5. Η νοµιµότητα της κατ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη (γνωµ.



Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

της δίωξης ή στην αθώωση.

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 154/2011

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 161/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2012

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2011

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2012

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 143/2011

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Σελίδα 1 από 5. Τ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2107/

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/590/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2014

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 38/2014

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5525-1/

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Α Π Ο Φ Α Σ Η 16/2012

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Γ. Ν. Τριανταφύλλου

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5792-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2011

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5394-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 110 /2016

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ι. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κεφάλαιο Ι Προσδιορισμός του εννοιολογικού περιεχομένου και της λειτουργίας της έρευνας.9

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Αριθ. Πρωτ. Τηλ. : Fax : ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/491-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 29/2015

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 159/2011

Transcript:

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 41 5. Η νοµιµότητα της κατ οίκον έρευνας και της κατάσχεσης στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης και οι συνέπειές τους στην ποινική δίκη (γνωµ.) * Ι. Το ιστορικό Ιατρός, από ετών ασχολούµενος µε την οµοιοπαθητική ιατρική, δηµιούργησε µία πολυπληθή οµάδα εργασίας, αποτελουµένη από ιατρούς και φαρµακοποιούς. Και ενώ η οµάδα ήταν αρραγής, το 1995 έλαβε χώρα αποστασιοποίηση κάποιων µελών της, τα οποία άρχισαν να προβαίνουν σε αλλεπάλληλες καταγγελίες τόσο σε βάρος του ιατρού-οµοιοπαθητικού, όσο και σε βάρος συνεργατών του. Η υπόθεση έλαβε ευρεία δηµοσιότητα. Παραλλήλως συνέβη το εξής: Τον Ιούνιο του 1995 Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών έλαβε εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης «προς διαπίστωση», αν ο οµοιοπαθητικός ιατρός τέλεσε αξιόποινες πράξεις. Ακριβέστερο, ωστόσο, είναι - αυτό ακριβώς δέχεται ως αληθές και ο ίδιος ο εισαγγελικός λειτουργός - ότι η έρευνα «ξεκίνησε» στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης για την παράνοµη δράση παραθρησκευτικών οργανώσεων. Ο Αντεισαγγελέας προέβη στην εξέταση µιας σειράς µαρτύρων αλλά - µε τη συνδροµή αστυνοµικών οργάνων - και σε κατ' οίκον έρευνα και µάλιστα τόσο σε οικίες όσο και σε ιατρεία προσώπων που θεωρήθηκαν ύποπτα. Στη διάρκεια των εν λόγω (προκαταρκτικών) ερευνών κατασχέθηκαν αντικείµενα τα οποία αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια για τη στοιχειοθέτηση κατηγοριών κυρίως κατά του οµοιοπαθητικού ιατρού αλλά και άλλων συγκατηγορουµένων του. Ήδη µάλιστα, µε βάση τα ευρήµατα αυτά, εχώρησε καταδίκη κατά του οµοιοπαθητικού ιατρού για παράνοµη κατοχή όπλων, ενώ επίκειται η εκδίκαση της κατ' αυτού υποθέσεως για διακεκριµένες απάτες, διακεκριµένες πλαστογραφίες και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία. * Από κοινού µε τους Δ. Τσάτσο και Κ. Χρυσόγονο. - Δηµοσιεύτηκε στην Ποινική Δικαιοσύνη 2003, 813 επ.

42 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΙΙ. Τα ερωτήµατα που µας τέθηκαν Υπό τα δεδοµένα αυτά τίθενται τα εξής ερωτήµατα: Α. Ήταν νόµιµη η κατ' οίκον έρευνα και κατάσχεση στο πλαίσιο διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης; Β. Ήταν νόµιµη η κατάσχεση κατά την κατ' οίκον έρευνα, αν η κατ' οίκον έρευνα κριθεί παράνοµη; Γ. Μπορούν τα ευρήµατα της κατάσχεσης να επηρεάσουν το σχηµατισµό της δικανικής πεποίθησης, δηλαδή µπορεί να στηριχθεί σ' αυτά µία καταδικαστική κρίση για οπλοκατοχή, απάτη κ.λπ., εάν έχει κριθεί ότι η κατ' οίκον έρευνα, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε χώρα η κατάσχεση, ήταν παράνοµη; Δ. Ποια δικονοµική κύρωση συνεπάγεται η τυχόν λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων παρανόµως κτηθέντων; ΙΙΙ. Οι κρίσιµες διατάξεις Σχετικοί προς τα πραγµατικά γεγονότα και τα τεθέντα ερωτήµατα κανόνες δικαίου είναι οι εξής: Άρθρο 9 παρ. 1 Σ: «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του κάθε ατόµου είναι απαραβίαστη. Καµία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Άρθρο 19 παρ. 3 Σ: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Άρθρο 253 ΚΠΔ: «Αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργηµα ή πληµµέλη- µα, έρευνα διενεργείται όταν µπορεί βάσιµα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήµατος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζηµίας που προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγµατοποιηθεί ή να διευκολυνθεί µόνο µε αυτήν». Άρθρο 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ: «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασµόν... της κατοικίας του». Άρθρο 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ: «δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέµβασις δηµόσιας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώµατος τούτου, εκτός εάν η επέµβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόµου...».

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 43 Άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ: «παν πρόσωπον έχει δικαίωµα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως... υπό δικαστηρίου... το οποίον θα αποφασίση... επί του βασίµου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». IV. Απαντήσεις Α) Η νοµική αξιολόγηση της κατ' οίκον έρευνας 1. Η έννοια της «κατοικίας» κατά το άρθρο 9 παρ. 1 Σ και δη στο πλαίσιο του κανόνα ότι η «κατοικία εκάστου είναι άσυλον» ερµηνεύεται ως πραγµατική κατάσταση και όχι µε την έννοια που ορίζει το άρθρο 51 ΑΚ. Κατοικία είναι κάθε χώρος περιφραγµένος, κατά τρόπο που να µην είναι προσιτός στον καθένα, και στον οποίο κάποιος διαµένει µονίµως ή προσωρινώς ή αναπτύσσει τη βιοτική - επαγγελµατική του δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει ο συγκεκριµένος χώρος να είναι «περίκλειστος» και η είσοδος σ' αυτόν να µην είναι ελεύθερη, δηλαδή αδύνατη χωρίς τη συγκατάθεση του κατοικούντος. Από την άποψη αυτή ως κατοικία νοούνται, εκτός από τα οικήµατα, τα διαµερίσµατα ή τα δωµάτια, και οι επαγγελµατικοί χώροι (λ.χ. γραφεία, ιατρεία, καταστήµατα, εργαστήρια), εφόσον δεν είναι προσιτά στον καθένα, µε την έννοια ότι είναι κλειστά για το κοινό (βλ. ΣτΕ, Πρακτ. Επεξεργ. 1381/1981, ΤοΣ 1981,740 επ. και, από τη θεωρία, Α. Μάνεση, Συνταγµατικά δικαιώµατα, Α, Ατοµικές ελευθερίες, 1982, σελ. 223 επ., Π. Δαγτόγλου, Ατοµικά Δικαιώµατα, Α, 1991, σελ. 333, Π. Παραρά, Σύνταγµα 1975, Corpus I, 1982, σελ. 176 επ., Κ. Χρυσογόνο, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, 2η έκδ. 2002, σελ. 231). 2. Άλλωστε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου έχει δεχθεί, στην απόφασή του της 16ης Δεκεµβρίου 1992 (υπόθεση Niemietz), ότι χώροι όπου διεξάγονται επαγγελµατικές και επιχειρηµατικές δραστηριότητες (στη συγκεκριµένη περίπτωση επρόκειτο για δικηγορικό γραφείο) περιλαµβάνονται στην έννοια της «κατοικίας» κατ' άρθρο 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ, επειδή η ratio της διάταξης αυτής είναι γενικά η προστασία του ατόµου απέναντι σε αυθαίρετες επεµβάσεις των δηµόσιων αρχών (Α 251-Β, σελ. 34). Συνεπώς η διεξαγωγή των ερευνών που προαναφέρθηκαν συνιστά επέµβαση των δηµόσιων αρχών στο δικαίωµα του άρθρου 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Δεδοµένου εξάλλου ότι, όπως εκτέθηκε, ο νόµος, δηλαδή στην προκείµενη περίπτωση το άρθρο 253 ΚΠΔ, δεν προβλέπει έρευνα σε κατοικία (έστω και σε επαγγελµατική κατοικία) στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης, οι ανωτέρω έρευνες ήταν πρόδηλα ανεπίτρεπτες κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2 ΕΣΔΑ.

