίως, της ΠΟΣΔΕΠ ήταν ότι το Προσχέδιο αυτό εγκαθίδρυε τον ασφυκτικό έλεγχο του Κράτους, πλήττοντας πολλαπλά τις ακαδημαϊκές ελευθερίες. Η Κυβέρνηση λοιπόν αντιμετωπίζει το δημόσιο πανεπιστήμιο ως «κρατικό», ενώ ταυτόχρονα ανοίγει την ανώτατη εκπαίδευση στα ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα. Δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για στοιχεία της ίδιας πολιτικής, που έχει στόχο να πλήξει τη διπλή αυτονομία του δημόσιου πανεπιστημίου, απέναντι τόσο στο κράτος όσο και στην αγορά. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, μετά τη μεταρρύθμισή του 1982, δεν μπορεί να θεωρείται «κρατικό», υπό την έννοια ότι αποτελεί μια δημοκρατικά οργανωμένη ακαδημαϊκή πολιτεία και όχι μια κρατική υπηρεσία: διαθέτει αυτόνομα διαβαθμισμένα συλλογικά όργανα διοίκησης και αντιπροσώπευσης και φυσικά διαθέτει αυτονομία στο διδακτικό και ερευνητικό έργο που παράγει, κρίνει και αξιολογεί. Με τον ισχύοντα Νόμο-Πλαίσιο, καμιά υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν μπορεί αφενός να παρέμβει στο Πρόγραμμα Σπουδών ενός Τμήματος, στην ύλη που διδάσκεται (δεν υπάρχει καν η έννοια της διδακτέας ύλης στο πανεπιστήμιο) ή στον τρόπο διδασκαλίας και αξιολόγησης των φοιτητών, και αφετέρου να αναμιχθεί σε εκλογές ή εξελίξεις διδασκόντων, παρά μόνο για να ελέγξει τη νομιμότητα των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν (αφού έχει προηγηθεί ο έλεγχος από πλευράς πανεπιστημιακών αρχών). Αυτά δεν σημαίνουν ότι η ουσιαστική διοικητική και ακαδημαϊκή αυτοτέλεια του ελληνικού πανεπιστημίου εξαντλείται στο νομικό πλαίσιο, ούτε ότι το πλαίσιο αυτό δεν χρειάζεται, σήμερα πλέον, αναμορφώσεις. Άλλωστε η διασταλτική ερμηνεία του συντάγματος από την πλευρά της εκάστοτε κυβέρνησης έχει επιτρέψει κρατικές παρεμβάσεις, ενώ όσο δεν διασφαλίζεται η αυτόνομη οικονομική διαχείριση του δημόσιου πανεπιστημίου και συνεχίζεται η υποχρηματοδότησή του, δεν μπορεί να είναι πλήρης η ανεξαρτησία του από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Εν τούτοις το ισχύον Σύνταγμα και ο ισχύων Νόμος-Πλαίσιο μας επιτρέπουν να μιλάμε για δημόσιο και όχι για κρατικό πανεπιστήμιο. Αυτό που θεμελιώνει τη δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία του είναι η αυτονομία των Γενικών Συνελεύσεων κάθε
2 πανεπιστημιακού Τμήματος, η οποία διασφαλίζει την ελευθερία της γνώσης και της έρευνας, γενικότερα της κριτικής σκέψης, άνευ της οποίας άλλωστε δεν νοείται πανεπιστήμιο. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι κατά πόσο το δημόσιο πανεπιστήμιο συνεπάγεται ένα κρατικιστικό μοντέλο, όπως προεξοφλεί η ρητορεία περί «μη κρατικών» πανεπιστημίων, αλλά το αντίστροφο: κατά πόσο εκείνο που συντηρείται από ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να αποτελεί έναν ελεύθερο ακαδημαϊκό θεσμό, δηλαδή πανεπιστήμιο. Συσκοτίζοντας τέτοια ερωτήματα, η χρήση του όρου «μη κρατικά» πανεπιστήμια συντηρεί την ασάφεια για το τι ακριβώς θα είναι αυτά και δημιουργεί σύγχυση για