EL EL EL
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Bρυξέλλες, 20.12.2010 COM(2010) 774 τελικό Παράρτηµα Α / Κεφάλαιο 10 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α της Πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για το ευρωπαϊκό σύστηµα εθνικών και περιφερειακών λογαριασµών της Ευρωπαϊκής Ένωσης EL EL
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Κεφάλαιο 10: Μετρήσεις τιµών και όγκου 10.01 Σε ένα σύστηµα οικονοµικών λογαριασµών, όλες οι ροές και τα αποθέµατα εκφράζονται σε νοµισµατικές µονάδες. Η νοµισµατική µονάδα είναι ο µόνος κοινός παρονοµαστής που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την αποτίµηση των πολύ διαφορετικών συναλλαγών που καταγράφονται στους λογαριασµούς και για την κατάρτιση εξισωτικών µεγεθών που έχουν κάποιο νόηµα. Το πρόβληµα της χρήσης της νοµισµατικής µονάδας ως µονάδας µέτρησης είναι ότι η µονάδα αυτή ούτε είναι σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές πρότυπο. Ένα σηµαντικό ζήτηµα στην οικονοµική ανάλυση είναι η µέτρηση της οικονοµικής ανάπτυξης από άποψη όγκου µεταξύ διαφορετικών περιόδων. Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο να διακριθούν, στις µεταβολές της αξίας ορισµένων συγκεντρωτικών οικονοµικών µεγεθών, οι µεταβολές που οφείλονται αποκλειστικά στις µεταβολές της τιµής από τις υπόλοιπες, που αποκαλούνται µεταβολές του «όγκου». Η οικονοµική ανάλυση ασχολείται επίσης µε διαχωρικές συγκρίσεις, δηλαδή µεταξύ διαφορετικών εθνικών οικονοµιών. Αυτές επικεντρώνονται σε διεθνείς συγκρίσεις του επιπέδου παραγωγής και εισοδήµατος από άποψη όγκου, αλλά και το επίπεδο των τιµών παρουσιάζει ενδιαφέρον. Εποµένως, είναι απαραίτητο να αναλυθούν στις επιµέρους συνιστώσες τους οι διαφορές της αξίας των συγκεντρωτικών οικονοµικών µεγεθών µεταξύ ζευγών ή οµάδων χωρών, έτσι ώστε να εµφανίζονται χωριστά οι διαφορές του όγκου και οι διαφορές της τιµής. 10.02 Όταν πρόκειται για χρονικές συγκρίσεις ροών και αποθεµάτων, πρέπει να δίνεται ίση σηµασία στην ακριβή µέτρηση των µεταβολών των τιµών και των όγκων. Βραχυπρόθεσµα, η παρατήρηση των µεταβολών των τιµών παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον µε τη µέτρηση του όγκου της προσφοράς και της ζήτησης. Σε πιο µακροπρόθεσµη βάση, η µελέτη της οικονοµικής ανάπτυξης πρέπει να λαµβάνει υπόψη τις κινήσεις των σχετικών τιµών των διαφόρων ειδών αγαθών και υπηρεσιών. Ο πρωταρχικός στόχος δεν είναι µόνο η δηµιουργία συνολικών µεγεθών µέτρησης των µεταβολών των τιµών και των όγκων για τα κύρια συγκεντρωτικά µεγέθη του συστήµατος, αλλά και η κατάρτιση ενός συνόλου ανεξάρτητων µεγεθών µέτρησης που θα επιτρέπουν τη διενέργεια συστηµατικών και λεπτοµερών αναλύσεων του πληθωρισµού, της οικονοµικής ανάπτυξης και των διακυµάνσεων. 10.03 Ο γενικός κανόνας για τις διαχωρικές συγκρίσεις είναι ότι θα πρέπει να γίνονται ακριβείς µετρήσεις τόσο των συνιστωσών του όγκου όσο και των συνιστωσών της τιµής των συγκεντρωτικών οικονοµικών µεγεθών. εδοµένου ότι η απόκλιση µεταξύ των τύπων του Laspeyres και του Paasche είναι συχνά σηµαντική στις διαχωρικές συγκρίσεις, ο τύπος του δείκτη του Fisher είναι ο µόνος αποδεκτός για τον σκοπό αυτόν. EL 2 EL
10.04 Οι οικονοµικοί λογαριασµοί έχουν το πλεονέκτηµα ότι παρέχουν ένα κατάλληλο πλαίσιο για την κατασκευή ενός συστήµατος δεικτών όγκου και τιµής, ενώ επίσης εξασφαλίζεται η συνέπεια των στατιστικών δεδοµένων. Τα πλεονεκτήµατα µιας λογιστικής προσέγγισης µπορούν να παρουσιαστούν συνοπτικά ως εξής: α) σε εννοιολογικό επίπεδο, η χρήση ενός λογιστικού πλαισίου που καλύπτει ολόκληρο το οικονοµικό σύστηµα απαιτεί τον συνεπή καθορισµό των τιµών και των φυσικών µονάδων για τα διάφορα προϊόντα και τις διάφορες ροές του συστήµατος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι έννοιες τιµής και όγκου για µια δεδοµένη οµάδα προϊόντων ορίζονται µε τον ίδιο τρόπο τόσο στους πόρους όσο και στις χρήσεις β) σε στατιστικό επίπεδο, η χρήση του πλαισίου οικονοµικών λογαριασµών επιβάλλει λογιστικούς περιορισµούς που πρέπει να τηρούνται τόσο σε τρέχουσες τιµές όσο και από άποψη όγκου και συνεπάγεται συνήθως ορισµένες αναπροσαρµογές για να εξασφαλιστεί η συνέπεια των δεδοµένων τιµής και όγκου γ) επιπλέον, η δηµιουργία ενός ολοκληρωµένου συστήµατος δεικτών τιµής και όγκου στο πλαίσιο ενός συστήµατος οικονοµικών λογαριασµών εξασφαλίζει πρόσθετες δυνατότητες ελέγχου για τον αρµόδιο για τους εθνικούς λογαριασµούς. Αν υποθέσουµε ότι υπάρχει ένα ισοσκελισµένο σύστηµα πινάκων προσφοράς και χρήσης σε τρέχουσες τιµές, η κατασκευή τέτοιων ισοσκελισµένων πινάκων από άποψη όγκου σηµαίνει ότι µπορεί αυτόµατα να καταρτιστεί ένα σύστηµα σιωπηρών δεικτών τιµών. Η εξέταση της αληθοφάνειας αυτών των παραγώγων δεικτών µπορεί να οδηγήσει στην αναθεώρηση και τη διόρθωση των δεδοµένων από άποψη όγκου ή ακόµη, σε ορισµένες περιπτώσεις, των αξιών σε τρέχουσες τιµές δ) τέλος, η λογιστική προσέγγιση επιτρέπει τη µέτρηση των µεταβολών των τιµών και του όγκου ορισµένων εξισωτικών µεγεθών των λογαριασµών, τα οποία προκύπτουν εξ ορισµού από τα λοιπά στοιχεία των λογαριασµών. 10.05 Παρά τα πλεονεκτήµατα ενός ολοκληρωµένου συστήµατος που βασίζεται στον ισοσκελισµό τόσο συνολικά όσο και κατά κλάδο οικονοµικής δραστηριότητας των συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι δείκτες τιµών και όγκου που προκύπτουν απ αυτό δεν καλύπτουν όλες τις ανάγκες και δεν απαντούν σε όλες τις δυνατές ερωτήσεις όσον αφορά το ζήτηµα της µεταβολής των τιµών ή του όγκου. Οι λογιστικοί περιορισµοί και η επιλογή των τύπων για τους δείκτες τιµής και όγκου, αν και έχουν ουσιαστική σηµασία για την κατασκευή ενός συνεκτικού συστήµατος, µπορεί ορισµένες φορές να αποτελέσουν εµπόδιο. Υπάρχει επίσης ανάγκη πληροφόρησης για πιο σύντοµες περιόδους, όπως µήνες ή τρίµηνα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, µπορεί να είναι χρήσιµες άλλες µορφές δεικτών τιµής και όγκου. EL 3 EL
ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΕΙΚΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ 10.06 Μεταξύ των ροών που εµφανίζονται στους οικονοµικούς λογαριασµούς σε τρέχουσες τιµές, υπάρχουν ορισµένες, που αφορούν κυρίως προϊόντα, όπου η διάκριση µεταξύ των µεταβολών της τιµής και του όγκου είναι παρόµοια µ αυτήν που γίνεται σε µικροοικονοµικό επίπεδο. Για πολλές άλλες ροές του συστήµατος, η διάκριση είναι πολύ λιγότερο σαφής. Όταν οι ροές στους λογαριασµούς καλύπτουν µια οµάδα στοιχειωδών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, στις οποίες η αξία είναι ισοδύναµη µε το γινόµενο ενός αριθµού φυσικών µονάδων και της αντίστοιχης τιµής µονάδας, αρκεί µόνο να είναι γνωστή η ανάλυση της εν λόγω ροής στις συνιστώσες της για να προσδιοριστούν οι διαχρονικές µεταβολές της τιµής και του όγκου. Όταν µια ροή περιλαµβάνει ορισµένες συναλλαγές σχετικές µε τη διανοµή και τη χρηµατοοικονοµική διαµεσολάβηση καθώς και εξισωτικά µεγέθη όπως η προστιθέµενη αξία, είναι δύσκολο ή ακόµη και αδύνατο να διαχωριστούν άµεσα οι τρέχουσες τιµές σε συνιστώσες τιµής και όγκου και, εποµένως, πρέπει να χρησιµοποιηθούν ειδικές λύσεις. Υπάρχει επίσης ανάγκη µέτρησης της πραγµατικής αγοραστικής δύναµης ορισµένων συγκεντρωτικών µεγεθών, όπως το εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας, το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών ή το εθνικό εισόδηµα. Αυτό µπορεί να γίνει για παράδειγµα µε τον αποπληθωρισµό τους µέσω ενός δείκτη τιµών των αγαθών και των υπηρεσιών που µπορούν να αγοραστούν µ αυτά. 10.07 O στόχος και η διαδικασία που ακολουθείται για τη µέτρηση της πραγµατικής αγοραστικής δύναµης του κατ εκτίµηση εισοδήµατος διαφέρει από τις διαδικασίες που ακολουθούνται για τον αποπληθωρισµό των αγαθών και των υπηρεσιών και των εξισωτικών µεγεθών. Για τις ροές αγαθών και υπηρεσιών µπορεί να καταρτιστεί ένα ολοκληρωµένο σύστηµα δεικτών τιµής και όγκου που παρέχει ένα συνεκτικό πλαίσιο για τη µέτρηση της οικονοµικής ανάπτυξης. Η αποτίµηση των ροών εισοδήµατος σε πραγµατικούς όρους χρησιµοποιεί δείκτες τιµών των ροών οι οποίοι δεν συνδέονται στενά µε τη ροή εισοδήµατος. Εποµένως, η επιλογή τιµής για την αύξηση του εισοδήµατος µπορεί να διαφέρει ανάλογα µε τους στόχους της ανάλυσης: δεν προσδιορίζεται ενιαία τιµή στο ολοκληρωµένο σύστηµα δεικτών τιµών και όγκου. Το ολοκληρωµένο σύστηµα δεικτών τιµών και όγκου 10.08 Η συστηµατική διαίρεση των µεταβολών των τρεχουσών αξιών στις συνιστώσες «µεταβολές της τιµής» και «µεταβολές του όγκου» περιορίζεται στις ροές που αντιπροσωπεύουν συναλλαγές, και οι οποίες καταγράφονται στους λογαριασµούς αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στο αντίστοιχο πλαίσιο προσφοράς και χρήσεων. Η διαίρεση αυτή γίνεται τόσο για τα δεδοµένα που αφορούν επιµέρους κλάδους οικονοµικής δραστηριότητας και EL 4 EL
προϊόντα όσο και γι αυτά που αφορούν το σύνολο της οικονοµίας. Οι ροές που αντιπροσωπεύουν εξισωτικά µεγέθη, π.χ. προστιθέµενη αξία, δεν µπορούν να διακριθούν άµεσα σε συνιστώσες τιµής και όγκου αυτό µπορεί να γίνει µόνο έµµεσα, χρησιµοποιώντας τις σχετικές ροές των συναλλαγών. Η χρήση του λογιστικού πλαισίου επιβάλλει έναν διπλό περιορισµό στον υπολογισµό των δεδοµένων: α) ο ισοσκελισµός του λογαριασµού αγαθών και υπηρεσιών πρέπει, για δύο οποιαδήποτε διαδοχικά έτη, να επιτυγχάνεται τόσο σε σταθερές όσο και σε τρέχουσες τιµές β) κάθε ροή στο επίπεδο του συνόλου της οικονοµίας πρέπει να ισούται µε το άθροισµα των αντίστοιχων ροών των διαφόρων επιµέρους κλάδων οικονοµικής δραστηριότητας. Ένας τρίτος περιορισµός, που δεν είναι ενδογενές στοιχείο της χρήσης ενός λογιστικού πλαισίου, αλλά έχει εισαχθεί επίτηδες, είναι ότι κάθε µεταβολή της αξίας των συναλλαγών πρέπει να αποδίδεται είτε σε µια µεταβολή τιµής είτε σε µια µεταβολή όγκου ή σε συνδυασµό των δύο. Αν πληρούνται αυτές οι τρεις προϋποθέσεις, η αποτίµηση των λογαριασµών αγαθών και υπηρεσιών και των λογαριασµών παραγωγής από άποψη όγκου σηµαίνει ότι µπορεί να καταρτιστεί ένα ολοκληρωµένο σύνολο δεικτών τιµής και όγκου. EL 5 EL
10.09 Τα στοιχεία που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη για την κατάρτιση ενός τέτοιου ολοκληρωµένου συνόλου είναι τα ακόλουθα: Συναλλαγές προϊόντων Παρα P.1 γωγή Εµπορεύσιµη παραγωγή P.11 Παραγωγή για ιδία τελική P.12 χρήση Μη εµπορεύσιµη παραγωγή P.13 Ενδιάµεση ανάλωση P.2 Τελική καταναλωτική δαπάνη P.3 Ατοµική τελική P.31 καταναλωτική δαπάνη Συλλογική τελική P.32 καταναλωτική δαπάνη Πραγµατική τελική κατανάλωση P.4 Πραγµατική τελική ατοµική P.41 κατανάλωση Πραγµατική τελική P.42 συλλογική κατανάλωση Ακαθάριστος σχηµατισµός κεφαλαίου P.5 Ακαθάριστος σχηµατισµός P.51 πάγιου κεφαλαίου Μεταβολές αποθεµάτων P.52 Αποκτήσεις µείον διαθέσεις P.53 τιµαλφών Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών P.6 Εξαγωγές αγαθών P.61 Εξαγωγές υπηρεσιών P.62 Εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών P.7 Εισαγωγές αγαθών P.71 Εισαγωγές υπηρεσιών P.72 Φόροι και επιδοτήσεις προϊόντων Φόροι επί προϊόντων εκτός από ΦΠΑ D.212 και D.214 Επιδοτήσεις προϊόντων D.31 ΦΠΑ επί προϊόντων D.211 Εξισωτικά µεγέθη Προστιθέµενη αξία B.1 Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν B.1*g Άλλοι δείκτες τιµής και όγκου 10.10 Εκτός από τα µεγέθη µέτρησης τιµών και όγκου που εξετάζονται ανωτέρω, µπορούν επίσης να αναλυθούν σε συνιστώσες τιµής και όγκου και τα EL 6 EL
ακόλουθα συγκεντρωτικά µεγέθη. Τα εν λόγω µεγέθη µέτρησης έχουν διάφορους στόχους. Τα αποθέµατα κατά την αρχή και κατά το τέλος κάθε περιόδου, αντιστοίχως, θα πρέπει ίσως να υπολογίζονται από άποψη όγκου, έτσι ώστε να προκύπτουν τα συγκεντρωτικά µεγέθη του ισολογισµού. Το απόθεµα παραχθέντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να υπολογίζεται από άποψη όγκου, για να µπορούν να γίνουν εκτιµήσεις των ποσοστών απόδοσης κεφαλαίου, καθώς και για να υπάρχει µια βάση για την εκτίµηση της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιµές. Το εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας µπορεί να υπολογίζεται από άποψη όγκου µε σκοπό τη µέτρηση της παραγωγικότητας και, σε ορισµένες περιπτώσεις, και όταν εκτιµώνται οι εκροές χρησιµοποιώντας δεδοµένα όγκου για τις εισροές. Κατά τον υπολογισµό του κόστους από άποψη όγκου, η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου, οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής και οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής πρέπει επίσης να εκτιµώνται από άποψη όγκου. 10.11 Το εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας είναι στοιχείο του εισοδήµατος. Για να µετρηθεί η αγοραστική δύναµη, το εν λόγω εισόδηµα µπορεί να αποτιµηθεί σε πραγµατικούς όρους, µέσω του αποπληθωρισµού µε έναν δείκτη που θα αντανακλά τις τιµές των προϊόντων τα οποία αγοράζουν οι εργαζόµενοι. Επίσης, και άλλα στοιχεία του εισοδήµατος, όπως το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών και το εθνικό εισόδηµα, µπορούν να µετρηθούν σε πραγµατικούς όρους µε τον ίδιο γενικό τρόπο. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΙΚΤΩΝ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ Ορισµός των τιµών και των όγκων των εµπορεύσιµων προϊόντων 10.12 είκτες τιµής και όγκου µπορούν να συνάγονται µόνο για µεταβλητές που εµπεριέχουν στοιχεία τιµής και ποσότητας. Οι έννοιες της τιµής και της ποσότητας συνδέονται στενά µε την έννοια των οµοιογενών προϊόντων, δηλ. των προϊόντων για τα οποία είναι δυνατόν να οριστούν µονάδες που θεωρούνται ισοδύναµες και οι οποίες, εποµένως, µπορούν να ανταλλάσσονται για την ίδια νοµισµατική αξία. Κατά συνέπεια, η τιµή ενός οµοιογενούς προϊόντος είναι δυνατόν να οριστεί ως το χρηµατικό ποσό για το οποίο µπορεί να ανταλλαγεί κάθε µονάδα προϊόντος. Για κάθε ροή οµοιογενούς προϊόντος, π.χ. παραγωγή, είναι εποµένως δυνατόν να οριστεί η τιµή (p), η ποσότητα (q) που αντιστοιχεί στον αριθµό µονάδων και η αξία (v) που ορίζεται από τον τύπο: v = p X q Ποιότητα, τιµή και οµοιογενή προϊόντα 10.13 Ένας άλλος τρόπος ορισµού του οµοιογενούς προϊόντος είναι να θεωρηθεί ότι αυτό αποτελείται από µονάδες της ίδιας ποιότητας. EL 7 EL
