ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5η : ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ- ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΕΝΙΚΑ

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1279-1/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 4 /2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 77Α / 2002

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ανθρώπου, κατ άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος, αλλά κατοχυρώνεται και ρητά στο άρθρο 14 παρ.1 Σ.

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Αθήνα, 7 Ιουνίου Αρ. πρωτ.: ΠΟΡΙΣΜΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 8 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Γράφουμε στον πίνακα τη λέξη κλειδί «φονταμενταλισμός», διαβάζουμε τις εργασίες και καταλήγουμε στον ορισμό της. (Με τον όρο φονταμενταλισμός

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Απλές αλήθειες για το μάθημα των θρησκευτικών. Του Πάνου Νικολόπουλου. Λέκτορα Νομικής Σχολής Αθηνών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 37

«Αυτό που διηγούμαστε συνέβη πραγματικά. Τίποτα δεν συνέβη όπως το διηγούμαστε.» Γκαίτε (Goethe)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

Α. Ο εκκλησιασμός των μαθητών των σχολείων Α/θμιας και Β/θμιας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ κ. ΠΟΤΑΜΙΑΣ) ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Aθήνα, 17 Σεπτεμβρίου 2008

«ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΙΔΕΙΑ»

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ειδικό άρθρο: «Συνυπηρέτηση Συζύγων Στρατιωτικών»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΏΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 του Συντάγµατος της Ελλάδος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙΙ (Μεταπτυχιακό)

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ: «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ» Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος Αναπληρώτρια καθηγήτρια: Θεοδώρα Αντωνίου Επιμέλεια εργασίας: Αικατερίνη-Ιωάννα Κωσταρίδη (Α.Μ.1340201200221) ΑΘΗΝΑ,2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Συντομογραφίες 3 Εισαγωγή 4 1) Θρησκευτική ελευθερία...6 2) Επικρατούσα θρησκεία...7 3) Θρησκευτική συνείδηση- Φορείς δικαιώματος...8 4) Θρησκευτική ουδετερότητα κράτους...10 5) Θρησκευτική εκπαίδευση..11 6) Το δικαίωμα των γονέων έναντι του κράτους........12 α) Αναγνώριση δικαιώματος γονέων......12 β) Δικαίωμα απαλλαγής από θρησκευτική εκπαίδευση 14 γ) Αναγνώριση δικαιώματος γονέων σε διεθνή κείμενα 15 7) Η κύρια διαπαιδαγώγηση: Το μάθημα των θρησκευτικών.16 α) Σκοπός.17 β) Υποχρεωτικότητα μαθήματος 18 8) Εναλλακτική προσέγγιση- κριτική..18 9) Περιορισμοί στην θρησκευτική ελευθερία 22 10) Οι «αντιφρονούντες» εκπαιδευτικοί...23 α) Πρωτοβάθμια εκπαίδευση-υπόθεση καθολικής νηπιαγωγού και υπόθεση άθεου/αλλόθρησκου δασκάλου 24 β) Δευτεροβάθμια εκπαίδευση- υπόθεση χιλιάστρας φιλολόγου.26 γ) Όρια ανοχής των διδασκόντων.27 11) Ανώτατη εκπαίδευση- υπόθεση άθεου φοιτητή..28 12) Νομολογία ΕΔΔΑ σε θέματα συναφή με θρησκευτική εκπαίδευση...29 13) Συμπέρασμα...32 14) Περίληψη.33 15) Summary.33 16) Λήμματα..34 17) Βιβλιογραφία.34 18) Νομολογία..35 2

Συντομογραφίες ΑΚ Αστικός Κώδικας ΔΕφΑθ Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ΔιΔικ Διοικητική Δίκη (περιοδικό) εδ. εδάφιο ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων Ανθρώπου ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό) ό.π. όπου παραπάνω παρ. παράγραφος Π.Δ. Προεδρικό Διάταγμα Σ Σύνταγμα σελ. σελίδες ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας Τμ. Τμήμα ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης 3

Εισαγωγή Ζητήματα σχετικά με τη θρησκεία έχουν απασχολήσει την ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της. Τούτο συμβαίνει καθώς η θρησκεία αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου με ιδιαίτερη σημασία και αξία για τον καθένα. Στο όνομα της θρησκείας έχουν συντελεστεί ιστορικά γεγονότα μεγάλης σημασίας, πράγμα που δικαιολογεί απόλυτα την αναγωγή θεμάτων του θρησκευτικού χώρου σε αντικείμενα συνταγματικών ρυθμίσεων. Ιδιαίτερα το ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν, και αποτελεί αναμφίβολα και σήμερα, ένα από τα πιο ακανθώδη του Συνταγματικού Δικαίου, καθώς ανάμεσά τους δημιουργούνται προβλήματα οργανωτικά και συνειδησιακά. Στη ρίζα του προβλήματος των σχέσεων αυτών βρίσκεται η διαπλοκή θρησκείας και εκπαίδευσης, η οποία αποτέλεσε ιστορικά σημείο αιχμής των ιδεολογικών και νομικοπολιτικών συγκρούσεων. Μέσα από τη διαπλοκή αυτή διαφαίνεται, στο οργανωτικό επίπεδο, το μέτρο αλληλεξάρτησης Κράτους και Εκκλησίας, που καθορίζεται από τον βαθμό θρησκευτικού αποχρωματισμού του σχολείου, αλλά και στο επίπεδο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, το αν διασφαλίζεται το δικαίωμα συνειδησιακού αυτοκαθορισμού επηρεαζόμενο από τον τρόπο διείσδυσης των θρησκευτικών δογμάτων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αναλύεται η ελευθερία της θρησκείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 του Συντάγματος υπό την αντικειμενική μορφή της ανεξιθρησκίας και του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, με την έννοια ότι το άτομο δύναται να πιστεύει και να λατρεύει οποιοδήποτε δόγμα ή θρησκεία, να το εκφράζει ή όχι με οποιονδήποτε τρόπο, όπως επίσης να είναι άθεος. Το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ως επιμέρους πτυχή του πρώτου, θεσπίζεται με το άρθρο 16 παρ 2 για την κρατική υποχρέωση ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης κατά την παροχή παιδείας και σε συνδυασμό με το προαναφερθέν άρθρο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και διεθνής κατοχύρωση αυτού. Η θρησκευτική εκπαίδευση βαίνει παράλληλα στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 3 Συντάγματος, που αναγνωρίζει ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη Χριστιανική. Ωστόσο, δεν αναιρείται με τον τρόπο αυτό η υποχρέωση για θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της πραγματική ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και ισότητας, που θεσπίζονται στον καταστατικό νόμο του κράτους. Στο σημείο αυτό παρατίθεται το, ιδιαίτερης πρακτικής σπουδαιότητας όταν εμπλέκεται στον χώρο της εκπαίδευσης, δικαίωμα των γονέων να αναθρέψουν τα ανήλικα τέκνα τους κατά τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, δικαίωμα που 4

περιλαμβάνεται στο ευρύτερο δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, διότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που προκύπτει σύγκρουση μεταξύ δικαιώματος και της κρατικής υποχρέωσης, αναγνωρίζοντας έτσι δυνατότητα απαλλαγής από την θρησκευτική εκπαίδευση. Και αυτό, γιατί η θρησκευτική διδασκαλία εξακολουθεί να κινείται προς ένα συγκεκριμένο αναχρονιστικό πρότυπο όσον αφορά τον σκοπό και την υποχρεωτικότητά της. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται μια εναλλακτική προσέγγιση των σχέσεων θρησκείας και εκπαίδευσης, η οποία ασκεί κριτική στον κατά την κρατούσα άποψη χαρακτήρα του θρησκευτικού μαθήματος και του δικαιώματος των γονέων, με πυρήνα την ελευθερία ανάπτυξης της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ως τμήμα ανάπτυξης της προσωπικότητας. Τέλος, προβάλλονται οι περιορισμοί που προκύπτουν στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας από την άσκησή της στον θεσμό της παιδείας κατά βαθμίδες εκπαίδευσης, περιορισμοί που αφορούν τους μαθητές και κυρίως τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, εξετάζοντας παράλληλα το συνταγματικά θεμιτό αυτών. 5