το τι είναι πράγματι το σημερινό ελληνικό πανεπιστήμιο. Και υπονοώντας την ταύτιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου με τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό, επιτρέπει να εμφανίζεται αυτό το ακαθόριστο «μη κρατικό» ως μια εξέλιξη λογική και προοδευτική, που θα απεγκλωβίσει, επί τέλους και στην Ελλάδα, τις πανεπιστημιακές σπουδές από αυτόν τον εναγκαλισμό. «Ας δοκιμάσουμε και κάτι άλλο λοιπόν, κάτι διαφορετικό», είναι ένα από τα χαρακτηριστικά σχόλια που ακούμε σε συζητήσεις. Αυτό το «διαφορετικό», θολά ή ξεκάθαρα, παραπέμπει στη φετιχοποιημένη προοπτική της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που, ως αυτονόητη αναζωογονητική δύναμη «προόδου», θα βγάλει από το «τέλμα» με τον «υγιή ανταγωνισμό» το «ασφυκτικά ελεγχόμενο» από το κράτος ελληνικό πανεπιστήμιο. Σε μεγάλο βαθμό, η ρητορική της αναθεώρησης του άρθρου 16 έχει αντλήσει ιδεολογική νομιμοποίηση από αυτή την από καιρό κατασκευασμένη στα ΜΜΕ εικόνα κρίσης ενός «κρατικού» πανεπιστημίου, δυσκίνητου και αναχρονιστικού. Έτσι έρχομαι στο δεύτερο στερεότυπο: την υποτιθέμενη κρίση του δημόσιου πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Την εκτίμηση αυτή επαναλαμβάνουν πολλοί, ακόμα και εντός του κλάδου μας, χωρίς ωστόσο να αισθάνονται την ανάγκη να τη στοιχειοθετήσουν. Η έκφραση «το πανεπιστήμιο βρίσκεται σε κρίση» έχει γίνει αυταπόδεικτο αξίωμα. Στην πραγματικότητα, οφείλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα α. σε υπαρκτά προβλήματα, μέσα και κυρίως έξω από το χώρο του ελληνικού πανεπιστημίου, τα οποία εντέχνως ερμηνεύονται ως γενικευμένη κρίση του θεσμού, και β. σε μια ρητορεία κατασυκοφάντησης του πανεπιστημίου και της ακαδημαϊκής κοινότητας, με συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις. Δυο λόγια αρκούν για το δεύτερο: αφετηρία αυτής της ρητορείας είναι η δυσφήμιση της συνδικαλιστικής δράσης (και ηγεσίας) των πανεπιστημιακών που προασπίζονται το δημόσιο πανεπιστήμιο και τις θεμελιώδεις αρχές του. Παρουσιάζοντας αυτόν τον αγώνα ως αντίδραση μιας «μειοψηφίας» εκφραστών συντεχνιακών συμφερόντων που αντιστέκεται στην «πρόοδο», καταλήγει σε γενικεύσεις: οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι συνολικά παρουσιάζονται να αντλούν από το πανεπιστήμιο, συχνά με αδιαφανή τρόπο, οφέλη οικονομικά, συμβολικά και κοινωνικά, χωρίς να προσφέρουν το ανάλογο εκπαιδευτικό έργο. Εδραιωμένος από καιρό, ο λόγος αυτός πήρε ακραία μορφή το τελευταίο διάστημα των κινητοποιήσεων, ενσωματώνοντας την κατασυκοφάντηση του φοιτητικού κινήματος, των καταλήψεων και του Ασύλου. Το πολιτικό μήνυμα είναι σαφές: το δημόσιο πανεπιστήμιο εκτρέφει τις ακρότητες και την αταξία και συγχρόνως όλες τις αδράνειες του δημόσιου τομέα. Αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο λόγο περί «κρίσης» του ελληνικού πανεπιστημίου, δύσκολα διαχωρίζονται τα στερεότυπα και οι αυθαίρετες γενικεύσεις, από την απόπειρα να αποσαφηνισθούν τα πραγματικά προβλήματα και τα αίτιά τους.
Έτσι, λόγου χάριν, οι επικρίσεις εις βάρος των πανεπιστημιακών και του έργου τους, αποσιωπούν τις συνέπειες του γεγονότος ότι μια κατηγορία διδασκόντων ασκεί παράλληλα ελεύθερο επάγγελμα, και ότι η κατηγορία αυτή, παρά το αίτημα του κλάδου να εισαχθεί ο θεσμός της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, εξακολουθεί να μην διακρίνεται επαρκώς θεσμικά από την πλειοψηφία των μελών διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού, το οποίο ζει μόνο από το πανεπιστήμιο και του είναι αφοσιωμένο. Η δημόσια εικόνα που καλλιεργείται για το πανεπιστήμιο γενικεύει μεμονωμένα φαινόμενα, εκμηδενίζοντας το υψηλής ποιότητας και ευθύνης έργο των ανθρώπων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των ΑΕΙ ανά την Ελλάδα. Ανάλογα θα σχολίαζα και τα περί συναλλαγής, αδιαφάνειας ή αναξιοκρατίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο, πρακτικές που παρουσιάζονται να χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά του. Εάν ο λόγος αυτός δεν εξέφραζε μια ιδεολογικά φορτισμένη τάση απαξίωσης ευρύτερα του δημόσιου τομέα, αλλά ενδιαφερόταν να αναδείξει υπαρκτά προβλήματα, σε ένα κυρίως θα στεκόταν: στο ισχύον σύστημα έμμεσης ψηφοφορίας από τους φοιτητές, δηλαδή μέσω εκλεκτόρων, για την ανάδειξη των πανεπιστημιακών αρχών (πρυτάνεων, κοσμητόρων και προέδρων των Τμημάτων). Το σύστημα αυτό ωθεί τους υποψήφιους για αυτά τα αξιώματα σε εξαρτήσεις από- και ποικίλες συναλλαγές με μέλη φοιτητικών παρατάξεων, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για αδιαφανείς πελατειακές σχέσεις και καθοριστικές παρεμβάσεις των κομμάτων, ακριβέστερα των δύο ισχυρότερων κομματικών μηχανισμών, στα ηγετικά όργανα του πανεπιστημίου και την πολιτική τους. Μέτρα όπως η άμεση και καθολική ψηφοφορία των φοιτητών δεν επαρκούν για να ξεπεραστεί αυτή η ιδιότυπη συναλλαγή, όσο τα κόμματα δεν έχουν την πολιτική βούληση να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Το ζήτημα της πολιτικής βούλησης, θέτει και εκείνο της πολιτικής υποκρισίας: χρόνια τώρα, οι κυβερνήσεις έχουν επιλέξει να υποχρηματοδοτούν τα ΑΕΙ, για να έρθουν στη συνέχεια να επικαλεστούν προβλήματα, που αυτή η υποχρηματοδότηση έχει προκαλέσει, ως φαινόμενα «κρίσης» και «ανεπάρκειας» του πανεπιστημίου. Τα προβλήματα στις εσωτερικές δομές και λειτουργίες των ΑΕΙ δύσκολα μπορούν να τεκμηριώσουν «κρίση», ενώ πολλά από αυτά μπορούν να ελεγχθούν, εάν υπάρχει η πολιτική βούληση. Εξάλλου, οι εξουσιαστικές σχέσεις μέσα στον πανεπιστημιακό θεσμό, και οι συνέπειες τους, είναι εγγενές στοιχείο στην παραγωγή και έλεγχο της Γνώσης και δεν αφορούν έναν συγκεκριμένο τύπο πανεπιστημίου. Αλλά ως συμπτώματα αυτής της «κρίσης» εκλαμβάνονται προβλήματα που αφορούν άλλες περιοχές και λανθασμένα αποδίδονται στο πανεπιστήμιο. Σε μεγάλο βαθμό το πανεπιστήμιο εισπράττει τα δομικά αδιέξοδα του ελληνικού σχολικού συστήματος, όπως αυτά αποτυπώνονται στις ανεπάρκειες των αποφοίτων του Λυκείου. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εγκλιματιστούν στα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, νέοι και νέες που έχουν διαμορφωθεί στους κόλπους ενός εξετασιοκεντρικού συστήματος, που ταυτίζει τη γνώση με την απομνημόνευση, δηλαδή με την ομοιομορφία, τιμωρώντας την κριτική ικανότητα, την ατομικότητα και την πρωτοτυπία της σκέψης των παιδιών. Ενός σχολικού συστήματος, το οποίο, προσανατολισμένο καθώς είναι στην είσοδο στην ανώτατη εκπαίδευση και με το φροντιστήριο να αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του, έχει υποβαθμίσει, πραγματικά και συμβολικά, το ρόλο του εκπαιδευτικού. Καμία συζήτηση για τις ανεπάρκειες του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ελλάδα δεν μπορεί να μη συνυπολογίσει τις συνέπειες της κρίσης του σχολικού θεσμού, τις οποίες καλείται να διαχειρισθεί το πανεπιστήμιο, και το κρίσιμο ζήτημα του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ, όπου αυτά δεν έχουν κανένα λόγο. 3
4 Η κρίση που λανθασμένα αποδίδεται στο πανεπιστήμιο δεν προέρχεται μόνο από εκείνο που προηγείται αλλά και από αυτό που έπεται των πανεπιστημιακών σπουδών: την ολοένα ογκούμενη ανεργία των νέων με πανεπιστημιακή μόρφωση. Είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι η ανεργία είναι δομικό πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών και δεν παράγεται από το πανεπιστήμιο και τα πτυχία του. Εξάλλου, πάντα η αγορά εργασίας έκανε τις δικές της ιεραρχήσεις αυτών των πτυχίων, ελάχιστα δεσμευμένη από τις ακαδημαϊκές ιεραρχήσεις ή από επαγγελματικά δικαιώματα. Συνακόλουθα, το στερεότυπο ότι «η αναβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών θα δημιουργήσει απασχόληση», όπως μάλιστα αυτό προβλήθηκε υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, είναι απλουστευτικό. Απαιτεί ανάπτυξη της έρευνας και παραγωγή υψηλού επιπέδου πτυχιούχων, πράγμα που δεν θα ισχύει στις ιδιωτικές σχολές. Προϋποθέτει κυρίως την ικανότητα της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας να απορροφήσουν προηγμένο επιστημονικό δυναμικό. Το σοβαρότερο είναι ότι αυτή η πλάνη που συνδέει αλλαγές στο πανεπιστήμιο με προοπτικές αντιμετώπισης της ανεργίας, έχει χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για να εδραιωθεί η αγορά και οι συγκυριακές ανάγκες της ως βασική πλέον συνιστώσα στη διαμόρφωση των πανεπιστημιακών σπουδών. Πρόκειται για ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση σύνδεσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, η οποία προκαλεί πολλή συζήτηση, καθώς βαθμιαία προσομοιώνει το πανεπιστήμιο με χαρακτηριστικά της επαγγελματικής εκπαίδευσης, τείνοντας να αλλάξει ριζικά το χαρακτήρα του. Οι δυναμικές αυτές θέτουν και στο ελληνικό πανεπιστήμιο την ανάγκη προσαρμογών που αβασάνιστα, νομίζω, εκλαμβάνονται ως κρίση των δικών του δομών. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, παρά τα χρόνια προβλήματα και παρά τα νέα που δημιουργούν οι νεοφιλελεύθερες δυναμικές, παραμένει ένα πανεπιστήμιο όπου η γνώση και η έρευνα καθορίζονται από τα επιστημονικά ερωτήματα και την κριτική ανάλυση της κοινωνίας και όχι από αγοραίες προτεραιότητες. Αν η αναβάθμισή του χρειάζεται βαθιές αλλαγές, σίγουρα αυτές δεν προκύπτουν από νομοθετήματα όπως το κυβερνητικό «Προσχέδιο». Έρχομαι στο τελευταίο στερεότυπο. Το προσχέδιο αποκλήθηκε επικοινωνιακά «μεταρρύθμιση» για να συγκαλύψει την απουσία εκπαιδευτικής πολιτικής και να νομιμοποιήσει ρυθμίσεις αποσπασματικές, πλην όμως επαρκείς για το διπλό στόχο που επιδιώκεται: να ενταθεί ο κρατικός έλεγχος στη διοικητική και ακαδημαϊκή λειτουργία του πανεπιστημίου και συγχρόνως να δημιουργηθούν ρωγμές στο ισχύον θεσμικό του πλαίσιο, ώστε οι λειτουργίες αυτές να συνδεθούν με τη λογική και τα συμφέροντα της αγοράς. Η τάση μιας μερίδας πανεπιστημιακών να θεωρηθεί το «Προσχέδιο», παρά την κριτική που του άσκησαν, ως βάση διαλόγου για θεσμικές αλλαγές, διευκόλυνε την Κυβέρνηση να προσδώσει κύρος «μεταρρύθμισης» στην πολιτική της, και συγχρόνως να μετατοπίσει το πεδίο της δημόσιας αντιπαράθεσης από αυτήν την πολιτική στην ικανότητα ή μη των πανεπιστημιακών να δεχθούν την «πρόοδο» μιας «μεταρρύθμισης». Τώρα εξαγγέλλεται ένα νέο νομοσχέδιο για το Νόμο-Πλαίσιο. Αναρωτιέμαι, αυτό δεν θα απαλείφει και πάλι τις ισχύουσες διατάξεις για την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης ως «υποχρέωσης του κράτους» και για τον ορισμό των ΑΕΙ ως «ΝΠΔΔ πλήρως αυτοδιοικούμενων»; Εναπόκειται πλέον στην πολιτική βούληση της συνδικαλιστικής ηγεσίας του κλάδου, να επαναφέρει τη συζήτηση για το Νόμο- Πλαίσιο στην αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική, αντιπροτείνοντας όμως και συνθέτοντας: με κριτήριο την προάσπιση της διπλής λειτουργικής αυτονομίας του δημόσιου πανεπιστημίου, και βάσει της γόνιμης αναμέτρησης απόψεων μέσα στα πανεπιστήμια, να αναδείξει υπαρκτά προβλήματα στο θεσμικό πλαίσιο των ΑΕΙ, των
5 οποίων η αλλαγή έχει ωριμάσει και συγκεντρώνει ευρεία συναίνεση εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Σημείωση: Χαρακτηριστικό δείγμα συνθέσεων που καταλήγουν σε προτάσεις αποτελεί το κείμενο της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης (Δεκέμβριος 2006). Είναι αξιοσημείωτο ότι το κείμενο αυτό υιοθετείται ως βάση συζήτησης από εκπροσώπους πρωτοβουλιών των λεγόμενων «χιλίων» πανεπιστημιακών, στο πλαίσιο πρόσφατης αρθρογραφίας (βλ. ενδεικτικά Α. Λιάκος, «Μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες», Το Βήμα, 11/2/2007), η οποία κατακρίνει τους συνδικαλιστικούς φορείς των πανεπιστημιακών για έλλειψη θέσεων και στείρο αρνητισμό. Ας σημειωθεί λοιπόν ότι οι θέσεις της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Κρήτης υπήρξαν προϊόν εκτεταμένου διαλόγου που οργανώθηκε με συντονισμένη πρωτοβουλία των πανεπιστημιακών αρχών και των συνδικαλιστικών οργάνων των διδασκόντων, τα οποία, βάσει και των θέσεων της ΠΟΣΔΕΠ, διαμόρφωσαν συλλογικά, μέσα στις Γενικές Συνελεύσεις, αναλύσεις και προτάσεις και τις κατέθεσαν σε αυτόν τον διάλογο. Η Ελένη Φουρναράκη διδάσκει Κοινωνική Ιστορία στο Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης του