Προλεγόμενα Στις 9 Μαΐου 1945 η Βέρμαχτ εξέδιδε την τελευταία της αναφορά: «Από τα μεσάνυχτα σίγησαν σε όλα τα μέτωπα τα όπλα. [ ] Η Βέρμαχτ διακόπτει τον αγώνα, που έχει πλέον καταστεί μάταιος» 1. Η ανακοίνωση αυτή έθετε οριστικό τέλος στο πιο καταλυτικό ίσως γεγονός του 20ού αιώνα, τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Η ανθρωπότητα μπορούσε πλέον να ανασάνει με ανακούφιση, να κατανοήσει το μέγεθος της φρίκης που είχε προκαλέσει η ιδεολογία του μίσους, και κυρίως να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει πως κάτι παρόμοιο δεν επρόκειτο να ξανασυμβεί. Ενώ όμως τελείωναν οι πολεμικές εχθροπραξίες, ένας άλλος πόλεμος ξεκινούσε: ο πόλεμος για την απόδοση ευθυνών και κυρίως για την υλική και ηθική ικανοποίηση των θυμάτων, την επανόρθωση των απωλειών και των τεράστιων καταστροφών. Τα ζητήματα των επανορθώσεων και των αποζημιώσεων καθώς και της ποινικής δίωξης των εγκληματιών πολέμου απασχόλησαν έντονα τους Συμμάχους ήδη πριν από τη λήξη του πολέμου, καθώς ήταν απαραίτητο να καθοριστεί το ειδικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιτυγχανόταν η δικαίωση των νικητών, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η Ελλάδα, που είχε υποστεί μια εξαιρετικά σκληρή τριπλή κατοχή. Ο πόλεμος άφηνε την ήδη αδύναμη χώρα σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Οι κατακτητές είχαν διεξαγάγει ευρύτατες αγριότητες εναντίον του πληθυσμού, είχαν αποψιλώσει τη χώρα από τον παραγωγικό της πλούτο και είχαν καταφέρει εξαιρετικά μεγάλες καταστροφές στις υποδομές. Ο πληθυσμός βρισκόταν σε πραγματική εξαθλίωση, έχοντας περάσει τέσσερα οδυνηρά χρόνια, έναν βαρύτατο λιμό και αμέτρητες άλλες κακουχίες. Στις περιοχές της διεξαγωγής των μεγάλων σφαγών κυριαρχούσαν μόνο ο θρήνος, η απελπισία και η καταστροφή, που έκαναν και τα διεθνή μέσα να μιλούν για «πράξεις εκδίκησης» 2 των Γερμανών, που αποσκοπούσαν να «δώσουν 1. Hamburger Institut für Sozialforschung (επιμ.), Verbrechen der Wehrmacht. Dimensionen des Vernichtungskrieges 1941-1944, κατάλογος έκθεσης, Αμβούργο 2001, σ. 639. 2. The New York Times, 16.4.1948.
14 ΠΟΛΕΜΙΚΈΣ ΟΦΕΙΛΈΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΊΕΣ ΠΟΛΈΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ ένα μάθημα στον λαό που νίκησε τον Μουσολίνι και που τόλμησε να συνεχίσει τον αγώνα παρά τον λιμό, τις ασθένειες και τη συντριπτική βία» 3. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου οι ελληνικές αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με το χάος που άφηνε πίσω της η τετράχρονη Κατοχή. Ταυτόχρονα η καθολική απαίτηση για τιμωρία και επανόρθωση διέτρεχε κάθετα την ελληνική κοινωνία. Πράγματι, οι ελληνικές αρχές είχαν ξεκινήσει, ενώ βρίσκονταν ακόμα εξόριστες στο Κάιρο, να συλλέγουν αποδεικτικό υλικό για τις καταστροφές και τα εγκλήματα πολέμου των τριών κατακτητών, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν ώστε να προβάλουν και να στηρίξουν τις απαιτήσεις τους στις μεγάλες διασκέψεις που θα ακολουθούσαν. Η ώρα της απόδοσης ευθυνών και της απονομής δικαιοσύνης δεν θα αργούσε, αφού έτσι άλλωστε είχαν υποσχεθεί, ήδη μεσούντος του πολέμου, οι Μεγάλοι Σύμμαχοι, οι οποίοι φρόντιζαν σε κάθε ευκαιρία να υπογραμμίζουν τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε η Ελλάδα στη νικηφόρα έκβαση του πολέμου και να εκφράζουν το θαυμασμό τους για τις θυσίες που κλήθηκε να κάνει αυτός ο μικρός λαός της Μεσογείου. Για αυτό και οι Έλληνες αξιωματούχοι ήταν σίγουροι πως η χώρα θα λάμβανε την ηθική και υλική δικαίωση που της άξιζε. Έχοντας αυτές τις διαβεβαιώσεις, που συχνά οδήγησαν