1.Θρησκευτική ελευθερία Βασική αρχή του θρησκευτικού χώρου είναι η ανεξιθρησκία, από την οποία απορρέουν ατομικά συνταγματικά δικαιώματα, η θρησκευτική ελευθερία ενός εκάστοτε φορέα. Η θρησκευτική ελευθερία είναι η ρίζα των ατομικών δικαιωμάτων. Πολύ πριν την αναγνώριση της απαραβίαστης ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου και γενικά την επικράτηση του φιλελεύθερου ατομοκεντρισμού, η γενική αποδοχή της υπεροχής του θείου έναντι του ανθρώπινου δικαίου και των αντίστοιχων περιορισμών της ηγεμονικής κυριαρχίας είχε δημιουργήσει το θεμέλιο για την αντίταξη ατομικών θρησκευτικών υποχρεώσεων στην κρατική επιταγή. Και στην αρχαιότητα, που της ήταν ξένη η έννοια του ατομικού δικαιώματος, η Αντιγόνη αντέταξε στον Κρέοντα (το κράτος δηλαδή) το θρησκευτικό της καθήκον. Ο όρος θρησκευτική ελευθερία είναι ένας καθολικός όρος που καλύπτει κάθε μορφή ελευθερίας που αναφέρεται στη θρησκεία. Το Σύνταγμα δεν μιλά για θρησκευτική ελευθερία, αλλά χρησιμοποιεί διάφορους άλλους όρους, που η ποικιλία τους δυσχεραίνει την κατανόηση και ερμηνεία σχετικών διατάξεων. Στο άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η «ελευθερία της θρησκείας» ως αντικειμενικός κανόνας δικαίου με τη μορφή της αρχής της ανεξιθρησκίας και ως ατομικό δικαίωμα, εκφράζοντας την αντικειμενική και την υποκειμενική πλευρά του ίδιου νομίσματος. 1 Συγκεκριμένα στο άρθρο 13 παρ.2 εδ. α «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη..», δηλαδή σύμφωνα με την αρχή της ανεξιθρησκίας κάθε θρησκεία είναι ελεύθερη. Ελεύθερη είναι η διδασκαλία και η λατρεία κάθε θρησκείας. Η διδασκαλία, η κυκλοφορία των θρησκευτικών δογμάτων προφορικά, δια του τύπου, με οποιοδήποτε μέσο είναι ελεύθερες. Το ισχύον Σύνταγμα δεν περιορίζεται στην ανεξιθρησκία, όπως τα παλαιότερα Συντάγματα, αλλά αναγνωρίζει τις γνωστές θρησκείες ως «ελεύθερες» και όχι απλώς «ανεκτές». Η θρησκευτική ελευθερία είναι δικαίωμα απαράγραπτο, αναπαλλοτρίωτο και δεν επιδέχεται παραίτηση. Επιπλέον, προστατεύεται ως αμυντικό δικαίωμα, το οποίο στρέφεται όχι μόνο κατά του κράτους, αλλά και ενάντια σε οποιονδήποτε ιδιώτη, δηλαδή erga omnes (κατά παντός), ως προστατευτικό δικαίωμα, όπου η κρατική εξουσία οφείλει όχι απλώς να σέβεται αλλά και να προστατεύει τη θρησκευτική ζωή, όχι όμως ως διασφαλιστικό δικαίωμα, αφού ο συντακτικός νομοθέτης όπως και στα περισσότερα δικαιώματα δεν της αναγνωρίζει εξασφαλιστικό περιεχόμενο. 2 Πρόκειται για ελευθερία που ανήκει στα «προσωπικά» ή «ανθρώπινα» στην κυριολεξία του 1 Αντρέας Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, Β Έκδοση,2008, σελ 640-641 2 Αντρέας Δημητρόπουλος,ό.π., σελ 654-655 6

όρου δικαιώματα, περικλείει ανθρώπινη και όχι περουσιακή αξία και επομένως δεν επιδέχεται ούτε ειδική παραίτηση. Η κατοχύρωσή της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς διασφάλιση θρησκευτικής ισότητας. Έτσι επιβεβαιώνεται η γενικότερη θέση ότι ελευθερία και ισότητα συνδέονται άρρηκτα. Κατά συνέπεια η θρησκευτική ελευθερία με την ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στην θρησκευτική ισότητα. Τέλος, σχετικά με το περιεχόμενό της η θρησκευτική ελευθερία διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Η θετική της πλευρά παρέχει στο άτομο τη νομική δυνατότητα να πιστεύει και να λατρεύει οποιοδήποτε δόγμα, όπως επίσης να αποκαλύπτει και να διαδίδει τη θρησκευτική πίστη. Στο αρνητικό της περιεχόμενο ανήκει η ελευθερία να μην πιστεύει κάποιος σε συγκεκριμένο ή σε κανένα δόγμα και το δικαίωμα αποχής από οποιαδήποτε θρησκευτική δράση ή λατρεία, μη αποκάλυψης του θρησκευτικού πιστεύω. Επομένως αθεΐα ή αθρησκία δεν έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα Πέραν του Συντάγματος, την ελευθερία της θρησκείας προβλέπει και το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως επίσης και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. 2.Επικρατούσα θρησκεία Στο αντικειμενικό πλαίσιο της νομικής προστασίας της θρησκείας υπάγεται, όπως προαναφέρθηκε, η αρχή της ανεξιθρησκίας και το σύνολο των οργανωτικών κανόνων στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας που σχηματοποιούν ένα θρησκευτικό σύστημα μέσα στο οποίο διαμορφώνονται τα δικαιώματα του θρησκευτικού χώρου και προσδιορίζεται το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας. Διακρίνονται δύο συστήματα, αυτό της επικρατούσας θρησκείας και του απόλυτου διαχωρισμού. 3 Σύμφωνα με το πρώτο, το οποίο ισχύει στην χώρα μας, επικρατούσα θρησκεία είναι εκείνη στην οποία πιστεύει ο μεγαλύτερος αριθμός των πολιτών και αποτελεί ως εκ τούτου επίσημη θρησκεία του κράτους. Το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 3 παρ.1 εδ. α, ως επικρατούσα στην Ελλάδα τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η ρύθμιση αυτή ανάγεται στη «Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» (1821) και αποτελούσε την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχύσαντων Συνταγμάτων, από το 1844 έως το 1952. Τούτο συναρτάται με τον καίριο ρόλο της ορθοδοξίας στην ιστορική πορεία του ελληνισμού, ενώ αποτελεί και σήμερα διαπίστωση πραγματικού γεγονότος, χωρίς βέβαια να στερείται και κανονιστικών συνεπειών. 4 7 Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας στην Ε Αναθεωρητική 3 Αντρέας Δημητρόπουλος,ό.π., σελ 643 4 Κώστας Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα,2006, σελ 278-279

Βουλή δήλωνε ότι «ο όρος επικρατούσα θρησκεία σημαίνει απλώς ότι η ορθόδοξος θρησκεία είναι η θρησκεία ην ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και συμφώνως προς το τυπικόν της οποίας ενεργούνται αι επίσημαι τελεταί, καθορίζονται αι αργίαι κ.λπ.». Με άλλα λόγια, όλες οι εκκλησίες στο σύστημα της επικρατούσας θρησκείας είναι νομικά ισότιμες, πλην όμως η επικρατούσα απολαμβάνει ορισμένων προνομίων ως πρώτη μεταξύ ίσων για λόγους κυρίως ιστορικούς και πρακτικούς (π.χ. ημερολόγιο, επίσημοι εορτασμοί), τελώντας σε ιδιάζουσα σχέση προς το κράτος. Δεν μπορεί όμως να συναχθεί από το άρθρο 3 παρ.1 του Συντάγματος σχετικοποίηση της θρησκευτικής ελευθερίας, διότι από νομική άποψη η επικρατούσα θρησκεία δεν κατέχει ανώτερη θέση σε σύγκριση με τις άλλες αναγνωριζόμενες θρησκείες και άρα δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των θρησκειών. Κάτι τέτοιο θα αναιρούσε την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, και θα μας επανέφερε στο πριν από το Σύνταγμα του 1927 καθεστώς της ανεξιθρησκείας. Ιδίως δεν συνάγεται δυνατότητα προνομιακής μεταχείρισης από το κράτος των πιστών της θρησκείας αυτής και ούτε εγγυάται το Σύνταγμα τη θρησκεία γενικά ή ειδικότερα την Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία ως θεσμό. Σχετικά με την «προνομιακή μεταχείριση», ως πραγματικού και όχι νομικού γεγονότος, της επικρατούσας θρησκείας, αυτή έχει ωστόσο υπό το νέο Σύνταγμα συρρικνωθεί αισθητά σε σχέση με το παρελθόν. Το άρθρο 3 δεν προηγείται πλέον, όπως στα προϊσχύσαντα Συντάγματα, αλλά έπεται των διατάξεων περί της μορφής του πολιτεύματος, ενώ οι ρυθμίσεις για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας παύουν να έχουν παρακολουθηματικό και οιονεί εξαιρετικό χαρακτήρα, είναι πληρέστερες και εντασσόμενες αρμονικά στο όλο σύστημα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, μη υποκείμενες σε εναθεώρηση. 5 3.Θρησκευτική συνείδηση- φορείς δικαιώματος Η θρησκευτική ελευθερία διακρίνεται σε εσωτερική ή ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και εξωτερική ή ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης. Η πρώτη προστατεύεται από το άρθρο 13 παρ.1 Σ και η δεύτερη, ως ελευθερία της λατρείας, από την παρ.2 του ίδιου άρθρου. Πρόκειται για δυο επιμέρους ελευθερίες που συναποτελούν την υποκειμενική πλευρά του κύριου δικαιώματος της θρησκείας. Συγκεκριμένα, θρησκευτική συνείδηση συνιστά η ενδιάθετη πίστη προς οποιοδήποτε δόγμα για την υπόσταση του θείου. 6 Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης. Από μια οπτική γωνία η διάταξη αυτή όμως θα 5 Γιώργος Σωτηρέλης, Θρησκεία και Εκπαίδευση, 1998, σελ 20 6 Αντρέας Δημητρόπουλος, ό.π., σελ 651-653 8

μπορούσε να θεωρηθεί περιττή, καθώς η ελευθερία της συνείδησης με την έννοια της απαγόρευσης διείσδυσης στο «forum internum», στον χώρο δηλ. του ενδιάθετου φρονήματος του ατόμου, προστατεύεται ούτως ή άλλως από την διάταξη 2 παρ1 Συντάγματος για τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου. Βέβαια η προστασία του forum internum καθεαυτή είναι μάλλον περιορισμένης αξίας, διότι σημασία δίνεται τελικά στην εξωτερίκευση και άρα διάδοση και αναπαραγωγή 9 του ενδιάθετου φρονήματος. Όμως η έκφραση και διάδοση στοχασμών βρίσκει αυτοτελές έρεισμα στο άρθρο 14 παρ. 1 Συντάγματος. Επομένως κατά μια άποψη η ρητή κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής ειδικά συνείδησης προσδίδει απλώς έμφαση σε μια πτυχή της γενικότερης αρχής της ελευθερίας της συνείδησης, η οποία απορρέει κυρίως από τα άρθρα 2 παρ 1 και 14 παρ 1 Συντάγματος. 7 Προστασία της θρησκευτικής συνείδησης σημαίνει και προστασία της γενικότερης θρησκευτικής δράσης, του θρησκευτικού λόγου. Με άλλες λέξεις, η γενικότερη ενιαία υποκειμενική θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης lato sensu εμφανίζεται ως δύο μικρότερες εξουσίες, από τις οποίες η πρώτη αφορά το animus και έχει πνευματικό χαρακτήρα και περιεχόμενο (πνευματική θρησκευτική ελευθερία), είναι το θρησκευτικό πιστεύω, η ελευθερία δόγματος. Εδώ περιλαμβάνεται οτιδήποτε αφορά τη διασύνδεση του πιστού και του δόγματος στο οποίο πιστεύει. Περιλαμβάνονται ειδικότερα η ελεύθερη πρόσβαση στη διδασκαλία οποιασδήποτε θρησκείας, η ελευθερία πίστης σε οποιοδήποτε θρησκευτικό δόγμα και η ελευθερία εκδήλωσης με κάθε τρόπο του θρησκευτικού πιστεύω. Ενσαρκώνε- το δικαίωμα επιλογής, διατηρήσεως, αλλαγής ή εγκαταλείψεως μιας συγκεκριμένης θρησκείας, καθώς και της επιλογής ή εγκαταλείψεως της θρησκείας, της θρησκείας ή αθεΐας χωρίς δυσμενείς συνέπειες. Η δεύτερη εξουσία αφορά το corpus, το σύνολο των υλικών θρησκευτικών ενεργειών ( υλική θρησκευτική ελευθερία). Αναγνωρίζεται έτσι το δικαίωμα του ατόμου να δηλώνει ή να αποσιωπά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή την ανυπαρξία τους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στην «επικρατούσα» και τις «γνωστές θρησκείες» έχει σημασία μόνο για την ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας, όχι όμως για την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως. Η ελευθερία αυτή είναι κατ αρχήν απεριόριστη, αν και δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση τήρησης των καθηκόντων προς το κράτος και τους νόμους ( άρθρο 13 παρ.4 Συντάγματος). 8 Φορείς της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και εν γένει του αμυντικού δικαιώματος της θρησκείας είναι τα φυσικά πρόσωπα. Ως αμυντικό το δικαίωμα στη θρησκεία κατοχυρώνεται ως πανανθρώπινο δικαίωμα. Φορείς του δικαιώματος είναι 7 Κώστας Χρυσόγονος, ό.π. σελ 269-270 8 Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα,2012, σελ 451-452

οι ημεδαποί, οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς. Εισαγωγή εξαιρέσεων επιτρέπεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο. Κυρίως στις χώρες με σύστημα επικρατούσας θρησκείας, όπως η ελληνική, η προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας των αλλοδαπών αποκτά μεγαλύτερη ένταση και πρακτική σημασία. Γίνεται δεκτό άλλωστε ότι αντίκειται στο Σ 13 παρ 1 αιτιολογία απόφασης για την απόρριψη αίτησης πολιτογράφησης αλλοδαπού, κατά το μέρος που αναφέρεται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις 9, πράγμα που συνάδει με την ταυτόχρονη κατοχύρωση της θρησκευτικής ισότητας κατά την θέσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας και συνείδησης. Εκτός των φυσικών προσώπων, το δικαίωμα θρησκείας κατοχυρώνεται επίσης υπερ των νομικών προσώπων και των ενώσεων προσώπων μόνο όμως όσον αφορά την εξωτερική θρησκευτική ελευθερία. Μπορεί δηλαδή να είναι φορείς της έκφρασης και εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, όχι όμως φορείς της θρησκευτικής συνείδησης με την εσωτερική της κατεύθυνση. Αναφέρεται στα νπιδ, όπως θρησκευτικές ενώσεις και σωματεία, αλλά και στα νπδδ, όπως στις οργανωμένες εκκλησίες κατά το νομικό αυτό τύπο. 10 4.Θρησκευτική ουδετερότητα κράτους Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και οι επιμέρους αρχές της, όπως η θρησκευτική ισότητα, προϋποθέτουν ότι το κράτος όχι μόνο δεν μπορεί να υποχρεώσει κανέναν να ακολουθεί, ή να μην ακολουθεί, ορισμένο θρήσκευμα ή και αθεϊστικές πεποιθήσεις, αλλά δεν επιτρέπεται ούτε και να επιδιώξει έμμεσα το ίδιο αποτέλεσμα. Τέτοια έμμεση προσβολή υπάρχει όταν ευνοούνται οι οπαδοί ορισμένου θρησκεύματος, ή αντίστροφα οι άθεοι, και διευκολύνεται η διάδοση των σχετικών ιδεών και δοξασιών, πράγμα που κυρίως παρατηρείται μέσα από την εκπαίδευση, και όταν παρεμποδίζεται αντίθετα η διάδοσή τους και οι οπαδοί τους υφίστανται παντοειδείς δυσμενείς έννομες συνέπειες. Με άλλα λόγια, το κράτος οφείλει να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο. Μόνο τότε μπορεί να γίνει λόγος για πραγματική θρησκευτική ελευθερία, ενώ διαφορετικά έχουμε απλώς ανεξιθρησκίαανεκτικότητα του πλουραλισμού θρησκευτικών πεποιθήσεων με παράλληλη προώθηση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας. 11 Πράγματι η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας κατοχυρώνει συγχρόνως την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην αρχή του Συντάγματος, η κρατική ρύθμιση του καθεστώτος της επικρατούσας θρησκείας (άρθρο 3), οι θρησκευτικοί όρκοι του Προέδρου της 9 ΣτΕ 160/1990, ΝοΒ 1991,142 10 Αντρέας Δημητρόπουλος, ό.π., σελ 644-645 11 Κώστας Χρυσόγονος, ό.π. σελ 272 10

Δημοκρατίας και των βουλευτών (άρθρα 33 παρ.2 και 59 παρ.1), η διακήρυξη της υπεροχής των υποχρεώσεων προς το κράτος έναντι των θρησκευτικών πεποιθήσεων( άρθρο 13 παρ 4) και προπάντων η βασική αποστολή του κράτους να παρέχει παιδεία που να αποσκοπεί μεταξύ των άλλων στην «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων»( άρθρο 16 παρ 2) φαίνεται να αποκλείουν μια τέτοια ουδετερότητα. Το Σύνταγμα όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν επιτρέπει στο ελληνικό κράτος να αναπτύσσει αθεϊστική δραστηριότητα και μάλιστα όχι μόνο στα σχολεία αλλά και αλλού. Από τη συνταγματική κατοχύρωση όμως της θρησκευτικής ελευθερίας και την απαγόρευση διακρίσεων βάσει της θρησκείας προκύπτει ότι το κράτος δεν δικαιούται να προγραμματίσει ή να επιτρέψει την καταπολέμηση οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος στα δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία. Το ισχύον Σύνταγμα, σε αντίθεση με το Σύνταγμα του 1952, αρκείται στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως και απαγορεύει τη θρησκευτική προπαγάνδα έναντι των ετερόδοξων ή αλλόθρησκων όχι μόνο με αθέμιτα μέσα (προσηλυτισμό) αλλά εν γένει. Συνεπώς μπορούμε να μιλήσουμε για μια μερική θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους. Η άποψη αυτή ενισχύεται σημαντικά από τη συνταγματική θέσπιση της υποχρεώσεως του κράτους να προστατεύει κάθε θρησκεία και κάθε λατρεία, διασφαλίζοντας έτσι τη θρησκευτική ανεκτικότητα και ειρήνη. 5.Θρησκευτική εκπαίδευση Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας διακρίνεται στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και στην ελευθερία της λατρείας. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, όμως, περιλαμβάνει και τις ελευθερίες του πληροφορείσθαι και του εκπαιδεύεσθαι, που μόνες επιτρέπουν τη σωστή διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης. Η αποδοχή, λοιπόν, θρησκευτικών πληροφοριών και εκπαιδεύσεως, ουδέποτε είναι παράνομη, αλλά αντιθέτως προστατεύεται από την κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει όμως και την ελευθερία αρνήσεως κάθε θρησκευτικής πληροφορήσεως ή εκπαιδεύσεως. 12 Όσον αφορά την ελευθερία της λατρείας, σπουδαίο για την άσκηση κάθε θρησκείας είναι το δικαίωμα θρησκευτικής διδασκαλίας (εκπαιδεύσεως, κηρύγματος, κατηχήσεως, ιεραποστολής, κλπ.). Όταν πρόκειται για κήρυγμα στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής τελετής, εφαρμοστέα είναι η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της λατρείας. Εκτός από το πλαίσιο της λατρείας, το δικαίωμα θρησκευτικής διδασκαλίας υπό την 12 Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π, σελ 453 11

μορφή τόσο της εκπαιδεύσεως οπαδών, όσο και της ιεραποστολής έναντι «απίστων», αποτελεί εκδήλωση της εν γένει ελευθερίας ασκήσεως της θρησκείας. Το δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης θεσπίζεται συνδυαστικά με το άρθρο 13 παρ 1, 16 παρ 2 και με προσανατολισμό του άρθρο 3 παρ 1, ενώ κατοχυρώνεται και με το άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με μια άποψη περιλαμβάνεται στα «μικτά θρησκευτικά δικαιώματα», δηλαδή τα γενικά συνταγματικά δικαιώματα που ασκούνται στον θρησκευτικό χώρο για θρησκευτικούς σκοπούς και εμφανίζονται ως θρησκευτικά δικαιώματα. Η θρησκευτική διδασκαλία μπορεί να γίνεται με όλα τα μέσα, προφορικά ή γραπτά, με διαφημίσεις οιασδήποτε επιτρεπτής μορφής. Μέσω του τύπου ή της ραδιοτηλεόρασης, με ιδιωτικά ή δημόσια μαθήματα, με κλειστές ή υπαίθριες συναθροίσεις. Η ελευθερία της θρησκευτικής εκπαίδευσης εμφανίζεται στην πράξη υπό δύο μορφές. Η μια συνίσταται στο δικαίωμα κατά κύριο λόγο των γονέων, αλλά δευτερευόντως και άλλων προσώπων που είναι υπεύθυνα για την ανατροφή των παιδιών, να τα μεγαλώσουν σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Η άλλη είναι το δικαίωμα των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων ως συνόλου ή και των μεμονωμένων πιστών ορισμένου θρησκεύματος ή δόγματος ατομικώς, να ιδρύουν εκπαιδευτήρια, στο πρόγραμμα των οποίων εντάσσεται και η διδασκαλία των αρχών του οικείου θρησκεύματος ή δόγματος. 13 Το δικαίωμα αυτό ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ασκείται στο πλαίσιο της γενικής νομοθεσίας περί παιδείας. Τα εκπαιδευτήρια αυτά οφείλουν πάντως, βάσει των συνταγματικών διατάξεων περί επικρατούσας θρησκείας και της υποχρεώσεως του κράτους να αναπτύξει την θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων, να παρέχουν θρησκευτική παιδεία. Και τα δύο επιμέρους δικαιώματα αποβλέπουν στην προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης στον χώρο της εκπαίδευσης. 6.Το δικαίωμα των γονέων έναντι του κράτους α) αναγνώριση δικαιώματος γονέων Ειδικό θέμα σημαντικής σπουδαιότητας συνιστά το δικαίωμα θρησκευτικής εκπαίδευσης των ανηλίκων. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε αυτό περιλαμβάνεται το δικαίωμα κατά κύριο λόγο των γονέων να μεγαλώσουν τα ανήλικα τέκνα σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αν και το δικαίωμα συνειδησιακού αυτοκαθορισμού αναγορεύει τα παιδιά-μαθητές σε βασικά υποκείμενα του δικαιώματος της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερη πρακτική σπουδαιότητα 13 Σπύρος Ν. Τρωϊανός, Η θρησκευτική εκπαίδευση στο πλαίσιο του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, Χαριστήριον Γ.Μ. Παπαχατζή, 1989, σελ 285 12

έχει και το συναφές δικαίωμα των γονέων έναντι του κράτους, όταν αυτό εμπλέκεται στον χώρο της εκπαίδευσης. Δικαιολογητικό λόγο αποτελεί το γεγονός ότι τα παιδιά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν την απαιτούμενη συνειδησιακή ωριμότητα ή, ακόμη, δεν επιθυμούν να διαχειριστούν αυτοτελώς τις σχετικές με τη θρησκευτική τους εκπαίδευση αξιώσεις. Το δημιουργούμενο κατά αυτόν τον τρόπο κενό, όσον αφορά στην διεκδίκηση της προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών, καλύπτεται τόσο στην εσωτερική έννομη τάξη, όσο και διεθνώς με την άμεση ή έμμεση αναγώριση ενός δικαιώματος υποκατάστασης των γονέων στη θέση των φυσικών δικαιούχων. Το δικαίωμα ανήκει στην κυριολεξία σε αυτόν που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου. Αυτό προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 1518 παρ1 Αστικού Κώδικα (ΑΚ): «Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό της διαμονής του». Της θρησκευτικής εκπαίδευσης δεν γίνεται στο πιο πάνω άρθρο ρητή μνεία, αλλά έχει επικρατήσει ότι η απαρίθμηση στο κείμενο του νόμου είναι ενδεικτική («ιδίως») και ότι στα επιμέρους θέματα που καλύπτει η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου περιλαμβάνεται γενικότερα ό,τι έχει σχέση με την ανάπτυξη του σώματος και της ψυχικής και ηθικής προσωπικότητας του ανηλίκου. Στο πλαίσιο αυτό οι φορείς της λειτουργίας τη επιμέλειας έχουν την αρμοδιότητα να επιχειρήσουν οποιαδήποτε πράξη, που κατά το εσωτερικό δίκαιο μιας θρησκευτικής κοινότητας είναι αναγκαία για την εισδοχή του ανηλίκου στην κοινότητα αυτή, όπως την επιλογή θρησκείας (βάπτιση κοκ), την τυπική διδασκαλία (ιδιωτική ή δημόσια) αλλά και την εν γένει ανατροφή του ανηλίκου. Αυτοί που έχουν την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου είναι εκείνοι που ασκούν τη γονική μέριμνα, δηλαδή κατά κανόνα οι γονείς (ΑΚ 1510) με εξαιρέσεις που προβλέπονται στον ΑΚ. Το δικαίωμα λοιπόν της θρησκευτικής εκπαίδευσης των ανηλίκων που είναι συγχρόνως και καθήκον, αποτελεί σπουδαίο μέρος της γονικής μέριμνας και πρέπει να προσανατολίζεται με γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου (ΑΚ 1511) που υπερισχύει έναντι του λειτουργικού δικαιώματος των γονέων. Η εναλλακτική άποψη, που θα αναλυθεί παρακάτω, σχετικά με το ότι θα ήταν θεωρητικά ορθότερο, όσο το παιδί είναι ανήλικο, να αφήνεται σε μια κατάσταση θρησκευτικής ουδετερότητας για να αποφασίσει ανεπηρέαστα τους προσανατολισμούς του, όταν ωριμάσει και ενηλικιωθεί, καταρρίπτεται αρχικά με τον ισχυρισμό ότι είναι εξωπραγματική και ότι με την υπεραπλούστευση που επιχειρεί γίνεται επικίνδυνα μονόπλευρη, γιατί το παιδί αναπόφευκτα θα δεχτεί τις θρησκευτικές επιδράσεις του περιβάλλοντος του, ενώ παράλληλα θεωρείται ότι θα ήταν ανεδαφικό να υποστηριχθεί πως ο συντακτικός νομοθέτης στο άρθρο 16 παρ 2 13

είχε κυρίως υπόψη του βαθμίδες της εκπαίδευσης που βαίνουν και πέρα από την ανηλικότητα ή πέρα από ένα ελάχιστο όριο πνευματικής ωριμότητας. 14 Η θρησκευτική μόρφωση αναφέρεται μόνο σε ανηλίκους και καθορίζεται από τους γονείς. Με την ενηλικίωσή του το άτομο μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα εγκαταλείψεως ή αλλαγής της θρησκείας που επέλεξαν οι γονείς του. 15 Με την απόκτηση δηλαδή της στοιχειώδους ωριμότητας λήγει η περίοδος ισχύος του δικαιώματος των γονέων, παύει η σχετικότητα του δικαιώματος αυτοκαθορισμού των παιδιών και είναι σε θέση αυτό να επιλέξει θρησκεία ή θρησκευτική πεποίθηση, ανεξάρτητα από αυτές που του έχουν εμφυσήσει οι γονείς του. Σύμφωνα με σύγχρονη άποψη, η λύση της υποκατάστασης του δικαιώματος του ανηλίκου από αυτό των γονέων αποτελεί λύση κατ οικονομίαν, ενίοτε και λύση «αναγκαίου κακού». Και αυτό γιατί συχνά οι ίδιοι οι γονείς λειτουργούν ως εστία διακινδύνευσης της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης, θέτοντας εν αμφιβολία τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού των τέκνων τους. Μια τέτοια αντιμετώπιση οφείλεται στην επιθυμία των πολλών γονέων να αποτελεί η συνείδηση των παιδιών τους προέκταση και συνέχεια της δικής τους. Κατά συνέπεια πρόκειται για τη λύση του «μη χείρονος», για μια ισορροπιστική επιλογή, για μια στάθμιση μεταξύ των κινδύνων του κρατικού και οικογενειακού πατερναλισμού. 16 β). Δικαίωμα απαλλαγής από θρησκευτική εκπαίδευση Ζητήματα μπορεί να προκύψουν από τη συνταγματική πρόβλεψη της κρατικής υποχρεώσεως («βασικής αποστολής του κράτους») να παρέχει «παιδεία», που έχει σκοπό μεταξύ άλλων και την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων. Η εκπλήρωση της κρατικής αυτής υποχρέωσης μπορεί ενδεχομένως να έρθει σε σύγκρουση με το δικαίωμα των γονέων να ορίζουν τη θρησκευτική εκπαίδευση και αγωγή των ανήλικων τέκνων τους, το οποίο ανήκει στο ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά την κρατούσα πάντοτε άποψη. Για το λόγο αυτό το Σύνταγμα επιβάλλει μια αρνητική προστασία της θρησκευτικής συνείδησης των μη ορθόδοξων μαθητών από την κρατική εκπαίδευση. Η διεκδίκηση δε αυτής της προστασίας επαφίεται στους γονείς τους, στους οποίους αναγνωρίζεται ο πρώτος λόγος για τη θρησκευτική τους διαπαιδαγώγηση. Οι αρμοδιότητες, με άλλα λόγια αυτού που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου δεν περιορίζεται στις ενέργειες που αποσκοπούν στην ένταξή του σε μια θρησκευτική κοινότητα, στη μετάδοση των αναγκαίων γνώσεων γύρω από τη δογματική διδασκαλία της αντίστοιχης θρησκείας και γενικότερα στην ανατροφή του σύμφωνα με τις ηθικές επιταγές της θρησκείας 14 Σπύρος Ν. Τρωϊανός, ό.π., σελ 285-287 15 Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ 455 16 Γ.Σωτηρέλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση, σελ 283-285 14

αυτής. Περιλαμβάνουν ακόμα και την υποχρέωση προς απόκρουση κάθε αντίθετης ενέργειας, ενέργειας αντίρροπης προς τον κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό που θέλει να μεταδώσει στο παιδί. Συγκεκριμένα, δικαιούται αλλά και υποχρεούται να αξιώσει να μην παρακολουθεί το παιδί θρησκευτική διδασκαλία διαφορετική από εκείνη που ανατρέφεται και γενικότερα να απέχει, χωρίς αυτό να έχει οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες, όπως αποκλεισμό από εξετάσεις λόγω απουσιών, από εκδηλώσεις με άμεσο ή έμμεσο θρησκευτικό προσανατολισμό διαφορετικό από τον δικό του, όπως είναι για τους ετερόδοξους ή αλλόθρησκους μαθητές ο υποχρεωτικός σχολικός εκκλησιασμός σε ναό της επικρατούσας θρησκείας ή η σχολική προσευχή. Στο σημείο αυτό όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε αυτό το ατομικό δικαίωμα που έχει ως περιεχόμενο την παράλειψη μιας ορισμένης ενέργειας να μην ερμηνευθεί κατά τέτοιον τρόπο που θα το μετατρέψει σε γενική αξίωση απέναντι όλων των συμμαθητών του ανηλίκου με περιεχόμενο την αποχή τους από τη συγκεκριμένη ενέργεια, π.χ την προσευχή, προκειμένου να μην καταστεί ο ετερόδοξος μαθητής αντικείμενο ειρωνικών ή άλλων δυσμενών σχολίων. Γενικά αν προκύπτει οποιασδήποτε μορφής σύγκρουση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας των κατ ιδίαν μελών μιας κοινότητας, πρέπει να αίρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση εν όψει του ειδικού χαρακτήρα της κοινότητας. 17 Συμπερασματικά, η υποχρέωση του κράτους να παρέχει παιδεία προς ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών δε μπορεί να νοηθεί ως ανταγωνιζόμενη την ελευθερία των γονέων να αποφασίζουν αν και ποια θρησκευτική εκπαίδευση θα δώσουν στο παιδί τους. Έτσι υπάρχει δυνατότητα εξαίρεσης από τη θρησκευτική διδασκαλία με προϋπόθεση τη γραπτή δήλωση των γονέων από την οποία προκύπτει πως ούτε οι ίδιοι, ούτε τα παιδιά τους ακολουθούν το αυτό δόγμα. γ) αναγνώριση δικαιώματος γονέων σε διεθνή κείμενα Το προαναφερθέν δικαίωμα των γονέων θεμελιώνεται νομικά πέραν των ελληνικών δικαίων και σε διεθνή κείμενα, με τα οποία κατοχυρώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες. Ειδικότερα, το άρθρο 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης δικαιωμάτων ανθρώπου, που εκδόθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10.12.1948, ορίζει ότι «οι γονείς έχουν, κατά προτεραιότητα, το δικαίωμα να επιλέγουν το είδος της παιδείας που θα δοθεί στα παιδιά τους». Ανάλογο περιεχόμενο έχει και το άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ : «Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως 17 Σπύρος Ν.Τρωϊανός, ό.π., σελ 293 15

εξασφαλιζώσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις». Επιπρόσθετα, πολύ λεπτομερέστερη και αξιοσημείωτη είναι η ρύθμιση του άρθρου 5 της Διακηρύξεως της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών της 25 Νοεμβρίου 1981 «για την απάλειψη κάθε μορφής μισαλλοδοξίας και διακρίσεων προερχόμενων από τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις». Τέλος, το δικαίωμα των γονέων υπογραμμίζεται και στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που λήφθηκε στη συνεδρίαση της 14 Μαρτίου 1984 κατά πλειοψηφία. Τα παραπάνω κείμενα έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα και αποτελούν σύμφωνα με το Σ 28 παρ 1 αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. 7. Η κύρια διαπαιδαγώγηση: Το μάθημα των θρησκευτικών Το µάθηµα των θρησκευτικών, η προσευχή και ο εκκλησιασµός αποτελούν τους τρόπους µε τους οποίους πραγµατοποιείται η θρησκευτική εκπαίδευση των ανηλίκων τέκνων. Κυρίως βέβαια το µάθηµα των θρησκευτικών είναι εκείνο το οποίο διαµορφώνει τη θρησκευτική συνείδηση των Ελληνοπαίδων όπως αυτό έχει καθοριστεί στο Ν. 1566 / 1985 ο οποίος θέτει τους στόχους της πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης. Με το Νόµο αυτόν ο κοινός νοµοθέτης ταυτίζει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης µε την επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Πιο αναλυτικά όσον αφορά το νηπιαγωγείο απουσιάζει κάθε άµεση ή έµµεση αναφορά στη θρησκευτική αγωγή ενώ στο δηµοτικό η αναφορά είναι µάλλον γενική και ουδέτερη αφού ορίζεται ότι οι µαθητές πρέπει «να εξοικειώνονται βαθµιαία µε τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες και να τις οργανώνουν σε σύστηµα αξιών». Εξίσου ουδέτερη είναι και η εξειδίκευση της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης για το Γυμνάσιο, καθώς στο Λύκειο είναι μεγαλύτερη η εννοιολογική φόρτιση της σχετικής διατύπωσης, εφόσον συμπεριλαμβάνει μεταξύ των σκοπών του το «να βοηθεί τους μαθητές να συνειδητοποιούν τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες». Τέλος, ο χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι απόλυτα ουδέτερος θρησκευτικά και η νομοθετική αντιμετώπισή του είναι τελείως διαφορετική από εκείνη των άλλων βαθμίδων σχετικά με την ένταση της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης στη στοχοθεσία της. 18 18 Γιώργος Σωτηρέλης, Θρησκεία και Εκπαίδευση, 1998 σελ 37-39 16

α) Σκοπός Τόσο στο επίπεδο του νομοθετικού πλαισίου και της διοικητικής πρακτικής, όσο και στο επίπεδο της θεωρίας και της νομολογίας έχει διαμορφωθεί μια κρατούσα άποψη, κατά την οποία η υποχρεωτική και κατηχητική διαπαιδαγώγηση των μαθητών σύμφωνα με τα δόγματα της επικρατούσας θρησκείας βρίσκει έρεισμα σε συνταγματικές επιταγές, ιδίως στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ 1 και 16 παρ 2 Συντάγματος, όπως και στο άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ. Ο συλλογισμός της κρατούσας άποψης είναι ότι, εφόσον στο Σύνταγμα καθιερώνεται «επικρατούσα θρησκεία», η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» δεν μπορεί παρά να γίνεται σύμφωνα με τα δόγματα αυτής της θρησκείας, με σκοπό την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών έχει με βάση τις διατάξεις της κοινής νομοθεσίας κατηχητικό-μονοφωνικό χαρακτήρα, ο οποίος αποτέλεσε μέχρι σήμερα σταθερή επιλογή της σύνολης θρησκευτικής εκπαίδευσης. Σκοπός είναι μέσω ειδικά διαμορφωμένης ύλης και μεθοδολογίας να καταστήσει τους μαθητές κοινωνούς των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Αυτός ο χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών προκύπτει με σαφήνεια τόσο από την γενική εξαγγελία και την επί μέρους διατύπωση του σκοπού του, κατά τάξη και κατά βαθμίδα εκπαίδευσης όσο και από την συγκεκριμένη εξειδίκευση της διδακτέας ύλης στα σχολικά εγχειρίδια. Σε γενικές γραμμές τα σχολικά βιβλία βρίθουν από τις πάγιες θεοκρατικές αντιλήψεις της επίσημης θρησκείας. Όχι μόνο δεν αποβλέπουν στην θρησκευτική αγωγή με πολύπλευρη ενημέρωση, αλλά προχωρούν και σε μια λογική χειραγώγησης και δογματικής επιβολής. Αναφορικά με όλα τα ισχύσαντα και ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα, τα οποία ορίζονται με ειδικά προεδρικά διατάγματα, νόμους και εγκυκλίους, το μάθημα απευθύνεται στους μαθητές σαν δεδομένους υπό εκκόλαψη πιστούς και κατ επέκταση σαν υπόχρεους σε μια προκαθορισμένη και διατεταγμένη διάπλαση της θρησκευτικής τους συνείδησης, που πολύ απέχει βέβαια από την κριτική σκέψη και ελεύθερη επιλογή. 19 Στο ίδιο πνεύμα αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας έκριναν ότι σκοπός της παρεχόμενης στα σχολεία παιδείας είναι και η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, στην οποία κατά τεκμήριο αποβλέπουν οι γονείς τους. 20 Αναγκαία στο σημείο αυτό η διευκρίνιση του χειραγωγικού- μονοφωνικού και κατηχητικού χαρακτήρα της θρησκευτικής εκπαίδευσης που υιοθετείται στην ελληνική έννομη τάξη. Είναι εν πρώτοις μονοφωνική, διότι εστιάζεται κατά κύριο λόγο στα δόγματα, τις διδασκαλίες και την ηθική της «επικρατούσας 19 Γιώργος Σωτηρέλης, ό.π., σελ 48-49 20 Κώστας Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ275-276 17

θρησκείας» και είναι κατηχητική, γιατί δεν αποβλέπει στη μετάδοση θρησκευτικών γνώσεων αλλά στην δογματική επιβολή πίστης σε ένα προκαθορισμένο σύστημα δογματικών αρχών. Η ως άνω ιδιοσυγκρασία της θρησκευτικής εκπαίδευσης έχει μείνει αναλλοίωτη και υπό το ισχύον Σύνταγμα, παρά το ότι η σχετική διάταξη έχει τροποποιηθεί ριζικά σε σχέση με το παρελθόν. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι εγκαταλείφθηκε η παλαιότερη ρητή διασύνδεση της θρησκευτικής εκπαίδευσης με τις «ιδεολογικές κατευθύνσεις του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και επιλέχθηκε μια ουδέτερη διατύπωση που περιλαμβάνει απλώς μεταξύ των σκοπών της εκπαίδευσης, την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», αυτή εξακολουθεί να στηρίζεται σε ένα πρότυπο που αποτελεί πλέον δογματικό αναχρονισμό σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο σε ορισμένες νεότερες ρυθμίσεις 21 συναντάται προσπάθεια σχετικοποίησης του έντονου κατηχητισμού και της μονόπλευρης διδασκαλίας, ακόμη όμως και εδώ κριτήριο για τον χαρακτήρα της παρεχόμενης θρησκευτικής αγωγής συνιστά το συγκεκριμένο περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων και οι διδακτικές κατευθύνσεις. β) υποχρεωτικότητα μαθήματος Συμπέρασμα της κρατούσας άποψης για τον κατηχητικό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών είναι η υποχρεωτικότητα της διδασκαλίας και της παρακολούθησης του μαθήματος από τους χριστιανούς ορθόδοξους μαθητές, ενώ η απαλλαγή από αυτό προϋποθέτει αξιόπιστη δήλωση των μαθητών ή των γονέων τους ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι ή εν πάση περιπτώση ότι δεν επιθυμούν να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών. Η κατηχητική θρησκευτική εκπαίδευση εμφανίζεται για όλους τους μαθητές ως απαρέγκλιτη συνταγματική επιταγή με διττή και συνδυαστική θεμελίωση (επικρατούσα θρησκεία και θρησκευτική ελευθερία) και με κοινό εν τέλει παρονομαστή τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων γονέων. Η πολιτεία οφείλει μάλιστα να εξασφαλίζει τη διδασκαλία του μαθήματος «επι ικανόν αριθμόν διδακτικών ωρών εβδομαδιαίως», ώστε ο περιορισμός του σε μια ώρα εβδομαδιαίως να μην αποτελεί «ικανόν αριθμόν ωρών», σύμφωνα με σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 2176/1998( ΣΤ Τμ.), η οποία αποτελεί ευθεία προέκταση της απόφασης ΣτΕ 3356/1995 ( ΣΤ Τμ.). 8. Εναλλακτική προσέγγιση- κριτική Αφορμή για την παράθεση μιας εναλλακτικής προσέγγισης των σχέσεων θρησκείας και εκπαίδευσης δίνει ο επικρατών κατά την κρατούσα γνώμη κατηχητικός 21 Π.Δ. 479/1985, ΦΕΚ, Α,170/7.10.1985 18

χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος. Αυτός ο χαρακτήρας, σύμφωνα με αντίθετες απόψεις, αποτελεί στρέβλωση της βούλησης του ιστορικού συνταγματικού νομοθέτη και του γενικότερου πνεύματος που διέπει το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Αυτοί θέτουν ως πρωταρχική και απαρέγκλιτη προϋπόθεση την ελευθερία της διαμόρφωσης και έκθεσης ιδεών, η οποία απορρέει από την θεμελιώδη συνταγματική επιταγή για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Η ελευθερία της θρησκευτικής εκπαίδευσης αποτελεί, λοιπόν, τον πυρήνα της εναλλακτικής ερμηνευτικής προσέγγισης των ισχυόντων συνταγματικών και συμβατικών δεδομένων. Ορίζεται δε ως ελευθερία που κατοχυρώνει στο χώρο του σχολείου την πολλαπλότητα εν ευρεία εννοία θρησκευτικών ιδεών, θεμελιώνοντας, ειδικότερα, συγκεκριμένες και διακεκριμένες αξιώσεις για αποχή των εκπαιδευτικών μηχανισμών του κράτους από κάθε προσπάθεια μονόπλευρης και δογματικής επιβολής μιας συγκεκριμένης στάσης απέναντι στο «θείο». 22 Είναι δηλαδή η διαφορετική αυτή θεώρηση της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης νοητή μόνο σε συνάρτηση με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας που εξειδικεύεται με τον συνειδησιακό αυτοκαθορισμό και συνεπάγεται οπωσδήποτε την πολλαπλότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, απαλλαγμένη από δογματικό διαποτισμό. Το αίτημα αυτό μπορεί να πραγματωθεί μέσω της κρατικής διαπαιδαγώγησης. Έτσι οι αντίθετες απόψεις υποστηρίζουν ότι το Σύνταγμα (άρθρο 13 παρ 1, 16 παρ 2) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου( άρθρο 9) επιβάλλουν δύο διαφορετικά πρότυπα θρησκευτικής εκπαίδευσης. Κατά το πρώτο, το θρησκειολογικό πρότυπο, απαιτείται απλή θρησκειολογική ενημέρωση, ώστε ο μαθητής να γνωρίσει αντικειμενικά, σφαιρικά, ουδέτερα και απροκατάληπτα όλες ή τις κυριότερες θρησκείες ή δόγματα, ή και αθεϊστικές κοσμοθεωρίες προκειμένου να επιλέξει ο ίδιος ποιά θα ακολουθήσει, να ασκήσει το δικαίωμα αυτοκαθορισμού της θρησκευτικής συνείδησης του. Μια εκπαίδευση δηλαδή που εξειδικεύει την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» ως σφαιρική, επιστημονικά τεκμηριωμένη και ιδεολογικά ουδέτερη ενημέρωση των μαθητών για τις διάφορες πλευρές του θρησκευτικού φαινομένου, με ιδιαίτερη εξειδίκευση πάντως στη διδασκαλία των αρχών του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Διασφαλίζεται μέσω αυτού του προτύπου ένα minimum πολυφωνικής ενημέρωσης για όλα τα θρησκεύματα. Ένα πλεονέκτημα της θρησκειολογικής εκπαίδευσης είναι το γεγονός ότι μια τέτοια εκπαίδευση φαίνεται να συνδυάζει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την συνταγματική πρόβλεψη για «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» (16 παρ. 2 Συντάγματος) στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, με την επίσης συνταγματική και μάλιστα θεμελιώδη (άρθρο 110 22 Σωτηρέλης Γεώργιος, Θρησκεία και εκπαίδευση, σελ: 213 19

Συντάγματος)- επιταγή για «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας» (άρθρο 5 παρ. 1 Συντάγματος) και για το «απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης» (άρθρο 13 παρ. 1 Συντάγματος), που εξειδικεύονται με επιμέρους επιταγές του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε συνδυασμό και με την επιδίωξη της «διάπλασης ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών» (άρθρο 16 παρ. 2 Συντάγματος). Παράλληλα δε η θρησκειολογική εκπαίδευση, με τις ιδιαιτερότητες που μόλις περιγράφηκαν, δεν είναι διόλου ασυμβίβαστη με την διάταξη του άρθρου 3 του Συντάγματος, αφού μπορεί να. διασφαλίζει στον χώρο του σχολείου αφ ενός την σφαιρική και ολόπλευρη αλλά αντικειμενική και ουδέτερη, δηλαδή επιστημονικήενημέρωση για τα δόγματα και τις διδασκαλίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αφ ετέρου την απόδοση σε αυτήν ιδιαίτερης τιμής και σεβασμού. Ένα δεύτερο πλεονέκτημα της θρησκειολογικής εκπαίδευσης είναι η πλήρης αντιστοίχηση της με όλες τις δυνατές προδιαγραφές μιας ελεύθερης και σύγχρονης παιδείας. Το δεύτερο πρότυπο είναι το λεγόμενο προαιρετικό, που συμβολίζει την παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης σε προαιρετική βάση. Ειδικότερα σημαίνει την προαιρετικότητα συμμετοχής στη βασιζόμενη στην Ορθοδοξία κρατική θρησκευτική εκπαίδευση, με την παράλληλη επιλογή μιας διαζευκτικής-εναλλακτικής. Οριοθετούνται δύο απαραίτητες προϋποθέσεις. Αρχικά η εξάλειψη δογματισμού στην θρησκευτική διδασκαλία, η οποία δεν μπορεί να είναι μια νησίδα δογματισμού και πλύσης εγκεφάλου σε μια πολυφωνική κατά τα άλλα εκπαίδευση και δεν μπορεί έτσι να αποβλέπει ούτε στην ιδεολογική μεταφύτευση ενός κλειστού συστήματος ιδεών ούτε αντίθετα στη συκοφάντηση άλλων δοξασιών. Επίσης απαιτείται η συμμετοχή σε αυτήν μόνο εκείνων από τους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας που όντως την επιθυμούν, κανείς δηλαδή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, ούτε γονέας, ούτε μαθητής εφ όσον έχει μια στοιχειώδη ωριμότητα- ούτε δάσκαλος, δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν παραβίαση της ελευθερίας της θρησκευτικής εκπαίδευσης ή των άλλων δικαιωμάτων ελεύθερης πνευματικής κίνησης. Προαιρετικός είναι λοιπόν και ο εκκλησιασμός και η προσευχή, κατά το προαιρετικό πρότυπο. Το μειονέκτημα βεβαίως συνίσταται στην διατήρηση του κατά βάση μονοφωνικού χαρακτήρα της θρησκευτικής αγωγής. Και τα δύο πρότυπα περιέχουν διττή δέσμευση: αφ ενός τη διαμόρφωση θρησκευτικών πεποιθήσεων και αφ ετέρου κάποιον ιδιαίτερο σεβασμό- προσανατολισμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως την επικρατούσα θρησκεία. 23 Προς την κατεύθυνση αυτή φαίνεται να (μετα)στρέφεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεχόμενο (σε γνωμοδοτικό πάντως σχηματισμό) ότι ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια να 23 Γιώργος Σωτηρέλης, Θρησκεία και Εκπαίδευση, σελ 330επ. 20

