Aυτό διαπίστωσαν οι απόγονοι του Iωάννη Xαβάκη όταν πήγαν να επισκεφθούν το Kαστέλλι Φουρνής, εκατόν τόσα χρόνια µετά το θάνατό



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Το παραμύθι της αγάπης

T: Έλενα Περικλέους

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Μέλισσες και Κηφήνες

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Modern Greek Beginners

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Γκρρρ,» αναφωνεί η Ζέτα «δεν το πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι μεταξύ τους!»

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου. ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Γηρατειά, πανάθεμάτα! Παναγιώτα Βλαχάκου-Χαλούλου, 2017 ISBN

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Modern Greek Beginners

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη


Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Μάθημα/Τάξη: Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 30/10/17 Επιδιωκόμενος Στόχος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ-Ν.ΓΛΩΣΣΑ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 Ο

Transcript:

Aν πιστέψουµε ότι η αγάπη βρίσκεται παντού στο σύµπαν... Aν πιστέψουµε ότι η σκέψη είναι ο διάλογος που κάνουµε µε την ψυχή µας... Aν πιστέψουµε ότι η µνήµη είναι αρετή όχι µόνο µιας οικογένειας αλλά και µιας κοινότητας... Tότε πρέπει και να πιστέψουµε ότι τίποτα δεν χάνεται. Aυτό διαπίστωσαν οι απόγονοι του Iωάννη Xαβάκη όταν πήγαν να επισκεφθούν το Kαστέλλι Φουρνής, εκατόν τόσα χρόνια µετά το θάνατό του. Kαι γι αυτό αισθάνονται την ανάγκη να εκφράσουν την ευγνωµοσύνη τους σ έναν τόπο που ζούσε πάντα µέσα στα όνειρά τους.

Κεφάλαιο Πρώτο «Ο Γιαννής πρέπει να φύγει. εν µπορείς να τον κρατάς άλλο εδώ». Η Χαβάκαινα δεν είπε λέξη. Γύρισε µόνο και κοίταξε τον γιο της που καθόταν σε µια γωνιά αµίλητος, ψυχρός θεατής ενός έργου που παιζόταν ξανά και ξανά τις τελευταίες µέρες. Μέσα από το πανωκόρµι, η γυναίκα ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς της σαν το φτερούγισµα του τροµοκρατηµένου πουλιού που θέλει να πετάξει µακριά. Πότε πότε έριχνε µατιές γεµάτες κακία στον αδελφό του άντρα της, αν και ήξερε καλά πως το δίκιο ήταν µε το µέρος του. Για να σωθεί ο µοναχογιός της, ένας ήταν ο τρόπος: να φύγει από το χωριό. Η Φουρνή, ανεβασµένη ψηλά, µια ανάσα από τη Νεάπολη, ήταν κι αυτή κρητική γη. Πώς να γνωρίζεις ότι δεν θα έπιανε κι εδώ φωτιά, αν έπεφτε κάπου κοντά η σπίθα του ξεσηκωµού; Και τότε τι θα συνέβαινε; 9

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY «Ο Γιαννής πρέπει να φύγει», είπε ξανά ο άντρας µε τα φράγκικα ρούχα. Ο Γιαννής τότε µόνο κατάλαβε τα λόγια του θείου του. Πετάχτηκε επάνω και µεµιάς βρέθηκε κοντά στην πόρτα. Μαζί µε τον δροσερό αέρα, στο σπίτι µπήκαν και οι ευωδιές της άνοιξης. Να φύγει να πάει πού; Ο κόσµος ολόκληρος ήταν εδώ. Ένιωθε τον άνεµο να αναδεύει φυλλωσιές, να χώνεται βαθιά στα πυκνά χαµόκλαδα, εκεί που από µικρός έκρυβε τους θησαυρούς του. Ένα µπογαλάκι από κοµµάτι παλιάς µπατανίας, γεµάτο χοντρά κλαριά, τσόφλια από αµύγδαλα, ξερά φύλλα, µια ακονόπετρα, µαχαίρια φτιαγµένα από ξυλοκέρατα. Αυτά ήταν τα δικά του όπλα για τη µάχη. Από παλιά. Από όταν ακούστηκε πως ο Μαυρογένης συγκεντρώνει πατριώτες έξω από τα Χανιά. Μακριά από το χωριό του, αλλά τόσο κοντά στη φουρτουνιασµένη παιδική ψυχή του. Οι κουβέντες των µεγάλων σκλήραιναν τα χέρια του, τα δυνά- µωναν για να µπήγουν βαθιά στο χώµα τα κλαριά, να τα µεταµορφώνουν σε ατρόµητους επαναστάτες. Ο θυµός καταλάγιαζε µόνο όταν οι χυµοί των κατάχλωρων θά- µνων γίνονταν στα µάτια του αίµα και µούσκευαν την προγονική του γη: τη γη του πατέρα του, που δεν είχε προλάβει να γνωρίσει. Έπρεπε λοιπόν να φύγει από τη Φουρνή, να φύγει µακριά από το χωριό του, από το Λασίθι, από την Κρήτη, από την επανάσταση. 10

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA Η επανάσταση δεν αργούσε. Τίποτα δεν θα µπορούσε πια να τη σταµατήσει. Οι µεγάλοι µιλούσαν για συνεννοήσεις ανάµεσα στους προκρίτους του νησιού και στους Κρητικούς που βρίσκονταν στην Αθήνα. Γινόταν λόγος και για κάποιους από το Μόσκοβο που ήταν ανακατεµένοι στα σχέδια: ανθρώπους από το ρωσικό προξενείο. Από τα Ανώγεια, τον Άγιο Μύρωνα και το Κράσι, από τις Μουρνιές, από όλη την Κρήτη µαζεύονταν στα Μπουτσουνάρια. Ετοιµάζονταν να υπογράψουν στο µοναστήρι της Αγίας Κυριακής υπόµνηµα για τον σουλτάνο. Τα πράγµατα έπαιρναν το δρόµο τους, όπως έλεγε και ο δάσκαλος. Τώρα πια όλοι έδιναν ιερό όρκο. Κι αυτός, όµως, είχε δώσει τον όρκο του. Σε έναν δικό του θεό που ερχόταν να τον συναντήσει από µακριά, έναν θεό που κρυβόταν σε οργισµένους ουρανούς ή κατέβαινε σε σκοτεινές σπηλιές, απρόσκλητος και ύστερα χανόταν µέσα σε µυστικές υδάτινες ροές. Αισθανόταν την παρουσία του όποτε ροβολούσε στην πλαγιά. Και τότε, του ορκιζόταν πως θα λευτερώσει τις παπαρούνες που τις πατάνε τα πόδια των άπιστων και ρίχνουν τις µατωµένες πιτσιλιές τους στο χώµα, πως θα λευτερώσει τα κίτρινα ανθάκια για να µπορούν ανεµπόδιστα να δείχνουν τη γυµνή οµορφιά τους στον ήλιο. Είχε ορκιστεί πως κάποια µέρα θα σµίξει µε τους επαναστάτες. Πως θα πάει να βρει τον Κόρακα, τον Σφακιανάκη, 11

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY τον Πετροπουλάκη. Τα ονόµατα έρχονται και πάνε. Θέλει και το δικό του ανάµεσά τους. εν είναι δα και τόσο µικρός για να σέρνεται πίσω από το φουστάνι της µάνας του. Να φύγει λοιπόν για να πάει πού; Είναι ένας Χαβάκης που το σόι του, κι από πατέρα κι από µάνα, έχει πληρώσει µεγάλο τίµηµα... Για να φύγει, έπρεπε ν αφανίσει µέσα του τον Κρητικό και να ξαναγεννηθεί άλλος κι αλλού, σ έναν τόπο όπου χώµατα και νερά δεν µιλούν τη δική του προγονική γλώσσα. Για να φύγει, έπρεπε ν αλλάξει ο ρυθµός του αί- µατός του, οι χτύποι της καρδιάς του. «Να φύγω και να πάω πού;» «Θα δούµε», είπε συµβιβαστικά ο αδελφός του πατέρα του, και συνέχισε να µιλά διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις. Η ζωή µακριά από την Κρήτη, τα ταξίδια, ο συγχρωτισµός µε τους εµπόρους της Μαύρης Θάλασσας και τους αστούς νοικοκυραίους στα Βαλκάνια τον είχαν αλλάξει. Όχι µόνο στην εµφάνιση, αλλά και στον τρόπο που µιλούσε. Όποιος δεν τον ήξερε ήταν δύσκολο να καταλάβει από πού κρατούσε η σκούφια του. «Θα δούµε... Θα σκεφτούµε και θ αποφασίσουµε πού είναι πιο καλά για σένα. Άκουσέ µε, εδώ δεν θα δεις προκοπή... Και ύστερα η µάνα σου και οι αδελφές σου δεν έχουν άλλον εκτός από σένα. Ποιος θα τους σταθεί αν σε φάει κάνα βόλι; Ποιος θα παντρέψει τη Βαγγελιά και 12

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA ποιος τη Χαρικλή όταν θα έρθει εκείνη η ευλογηµένη ώρα; Εσύ θα σαι στο πόδι του πατέρα σου. Εγώ δεν µπορώ πια να κάνω πολλά από δω και πέρα». «Κι εγώ τι να κάνω µαθές; Να κιοτέψω; Και πού να πάω; Μπορείς να µου πεις;» Η φωνή του ακούστηκε θυµωµένη. Η Χαβάκαινα απόρησε. εν είχε ξαναδεί έτσι το παιδί της. Το πρόσωπό του είχε χλοµιάσει, το βλέµµα του είχε αδειάσει. «Θα µπορούσες να πας στη Σύρα. Να σε πάρω µαζί µου τώρα που θα πάω εκεί για τα λάδια και τα κρασιά. Eίναι πολλοί οι δικοί µας που προκόψανε, που κάνανε λεφτά και τώρα µάλιστα δίνουν και για τον αγώνα. Ετοι- µάζουν µάλιστα και µια επιτροπή για να βοηθήσουν... Ας τ αφήσουµε όµως αυτά. Για άλλα µιλάµε τώρα». «Κι εγώ τι να κάνω εκεί;» επέµεινε ο Γιαννής. «Πολλά πράγµατα. Γράµµατα ξέρεις. Η Σύρα έχει σπουδαίο λιµάνι. Τελωνεία, τράπεζες, γραφεία. Όλη η Ελλάδα είναι εκεί, ένα σωρό κόσµος... Σκέψου το λίγο, Γιαννή. Η Σύρα είναι η µία λύση... η πιο κοντινή. Λύση για να σαι κοντά στη µάνα σου...» «Γιατί; εν είµαι µικρός για να θέλω τη µάνα µου». Ο θείος του, σαν να µην άκουσε, συνέχισε: «Μια άλλη λύση είναι η Σµύρνη, ίσως και η Αλεξάνδρεια». «Στη Σµύρνη είναι ο Μηνάς του Βουρδουµπάκη. Πηγαίνει στην Ευαγγελική Σχολή. Το ξέρω από τον αδελφό 13

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY του. Θα ήταν ωραία να πήγαινα κι εγώ εκεί», βιάστηκε να πει ο Γιαννής χωρίς να το πολυσκεφτεί. «Οι σπουδές θέλουνε χρυσά φλουριά. Pωτάς και τη µάνα σου αν τα χει; Ούτε κι εγώ µπορώ να τα βρω. Η Σχολή είναι για κείνους που έχουν µεγάλες ιδέες και λογαριάζουν να πάνε σε πανεπιστήµια. Εσύ δεν µπορείς να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο... Άκου µε που σου λέω. Πιο πολλά θα µάθεις µε τους εµπόρους και περισσότερα λεφτά θα βγάλεις. Έτσι θα βοηθήσεις και τις γυναίκες εδωπά. Στη Σµύρνη είναι πολλοί οι δικοί µας που δουλεύουν στ αλεύρια, στα κρασιά και στα σαπούνια. Σπουδαίοι έµποροι, γνωστοί από δω ίσαµε την Οντέσσα και τη Μαρσίλια. Απ όλους αυτούς, πόσοι θαρρείς στέλνουν τα παιδιά τους στη Σχολή; Μετρηµένοι στα δάχτυλα είναι οι γραµ- µατιζούµενοι». «Οι εφηµερίδες άλλα λένε», τόλµησε µια παρατήρηση. «Οι εφηµερίδες; Ποιες εφηµερίδες; Τι χαµπαρίζεις εσύ από εφηµερίδες;» απόρησε ο θείος του που άρχισε να φουντώνει. «Πώς δεν χαµπαρίζω; Κατέχω κι εγώ πράγµατα για τη Σµύρνη. ιαβάζω την εφηµερίδα που στέλνει ταχτικά ο Μηνάς στον αδελφό του τον Αλέξη, ξέρεις εσύ, µάνα», είπε και στράφηκε στη Χαβάκαινα σαν να ζητούσε βοήθεια. «Mου δίνει και διαβάζω την Αµάλθεια», συνέχισε αγανακτισµένος, έτοιµος να βροντήξει την πόρτα και να φύγει. 14

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA «Το παιδί διαβάζει, ηµήτρη. Λείπεις όλο τον καιρό και δεν το βλέπεις. Του αρέσουν τα γράµµατα. Όποτε βρεθεί στο δρόµο µου ο παππούλης από την Κεραπολίτισσα έχει να µου λέει πόσο καλός µαθητής ήταν», είπε µε καµάρι η Χαβάκαινα. «Εγώ όµως, µάνα, δεν είχα για δάσκαλο µόνο τον παππούλη από το µοναστήρι. Ξεχνάς µου φαίνεται τον Παπαδάκη». «Ποιος είναι πάλι αυτός; εν τον έχω ακουστά», παραδέχτηκε ο θείος που τώρα έπρεπε να παίξει και το ρόλο του πατέρα. «Ο Λεωνίδας Παπαδάκης, ο καινούργιος δάσκαλος», εξήγησε ο Γιαννής. «Μας µαζεύει όλους µετά το µάθηµα, και µας µιλά για διάφορα πράγµατα. Έρχονται παιδιά από διάφορες γειτονιές, από το Βάρτο, τους Χοντροβολάκους, από γύρω χωριά, από το Kαρύδι, τις Σέλλες. Kι από αλλού. Μας δίνει και βιβλία να διαβάζουµε». Η ένταση έπεφτε σιγά σιγά, οι τόνοι άλλαζαν. «Χαίροµαι που τ ακούω όλα τούτα. Καλά κάνεις και διαβάζεις. Τώρα όµως πρέπει να διαλέξουµε δρόµους. Στη Σύρα που βρέθηκα τελευταία, είχα την ευκαιρία να µιλήσω µε τον Κασσαβέτη. Είναι άνθρωπος που έχει ταξιδέψει πολύ κι έχουν δει πολλά τα µάτια του. Τώρα είναι εµποροδίκης στην Ερµούπολη. Τη γνώµη του την υπολογίζω πολύ... και τώρα που το σκέφτοµαι, λέω να του µιλήσω για σένα. Οι γιοι του σπούδασαν στη Λόντρα 15