44 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 3. Κρίσιµη τώρα για την παρούσα θεµατική είναι η διάταξη του εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 9 του Συντάγµατος, σύµφωνα µε την οποία «καµιά έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας». Από τη διάταξη αυτή, που καθιερώνει και προσδιορίζει την έκταση της προστασίας του ασύλου της κατοικίας, συνάγονται τα εξής: i. Ο συντακτικός νοµοθέτης υπάγει τις τυχόν αναγκαίες επεµβάσεις στο άσυλο της κατοικίας σε αυστηρούς κανόνες. Με διαφορετική διατύπωση µπορούµε να πούµε, πως η εν λόγω απαγόρευση συνοδεύεται από «επιφύλαξη του νόµου», αφού για την άρση του ασύλου της κατοικίας, απαιτείται πρόβλεψη του νόµου. ii. Το περιεχόµενο της επιφύλαξης αυτής συνδέεται πρωτίστως µε την κατ' οίκον έρευνα για ανακριτικούς σκοπούς, όταν και όπως ο νόµος ορίζει. Ο νόµος αυτός, ως γνωστόν, είναι η κρίσιµη εν προκειµένω διάταξη του άρθρου 253 ΚΠΔ. 4. Θα πρέπει περαιτέρω να επισηµανθεί, ότι η έννοια των «ερευνών» κατά τα άρθρα 253 επ. ΚΠΔ προσδιορίζεται από τη ratio legis του ως άνω άρθρου, δηλαδή τη διευκόλυνση των ανακριτικών οργάνων για την ανεύρεση πραγµάτων ή ιχνών µε αποδεικτική αξία για τη διαλεύκανση και εκδίκαση µιας αξιόποινης πράξης ή ακόµα για την ανεύρεση και ενδεχοµένως σύλληψη προσώπων ενεχοµένων στην τέλεση εγκλήµατος ή σχετιζοµένων µε αυτήν (βλ. σχετ. Ανδρουλάκη, Θεµελιώδεις έννοιες της Ποινικής δίκης, 1994, σελ. 244, Benfer, Grundrechtseingriffe im Ermittlungsverfahren, 1990, σελ. 41 επ.). 5. Από το περιεχόµενο της διάταξης του άρθρου 253 ΚΠΔ προκύπτει έτσι ποιες είναι οι έρευνες που εµπίπτουν στο αντικείµενο της νοµοθετικής ρύθµισης. Συµφώνως προς το άρθρο αυτό: «αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργηµα ή πληµµέληµα, έρευνα διενεργείται όταν µπορεί βάσιµα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήµατος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζηµίας που προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγµατοποιηθεί ή να διευκολυνθεί µόνο µε αυτήν». (Οι υπογραµµίσεις τέθηκαν από τους γνωµοδοτούντες). 6. Η αναφερθείσα διάταξη κατ' αρχήν αναφέρεται στις έρευνες χωρίς καµιά διάκριση. Έτσι, έρευνα µπορεί να θεωρηθεί και «η τελευταία µατιά» ενός προανακριτικού υπαλλήλου σ' ένα ανοικτό οικόπεδο µε την ελπίδα να βρει εκεί το όργανο τέλεσης µιας ανθρωποκτονίας. Μία τέτοια έρευνα, ωστόσο, επιτρέπεται χωρίς περιορισµούς και δεν σχετίζεται µε τα κριτήρια του άρθρου 253 ΚΠΔ. Η τελευταία φράση της ως άνω διάταξης

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 45 προφανώς εννοεί τις έρευνες που είναι επαχθείς, δηλαδή βλαπτικές για τα έννοµα αγαθά και τις ελευθερίες του ατόµου, όπως είναι η κατ' οίκον έρευνα [βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 244 επ. πρβλ. και Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, 1978 (επιµ. Κ. Σταµάτη), σελ. 184]. Ο νόµος εδώ σπεύδει να διευκρινίσει, ότι αυτές οι έρευνες επιτρέπονται µόνο, αν διεξάγεται ανάκριση (ήτοι κύρια ανάκριση: άρθρο 246 επ. ΚΠΔ ή προανάκριση κατά τα άρθρα 243 επ. ΚΠΔ) για κάποιο σοβαρό οπωσδήποτε έγκληµα (κακούργηµα ή πληµµέληµα) και όχι σε περίπτωση πταίσµατος και µόνο εφόσον µε αυτές είναι δυνατόν να υπηρετηθούν - σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση - οι σκοποί της ανάκρισης. 7. Τα όρια της κατ' οίκον έρευνας (όπως άλλωστε και κάθε έρευνας) προσδιορίζονται από την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εν γένει (πρέπει να) διέπει όλους τους περιορισµούς ατοµικών δικαιωµάτων και ειδικότερα, στον χώρο της ποινικής δικονοµίας, όλες τις πράξεις δικονο- µικού καταναγκασµού. Η αρχή αυτή, η οποία εκπορεύεται από την αρχή του κράτους δικαίου (ΣτΕ 2112/1984 ΤοΣ 1985,63 επ.) και ήδη κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγµατος, µετά την αναθεώρηση του 2001 (βλ. Ε. Βενιζέλο, Το αναθεωρητικό κεκτηµένο, 2002, σελ. 140 επ., Κ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 92 επ., Χ. Ανθόπουλο, Όψεις της συνταγµατικής δηµοκρατίας στο παράδειγµα του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγµατος, σε: Δ. Τσάτσο/Ε. Βενιζέλο/Ξ. Κοντιάδη (επιµ.), Το Νέο Σύνταγµα, 2001, σελ. 153 επ., 170 επ.) απαιτεί το περιοριστικό του ατοµικού δικαιώµατος µέτρο (κατ' οίκον έρευνα) να είναι και κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού. Αυτό σηµαίνει, ότι πράξεις δικονοµικού καταναγκασµού ή συγκεκριµένης έρευνας, για να είναι νόµιµες πρέπει να αποδεικνύεται τεκµηριωµένα ότι είναι, αφενός µεν πρόσφορες για την εξασφάλιση του επιζητούµενου από την ανάκριση αποτελέσµατος, αφετέρου δε ότι µεταξύ τυχόν πολλών προσφερόµενων µορφών έρευνας (είναι) οι ολιγότερο επαχθείς (βλ. σχετ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 245, Καρρά, Ποινικό Δικονοµικό Δίκαιο, 1998, σελ. 474, επίσης Sommermeyer, Neuralgische Aspekte der Betroffenenrechte und ihres Rechtschutzes bei Strafprozessualen Handsdurchsuchungen, NStZ 1991, 257 επ.). 8. Κρίσιµη για την αξιολόγηση του ερωτήµατος που µας τέθηκε είναι η επισήµανση του ασύµβατου µεταξύ της προκαταρκτικής εξέτασης (βλ. άρθρο 43 παρ. 2, 47 παρ. 2 σε συνδυασµό προς άρθρο 31 ΚΠΔ) και της κατ' οίκον έρευνας. Η προκαταρκτική εξέταση συνιστά µία προέρευνα, η οποία αποσκοπεί στον έλεγχο της ουσιαστικής βασιµότητας µιας καταγγελίας, ακριβέστερα δε στη διαπίστωση της συνδροµής των προϋποθέσεων για το αν πρέπει να κινηθεί ή όχι η ποινική δίωξη (βλ. σχετ. Παπα-

46 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ δαµάκη, Ποινική Δικονοµία, Θεωρία-Πράξη-Νοµολογία, 2002, σελ. 233 επ.). Η προκαταρκτική εξέταση µοιάζει µε την προανάκριση και υπόκειται σε µεγάλο βαθµό σε κοινούς µε αυτήν κανόνες (άρθρο 240, 241 ΚΠΔ). Διαφέρει, όµως, ουσιωδώς από αυτήν κατά το ότι η διενέργειά της δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη. Στην προκαταρκτική εξέταση δεν υπάρχει ακόµα κατηγορούµενος αλλά - και αυτό είναι το συνηθέστερο - κάποιος ύποπτος (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ). Η έγγραφη κατάθεση του «υπόπτου», κατά ρητή επιταγή του νόµου (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ), δεν µπορεί να αποτελέσει µέρος της δικογραφίας, αλλά παραµένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Η πρόνοια αυτή του νοµοθέτη αποβλέπει στην προστασία του τυχόν µετέπειτα κατηγορουµένου, που ενδέχεται να καταθέσει επιβαρυντικά γι' αυτόν περιστατικά, τα οποία διαφορετικά (αν δηλαδή εξεταζόταν ως κατηγορούµενος) θα φρόντιζε να µην τα καταθέσει (βλ. Καρρά, ό.π., σελ. 300, Παπαδαµάκη, ό.π., σελ. 234). Αν, πάντως, µία τέτοια κατάθεση ληφθεί υπόψη στην µετέπειτα της διώξεως περαιτέρω διαδικασία - µετά τυχόν έναρξη διώξεως -, δηµιουργείται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ, βλ. ΑΠ Ολ 2/1999 Υπερ 2000,268, ΠοινΔικ 2000,30). Εξάλλου, τα λοιπά (πλην της κατάθεσης του τυχόν υπόπτου) νοµίµως συλλεγέντα στοιχεία της προκαταρκτικής εξέτασης µπορούν παραδεκτά να περιληφθούν στη δικογραφία, που ακολούθως σχηµατίζεται, κάτι που ενισχύει τον δικαστικό-δικαιοδοτικό (και όχι διοικητικό) χαρακτήρα της (βλ. Μπάκα, Η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995, σελ. 248). 9. Από τις προηγούµενες σκέψεις προκύπτει, ότι στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης µπορεί να διενεργηθεί εν γένει οποιαδήποτε ανακριτική πράξη που διενεργείται και στο πλαίσιο της προανάκρισης (λ.χ. λήψη καταθέσεων, κατάσχεση), εκτός βέβαια από εκείνες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένες (λογικά και δικονοµικά) µε την καθίδρυση της ποινικής δίκης, η οποία επέρχεται το πρώτον µε και από την κίνηση της ποινικής διώξεως. Δεν µπορεί, λοιπόν, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης να συλληφθεί και να κρατηθεί πρόσωπο, να ληφθεί η απολογία του αλλ' ούτε επίσης και να διαταχθεί η κατ' οίκον έρευνα (έτσι και Καρράς, ό.π., σελ 474). Το συµπέρασµα αυτό ενισχύεται και από τα εξής επιχειρήµατα: i. Παρά τον χαρακτήρα της προκαταρκτικής εξέτασης, ως νοµικά θεσµοθετηµένης µορφής ανίχνευσης αξιοποίνων πράξεων (βλ. Ανδρουλάκη, Απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων και άλλα, 1988, σελ. 54), εντούτοις η προέρευνα αυτή, ως πρόδροµος εισαγγελική πρωτοβουλία, κινείται στις παρυφές της δικονοµικής καταστολής και δεν συνιστά εδραιωµένη

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 47 έκφραση της αρχής της νοµιµότητας, η οποία υποχρεώνει τον εισαγγελέα να κινήσει την ποινική δίωξη. Για να το πράξει αυτό ο εισαγγελέας (άρθρα 43 και 47 ΚΠΔ), θα πρέπει να αποκλείσει µε απόλυτη βεβαιότητα το αβάσιµο της κατηγορίας. Τότε και µόνο τότε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κινητοποίηση του µηχανισµού απάντησης της έννοµης τάξης στο έγκληµα, η οποία εµπεριέχει την αναγκαιότητα για ταχεία και αποτελεσµατική διερεύνηση και εκδίκαση µιας υπόθεσης και την επιβολή ποινής στον δράστη σε χρόνο που να ικανοποιεί το κοινό αίσθηµα και να αποκαθιστά την κλονισµένη κοινωνική ειρήνη. Η άσκηση της ποινικής δίωξης κατά συγκεκριµένου ατόµου και οι πράξεις δικονοµικού καταναγκασµού που συνδέονται µε αυτήν, σηµαίνουν πάντοτε µεγαλύτερο ή µικρότερο - φυσικά στο πλαίσιο του επιτρεπτού που χαράσσει το Σύνταγµα - περιορισµό των εννόµων αγαθών του ατόµου. Και ενώ µε την εισαγγελική αυτή ενέργεια συνήθως πλήττεται η τιµή και η υπόληψη του κατηγορουµένου, ενδέχεται να προσβάλλονται και άλλα έννοµα αγαθά, όπως η προσωπική ελευθερία, η σωµατική ακεραιότητα, η οικιακή ειρήνη, η περιουσία. Αυτός ο ισχυρός κλονισµός της κοινωνικής υποστάσεως και της νοµικής θέσης του κατηγορουµένου είναι απόρροια της ποινικής δίωξης και έχει τα γνωρίσµατα µιας οιονεί «προ-ποινής», (βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 14, Παπαδαµάκη, ό.π., σελ. 18), η οποία αντιστοιχεί στο έγκληµα που καθ' υπόθεση φέρεται να τέλεσε ο κατηγορούµενος. ii. Με βάση τα ήδη εκτεθέντα θα ήταν νοµικός παραλογισµός οι πράξεις δικονοµικού καταναγκασµού που άρρηκτα συνδέονται µε την άσκηση της ποινικής διώξεως και µε το πρόσωπο του κατηγορουµένου (λ.χ. κατ' οίκον έρευνα) να θεωρηθούν εφαρµόσιµες και στον χώρο της προκαταρκτικής εξέτασης, όπου ανιχνεύεται ακόµα η τυχόν τέλεση αξιοποίνων πράξεων, ενώ ο κατηγορούµενος είναι δικονοµικά τουλάχιστον ανύπαρκτος. iii. Η λελογισµένη και προσεκτική διεξαγωγή της έρευνας σε κατοικία, έρευνας που από τη φύση της συνιστά επέµβαση στο αντίστοιχο ατοµικό δικαίωµα, διασφαλίζεται αρκούντως από τον νόµο. Η διασφάλιση αυτή συνίσταται στον αυστηρό καθορισµό του διαδικαστικού πλαισίου µέσα στο οποίο είναι επιτρεπτό να ενεργείται: το πλαίσιο αυτό είναι η προανάκριση και η κύρια ανάκριση (βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ, 247, Καρρά, ό.π., σελ. 474, σηµ. 108). Τόσο η προανάκριση όσο και η κύρια ανάκριση είναι κρίσιµες διαδικαστικές φάσεις της προδικασίας, οι οποίες πάντοτε αναφέρονται σε συγκεκριµένη αξιόποινη πράξη (αλλά κατά κανόνα και σε συγκεκριµένο κατηγορούµενο), έτσι ώστε να υφίσταται, χωρίς αµφισβήτηση, η ευχέρεια λήψης µέτρων δικονοµικού καταναγκασµού.