επιλέξει είτε το κατηχητικό είτε το θρησκειολογικό πρότυπο και ότι το τελευταίο ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ 1, 13 παρ 1 και 16 παρ 2 Συντάγματος. Προστίθεται μάλιστα ότι εάν επιλεγεί στο μέλλον αυτό το πρότυπο δεν θα δικαιολογείται η προβολή λόγων συνείδησης για την απαλλαγή από τη διδασκαλία ή την παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών. 24 Στο σημείο αυτό παρατίθενται ορισμένες περαιτέρω παρατηρήσεις ως κριτική προς τον κατηχητισμό, την υποχρεωτικότητα του μαθήματος και την υποκατάσταση του δικαιώματος του αυτοκαθορισμού των ανηλίκων από το δικαίωμα των γονέων να καθορίζουν τη θρησκευτική αγωγή των τέκνων τους, όπως αναλύθηκαν παραπάνω. Πρώτο, από το γεγονός ότι οι γονείς είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία Χριστιανοί Ορθόδοξοι δε μπορεί να συναχθεί αυτόματα αμάχητο τεκμήριο για το είδος θρησκευτικής εκπαίδευσης (κατηχητική-μονοφωνική ή αντίθετα θρησκειολογική) που επιθυμούν να δοθεί στα παιδιά τους. Αν υπάρχει κάποιος τρόπος να εκφραστούν σχετικά οι γονείς, ως ολότητα, αυτός είναι οι συνταγματικά κατοχυρωμένες δημοκρατικές διαδικασίες και άρα οι νόμοι. Όμως το άρθρο 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και η συνταγματική προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης δεν αφορούν μόνο την ολότητα αλλά και τον κάθε γονέα ξεχωριστά. Αν λοιπόν κάποιοι από αυτούς αρνούνται την παρεχόμενη από το σχολείο θρησκευτική εκπαίδευση, η επιλογή αυτή θα έπρεπε να γίνει σεβαστή από την κρατική εξουσία, με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης και χωρίς να τίθεται θέμα απόδειξής τους. Δεύτερο, το άρθρο 16 παρ 2 Συντάγματος αρκείται σε μια γενική στοχοθεσία, αφήνοντας τον καθορισμό των μέσων στον κοινό νομοθέτη. Η δέσμευση του τελευταίου εξαντλείται στην καταρχήν πρόβλεψη της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, όχι όμως αναγκαστικά σε όλες τις τάξεις, ούτε για προκαθορισμένο αριθμό ωρών ή με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Τρίτο, φορείς του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας είναι και οι ίδιοι οι μαθητές και μάλιστα μπορούν, από ένα σημείο ωρίμασης και έπειτα να το ασκήσουν αυτοπροσώπως. 25 Συγκεκριμένα, η ελευθερία θρησκευτικής εκπαίδευσης είναι πρώτα και πάνω απ όλα ελευθερία των μαθητών ακόμη και αν για αντικειμενικούς λόγους οι αξιώσεις που πηγάζουν από αυτήν δεν ασκούνται από τους ίδιους, αλλά από τα πρόσωπα που έχουν την επιμέλεια τους. Με άλλους λόγους, από την ελευθερία θρησκευτικής εκπαίδευσης απορρέει το δικαίωμα αυτοκαθορισμού της υπό διαμόρφωση συνείδησης των μαθητών, ασχέτως αν για λόγους αποτελεσματικότερης 24 ΣτΕ ΠΕ 347/2002, ΔτΑ 2003, 623 25 Κώστας Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ276-277 21

προστασίας το δικαίωμα αυτό διαμεσολαβείται από το αντίστοιχο των γονέων. Τα παιδιά δεν αποτελούν ούτε ευθεία προέκταση της προσωπικότητας των γονέων τους ούτε παθητικά φερέφωνα της όποιας κρατικής ιδεολογίας. 26 Συμπερασματικά μπορούμε να σημειώσουμε πως ούτε το Σύνταγμα ούτε η ΕΣΔΑ επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο πρότυπο θρησκευτικής εκπαίδευσης. Απλώς θέτουν ακραία όρια, όπως αφενός η αποφυγή του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας και αφετέρου η υποχρέωση να δοθεί αυξημένη πάντως έμφαση στα δόγματα της επικρατούσας θρησκείας. Μέσα στα πλαίσια αυτά ο νομοθέτης μπορεί να επιλέξει ένα πρότυπο κατά βάση μονοφωνικό, όπως το ισχύον, ή αντίθετα θρησκειολογικό και να προβλέψει τη διδασκαλία των θρησκευτικών σε όλες ή σε ορισμένες μόνο τάξεις, για μία ή περισσότερες ώρες. Σε κάθε περίπτωση υφίσταται, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικής διάταξης στην κοινή νομοθεσία, συνταγματικό δικαίωμα καθενός, αδιακρίτως θρησκευτικών πεποιθήσεων, για απαλλαγή από τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Άλλωστε η θρησκευτική καλλιέργεια στα περισσότερα συστήματα αντιμετωπίζεται ως παράμετρος μιας ευρύτερης κοσμοθεωρητικής ενημέρωσης που εξοικειώνει τους μαθητές με τις αρχές μιας ανοικτής και πλουραλιστικής κοινωνίας. 9. Περιορισμοί στην θρησκευτική ελευθερία Η θρησκευτική ελευθερία υπόκειται σε περιορισμούς, που προκύπτουν από την άσκηση του δικαιώματος στους μερικότερους χώρους των διαφόρων θεσμών και εννόμων σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Οι περιορισμοί αυτοί είτε αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα είτε συνάγονται από τη συστηματική ερμηνεία. Σε κάθε περίπτωση οι περιορισμοί αυτοί θεμελιώνονται πάντοτε στις συνταγματικές διατάξεις, είναι συνταγματικοί περιορισμοί. Οι μη ρητά αναφερόμενοι στο Σύνταγμα περιορισμοί είτε ρυθμίζονται παραπέρα με διατάξεις του κοινού δικαίου είτε όχι- οφείλουν να υπακούουν στην βασική αρχή του αιτιώδους των περιορισμών. Ανεκτοί είναι μόνο οι περιορισμοί που συνδέονται με δεσμό αιτιώδους συνάφειας και κατά το μέτρο που επιβάλλονται από αυτόν. Άλλωστε, κανένα συνταγματικό δικαίωμα δεν κατοχυρώνεται μόνο του στο Σύνταγμα, αλλά αντίθετα προστατεύεται μαζί με τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα και θεσμούς, με αποτέλεσμα να μπορεί να περιορισθεί στο πλαίσιο της θεσμικής του προσαρμογής υπό την παραπάνω προϋπόθεση της αιτιώδους συνάφειας. 27 22 Η άσκηση μάλιστα της θρησκευτικής ελευθερίας, ως μερικότερη έκφραση της ανάπτυξης της προσωπικότητας, είναι ελεύθερη, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 26 Γιώργος Σωτηρέλης, Θρησκεία και Εκπαίδευση, σελ 266 27 Αντρέας Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, 2008, σελ 581,657

Συγκεκριμένα, η ερμηνεία των περιορισμών της θρησκευτικής ελευθερίας προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από τα υποκείμενά της στον χώρο της εκπαίδευσης, δηλαδή από τους αποδέκτες της, τους μαθητές, και από τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς. Στην πρώτη περίπτωση οι λύσεις εντοπίζονται κυρίως στην αρνητική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας των μη ορθόδοξων μαθητών και των γονέων τους, με τη δυνατότητα εξαίρεσης από το μάθημα των θρησκευτικών, διότι αλλιώς θα αντέβαινε προς την εν λόγω ελευθερία η υποχρεωτική συμμετοχή, πράγμα που αναλύθηκε παραπάνω. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τους μη ορθόδοξους διδάσκοντες ή «αντιφρονούντες» προς τις κατηχητικές υποχρεώσεις του εκπαιδευτικού τους έργου. 10. Οι «αντιφρονούντες» εκπαιδευτικοί Η απαγόρευση προσηλυτισμού και προσβολής της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών συνιστούν τους ρητούς συνταγματικούς περιορισμούς στην άσκηση θρησκευτικής ελευθερίας στην παρ 2 του άρθρου 13. Εκτός αυτών το Σύνταγμα θέτει έναν ακόμη περιορισμό με την παρ 4 του ίδιου άρθρου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος και τον σεβασμό στους νόμους ανεξάρτητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων, πράγμα που αποτελεί αυτονόητο στοιχείο της κρατικά οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Κατά το Σύνταγμα το καθήκον του πολίτη προηγείται και επιβάλλεται, έστω και αν συγκρούεται με τις θρησκευτικές του ιδεολογίες. Η κατοχύρωση λοιπόν της θρησκευτικής ελευθερίας έχει ως συνέπεια ότι αποκλείει κατ αρχήν την κατάληψη δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων με κριτήριο τη θρησκεία που πρεσβεύει το άτομο, κανόνας που προκύπτει και από το άρθρο 4 παρ 4 του Συντάγματος αλλά και από το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας ( 13 παρ 1). Ο κανόνας αυτός εντούτοις δεν είναι ανεξαίρετος. Παρέκκλιση υπάρχει αναγκαστικά όταν η φύση της δημόσιας θέσης επιβάλλει να πρεσβεύει ορισμένο θρήσκευμα εκείνος που την καταλαμβάνει. 28 Το ζήτημα του διορισμού μη ορθόδοξων εκπαιδευτικών δεν υπήρξε έως πρόσφατα αντικείμενο ειδικής νομοθετικής ρύθμισης. Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, όμως, αρνείται κατά κανόνα να διορίσει στα σχολεία μη ορθόδοξους εκπαιδευτικούς, όχι μόνο για το μάθημα θρησκευτικών αλλά και για όλες τις θέσεις δασκάλων και νηπιαγωγών, συνήθως δε με ελαφρά κυμαινόμενη κατά καιρούς πρακτική και καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης. Βασικό σημείο της επιχειρηματολογίας, στην οποία στηρίζεται αυτή η αντιμετώπιση, αποτελεί η εύλογη ανάγκη υποχώρησης της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της θρησκευτικής 28 Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, 2001, σελ564-565 23