Τα οµοιογενή προϊόντα παίζουν ουσιαστικό ρόλο στους εθνικούς λογαριασµούς. Πράγµατι, η παραγωγή αποτιµάται στη βασική τιµή που καθορίζεται από την αγορά τη στιγµή που πραγµατοποιείται, δηλαδή πολύ συχνά πριν από την πώληση. Εποµένως, οι παραγόµενες µονάδες δεν πρέπει να αποτιµώνται στην τιµή στην οποία θα πωληθούν στην πραγµατικότητα, αλλά στην τιµή στην οποία πωλούνται οι ισοδύναµες µονάδες κατά τη στιγµή της παραγωγής των σχετικών µονάδων. Αυτό είναι δυνατό να πραγµατοποιηθεί µε ακρίβεια µόνον όσον αφορά τα οµοιογενή προϊόντα. 10.14 Στην πράξη, όµως, δύο µονάδες ενός προϊόντος µε ταυτόσηµα φυσικά χαρακτηριστικά µπορούν να πωλούνται σε διαφορετικές τιµές για δύο λόγους: α) ύο µονάδες µε ταυτόσηµα φυσικά χαρακτηριστικά µπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι ισοδύναµες αν πωλούνται σε διαφορετικούς τόπους, σε διαφορετικές περιόδους ή σύµφωνα µε διαφορετικούς όρους. Στην περίπτωση αυτή, οι µονάδες πρέπει να θεωρείται ότι αντιστοιχούν µε διαφορετικά οµοιογενή προϊόντα. β) ύο µονάδες µε ταυτόσηµα φυσικά χαρακτηριστικά µπορούν να πωλούνται σε διαφορετικές τιµές είτε λόγω έλλειψης πληροφόρησης, είτε λόγω επιβολής περιορισµών ως προς την ελευθερία αγοράς, είτε λόγω ύπαρξης παράλληλων αγορών. Στην περίπτωση αυτή, οι µονάδες πρέπει να θεωρείται ότι ανήκουν στο ίδιο οµοιογενές προϊόν. Κατά συνέπεια, ως οµοιογενές προϊόν µπορεί να οριστεί το προϊόν το σύνολο των µονάδων του οποίου θα πωλείται στην ίδια τιµή υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισµού. Αν δεν υπάρχουν συνθήκες τέλειου ανταγωνισµού, η τιµή του οµοιογενούς προϊόντος καθορίζεται από τη µέση τιµή των µονάδων του. Εποµένως, στους εθνικούς λογαριασµούς, για κάθε οµοιογενές προϊόν υπάρχει µία και µοναδική τιµή, ώστε να είναι δυνατόν να εφαρµόζονται οι γενικοί κανόνες αποτίµησης των προϊόντων. 10.15 Η έλλειψη πληροφόρησης σηµαίνει ότι οι αγοραστές µπορεί να µην είναι πάντα σωστά πληροφορηµένοι όσον αφορά τις υπάρχουσες διαφορές της τιµής, µε αποτέλεσµα να διατρέχουν τον κίνδυνο να αγοράσουν άθελά τους σε υψηλότερες τιµές. Αυτό, ή το αντίστροφο, µπορεί να συµβαίνει επίσης σε περιπτώσεις όπου οι επιµέρους αγοραστές και πωλητές διαπραγµατεύονται ή παζαρεύουν τις τιµές. Εξάλλου, η διαφορά µεταξύ της µέσης τιµής ενός αγαθού που αγοράζεται σε µια αγορά ή ένα παζάρι, όπου συνήθως γίνονται τέτοιες διαπραγµατεύσεις, και της τιµής του ίδιου αγαθού όταν πωλείται σε άλλου είδους κατάστηµα λιανικής πώλησης, όπως πολυκατάστηµα, θα πρέπει κανονικά να θεωρείται ότι αντανακλά διαφορές της ποιότητας λόγω διαφορετικών συνθηκών πώλησης. 10.16 ιάκριση στην τιµολόγηση υπάρχει όταν οι πωλητές µπορούν να είναι σε θέση να χρεώνουν διαφορετικές τιµές σε διαφορετικές κατηγορίες αγοραστών για τα ίδια αγαθά και υπηρεσίες που πωλούνται υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει περιορισµένη ή δεν υπάρχει καθόλου ελευθερία επιλογής εκ µέρους ενός αγοραστή που ανήκει EL 8 EL
σε µια ειδική κατηγορία. Η αρχή που εφαρµόζεται είναι ότι οι διακυµάνσεις της τιµής θα πρέπει να θεωρούνται ως τιµολογιακές διακρίσεις όταν χρεώνονται διαφορετικές τιµές για ίδιες µονάδες που πωλούνται υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες σε µια σαφώς ξεχωριστή αγορά, όταν δηλαδή χρεώνονται διαφορετικές τιµές για το ίδιο οµοιογενές προϊόν. Οι διακυµάνσεις της τιµής λόγω τέτοιων διακρίσεων δεν αποτελούν διαφορές του όγκου. Η δυνατότητα επαναπώλησης αγαθών σε µια δεδοµένη αγορά σηµαίνει ότι οι διακρίσεις τιµολόγησης για τα προϊόντα αυτού του είδους µπορεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, να θεωρηθεί ασήµαντη. Οι διαφορές τιµών που ενδέχεται να εµφανίζονται για ορισµένα αγαθά µπορούν συνήθως να αποδοθούν σε έλλειψη πληροφόρησης ή στην ύπαρξη παραλλήλων αγορών. Σε κλάδους παροχής υπηρεσιών, π.χ. στις µεταφορές, οι παραγωγοί µπορεί να χρεώνουν χαµηλότερες τιµές σε οµάδες ατόµων που κατά κανόνα έχουν χαµηλότερα εισοδήµατα, όπως συνταξιούχους ή φοιτητές. Αν αυτοί είναι ελεύθεροι να ταξιδεύουν όποτε θέλουν, αυτό θα πρέπει να θεωρείται τιµολογιακή διάκριση. Εντούτοις, αν χρεώνονται µε χαµηλότερα κόµιστρα υπό τον όρο ότι θα ταξιδεύουν µόνο σε ορισµένες χρονικές περιόδους, κατά κανόνα εκτός περιόδου αιχµής, τότε τους προσφέρεται µεταφορά χαµηλότερης ποιότητας, δεδοµένου ότι η µεταφορά υπό όρους και η µεταφορά άνευ όρων µπορούν να θεωρηθούν ως διαφορετικά οµοιογενή προϊόντα. 10.17 Παράλληλες αγορές µπορεί να υπάρχουν για διάφορους λόγους. Οι αγοραστές µπορεί να µην είναι σε θέση να αγοράζουν όση ποσότητα θα ήθελαν σε χαµηλή τιµή, γιατί δεν υπάρχει επαρκής προσφορά διαθέσιµη στην τιµή αυτή, ενώ µπορεί να υπάρχει µια δευτερεύουσα, παράλληλη αγορά, µε υψηλότερες τιµές. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να υπάρχει µια παράλληλη αγορά, όπου οι πωλητές χρεώνουν χαµηλότερες τιµές επειδή µπορεί να αποφεύγουν ορισµένους φόρους. 10.18 Έτσι, αν η ποιότητα καθορίζεται από όλα τα κοινά χαρακτηριστικά του συνόλου των µονάδων ενός οµοιογενούς προϊόντος, οι διαφορές της ποιότητας αντικατοπτρίζονται από τους ακόλουθους παράγοντες: α) φυσικά χαρακτηριστικά β) παραδόσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες γ) παραδόσεις σε διαφορετικές ώρες της ηµέρας ή σε διαφορετικές περιόδους του έτους δ) διαφορές των όρων πώλησης ή των συνθηκών ή του περιβάλλοντος όπου παρέχονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες. Σταθερές τιµές και όγκος 10.19 Η εισαγωγή της έννοιας του όγκου στους εθνικούς λογαριασµούς βασίζεται στην επιθυµία να εξαλειφθεί η επίπτωση που έχει η διακύµανση των τιµών στην εξέλιξη των αξιών που εκφράζονται σε νοµισµατικές µονάδες, οπότε EL 9 EL