48 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 10. Ενόψει των ανωτέρω αποφαινόµεθα, ότι είναι νοµικά-δικονοµικά ανεπίτρεπτη η κατ' οίκον έρευνα στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Η συγκεκριµένη έρευνα, ως ανακριτική πράξη, παράγει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, ακριβώς γιατί πλήττει τον πυρήνα του δικαιώµατος υπεράσπισης του κατηγορουµένου (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ). Β) Η νοµική αξιολόγηση της κατάσχεσης στο πλαίσιο της παράνοµης κατ' οίκον έρευνας 1. Ο νόµος (άρθρο 258 ΚΠΔ) ορίζει σαφώς, ότι κατάσχονται τα πράγ- µατα που βρέθηκαν κατά την έρευνα («πειστήρια»). Και ενώ στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης δεν αποκλείεται κατάσχεση και γίνεται δεκτό, ότι η άρση της ρυθµίζεται από τα άρθρα 268 παρ. 3, 307 περ. β και 310 παρ. 2 ΚΠΔ (βλ. ΠληµΘεσ 802/1985 Αρµ 1985,763, ΠληµΣπάρτ 22/1980 ΠοινΧρ 1980,903, πρβλ. όµως ΠληµΛαρ 93/1980 ΠοινΧρ 1981,84, βλ. επίσης Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονοµία, Α, 1976, σελ. 302, Καλφέλη, Η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και της αστυνοµικής προανάκρισης, Αρµ 1986,198, Ανδρουλάκη, Απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων και άλλα, 1988, σελ. 52, Μπάκα, ό.π., σελ. 245-246), αναλόγως εφαρµοζόµενα, και εµπίπτει στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου Πληµµελειοδικών, τίθεται το ερώτηµα πώς έλαβε χώρα η κατάσχεση αυτή στο πλαίσιο µη νόµιµης κατ' οίκον έρευνας και σε πλήρη συνάρτηση προς αυτή. 2. Την απάντηση στο ερώτηµα αυτό δίδει η διάταξη του άρθρου 175 ΚΠΔ, κατά την οποία, η ακυρότητα ορισµένης πράξης της ποινικής διαδικασίας καθιστά άκυρες (η υπογράµµιση γίνεται από τους γνωµοδοτούντες) και εκείνες που ενεργήθηκαν ύστερα από αυτή και τελούν σε εξάρτηση από αυτή. Ο δικαστής όµως µπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή προγενέστερες αλλά πάντως συναφείς µε εκείνη που ακυρώθηκε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι ο νόµος ρυθµίζοντας τις συνέπειες της ακυρότητας (απόλυτης ή σχετικής) διακρίνει δύο κατηγορίες πράξεων: εκείνες που είναι µεταγενέστερες της άκυρης και εξαρτώνται από αυτή (βλ. ΑΠ Ολ 2/1996 ΠοινΧρ 1996,1570), και οι οποίες καθίστανται (αυτοδικαίως) και αυτές άκυρες, και εκείνες που είναι σύγχρονες ή προγενέστερες της άκυρης, οι οποίες µπορούν (δυνητικά) να κηρυχθούν άκυρες µόνο όταν είναι συναφείς µε την πράξη που ακυρώθηκε (βλ. ΕφΝαυπλ 55/1990 Υπερ 1991,874). 3. Εποµένως, η κατάσχεση «πειστηρίων» που λαµβάνει χώρα σε αναπόσπαστη συνέχεια και συνάρτηση άκυρης κατ' οίκον έρευνας είναι και η

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 49 ίδια αυτοδικαίως άκυρη. Αυτό σηµαίνει, ότι η κατάσχεση αίρεται και τα ανευρεθέντα πράγµατα αποδίδονται στον ιδιοκτήτη, εφόσον, βέβαια, δεν συντρέχει λόγος δηµεύσεως, σύµφωνα µε τις προβλέψεις του άρθρου 76 παρ. 2 ΠΚ (µέτρο ασφαλείας). 4. Ένα ακόµη ζήτηµα, το οποίο ασφαλώς δεν µπορεί να αποσιωπηθεί, προκύπτει από την καθ' υπόθεση αποδοχή της εκδοχής, ότι τα κατασχεθέντα αξιολογούνται ως «τυχαία ευρήµατα». Επ' αυτού σηµειώνουµε τα εξής: α) Ως «τυχαία ευρήµατα» νοούνται τα πράγµατα που ανευρίσκονται κατά τη διάρκεια διεξαγόµενης έρευνας χωρίς να έχουν σχέση µε τον ανακριτικό της σκοπό και θεµελιώνουν, είτε αυτά τα ίδια, είτε οι περιστάσεις υπό τις οποίες ανακαλύφθηκαν, υπόνοιες περί τελέσεως άλλης, άγνωστης µέχρι εκείνη τη στιγµή, αξιόποινης πράξης του δράστη ή άλλου προσώπου ή ενισχύουν αποδεικτικώς κατηγορία ως προς την οποία έχει ήδη ασκηθεί άλλη ποινική δίωξη (βλ. σχετ. Ν. Λίβο, Η δικονοµική αξιολόγηση των τυχαίων ευρηµάτων, Ποινικό Δίκαιο-Ελευθερία-Κράτος Δικαίου, Τιµ. Τόµος Γ.Α. Μαγκάκη, 1999, σελ. 525 επ., 528). β) Αν, ωστόσο, αναλογιστούµε ότι η ανακάλυψη και συγκέντρωση τυχαίων ευρηµάτων δεν µπορεί να γίνεται παρά µόνον εφόσον: i) διεξάγεται κάποια ανακριτική πράξη στο πλαίσιο ανάκρισης ή προανάκρισης, ii) νοµίµως και iii) για συγκεκριµένο πληµµέληµα ή κακούργηµα, ευχερώς καταλήγουµε στη διαπίστωση, ότι είναι απαγορευµένη η κατάσχεση ευρηµάτων που έρχονται στο φως κατά τη διενέργεια παράνοµης έρευνας, καθώς ελλείπει οποιοδήποτε νοµικό έρεισµα για τη συγκεκριµένη ανακριτική πράξη (βλ. σχετ. Ν. Λίβο, ό.π., σελ. 533 επ., Rudolphi, SK- StPO παρ. 108 Rn1). γ) Όταν λοιπόν, η αρχική κατ' οίκον έρευνα δεν περιορίζεται στην αξιόποινη πράξη για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή για την τέλεση της οποίας υφίστανται υπόνοιες (βλ. άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ) αλλά «µεταλλάσσεται» σε έρευνα «εφ' όλης της ύλης του ποινικού δικαίου», µε υπερκέραση του ανακριτικού σκοπού της, τότε τα συλλεγόµενα αποδεικτικά στοιχεία αποκτώνται χωρίς το αναγκαίο, για τον σκοπό αυτό, νοµικό έρεισµα και κατά συνέπεια είναι νοµικώς, ήτοι αποδεικτικώς ανίσχυρα, καθώς προέρχονται από αξιόποινη πράξη (παραβίαση οικιακού ασύλου, άρθρο 241 ΠΚ, κατάχρηση εξουσίας, άρθρο 239 περ. β ΠΚ). Εξάλλου, οι προϋποθέσεις νόµιµης αξιοποίησής τους από το δικαστήριο µέχρι πρότινος αποτελούσαν αντικείµενο της νεοπαγούς διατάξεως του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ (βλ. Ν. Λίβο, ό.π., σελ. 534 επ., Τζαννετή, Η

50 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ αξιόποινη απόκτηση αποδεικτικών µέσων, ΠοινΧρ 1998,105 επ., ΑΠ 1351/1997 ΝοΒ 1998,569, Rudolphi, SK-StPO παρ. 108 Rn1), σήµερα όµως διέπονται από την αυξηµένης τυπικής ισχύος ρύθµιση του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγµατος, η οποία κατά τρόπο απόλυτο απαγορεύει οποιαδήποτε δικονοµική αξιολόγησή της. Επ' αυτού όµως θα επανέλθου- µε παρακάτω (υπό Γ). δ) Εποµένως και αν ακόµη, εσφαλµένως βέβαια, τα κατασχεθέντα θεωρηθούν «τυχαία ευρήµατα», η δικονοµική τους αξιολόγηση είναι νοµικά ανεπίτρεπτη. Θα πρέπει στο σηµείο αυτό να γίνουν δύο, ουσιώδεις νοµίζουµε, παρατηρήσεις: Πρώτον, η κτήση των εν λόγω ευρηµάτων εξακολουθεί να αποδοκι- µάζεται από την έννοµη τάξη, στοιχειοθετούσα την οικεία κατά περίπτωση αξιόποινη συµπεριφορά για εκείνον που τη διέπραξε. Δεύτερον, το ποινικό δικαστήριο, καλούµενο να εφαρµόσει τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν προεξοφλεί το αποτέλεσµα της αξιοποίησης του παρανόµως κτηθέντος αποδεικτικού µέσου, αλλ' απλώς επιτρέπει δι' αυτής την εισαγωγή του στην ποινική δίκη (βλ. Ν. Λίβο, ό.π., σελ. 537, ΑΠ 1351/1997 ΝοΒ 1998,569, BGHSt 28. 148 επ.). ε) Έχοντας τώρα υπόψη τον κανόνα του άρθρου 177 παρ. 2 διαπιστώνουµε ότι: i) η εν λόγω διάταξη επιτρέπει την αξιοποίηση των παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων επί πληµµεληµάτων και κακουργηµάτων που τιµωρούνται µε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης είτε για την αθώωση του κατηγορουµένου είτε για την άσκηση της ποινικής διώξεως κατ' αυτού, ii) αποκλείεται η αναγνώριση ενοχής και επιβολή ποινής ή µέτρων δικονοµικού καταναγκασµού, iii) τα παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα κατ' εξαίρεση αξιοποιούνται σε κάθε περίπτωση, εάν πρόκειται για κακούργηµα τιµωρούµενο µε ποινή ισόβιας κάθειρξης και εφόσον για τον σκοπό αυτό εκδοθεί αιτιολογηµένη απόφαση δικαστηρίου (βλ. Ν. Λίβο, ό.π., σελ. 536, ΑΠ 1351/1997, ΝοΒ 1998,569, επίσης Τζαννετή, ό.π., σελ. 105 επ., Rudolphi, ό.π., BGHSt 38.144-165: «περίπτωση Theissen», που αφορούσε έρευνα στην κατοικία και στο ιατρείο ενός κατηγορουµένου για φοροδιαφυγή ιατρού µαιευτήρος). στ) Σύµφωνα, λοιπόν, µε όσα εκτέθηκαν επ' ουδενί µπορεί να χωρήσει καταδίκη για κακούργηµα που τιµωρείται µε πρόσκαιρη κάθειρξη ή πληµµέληµα, ακριβώς γιατί ο νόµος (άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ) αναγνωρίζει ένα «όριο ζωής» στα παρανόµως αποκτηθέντα αποδεικτικά µέσα, επιτρέποντας να στηρίξουν τη δίωξη και παραποµπή και ουδέποτε την καταδίκη του κατηγορουµένου. Βεβαίως, η αποδεικτική αξιοποίηση

