ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΒΙΟΥ (άρθρο 84 2α ΠΚ) Ελένη Β. Κηροπλάστη (Α.Μ. 600704) Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Μαρία Καϊάφα - Γκμπάντι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ Αρμ βλ. Γνωμ δηλ. εδ. Εφ Εισ επ. κ.α. κ.ο.κ. ΚΠΔ κ.τ.λ. ΜΟΔ ΝοΒ ΟλΑΠ παρ. παρατ. περ. ΠΚ ΠοινΔικ ΠοινΛογ ΠοινΧρ π.χ. σελ. στοιχ. Συντ. σχετ. ΣχΠΚ Άρειος Πάγος Αρμενόπουλος βλέπε Γνωμοδότηση δηλαδή εδάφιο Εφετείο Εισαγγελέας επόμενα και άλλα και ούτω καθεξής Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και τα λοιπά Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Νομικό Βήμα Ολομέλεια Αρείου Πάγου παράγραφος παρατηρήσεις περίπτωση Ποινικός Κώδικας Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά παραδείγματος χάρη σελίδα στοιχείο Σύνταγμα σχετικά Σχέδιο Ποινικού Κώδικα 2
ΤΝΠΝ Υπερ υποσημ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος Υπεράσπιση υποσημείωση 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ... 5 Β. ΟΙ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 84 ΠΚ ΓΕΝΙΚΑ... 8 Γ. Η ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΣΧΕΣΗ... 34 Γ.1. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις ως στοιχεία της ενοχής και η σχέση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ με αυτές του άρθρου 84 2β και γ ΠΚ... 36 Γ.2. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις ως στοιχεία της επιμέτρησης της ποινής και η σχέση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ με αυτές του άρθρου 84 2δ και ε ΠΚ... 49 Γ.3. Συμπεράσματα... Σφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Δ. Η ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 84 2α ΠΚ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ... Σφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Δ.1. Η αξιολόγηση της προηγούμενης ζωής του δράστη κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 ΠΚ... Σφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Δ.2. Ο σκοπός της ανταπόδοσης... Σφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Δ.3. Οι σχετικές θεωρίες - Ο σκοπός της γενικής πρόληψηςσφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Δ.4. Οι σχετικές θεωρίες - Ο σκοπός της ειδικής πρόληψηςσφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Δ.5. Συμπεράσματα... Σφάλμα! Δεν έχει οριστεί σελιδοδείκτης. Ε. Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 84 2α ΠΚ... 60 Ε.1. Η απαγόρευση της διπλής μείωσης της ποινής κατά το άρθρο 85 ΠΚ... 60 Ε.2. Το χρονικό σημείο της προβολής του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων στην ποινική δίκη... 66 ΣΤ. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ... 26 4
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 76 5
Α ΜΕΡΟΣ Α. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ Μπορεί η κορυφαία στιγμή της ακροαματικής διαδικασίας στην ποινική δίκη να είναι η στιγμή της κήρυξης της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, όμως, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η κατάφαση της ενοχής είναι «δεδομένη», αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον κατηγορούμενο είναι το ύψος της ποινής, που τελικά θα επιβληθεί, και εάν τελικά αυτή (η ποινή) θα εκτιθεί. Όταν μάλιστα το απειλούμενο στο νόμο πλαίσιο ποινής είναι ευρύ, το ενδιαφέρον του κατηγορουμένου είναι ακόμα περισσότερο εστιασμένο στην ποινή και κατ επέκταση η σημασία της δυνατότητας μείωσης του απειλούμενου πλαισίου ποινής ακόμα μεγαλύτερη. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η επιβολή ακόμα και της χαμηλότερης τιμής ποινής από την προβλεπόμενη στο νόμο, φαντάζει υπέρμετρα αυστηρή, προβλέπονται από την ποινική μας νομοθεσία θεσμοί, που είτε οδηγούν στην πλήρη απαλλαγή από την ποινή είτε στη σημαντική μείωσή της. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται, εκτός από τις ελαφρυντικές περιστάσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 84 ΠΚ, και άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής. 1 1 Από την επισκόπηση του Ποινικού μας Κώδικα διαπιστώνουμε ότι η μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής κατά τους όρους του άρθρου 83 ΠΚ, προβλέπεται σε τρεις περιπτώσεις και συγκεκριμένα: α) στις περιοριστικά αναφερόμενες στο γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα περιπτώσεις και ειδικότερα, στα άρθρα 23, 25 3 και 32 2 ΠΚ (υπέρβαση των ορίων της άμυνας και της κατάστασης ανάγκης), 33 2 ΠΚ (κωφάλαλος δράστης, που δε στερείται παντελώς της ικανότητας για καταλογισμό), 35 2 ΠΚ (υπαίτια διατάραξη συνείδησης), 36 1 ΠΚ (μειωμένη ικανότητα για καταλογισμό), 42 1 και 43 1 ΠΚ (απόπειρα και απρόσφορη απόπειρα), 44 2 ΠΚ (υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα), 46 2 ΠΚ (περίπτωση agent provocateur), 47 1 ΠΚ (απλή συνέργεια), 49 1 εδ. α ΠΚ (ηθική αυτουργία και άμεση συνέργεια σε γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα), 84 ΠΚ (ελαφρυντικές περιστάσεις) 130 1 ΠΚ (εκδίκαση μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους) και 133 ΠΚ (νεαρός ενήλικας δράστης), β) στο άρθρο 187 Α 4 εδ. β και δ ΠΚ προβλέπονται ειδικές ελαφρυντικές περιστάσεις και μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ όταν, κατά το εδ. β, η τρομοκρατική οργάνωση έχει συσταθεί για την τέλεση πλημμελημάτων της 1 του άρθρου 187 Α ΠΚ, και όταν, κατά το εδ. δ η τρομοκρατική οργάνωση δεν τελεί οποιοδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α έως κβ της 1 του άρθρου 187 Α ΠΚ, και στο άρθρο 187 6 εδ. β και για το δράστη που δεν τέλεσε οποιοδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα της εγκληματικής οργάνωσης. Επίσης, στο άρθρο 187Β 2 εδ. α του ειδικού μέρους του ΠΚ, όπου προβλέπεται ότι στο δράστη εκείνο, ο οποίος είναι υπαίτιος των πράξεων που αναφέρει η 1 του ίδιου άρθρου και έχει τελέσει κάποια από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 187 ΠΚ ή 6