εµφανίζεται ως γενικευµένη χρήση της έννοιας της ποσότητας για οµάδες προϊόντων. Στην πραγµατικότητα, για ένα συγκεκριµένο οµοιογενές προϊόν, η εξίσωση v = p x q επιτρέπει την ανάλυση της διαχρονικής µεταβολής µιας αξίας σε µεταβολή της τιµής και σε µεταβολή της ποσότητας. Στην πράξη, όµως, υπάρχει υπερβολικά µεγάλος αριθµός οµοιογενών προϊόντων που χρειάζονται ξεχωριστό υπολογισµό, µε αποτέλεσµα οι αρµόδιοι των εθνικών λογαριασµών να υποχρεούνται να εργαστούν σε πιο συγκεντρωτικό επίπεδο. Σ αυτό το συγκεντρωτικό επίπεδο, όµως, η εξίσωση v = p x q παύει πλέον να είναι χρήσιµη, δεδοµένου ότι, µολονότι είναι δυνατή η άθροιση αξιών, δεν έχει νόηµα η άθροιση ποσοτήτων µε σκοπό τον υπολογισµό των τιµών. 10.20 Υπάρχει, πάντως, ένας απλός τρόπος να αναλυθεί η µεταβολή της αξίας µιας δέσµης οµοιογενών προϊόντων µεταξύ δύο περιόδων, από τις οποίες η µία θεωρείται περίοδος βάσης και η άλλη τρέχουσα περίοδος. Η συνέπεια της µεταβολής της τιµής µπορεί να αντισταθµιστεί µε τον υπολογισµό της αξίας που θα είχε η δέσµη προϊόντων αν δεν είχε υπάρξει µεταβολή των τιµών, δηλαδή εφαρµόζοντας τις τιµές της περιόδου βάσης στις ποσότητες της τρέχουσας περιόδου. Η αξία αυτή σε σταθερές τιµές ορίζει την έννοια του όγκου. Κατ αυτό τον τρόπο, η αξία µιας δέσµης προϊόντων κατά την τρέχουσα περίοδο µπορεί να παρουσιαστεί ως: όπου ο εκθέτης 1 αναφέρεται στην τρέχουσα περίοδο και ο δείκτης i σε ένα συγκεκριµένο οµοιογενές προϊόν. Εποµένως, ο όγκος της δέσµης προϊόντων για την τρέχουσα περίοδο ορίζεται σε σχέση µε την περίοδο βάσης, µε τον τύπο: όπου ο εκθέτης 0 αναφέρεται στην περίοδο βάσης. Μέσω σύγκρισης του όγκου της δέσµης προϊόντων για την τρέχουσα περίοδο και της συνολικής τους αξίας για την περίοδο βάσης, είναι δυνατόν να µετρηθεί µια µεταβολή που δεν επηρεάζεται από τυχόν διακύµανση των τιµών. Έτσι, είναι δυνατόν να υπολογιστεί ένας δείκτης όγκου µε τον τύπο: Ο δείκτης όγκου που ορίζεται κατ αυτό τον τρόπο είναι δείκτης ποσοτήτων Laspeyres, στον οποίο κάθε βασικός δείκτης σταθµίζεται µέσω της αναλογίας του βασικού προϊόντος επί της συνολικής αξίας της περιόδου βάσης. EL 10 EL
Αφού οριστεί η έννοια του όγκου, είναι δυνατόν να οριστεί κατ αναλογία, µέσω της εξίσωσης v = p x q, όχι µια τιµή αλλά ένας δείκτης τιµών. Συνεπώς, ο δείκτης τιµών ορίζεται µέσω του λόγου µεταξύ της αξίας για την τρέχουσα περίοδο και του όγκου, δηλαδή µε τον τύπο: Αυτός είναι ένας δείκτης τιµών Paasche στον οποίο κάθε δείκτης τιµών βάσης σταθµίζεται µέσω της αναλογίας του βασικού προϊόντος επί της συνολικής αξίας της τρέχουσας περιόδου. Οι δείκτες όγκου και τιµών που ορίζονται κατ αυτό τον τρόπο επαληθεύουν την εξίσωση: είκτης αξίας = δείκτης τιµής x δείκτης όγκου Η εξίσωση αυτή είναι µια γενικότερη µορφή της εξίσωσης v = p x q και επιτρέπει να αναλύεται σε µεταβολή του όγκου και σε µεταβολή της τιµής οποιαδήποτε µεταβολή στην αξία µιας δέσµης προϊόντων. Κατά τον υπολογισµό του όγκου, οι ποσότητες σταθµίζονται µέσω των τιµών της περιόδου βάσης, οπότε το αποτέλεσµα εξαρτάται από τη διάρθρωση των τιµών. Κατά κανόνα, οι µεταβολές στη διάρθρωση των τιµών είναι λιγότερο σηµαντικές για σύντοµες περιόδους παρά για µακρές περιόδους. Κατά συνέπεια, ο υπολογισµός του όγκου πραγµατοποιείται µόνο για δύο διαδοχικά έτη, δηλαδή ο όγκος υπολογίζεται σε τιµές του προηγούµενου έτους. Για τις συγκρίσεις µεγαλύτερων χρονικών διαστηµάτων, οι δείκτες όγκου Laspeyres και οι δείκτες τιµών Paasche υπολογίζονται πρώτα σε σχέση µε το προηγούµενο έτος και στη συνέχεια καθορίζονται οι αλυσωτοί δείκτες. 10.21 Τα κύρια πλεονεκτήµατα της χρήσης δεικτών τιµών Paasche και δεικτών όγκου Laspeyres είναι η απλή ερµηνεία και ο απλός υπολογισµός τους, καθώς και η ιδιότητα της προσθετικότητας στα ισοζύγια προσφοράς και χρήσης. 10.22 Οι αλυσωτοί δείκτες έχουν το µειονέκτηµα ότι οδηγούν σε όγκους χωρίς προσθετικότητα, οπότε δεν µπορούν να χρησιµοποιούνται στις διαδικασίες ισοσκελισµού των προϊόντων µε βάση πίνακες προσφοράς και χρήσης. 10.23 Τα µη προσθετικά δεδοµένα όγκων που υπολογίζονται µε αλυσωτούς δείκτες δηµοσιεύονται χωρίς καµία αναπροσαρµογή. Η µέθοδος αυτή είναι διαφανής και δείχνει στους χρήστες την έκταση του προβλήµατος. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρµόδιοι για την κατάρτιση των δεδοµένων µπορεί να κρίνουν ότι είναι καλύτερο να εξαλειφθούν οι ασυµφωνίες για να βελτιωθεί η συνολική συνέπεια των δεδοµένων. Όταν οι αξίες του έτους βάσης υπολογίζονται µε παρεκβολή EL 11 EL
µέσω αλυσωτών δεικτών όγκου, θα πρέπει να εξηγείται στους χρήστες γιατί δεν υπάρχει προσθετικότητα στους πίνακες. 10.24 Στην πράξη, επειδή είναι αδύνατη η µέτρηση των τιµών και των ποσοτήτων για όλα τα οµοιογενή προϊόντα µιας οικονοµίας, οι δείκτες όγκου ή τιµών υπολογίζονται χρησιµοποιώντας δείγµατα αντιπροσωπευτικών οµοιογενών προϊόντων, µε βάση την ιδέα ότι οι όγκοι ή οι τιµές των προϊόντων που δεν περιλαµβάνονται στο δείγµα αλλάζουν κατά τον ίδιο τρόπο που µεταβάλλεται ο µέσος όρος του δείγµατος. Εποµένως, είναι αναγκαίο να χρησιµοποιείται µια όσο το δυνατόν πιο αναλυτική ταξινόµηση των προϊόντων, έτσι ώστε το κάθε προϊόν που επιλέγεται να έχει τη µέγιστη δυνατή οµοιογένεια, ασχέτως του βαθµού λεπτοµέρειας που χρησιµοποιείται στην παρουσίαση των αποτελεσµάτων. 10.25 εδοµένου ότι η εξίσωση συνδέει τους δείκτες της αξίας, της τιµής και του όγκου, χρειάζεται να υπολογιστούν µόνο δύο δείκτες. Συνήθως, ο δείκτης αξίας προκύπτει µε απλή σύγκριση των συνολικών αξιών για την τρέχουσα περίοδο και την περίοδο βάσης. Στη συνέχεια πρέπει να επιλέγεται αν θα υπολογιστεί δείκτης τιµών ή δείκτης όγκου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η υπόθεση (παραδοχή) της παράλληλης µεταβολής που διέπει τη µέθοδο αποδεικνύεται περισσότερο από τις τιµές παρά από τους όγκους, επειδή οι τιµές διαφορετικών προϊόντων συχνά επηρεάζονται σηµαντικά από ορισµένους κοινούς παράγοντες, όπως το κόστος των πρώτων υλών και των µισθών. Στην περίπτωση αυτή, ο δείκτης τιµών υπολογίζεται χρησιµοποιώντας ένα δείγµα προϊόντων σταθερής διαχρονικής ποιότητας, όπου η ποιότητα δεν καθορίζεται µόνο από τα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, αλλά και από τους όρους της πώλησης, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω. Κατ αυτό τον τρόπο όλες οι διακυµάνσεις της συνολικής αξίας που προκαλούνται από τις διαρθρωτικές µεταβολές µεταξύ των διαφόρων προϊόντων θα εµφανίζονται ως διακυµάνσεις του όγκου και όχι των τιµών. Σε µερικές περιπτώσεις, όµως, θα είναι ευκολότερο να υπολογίζεται δείκτης όγκου και να χρησιµοποιείται για την εξαγωγή δείκτη τιµών. Περιστασιακά, ίσως και να είναι προτιµότερο ο δείκτης αξίας να υπολογίζεται µε βάση έναν δείκτη τιµών και έναν δείκτη όγκου. Νέα προϊόντα 10.26 Η µέθοδος του υπολογισµού των δεικτών τιµών και όγκου που περιγράφηκε ανωτέρω προϋποθέτει ότι τα προϊόντα υφίστανται και τα δύο διαδοχικά έτη. Στην πραγµατικότητα, όµως, πολλά προϊόντα εµφανίζονται και εξαφανίζονται από έτος σε έτος, γεγονός που πρέπει να συνεκτιµούν οι δείκτες τιµών και όγκου. Όταν ο όγκος καθορίζεται χρησιµοποιώντας τις τιµές του προηγούµενου έτους, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσχέρειες στην περίπτωση προϊόντων που υπήρχαν το προηγούµενο έτος, αλλά δεν υφίστανται πλέον κατά το τρέχον έτος, επειδή απλώς τους αποδίδεται µηδενική ποσότητα για το τρέχον έτος. Το πρόβληµα είναι πιο σύνθετο στην περίπτωση νέων προϊόντων, δεδοµένου ότι για το προηγούµενο έτος δεν είναι δυνατόν να µετρηθεί η τιµή ενός προϊόντος που δεν υπάρχει. EL 12 EL
Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν δύο είδη µεθόδων για την εκτίµηση της τιµής κατά το προηγούµενο έτος: σύµφωνα µε την πρώτη, θεωρείται ότι η τιµή του νέου προϊόντος µεταβάλλεται όπως η τιµή παρόµοιων προϊόντων, ενώ σύµφωνα µε τη δεύτερη επιχειρείται απευθείας υπολογισµός της τιµής που θα είχε το νέο προϊόν αν είχε υπάρξει κατά την περίοδο βάσης. Στην πρώτη µέθοδο χρησιµοποιείται απλώς ένας δείκτης τιµών που υπολογίζεται µε βάση ένα δείγµα οµοιογενών προϊόντων τα οποία υπάρχουν επί δύο διαδοχικά έτη, και, στην πράξη, αυτή είναι η µέθοδος που χρησιµοποιείται για τα περισσότερα νέα προϊόντα, επειδή γενικά ο αριθµός τους είναι τόσο µεγάλος που δεν µπορούν να προσδιοριστούν ρητά, ιδίως όταν ο ορισµός των οµοιογενών προϊόντων εφαρµόζεται µε τη στενή έννοια. Σύµφωνα µε την άλλη προσέγγιση, οι µέθοδοι που χρησιµοποιούνται συχνότερα είναι η ηδονική µέθοδος, που συνίσταται στον καθορισµό της τιµής ενός προϊόντος µε βάση τα κύρια χαρακτηριστικά του, και η µέθοδος βάσει εισροών, που χρησιµοποιεί το κόστος ενός προϊόντος για τον υπολογισµό της τιµής του. Το ζήτηµα των νέων προϊόντων έχει ιδιαίτερη σηµασία σε ορισµένους τοµείς. Πολλά κεφαλαιουχικά αγαθά παράγονται ως µοναδικά είδη και, εποµένως, εµφανίζονται ως νέα προϊόντα. Αυτό συµβαίνει και για πολλές υπηρεσίες που δεν παρέχονται ποτέ µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο, π.χ. τις υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης. 10.27 Για τις συναλλαγές υπηρεσιών είναι συχνά πιο δύσκολο να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τις φυσικές µονάδες και µπορεί να προκύψουν διαφορές απόψεων σχετικά µε τα κριτήρια που θα χρησιµοποιηθούν. Αυτό µπορεί να αφορά σηµαντικούς κλάδους όπως τις υπηρεσίες χρηµατοοικονοµικής διαµεσολάβησης, το χονδρικό και λιανικό εµπόριο, την παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις, την εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη, την υγειονοµική περίθαλψη ή την ψυχαγωγία. Η επιλογή φυσικών µονάδων για τις δραστηριότητες αυτές παρουσιάζεται στο εγχειρίδιο για τα µεγέθη µέτρησης τιµών και όγκου στους εθνικούς λογαριασµούς. Αρχές για τις µη εµπορεύσιµες υπηρεσίες 10.28 Η κατάρτιση ενός περιεκτικού συστήµατος δεικτών τιµών και όγκου που να καλύπτει όλη την προσφορά και τις χρήσεις αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία όσον αφορά τη µέτρηση της παραγωγής µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες αυτές διαφέρουν από τις εµπορεύσιµες υπηρεσίες κατά το ότι δεν πωλούνται σε αγοραία τιµή και ότι η αξία τους σε τρέχουσες τιµές υπολογίζεται ως το άθροισµα των σχετικών στοιχείων κόστους. Τα εν λόγω στοιχεία κόστους είναι η ενδιάµεση ανάλωση, το εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας, οι λοιποί φόροι µείον επιδοτήσεις παραγωγής και η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. 10.29 Εφόσον δεν υπάρχει µονάδα αγοραίας τιµής, το µοναδιαίο κόστος µιας µη εµπορεύσιµης υπηρεσίας µπορεί να θεωρηθεί ως το ισοδύναµο της τιµής. Πράγµατι, η τιµή ενός εµπορεύσιµου προϊόντος αντιστοιχεί µε τη δαπάνη που οφείλει να πραγµατοποιήσει ο αγοραστής για να λάβει το προϊόν υπό την κατοχή του, ενώ το µοναδιαίο κόστος µιας µη εµπορεύσιµης υπηρεσίας EL 13 EL
αντιστοιχεί στη δαπάνη που οφείλει να πραγµατοποιήσει η κοινωνία για να χρησιµοποιήσει την υπηρεσία. Έτσι, όταν είναι δυνατόν να καθοριστούν µονάδες ποσότητας για τις µη εµπορεύσιµες υπηρεσίες, είναι επίσης δυνατόν να εφαρµοστούν οι γενικές αρχές υπολογισµού των δεικτών όγκου και τιµής που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Γενικά, υπάρχει δυνατότητα καθορισµού µονάδων ποσότητας για τις µη εµπορεύσιµες υπηρεσίες οι οποίες αναλώνονται σε ατοµική βάση, όπως οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και οι υπηρεσίες υγείας, πράγµα που σηµαίνει ότι στην περίπτωση αυτών των υπηρεσιών πρέπει να εφαρµόζονται συστηµατικά οι γενικές αρχές. Η µέθοδος που συνίσταται στον υπολογισµό του όγκου µέσω της εφαρµογής των µοναδιαίων στοιχείων κόστους του προηγούµενου έτους στις ποσότητες του τρέχοντος έτος καλείται µέθοδος βάσει εκροών. 10.30 Όµως, είναι δύσκολο να καθοριστούν µονάδες ποσότητας για συλλογικές µη εµπορεύσιµες υπηρεσίες, όπως είναι για παράδειγµα οι υπηρεσίες που συνδέονται µε τη γενική κυβέρνηση, τη δικαιοσύνη ή την άµυνα. Στην περίπτωση αυτή, εποµένως, πρέπει να χρησιµοποιούνται άλλες µέθοδοι κατ αναλογία µε τη γενική µέθοδο. Η µέθοδος αυτή ορίζει τον όγκο µε βάση σταθερές τιµές, δηλαδή ορίζει τον όγκο ως τη δαπάνη που θα είχαν πραγµατοποιήσει οι αγοραστές αν οι τιµές δεν είχαν µεταβληθεί. Ο τελευταίος αυτός ορισµός µπορεί να χρησιµοποιείται όταν δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί µια µονάδα ποσότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρµόζεται για µια µονάδα προϊόντος αλλά για τη δαπάνη συνολικά. Επειδή η αξία µιας µη εµπορεύσιµης υπηρεσίας καθορίζεται από τα σχετικά στοιχεία κόστους, είναι κατά συνέπεια δυνατόν να υπολογιστεί ο όγκος µέσω της αξίας των στοιχείων κόστους σε τιµές της περιόδου βάσης, δηλαδή µέσω της αξίας, σε τιµές της περιόδου βάσης, της ενδιάµεσης ανάλωσης, του εισοδήµατος εξαρτηµένης εργασίας, των άλλων φόρων µείον τις επιδοτήσεις παραγωγής και της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου. Η µέθοδος αυτή είναι γνωστή ως µέθοδος βάσει εισροών. Ο υπολογισµός, σε σταθερές τιµές, του εισοδήµατος εξαρτηµένης εργασίας, της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου, των φόρων και των επιδοτήσεων της παραγωγής, θα εξεταστεί στις επόµενες παραγράφους. Ακόµη και στην ευνοϊκότερη περίπτωση των µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών που αναλώνονται σε ατοµική βάση, όπως οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και οι υπηρεσίες υγείας, δεν είναι πάντα εύκολη η διάκριση των οµοιογενών προϊόντων. Πράγµατι, τα χαρακτηριστικά αυτών των υπηρεσιών σπανίως καθορίζονται µε επαρκή ακρίβεια ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί µε βεβαιότητα αν δύο διαφορετικές µονάδες υπηρεσιών µπορούν ή δεν µπορούν να θεωρηθούν ισοδύναµες, αν δηλαδή πρέπει να θεωρηθούν ότι αντιστοιχούν σε ένα και το αυτό οµοιογενές προϊόν ή σε δύο ξεχωριστά προϊόντα. Οι αρµόδιοι των εθνικών λογαριασµών µπορούν να βασίζονται σε δύο κριτήρια ισοδυναµίας: α) Το κριτήριο του µοναδιαίου κόστους: δύο µονάδες µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών θεωρούνται ισοδύναµες αν έχουν το ίδιο µοναδιαίο κόστος. EL 14 EL