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 51 των «τυχαίων ευρηµάτων» στο πλαίσιο κατ' οίκον έρευνας, σήµερα είναι εκ προοιµίου αποκλεισµένη πρωτίστως µε βάση το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος, για το οποίο γίνεται λόγος στη συνέχεια. Γ) Το πρόβληµα της αποδεικτικής αξιοποίησης των κατασχεθέντων πραγµάτων που αποκτήθηκαν στη διάρκεια παράνοµης κατ' οίκον έρευνας 1. Η αποδεικτική σηµασία των κατασχεθέντων πραγµάτων («πειστηρίων») για την ανάκριση και εκδίκαση των εγκληµάτων είναι σηµαντική καθώς αποφασιστικά συµπροσδιορίζει και στηρίζει αντίστοιχα, την παραποµπή και καταδίκη του κατηγορουµένου. Το κρίσιµο γι' αυτό ερώτηµα που τίθεται είναι: πράγµατα που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στο πλαίσιο µιας παράνοµης και συνακόλουθα άκυρης κατ' οίκον έρευνας µπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά; 2. Πριν δώσουµε τελική απάντηση στο ερώτηµα αυτό θεωρούµε κρίσιµες ορισµένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις: α) Η τύχη της προβολής της ακυρότητας ορισµένης πράξης της ποινικής διαδικασίας συνδέεται µε τον συγκεκριµένο χρόνο πρότασής της. Έτσι, οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας, όταν η παραποµπή γίνεται µε βούλευµα του αρµοδίου Δικαστικού Συµβουλίου, προτείνονται µέχρι και ενώπιον του Αρείου Πάγου, καθώς προβλέπεται σχετικός λόγος αναιρέσεως του βουλεύµατος (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ σε συνδυασµό µε άρθρο 484 παρ. 1 περ. α ΚΠΔ). Αν, εποµένως, µία απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας δεν προταθεί εγκαίρως (είτε κατ' έφεση, είτε στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας), τότε καλύπτεται και δεν µπορεί να προταθεί στο ακροατήριο. β) Αν η καλυφθείσα ακυρότητα ορισµένης πράξης της προδικασίας επαναξιολογηθεί στο ακροατήριο για να στηρίξει τυχόν καταδίκη του κατηγορουµένου (λ.χ. η κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β και 105 παρ. 2 εδ. β ΚΠΔ ανάγνωση στο ακροατήριο και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουµένου της ανωµοτί ληφθείσας στο στάδιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης κατάθεσης η άποψη για απόλυτη ακυρότητα παγιώθηκε στη νοµολογία µε τη σηµαντική απόφαση της ΑΠ Ολ 2/1999 ΠοινΧρ 1999,811, ΠοινΔικ 2000,30), τότε δηµιουργείται νέα ακυρότητα της επ' ακροατηρίω διαδικασίας, η οποία προτείνεται µέχρι και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ σε συνδυασµό µε άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ), ενώ µπορεί να ληφθεί και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Ακυρωτικό, έστω

52 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ και αν δεν προτάθηκε ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως (άρθρο 511 ΚΠΔ). 3. Μετά τις προηγηθείσες εισαγωγικές παρατηρήσεις, επιστρέφουµε στο τεθέν κύριο ερώτηµα του θεµιτού της αποδεικτικής αξιοποίησης κατασχεθέντων κατά την παράνοµη κατ' οίκον έρευνα. α) Σε απόφαση του Γερµανικού Ακυρωτικού (ΒGHSt. 14, 358, 365) υπάρχει η περίφηµη διατύπωση «Δεν αποτελεί αρχή του ποινικού δικονοµικού δικαίου η αναζήτηση της αλήθειας µε οποιοδήποτε τίµηµα». Οι περιορισµοί στην ελεύθερη αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων προκύπτουν πρωτίστως από την ανάγκη προστασίας θεµελιωδών δικαιωµάτων του ατόµου. Έτσι η κατ' οίκον έρευνα (ή η σωµατική έρευνα) για την ανακάλυψη αποδεικτικών στοιχείων επιτρέπεται µόνο κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες και εφόσον τηρηθούν ορισµένες διασφαλιστικές προϋποθέσεις (άρθρα 5 και 9 Συντάγµατος, 8 ΕΣΔΑ, 253-258 ΚΠΔ). Οι προϋποθέσεις αυτές περιορίζουν βέβαια την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και, µαζί µε άλλες, αγγίζουν τον ίδιο τον πυρήνα της «ηθικής απόδειξης». Το ζήτηµα, αν υπάρχουν ή όχι αληθινές εξαιρέσεις από την αρχή της ηθικής απόδειξης (απεριόριστο των αποδεικτικών µέσων) προκύπτει από τη στιγµή που οι περιορισµοί θα παραγνωριστούν και θα παραβιαστούν. Αν, λοιπόν, αποδεικτικά µέσα που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των απαγορεύσεων γίνονται προσιτά στο δικαστήριο, µπορεί το τελευταίο να χρησιµοποιήσει και να εκτιµήσει ελεύθερα και αυτού του είδους τις αποδείξεις; Πρόκειται για ζήτηµα λεπτό και δυσχερές ενώ συχνά κατά το παρελθόν βρέθηκε στο επίκεντρο έντονων αµφισβητήσεων (βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 175, Σπινέλλη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ 1986,865 επ., Denker, Verwertungsverbote im Strafprozess, 1977, σελ.3 επ., Roxin, Strafverfahrensrecht, 1998, παρ. 248, ΙΙΙ). β) Εδραιωµένη είναι πλέον η άποψη ότι η λειτουργία και αποστολή των αποδεικτικών απαγορεύσεων συνδέεται άρρηκτα µε την αρχή της δίκαιης δίκης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (βλ. Küpper, JZ, 1990, 416). Τότε µόνο µία δίκη είναι «έντιµη και δίκαιη», όταν ένα παρανόµως κτηθέν αποδεικτικό µέσο δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί. Αν, λοιπόν, δεν αποτελεί σκοπό της ποινικής δίκης η µε οποιοδήποτε τίµηµα αναζήτηση της αλήθειας, πρέπει ασφαλώς να διαφυλαχθεί µε κάθε τίµηµα ο κατηγορούµενος, προκειµένου να µην καταστεί από δικονοµικό υποκείµενο σε απλό αντικείµενο (βλ. Ανδρουλάκη, ό.π. σελ. 174, Kant, Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, 1947, σελ. 52 επ., 60). Εποµένως, η αρχή της δίκαιης δίκης και η προστασία των ατοµικών