Η θεματική της παρούσας εργασίας επικεντρώνεται στο στάδιο εκείνο της ποινικής δίκης, κατά το οποίο η δικαστική κρίση αποφαίνεται για τη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής κατά το μέτρο, που ορίζει το άρθρο 83 ΠΚ, όταν συντρέχει μια από τις (ενδεικτικά) προβλεπόμενες στο άρθρο 84 ΠΚ ελαφρυντικές περιστάσεις και ειδικότερα η ελαφρυντική περίσταση του «πρότερου έντιμου βίου», όπως αποδίδεται στη δικαστηριακή πρακτική η υπό στοιχ. α ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 ΠΚ. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που θα μας απασχολήσει είναι: για ποιο λόγο το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να οδηγηθεί στη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής όταν από την αποδεικτική επ ακροατηρίω διαδικασία προκύψει ότι «ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή». Ποιος είναι δηλ. ο δικαιολογητικός λόγος της 1 του άρθρου 187 Α ΠΚ, αλλά είτε έχει καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα είτε με τον ίδιο τρόπο έχει συμβάλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, το δικαστήριο επιβάλλει ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 ΠΚ. Αυτός ο λόγος μείωσης της ποινής προβλέπεται ειδικά για τα εγκλήματα της συγκρότησης εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές και γι αυτό προβλέπεται στο ειδικό μέρος του ΠΚ και όχι σε διάταξη του γενικού μέρους, και γ) σε διατάξεις Ειδικών Ποινικών Νόμων και ειδικότερα: γi) στα άρθρα 27 1 και 33 1 περ. γ του Ν. 4139/2013 για τα Ναρκωτικά, τα οποία προβλέπουν ότι «Αν ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των άρθρων 20 έως 22 πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνεται ότι με δική του πρωτοβουλία συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στην ανακάλυψη και σύλληψη διακινητή ναρκωτικών, η δε ευθύνη του υπαιτίου και η βαρύτητα της πράξης του είναι καταδήλως μικρότερες από την ευθύνη των προσώπων στην ανακάλυψη και σύλληψη των οποίων συντέλεσε και τη βαρύτητα των πράξεων που τέλεσαν, το δικαστήριο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ελαφρυντική περίσταση» και «Το δικαστήριο αναγνωρίζει ελαφρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση της ποινής υποχρεωτικά στον δράστη που έχει τελέσει εγκλήματα από αυτά που αναφέρονται στα άρθρα 31 και 32 και δυνητικά στις λοιπές περιπτώσεις εγκλημάτων», εφόσον ο δράστης ολοκληρώσει θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης εκτός του σωφρονιστικού καταστήματος, δηλ. ολοκληρώσει με επιτυχία το εγκεκριμένου κατά νόμο συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης και πιστοποιείται αυτό εγγράφως από τον επιστημονικό διευθυντή του οικείου προγράμματος, και γii) στο άρθρο 29 του Ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις», το οποίο προβλέπει ότι «η αποκατάσταση της γενόμενης μεταβολής του φυσικού περιβάλλοντος από το δράστη συνιστά ελαφρυντική περίσταση». Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Μπιτζιλέκης Ν./Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ. 144 επ.. 7
της μείωσης της ποινής σε περίπτωση ύπαρξης της υπό στοιχ. α περίστασης του άρθρου 84 ΠΚ. Θέτοντας ως στόχο μέσα από τη μελέτη που ακολουθεί, να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, ο κορμός της παρούσας εργασίας διαρθρώνεται ως εξής. Στο πρώτο μέρος, εισαγωγικά, γίνεται μια επιγραμματική αναφορά στα στοιχεία που εντοπίζουμε σε όλες τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ, στα κοινά τους δηλαδή χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ενώ ακολουθούν ορισμένες αναγκαίες διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο προσέγγισης της λειτουργίας των ελαφρυντικών περιστάσεων, που θα ακολουθήσουμε. Τέλος, παρατίθενται οι κυριότερες παραδοχές της νομολογίας των δικαστηρίων μας κατά την εφαρμογή του άρθρου 84 2α ΠΚ και σε συνδυασμό και με τις επισημάνσεις της επιστήμης επιχειρείται ο εννοιολογικός προσδιορισμός της έννοιας του «πρότερου έντιμου βίου». Στο δεύτερο μέρος, στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε το δικαιολογητικό λόγο ύπαρξης της υπό στοιχ. α ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2 ΠΚ και κατά την αναζήτηση της ταυτότητας των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου αυτού με αναφορά τη φύση τους και τους σκοπούς της ποινής, θα μελετήσουμε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 2α ΠΚ συσχετίζοντάς την, μέσω της συγκριτικής μελέτης με αυτές του άρθρου 84 2β και γ ΠΚ και κατόπιν, με αυτές του άρθρου 84 2δ και ε ΠΚ. Με τον τρόπο αυτό θα αναδειχθούν τα κύρια σημεία απόκλισης ή σύγκλισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ με τις υπόλοιπες, ώστε να αναδειχθούν τα κρίσιμα, σχετικά με το ζήτημά μας, σημεία της φύσης αυτής της ελαφρυντικής περίστασης και της σχέσης της με τους σκοπούς της ποινής. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, θα επισημανθεί η πρακτική σημασία της οριοθέτησης της φύσης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ, δηλ. οι πρακτικές συνέπειες της έρευνάς μας αναφορικά, αφενός με τον κανόνα της απαγόρευσης της διπλής μείωσης της ποινής που θέτει το άρθρο 85 ΠΚ, και αφετέρου με το χρόνο προβολής του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης στην ποινική δίκη. Τέλος, με βάση την πιο πάνω ανάλυση θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που αρχικά θέσαμε. 8
Β. ΟΙ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 84 ΠΚ ΓΕΝΙΚΑ Το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα (1929/1933) δεν είχε υιοθετήσει στο γενικό μέρος συγκεκριμένη διάταξη για τη δυνατότητα αναγνώρισης από το δικαστήριο ελαφρυντικών περιστάσεων για κάθε αξιόποινη πράξη. Αναγνώριζε την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων για ορισμένες μόνο αξιόποινες πράξεις του ειδικού μέρους του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικα. Έτσι, η πρόβλεψή τους για το σύνολο των εγκλημάτων δεν ήταν εξαρχής δεδομένη. Το άρθρο 84 ΠΚ προστέθηκε κατά τη συνεδρίαση της Γ Αναθεωρητικής Επιτροπής (1944) έπειτα από τη σχετική εισήγηση του Ν. Χωραφά και αντικατέστησε το έως τότε ακολουθούμενο σύστημα πρόβλεψης ελαφρυντικών περιστάσεων για ορισμένα μόνο εγκλήματα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα. 2 Έτσι σήμερα, όσον αφορά στο εύρος εφαρμογής του άρθρου 84 ΠΚ, αυτό καλύπτει όλα τα εγκλήματα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα αλλά, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 12, 83 και 84 ΠΚ, και όλα τα εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων, εκτός εάν στους τελευταίους ορίζεται διαφορετικά. Από την εισαγωγή του άρθρου 84 ΠΚ στον Ποινικό μας Κώδικα μέχρι και σήμερα καμία νομοθετική μεταβολή δεν έχει επέλθει, επομένως η διάταξη κατά την αρχική της διατύπωση προβλέπει ότι: «1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε 2 Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του ποινικού κώδικος: κατ άρθρον, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1959 1964, σελ. 215, υποσημ. 1. 9
σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του». Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης («ιδίως») προκύπτει αβίαστα ότι η απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων στο άρθρο 84 ΠΚ είναι ενδεικτική. 3 Για το λόγο αυτό, το δικαστήριο εφόσον διαπιστώσει ότι το έγκλημα τελέστηκε με τρόπο ή υπό περιστάσεις, που αν και δεν προβλέπονται ρητά στη διάταξη, δικαιολογούν τη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής, έχει την υποχρέωση να εφαρμόσει το άρθρο 83 ΠΚ. 4 Ωστόσο, μέχρι σήμερα στη δημοσιευμένη στο νομικό τύπο νομολογία δεν έχει εμφανιστεί η αναγνώριση κάποιας μη προβλεπόμενης (ρητά) στο νόμο ελαφρυντικής περίστασης, 5 αν και από τη θεωρία έχουν προταθεί περιστάσεις, οι οποίες, ως ελαφρυντικές, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή μειωμένης ποινής. Ορισμένες από αυτές είναι η τοπική συνήθεια (π.χ. βεντέτα), η εγκυμοσύνη, η τοξικομανία (είτε για όλα τα εγκλήματα είτε για τα περιουσιακά), η ώθηση στην πράξη από λόγο ιδιαίτερης ηθικής ή 3 Ας μας επιτραπεί όμως σε αυτό το σημείο να εκφράσουμε την εξής ανησυχία. Ο δικαστής δεσμεύεται, εφόσον φυσικά δεχτεί τη συνδρομή κάποιας ελαφρυντικής περίστασης, που δεν προβλέπεται ρητά στη διάταξη, να προβεί και στη μείωση του πλαισίου της ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ, δε δεσμεύεται όμως ως προς την κρίση του σχετικά με το περιεχόμενο των ελαφρυντικών περιστάσεων που θα αναγνωρίσει. Έτσι, υπάρχει ο κίνδυνος να θέσει εξωδικαιϊκά κριτήρια και αυθαίρετα να αναγνωρίσει ή ακόμα χειρότερα να απορρίψει τη συνδρομή κάποιας ελαφρυντικής περίστασης. Επομένως, αν και η ενδεικτική απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων στο άρθρο 84 ΠΚ μόνο θετικά μπορεί να αντιμετωπίζεται, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο δικαστής κατά την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης να βρίσκεται εντός του πνεύματος αυτής. Το ζήτημα, που άπτεται και της αρχής της ισότητας, συγκεντρώνει ξεχωριστό ενδιαφέρον, αλλά ξεφεύγει από την προβληματική που πραγματεύεται η παρούσα μελέτη. 4 Μάλιστα, η ενδεικτική απαρίθμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων δεν προσκρούει στο Σύνταγμα (άρθρο 7 1 Συντ.), διότι δε θεμελιώνει ούτε επαυξάνει το αξιόποινο. Βλ. Ανδρουλάκης Ν./Μαγκάκης Α./Σπινέλλης Δ./Σταμάτης Κ./Ψαρούδα Μπενάκη Α. (επιμ. Σπινέλλη Δ.), Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 1112. 5 Σε αδημοσίευτη ποινική απόφαση και συγκεκριμένα στην ΤριμΕφΘες 1377-1378/2005, 49/2006 και 214/2006 αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντική περίσταση το γεγονός ότι «οι κατηγορούμενοι ενθαρρύνθηκαν (και στο μέτρο που ενθαρρύνθηκαν παρασύρθηκαν) στην τέλεση των πράξεών τους από όργανα του παθόντος Ελληνικού Δημοσίου, υπαλλήλους τότε του Β Τελωνείου Θεσσαλονίκης, τα οποία ερμήνευσαν τις ισχύουσες νομικές διατάξεις ( ) κατά τρόπο μονόπλευρα αποσπασματικό και εσφαλμένο». Βλ. σχετ. Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Μπιτζιλέκης Ν./Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 152, υποσημ. 27. 10
κοινωνικής σημασίας (π.χ. «λόγω τιμής»), η συνυπαιτιότητα του παθόντος ή τρίτου προσώπου, η μεγάλη θλίψη του δράστη εξαιτίας της απώλειας προσώπου του στενού (συγγενικού) του περιβάλλοντος (π.χ. η εκδίκηση του γονέα για την ανθρωποκτονία του παιδιού του, ακόμα κι αν δε συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση της οργής ή βίαιης θλίψης), οι σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες (από εμπορικά ατυχήματα, καταστροφή περιουσιακών στοιχείων και άλλες σοβαρές οικονομικές περιπέτειες, ακόμα και όταν δε συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση της μεγάλης ένδειας), τα πολιτικά κίνητρα, η τέλεση κάτω από την επιβολή ταραγμένου πλήθους, η κακοποίηση του δράστη από τις αρχές κατά τη σύλληψή του κ.α.. 6 Περαιτέρω, αναφορικά με τη λειτουργική συνέπεια, που επιφέρει η αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων, διαπιστώνουμε ότι, ανεξάρτητα από τη φύση τους ή το δικαιολογητικό λόγο της πρόβλεψής τους, η συνδρομή τους οδηγεί πάντοτε στη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής κατά τους όρους του άρθρου 83 ΠΚ. Έτσι, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει κάποια από τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ, οδηγείται υποχρεωτικά, όπως προκύπτει και από τη διατύπωση της 1 του άρθρου 83 ΠΚ, στη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής και αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλει πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών (περ. α ), αντί για την ποινή της κάθειρξης πάνω από δέκα ετών επιβάλλει κάθειρξη έως δώδεκα ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών (περ. β ), αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα ετών επιβάλλει κάθειρξη έως έξι ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (περ. γ ), ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής (περ. δ ) και στην περίπτωση που ο νόμος προβλέπει αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή χρηματική, μπορεί να επιβάλλει και μόνο αυτή την τελευταία (περ. ε ). Σε συνέχεια των παραπάνω, αξίζει να επισημανθεί ότι η αδιαμφισβήτητη ένταξη των ελαφρυντικών περιστάσεων στους λόγους μείωσης της ποινής, όσον 6 Μπάκας Χ., Ελαφρυντικές περιστάσεις άρθρου 84 ΠΚ και επιμέτρηση της ποινής σε Πρακτικά Α Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου (ΕΕΠΔ), Αθήνα 1987, σελ. 110 επ., Λυμπερόπουλος Λ., Οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ, Ποινικά Χρονικά 1998 (97), σελ. 99. 11
αφορά στη λειτουργική τους συνέπεια, συνυφαίνεται και με τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης ως κακουργήματος ή πλημμελήματος. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι το αμετάβλητο του ποινικού χαρακτήρα της πράξης οφείλεται στα ίδια τα μειωμένα πλαίσια ποινής, που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ, καθώς, αφενός για τις ποινές της κάθειρξης το μειωμένο πλαίσιο κατά το ανώτατό του όριο δεν είναι ποτέ μικρότερο του κατώτατου ορίου της κάθειρξης (περ. α - γ ), αφετέρου στις λοιπές περιπτώσεις τα ανώτατα όρια μένουν ανέπαφα, αφού «( ) ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής ( )» (περ. δ ). 7 Εξάλλου, και κατά το άρθρο 19 ΠΚ «Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83». Η ένταξη όμως των ελαφρυντικών περιστάσεων στο πεδίο της μείωσης της ποινής δεν είναι για όλους αυτονόητη. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται η άποψη, η οποία, παλαιότερα τουλάχιστον, εμφανίζονταν ως η κρατούσα στην επιστήμη, 8 ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποτελούν στο σύνολό τους στοιχεία ενός επιπλέον κανόνα επιμέτρησης της ποινής. Καταλήγει δε μεγάλη μερίδα της επιστήμης στο συμπέρασμα αυτό, καταρχήν, αφενός εξαιτίας της συστηματικής ένταξης του άρθρου 84 ΠΚ στο Ε Κεφάλαιο του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα για την «Επιμέτρηση της ποινής», αφετέρου λόγω της ταύτισης των ελαφρυντικών περιστάσεων, ως στοιχείων της προσωπικότητας του δράστη, με τα 7 Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Μπιτζιλέκης Ν./Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 144 επ.. 8 Ανδρουλάκης Ν., Το Δίκαιο της επιμέτρησης της ποινής σε Πρακτικά του Α Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου (ΕΕΠΔ), Αθήνα 1987, σελ. 12 επ., Ανδρουλάκης Ν./Μαγκάκης Α./Σπινέλλης Δ./Σταμάτης Κ./Ψαρούδα Μπενάκη Α. ό.π., σελ. 1114, Λυμπερόπουλος Λ., ό.π., σελ. 99, Μαγκάκης Γ., Η ποινή της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και αι ελαφρυντικαί περιστάσεις, Ποινικά Χρονικά ΙΔ (609), σελ. 615 επ., Μπάκας Χ., ό.π., σελ. 105, Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 215 επ., Χαραλαμπάκης Α., Ελαφρυντικές περιστάσεις και αποτελεσματικότητα ποινής, Ποινική Δικαιοσύνη 2013 (238), σελ. 241, Χωραφάς Ν., Ποινικόν Δίκαιον, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1978, σελ. 365, Ψαρούδα Μπενάκη Α., Η φύση των ελαφρυντικών περιστάσεων και ο χρόνος προτάσεως αυτών επ ακροατηρίω, Ποινικά Χρονικά Κ, σελ. 146 επ., σελ. 240. 12