Το κριτήριο αυτό θεµελιώνεται στην ιδέα ότι, σε συλλογικό επίπεδο, εκείνοι που χρησιµοποιούν τις δηµόσιες υπηρεσίες είναι εκείνοι που τις αποφασίζουν και τις πληρώνουν. Για παράδειγµα, οι πολίτες αποφασίζουν για τις δηµόσιες υπηρεσίες µέσω των εκπροσώπων τους και τις πληρώνουν µέσω της φορολογίας τους. Υπ αυτές τις συνθήκες, δεν µπορεί να αναµένεται από τους πολίτες να πληρώνουν διαφορετικές τιµές για µονάδες υπηρεσιών που θεωρούν ισοδύναµες. Συνεπώς, σύµφωνα µε το κριτήριο αυτό, δύο µονάδες υπηρεσιών µε διαφορετικό κόστος πρέπει να θεωρείται ότι αντιστοιχούν σε διαφορετικά προϊόντα, ενώ ένα µη εµπορεύσιµο οµοιογενές προϊόν χαρακτηρίζεται από το ενιαίο ύψος του µοναδιαίου του κόστους. β) Το κριτήριο του αποτελέσµατος: δύο µονάδες µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών θεωρούνται ισοδύναµες αν παρέχουν το ίδιο αποτέλεσµα. Το κριτήριο αυτό θεµελιώνεται στην ιδέα ότι δύο µονάδες υπηρεσιών που θεωρούνται ισοδύναµες από τους πολίτες µπορεί, εντούτοις, να παράγονται µε διαφορετικό κόστος, δεδοµένου ότι οι πολίτες δεν ελέγχουν πλήρως την παραγωγική διαδικασία αυτών των υπηρεσιών. Το κριτήριο του µοναδιαίου κόστους παύει να είναι κατάλληλο στην περίπτωση αυτή και πρέπει να αντικατασταθεί από ένα κριτήριο που να αντιστοιχεί στη χρησιµότητα των µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών για την κοινωνία. Επειδή το κριτήριο του αποτελέσµατος φαίνεται συχνά καταλληλότερο, πραγµατοποιήθηκαν πολλές εργασίες για την ανάπτυξη µεθόδων που βασίζονται σ αυτό το κριτήριο, ενώ η έρευνα για τη βελτίωσή τους συνεχίζεται. Στην πράξη, οι µέθοδοι αυτές συχνά συνεπάγονται την εισαγωγή, στον υπολογισµό του όγκου, διορθωτικών συντελεστών που εφαρµόζονται στις ποσότητες στην περίπτωση αυτή ονοµάζονται µέθοδοι µε ρητή διόρθωση για λόγους ποιότητας. Η κυριότερη δυσκολία εφαρµογής αυτών των µεθόδων συνδέεται µε τον ορισµό και τη µέτρηση του αποτελέσµατος. Πράγµατι, η µέτρηση του αποτελέσµατος προϋποθέτει την ύπαρξη καθορισµένων στόχων, κάτι που δεν είναι και τόσο απλό στον τοµέα των µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών. Για παράδειγµα, ποιοι είναι οι στόχοι των υπηρεσιών δηµόσιας υγείας: η βελτίωση της κατάστασης της δηµόσιας υγείας ή η παράταση του βίου; Και τα δύο φυσικά τότε, όµως, πώς σταθµίζονται οι διάφοροι στόχοι, όταν δεν είναι ισοδύναµοι; Για παράδειγµα, ποια είναι η καλύτερη θεραπεία, εκείνη που δίνει στον ασθενή τη δυνατότητα να ζήσει άλλον ένα χρόνο µε καλή υγεία ή εκείνη που του επιτρέπει να ζήσει άλλα δύο χρόνια µε κακή υγεία; Επιπροσθέτως, οι εκτιµήσεις του αποτελέσµατος είναι συχνά αµφιλεγόµενες. Έτσι, σε πολλές χώρες, επανέρχονται περιοδικά διαµάχες όσον αφορά τη βελτίωση ή την επιδείνωση του σχολικού επιπέδου των µαθητών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδοµένων των εννοιολογικών δυσχερειών και της έλλειψης συναίνεσης ως προς τις µεθόδους βάσει εκροών που υφίστανται προσαρµογή για να αντανακλούν την ποιότητα (µε βάση το αποτέλεσµα), οι εν λόγω µέθοδοι εξαιρούνται από το κεντρικό πλαίσιο, προκειµένου να διαφυλάσσεται η συγκρισιµότητα των αποτελεσµάτων. Οι µέθοδοι αυτές EL 15 EL
εφαρµόζονται προαιρετικά µόνο για τους πρόσθετους πίνακες, ενώ η σχετική έρευνα συνεχίζεται. Έτσι, στον τοµέα των µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, οι εκτιµήσεις της παραγωγής και της ανάλωσης από άποψη όγκου πρέπει να υπολογίζονται µε βάση άµεσες µετρήσεις της παραγωγής µη προσαρµοσµένες µε βάση τις διακυµάνσεις της ποιότητας, µε στάθµιση των ποσοτήτων που παρήχθησαν µε τα µοναδιαία στοιχεία κόστους που είχαν οι υπηρεσίες αυτές το προηγούµενο έτος, χωρίς να γίνει καµία διόρθωση που θα συνεκτιµούσε την ποιότητα. Οι µέθοδοι αυτές πρέπει να εφαρµόζονται σε επαρκώς αναλυτικό επίπεδο. Το ελάχιστο επίπεδο ορίζεται στο εγχειρίδιο της Eurostat για τα µεγέθη µέτρησης τιµών και όγκου στους εθνικούς λογαριασµούς. Παρόλο που η χρήση µεθόδων βάσει εισροών πρέπει γενικώς να αποφεύγεται, είναι δυνατόν, στον τοµέα της υγείας, να εφαρµόζεται η µέθοδος βάσει εισροών όταν η ποικιλία των υπηρεσιών είναι τέτοια ώστε ο καθορισµός οµοιογενών προϊόντων να καθίσταται στην πράξη αδύνατος. Επιπροσθέτως, οι εκτιµήσεις των εθνικών λογαριασµών πρέπει να συνοδεύονται από επεξηγηµατικές πληροφορίες που να εφιστούν την προσοχή των χρηστών στις µεθόδους µέτρησης. Αρχές για την προστιθέµενη αξία και το ΑΕγχΠ 10.31 Η προστιθέµενη αξία, που είναι το εξισωτικό µέγεθος στον λογαριασµό παραγωγής, είναι το µόνο εξισωτικό µέγεθος που αποτελεί µέρος του ολοκληρωµένου συστήµατος δεικτών τιµών και όγκου. Πρέπει πάντως να τονιστούν τα πολύ ειδικά χαρακτηριστικά αυτού του µεγέθους, καθώς και η σηµασία των σχετικών του δεικτών όγκου και τιµών. Σε αντίθεση µε τις διάφορες ροές αγαθών και υπηρεσιών, η προστιθέµενη αξία δεν αντιπροσωπεύει καµία συγκεκριµένη κατηγορία συναλλαγών. Εποµένως, δεν µπορεί να αναλυθεί άµεσα σε συνιστώσα τιµής και συνιστώσα όγκου. 10.32 Ορισµός: Η προστιθέµενη αξία από άποψη όγκου ορίζεται ως η διαφορά µεταξύ της παραγωγής από άποψη όγκου και της ενδιάµεσης ανάλωσης από άποψη όγκου. VA = P(0) Q(1) p(0) q(1) όπου P και Q είναι τιµές και ποσότητες της παραγωγής και p και q είναι τιµές και ποσότητες της ενδιάµεσης ανάλωσης. Η θεωρητικά ορθή µέθοδος για τον υπολογισµό της προστιθέµενης αξίας από άποψη όγκου είναι µε διπλό αποπληθωρισµό, δηλαδή ξεχωριστό αποπληθωρισµό των δύο ροών του λογαριασµού παραγωγής (παραγωγή και ενδιάµεση ανάλωση) και υπολογισµό του υπολοίπου αυτών των δύο επανεκτιµηµένων ροών. 10.33 Σε ορισµένες περιπτώσεις, όταν τα στατιστικά δεδοµένα εξακολουθούν να µην είναι πλήρη ή να µην είναι επαρκώς αξιόπιστα, µπορεί να είναι EL 16 EL
