Το να υπερασπίζεται κανείς τον εαυτό του ενώπιον της δικαιοσύνης είναι µια γενική αρχή που αναγνωρίζεται από την ιταλική έννοµη τάξη µε το άρθρο 24 του συντάγµατος. Κατά γενικό κανόνα, είναι απαραίτητο να εκπροσωπείται κανείς και συνεπώς τον διάδικο πρέπει να υπερασπίζεται ένας τεχνικός εκπρόσωπος (ή δικαστικός παραστάτης). Εντούτοις, ο διάδικος µπορεί σε ορισµένες περιπτώσεις να µην εκπροσωπείται από συνήγορο. Αυτό ισχύει για τις διαφορές µικρής αξίας, όπου ο νόµος επιτρέπει στο διάδικο να διενεργεί µόνος του τις διαδικαστικές πράξεις. Στην περίπτωση αυτή, η έννοµη τάξη µας δεν προβλέπει υποχρέωση τεχνικής υπεράσπισης λόγω της µικρής αξίας της υπόθεσης, ούτως ώστε ο ενδιαφερόµενος να µην επιβαρυνθεί µε αµοιβή δικηγόρου. εν υπάρχει υποχρέωση χρησιµοποίησης δικηγόρου: α) στις αστικές υποθέσεις που εκδικάζονται από ειρηνοδίκη, όπου οι διάδικοι µπορούν να παρίστανται αυτοπροσώπως εφόσον η αξία της διαφοράς είναι µικρότερη από 516,46 ευρώ. Σε υποθέσεις µεγαλύτερης αξίας, ο ειρηνοδίκης µπορεί να επιτρέψει στο διάδικο που το ζητά να παραστεί αυτοπροσώπως, εφόσον αυτό είναι δυνατόν λαµβανοµένης υπόψη της φύσης και της αξίας της υπόθεσης (άρθρο 82 του κώδικα πολιτικής δικονοµίας) β) εφόσον ο διάδικος έχει την ιδιότητα που απαιτείται για να ασκήσει το λειτούργηµα του νοµικού παραστάτη ενώπιον του επιλαµβανοµένου δικαστηρίου µπορεί να παρίσταται χωρίς άλλον συνήγορο (άρθρο 86 του κώδικα πολιτικής δικονοµίας); γ) σε δίκες που αφορούν ζητήµατα εργατικού δικαίου, όπου ο διάδικος µπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως στον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας, εφόσον η αξία της διαφοράς είναι µικρότερη από 129,11 ευρώ. Το ίδιο ισχύει για τις δίκες που αφορούν ζητήµατα υποχρεωτικής συνδροµής και πρόνοιας (άρθρα 417 και 442 του κώδικα πολιτικής δικονοµίας). Άλλες περιπτώσεις προβλέπονται από ειδικούς νόµους: έτσι, η αυτοπρόσωπη παράσταση επιτρέπεται σε υποθέσεις που αφορούν την εκκαθάριση δικαστικής δαπάνης, αµοιβών και δικαιωµάτων δικηγόρου και πληρεξουσίου, στις εκλογικές υποθέσεις, στις µισθωτικές διαφορές, στον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας, εφόσον το επίδικο ποσό δεν υπερβαίνει ένα ορισµένο όριο, ενώπιον των φορολογικών επιτροπών. Τρόποι προσφυγής ενώπιον του ειρηνοδίκη Κατ' αρχήν, η αγωγή ενώπιον του ειρηνοδίκη θεωρείται ασκηθείσα κατόπιν κλήσης για εµφάνιση σε κάποια από τις ηµεροµηνίες δικασίµων που δηµοσιεύονται σε κάθε δικαστήριο µε τοιχοκόλληση στην αίθουσα συνεδριάσεων και εγκρίνονται κάθε χρόνο µε απόφαση του προέδρου του δικαστηρίου κατόπιν σύµφωνης γνώµης του εισαγγελέα. Ανά τρίµηνο, ο αρµόδιος γραµµατέας του ειρηνοδικείου κατανέµει κατ' αρχάς τις δικασίµους µεταξύ των ειρηνοδικών και κατόπιν προσδιορίζει, µετά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου στη γραµµατεία, τον ειρηνοδίκη που θα αναλάβει την προδικασία. Εξάλλου, ο πολίτης ο οποίος επιθυµεί να προστατεύσει τα δικαιώµατά του µπορεί, εφόσον το αιτούµενο ποσό δεν υπερβαίνει τα 516,45 ευρώ, να εµφανιστεί ενώπιον του ειρηνοδίκη κατά την ακροαµατική διαδικασία να ζητήσει να εκθέσει προφορικά τους ισχυρισµούς του.