κριτήρια επιμέτρησης, του άρθρου 79 3 ΠΚ. 9 Πράγματι, τα κριτήρια, που θέτει η διάταξη αυτή, και συγκεκριμένα: «( ) α) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε β) το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του γ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του δ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του ( )», παραπέμπουν το πρώτο στις υπό στοιχ. β και γ ελαφρυντικές περιστάσεις, το τρίτο στην υπό στοιχ. α ελαφρυντική περίσταση και το τέταρτο στις υπό στοιχ. δ και ε ελαφρυντικές περιστάσεις. Επιπλέον, υποστηρίζεται πως υπέρ της άποψης ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις συνιστούν έναν επιπλέον επιμετρητικό κανόνα, συνηγορεί και η ιστορική εμφάνιση του θεσμού. Πιο συγκεκριμένα, ο θεσμός της μείωσης του πλαισίου της ποινής λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων, που από την αρχή συνδέθηκε με την ιδέα της εξατομίκευσης της ποινής, η οποία επιβάλλει την προσαρμογή της ποινικής μεταχείρισης στην προσωπικότητα του δράστη (η οποία λαμβάνεται υπόψη κατεξοχήν κατά την επιμέτρηση της ποινής), έχει τις ρίζες του στο γαλλικό δίκαιο, όπου επικρατεί, χωρίς αποκλίσεις, η αντίληψη ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποτελούν κανόνα επιμέτρησης της ποινής. 10 Τέλος, εισφέρεται ως επιχείρημα και η αναφορά στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικα 1929/1933 στις ελαφρυντικές περιστάσεις ως εξής: «επί του ζητήματος τούτου ως αφορώντος εις την επιμέτρησιν της ποινής ( )». 11 Στο πλαίσιο αυτό, αλλά με ορισμένες διαφοροποιήσεις, κινήθηκαν και άλλοι συγγραφείς. Έτσι, αν και δεν παραβλέπεται η σύνδεση των υπό στοιχ. β και γ ελαφρυντικών περιστάσεων με την ενοχή του δράστη επισημαίνεται ότι «Άλλωστε, ανεξάρτητα πού ανήκουν, δογματικά, οι περιστάσεις αυτές, η θέληση του νομοθέτη είναι να αξιοποιηθούν τα περί αυτές κατά την έρευνα της ενοχής συλλεγέντα στοιχεία, κατά την επιμέτρηση της ποινής, για την οποία και εθεσπίσθησαν». 12 Στην 9 Μαγκάκης Γ., ό.π., σελ. 615 επ., Μπουρόπουλος Α., ό.π., σελ. 215 επ., Ψαρούδα Μπενάκη Α., ό.π., σελ. 146 επ.. 10 Μπάκας Χ., ό.π., σελ. 105. 11 Αιτιολογική Έκθεσις του Σχεδίου Ελληνικού Ποινικού Κώδικος, Εκδόσεις Εθνικό Τυπογραφείο, 1933, σελ. 111, Λυμπερόπουλος Λ., ό.π., σελ. 99. 12 Λυμπερόπουλος Λ., ό.π., σελ. 99. 13
ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Α. Χαραλαμπάκης, ο οποίος αναγνωρίζει ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις αναφέρονται στην προσωπικότητα του δράστη, άλλες προσεγγίζοντας περισσότερο το χώρο της ενοχής και άλλες αποκτώντας πιο αντικειμενικό περιεχόμενο, όμως θεωρεί περιττή την εν λόγω διάκριση, διότι αυτό που έχει (πρακτική) σημασία, κατά την άποψή του, είναι ο χαρακτήρας τους ως κανόνες επιμέτρησης. 13 Μεταξύ ενοχής και επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται και ο Κ. Σταμάτης, ο οποίος αναγνωρίζει στις ελαφρυντικές περιστάσεις ένα διπλό/μεικτό χαρακτήρα και αν και δε φαίνεται να λαμβάνει σαφή θέση σχετικά με το ζήτημα της φύσης των ελαφρυντικών περιστάσεων, μάλλον βρίσκεται εγγύτερα στην άποψη που τις αντιλαμβάνεται ως επιμετρητικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις στο σύνολό τους δεν είναι ούτε αποκλειστικά στοιχεία της ενοχής του δράστη, ούτε και συνθέτουν απόλυτα έναν επιπλέον κανόνα επιμέτρησης, ενώ, αφού επισημαίνει ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις στο σύνολό τους συνιστούν στοιχεία, που αφορούν την προσωπικότητα του δράστη και συγγενεύουν με τα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ, χωρίς όμως να ταυτίζονται με αυτά, προχωρά, με κριτήριο το χρόνο εκδήλωσής τους, στην εξής διάκριση: οι υπό στοιχ. α και β ελαφρυντικές περιστάσεις ανάγονται χρονικά σε σημείο πριν από την τέλεση της πράξης, οι υπό στοιχ. δ και ε ανάγονται χρονικά σε σημείο μετά την τέλεση της πράξης και η υπό στοιχ. γ ελαφρυντική περίσταση χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του δράστη κατά την τέλεση της πράξης. 14 Χωρίς αμφιβολία το άρθρο 84 ΠΚ συστηματικά εντάσσεται στο κεφάλαιο του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα για τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής, ενώ και το περιεχόμενο των ενδεικτικά αναφερόμενων στη διάταξη αυτή ελαφρυντικών περιστάσεων είτε ταυτίζεται είτε βρίσκεται σε εγγύτητα με τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 79 3 ΠΚ για την εκτίμηση της προσωπικότητας του δράστη κατά τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Ακόμα περισσότερο δε, το υπό στοιχ. α ελαφρυντικό, που μας ενδιαφέρει, δηλ. ο πρότερος (έντιμος) βίος, ανεξάρτητα από την ταύτισή του με το κριτήριο του άρθρου 79 3 περ. γ ΠΚ, αποτελεί χωρίς αμφιβολία σαφή ένδειξη 13 Χαραλαμπάκης Α., ό.π., σελ. 240. 14 Ανδρουλάκης Ν./Μαγκάκης Α./Σπινέλλης Δ./Σταμάτης Κ./Ψαρούδα Μπενάκη Α. ό.π., σελ. 1114. 14