απαραίτητη η χρήση ενός µοναδικού δείκτη. Αν υπάρχουν ικανοποιητικά δεδοµένα σχετικά µε την προστιθέµενη αξία σε τρέχουσες τιµές, µια εναλλακτική λύση για τον διπλό αποπληθωρισµό είναι ο άµεσος αποπληθωρισµός της τρέχουσας προστιθεµένης αξίας µε έναν δείκτη τιµών της παραγωγής. Αυτό προϋποθέτει ότι υιοθετείται η υπόθεση ότι οι τιµές της ενδιάµεσης ανάλωσης µεταβάλλονται µε τον ίδιο ρυθµό που µεταβάλλονται οι τιµές της παραγωγής. Μια άλλη πιθανή διαδικασία είναι η παρεκβολή της προστιθεµένης αξίας του έτους βάσης µε έναν δείκτη όγκου της παραγωγής. Αυτός ο δείκτης όγκου µπορεί να υπολογιστεί είτε άµεσα από ποσοτικά στοιχεία είτε µε τον αποπληθωρισµό της τρέχουσας αξίας της παραγωγής µε έναν κατάλληλο δείκτη τιµών. Η µέθοδος αυτή υποθέτει στην πραγµατικότητα ότι οι µεταβολές του όγκου είναι οι ίδιες για την παραγωγή και για την ενδιάµεση ανάλωση. Για ορισµένους κλάδους εµπορεύσιµων και µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών, όπως οι χρηµατοοικονοµικές υπηρεσίες, οι επιχειρηµατικές υπηρεσίες ή η άµυνα, µπορεί να µην είναι δυνατόν να υπάρχουν ικανοποιητικές εκτιµήσεις των µεταβολών της τιµής ή του όγκου για την παραγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές οι κινήσεις της προστιθέµενης αξίας από άποψη όγκου µπορούν να εκτιµηθούν µέσω των µεταβολών του εισοδήµατος εξαρτηµένης εργασίας σε σταθερές αµοιβές και της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιµές. Οι υπεύθυνοι για την κατάρτιση των δεδοµένων µπορεί να αναγκαστούν να χρησιµοποιήσουν τέτοια µέσα, ακόµη και αν δεν υπάρχει βάσιµος λόγος που να δικαιολογεί την υπόθεση ότι η παραγωγικότητα της εργασίας παραµένει αµετάβλητη βραχυπρόθεσµα ή µακροπρόθεσµα. 10.34 Εποµένως, από την ίδια τη φύση τους, οι δείκτες όγκου και τιµών για την προστιθέµενη αξία είναι διαφορετικοί από τους αντίστοιχους δείκτες για τις ροές αγαθών και υπηρεσιών. Τα ίδια ισχύουν για τους δείκτες τιµών και όγκου των συγκεντρωτικών εξισωτικών µεγεθών όπως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Αυτό αντιστοιχεί µε το άθροισµα όλων των προστιθεµένων αξιών, δηλαδή µε ένα άθροισµα εξισωτικών µεγεθών, συν φόρους µείον επιδοτήσεις προϊόντων, ενώ, από άλλη άποψη, µπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει το εξισωτικό µέγεθος µεταξύ των συνολικών τελικών χρήσεων και των εισαγωγών. ΕΙ ΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ 10.35 Το ολοκληρωµένο σύστηµα δεικτών τιµών και όγκου, αν και ουσιαστικά περιορίζεται σε συναλλαγές σχετικές µε αγαθά και υπηρεσίες, δεν αποκλείει τη δυνατότητα υπολογισµού µεγεθών µέτρησης των µεταβολών της τιµής και του όγκου για ορισµένες άλλες συναλλαγές. Φόροι και επιδοτήσεις προϊόντων και εισαγωγών 10.36 Η προαναφερθείσα δυνατότητα υπάρχει, ιδιαίτερα, στην περίπτωση των φόρων και των επιδοτήσεων που συνδέονται άµεσα µε την ποσότητα ή την αξία των αγαθών και των υπηρεσιών που είναι αντικείµενο ορισµένων EL 17 EL
συναλλαγών. Στους πίνακες προσφοράς και χρήσεων, οι σχετικές αξίες εµφανίζονται σαφώς. Εφαρµόζοντας τους κανόνες που περιγράφονται παρακάτω, είναι δυνατός ο καθορισµός µεγεθών µέτρησης της τιµής και του όγκου για τις κατηγορίες των φόρων και των επιδοτήσεων που καταγράφονται στους λογαριασµούς αγαθών και υπηρεσιών, και συγκεκριµένα: α) φόροι επί προϊόντων, εκτός από τον ΦΠΑ (D.212 και D214) β) επιδοτήσεις προϊόντων (D.31) γ) ΦΠΑ επί των προϊόντων (D.211). 10.37 Η πιο απλή περίπτωση είναι οι φόροι που αντιπροσωπεύουν ένα σταθερό ποσό ανά µονάδα ποσότητας του προϊόντος που είναι αντικείµενο της συναλλαγής. Η αξία των εσόδων από έναν τέτοιο φόρο εξαρτάται από τα ακόλουθα: α) ποσότητα των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή β) ποσό που εισπράττεται ανά µονάδα, δηλαδή τιµή φορολόγησης. Η ανάλυση της µεταβολής της αξίας στις δύο συνιστώσες της δεν παρουσιάζει ουσιαστικά καµιά δυσκολία. Η διακύµανση του όγκου καθορίζεται από τη µεταβολή των ποσοτήτων των φορολογούµενων προϊόντων η διακύµανση της τιµής αντιστοιχεί στη µεταβολή του ποσού που εισπράττεται ανά µονάδα, δηλαδή στη µεταβολή της τιµής φορολόγησης. 10.38 Μια πιο συνήθης περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία ο φόρος αντιπροσωπεύει ένα ορισµένο ποσοστό της αξίας της συναλλαγής. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των εσόδων από έναν τέτοιο φόρο εξαρτάται από τα ακόλουθα: α) ποσότητα των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή β) τιµή των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή γ) φορολογικός συντελεστής (εκατοστιαίος). Στην περίπτωση αυτή, η τιµή φορολόγησης καθορίζεται εφαρµόζοντας τον φορολογικό συντελεστή στην τιµή του προϊόντος. Η µεταβολή της αξίας των εσόδων που προκύπτουν από έναν φόρο αυτού του είδους µπορεί επίσης να διαιρεθεί στη µεταβολή του όγκου, που προσδιορίζεται από τη µεταβολή των ποσοτήτων των φορολογούµενων προϊόντων, και στη µεταβολή της τιµής, που αντιστοιχεί στη µεταβολή της τιµής φορολόγησης (β x γ). 10.39 Το ύψος των φόρων επί προϊόντων εκτός από τον ΦΠΑ (D.212 και D.214) µετριέται, από άποψη όγκου, εφαρµόζοντας στις ποσότητες των παραγόµενων ή εισαγόµενων προϊόντων τις τιµές φορολόγησης του έτους βάσης ή εφαρµόζοντας στην αξία της παραγωγής ή των εισαγωγών, EL 18 EL
ανηγµένη σε τιµές του έτους βάσης, τους φορολογικούς συντελεστές του έτους βάσης. Πρέπει να προσεχθεί το γεγονός ότι οι τιµές φορολόγησης µπορεί να διαφέρουν από χρήση σε χρήση. Αυτό λαµβάνεται υπόψη στους πίνακες προσφοράς και χρήσεων. 10.40 Με τον ίδιο τρόπο, το ύψος των επιδοτήσεων προϊόντων (D.31) µετριέται, από άποψη όγκου, εφαρµόζοντας στις ποσότητες των παραγόµενων ή εισαγόµενων προϊόντων τις τιµές επιδότησης του έτους βάσης ή εφαρµόζοντας στην αξία της παραγωγής ή των εισαγωγών, ανηγµένη σε τιµές του έτους βάσης, τα ποσοστά επιδοτήσεων του έτους βάσης, λαµβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά ποσοστά επιδοτήσεων για τις διάφορες επιµέρους χρήσεις. 10.41 Ο ΦΠΑ επί των προϊόντων (D.11) υπολογίζεται καθαρός τόσο για το σύνολο της οικονοµίας όσο και για τους επιµέρους κλάδους και τους λοιπούς χρήστες και αναφέρεται µόνο στον µη εκπεστέο ΦΠΑ. Αυτός ορίζεται ως η διαφορά µεταξύ του ΦΠΑ που τιµολογείται στα προϊόντα και του ΦΠΑ που εκπίπτει από τους χρήστες αυτών των προϊόντων. Ως εναλλακτική λύση, είναι επίσης δυνατόν να καθοριστεί ο ΦΠΑ επί των προϊόντων ως το άθροισµα όλων των µη εκπεστέων ποσών που πρέπει να καταβληθούν από τους χρήστες. Ο µη εκπεστέος ΦΠΑ σε σταθερές τιµές µπορεί να υπολογιστεί εφαρµόζοντας τους συντελεστές ΦΠΑ που ίσχυαν κατά το έτος βάσης στις ροές, εκφρασµένες σε τιµές του έτους βάσης. Έτσι, οποιαδήποτε αλλαγή του συντελεστή του ΦΠΑ για το τρέχον έτος θα αντανακλάται στον δείκτη τιµών και όχι στον δείκτη όγκου του µη εκπεστέου ΦΠΑ. Το τµήµα του εκπεστέου ΦΠΑ στον τιµολογηθέντα και, εποµένως, στον µη εκπεστέο ΦΠΑ µπορεί να µεταβληθεί: α) είτε λόγω µεταβολής του δικαιώµατος έκπτωσης του ΦΠΑ εξαιτίας ετεροχρονισµένης ή µη τροποποίησης των φορολογικών νόµων ή κανονισµών β) είτε λόγω µεταβολής της διάρθρωσης των χρήσεων του προϊόντος (π.χ. αύξηση του µέρους των χρήσεων για τις οποίες µπορεί να εκπέσει ο ΦΠΑ). Μεταβολή του ύψους του εκπεστέου ΦΠΑ λόγω µεταβολής του δικαιώµατος έκπτωσης του ΦΠΑ θα αντιµετωπίζεται µε τη µέθοδο που περιγράφεται εδώ, ως µεταβολή της τιµής φορολόγησης, ενώ το ίδιο ισχύει και για µεταβολή του συντελεστή του τιµολογηθέντος ΦΠΑ. Εξάλλου, µεταβολή του ύψους του εκπεστέου ΦΠΑ λόγω µεταβολής της διάρθρωσης των χρήσεων του προϊόντος αποτελεί µεταβολή του όγκου του εκπεστέου ΦΠΑ, που θα πρέπει να αντανακλάται στον δείκτη όγκου του ΦΠΑ επί προϊόντων. EL 19 EL