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY και ύστερα έφτιαξαν εταιρία στην Αλεξάνδρεια. Ούτε στη Σύρα, ούτε στη Σµύρνη... Στην Αλεξάνδρεια». Όσο ο θειος του µιλούσε, ο Γιαννής ένιωθε την κάµαρη να στενεύει και να σκοτεινιάζει. Οι τοίχοι φούσκωναν να τον στριµώξουν. Το δώµα χαµήλωνε απειλητικά να τον πλακώσει. Στ αυτιά του έφταναν καµπανιστές οι λέξεις Σµύρνη, Λόντρα, Αλεξάνδρεια. Κάθε συλλαβή τους γινόταν χρώµα που ξεχείλιζε και άπλωνε σαν µαγική εικόνα για να χαθεί σε λίγο, να εξαφανιστεί. Τα µάτια του είχαν θαµπώσει, η καρδιά του χτυπούσε ξέφρενα. Τα ρουθούνια του τα είχε ήδη πνίξει η οσµή του µπάρκου, η γλώσσα του γευόταν τη στυφή αρµύρα της θάλασσας. Άρχισε να φαντάζεται οδύσσειες σε άγνωστα νερά, µέσα σε οµίχλες θρεµµένες από θρύλους και λαχτάρες. Καθώς τώρα ψαχούλευε εντός του, ανακάλυπτε απελπισµένος τον έρωτά του για τον άνεµο που τυραννά το κύµα και τον πόθο του να πάρει κι αυτός µέρος στις εποποιίες του κόσµου. Την ίδια στιγµή πάλι θύµωνε µε τον εαυτό του που άφηνε τη σκέψη του να θαλασσοδέρνει, ενώ έπρεπε να την καθηλώνει εδώ, στα χώµατά του, ώσπου να µπορέσει να κάνει κάτι κι αυτός για να τα λευτερώσει. «Εδώ, θα σε φάει κανένα βόλι», είπε ο αδελφός του πατέρα του, λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Πρέπει να πας εκεί που έχει ψωµί. Είµαι σίγουρος ότι θα βοηθήσει ο Κασσαβέτης, αν τον παρακαλέσω. Θα µιλήσει και στα παιδιά του... Αν αποφασίσουµε να πας στην Αλεξάν- 16

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA δρεια, δεν θα σαι µόνος σου σαν την καλαµιά στον κά- µπο, ούτε θα βρεις τις δυσκολίες που βρήκαν άλλοι δικοί µας... Τώρα τα πράγµατα έχουν αλλάξει στο Μισίρι. Μπορείς ν αγοράζεις και να πουλάς γη, να τη δουλεύεις και να ορίζεις τα αγαθά της. Αυτά δεν γίνονταν παλιά. Τώρα ο πασάς...» «Ο Ισµαήλ;» διέκοψε ο Γιαννής. «Μωρέ, µπράβο! Ξέρεις και τον Ισµαήλ;... Ναι, ο Ισµαήλ. Τώρα έχει πολλά πάρε δώσε µε τους Φράγκους και όπως φαίνεται έχουν πάρει τα µυαλά του αέρα. Θέλει να κάνει διάφορα. Ο Κασσαβέτης, που γνωρίζει κόσµο στην Πόλη, έµαθε πως ο σουλτάνος θα βγάλει καινούργια φιρµάνια που θα του λύνουν τα χέρια». Ο Γιαννής δεν πολυπροσέχει τώρα. Το µυαλό του ταξιδεύει. Θυµάται ό,τι έχει διαβάσει για το Κάιρο. Εκεί όπου από αιώνες, κάθε ράτσα έχει τη δική της γειτονιά και τα δικά της χάνια. Φράγκοι, Εβραίοι, Γραικοί, µε τα δικά τους στέκια, µέσα σε πολύβουα παζάρια. Αλλού τα µπαχάρια, αλλού τα χρυσαφικά, αλλού τα χαλιά και πιο πέρα τα µπακίρια. Έτσι θα ναι άραγε και η Αλεξάνδρεια, σαν το Κάιρο; Κι αυτός; Πού θα βρεθεί αυτός; Όσο συζητούν, η Χαβάκαινα ακούει βουβή. Πού θα πάει το παιδί της; Θα το στείλει µονάχο του µέσα στους Σαρακηνούς; Από την Αραπιά δεν ξεκινούν οι αλλόθρησκοι κι έρχονται εδω για να σφάξουν; Σαν τους Τούρκους κι αυτοί; Η απελπισία της δεν κρύβεται. 17

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY «Μη φοβάσαι, αδελφή. εν θα µιλούσα έτσι αν δεν ήµουν σίγουρος ότι είναι για το καλό του. Στην Αλεξάνδρεια θα βρεθεί ανάµεσα σε δικούς µας. Οι Κασσαβέτηδες θα τον βάλουν να δουλέψει σ ένα από τα γραφεία τους. Να καταλάβει κάποια πράγµατα, να δει πώς γίνεται το εµπόριο, να µάθει και λίγα γαλλικά. Για να µπορεί κι αυτός αύριο µεθαύριο να συνεννοείται µε όλους τους σπουδαίους. Ξέρω τι σου λέω...» O πολύπειρος, ο πολυταξιδεµένος ηµήτρης Xαβάκης µίλησε αρκετή ώρα για τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας, για την αλληλεγγύη της ράτσας, για τις ξένες προστασίες. Εξηγούσε µε υποµονή πώς το µπαµπάκι γινόταν χρυσάφι στα χέρια των εµπόρων. Πώς στήνονταν οι µηχανές, πώς έρχονταν µακινέτα. «Και κάτι τελευταίο, Γιαννή, που ξέρω ότι σε στεναχωρεί... Αν θελήσεις να βοηθήσεις την επανάσταση µπορείς να τη βοηθήσεις από όπου κι αν βρίσκεσαι. Στην Αλεξάνδρεια ή στην άκρη του κόσµου... Πώς βοηθά δηλαδή ο Κασσαβέτης, ο Μπογιατζόγλου ή ο Κριαράς; Θα µε πιστέψεις αν σου πω ότι ετοιµάζονται να βοηθήσουν δικοί µας από το Λίβερπουλ; Από την Καλκούτα; Από την Οντέσσα; Ξέρεις πόσο µακριά είναι αυτά τα µέρη; Η Κρήτη είναι παντού, όπου χτυπά ρωµαίικη καρδιά», πρόσθεσε ο µεσόκοπος άντρας και βγήκε από το σπίτι. Ο Γιαννής κατάλαβε πως άλλες κουβέντες δεν χωρούσαν. Η µάνα του έσκυψε συγκαταβατικά το κεφάλι κι έκανε 18

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA πως συµµαζεύει. Εκείνος κοντοστάθηκε να της µιλήσει. Άλλαξε γνώµη. Σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να βγει κι αυτός. Να πάει κάπου µονάχος, να κάτσει να συλλογιστεί. Ήταν πολλά όσα είχε ακούσει και δύσκολη η απόφαση που έπρεπε να πάρει. Όπως όλοι οι συντοπίτες του, µάθαινε από κούνια ότι γεννήθηκε για να γίνει επαναστάτης. Τώρα, απ ό,τι φαίνεται, προοριζόταν για κάτι άλλο. Μέσα σ έναν κόσµο µε ανεξίτηλα όρια, έπρεπε να εγκαταλείψει το βουνό που ορκίστηκε να υπερασπίζεται και να τραβήξει κατά το κύµα, να ακουµπήσει τα µάτια του στον αφρό της θάλασσας και να µη γυρίσει πια να κοιτάξει πίσω. Για να τα κάνει όµως αυτά, χρειαζόταν βοήθεια. Να πάρει δύναµη από κάπου, έτσι που να νιώσει έτοιµος για κόσµους πέρα από το Κάτω Χωριό κι από το Καστέλλι. Πέρα από την Ελούντα και πέρα από τη θάλασσα. Πρωί πρωί την επόµενη µέρα, τράβηξε για τις Λίµνες, το χωριό της µάνας του. Τον έπιασε βιασύνη να φτάσει γρήγορα για να προλάβει τον παππού του. Για φαντάσου να µην τον προλάβει... Γέλασε µε τον εαυτό του καθώς έδιωχνε αυτή τη σκέψη. Σήµερα θα τον θυµόταν ο χάρος; Όταν αντίκρισε το σπιτικό του γέρου µε τις υδρορροές που σπάθιζαν σαν µαχαιριές τον τοίχο, η ψυχή του αναγάλλιασε. Το αγαπούσε αυτό το κονάκι µε τους χοντρολασπωµένους τοίχους και τα µικρά σαν φεγγίτες παράθυρα. Όταν µικρός ερχόταν µε τη µάνα του να δουν τον γέρο, άπλωνε µε την παιδική του φαντασία σκιές κάτω από 19