Ο ειρηνοδίκης καταγράφει τις δηλώσεις του ενάγοντα σε πρακτικό, αντίγραφο του οποίου, συνοδευόµενο από κλήση για εµφάνιση κατά την καθορισθείσα δικάσιµο κοινοποιείται στον εναγόµενο µερίµνη του ενδιαφεροµένου. Το ανώτατο όριο του επίδικου ποσού καθορίζεται από το νόµο επί ποινή απαραδέκτου εντούτοις, ο δικαστής µπορεί, λαµβανοµένης υπόψη της φύσης της διαφοράς και του επίδικου ποσού, να επιτρέψει στο διάδικο να παραστεί αυτοπροσώπως σε διαφορές µεγαλύτερης αξίας µε απόφαση που εκδίδεται κατόπιν απλού προφορικού αιτήµατος. Τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόµενος µπορούν να εκπροσωπούνται από τρίτο εφοδιασµένο µε έγγραφο πληρεξούσιο το οποίο επισυνάπτεται στην πράξη όπου καταχωρείται η αγωγή ή η αντίκρουση ή µε αυτοτελές πληρεξούσιο. Ο πληρεξούσιος δεν είναι απαραίτητο να είναι δικηγόρος. Αρκεί να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα και να εκθέτει µε επαρκή σαφήνεια τα επιχειρήµατα του εντολέα του. Εφόσον δεν υπάρχει συνήγορος, είθισται, ιδίως στα επαρχιακά δικαστήρια, να πραγµατοποιείται κάποια δεδοµένη στιγµή συνάντηση µε το δικαστή, ακόµα και εκτός ακροαµατικής διαδικασίας, για να συµφωνηθεί η ηµέρα και η ώρα εκδίκασης της υπόθεσης. Είναι αυτονόητο ότι όποιος επιθυµεί να κινήσει δικαστική διαδικασία για µια διαφορά ακόµα και µικρής αξίας, µπορεί να επιλέξει να κοινοποιήσει κανονική κλήση για εµφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου, συντεταγµένη από δικηγόρο στον οποίο θα παράσχει πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί µε αυτοτελές δηµόσιο έγγραφο ή µε ιδιωτικό έγγραφο παρά πόδας ή στο περιθώριο της κλήσης υπογραφόµενο από το διάδικο, η υπογραφή του οποίου επικυρώνεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Στην περίπτωση αυτή, ο πληρεξούσιος δικηγόρος µπορεί να διενεργεί, προς το συµφέρον του εντολέα του, όλες τις διαδικαστικές πράξεις που δεν απαιτείται κατά νόµον να διενεργούνται από τον ίδιο το διάδικο, εξαιρουµένων πράξεων που συνεπάγονται διάθεση του επίδικου δικαιώµατος. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, επί ποινή ακυρότητας της πράξης. Στην Ιταλία, όπως και σε άλλες χώρες της Ένωσης, παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες προοδευτικός πολλαπλασιασµός των σχέσεων µεταξύ πολιτών και δηµοσίων αρχών. εδοµένου ότι οι δικαστικές δοµές δεν καταφέρνουν πάντα να αντιµετωπίσουν το φόρτο εργασίας, η απόδοση δικαιοσύνης καθυστερεί. Έτσι, εδώ και δέκα περίπου χρόνια, καταβάλλεται προσπάθεια να δηµιουργηθούν συστήµατα επίλυσης των διαφορών χωρίς προσφυγή στο δικαστήριο, ιδίως για διαφορές που αφορούν σχέσεις ανεξάρτητης ή µισθωτής εργασίας οι οποίες θεωρούνται σηµαντικές από κοινωνική άποψη. Η εξωδικαστική επίλυση των διαφορών αποτελεί µια δυνατότητα διαφορετική από την προσφυγή στη δικαιοσύνη και συγχρόνως συµβάλλει στη συντεταγµένη ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων, αποτρέποντας συχνά την οικονοµική επιβάρυνση των διαδίκων. Μορφές προληπτικής συνδιαλλαγής προβλέπονται σε ειδικές και κατά κύριο λόγο τεχνικές διαφορές, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο : ως παράδειγµα, µπορεί να αναφερθεί ο τραπεζικός διαµεσολαβητής, τα διαιτητικά όργανα των εµπορικών επιµελητηρίων, τα όργανα συνδιαλλαγής που δηµιουργούν οι δικηγορικοί σύλλογοι. Το ευρύ κοινό γνωρίζει καλά τη δραστηριότητα του difensore civico (διαµεσολαβητή), θεσµού ανάλογου µε εκείνο του Ευρωπαίου ιαµεσολαβητή, ο οποίος δεν ανήκει στη δικαστική εξουσία, αλλά είναι όργανο που λειτουργεί σε δηµοτικό, επαρχιακό ή περιφερειακό επίπεδο και έχει συσταθεί από πολλούς οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ο difensore civico δεν αντιµετωπίζει µε αµεροληψία τα µέρη όπως ο ειρηνοδίκης, αλλά στέκεται στο πλευρό του πολίτη για να ζητήσει από τη δηµόσια διοίκηση να παρέµβει στα εσωτερικά της όργανα και στους κοινωφελείς οργανισµούς τους οποίους εποπτεύει. Ενεργεί επίσης ως όργανο συνδιαλλαγής σε διαφορές και είναι ο εγγυητής της αµεροληψίας και της καλής λειτουργίας της δηµόσιας διοίκησης, της οποίας καταγγέλλει τις καταχρήσεις, τις δυσλειτουργίες και τις ελλείψεις. Ο ενδιαφερόµενος µπορεί πάντα να εκθέσει την άποψή του γραπτώς ή προφορικώς ερχόµενος απευθείας σε επαφή µε το διαµεσολαβητή, ακόµα και χωρίς παράσταση δικηγόρου ή εµπειρογνώµονα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι προς επίλυση διαφορές αφορούν ζητήµατα τα οποία δεν εµπίπτουν στη δικαιοδοσία των αστικών δικαστηρίων. Συχνά, πρόκειται για αµφισβητήσεις που αφορούν δικαιώµατα τα οποία διέπονται από τον αστικό κώδικα και υπάγονται στην αρµοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων. Ως παράδειγµα, µπορεί να αναφερθεί η παραβίαση του δικαιώµατος ιδιοκτησίας ή υποχρεώσεων που απορρέουν από συµβάσεις ιδιωτικού δικαίου και µπορούν να αχθούν ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Όπως αναγνωρίζεται γενικά, στόχος της δραστηριότητας του διαµεσολαβητή είναι να αποτρέψει και να περιορίσει τον όγκο των προσφυγών στα τακτικά και στα διοικητικά δικαστήρια. Αλλά και ο ειρηνοδίκης, από την πλευρά του, καλείται να συµβάλει σε αυτή την προσπάθεια συµβιβασµού η οποία αποτελεί, στην καθηµερινή πρακτική, ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των καθηκόντων που του αναθέτει ο νοµοθέτης. Πράγµατι, ο ενάγων ή ο εναγόµενος µπορούν να ζητήσουν από τον ειρηνοδίκη να καλέσει τους διαδίκους και να προσπαθήσει να επιτύχει συµβιβασµό, τόσο πριν όσο και µετά την προδικασία. Πρόκειται αντιστοίχως για συµβιβασµό πριν το στάδιο της διαδικασίας αµφισβητουµένης δικαιοδοσίας ή για ενδοδιαδικαστικό συµβιβασµό. Αν το κρίνει σκόπιµο, ο δικαστής µπορεί να επαναλάβει την προσπάθεια κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας µέχρι την έκδοση της απόφασης. Αντιθέτως, για να αχθεί µια υπόθεση ενώπιον του Tribunale (πρωτοδικείου), σε πρώτο βαθµό ή κατ' έφεση, πρέπει να κοινοποιηθεί κλήση προς εµφάνιση σε µια από τις δικασίµους που καθορίζονται για την πρώτη συζήτηση υποθέσεων στις αρχές του δικαστικού έτους µε διάταγµα το οποίο εγκρίνεται από τον πρόεδρο του εφετείου. Το δικόγραφο της κλήσης περιέχει διάφορα στοιχεία τα οποία απαριθµούνται ειδικά στη νοµοθεσία : το όνοµα του πρωτοδικείου στο οποίο απευθύνεται, πλήρη στοιχεία του αιτούντος και του καθού, µε µνεία της διεύθυνσης κατοικίας τους και των διευθύνσεων διαµονής των εκπροσώπων ή των πληρεξουσίων τους, µνεία του αντικειµένου της αίτησης, έκθεση των πραγµατικών και νοµικών ισχυρισµών, καθώς και των λόγων της αίτησης ή της έφεσης, συγκεκριµένη µνεία των αποδεικτικών µέσων και των εγγράφων που προσάγονται, επώνυµο και όνοµα του συνηγόρου και µνεία της πληρεξουσιότητας που του δίδεται, µνεία της ηµεροµηνίας δικασίµου.
Εξάλλου, οι εφέσεις πρέπει να ασκούνται, επί ποινή απαραδέκτου, εντός προθεσµίας που αρχίζει να τρέχει από την κοινοποίηση της προσβαλλόµενης πράξης, ή εντός προθεσµίας ενός έτους, εφόσον ο νικήσας διάδικος δεν προέβη σε κοινοποίηση. Απαιτείται επί ποινή ακυρότητας παράσταση δικηγόρου, ανεξαρτήτως του αν η απόφαση εκδίδεται από το µονοµελές ή το πολυµελές πρωτοδικείο. Ο εκκαλών προσκοµίζει µε το φάκελό του την προσβαλλοµένη απόφαση. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος ορίζει τον εισηγητή δικαστή και ο γραµµατέας εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο. Οι ίδιες διατυπώσεις πρέπει να τηρούνται και ενώπιον του Corte d'appello (εφετείου). Η έφεση ασκείται στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση. Η έφεση κρίνεται πάντα από πολυµελές δικαστήριο το οποίο µπορεί και αυτό να προσφύγει σε προσπάθεια συµβιβασµού, διατάσσοντας, εφόσον απαιτείται, την αυτοπρόσωπη εµφάνιση των διαδίκων. Τέλος, η αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Corte di Cassazione (ακυρωτικού δικαστηρίου) ασκείται πάντα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και περιλαµβάνει επί ποινή απαραδέκτου : µνεία των διαδίκων, µνεία της προσβαλλοµένης απόφασης ή πράξης, συνοπτική έκθεση των πραγµατικών περιστατικών, τους λόγους για τους οποίους ο διάδικος ζητά την αναίρεση µε αναφορά των κανόνων δικαίου στους οποίους ερείδεται, τη µνεία της πληρεξουσιότητας, εφόσον έχει παρασχεθεί µε αυτοτελή πράξη, και, στην περίπτωση δωρεάν δικαστικής αρωγής, τη µνεία της σχετικής απόφασης, δήλωση κατοικίας στη Ρώµη όπου µπορούν να διενεργούνται κοινοποιήσεις. Εφόσον δεν δηλωθεί κατοικία, οι κοινοποιήσεις πραγµατοποιούνται στη γραµµατεία του ακυρωτικού δικαστηρίου. Η άσκηση της αίτησης αναίρεσης πληρούται, επί ποινή απαραδέκτου, µε την κατάθεση του αναιρετηρίου στη γραµµατεία του δικαστηρίου εντός 20 ηµερών από την τελευταία κοινοποίηση προς τους διαδίκους κατά των οποίων ασκείται. Εκτός από το αναιρετήριο, πρέπει επίσης να κατατίθενται, πάντα επί ποινή ακυρότητας, τα έγγραφα που απαριθµούνται ανωτέρω, καθώς και αίτηση προς τη γραµµατεία του