σε εφησυχασμό, οι μεταπολεμικές κρατικές αρχές προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα ελληνικά δίκαια. Στη ρημαγμένη όμως από τον πόλεμο χώρα και με δεδομένο το γεγονός πως η οργάνωση δεν υπήρξε ποτέ μία από τις ελληνικές αρετές, ο στόχος της συγκέντρωσης αποδείξεων και συγκεκριμένων αριθμών αποδείχθηκε δύσκολος. Παρά τις πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες των αρχών, η διάλυση που είχε επιφέρει η τετράχρονη Κατοχή είχε επηρεάσει τη λειτουργία ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού. Σε αυτό βέβαια δεν βοηθούσε και το εσωτερικό κλίμα που διαμορφωνόταν στην Ελλάδα, με τη σύγκρουση, που είχε ήδη ξεκινήσει στη διάρκεια του πολέμου, να κορυφώνεται και να οδηγεί με γρήγορα βήματα στην εμφύλια σύρραξη που έμελλε να στιγματίσει τη χώρα για τα επόμενα χρόνια. Έτσι, την ώρα που οι υπόλοιπες κυβερνήσεις συνέλεγαν στοιχεία, συνέτασσαν υπομνήματα απαιτήσεων και λίστες εγκληματιών πολέμου, κατέστρωναν στρατηγικές διεκδίκησης και έψαχναν διπλωματικές συμμαχίες, η Ελλάδα αναδιπλωνόταν, βυθιζόμενη για ακόμα μία φορά σε αναταραχή και έχοντας να αντιμετωπίσει όχι μόνο την εμφύλια σύρραξη αλλά και τη συνεχιζόμενη κυβερνητική και πολιτική αστάθεια. Αρνητικά όμως επηρέαζε και το διεθνές κλίμα, με τον Ψυχρό Πόλεμο να επιβάλλει νέους συσχετισμούς και ισορροπίες, μεταβάλλοντας τα δεδομένα και καθιστώντας πλέον θολό το διαχωρισμό μεταξύ εχθρών και συμμάχων. 3. The New York Times, 13.7.1944, βλ. και New York Herald Tribune, 14.7.1944, New York World-Telegram, 15.7.1944.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 15 Το πάνδημο αίτημα για δικαίωση και για επεξεργασία της εμπειρίας του πολέμου έμεινε μετέωρο. Αντίθετα, αυτό που κυριάρχησε στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων ήταν ένα αίσθημα αδικίας ότι προσέφεραν πολύ περισσότερα στον κοινό αγώνα και τελικά έλαβαν ελάχιστα. Γι αυτό άλλωστε και τα ζητήματα της κληρονομιάς του πολέμου εξακολούθησαν να είναι ανοιχτά και να τραβούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για ολόκληρες δεκαετίες. Ακόμα και σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, το βασικότερο από αυτά τα ζητήματα, η διεκδίκηση των επανορθώσεων-αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, εξακολουθεί να είναι παρόν στον δημόσιο διάλογο, να απασχολεί τις συζητήσεις, αλλά και να επηρεάζει την πολιτική που χαράσσουν οι κυβερνώντες. Οι δυσάρεστες εξελίξεις που στιγματίζουν τη χώρα τα τελευταία χρόνια επανέφεραν με ορμή στο προσκήνιο το αίτημα για την καταβολή των πολεμικών οφειλών, στρέφοντας και πάλι το βλέμμα στις συνέπειες της Κατοχής. Για ακόμα μία φορά κυριαρχεί το αίτημα για την ηθική και υλική επανόρθωση. Το ανά χείρας βιβλίο προσπαθεί να καταδείξει στην ολότητά της την πολιτική που ακολούθησαν οι Σύμμαχοι, οι πρώην δυνάμεις του Άξονα και κυρίως η Ελλάδα στη διεκδίκηση των πολεμικών οφειλών και την ποινική δίωξη των εγκληματιών πολέμου, ίσως τις δύο πιο σημαντικές παραμέτρους στην προσπάθεια εκκαθάρισης των συνεπειών του πολέμου, οι οποίες άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και των διεκδικήσεων συνδέθηκαν πολλές φορές άρρηκτα μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τίθεται μια σειρά ερωτημάτων: Έκαναν οι ελληνικές αρχές όλα τα απαραίτητα βήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν την ηθική και υλική δικαίωση; Αναγνώρισαν οι πρώην κατακτητές την ευθύνη τους, αποδεχόμενοι να συμβάλουν στην εκκαθάριση των συνεπειών που προκάλεσε ο πόλεμος; Αποδόθηκε η πρέπουσα τιμωρία σε αυτούς που διενήργησαν τόσο εκτεταμένα εγκλήματα; Τα θύματα