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 53 εννόµων αγαθών µπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για το αξιοποιήσι- µο ή µη των αποδεικτικών µέσων στην ποινική δίκη (βλ. Roxin, ό.π., άρθρο 24, Küpper, ό.π. σελ. 416, Dalakouras, Beweisverbote bezueglich der Achtung der Intimsphaere, 1988, σελ. 122 επ.). γ) Σιγά-σιγά, ωστόσο, άρχισε να αποσαφηνίζεται, ότι το αληθινό και πράγµατι µεγάλο πρόβληµα σε σχέση µε µία άκυρη ανακριτική πράξη βρισκόταν αλλού. Ανέκυψε, λοιπόν, το ζήτηµα, αν µπορεί ο δικαστής να αξιολογήσει και εκτιµήσει ελευθέρως νέα αποδεικτικά µέσα (νόµιµα καθεαυτά), που όµως παρήχθησαν, είτε µέσω µιας άκυρης (συχνά και παράνοµης ανακριτικής πράξης, λ.χ. εκβιασθείσα οµολογία, επέµβαση στο σώµα, βασανισµός) είτε από προηγούµενη παράνοµη ανακριτική πράξη (βλ. σχετ. Σπινέλλη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ 1986,865 επ., Δηµητράτο, Περί των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη, Σειρά «Ποινικά», άρθρο 35, 1992, σελ. 56 επ., Τζαννετή, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόµιµη κτήση αποδείξεων, ΠοινΧρ 1995,31 επ.). Προς την κατεύθυνση αυτή υποστηρίχθηκε κατ' αρχάς ότι το αποδεικτικό στοιχείο που παρήχθη από την παράνοµη ανακριτική πράξη δεν επιτρέπεται να αξιοποιηθεί, δεδοµένου ότι υπάρχει µία απώτερη επενέργεια (Fernwirkung) των αποδεικτικών απαγορεύσεων, που είναι παρόµοια µε την αµερικανική θεωρία των «καρπών του απαγορευµένου-δηλητηριώδους δέντρου» (fruits of the poisonous tree doctrine). Έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποκλείει τη χρησιµοποίηση όσων αποδείξεων προέκυψαν από έρευνες ή κατασχέσεις που έγιναν παράνοµα. Ως ratio αυτών των «exclusionary rules» αναφέρονται, αφενός µεν ο εκφοβισµός και η αποτροπή των ανακριτικών υπαλλήλων από παραβάσεις των προστατευτικών για τους πολίτες διατάξεων, οι οποίες κατά κανόνα απολαύουν συνταγµατικό κύρος, αφετέρου δε το ηθικά απαράδεκτο της στήριξης µιας καταδίκης στην παρανοµία (βλ. σχετ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 179, Σπινέλλη, ό.π., σελ. 875 επ., Δηµητράτο, ό.π., σελ. 25, Langbein, Comparative Criminal Procedure, 1977, σελ. 68 επ.). Έρεισµα φαίνεται να βρήκε και η αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία η απαγόρευση χρησιµοποίησης και των έµµεσων αποδεικτικών µέσων θα παρεµπόδιζε την εξέλιξη της ποινικής δίκης και θα αντιστρατευόταν µία αποτελεσµατική αντεγκληµατική πολιτική (BGHSt 32, σελ. 71, BGHSt 34, σελ 362). δ) Μία προσπάθεια σύζευξης των ανωτέρω αντιτιθέµενων εκδοχών φαίνεται να συνιστά η υποθετική νόµιµη κτήση των αποδεικτικών µέσων («εναλλακτική νόµιµη διαδικασία»), κατά την οποία και ένα παρανό- µως κτηθέν αποδεικτικό µέσο επιτρέπεται να χρησιµοποιηθεί, αν µπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό θα µπορούσε να αποκτηθεί µε νόµιµο τρόπο. Η

54 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ άποψη αυτή, ωστόσο, σωστά αποκρούεται µε µία σειρά από επιχειρήµατα όπως: βασίζεται σε µία υποθετική αιτιότητα µε δυσκολίες απόδειξης, προεξοφλεί κατά το περιεχόµενό της την απόφαση ενός δικαστικού λειτουργού ενώ παράλληλα δεν αναιρείται η προσβολή των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου, που ήδη έχει επέλθει (βλ. σχετ. Τζαννετή, ό.π., σελ. 16 επ., Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 415, Λίβο, ό.π., σελ. 535, Roxin, ό.π., παρ. 148, Denker, ό.π., σελ. 82-84). ε) Περισσότερο διαδεδοµένες είναι οι λεγόµενες «σταθµιστικές θεωρίες», σύµφωνα µε τις οποίες η νοµιµότητα ή το παράνοµο της αξιοποίησης ενός αποδεικτικού στοιχείου προκύπτει από την έκβαση µιας in concreto στάθµισης ανάµεσα σε δύο συγκρουόµενες δικαιικές αρχές, την προστασία των ατοµικών δικαιωµάτων αφενός και την αποτελεσµατική λειτουργία της δικαιοσύνης αφετέρου. Εδώ, λοιπόν, οφείλουµε να σταθµίσουµε µεταξύ της βαρύτητας του διωκόµενου εγκλήµατος, της σοβαρότητας της δικονοµικής παρατυπίας, του προστατευτικού σκοπού του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου αλλά και της ανάγκης προστασίας του θιγοµένου από την παραβίαση της αποδεικτικής απαγόρευσης. Το αδύνατο σηµείο των θεωριών αυτών είναι ότι καταφεύγουν σε ελαστικά και περιστασιακά κριτήρια, τα οποία δεν εγγυώνται την ενότητα των εξακτέων συµπερασµάτων, καθώς συνδέονται µε το περί δικαίου αίσθηµα του εκάστοτε ερµηνευτή. Συχνά µάλιστα οι θεωρίες αυτές παρακάµπτουν θε- µελιώδεις εγγυήσεις και σοβαρούς δικονοµικούς τύπους για χάρη µιας ασαφώς νοούµενης καταπολέµησης «βαρέων εγκληµάτων». Άλλωστε, κατά κανόνα, τη στάθµιση µεταξύ δύο αντιτιθέµενων δικαιικών αρχών την έχει κάνει ο ίδιος ο νοµοθέτης (πρβλ. κατ' αρχήν άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ) και έτσι ο δικαστής δεν χρειάζεται να επιχειρεί, σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, νέα στάθµιση. Μόνο όταν οι αξιολογήσεις του νο- µοθέτη, είτε δεν εκφέρονται καθόλου είτε παραµένουν ασαφείς, υπάρχει περιθώριο για επικουρική προσφυγή στην στάθµιση των παραµέτρων, που ενδιαφέρουν την εκάστοτε περίπτωση (βλ. σχετ. Σπινέλλη, ό.π., σελ. 880, Δηµητράτο, ό.π., σελ. 59, Τζαννετή, ό.π., σελ. 10 επ., Άγγ. Κωνσταντινίδη, Έρευνες και κατασχέσεις σε δικηγορικά γραφεία, Μνήµη ΙΙ, Β 1996, σελ. 583 επ., 600, Λίβο, ό.π., σελ. 538, Rogall, ZStW 91 (1979) 35, BGHSt 24, 130, BGHSt 38.148-149). στ) Ειδικά στο χώρο των συνταγµατικών αποδεικτικών απαγορεύσεων, ούτε η στάθµιση ούτε και οι αναγωγές στην υποθετική αιτιότητα είναι ευχερώς εφαρµόσιµες. Όταν, λοιπόν, το έννοµο αγαθό που πλήττεται από την παράνοµη αξιοποίηση αποδεικτικών µέσων έχει συνταγµατικό κύρος, αναγνωρίζεται δηλαδή ως θεµελιώδες δικαίωµα, τότε κατισχύει της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Έτσι,

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 55 η ανεπιφύλακτη προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 Σ) προέχει απέναντι και στην αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας [βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 181, Σπινέλλη, ό.π., σελ. 884, Δη- µητράτο, ό.π., σελ. 43, Τζαννετή, ό.π., σελ. 14, Küpper, NStZ 1990.417 πρόκειται για τη λεγόµενη «θεωρία των βαθµίδων» («Stufentheorie»), η οποία διαµορφώθηκε στη νοµολογία του Γερµανικού Συνταγµατικού Δικαστηρίου BVerfGE 34.238, BVerfGE 44, 372 και έχει επιδοκιµασθεί από την πλειοψηφία των θεωρητικών]. Εποµένως, η διά της βίας εκµαιευόµενη οµολογία είναι απολύτως ανεπίδεκτη αξιοποιήσεως, γιατί συνιστά βάναυση καταπάτηση της αξιοπρέπειας του κατηγορουµένου (πρβλ. όµως και την ΑΠ 761/1973 ΠοινΧρ 1973,806, που - καθόλου πειστικά - αναγνώρισε την αποδεικτική αξία της διά της βίας αποσπασθείσας οµολογίας του κατηγορουµένου). Η αναγνώριση µιας πρώτης βαθµίδας προστασίας ή, µε άλλη διατύπωση, ενός πρώτου προχώµατος ασφάλειας, υπερβαίνει το διαγραφόµενο από το άρθρο 2 παρ. 1 Σ πλαίσιο και εκτείνεται και σε εκείνες τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, οι οποίες πλήττουν το σκληρό πυρήνα των καθ' έκαστον δικαιωµάτων και κυρίως του δικαιώ- µατος επί της προσωπικότητας. Στο χώρο που αποµένει και κείται πέραν του σκληρού πυρήνα θεµελιωδών δικαιωµάτων, η προστασία της προσωπικότητας και των λοιπών θεµελιωδών δικαιωµάτων σχετικοποιείται, µε την εξής έννοια: η αξιοποίηση ή µη του παράνοµου αποδεικτικού µέσου διέρχεται µέσα από το ρυθµιστικό πλαίσιο του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ και εξαρτάται, προκειµένου περί κακουργηµάτων που τιµωρούνται µε ποινή ισόβιας κάθειρξης από την έκβαση της in concreto στάθµισης ανάµεσα στο προσβαλλόµενο ατοµικό δικαίωµα και στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη, µε κριτήρια τη βαρύτητα του διωκόµενου εγκλήµατος, το µέγεθος της προσβολής της προσωπικότητας, τη σηµασία του αποδεικτικού µέσου και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (βλ. Τζαννετή, ό.π., σελ. 14-15, Σπινέλλη, ό.π., σελ. 883, Δηµητράτο, ό.π., σελ. 44, Küpper JZ 419, Βeulke ZStW 1991. 679). ζ) Η σε βαρύτητα και σηµασία υπεροχή εννόµων αγαθών µε συνταγ- µατικό κύρος αποτυπώνεται σήµερα στην αναθεωρηµένη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγµατος. Σύµφωνα µε την εν λόγω διάταξη, απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι οι κανόνες επίλυσης της σύγκρουσης µεταξύ αποδεικτικών απαγορεύσεων που απλώς πλήττουν την ιδιωτική σφαίρα και της αποκάλυψης των εγκληµάτων δεν έχουν απόλυτη ισχύ, καθώς είναι σχετικοί και υπόκεινται σε στάθµιση άλλωστε εκείνο που τελικά µετράει είναι αν µπορεί να διαγνωσθεί εξ αντικειµένου βούληση του νοµοθέτη

56 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ να κατισχύσει στη συγκεκριµένη περίπτωση εκείνη η άλλη αναγκαιότητα. Στην περίπτωση, ωστόσο, που αποδεικτικά στοιχεία αποκτώνται µε κατάλυση του θεµελιώδους δικαιώµατος του ασύλου της κατοικίας, η απαγόρευση χρήσης αυτών των αποδεικτικών µέσων είναι ρητή (άρθρο 19 παρ. 3 Σ). Γεννάται, ως εκ τούτου, απόλυτη απαγόρευση αξιοποίησης, η οποία και ουδέποτε κάµπτεται χάριν της αποτελεσµατικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης. Δεν χωρεί, λοιπόν, στάθµιση αλληλοσυγκρουόµενων συµφερόντων ούτε και συνεκτίµηση της υποθετικής αιτιότητας. Αν, λοιπόν, µπορεί να συναχθεί κάποιο συµπέρασµα από τα παραπάνω, αυτό ασφαλώς ευνοεί την παραδοχή της άποψης, ότι τα αντικείµενα (πειστήρια), τα οποία κατασχέθηκαν στο πλαίσιο άκυρης (παράνοµης) κατ' οίκον έρευνας, ουδέποτε αξιοποιούνται αποδεικτικά σε όλο το φάσµα της ποινικής διαδικασίας. Πρόκειται ήδη, µετά την αναθεώρηση του Συντάγ- µατος τον Απρίλιο του 2001, για απόλυτη απαγόρευση αξιοποιήσεως η οποία παραµερίζει, προκειµένου περί κατ' οίκον έρευνας, τον κανόνα του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ και υποχρεώνει τον δικαστή να αποχωρίζει τα παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα (ευρήµατα) από το αξιολογούµενο αποδεικτικό υλικό, δεδοµένου ότι η απαγόρευση του άρθρου 19 παρ. 3 Σ είναι απόλυτη, άµεσα εφαρµόσιµη και παραµερίζει κάθε αντίθετη διάταξη νόµου (βλ. Ε. Βενιζέλο, Το Αναθεωρητικό Κεκτηµένο, 2002, σελ. 148, πρβλ. και Γ. Καµίνη, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, 1998, σελ. 202-204). 4. Περαιτέρω, η αξιοποίηση των ευρηµάτων µιας κατ' οίκον έρευνας, που διενεργήθηκε κατά παράβαση τόσο των σχετικών διατάξεων του εθνικού (ποινικού δικονοµικού) δικαίου όσο και του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, σε βάρος του κατηγορουµένου στο πλαίσιο ποινικής δίκης προσβάλλει καταφανώς το δικαίωµά του σε µία δίκαιη δίκη κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Τούτο µάλιστα επιβεβαιώνεται από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου της 9ης Μαρτίου 1977 (υπόθεση Klass), από την οποία προκύπτει ότι η χρησιµοποίηση από τις δηµόσιες αρχές κατά του κατηγορουµένου αποδεικτικών µέσων που δεν έχουν αποκτηθεί µε τη λήψη µέτρων προβλεπόµενων από τον νόµο πλήττει το δικαίωµα του τελευταίου για δίκαιη δίκη (Α 28, σελ. 23). Υπενθυµίζουµε εδώ ότι οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 και 2 και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ αποτελούν αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόµου, σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ. 1 Σ και το κυρωτικό της ΕΣΔΑ ΝΔ 53/1974 (βλ. Φ. Βεγλερή, Η σύµβαση των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και το Σύνταγµα, ΤοΣ 1977,201 επ., Κ. Χρυσόγονο, Η ενσωµάτωση της Ευρωπαϊ-

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 57 κής Σύµβασης Δικαιωµάτων του Ανθρώπου στην εθνική έννοµη τάξη, 2001, σελ. 175 επ.). Ως εκ τούτου, η παραβίαση από τα ποινικά δικαστήρια των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ (κατ' επέκταση και στο άρθρο 8) ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, καθώς για την ταυτότητα του νοµικού λόγου πρέπει να θεωρηθεί ότι η παραβίαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 8 ΕΣΔΑ συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, όπως εκτέθηκε αντίστοιχα και για την παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 Σ (πρβλ. σχετ. ΑΠ 592/1999 ΝοΒ 1999,1454 επ.). Δ) Οι δικονοµικές κυρώσεις της τυχόν αποδεικτικής αξιοποίησης των κατασχεθέντων 1. Η συνταγµατική απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης των κατασχεθέντων πραγµάτων επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της απόφασης που εκδίδεται κατά παράβασή της (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ). 2. Απόλυτες θεωρούνται, κατ' άρθρο 171 ΚΠΔ, εκείνες οι ακυρότητες που προκαλούνται από ουσιώδεις παραβάσεις της διαδικασίας, λαµβάνονται δε υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο. Απόλυτη ακυρότητα επιφέρει, µεταξύ άλλων, και η παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουµένου. Πρόκειται, λοιπόν, για παραβίαση διατάξεων µε πρωταρχική για την ποινική δίκη σηµασία, χωρίς την τήρηση των οποίων η ποινική διαδικασία χαλαρώνει επικίνδυνα, εάν δεν αποσυντίθεται (βλ. Παπαδαµάκη, Ποινική Δικονοµία, Θεωρία-Πράξη-Νοµολογία, 2002, σελ. 204 επ.). Η χρησιµοποίηση συνταγµατικά απαγορευ- µένου αποδεικτικού µέσου, εφόσον η χρησιµοποίηση αυτή επιβαρύνει τη θέση του κατηγορουµένου, πλήττει, χωρίς αµφιβολία την υπεράσπισή του, ακριβώς γιατί ένα νοµικά έωλο, και γι' αυτό ανύπαρκτο, αποδεικτικό στοιχείο αξιοποιείται για την αιτιολόγηση της καταδικαστικής κρίσης. Η απόλυτη απαξία της παραβίασης του οικιακού ασύλου «µολύνει» και τα κατεσχηµένα πράγµατα έτσι ώστε να µην µπορούν να στηρίξουν ή και να αιτιολογήσουν την καταδίκη του κατηγορουµένου. Μέσω, λοιπόν, της παραβίασης του ίδιου του Συντάγµατος (άρθρο 19 παρ. 3) επιτυγχάνεται η άλωση της υπερασπιστικής θέσης του κατηγορουµένου και κατ' επέκταση και η καταδίκη του. 3. Την αντίληψη που υποστηρίζουµε εδώ ενισχύει νοµίζουµε και η ΑΠ Ολ 2/1999 (ΠοινΧρ 1999,811, ΠοινΔικ 2000,30) που θεωρεί ότι η κατά παράβαση των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β και 105 παρ. 2 εδ. β