Λοιποί φόροι και επιδοτήσεις παραγωγής 10.42 Η αντιµετώπιση των λοιπών φόρων (D.29) και επιδοτήσεων (D.39) της παραγωγής θέτει ένα ιδιαίτερο πρόβληµα στον βαθµό που, εξ ορισµού, δεν είναι δυνατή η απευθείας απόδοσή τους σε παραγόµενες µονάδες. Στην περίπτωση των µη εµπορεύσιµων υπηρεσιών το πρόβληµα αυτό επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές χρησιµοποιούνται µόνον όταν δεν είναι δυνατό να καθοριστούν µονάδες ποσότητας. Εντούτοις, είναι γενικά δυνατόν να παρακαµφθεί αυτό το πρόβληµα µε τον καθορισµό των λοιπών φόρων και επιδοτήσεων της παραγωγής σε σταθερές τιµές στο ποσό που θα είχαν αυξηθεί αν δεν είχε υπάρξει µεταβολή των φορολογικών κανόνων και των τιµών συνολικά σε σχέση µε την περίοδο βάσης. Για παράδειγµα, οι φόροι περιουσίας ή χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου µπορούν να αποτιµώνται σε σταθερές τιµές µε την εφαρµογή, στην τρέχουσα περίοδο, των κανόνων και της τιµής των περιουσιακών στοιχείων της περιόδου βάσης. Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου 10.43 Ο υπολογισµός µεγεθών µέτρησης όγκου για την ανάλωση πάγιου κεφαλαίου δεν δηµιουργεί ιδιαίτερα προβλήµατα όταν υπάρχουν ικανοποιητικά δεδοµένα σχετικά µε τη σύνθεση του αποθέµατος πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών. Η µέθοδος διαρκούς απογραφής, που χρησιµοποιείται στις περισσότερες χώρες, προϋποθέτει ήδη, για την εκτίµηση της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιµές, την ανάγκη υπολογισµού του αποθέµατος πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών σε σταθερές τιµές. Για τη µετάβαση από την αποτίµηση στο κόστος απόκτησης προς την αποτίµηση σε κόστος αντικατάστασης, χρειάζεται πρώτα να αποτιµηθούν σε οµοιογενή βάση, δηλαδή σε τιµές του έτους βάσης, κεφαλαιουχικά αγαθά που αγοράστηκαν σε διάστηµα διαφορετικών περιόδων. Εποµένως, οι δείκτες τιµής και όγκου που καταρτίζονται µ αυτή τη διαδικασία µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τον υπολογισµό της αξίας της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιµές και του σχετικού δείκτη τιµών. Όταν δεν υπάρχει διαρκής απογραφή του αποθέµατος πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών, η µεταβολή της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιµές µπορεί να προσδιοριστεί αποπληθωρίζοντας τα δεδοµένα σε τρέχουσες τιµές µε βάση δείκτες τιµών που προκύπτουν από δεδοµένα σχετικά µε τον ακαθάριστο σχηµατισµό πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη η ηλικιακή δοµή των αγορασθέντων κεφαλαιουχικών αγαθών. Αµοιβή εξαρτηµένης εργασίας 10.44 Για τη µέτρηση του όγκου των εισροών εργασίας, ως µονάδα ποσότητας του εισοδήµατος εξαρτηµένης εργασίας µπορεί να θεωρηθεί µία ώρα εργασίας ενός δεδοµένου τύπου και επιπέδου προσόντων. Όπως συµβαίνει και µε τα αγαθά και τις υπηρεσίες, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες εργασίας και να υπολογιστούν ποσοτικές σχέσεις για κάθε ξεχωριστό είδος εργασίας. Η τιµή που αναφέρεται σε κάθε είδος EL 20 EL
εργασίας είναι η αµοιβή που καταβάλλεται ανά ώρα, η οποία µπορεί να ποικίλλει, φυσικά, από το ένα είδος εργασίας στο άλλο. Ένα µέτρο του όγκου της εργασίας που πραγµατοποιήθηκε µπορεί να υπολογιστεί ως σταθµικός µέσος των ποσοτικών σχέσεων για τα διάφορα είδη εργασίας, σταθµισµένα µε βάση τις αξίες του εισοδήµατος εξαρτηµένης εργασίας κατά το προηγούµενο έτος ή το έτος βάσης. Ως εναλλακτική µέθοδος, µπορεί να υπολογιστεί ένας δείκτης µισθολογικής διαβάθµισης για την εργασία, υπολογίζοντας έναν σταθµικό µέσο των αναλογικών µεταβολών των ωροµισθίων για τα διάφορα είδη εργασίας, χρησιµοποιώντας πάλι ως µέσο στάθµισης το εισόδηµα εξαρτηµένης εργασίας. Αν υπολογίζεται έµµεσα ένας δείκτης όγκου τύπου Laspeyres, µέσω του αποπληθωρισµού των µεταβολών του εισοδήµατος εξαρτηµένης εργασίας σε τρέχουσες τιµές µε έναν δείκτη της µέσης µεταβολής του ωροµισθίου, ο τελευταίος δείκτης θα πρέπει να είναι τύπου Paasche. Αποθέµατα παραχθέντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων και αυξοµειώσεις αποθεµάτων 10.45 Χρειάζονται δεδοµένα για τους όγκους σε τιµές του προηγούµενου έτους τόσο για τα αποθέµατα παραχθέντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων όσο και για τις αυξοµειώσεις αποθεµάτων. Για τα πρώτα, δεδοµένα όπως αυτά που απαιτούνται για τον υπολογισµό των ρυθµών απόδοσης κεφαλαίου είναι διαθέσιµα αν χρησιµοποιείται η µέθοδος της διαρκούς απογραφής. Σε άλλες περιπτώσεις µπορούν να συλλεγούν από τους παραγωγούς πληροφορίες για τις αξίες των αποθεµάτων περιουσιακών στοιχείων και να αποπληθωριστούν µε βάση τους δείκτες τιµών που χρησιµοποιούνται για τον σχηµατισµό πάγιου κεφαλαίου, λαµβάνοντας υπόψη την ηλικιακή δοµή των αποθεµάτων. Οι µεταβολές των αποθεµάτων µετρούνται µε βάση την αξία των εισόδων στα αποθέµατα µείον την αξία των εξόδων από τα αποθέµατα, και την αξία τυχόν επερχοµένων ζηµιών των αγαθών που βρίσκονται στα αποθέµατα κατά τη διάρκεια µιας δεδοµένης περιόδου. Οι όγκοι στις τιµές του προηγούµενου έτους µπορούν να εξαχθούν µέσω του αποπληθωρισµού αυτών των συνιστωσών. Στην πράξη, πάντως, σπανίως είναι πραγµατικά γνωστές οι είσοδοι στα αποθέµατα και οι έξοδοι από τα αποθέµατα, ενώ συχνά η µόνη διαθέσιµη πληροφορία είναι η αξία των αποθεµάτων στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. Στην περίπτωση αυτή, συχνά θα είναι αναγκαίο να γίνουν υποθέσεις ως προς τις τακτικές εισόδους και εξόδους στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, έτσι ώστε η µέση τιµή για την περίοδο να µπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη τόσο για τις εισόδους όσο και για τις εξόδους. Υπ αυτή την προϋπόθεση, ο υπολογισµός της διακύµανσης των αποθεµάτων µε τη διαφορά µεταξύ των αξιών των εισόδων και των εξόδων καθίσταται ισοδύναµος µε τον υπολογισµό της διαφοράς µεταξύ των αξιών των αρχικών και των τελικών αποθεµάτων. Η διακύµανση των αποθεµάτων σε σταθερές τιµές µπορεί, στη συνέχεια, να υπολογιστεί µε αποπληθωρισµό των αρχικών και των τελικών αποθεµάτων ώστε να ευθυγραµµιστούν µε τη µέση τιµή της περιόδου βάσης. Όταν οι διακυµάνσεις των αποθεµάτων είναι γνωστές από άποψη ποσότητας, είναι δυνατόν, και πάλι µέσω υποθέσεων ως προς τις τακτικές εισόδους και εξόδους, να υπολογίζεται ο όγκος της EL 21 EL