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY το ακατέργαστο µεσοδόκι, για να κρύψει τους γενναίους που ετοιµάζονταν να ξεκρεµάσουν τα ντουφέκια τους από τον λυρατζή, τον ξύλινο στύλο απ όπου παλιά κρε- µόταν και η λύρα του καπετάν Παναγή, του παππού του. Παλιά, σε καιρούς που δεν είχε προλάβει ο Γιαννής. Γιατί αργότερα, όταν οι Τούρκοι σκότωσαν το στερνοπαίδι του, ο παππούς κατέβασε τη λύρα από τον λυρατζή και την έχωσε για πάντα µέσα στην κασέλα. Ο γέρος δεν µιλούσε για τα περασµένα. Λίγες ήταν οι φορές που άνοιγε στον µικρό την καρδιά του. Τα χρόνια δεν είχαν πειράξει ούτε το µυαλό ούτε τη λεβεντιά του, ούτε είχαν σβήσει τη µνήµη του. Και τότε, εκείνες τις φορές, ο Γιαννής άκουγε ευλαβικά και κλείδωνε µέσα του τις περιπέτειες που πέρασε το σόι του και που, χάρη στον καπετάν Παναγή, διασχίζοντας την αιωνιότητα έφταναν ανέπαφες σ αυτόν. Άσε που όταν ο γέρος τού µιλούσε, ο Γιαννής ένιωθε µεγάλος. Και τώρα χρειαζόταν να νιώσει µεγάλος, να σταθεί απέναντι στον αλύγιστο γέροντα, να του µιλήσει άφοβα και να ζητήσει ορµήνια. Καθισµένος στην καπετανίστικη καρέκλα, φερµένη από τα Σφακιά, µε το αριστερό χέρι πάνω στο µοναδικό ακουµπιστήρι, ο οπλαρχηγός από τις Λίµνες κοίταζε τον εγγονό του και τον ζύγιαζε. εν του ήταν άγνωστα τα σχέδια. Από καιρό του χε πει η θυγατέρα του πως ο αδελφός τού άντρα της ήθελε να πάρει από το νησί τον γιο της. «Ο κουνιάδος σου, εσποινιώ, κουζουλός δεν είναι. 20

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA Για να προκόψει το παιδί και να βοηθήσει και το σπίτι, πρέπει να φύγει. Αν κάτσει εδώ, θα τον χάσεις όπως έχασες και τον άντρα σου», έλεγε στην κόρη του ο καπετάν Παναγής κάθε που αυτή ερχόταν να τον δει. Τώρα που είχε το εγγόνι απέναντί του, έπρεπε να πει τις σωστές κουβέντες για να το σώσει. «Ο µπάρµπας σου θέλει να σε στείλει µακριά από το νησί για να σε γλιτώσει. Αν φύγεις δεν θα σηµαίνει ότι κιοτεύεις. Ξενιτεύεσαι για να δουλέψεις, για να µάθεις, για ν αντρειέψεις... Είσαι µικρός ακόµη για να πεθάνεις. Γιατί ακόµα δεν κατέχεις τι είναι η ζωή. Όταν µάθεις, θα γυρίσεις πίσω στον τόπο σου. Αυτό δα είναι σίγουρο... Θα ρθεις και µ ένα λεβέντικο ζάλο θα πας να συναντήσεις την επανάσταση. Γιατί επανάσταση θα χει και αύριο... H επανάσταση δεν θα πεθάνει εύκολα. Τώρα όµως, πρέπει να φύγεις. Να πας εκεί που σου λέει ο µπάρµπας σου...» «Μου λέει στην Αλεξάνδρεια». «Στην Αλεξάντρεια;» ρώτησε ο καπετάν Παναγής και σταµάτησε. «Ο Στράτος ο γεµιτζής είχε πάει εκεί µια δυο φορές. Όποτε καθόµασταν να πιούµε µαζί καµιά ρακή, µου µιλούσε για την οµορφιά της». Η φωνή του γέρου ακούστηκε τρεµάµενη. Σηµάδι ότι άρχισε να κουράζεται. O Γιαννής του φίλησε το χέρι και βγήκε βιαστικός. Καθώς έπαιρνε την ανηφόρα για να επιστρέψει στη Φουρνή, αναρωτιόταν ξανά και ξανά πώς θα µπορέσει να την αποχωριστεί τούτη τη γη. 21

MAPΩ ΦIΛIΠΠOY Ο κόσµος του κοµµατιαζόταν. Μπροστά του άνοιγαν δρόµοι χωρίς ηρωικούς προορισµούς και αυταπάτες. Την ψυχή του φούντωναν άγνωστες ανοιχτές θάλασσες και ταξίδια σε στεριές δίχως σύνορα. Τη δεύτερη µέρα από την απόφασή του να φύγει τον σταµάτησε στο δρόµο η Λένη της Μαγουλούς. «Μισεύγεις, καλέ;» τον ρώτησε µε εκείνη την κυµατιστή φωνή των παλιών Λασιθιωτών. «Πώς θα µπορέσεις, µαθές, ν αντισταθείς εκεί µακριά στους αλλόπιστους, χωρίς να ξέρεις τη γενιά σου;» Ο Γιαννής κοίταξε σαστισµένος τη γριά που συνήθιζε να τριγυρνά άσκοπα στη Φουρνή, αναζητώντας, θαρρείς, θύµατα. Μια γυναίκα αλλοπαρµένη που µιλούσε συνεχώς για τα παλιά σόγια, σαν περιφερόµενο κιτάπι µε κρυφές ιστορίες. Γνώριζε, όπως λέγανε, όλα τα «παλιά πράγµατα» του χωριού. «Την ξέρω τη γενιά µου, κυρα-λένη», είπε βιαστικά κι έκανε να φύγει. «Ξέρεις τίνος είσαι;» συνέχισε η γριά και τον άρπαξε από το µανίκι. Ο Γιαννής κάτι πήγε να πει, µα δεν πρόλαβε. «Ξέρεις ότι δεν είσαι Χαβάκης, αλλά Χαβάς; Είσαι από έναν Χαβά που λεγόταν Μισελής. Κανένας δεν έµαθε ποτέ πούθε βαστούσε η σκούφια του. Η µάνα της µάνας µου, που πέθανε εκατό χρονώ, δεν είχε ακούσει ποτέ τέτοιο όνοµα στα νιάτα της. Μετά, µαθεύτηκε πως οι 22

OI ΣKIEΣ ΠOY ANAZHTAΣ ΣTHN AΛEΞAN PEIA Τούρκοι είχαν σκοτώσει στις Λίµνες κάποιον Χαβά και πως είχανε πιάσει αιχµάλωτο και τον έναν από τους δυο γιους του. Ο άλλος, ο πατέρας του κύρη σου, ο Τζανάκης µε τ όνοµα, άρχισε να πηγαινοέρχεται από τις Λίµνες, από πέρα. Ήταν ασίκης και είχε πολλά καλά... δυο σπίτια, δώδεκα χωράφια, τέσσερα αµπέλια...» «Τα ξέρω όλα τούτα. Παράτα µε πια!» είπε θυµωµένος ο Γιαννής και τράβηξε µε δύναµη το χέρι που κρατούσε η γριά. «Κι εγώ σου λέω ότι δεν ξέρεις τίποτα! Σάµπως ξέρεις πότε έγινε ο Μισελής Μιχελής; Ή πότε το Χαβάς έγινε Χαβάκης; Άσε που πολλοί λένε ότι και το Χαβάς ήταν άλλο πράµα πριν. Μπορεί να ταν Χαφές ή Τσαβές ή Τσαβάς, έµπορος από το Τολέδο, φουρνιδόρος* των Βενετών...» Η γριά συνέχιζε να µιλά χειρονοµώντας και κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα. Το αγόρι όµως, βρισκόταν πια µακριά. Τον Ιούλιο του 1866, ο Γιαννής, ο γιος του Γεωργίου Χαβάκη που είχε πέσει θύµα του Βελή πασά, και εγγονός του Ιωάννη του γνωστού Τζανάκη που χε χαθεί από τούρκικο βόλι εξήντα χρόνια πριν, αφού φίλησε µάνα κι * Φουρνιδόρος: από το ενετικό fornitor που σηµαίνει προµηθευτής. Kατά τον κρητολόγο Στέφανο Ξανθουδίδη, από το fornitor προέρχεται και η λέξη Φουρνή. 23