[ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ] Η Ελλάδα της κρίσης αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης πολλών επιστημόνων και δημοσιολογούντων. Οι αναλύσεις άλλοτε εστιάζουν στον οικονομικό πυρήνα του προβλήματος και άλλοτε στον πολιτικό. Άλλες από αυτές είναι αξιοσημείωτες και προκαλούν το ενδιαφέρον, διευρύνωντας τον προβληματισμό και τις γνώσεις μας για το θέμα, και άλλες είναι επιπόλαιες και επίπεδες, όταν δεν είναι γεμάτες από αναπαραγόμενους μύθους και στερεότυπα. Πάντως, δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ προσεκτικός για να α- ντιληφθεί πως στον δημόσιο λόγο τον τόνο δεν δίνουν οι ψύχραιμες α- ναλύσεις («φιλο-μνημονιακού» ή μη περιεχομένου δεν έχει σημασία, δεν βρίσκεται εδώ η ουσία), αλλά οι κραυγές. Καθώς οι ψύχραιμες φωνές είναι σε έλλειψη, επειδή και η κουλτούρα του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα δεν τις ευνοεί, έχουν κυριαρχήσει σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης φοβικές αντιδράσεις, εθνικιστικές κορώνες και συλλογικές φαντασιώσεις. Το γεγονός, μάλιστα, πως καθεριωμένα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ασχολήθηκαν με σαχλαμάρες ολκής, όπως η περίφημη «τράπεζα της ανατολής» ή το «δώρο» των 600 δισεκατομμυρίων από Ελληνοαμερικανούς ομογενείς για τη διαγραφή του χρέους δείχνει την ψυχοδιανοητική κατάντια στην οποία έχουμε φθάσει ως χώρα. Εντέλει, η κοινωνία, ή έστω ένα μεγάλο τμήμα της, δείχνει να έχει χάσει τον δρόμο της λογικής. Αν υπάρχει ένα στοιχείο που μας συνδέει πραγματικά με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι αυτή ακριβώς η κυριαρχία του ανορθολογισμού. Και στις δύο κοινωνίες διαμορφώθηκε η πεποίθηση ότι οι ξένοι επέβαλλαν ταπεινωτικούς όρους ανεξάρτητα από τον βαθμό ευθύνης των ίδιων (Γερμανών ή Ελλήνων) για την κατάσταση. Αναδείχτηκε έτσι ένα λαϊκό αίσθημα οργής, ταπείνωσης και «τσαλακώματος» της εθνικής
ΠΡΟΛΟΓΟΣ υπερηφάνειας, που συνοδεύτηκε από σενάρια συνομωσίας περί «προδοσίας» των πολιτικών και άλλες φανταστικές ιστορίες. Συνέπεια της παραπάνω κατάστασης είναι η συναισθηματική, η μη νηφάλια αντίδραση των δύο κοινωνιών έναντι των προβλημάτων που έ- χουν προκύψει. Όπως αναφέρει ο Γερμανός ιστορικός Heinrich Winkler στο βιβλίο του για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης: «η συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν σκληρή, εντούτοις σχεδόν κανείς στη Γερμανία δεν συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα». Εφόσον αντιμετώπιζε τα πράγματα με νηφαλιότητα, προσθέτει ο Winkler, η Γερμανία θα είχε πολύ καλές προοπτικές για να γίνει και πάλι ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη. Στη Γερμανία, το καλοκαίρι του 1919, όπως και στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2011, η νηφαλιότητα σπάνιζε. Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, το Μνημόνιο δεν είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μας έχει συμβεί. Η άτακτη χρεωκοπία θα ήταν η πραγματική τραγωδία. Το Μνημόνιο δεν ήταν χάδι, βέβαια, κάθε άλλο. Η ύφεση είναι σκληρή, η αύξηση της ανεργίας δυσβάστακτη, η πτώση του βιοτικού επιπέδου δραματική, οι επιβαλλόμενες προσαρμογές πραγματοποιούνται σε δραματικά στενό χρονικό ορίζοντα. Μεταρρυθμίσεις που καθυστέρησαν για δεκαετίες πρέπει να γίνουν σε λίγους μήνες. Όμως, αν επικρατήσει ο συναισθηματισμός, ο ανορθολογισμός και η «κουλτούρα της μούντζας», στην οποία οι αγανακτισμένοι έκαναν πρωταθλητισμό, τότε δεν θα διαγράψουμε το χρέος μας, όπως νομίζουν κάποιοι, αλλά τις προοπτικές της ίδιας μας της χώρας. Το βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου αποτελεί μια ψύχραιμη φωνή, μια φωνή λογικής ας μου επιτραπεί ο όρος μέσα στη βοή του ανορθολογισμού και του συναισθηματισμού που έχει κυριαρχήσει. Και αυτή είναι πρωτίστως η αξία του. Ο Π.Π. επιχειρεί κυρίως να αναζητήσει στο πεδίο της ιδεολογίας ένα πεδίο που του είναι ιδιαίτερα αγαπημένο, όπως διαπιστώνει κάποιος αν παρακολουθήσει την αρθρογραφία και τις δημόσιες παρεμβάσεις του τις αιτίες για τα σημερινά δεινά. Ουσιαστικά, με την παρέμβασή του αυτή, o συγγραφέας επιχειρεί να αποδομήσει την κυρίαρχη ιδεολογία της Μεταπολίτευσης. Για τον συγγραφέα τη βασική ευθύνη για την κατάσταση της χώρας φέρει η ιδεολογία της Μεταπολίτευσης. Αυτή σχετίζεται με κοινωνικές [12]
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ και πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, τη δεκαετία του 70. Στην Ελλάδα, η δεκαετία του 70 παρέσυρε τον παραδοσιακό συντηρητισμό της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής περίοδου και υπονόμευσε τις αξίες του. Μια νέα γενιά αισιόδοξων ανθρώπων, που δεν βίωσε τον πόλεμο και τον εμφύλιο και διψούσε για νέες εμπειρίες και κοινωνική άνοδο, επιχείρησε να ξεφύγει από το κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο της προηγούμενης περιόδου. Αυτή η γενιά οικοδόμησε το δικό της αξιακό σύστημα, που επιβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της Μεταπολίτευσης. Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχτηκε και το μωρό. Δυστυχώς, ο παλιομοδίτικος συντηρητισμός, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες, δεν έδωσε τη θέση του σε έναν προοδευτικό φιλελευθερισμό που, διατηρώντας αξίες όπως ο σεβασμός στον νόμο και η επιχειρηματικότητα, θα έφερνε μαζί του την αξιοκρατία, την ατομική ευθύνη, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό και την ανεκτικότητα. Ούτε α- ντικαταστάθηκε, έστω, από μια σοσιαλδημοκρατική, σκανδιναβικής προέλευσης, κουλτούρα κοινωνικής συνοχής που θα καλλιεργούσε μεν τον εξισωτισμό και τον κρατισμό, αλλά τουλάχιστον θα τα συνδύαζε με μια φιλοσοφία ατομικής εγκράτειας, λιτής διαβίωσης, εναρμονισμένης με τις αρχές, υποτίθεται, του σοσιαλισμού και της πραγματικής κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτό που επικράτησε συνιστά ένα ιδεολογικό υβρίδιο, που μπορεί να αποκληθεί: «καταναλωτικός σοσιαλ-λαϊκισμός». Τρία είναι τα βασικά στοιχεία αυτής της ιδεολογίας της Μεταπολίτευσης στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας (σσ. 23-24): α) η επικράτηση ενός ακραίου ατομικισμού και συντεχνιασμού σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, β) η απαξίωση της εργασίας ως κοινωνικής αξίας, γ) η μετάθεση των ευθυνών στους άλλους. Πρόκειται για ένα ιδεολογικό αμάλγαμα που προέκυψε από τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου και τις καταναλωτικές προσδοκίες της μεταπολεμικής γενιάς σε συνδυασμό με την υιοθέτηση σοσιαλιστικών ιδεολογικών προταγμάτων, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή σε κοινωνίες μετάβασης αλλά και συνολικά στον ευρωπαϊκό νότο. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την ιδεολογία των εξεγερμένων μικροαστών: [13]