58 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΠΔ, ανάγνωση στο ακροατήριο και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουµένου της ανωµοτί κατάθεσης που ελήφθη στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Θα ήταν άλλωστε αληθινά περίεργο η παράβαση διάταξης του ΚΠΔ να δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα, ενώ η παράβαση διάταξης του Συντάγµατος να υπολείπεται στο πεδίο της δικονοµικής κύρωσης, µε τη µη αναγνώριση απόλυτης ακυρότητας [πρβλ. παρ. 337 StPO, στο γερµανικό δίκαιο η παράβαση νόµου στοιχειοθετεί πάντοτε λόγο απευθείας αναιρέσεως, χωρίς τη µεσολάβηση σταδίου εφέσεως. Εξάλλου, κατά την παρ. 7 EGStPO (του Εισαγ. Νόµου του γερµανικού ΚΠΔ) ως νόµος νοείται κάθε κανόνας δικαίου. Ως εκ τούτου οι αποδεικτικές απαγορεύσεις αποτελούν πάντοτε κανόνες δικαίου, βλ. Denker, ό.π. σελ. 3 επ.]. 4. Μία τελευταία πηγή παρανοήσεων που είναι ανάγκη να επισηµανθεί, συνιστά, πιστεύουµε, ο ακριβής προσδιορισµός του χρόνου προβολής των ακυροτήτων στο δικονοµικό µας σύστηµα. Όπως ήδη αναφέραµε οι απόλυτες ακυρότητες ισχύουν σε όλα τα στάδια της ποινικής δίκης. Βέβαια µία ακυρότητα της προδικασίας ουδέποτε προτείνεται στο ακροατήριο. Με την εξής όµως έννοια: δεν µπορούµε πράγµατι στο ακροατήριο να ψέξουµε ανακριτική πράξη ή ενέργεια της προδικασίας (λ.χ. γνώση της εισαγγελικής προτάσεως κατ' άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠΔ ή αξιοποίηση, για την παραποµπή του κατηγορουµένου, της ανωµοτί ληφθείσας κατάθεσης στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ). Όταν όµως µία άκυρη ανακριτική πράξη επαναξιολογηθεί στο ακροατήριο και αξιοποιηθεί σε βάρος του κατηγορουµένου, η παραγόµενη ακυρότητα αφορά το ακροατήριο πια και φυσικά µπορεί να στηρίξει λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ. 5. Πέραν αυτών, θα πρέπει να επισηµανθεί ότι η τυχόν αποδεικτική αξιοποίηση των αναφερθέντων ευρηµάτων δηµιουργεί ένα «πρόσθετο πρόβληµα» για το δικαστήριο, καθώς µε την απαγορευµένη αυτή αξιοποίηση (άρθρο 19 παρ. 3 Σ) υπερβαίνει την εξουσία του και καθιστά το παραγόµενο δικαιοδοτικό του έργο δικονοµικά έκθετο και θεσµικά ύποπτο µε την έννοια ότι περιφρονεί σαφή και κατηγορηµατική συνταγµατική επιταγή. Ως εκ τούτου, δηµιουργείται λόγος αναιρέσεως (και) για υπέρβαση εξουσίας κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ ΚΠΔ (βλ. σχετ. Καρρά ό.π., σελ. 635, του ίδιου, Η υπέρβασις εξουσίας εν τω ποινικώ δικονοµικώ δικαίω, 1972, σελ. 54).

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΡΘΡΑ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 59 V. Τελικά συµπεράσµατα Από τις αναλύσεις που επιχειρήσαµε συνάγουµε τα εξής: α) Το άσυλο της κατοικίας, ως συνταγµατικά αναγνωρισµένο θεµελιώδες δικαίωµα, συνιστά επιµέρους έκφραση της προσωπικής ελευθερίας και έγκειται στο ότι σε κανένα κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να εισέλθει στην εν γένει «κατοικία» χωρίς τη συγκατάθεση του «ενοίκου», παρά µόνον «όταν και όπως ο νόµος ορίζει». Ο νόµος που ορίζει την κατ' οίκον έρευνα για ανακριτικούς σκοπούς είναι ο ΚΠΔ και συγκεκριµένα η διάταξη του άρθρου 253, όπου απερίφραστα επεξηγείται ότι έρευνα επιτρέπεται µόνο εφόσον έχει αρχίσει ανάκριση, ήτοι κύρια ανάκριση ή προανάκριση. Ως εκ τούτου, έρευνα σε κατοικία στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης δεν προβλέπεται και αν τυχόν διεξαχθεί θα πρόκειται για ουσιαστικά παράνοµη (βλ. άρθρα 239, 241 ΠΚ, 253 επ. ΚΠΔ, 914, 932 ΑΚ) και δικονοµικά άκυρη ανακριτική πράξη. β) Στις περιπτώσεις παραβίασης του οικιακού ασύλου από κρατικά όργανα, δικονοµικά άκυρες είναι και όλες οι ανακριτικές πράξεις κατάσχεσης. Η απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης των ευρηµάτων εδώ δεν αποτελεί προϊόν µιας στάθµισης της απαξίας που έχουν η αναφερθείσα παρανοµία από τη µία µεριά και η βέβαιη ή δυνατή τρώση της ποινικής λειτουργίας από την άλλη. Η απαξία της πρώτης είναι εδώ a priori υπέρτερη, καθώς το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγµατος, µετά τη συνταγµατική αναθεώρηση του Απριλίου του 2001, ορίζει ότι «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9 και 9Α». Πρόκειται για απόλυτη συνταγµατική απαγόρευση, η οποία ουδέποτε κάµπτεται απέναντι και στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. γ) Η τυχόν αποδεικτική αξιοποίηση ευρηµάτων που προέρχονται από παράνοµη κατ' οίκον έρευνα δηµιουργεί απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ), η οποία καθιδρύει λόγο αναιρέσεως της σχετικής δικαιοδοτικής κρίσης (βουλεύµατος ή απόφασης κατά τα άρθρα 484 παρ. 1 περ. α και 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ αντίστοιχα). δ) Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παράκαµψη της ανωτέρω απόλυτης απαγόρευσης αποδεικτικής αξιοποίησης των ευρηµάτων παραβιάζει και τα άρθρα 6 παρ. 1 και 8 παρ. 1 και 2 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) µε την ίδια φυσικά έννοµη συνέπεια, δηλαδή τη δηµιουργία απόλυτης ακυρότητας της δικαιοδοτικής κρίσης, καθώς πλήττεται πολλαπλώς η υπεράσπιση του κατηγορουµένου (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ).

60 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ε) Τέλος, καθιδρύεται παράλληλος λόγος αναιρέσεως και µε βάση τους όρους της ενδεικτικής απαρίθµησης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας.