Του Έντγκαρ Άλλαν Πόε

Σχετικά έγγραφα
Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι (Μετάφραση Κώστας Ουράνης)

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου


Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Η ιστορία του μικρού δελφινιού που λεγόταν Μούντζι

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ. Σταχτοφτέρης : ο μεγάλος μου αδερφός, ο προστάτης μου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

ΦΥΛΑΚΗ ΥΨΙΣΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Αν δεν με θέλεις χήρα μου :: Δραγάτσης (Ογδοντάκης) Ι. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO-2500

Έκαψα την καλύβα μου :: Μπακάλης Μ. - Μπέλλου Σ. :: Αριθμός δίσκου: GA


Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

Απάνθισμα, με πρόλογο του Ντίνου Ηλιόπουλου

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΑΒΑ ΡΟΖΟΥ. Εμμανουέλα Κακαβιά ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος


Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Α. Κείμενο: Μαρούλα Κλιάφα, Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς. 1 Δεκεμβρίου. Αγαπημένη μου φίλη Ελένη,

Aφιερωμένο στην Παυλίνα Κ. για το νόστο και τη θλίψη πού έχει για το Μαγικό Ψάρι του Αιγαίου

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Είμαι ξεχωριστός. Είσαι ξεχωριστή. Εγώ είμαι εγώ και εσύ είσαι εσύ.

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

ΠΟΙΟΝ ΑΓΑΠΑΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ;

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα! Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου, 2017 ISBN

Το μενταγιόν που θύμιζε μισοφέγγαρο. Περάσανε κάποιοι μήνες. Ο Μάρκος, από την ώρα της ανατολής κι όσην ώρα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Transcript:

«ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ» Του Έντγκαρ Άλλαν Πόε Μετάφραση: Κώστας Ουράνης

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα Κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο Μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο Σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου. «Κανένας ξένος», σκέφτηκα οπού χτυπά τη πόρτα, Αυτό θα είναι μοναχά και όχι τίποτ άλλο. Θυμάμαι, ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη Και κάθε λάμψη της φωτιάς σαν φάντασμα φαινόταν. Ποθούσα το ξημέρωμα μάταια προσπαθούσα Να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο, Για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη Όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει Για πάντα ούτε όνομα. Και τ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες Με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς, Και για να πάψει το άγριο το χτύπημα η καρδιά μου Σηκώθηκα φωνάζοντας: Θα είναι κάποιος ξένος Που ζητά να κοιμηθεί εδώ στη κάμαρά μου - Αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι». Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο, «Κύριε», είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρήστε, Γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος, Ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα» - Κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα - Σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ άλλο. Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος, Γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε Η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε, Μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο Κι Ελεονόρα! μοναχά ακούγονταν η ηχώ Από τη λέξη που βγαινε απ τα ανοιχτά μου χείλη. Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ άλλο. 2

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα, Άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα. «Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι, Ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο Ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω, Θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ άλλο». Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο Με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα εμπήκε Και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν αμφιβάλει λίγο, Επήγε και εκάθισε, στη πέτρινη Παλλάδα Απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη. Κουνήθηκε, εκάθισε, και όχι τίποτ άλλο. Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν Tη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει, «Χωρίς λοφίο;», ρώτησα, «κι αν είν η κεφαλή σου Δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό Κοράκι, Που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας; Στ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ όνομά σου!» Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από δω και πια». Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί Ν ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα, Αν κι η μικρή απάντηση που μου δωσε δεν ήταν Καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα, Γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου Ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη Απάνω από τη πόρτα σου να λέει: «Ποτέ πια!». Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο Δεν είπε άλλη λέξη πια, σα να ταν η ψυχή του Από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό. Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του Να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά: «Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες κι όταν θε να ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις». Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια». 3

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου πε Πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω. «Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει Θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του Που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ το τραγούδι Που θα λεγεν ολημερίς και του καμε να λέει Λυπητερά το «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα». Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ έφερε γέλιο Κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του Και βυθισμένος σ όνειρα προσπάθησα να έβρω Τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι, Το άχαρο, τ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων, Σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: «Ποτέ Πια!». Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα Χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι Που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με εκαίγαν. Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος Του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι, Στο μέρος που το χάιδευαν η λάμψη της καντήλας, Εκεί όπου η αγάπη μου δε θ ακουμπήσει Πια! Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ταν μυρωμένος Από ένα θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι Και Σεραφείμ το κούναγαν και τ αλαφρά τους πόδια Ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου. «Ναυαγισμένε», εφώναξα, «αναβολή σου στέλνει Με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη Για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Ελεονόρα. Πιες απ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα Εκείνην όπου χάθηκε. Και το Κοράκι είπε: 4

Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων Είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε, εσύ, Είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε, Αλλ άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος, Πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο Της λύπης κάνα βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία; Πες μου!», μα κείνο απάντησε: «Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί, Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ ορκίζω, Που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα, Εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν, Πες μου αν στον Παράδεισο θε ν αγκαλιάσω κείνη, Εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»; Και το κοράκι απάντησε: «Ας γίνει η μαύρη λέξη σου το σύνθημα να φύγεις», Εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει, μπροστά του. «Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα Ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας Ούτ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν αφήσεις Ενθύμιση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας Βγάλ απ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που έχεις μπήξει Και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!» Και το Κοράκι απάντησε: Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει, Στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα Και τ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν Όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι Ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι. Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια Να βγει απ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς Που φαίνεται στο πάτωμα. Ποτέ από δω και πια! ΤΕΛΟΣ. 5