ΠΡΟΛΟΓΟΣ τα ήθελαν όλα εδώ και τώρα. Στην παραγωγή αυτού του ιδεολογικού πλαισίου συντέλεσαν πολλοί παράγοντες, αλλά, αναμφίβολα, η έλευση στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού. Στην πραγματικότητα, η σημερινή οικονομική κρίση αποτυπώνει το τέλος αυτής της περιόδου ευδαιμονίας βασισμένης πάνω σε δανεικά και εύθραστες αξίες. Ίσως οι αγανακτισμένοι που συνωστίστηκαν στην Πλατεία Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 αυτό ακριβώς να ήθελαν να μας πουν: πως δεν ήθελαν να αποδεχτούν το τέλος αυτής της περιόδου και νοσταλγούσαν προηγούμενη φάση της ζωής τους. Πράγματι, στις μέρες μας, είναι ορατά δύο κινήματα νοσταλγίας. Το ένα μπορούμε να το ονομάζουμε αντιδραστικό-μικροαστικό. Κινείται γύρω από τις αξίες του εθνικιστικού αυταρχισμού, του ρατσισμού, της έλλειψης ανοχής και ανεκτικότητας. Πλαισιώνεται από την Άκρα Δεξιά και ειδικότερα τη Χρυσή Αυγή. Νοσταλγεί την Ελλάδα της Τάξης και της αυταρχικής εφαρμογής των νόμων. Φαντασιώνεται ένα αυταρχικό κράτος δικαίου που θα επιβάλλει δια της στυγνής βίας το σεβασμό στους νόμους, και την κάθαρση. Το θέμα της Χρυσής Αυγής, και ευρύτερα της Άκρας Δεξιάς, απασχολεί ιδιαίτερα τον Πέτρο Παπασαραντόπουλο, και στο παρόν βιβλίο του αφιερώνει έξι κείμενα για το θέμα. Για τον συγγραφέα το ζήτημα της ακροδεξιάς βρήκε εντελώς απροετοίμαστη την ελληνική κοινωνία, που βασιζόταν σε κλισέ και στερεότυπα ανάμεσα στα άλλα και την κολακευτική ψευδαίσθηση πως ο ρατσισμός δεν την αναφορά. Το άλλο ρεύμα νοσταλγίας είναι το λαϊκιστικό-μικροαστικό. Και αυτό απασχολεί συστηματικά τον συγγραφέα, όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο. Το κίνημα αυτό αναπολεί «τις μέρες του Ανδρέα», τις μέρες δηλαδή που η καταναλωτική του δυνατότητα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, έστω και αν αυτό βασιζόταν σε δανεικά. Σήμερα συσπειρώνεται γύρω από τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ πως θα ξαναγυρίσουμε στο 2009, θα καταγγείλουμε το μνημόνιο, και γενικώς αναζητεί ένα «ψέμα για να αποκοιμηθεί». Τα δύο αυτά ρεύματα συναρθρώνονται σε συμπεριφορές, αλλά και πράξεις, άρνησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτή η άρνηση έχει λάβει επικίνδυνα χαρακτηριστικά με την υιοθέτηση της βίας ως με- [14]
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ θόδου πολιτικής επιβολής. Ο συγγραφέας δίνει με αναλυτική ακρίβεια τις διαστάσεις αυτού του ιδιαίτερα επικίνδυνου φαινομένου με δύο κείμενά του που διερευνούν τις ρίζες της κουλτούρας της βίας στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, καθώς και τις θεωρητικές αφετηρίες εκείνων που πιστεύουν ότι η βία είναι η μαμή της Ιστορίας. Αν το δούμε υπό αυτήν την οπτική, το βιβλίο του Πέτρου Παπασαραντόπουλου δεν σ αφήνει να αποκοιμηθείς Νίκος Μαραντζίδης Αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας [15]