αυτών των εγκλημάτων έλαβαν την αποζημίωση που δικαιούνταν; Το κράτος πήρε την κατάλληλη επανόρθωση προκειμένου να στήσει και να οργανώσει εκ νέου τις δομές του; Και, τελικά, τι είναι αυτό που κρατά ακόμα και σήμερα ζωντανή την κληρονομιά του πολέμου; Απαντήσεις επιχειρούνται να δοθούν μέσα από την περιγραφή της πολιτικής που ακολούθησε η Ελλάδα απέναντι σε καθεμιά από τις τρεις δυνάμεις κατοχής. Αναπόφευκτα όμως το κέντρο βάρους πέφτει στη Γερμανία, τα στρατεύματα της οποίας προξένησαν τις μεγαλύτερες υλικές καταστροφές και προκάλεσαν χιλιάδες θανάτους, διεξάγοντας μερικές από τις χειρότερες σφαγές, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα αλλά και πανευρωπαϊκά. Είναι άλλωστε απολύτως ενδεικτικό πως στη συνείδηση των περισσότερων Ελλήνων η περίοδος της Κατοχής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους Γερμανούς και σε μικρότερο, και ίσως επηρεασμένο από την εντοπιότητα, βαθμό με τους Ιταλούς ή τους Βουλγάρους. Αυτό όμως έχει ως αποτέ-
16 ΠΟΛΕΜΙΚΈΣ ΟΦΕΙΛΈΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΊΕΣ ΠΟΛΈΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ λεσμα να έχουν μείνει εντελώς στην αφάνεια οι παράμετροι της εκκαθάρισης των συνεπειών της ιταλικής και της βουλγαρικής κατοχής. Είναι λοιπόν εντελώς άγνωστο αν οι Ιταλοί κατέβαλαν ποτέ επανορθώσεις στην Ελλάδα ή αν αποζημίωσαν τα θύματα των σφαγών ή αν αποπλήρωσαν το δικό τους μερίδιο του κατοχικού δανείου. Γιατί, όσο και αν τείνει να μην αναφέρεται, οι Ιταλοί έλαβαν από κοινού με τη Γερμανία το κατοχικό δάνειο. Επίσης, διεξήγαγαν εκτεταμένες σφαγές με θύματα αμάχους, ενώ η πυρπόληση και λεηλασία περιουσιών αποτέλεσε πάγια τακτική τους. Εξίσου άγνωστες παραμένουν οι συγκεκριμένες παράμετροι και για τη Βουλγαρία, η οποία εφάρμοσε μια εξαιρετικά βίαιη κατοχική πολιτική στους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Άραγε η Βουλγαρία κατέβαλε επανορθώσεις και αποζημιώσεις, και τι συνέβη με τους Βουλγάρους που κατηγορήθηκαν ως εγκληματίες πολέμου; Σε ποιο βαθμό επηρέασε το γεγονός ότι η Βουλγαρία ανήκε στην κομμουνιστική σφαίρα επιρροής τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές αρχές χειρίστηκαν τη δική της κληρονομιά του πολέμου; Η έρευνα βασίστηκε κατά κύριο λόγο σε αρχειακές πηγές της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς η διαθέσιμη βιβλιογραφία για τα συγκεκριμένα ζητήματα είναι περιορισμένη, και επιχειρεί βασιζόμενη στα ιστορικά ντοκουμέντα να καταγράψει, στο βαθμό που αυτό κατέστη δυνατό από τη διαθεσιμότητα των αρχειακών πηγών, το χειρισμό των ζητημάτων της ηθικής και υλικής δικαίωσης μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η έρευνα επικεντρώνεται στις επανορθώσεις και τις αποζημιώσεις που έλαβε η Ελλάδα από τις τρεις χώρες κατοχής. Εξετάζονται οι διασκέψεις των επανορθώσεων και η πολιτική που ακολούθησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις απέναντι στη Γερμανία και στους δορυφόρους της. Ταυτόχρονα σκιαγραφούνται οι προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων να προβάλουν τις ελληνικές απαιτήσεις και καταγράφονται τα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών. Φυσικά εξετάζεται και το ζήτημα της καταβολής αποζημιώσεων στα θύματα, ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνικές αρχές χειρίστηκαν τις απαιτήσεις αυτές και η κατάληξη των συγκεκριμένων χειρισμών. Ειδικότερα όσον αφορά τη Γερμανία, η έρευνα εκτείνεται στην εκ νέου προβολή των ελληνικών απαιτήσεων για την καταβολή των πολεμικών οφειλών μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990, στις προσπάθειες των ιδιωτών και στη στάση της επίσημης ελληνικής πολιτείας. Η έρευνα για την καταβολή των πολεμικών οφειλών δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν εξεταζόταν το ζήτημα του κατοχικού δανείου, δηλαδή των πληρωμών στις οποίες αναγκάστηκε να προχωρήσει η Τράπεζα της Ελλάδος προς τους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατακτητές. Το δεύτερο μέρος καλύπτει το ζήτημα της ποινικής δίωξης των Γερμανών, Ιταλών και Βούλγαρων εγκληματιών πολέμου. Παρουσιάζεται το γενικότερο νομικό πλαίσιο για τον ορισμό και τη δίωξη των εγκλημάτων πολέμου, ενώ περιγράφο-
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 17 νται και οι διαδικασίες που όρισαν οι Σύμμαχοι για τη σύλληψη και την παράδοση κατηγορουμένων για εγκλήματα πολέμου στις χώρες τέλεσης των πράξεών τους. Εξετάζεται επίσης ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις χειρίστηκαν τις ποινικές διώξεις, τις πιέσεις που δέχθηκαν από τα κράτη καταγωγής των κατηγορουμένων και τελικά τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς στους οποίους αναγκάστηκαν να προβούν, προκειμένου να λάβουν είτε οικονομική βοήθεια είτε επανορθώσεις, είτε για να μη διαταράξουν τις διμερείς σχέσεις με δυτικά κράτη, τα οποία λόγω του Ψυχρού Πολέμου είχαν πλέον μετατραπεί από εχθροί σε σύμμαχοι. Βαρύτητα δίνεται και στην υπόθεση του Μαξιμίλιαν Μέρτεν, την πλέον πολύκροτη δίκη εγκληματία πολέμου που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, και στις πολιτικές προεκτάσεις της, καθώς λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή του ο Γερμανός διατύπωσε κατηγορίες εναντίον εξεχόντων Ελλήνων πολιτικών, προκαλώντας μεγάλη εσωτερική αναταραχή, που λίγο έλειψε να ανατρέψει την κυβέρνηση Καραμανλή. Οφείλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στο Ίδρυμα Παιδείας και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και προσωπικά στον Πρόεδρο του Ιδρύματος κ. Νίκο Τρίχα και την κ. Λύντια Τρίχα για την υποτροφία που έλαβα την περίοδο 2009-2010, η οποία κατέστησε δυνατή την περαίωση της συγκεκριμένης μελέτης. Ευχαριστώ επίσης τους καθηγητές κ. Χάγκεν Φλάισερ, Αντώνη Λιάκο και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, οι οποίοι αποτέλεσαν την τριμελή επιτροπή που επέβλεψε τη διδακτορική διατριβή μου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς επίσης και τους καθηγητές κ. Κατερίνα Γαρδίκα, Κωνσταντίνο Ράπτη, Βαγγέλη Καραμανωλάκη και Γρηγόρη Ψαλλίδα που συμπλήρωσαν την επταμελή επιτροπή η οποία έκρινε τη διατριβή. Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Στέλιο Περράκη, ο οποίος δέχθηκε με μεγάλη προθυμία να απαντήσει στις ερωτήσεις μου και να συζητήσει μαζί μου σημαντικές παραμέτρους της διεκδίκησης των πολεμικών οφειλών. Ευχαριστίες οφείλω επίσης και στη δικηγόρο κ. Χριστίνα Σταμούλη, η οποία μοιράστηκε μαζί μου τις προσωπικές της εμπειρίες και τις νομικές της γνώσεις από τον πολύχρονο αγώνα για δικαίωση των θυμάτων. Πολύτιμη υπήρξε η συνδρομή της δικηγόρου κ. Έλενας Σπυροπούλου όχι μόνο με τις νομικές της γνώσεις αλλά και με τη γενικότερη υποστήριξη που μου προσέφερε. Δεν θα ήθελα να παραλείψω να ευχαριστήσω όλους τους υπευθύνους και τους υπαλλήλους στα αρχεία και στις βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού που επισκέφτηκα, οι οποίοι φρόντισαν να διευκολύνουν τις προσπάθειές μου για τον εντοπισμό υλικού. Τέλος, εκφράζω τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου στους γονείς μου, των οποίων η ηθική και υλική υποστήριξη με ώθησε να ολοκληρώσω τη δύσκολη αυτή έρευνα. Χωρίς τη δική τους συμπαράσταση, τίποτα δεν θα είχε καταστεί δυνατό.