της ποιότητας του χαρακτήρα του δράστη, αποκαλύπτοντας έτσι στοιχεία της προσωπικότητάς του. Παρόλ αυτά, καταρχήν όσον αφορά στη συστηματική ένταξη του άρθρου 84 ΠΚ στο κεφάλαιο για τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής, αυτή από μόνη της δε μπορεί να στηρίξει την κρίση για τη νομική φύση του περιεχομένου των ελαφρυντικών περιστάσεων, είτε διότι θα μπορούσε να αποτελεί ατυχή επιλογή του νομοθέτη είτε διότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το Ε Κεφάλαιο του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα πράγματι ρυθμίζει την επιμετρητική εργασία του δικαστή, αλλά υπό την ευρεία έννοια της. Κατά δεύτερον, όσον αφορά στην ταύτιση του περιεχομένου των ελαφρυντικών περιστάσεων με τα κριτήρια επιμέτρησης του άρθρου 79 ΠΚ, είναι ένα στοιχείο, που θα πρέπει να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Αυτό που λογικά πρέπει να προηγηθεί είναι η έρευνα για την ένταξη ή μη των ελαφρυντικών περιστάσεων σε συγκεκριμένο στάδιο της δικαστικής κρίσης για την επιβολή μίας τιμής ποινής, με κριτήριο όχι το περιεχόμενό τους, αλλά τις (λειτουργικές) συνέπειες που επιφέρει η αναγνώρισή τους. Εξάλλου, και η αποστολή των επιμετρητικών κριτηρίων που θέτει ο νομοθέτης στο άρθρο 79 ΠΚ προσανατολίζεται με κριτήριο το στάδιο κατά το οποίο αξιολογούνται από το δικαστή και τη λειτουργική τους συνέπεια, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που τους προσδίδουμε. Έχοντας κατά νου ότι στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας είναι αδύνατη η ολοκληρωμένη προσέγγιση του ζητήματος της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, όπως αυτή διαγράφεται στο Ε Κεφάλαιο του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, στο μέτρο, που η κρατούσα άποψη συνδέει τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ με την επιμετρητική εργασία, αντιμετωπίζοντας τις τελευταίες στο σύνολό τους ως κανόνες επιμέτρησης της ποινής, αξίζει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ορισμένες σκέψεις σχετικά με το στάδιο της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής. Αναγκαία λοιπόν καθίσταται η επιγραμματική έστω σκιαγράφηση του ζητήματος της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, όπως διαμορφώνεται αυτή μέσα από τις διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού μας Κώδικα. Πριν ξεκινήσουμε όμως είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι, όπως και σε άλλο σημείο αναφέρουμε, η πρακτική συνέπεια της αναγνώρισης μίας ελαφρυντικής περίστασης, οδηγεί, σύμφωνα με τα άρθρα 83 και 84 ΠΚ, στη μείωση του πλαισίου 15
της ποινής που απειλείται σε κυρωτικό κανόνα, τυποποιημένο είτε στο ειδικό μέρος του Ποινικού Κώδικα είτε σε Ειδικό Ποινικό Νόμο. Από την επισκόπηση των διατάξεων που ρυθμίζουν τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής και, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές φάσεις, από τις οποίες διέρχεται η δικαστική κρίση προκειμένου να καταλήξει στην επιβολή μίας συγκεκριμένης τιμής ποινής, διαπιστώνουμε ότι η επιμετρητική εργασία εμφανίζεται στο ποινικό μας σύστημα με δύο όψεις την εν ευρεία και την εν στενή έννοια επιμέτρηση της ποινής. Στο πεδίο της ευρύτερης εμφάνισής της θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε κάθε επιμέρους φάση, από την οποία διέρχεται η δικαστική κρίση μέχρι να οδηγηθεί στην επιβολή συγκεκριμένης τιμής ποινής, ενώ στο υπό στενή έννοια πεδίο εμφάνισής της περιοριζόμαστε στο στάδιο εκείνο, κατά το οποίο η δικαστική κρίση, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ για την καθεαυτή δικαστική επιμέτρηση της ποινής, καταλήγει στην επιβολή συγκεκριμένης τιμής ποινής εντός του τελικά διαμορφωμένου απειλούμενου πλαισίου ποινής. Με άλλα λόγια, η δικαστική επιμέτρηση της ποινής, που λαμβάνει χώρα κατά τους κανόνες που θέτει το άρθρο 79 ΠΚ, αποτελεί ένα μόνο στάδιο της (εν ευρεία έννοια) δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, που εκκινεί αφής στιγμής λαμβάνεται η απόφαση επί της ενοχής του δράστη (και διαπιστώνεται η απουσία λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου) και τελειώνει με την επιβολή συγκεκριμένου μεγέθους ποινής. 15 Έτσι, ενώ η εν στενή έννοια δικαστική επιμέτρηση της ποινής εξαντλείται στα όρια του άρθρου 79 ΠΚ, η εν ευρεία έννοια δικαστική επιμέτρηση της ποινής περιλαμβάνει τα εξής επιμέρους στάδια 16 : 15 Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Στάδια της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, σε Πρακτικά του Α Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου (ΕΕΠΔ), Αθήνα 1987, σελ. 26 υποσημ. 2. 16 Με το σχήμα αυτό φαίνεται να συμφωνεί και ο Ν. Ανδρουλάκης, ο οποίος διαπιστώνει ότι η επιμετρητική εργασία διέρχεται από τρεις φάσεις. Ξεκινώντας από το απειλούμενο/προβλεπόμενο στο νόμο πλαίσιο ποινής καταλήγουμε, εφόσον συντρέχει η συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 ΠΚ σε ένα μειωμένο πλαίσιο ποινής (1 ο στάδιο). Εντός του πλαισίου αυτού γίνεται η επιμέτρηση κατά το άρθρο 79 ΠΚ (2 ο στάδιο) και τέλος, ακολουθεί η επιβολή ορισμένης τιμής ποινής (3 ο στάδιο). Παρόλ αυτά, αναφορικά με τη φύση των ελαφρυντικών περιστάσεων ο Ν. Ανδρουλάκης, στηριζόμενος στην ταύτιση - σύμπτωση των στοιχείων του άρθρου 84 ΠΚ με τα στοιχεία, που το άρθρο 79 ΠΚ θέτει ως κριτήρια για την επιμέτρηση της ποινής, συντάσσεται με την 16
1. την κρίση σχετικά με τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ, που οδηγεί υποχρεωτικά στη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ, 2. την κρίση σχετικά με τη συνδρομή άλλων λόγων μείωσης της ποινής, που οδηγούν δυνητικά στη μείωση του απειλούμενου πλαισίου ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ (π.χ. άρθρο 133 ΠΚ), 3. τη θραύση των ανώτατων ορίων του προβλεπόμενου από το νόμο πλαισίου ποινής σε περίπτωση υποτροπής κατά το άρθρο 89 ΠΚ, 4. την επιλογή μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών ποινής, όταν αυτά απειλούνται στο νόμο διαζευκτικά για την ίδια πράξη (π.χ. άρθρο 333, 440 ΠΚ), 5. τη δικαστική άφεση της ποινής στις προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις (π.χ. άρθρα 308 3, 377 1 εδ. β ΠΚ), 6. την εν στενή έννοια επιμετρητική εργασία, δηλ. τον καθορισμό συγκεκριμένου μεγέθους ποινής μέσα από το απειλούμενο από το νόμο πλαίσιο (κατόπιν της ενδεχόμενης μείωσης του κατά το άρθρο 83 ΠΚ σε περίπτωση συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ), σύμφωνα με τα κριτήρια, που θέτει το άρθρο 79 ΠΚ. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ, που όταν συντρέχουν οδηγούν υποχρεωτικά σε ένα νέο μειωμένο απειλούμενο πλαίσιο ποινής, εντάσσονται στο προστάδιο της εν στενή έννοια επιμέτρησης της ποινής, και συγκεκριμένα στο στάδιο της απειλής της ποινής, αφού αναδιαμορφώνουν το απειλούμενο πλαίσιο ποινής. Έτσι λοιπόν, οι ελαφρυντικές περιστάσεις, που μετέχουν στο στάδιο όπου τελικά διαμορφώνεται το νομοθετικά απειλούμενο υποχρεωτικά μειωμένο πλαίσιο ποινής και δεν εμπλέκονται στη διαδικασία ενασχόλησης με το συγκεκριμένο μέγεθος της ποινής, που τελικά θα κρατούσα άποψη, που αντιμετωπίζει τις ελαφρυντικές περιστάσεις ως επιμετρητικούς κανόνες. Η ταύτιση αυτή αποκαλύπτει, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, την αληθινή σχέση των διατάξεων 84 και 79 ΠΚ, και συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η πρώτη εμφανίζεται ως προέκταση της δεύτερης. Ανδρουλάκης Ν./Μαγκάκης Α./Σπινέλλης Δ./Σταμάτης Κ./Ψαρούδα Μπενάκη Α. ό.π., σελ. 1030 επ.. 17