δικαστηρίου για την αυτεπάγγελτη σύσταση της δικογραφίας. Αυτές οι συγκεκριµένες διατυπώσεις επιβάλλονται και στο διάδικο που αντικρούει την αναίρεση, αλλά και στο διάδικο που ασκεί παρεµπίπτουσα αναίρεση. Οι διαδικασίες αναγκαστικής εκποίησης κινητών ή ακινήτων εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου Εκδικάζονται από το µονοµελές πρωτοδικείο. Συνεπώς, ο αιτών πρέπει να παρίσταται µε πληρεξούσιο δικηγόρο. Των διαδικασιών αυτών πρέπει να προηγείται επιταγή για συµµόρφωση προς την υποχρέωση που απορρέει από εκτελεστό τίτλο ο οποίος ενσωµατώνει µια βεβαία, εκκαθαρισµένη και απαιτητή αξίωση. Ο δικαστής εκτέλεσης ορίζεται από τον πρόεδρο του πρωτοδικείου, µόλις ο γραµµατέας του υποβάλει τη δικογραφία. Ο δικαστής εκτέλεσης εποπτεύει τη διεξαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας και µπορεί να καλέσει τους διαδίκους να εκθέσουν τους αντίστοιχους ισχυρισµούς τους. Στη συνέχεια, ο δικαστής εκτέλεσης εκδίδει διατάξεις µε τα απαραίτητα µέτρα για την οµαλή διαξαγωγή της διαδικασίας, ιδίως εάν πρόκειται να δοθεί χρηµατικό ποσό σε αντικατάσταση κατασχεθέντων πραγµάτων ή αξιώσεων, να µειωθούν τα
κατασχεθέντα ή να δοθούν τα απαραίτητα εχέγγυα για τη φύλαξή τους, να ληφθεί µέριµνα για την πώληση ή την κατακύρωσή τους. Σε περίπτωση διαφωνίας, ο δικαστής ολοκληρώνει την προδικασία και παραπέµπει τους διαδίκους στο πολυµελές πρωτοδικείο το οποίο αποφαίνεται σχετικά. Εάν πρόκειται να κατασχεθεί πράγµα που ανήκει στον οφειλέτη και βρίσκεται στην κατοχή τρίτου, η δήλωση του τρίτου κατατίθεται πάντα στον εντεταλµένο δικαστή, ο οποίος εκδίδει και τη σχετική πράξη, εκτός αν ανακύψει διαφωνία, οπότε η σχετική απόφαση εκδίδεται από το πολυµελές πρωτοδικείο, αφού ο εντεταλµένος δικαστής ολοκληρώσει την απαιτούµενη προδικασία. Κατά των µέτρων που αποφασίζει ο εντεταλµένος δικαστής επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής πριν την κατάσχεση : στην περίπτωση αυτή, η απόφαση λαµβάνεται από τον ειρηνοδίκη, εφόσον είναι καθ' ύλην αρµόδιος για τη διαφορά. Αν η κατάσχεση έχει ήδη υλοποιηθεί, η ανακοπή ασκείται ενώπιον του µονοµελούς πρωτοδικείου. Η ενδεχόµενη αρµοδιότητα του ειρηνοδίκη στην εκτελεστική διαδικασία, η οποία εµπίπτει, κατά γενικό κανόνα, στην αρµοδιότητα του µονοµελούς πρωτοδικείου, αποτελεί εξαίρεση την οποία έθεσε ειδικά ο νοµοθέτης. Συνεπώς, σε κάθε µια από τις δύο περιπτώσεις, η απόφαση λαµβάνεται είτε από τον ειρηνοδίκη, αφού ολοκληρώσει την προδικασία, είτε από το πολυµελές πρωτοδικείο, αφού ο εντεταλµένος δικαστής συγκεντρώσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία. Οι συνοπτικές διαδικασίες Πρόκειται για διάφορες διαδικασίες για τις οποίες αρκεί η συνοπτική διαπίστωση των πραγµατικών περιστατικών, εκτός αν ζητηθεί πλήρης διαπίστωση, οι οποίες κρίνονται από το πολυµελές πρωτοδικείο, σε περίπτωση που κάποιος από τους διαδίκους εγείρει αντιρρήσεις. Σε ορισµένες περιπτώσεις, προβλέπεται παρέµβαση του ειρηνοδίκη, στο πλαίσιο εννοείται της καθ' ύλην αρµοδιότητάς του, πράγµα που σηµαίνει ότι θα του ζητηθεί να παρέµβει στη διαδικασία µε ή χωρίς παράσταση δικηγόρου, ανάλογα µε το ύψος της επίδικης αξίωσης. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η υπόθεση εκδικάζεται από το µονοµελές πρωτοδικείο µε παράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου. Ειδικά στην περίπτωση διαταγής πληρωµής χρηµατικού ποσού ή απόδοσης κινητών, ο καθ' ύλην αρµόδιος ειρηνοδίκης αποφαίνεται και επί των αντιρρήσεων, ή το µονοµελές πρωτοδικείο παραπέµπει την υπόθεση σε περίπτωση αντιρρήσεων στο πολυµελές πρωτοδικείο. Όσον αφορά τις επικυρώσεις αδειών ή τις εξώσεις λόγω καθυστέρησης πληρωµής, αντιθέτως, αρµόδιο είναι πάντα το µονοµελές πρωτοιδκείο. Οι ανακοπές εκδικάζονται από το πολυµελές πρωτοδικείο που εκδίδει σχετική απόφαση. Συνεπώς, απαιτείται πάντα παράσταση δικηγόρου. Οι διαδικασίες ασφαλιστικών µέτρων Για τη θέση υπό µεσεγγύηση, τις καταγγελίες νέου έργου ή απειλουµένης ζηµίας, τις αιτήσεις συντηρητικής απόδειξης και τις αιτήσεις λήψης επειγόντων µέτρων διαφορετικών από τα προβλεπόµενα ρητώς στο νόµο, αρµόδιο είναι το µονοµελές πρωτοδικείο, εφόσον η αίτηση κατατίθεται πριν επέλθει εκκρεµοδικία. Αντιθέτως, αν η υπόθεση εκκρεµεί ήδη, η αίτηση κατατίθεται στον εισηγητή δικαστή, ο οποίος έχει ενδεχοµένως οριστεί ήδη, ή στο πρόεδρο του δικαστηρίου που πρόκειται να ορίσει τον εισηγητή. Ρητώς αποκλείεται, εν πάση περιπτώσει, η αρµοδιότητα του ειρηνοδίκη, ακόµα και αν η διαφορά εκκρεµεί ήδη ενώπιόν του.
Οι διαδικασίες εκουσίας δικαιοδοσίας Προβλέπονται επτά διαφορετικές διαδικασίες που αφορούν την οικογένεια και συγκεκριµένες στιγµές της ζωής του προσώπου. Πρόκειται για διαδικασίες σύντοµες, αλλά µεγάλης κοινωνικής σηµασίας, οι οποίες δικαιολογούν την παρέµβαση του εισαγγελέα, που µπορεί επίσης να λάβει την πρωτοβουλία κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου. ιεξάγονται ενώπιον του πρωτοδικείου, το οποίο εκδίδει άλλοτε πράξη, άλλοτε διάταξη, άλλοτε αιτιολογηµένη απόφαση. Ο ενδιαφερόµενος µπορεί, εξάλλου, να προσφύγει στη δικαιοσύνη χωρίς παράσταση συνηγόρου, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτει την δικαιοπρακτική ικανότητα την οποία απαιτεί η φύση της επίδικης σχέσης. Τίποτα δεν αποκλείει, εξάλλου, να προτιµήσει ο αιτών να εκπροσωπηθεί τεχνικώς από δικηγόρο εφοδιασµένο µε ειδικό πληρεξούσιο ή από συµβολαιογράφο, ο οποίος δεν απαιτείται να προσκοµίσει το πληρεξούσιο το οποίο έχει συντάξει ο ίδιος. Σε ορισµένες περιπτώσεις, προβλέπεται εξάλλου η αυτοπρόσωπη εµφάνιση των ενδιαφεροµένων στους οποίους υποβάλλονται ερωτήσεις σχετικά µε τα γεγονότα της ζωής τους. Πρόσφατα επίσης, δόθηκε η δυνατότητα να απευθύνεται κανείς προσωπικά στο πρωτοδικείο για να ζητήσει τη λήψη επειγόντων µέτρων µε στόχο την προστασία της περιουσίας ανηλίκου που κινδυνεύει από κακοδιαχείριση εκ µέρους των πλησιέστερων συγγενών του. Πρόκειται για περιπτώσεις που επιβάλλονται από συγκεκριµένες ανάγκες και παρεκκλίνουν από το γενικό κανόνα. Η προσωπική διάσταση των συζύγων Μόλις ασκηθεί η αγωγή στο πρωτοδικείο, ο πρόεδρος καλεί τους συζύγους σε µια προσπάθεια συµβιβασµού στην οποία απαιτείται η αυτοπρόσωπη εµφάνισή τους χωρίς παράσταση δικηγόρου. Πρόκειται για πρακτική ανάγκη η οποία αποτελεί κατ' εξαίρεση παρέκκλιση από τη γενική αρχή που προβλέπει την παράσταση δικηγόρου. Εάν δεν επιτευχθεί συµφωνία, αποφασίζεται η επικύρωση του χωρισµού από το δικαστήριο που συνεδριάζει εν συµβουλίω µετά από εισήγηση του προέδρου και αφού ένα από τα µέλη έχει ολοκληρώσει κανονικά την προδικασία. ικαστική απαγόρευση και αντίληψη Μόλις ασκηθεί η αγωγή στο πρωτοδικείο, ο πρόεδρος ορίζει δικαστή που διεξάγει την προδικασία και στη συνέχεια, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του. Κήρυξη αφάνειας και τεκµαιροµένου θανάτου Αφού ασκηθεί η αγωγή στο πρωτοδικείο, ο πρόεδρος καλεί τους ενδιαφεροµένους, οι οποίοι εµφανίζονται αυτοπροσώπως, χωρίς παράσταση δικηγόρου, κατ' εξαίρεση των συνήθως ισχυουσών διατάξεων και απαντούν σε ερωτήσεις. Στη συνέχεια, ο εντεταλµένος δικαστής επισπεύδει τη διεξαγωγή των απαραίτητων ερευνών, κατόπιν των οποίων το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του. Προβλέπονται τρόποι δηµοσίευσης αυτής της απόφασης. Μέτρα που αφορούν τους ανηλίκους και όσους έχουν τεθεί υπό απαγόρευση και αντίληψη Το επιλαµβανόµενο δικαστήριο αποφαίνεται εν συµβουλίω και εκδίδει αιτιολογηµένη διάταξη αφού ακούσει τη γνώµη του δικαστή επιτροπειών. Οι περιουσιακές σχέσεις µεταξύ συζύγων
Ο πρόεδρος του πρωτοδικείου στο οποίο ασκείται η αγωγή καλεί ενώπιόν του ή ενώπιον του εισηγητή δικαστή τους ενδιαφεροµένους, οι οποίοι υποχρεούνται, και στην περίπτωση αυτή, να εµφανιστούν αυτοπροσώπως. Η απόφαση εκδίδεται εν συµβουλίω µε διάταξη η οποία δεν υπόκειται σε έφεση. Μέτρα προστασίας κατά της κακοµεταχείρισης στο πλαίσιο της οικογένειας Μόλις ο ενδιαφερόµενος προσφύγει στο δικαστήριο, ακόµα και προσωπικά, ο εντεταλµένος δικαστής ο οποίος ορίζεται από τον πρόεδρο καλεί τους ενδιαφεροµένους και, αφού επισπεύσει τις απαραίτητες έρευνες, εκδίδει αιτιολογηµένη απόφαση αµέσως εκτελεστή, η οποία µπορεί να προσβληθεί ενώπιον του πολυµελούς πρωτοδικείου. Το πολυµελές πρωτοδικείο αποφαίνεται µε αιτιολογηµένη απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπονται ένδικα µέσα. Μέτρα που λαµβάνει ο δικαστής επιτροπειών Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί η δυνατότητα που προσφέρεται σε κάθε πολίτη να απευθυνθεί στο δικαστή επιτροπειών και να ζητήσει, ακόµα και προφορικά, τη λήψη µέτρων σχετικά µε τη διαχείριση µιας επιτροπείας. Ο δικαστής επιτροπειών αποφαίνεται µε διάταξη κατά της οποίας χωρεί προσφυγή ενώπιον του πρωτοδικείου, το οποίο αποφαίνεται εν συµβουλίω. Φυσικά, ένδικα µέσα νοµιµοποιείται να ασκήσει και ο εισαγγελέας. Αν ο προσφεύγων δεν έχει συµµετάσχει την πρωτοβάθµια διαδικασία, το δικαίωµά του θα πρέπει να επικυρωθεί στο πλαίσιο της αµφισβητουµένης δικαιοδοσίας από το αρµόδιο δικαστήριο για λόγους νοµιµοποίησης.