επιβληθεί, δε συνιστούν στοιχεία της εν στενή έννοια δικαστικής επιμέτρησης της ποινής. 17 Επομένως, η συγγένεια των στοιχείων του άρθρου 84 ΠΚ με τα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την αντιμετώπιση του άρθρου 84 ΠΚ ως κανόνα επιμέτρησης, όμοιο με αυτό του άρθρου 79 ΠΚ, αφού στην πραγματικότητα η συνδρομή του άρθρου 84 ΠΚ με την αναγνώριση κάποιας ελαφρυντικής περίστασης αποτελεί λόγο που οδηγεί στη μεταβολή του απειλούμενου - νομοθετικά διαμορφωμένου πλαισίου ποινής, εντός του οποίου θα γίνει τελικά η επιμέτρηση με τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ. Πιο συγκεκριμένα, η ομοιότητα των ελαφρυντικών περιστάσεων με ορισμένα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ μπορεί να είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπισή τους ως επιμετρητικών στοιχείων, όμως, όπως ορθά επισημαίνεται, δεν είναι ικανή. Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ ως επιμετρητικούς κανόνες μόνο αν μετείχαν πράγματι στη διαδικασία συγκεκριμενοποίησης της απειλούμενης στο νόμο ποινής σε ορισμένη τιμή ποινής. Αυτές όμως μετέχουν στη διαδικασία συγκεκριμενοποίησης του πλαισίου της ποινής, που προηγείται από την επιλογή μίας συγκεκριμένης τιμής ποινής. 18 Άλλωστε, υπογραμμίζεται ότι η υποχρέωση, που έχει το δικαστήριο να προβεί στη μείωση του πλαισίου της απειλούμενης ποινής, εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχει ελαφρυντική περίσταση, αποκλείει κάθε επιμετρητική εργασία στο στάδιο αυτό και κατ επέκταση αποσυνδέει το άρθρο 84 ΠΚ από οποιαδήποτε επιμετρητική διαδικασία. 19 17 Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 26 υποσημ. 2, Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Μπιτζιλέκης Ν./Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 300 επ.. 18 Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Η φύση και η λειτουργία των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 Π.Κ., σε Μνήμη Χωραφά Ν., Γάφου Η., Γαρδίκα Κ., τόμος Α, 1986, σελ. 28. 19 Στο σημείο αυτό, η Μ. Καϊάφα Γκμπάντι επισημαίνει την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης του άρθρου 133 ΠΚ, όπου η μετεφηβική ηλικία λειτουργεί ως δυνητικός λόγος απαλλαγής της ποινής, με το σκεπτικό ότι, αφού ο δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια επιλογής μεταξύ δύο δυνατών πλαισίων ποινής, τότε εισέρχεται αναπόφευκτα από το στάδιο της δικαστικής επιμέτρησης. Βλ. σχετ. Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 47. Στην περίπτωση του άρθρου 133 ΠΚ ο Ν. Παρασκευόπουλος προσθέτει ακόμα μια εξαίρεση από το χώρο των λόγων μείωσης της ποινής, την οποία εντάσσει επίσης στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, με το επιχείρημα ότι και εκεί η πρόβλεψη της μείωσης της ποινής είναι δυνητικής φύσης. Πρόκειται για το άρθρο 49 ΠΚ, δηλ. για την περίπτωση των συμμετόχων του άρθρου 46 παρ. 1 ΠΚ, όταν οι απαιτούμενες ιδιότητες ή σχέσεις υπάρχουν μόνο στο δράστη. Βλ. σχετ. Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 145. 18
Εξάλλου, επι-μετρώ σημαίνει μετρώ ένα μέγεθος πάνω σ ένα άλλο. 20 Όμως, η δικαστική κρίση σε κανένα από τα στάδια από τα οποία διέρχεται προκειμένου να καταλήξει στην αναγνώριση κάποιας ελαφρυντικής περίστασης και στην υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν επιμετρά (συγκεκριμενοποιεί) την ποινή. Ούτε κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν μια ελαφρυντική περίσταση, ούτε με την υπαγωγή τους στο άρθρο 84 ΠΚ, ούτε και με την υποχρεωτική εφαρμογή του μειωμένου πλαισίου ποινής, που ορίζει το άρθρο 83 ΠΚ. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, αλλά και κατά την υπαγωγή τους στο άρθρο 84 ΠΚ, που απαριθμεί ενδεικτικά ορισμένες ελαφρυντικές περιστάσεις, έχουμε απλά μια διαπιστωτική δικαστική κρίση περί της ύπαρξης αυτών και τη δέσμευση του δικαστή να κινηθεί στο πνεύμα που διαγράφεται από τις απαριθμούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις, αφού κατά την υποχρεωτική μείωση του πλαισίου της ποινής ο δικαστής δεν έχει την ευχέρεια της επι-μέτρησης της ποινής. 21 Πράγματι, το δικαστήριο κατά την κρίση του σχετικά με τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων αναδιαμορφώνει το νομοθετικό πλαίσιο ποινής, εντός του οποίου, κατά το στάδιο της (εν στενή έννοια) δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, θα προβεί στην επιμετρητική του εργασία και στην επιλογή της τελικής τιμής ποινής. Με άλλα λόγια, κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 79 ΠΚ, η κρίση του δικαστηρίου κινείται στο εσωτερικό του νομοθετικά διαμορφωμένου πλαισίου, ενώ οι ελαφρυντικές περιστάσεις σε χρόνο πρωθύστερο οδηγούν στη διαμόρφωση αυτού του μειωμένου πλαισίου ποινής (από το αρχικώς προβλεπόμενο/απειλούμενο από το νόμο), εντός του οποίου γίνεται η επιμέτρηση. Ολοκληρώνοντας στο σημείο αυτό τις σκέψεις μας για τη σχέση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ με την επιμέτρηση της ποινής, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτές στο σύνολό τους, και άρα μεταξύ αυτών και η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου, που εξετάζουμε, είναι 20 Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Στάδια της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, σε Πρακτικά του Α Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου (ΕΕΠΔ), Αθήνα 1987, σελ. 26 υποσημ. 3. 21 Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Η φύση και η λειτουργία των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 Π.Κ., σε Μνήμη Χωραφά Ν., Γάφου Η., Γαρδίκα Κ., τόμος Α, 1986, σελ. 47. 19
εντελώς αποκομμένες από την εν στενή έννοια επιμετρητική εργασία της δικαστικής κρίσης, επομένως η αντιμετώπισή τους ως κανόνων επιμέτρησης είναι άστοχη. Το γεγονός ότι ο πρότερος έντιμος βίος αποτελεί στοιχείο, το οποίο φανερώνει την προσωπικότητα του δράστη δε θα πρέπει να μας οδηγεί αυτόματα στη σύνδεσή του με την επιμετρητική εργασία, όπως αυτή διαγράφεται στο άρθρο 79 ΠΚ, αφού η αναγνώριση της συνδρομής του από το δικαστήριο δε συνεπάγεται ότι μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία συγκεκριμενοποίησης της ποινής, ώστε να μιλάμε για δικαστική επιμέτρηση. 22 Καταληκτικά, στο σημείο αυτό θα πρέπει να συγκρατήσουμε ότι, ως προς τη λειτουργική της συνέπεια, η υπό στοιχ. α ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 ΠΚ, όπως και οι υπόλοιπες περιστάσεις της διάταξης αυτής, αποτελεί λόγο μείωσης της ποινής. Επανερχόμενοι όμως στο κεντρικό ερώτημά μας, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εντοπισμός της λειτουργικής συνέπειας, που επιφέρει η αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ, δεν αρκεί για να αναδειχθεί και ο δικαιολογητικός λόγος ύπαρξής της ως ελαφρυντικής περίστασης. Γ. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 84 ΠΚ Για την ανάδειξη του δικαιολογητικού λόγου ύπαρξης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ είναι απαραίτητο να προηγηθεί στο σημείο αυτό η παράθεση μίας διευκρινιστικής σημείωσης σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης του ζητήματος. Αρκεί να επισημάνουμε εδώ ότι κατά την αναζήτηση του δικαιολογητικού λόγου ύπαρξης της υπό στοιχ. α ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 ΠΚ πρέπει να αναζητήσουμε το σκοπό, τον οποίο καλείται να εξυπηρετήσει η αναγνώριση μίας ελαφρυντικής περίστασης από το δικαστήριο με τη 22 Καϊάφα Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 47. 20
συνακόλουθη (της αναγνώρισης αυτής) δραστική μείωση της ποινής. Κατά συνέπεια, ο κύριος άξονας με αναφορά τον οποίο θα πρέπει να κινηθούμε είναι ο σκοπός, που εξυπηρετεί η ύπαρξη της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου του δράστη. Περαιτέρω, επειδή, όπως διαπιστώσαμε παραπάνω, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ εντάσσονται στο πεδίο της μείωσης της ποινής ως προς τη λειτουργική συνέπεια της αναγνώρισής τους από το δικαστήριο, κατ επέκταση και ο σκοπός της ύπαρξής τους θα πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο της ποινής, να συνδεθεί δηλαδή με τους σκοπούς, που η ποινή καλείται να εκπληρώσει. Με άλλα λόγια, οι λόγοι, που δικαιολογούν τη μείωση της ποινής, θα πρέπει να αναζητηθούν στους λόγους, που δικαιολογούν και την επιβολή της. Επειδή όμως, αναφορικά με τους σκοπούς της ποινής, η υπό στοιχ. α ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 ΠΚ απομακρύνεται σημαντικά από τις υπόλοιπες ελαφρυντικές περιστάσεις της διάταξης, αμέσως παρακάτω θα προβούμε μόνο σε ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις σε σχέση με τους σκοπούς της ποινής και σε επόμενο κεφάλαιο θα τους εξετάσουμε αναλυτικότερα και παράλληλα με το ζήτημα της φύσης των ελαφρυντικών περιστάσεων, καθώς όπως θα διαπιστώσουμε και στο οικείο κεφάλαιο, οι τελευταίοι (οι σκοποί της ποινής) αναδεικνύονται κάποτε και από την ίδια τη φύση της εκάστοτε ελαφρυντικής περίστασης. Έτσι λοιπόν, αυτό που θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι ότι κάθε συζήτηση σχετικά με τη διεργασία της επιμέτρησης της ποινής 23 συναρτάται αναπόφευκτα με το ζήτημα των σκοπών της, καθώς μόνο όταν ο δικαστής γνωρίζει τι σκοπεύει να πετύχει με την τιμώρηση του δράστη και την επιβολή της ποινής, μπορεί να επιβάλλει δίκαιη και αποτελεσματική ποινή, δηλ. ποινή, που εναρμονίζεται με την αποστολή ενός φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, ενός ποινικού δικαίου που αποσκοπεί στην προστασία των εννόμων αγαθών (αντεγκληματική λειτουργία) και την προστασία του πολίτη από την κρατική αυθαιρεσία (εγγυητική φιλελεύθερη λειτουργία). 23 Σε αυτό το σημείο εννοείται η εν ευρεία έννοια δικαστική επιμέτρηση της ποινής, δηλ. η διεργασία εκείνη που περιλαμβάνει όλα τα στάδια επιμέτρησης της ποινής, από το νομοθετικά διαμορφωμένο απειλούμενο πλαίσιο ποινής μέχρι την επιβολή συγκεκριμένης τιμής ποινής. 21
Επομένως, στην προσπάθειά μας να εντοπίσουμε το δικαιολογητικό λόγο της μείωσης του απειλούμενου πλαισίου ποινής, όταν ο δράστης διήγαγε έντιμο βίο κατά την προηγούμενη από το έγκλημα ζωή του, είναι αναπόφευκτη η έρευνα της λειτουργίας της ποινής και των σκοπών, που καλείται αυτή να εκπληρώσει. Ιστορικά εμφανίστηκαν αρχικά δύο θεωρητικές προσεγγίσεις σχετικά με τους σκοπούς της ποινής. Οι απόλυτες θεωρίες και οι σχετικές θεωρίες, που κατηγοριοποιούνται περαιτέρω στις θεωρίες για τη (θετική ή αρνητική) γενική πρόληψη και την ειδική πρόληψη. Αργότερα, η αδυναμία επαρκούς δικαιολόγησης της ύπαρξης της ποινής με μια μόνο από τις ανταποδοτικές ή προληπτικές θεωρίες, οδήγησε στη σύλληψη των ενωτικών θεωριών, σύμφωνα με τις οποίες, η ύπαρξη της ποινής δικαιολογείται τόσο από την ανταποδοτική όσο και από την προληπτική (ειδική ή/και γενική) λειτουργία αυτής, από την αναγκαία δηλ. συνύπαρξη και των τριών πιο πάνω σκοπών. 24 Σύμφωνα με τις απόλυτες θεωρίες, που δέχονται τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της ποινής (ανταποδοτικές θεωρίες), η ποινή δε στοχεύει στην εκπλήρωση κάποιου άλλου σκοπού, πέρα από την απάντηση στο διαπραχθέν έγκλημα. Οι θεωρίες αυτές, που αντιλαμβάνονται την ποινή ως την ανταπόδοση στο κακό, που προκάλεσε ο δράστης με την άδικη πράξη του, αναπτύχθηκαν σε δύο κατευθύνσεις, όπως διατυπώθηκαν από τους κύριους εκφραστές τους, τον Kant και το Hegel. Ο Kant 25 υποστήριζε ότι η επιβολή της ποινής δεν εξυπηρετεί κάποια αναγκαιότητα ή χρησιμότητα, αλλά δικαιολογείται από το γεγονός και μόνο ότι διαπράχθηκε ένα έγκλημα. Με άλλα λόγια, αποκλειστικό θεμέλιο της ποινής είναι η 24 Υποστηρικτής των ενωτικών θεωριών ήταν και ο Ι. Μανωλεδάκης. Σύμφωνα με τη θεωρητική του σύλληψη για την ποινή, το περιεχόμενό της νοείται διαλεκτικά και εμφανίζεται, όπως και τα άλλα στοιχεία του ποινικού φαινομένου, το έννομο αγαθό και το έγκλημα, στη γενική αφηρημένη της όψη ως απειλούμενη ποινή, στην ειδική συγκεκριμένη της όψη ως επιβαλλόμενη ποινή, και τέλος, στην ατομική εμπειρική της όψη ως εκτιόμενη ποινή. Στις όψεις αυτές αντιστοιχούν οι διάφοροι σκοποί και λειτουργίες της ποινής ως εξής: η απειλούμενη ποινή εξυπηρετεί τη γενική πρόληψη, η επιβαλλόμενη ποινή την ανταποδοτική της λειτουργία, αλλά και τη γενική πρόληψη (ως επαλήθευση της απειλής της ποινής) και η εκτιόμενη ποινή εξυπηρετεί τόσο την προληπτική λειτουργία της ποινής (γενική και ειδική πρόληψη) όσο και την ανταποδοτική. Βλ. σχετ. Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 14 υποσημ. 36, Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 27. 25 Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 18, υποσημ. 2, όπου παραπέμπει στο έργο του Καντ: Metaphysic der Sitten. 22
προσταγή του νόμου και δε μπορεί αυτή να υποβιβαστεί σε μέσο για κάποιο σκοπό. Επομένως, η δια της ποινής ανταπόδοση συνιστά αυτοσκοπό και υπό την έννοια αυτή, αφής στιγμής ο κατηγορούμενος κρίνεται αξιόποινος, πρέπει να του επιβάλλεται ποινή, το είδος και η ένταση της οποίας καθορίζονται από τον κανόνα της ίσης ανταπόδοσης. Έτσι, σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική τάση, ο δράστης θα πρέπει να τιμωρείται ανεξάρτητα από το αν αυτό θα ήταν και σώφρον να συμβεί, διότι ο ποινικός νόμος αποτελεί μια κατηγορική προσταγή. 26 Από την άλλη, ο Hegel 27 αναγνώριζε στη λειτουργία της ποινής μια διαλεκτική ακολουθία. Αρχικά, εντόπιζε την ύπαρξη του δικαίου, που χαράσσει, αν και όχι δεσμευτικά, τα πρότυπα συμπεριφοράς, έπειτα αντιλαμβάνονταν το έγκλημα ως άρνηση του δικαίου και τέλος, ότι η ποινή συνιστά άρνηση αυτής της άρνησης και άρα η επιβολή της οδηγεί στην αποκατάσταση του δικαίου και στη διατήρηση της ισχύος του δικαιϊκού κανόνα. 28 Σχηματικά δηλ., ενώ από τη μια πλευρά έχουμε την άδικη πράξη, που υπενθυμίζει ότι το Δίκαιο δεν είναι δεσμευτικό, από την άλλη πλευρά η ύπαρξη της ποινής υπενθυμίζει ότι οφείλουμε σεβασμό στους δικαιϊκούς κανόνες. Έτσι, για το Hegel η αυτόματη σύνδεση εγκλήματος ποινής συμβολίζει κάτι περισσότερο από τη σύνδεση δύο κακών. Οι απόλυτες θεωρίες υιοθετήθηκαν με διαφοροποιήσεις από μεγάλη μερίδα θεωρητικών, όμως σε κάθε περίπτωση, κοινή παραδοχή αποτελούσε πάντοτε ότι η ποινή δικαιολογείται αφεαυτής, χωρίς αναγωγή στην κοινωνική προληπτική της σκοπιμότητα. 29 Σύμφωνα με τις σχετικές θεωρίες, η ποινή έχει λόγο ύπαρξης μόνο εφόσον εκπληρώνει ένα σκοπό, την αποτροπή του δράστη από την τέλεση νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Δηλαδή, σε αντίθεση με τις απόλυτες θεωρίες, οι οποίες για να εκλογικεύσουν την ύπαρξη της ποινής ανατρέχουν στο παρελθόν, δηλ. στη στιγμή 26 Βαθιώτης Κ., Στοιχεία ποινικού δικαίου: γενικό μέρος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 12 επ.. 27 Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 19, υποσημ. 4, όπου παραπέμπει στο έργο του Χέγκελ: Grundlinien der Philosophie des Rechts. 28 Βαθιώτης Κ., ό.π., σελ. 13, Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 18 επ.. 29 Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 19. 23
της διάπραξης του εγκλήματος, οι σχετικές θεωρίες αναζητούν το νομιμοποιητικό σκοπό της ύπαρξης της ποινής στο μέλλον, στην καταπολέμηση του εγκλήματος. 30 Οι σχετικές θεωρίες διακρίνονται σε δύο επιμέρους κατηγορίες, τη θεωρία της γενικής πρόληψης, όταν η προληπτική αυτή λειτουργία της ποινής αφορά γενικά σε όλα τα μέλη μίας κοινωνίας (προτού αυτά εγκληματήσουν), και τη θεωρία της ειδικής πρόληψης, όταν η προληπτική λειτουργία θα αφορά στον πολίτη που εγκλημάτησε, δηλ. σε συγκεκριμένο δράστη. Η θεωρητική εκείνη προσέγγιση, που θέτει τη γενική πρόληψη, ως σκοπό της ποινής, διακρίνεται περαιτέρω στη θετική και στην αρνητική γενική πρόληψη, ανάλογα με το αν το ποινικό δίκαιο διά της επιβολής της ποινής αποβλέπει στον εκφοβισμό (αρνητική γενική πρόληψη) ή τη διαπαιδαγώγηση (θετική γενική πρόληψη) των μελών της κοινωνίας. Η αρνητική γενική πρόληψη, που θέτει τον εκφοβισμό του κοινωνικού συνόλου ως το επίκεντρο του σκοπού της ποινής, βρήκε την έκφραση της μέσα από τη θεωρία του ψυχολογικού καταναγκασμού του A. v. Feuerbach, ο οποίος υποστήριζε ότι ο φόβος επιβολής και εκτέλεσης της ποινής εξουδετερώνει την ικανοποίηση που προσδοκά ο δράστης από τη διάπραξη του εγκλήματος, έτσι ο τελευταίος, σταθμίζοντας τον πόνο, που θα του προκαλέσει η εκτέλεση της ποινής, με τον πόνο, που θα το προκαλέσει η αποχή από τη διάπραξη του εγκλήματος, τελικά απέχει από την τελευταία. 31 Πιο συγκεκριμένα, ο εκφοβισμός επιτυγχάνεται αφενός με την προβλεπόμενη στο νόμο απειλούμενη ποινή, αφετέρου με την εκτέλεσή της, που καθιστά σαφές ότι η απειλή του νόμου είναι μια πραγματική απειλή. 32 Η άλλη όψη της γενικής πρόληψης, η θετική γενική πρόληψη, 33 που θέτει τη διαπαιδαγώγηση του κοινωνικού συνόλου ως το επίκεντρο του σκοπού της ποινής δε θεμελιώνεται στον εκφοβισμό των κοινωνών, αλλά στην εδραίωση της εμπιστοσύνης τους στην έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, η επιβολή και η εκτέλεση 30 Μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι η ποινή, γι αυτό και οι θεωρίες αυτές ονομάστηκαν σχετικές, επειδή σχετίζουν την ποινή με κάποιο σκοπό. Βλ. σχετ. Βαθιώτης Κ., ό.π., σελ. 13. 31 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν Δίκαιον: γενικόν μέρος: πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις Σάκκουλας, 1960, σελ. 41 επ., Κατσαντώνης Α., Ποινικόν Δίκαιον Γενικό Μέρος, Τόμος Δεύτερος, Η διδασκαλία περί ποινής και μέτρων ασφαλείας, Αθήναι, 1978, σελ. 28, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος I, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2007, σελ. 33. 32 Βαθιώτης Κ., ό.π., σελ. 14. 33 Για τη θεωρία αυτή βλ. αναλυτικότερα σε Κιούπης Δ., Αναζητώντας τον σκοπό της ποινής Η θεωρία της θετικής γενικής πρόληψης, Υπεράσπιση 1999 (1337). 24
μίας ποινής, κάθε φορά που παραβιάζεται ο νόμος, επιβεβαιώνει την ορθότητα της πίστης του κοινωνικού συνόλου στο δικαιϊκό κανόνα και κατ αυτόν τον τρόπο έμμεσα επιβραβεύει τη επίδειξη σύννομης συμπεριφοράς από τους υπόλοιπους κοινωνούς. Έτσι, το κοινωνικό σύνολο διαπαιδαγωγείται σε νομοταγή συμπεριφορά και η ποινή συμβάλει στην ειρήνευση και τη σταθερότητα, καθώς η επιβολή της εμπνέει στους πολίτες σεβασμό προς την Πολιτεία, αφού αυτή διασφαλίζει και προστατεύει τα έννομα αγαθά. Έτσι, η θεωρία της θετικής γενικής πρόληψης επιδιώκει ένα «μαθησιακό αποτέλεσμα», το οποίο συνίσταται σε αποτέλεσμα εμπιστοσύνης και ικανοποίησης, καθώς οι κοινωνοί διαπιστώνουν ότι αφενός το δίκαιο εφαρμόζεται και επικρατεί, αφετέρου ότι το πρόβλημα που δημιούργησε ο δράστης με τη συμπεριφορά του αντιμετωπίζεται. 34 Η θεωρία της ειδικής πρόληψης εμφανίστηκε αρχικά, φιλοδοξώντας να υποκαταστήσει τη θεωρία της γενικής πρόληψης, και έπειτα να τη συμπληρώσει. Έχοντας σαν αφετηρία το γεγονός ότι για το δράστη που εγκλημάτησε η γενική πρόληψη απέτυχε, η ειδική πρόληψη αποβλέπει στην αποτροπή του συγκεκριμένου δράστη να τελέσει κι άλλο έγκλημα στο μέλλον. 35 Με στόχο την επίτευξη της καλύτερης δυνατής εξατομίκευσης της ποινικής μεταχείρισης του δράστη οι θεωρητικοί διέκριναν τους εγκληματίες σε διάφορες κατηγορίες. Τη μεγαλύτερη απήχηση είχε η τυπολογία που πρότεινε ο Franz v. Listz, κύριος εκφραστής της θεωρίας της ειδικής πρόληψης, ο οποίος πίστευε ότι η ποινή αποσκοπεί: α) στη βελτίωση - διαπαιδαγώγηση εκείνου του εγκληματία, που επιδέχεται βελτίωση, β) στον εκφοβισμό αποτροπή του εγκληματία, που εγκλημάτησε ευκαιριακά και δε χρειάζεται βελτίωση, και γ) στη φυσική αδρανοποίηση («αχρήστευση») του εγκληματία, που δεν επιδέχεται βελτίωση. 36 34 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν Δίκαιον: γενικόν μέρος: πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Εκδόσεις Σάκκουλας, 1960, σελ. 41 επ., Βαθιώτης Κ., ό.π., σελ. 13 επ., Κατσαντώνης Α., ό.π., σελ. 29, Μυλωνόπουλος Χ., ό.π., σελ. 34. 35 Μαργαρίτης Λ. Παρασκευόπουλος Ν., ό.π., σελ. 21. 36 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 38-39, Βαθιώτης Κ., ό.π., σελ. 15, Καϊάφα Γκμπάντι Μ./Μπιτζιλέκη Ν./Συμεωνίδου Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 8, Κατσαντώνης Α., ό.π., σελ. 30, Κωστάρας Α., Ποινικό Δίκαιο Έννοιες & Θεσμοί του Γενικού Μέρους, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 152, Χανιαλάκη Ι., Η νομολογιακή αντιμετώπιση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ - Τιμωρητικότητα ή δικαστικές πρακτικές;, Εγκληματολογία 2011/166, σελ. 167. 25