ταξιδιωτικό ηµερολόγιο Σωτήρης Χαϊµαντάς



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Παρουσίαση για την Ιταλία από τη

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Επιμέλεια έκδοσης: Καρακώττα Τάνια. 3 ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης Έτος έκδοσης: 2017 ISBN:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κατανόηση γραπτού λόγου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Το σχολείο του μέλλοντος

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό, στη Νανοχώρα, ζούσε ένας νάνος, ο Μαξ, με τον παπαγάλο του τον Σκάλι. Ο Μαξ ήταν πολύ λυπημένος, γιατί

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Ο δάσκαλος που με εμπνέει

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

T: Έλενα Περικλέους

αδύνατον να φανταστώ πως ήταν οι άλλες δύο. Οι γονείς μου τα καλοκαίρια με στέλνανε στα Αετόπουλα. Ένα πελώριο παιδικό χωριό μέσα στο καταπράσινο

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Transcript:

ταξιδιωτικό ηµερολόγιο Σωτήρης Χαϊµαντάς

Vientiane 11/7/2003 Έφτασα, επιτέλους έφτασα, ούτε που θυµάµαι µετά από πόσες ώρες πτήσης και αναµονών. Αν δεν φταιει η αϋπνία και το jet lag, τότε γιατί δεν αντιλαµβάνοµαι τίποτα από τον πανικό και το χάος των ασιατικών πόλεων; Ούτε καν καυσαέριο δεν υπάρχει εδώ, και η ζέστη και υγρασία; Πάει, τα έχω χάσει τελείως, αφού τα πάντα φαίνονται τόσο γαλήνια, ο αέρας είναι τόσο καθαρός και αντί της αποπνικτικής ατµόσφαιρας νιώθω µόνο τη γλυκιά αγκαλιά της. Μέχρι να νυχτώσει και να αναγκάσω το βιολογικό µου ρολόι να προσαρµοστεί, κάνω ένα µικρό γύρω στην πόλη. Μου φαίνεται τόσο µικρή. Ο απογευµατινός ήλιος λούζει µε υπέροχα χρώµατα τις στούπες και τα βουδιστικά µοναστήρια µε τα οποία είναι γεµάτη η πόλη. Η ώρα κυλά ευχάριστα µε τη συντροφιά του Χαµ-σόν, το νεαρό καλόγερο που µου διηγείται τη δική του ιστορία, τόσο µακρινή για ένα δυτικό, που θα µπορούσε να ήταν και παραµύθι. Vientiane 12/7/2003 Ο καιρός είναι βροχερός µε βαριά απειλητικά σύννεφα. Αυτό που χρειάζοµαι είναι µια οµπρέλα από τη σκεπαστή αγορά και µετά 4 χιλιόµετρα βάδισµα κατά µήκος των άδειων λεωφόρων προς το Pha That Luang, το σηµαντικότερο µνηµείο του Λάος, µια χρυσή στούπα που συµβολίζει την ενότητα του έθνους και τον Βουδισµό. Ο γκρίζος ουρανός αδικεί την χρυσοκίτρινη στούπα που κανονικά αστράφτει κάτω από το φως του ήλιου. Επιστροφή στην πόλη και γραµµή για το Wat Si Sacket, τον αρχαιότερο ναό της πόλης (1800) ενώ ακριβώς απέναντι ο νεότερος Haw Pha Kaew φιλοξενεί ένα µικρό µουσείο µε δεκάδες φιγούρες του Βούδα, αρκετές µάλιστα από τον 6 ο 9 ο αιώνα. Στριµωγµένος και όρθιος σε ένα σαράβαλο λεωφορείο, δίπλα σε ένα κουβά ζωντανά ψάρια που πιτσιλούν το πόδια µου κατευθύνοµαι προς το Xieng Khuan, το πάρκο του Βούδα, 24 χιλιόµετρα έξω από την πόλη, ένα χώρο πρασίνου µε τεράστιες πέτρινες φιγούρες εµπνευσµένες από ινδουιστικές και βουδιστικές ιστορίες. Με µια τρίκυκλη µοτοσικλέτα (jumbo) και µε τα πειράγµατα των νεαρών κοριτσιών επιστρέφω στην πόλη. Ένα ζεστό µπάνιο και δείπνο στη βεράντα ενός αποικιακού οικήµατος, παγωµένη ντόπια µπύρα και θέα τους κεραυνούς που ξεσκίζουν τον νυχτερινό ουρανό. Vat Vieng 13/7/2003 Βαρέθηκα να αναζητήσω καλύτερο πρωινό εκτός ξενοδοχείου και τιµωρήθηκα για την τεµπελιά µου: Τα αυγά µου είχαν ξύδι, η µαρµελάδα λιγοστή και τα φρούτα µέτρια. Καλοντυµένες κοπέλες µε λουλούδια περνούν συνέχεια µπροστά από το ξενοδοχείο, Κυριακή σήµερα, µέρα προσφορών. Όλοι οι ναοί είναι ανοικτοί και όπως συνηθίζεται άνδρες και γυναίκες µε τα καλά τους και γυµνά πόδια αφήνουν λουλούδια στα ειδικά σε σειρές τοποθετηµένα δοχεία, ανάµεσα στους καπνούς των θυµιαµάτων. Μία γρήγορη επίσκεψη σε 2 ναούς και µετά φόρτωµα το σακίδιο και µε τα πόδια (ο ΤΤ-driver δεν συµφωνούσε µε το αντίτιµο που του πρότεινα) στο σταθµό υπεραστικών λεωφορείων. Το λεωφορείο µου είναι αρκετά σαράβαλο, αλλά τουλάχιστον βρήκα θέση πριν ο διάδροµος γεµίσει από σακιά και εµπορεύµατα. Σαράντα πέντε λεπτά αναµονή διώχνοντας µύγες και χαµογελώντας ανόητα µε τους ντόπιους συνταξιδιώτες και µετά γρήγορη οδήγηση 2 3 ωρών (σπρώχνοντας και κρατώντας τα σακιά να µη µας πλακώσουν) µέχρι το Vat Vieng. Εγκατάσταση στο ξενοδοχείο (6$) και αναζήτηση ποδηλάτου. Ένα κινέζικο mountain bike, βαρύ αλλά σκληροτράχηλο είναι ότι πρέπει για εξερεύνηση της γύρω περιοχής. Με µια στενή πιρόγα που κινδύνευε συνεχώς να µπατάρει και µε το άγχος να βραχούν τα φωτογραφικά µου περνώ, µαζί και το ποδήλατο, τον ποταµό Μεκόνγκ, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ορµητικός στο σηµείο αυτό. Μέσα σε ένα καταπληκτικό τοπίο Ινδοκίνας, µε των χαρακτηριστικών σχηµάτων βράχους, ορυζώνες, καταγάλανο ουρανό και ανελέητο ήλιο, ποδηλατώ σε χωµάτινους δρόµους και µεθώ από το τοπίο και την αίσθηση της ελευθερίας. Ο δρόµος οδηγεί σε µικρά χωριά µε παιδιά που ξεφωνίζουν τρέχοντας ανάµεσα σε κότες και βουβάλια, κυριούλες που χαιρετούν και άνδρες που ξεκουράζονται στη σκιά των αχυρένιων σκεπών. Κάθε τόσο ο δρόµος διακόπτεται από τµήµατα µε λάσπη που φτάνουν ακόµα και πάνω από το γόνατο. Όσο η πρόσφυση των τροχών επαρκεί, ποδηλατώ µέσα στο νερό που µερικές φορές φτάνει και στα 2/3 των τροχών. Σε ένα άλλο σηµείο πρέπει να διασχίσω ένα ποτάµι κρατώντας οριακά το ποδήλατο από το τιµόνι ενώ το υπόλοιπο παρασύρεται από το ρεύµα. Πλήρης από τα τοπία (και την αφόρητη ζέστη) µε ένα µικρό διάλειµµα σε µια γιαγάκα µε 2 πανβρώµικα 2

εγγονάκια που πουλούσαν νερά, επιστρέφω στο ξενοδοχείο. Ο ήλιος έχει πια δύσει, µπάνιο στο ξενοδοχείο και αναζήτηση φαγητού στη µικρή πόλη. Πίτσα µαργαρίτα µε ζυµωτό ψωµί, κρύα µπύρα, ένας ακόµα περίπατος στη µικρή πόλη και ώρα για ύπνο. Luang Prabang 14/7/2003 Το πρωινό σήµερα ήταν από αυτά που σε αποζηµιώνουν για ολόκληρο το ταξίδι. Ξύπνησα ξεκούραστος, η ολονύκτιες καταιγίδες µόλις είχαν σταµατήσει και σύννεφα και υδρατµοί αιωρούνταν χαµηλά πάνω από το ποτάµι. Ένας σύντοµος περίπατος στην όχθη και µετά καυτό τσάι µε τα τελευταία µου µουστοκούλουρα στην βεράντα του δωµατίου µου. Το λεωφορείο για Luang Prabang ξεκινά στις 9. Φαίνεται κακό, σαράβαλο, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ασφυκτικά γεµάτο. Η διαδροµή κρατά 6-7 ώρες, µε άπειρες στάσεις, µε βροχή, µε ανυπόφορη ζέστη, µε γιαγιάδες που ξερνούν ευτυχώς σε σακούλες- ανάµεσα από τοπία που σε αποζηµιώνουν για όλα. Είναι πια απόγευµα όταν φτάνουµε επιτέλους στο Luang Prabang και δεν έχω καµία όρεξη για αναζήτηση ξενοδοχείου, δηλαδή για βάδισµα στη ζέστη µε τα σακίδια στη πλάτη. Βολεύοµαι στο πρώτο που έχει αιρκοντίσιον. και αλλάζω αύριο. Ο ήλιος είναι χαµηλά παίζοντας κρυφτό µε τα σύννεφα και λούζει µε χρυσαφένιο φως την πόλη. Τα βουδιστικά µοναστήρια είναι αληθινές οάσεις γαλήνης στην έτσι κι αλλιώς ήρεµη ατµόσφαιρα της πόλης. Στην κορυφή του λόφου Phu Si περιµένω µαζί µε άλλους ταξιδιώτες και καλογεροπαίδια τη δύση του ήλιου. Μπάνιο και δείπνο, σήµερα δεν έχω κουράγιο για ψάξιµο και το φαγητό (κάποιας µορφής φάβα!) ήταν πλήρη αποτυχία. Luang Prabang 15/7/2003 Νωρίς το πρωί πλέουµε 2 συνταξιδιώτες, 2 κοπέλες και ένα µωρό µε κατεύθυνση τη σπηλιά Pak Ou. Όπως είναι φυσικό, θα σταµατήσουµε δεκάδες φορές, να βρούµε το σπίτι των κοριτσιών, να πάρουµε τη γυναίκα του βαρκάρη, να βρούµε το ποταµόπλοιο- βενζινάδικο και τέλος να επισκευάσουµε τη µηχανή που µας άφησε στη µέση του ποταµού. Ο Μεκόνγκ στο σηµείο αυτό είναι ορµητικός µε πλάτος περίπου µισό χιλιόµετρο και καφετιά νερά, πραγµατική χρωµατική αντίθεση στο καταπράσινο τοπίο. Στην απέναντι όχθη από τη σπηλιά, σταµατάµε στο γαλήνιο χωριό και µετά επιστροφή στην πόλη, προσπαθώντας -µάταια- να καλύψουµε κάθε γυµνό σηµείο του σώµατός µας από τις ανελέητες ακτίνες του ήλιου. Μέσα στην ανυπόφορη ζέστη του µεσηµεριού, αναζητώ λίγη σκιά στους ναούς Xien Thong και Si Bun Heuang. Εντυπωσιασµένος από την οµορφιά και τη γαλήνη των ναών συνεχίζω να περιφέροµαι στην πόλη, νοικιάζω µάλιστα και ένα ποδήλατο για µεγαλύτερη ταχύτητα, άλλωστε πρέπει να φροντίσω τα αυριανά εισιτήρια και να βρω κάποιον να επισκευάσει το παντελόνι µου από το σκίσιµο που συνεχώς µεγαλώνει. Όταν το σκοτάδι τυλίξει την πόλη, κατεβαίνω στην όχθη, σε ένα µικρό ροµαντικό εστιατόριο, παγωµένη ντόπια µπύρα και κιθαρίτσα από τον ιδιοκτήτη που κάθεται κοντά µου και σιγοτραγουδά. Luang Prabang 16/7/2003 Κάτι υπάρχει στη πόλη αυτή που δεν µε αφήνει να φύγω. Μετά από ένα καλό πρωινό στο σκανδιναβικό φούρνο µε τις φωτογραφίες από ταράνδους στον τοίχο, τριγυρίζω στα σχολεία- µοναστήρια που έχουν γεµίσει από µαθητές µε πορτοκαλί µανδύες. Με δέχονται µ ευγένεια µέσα στις τάξεις και εντυπωσιάζοµαι από την προσοχή και το σεβασµό προς τους δασκάλους. Με µια προσεκτικότερη µατιά αντιλαµβάνοµαι ότι ο σεβασµός αυτός είναι αµοιβαίος και προβληµατίστηκα, ποιες είναι άραγε αυτές οι συνθήκες που οδηγούν στις (φαινοµενικά τουλάχιστον) οµαλές συµπεριφορές. Κουβέντιασα µε τους µαθητές, περιπλανήθηκα στην πόλη και µετά (ιδέα και αυτή!) πήρα ένα Tuck-tuck για το Ban Phanom, ένα (υποτίθεται) γραφικό χωριουδάκι στα περίχωρα του Luang Prabang, µάλιστα εκεί κοντά υπάρχει και ένα τάφος ενός φηµισµένου Γάλλου εξερευνητή. Με αφήνει λοιπόν το Tuck-tuck σε κάτι που έµοιαζε µε χωριό, 3 σπίτια και 5 κότες. Από τη ζέστη δεν κουνιόταν ψυχή, και τα πουλιά είχαν κουρνιάσει. Ούτε συννεφάκι στον ουρανό, 12 µε 1 το µεσηµέρι και πουθενά σκιά. Απελπισία µε πιάνει καθώς πληροφορούµαι ότι ο τάφος του Γάλλου ήταν 4 km έξω από το χωριό και αν δεν ξεκίναγα να φύγω το γρηγορότερο από εδώ, κάπου εδώ κοντά θα ήταν και ο δικός µου. Πασαλείφτηκα αντηλιακό, έβρεξα το καπέλο µου, ήπια τις τελευταίες γουλιές νερό που είχα µαζί µου και πήρα το δρόµο της επιστροφής, 5 km χωµατόδροµος που καψάλιζε τις πατούσες 3

µου. Στο ένα 1 km περίπου, ένα φορτηγό φορτωµένο µπουκάλες µε νερό σταµάτησε και µε άφησε να σκαρφαλώσω στην καρότσα. Πως κρατιέται κανείς πάνω σε γλιστερές µπουκάλες σε λαοτιανό χωµατόδροµο, είναι µια άλλη ιστορία. Μάλλον χάρηκα που στην επόµενη διασταύρωση µε άφησε και βρήκα ένα Pick up για ένα χιλιόµετρο ακόµα. Από εκεί ένα Tucktuck µε πηγαίνει στην πόλη. εν ξέρω πως µου ήρθε η όρεξη και πήγα και έφαγα ένα hamburger µε πατάτες τηγανιτές στο σκανδιναβικό. Με το βάρος των τύψεων στο µυαλό µου και στην κοιλιά µου πηγαίνω προς το µουσείο / παλάτι της πόλης, τέτοια ώρα µεσηµεριάτικα δεν µπορείς να κυκλοφορήσεις έξω, το πήρα το µάθηµά µου χθες. Λίγη ξεκούραση και ανάσες δροσιάς στο δωµάτιό µου και χαλαρή βολτούλα στις γειτονιές της πόλης, χωρίς αυτοκίνητα, µε παιδάκια που παίζουν ανέµελα και τις κυράδες να κάθονται παρέες στα πεζοδρόµια κουβεντιάζοντας και χαιρετώντας µε. Καθώς νυχτώνει ανεβαίνω προς το λόφο Phu Si και µαζί µε άλλους ταξιδιώτες παρακολουθούµε τον ήλιο να χάνεται πίσω από τα τροπικά, φουσκωτά σαν δράκους σύννεφα. Luang Prabang 17/7/2003 Είναι καιρός να φύγω, ξύπνηµα στις 6, 6:30 στο σταθµό λεωφορείων έξω από την πόλη, 7 αναχώρηση. Καθώς ο ήλιος ανατέλλει, αποκαλύπτει τοπία ονειρικά ενώ ο δρόµος σκαρφαλώνει πάνω από τη χαµηλή νέφωση. Το αιρκοντίσιον. του λεωφορείου υπολειτουργεί, ευτυχώς είναι νωρίς, είµαστε ψηλά και είναι ανεκτά. εν είναι όµως το ίδιο ανεκτή και η οδήγηση (ασιατικού τύπου) που στις κατηφόρες µε τις συνεχείς κλειστές στροφές το βαρύ όχηµα πλαγιολισθαίνει (κοινώς κάνει κολιές! που είσαι Αλέξανδρε!-). Η εξήγηση από τον βοηθό του οδηγού σχετικά µε την οδήγηση είναι ότι το λεωφορείο είναι express (!) πράγµατι πλήρωσα ακριβότερο εισιτήριο- για αυτό πρέπει να πάει γρήγορα, οπότε οι ντόπιοι ξερνάνε στις σακούλες τους και οι farangi (ξένοι) κερνούν δραµαµίνες ο ένας τον άλλον. Αυτό συνεχίζεται για 9 ώρες. Η µονοτονία σπάει από τα ελαστικά του λεωφορείου που κάποια στιγµή πήραν φωτιά (το έβλεπα εγώ που ήµουν ο µόνος νηφάλιος και καθόµουν προτελευταία σειρά, αλλά δεν είπα τίποτα στο βοηθό γιατί σίγουρα θα είχε έτοιµη την αποστοµωτική απάντηση) και χρειάστηκε να σταµατήσουµε για να τα... σβήσουµε µε µπετόνια νερό. Όταν κατεβήκαµε στα πεδινά, µε τη ζέστη του µεσηµεριού χωρίς αιρκοντίσιον µε κλειστά τζάµια θα είχα χάσει κάτω από άλλες συνθήκες την ψυχραιµία µου, διασκέδαζα όµως τόσο πολύ από τις αντιδράσεις των άλλων farangi που οι ώρες πέρασαν ευκολότερα από όσο περίµενα. Έδωσε λοιπόν ο Βούδας και φτάσαµε στη Vientiane χωρίς να φύγουµε από το δρόµο σώοι και αβλαβείς και τώρα γράφω τις γραµµές αυτές µε ένα ποτήρι παγωµένη µπύρα, µπροστά από ένα πιάτο φιλέτο κοτόπουλο στα κάρβουνα, γαρνιρισµένο µε λαχανικά, ρύζι, σος από κόκκινο κρασί και σαλάτα 1000 νησιών. Αυτό είναι το πιάτο του «αποικιοκράτη» όπως το ονοµάζει ο κατάλογος και είναι µάλλον ότι καλύτερο µου έχει συµβεί τις τελευταίες µέρες! Vientiane 18/7/2003 Πρωινό στη σκανδιναβική bakery, τι κρίµα που δεν την είχα ανακαλύψει νωρίτερα, tuck-tuck για το αεροδρόµιο, το οποίο είναι πολύ µικρό αλλά λειτουργικό και σύγχρονο (το λειτουργεί ιαπωνική ιδιωτική εταιρία), πτήση µε Fokker 70, προσγείωση στην Πνοµ-Πενχ και νάσου πάνω σε µοτό, δηλαδή σε παπί, µαζί και ο οδηγός και τα σακίδια στην πλάτη, αφού η δηµόσια συγκοινωνία εδώ είναι λέξη άγνωστη. Το δωµάτιο µου φαίνεται τροµακτικό, θεοσκότεινο, χωρίς παράθυρο µε τοίχους από κόντρα πλακέ, αλλά αποδεικνύεται τέλειο µε αθόρυβο αιρκοντίσιον και πεντακάθαρη τουαλέτα. Με ένα ηλίθιο moto driver που όλο χαµογελά και ιδέα δεν έχει από την πόλη (τώρα κατάλαβα γιατί τη λένε ΙΝ Οκίνα) πηγαίνω στο Tuon Sleng, τη φυλακή βασανιστηρίων. Οι φωτογραφίες και ότι έχει αποµείνει από τα κελιά είναι συγκλονίζουν ακόµα και τον πλέον ανιστόρητο. Λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα προλαβαίνω να µπω στο βασιλικό παλάτι, έστω χωρίς φωτογραφική µηχανή η οποία πρέπει να πληρώσει ξεχωριστό και πανάκριβο εισιτήριο. Η καταιγίδα συνεχίζεται ακόµα και έτσι, µετά το παλάτι, το µόνο που µου αποµένει είναι επιστροφή στο σκοτεινό δωµάτιο του ξενοδοχείου µου. Θα µπορούσα να φύγω αύριο, αλλά η πόλη έχει κάτι που θέλω να το καταλάβω, να τη νιώσω καλύτερα από ότι µια βόλτα στα αξιοθέατα. Καθώς έτρεχα βρεµένος πάνω στο tuck-tuck βουδιστές καλόγεροι βάδιζαν στη γραµµή, ένας 4

ελέφαντας περπατούσε ανάµεσα στα χιλιάδες µηχανάκια, κόσµος πολύς παρά τη βροχή, παιδιά ηµίγυµνα, φρικτά παραµορφωµένοι ζητιάνοι κάνουν βόλτα δίπλα στο ποτάµι. Ο ήλιος κάνει τα σύννεφα χρυσά, motorbike mister? Πνοµ Πενχ 19/72003 Σηκώθηκα κάπως πιο αργά σήµερα (8:00) και µε ένα συµπαθέστατο οδηγό επισκέφτηκα το χώρο εκτέλεσης 17.000 ανθρώπων και τους µαζικούς τάφους που υπάρχουν εκεί, και είναι γνωστά µε το όνοµα Killing Fields of Choeung Ek. Σήµερα, µια αναµνηστική στήλη γεµάτη µε κρανία, ταξινοµηµένα κατά ηλικία και φύλο και τα ανοιχτά λαγούµια άδεια πλέον από τα χιλιάδες κορµιά- είναι ότι έχει αποµείνει για να θυµίζει τα φοβερά γεγονότα. Ευχάριστη έκπληξη ο αγρινιώτης γυµναστής, µοναχικός ταξιδιώτης και αυτός. Κατά την επιστροφή στην πόλη (13 km) περνάµε από τα «δυτικά προάστια» της Πνοµ-Πενχ, µέσα από βρώµικές και σκονισµένες συνοικίες, τεράστιες λακκούβες γεµάτες λάσπη, φορτηγά, µοσχάρια, ποδήλατα και πλήθη βιαστικών ανθρώπων. Όπως έχω συµφωνήσει µε τον (έκπληκτο) οδηγό µου µε πηγαίνει στη φρικτή παραγγούπολη γνωστή σαν Stung Meanchey. Εκατοντάδες άνθρωποι ζουν στις παρυφές της τριτοκοσµικής χωµατερής, συλλέγοντας χρήσιµα υλικά σκαλίζοντας τα βουνά των σκουπιδιών. Τα απορριµµατοφόρα αδειάζουν τα φορτία τους ενώ ηµίγυµνα παιδιά πηδούν πάνω στις καρότσες πριν αυτές αδειάσουν για να προλάβουν τους µεγαλύτερους. Τα σκουπίδια εδώ περιλαµβάνουν νοσοκοµειακά και βιοµηχανικά απόβλητα χωρίς διάκριση. Οι ζυµώσεις που προκαλεί η ζέστη των 36+ βαθµών και της υγρασίας, δηµιουργούν ένα δηλητηριώδες νέφος που καλύπτει ολόκληρη την περιοχή, µαζί µε εστίες καύσης. Αν δεν είναι αυτή η κόλαση επί γης, τότε δεν µπορώ να φανταστώ πια θα µπορούσε να είναι. Με το στοµάχι µου κόµπο φτάνω στο ξενοδοχείο, πετώ τη µπλούζα µου στα σκουπίδια και µπαίνω κάτω από το ντους, για να ξεπλύνω µάταια- τη µυρωδιά που νοµίζω ότι µε ακολουθεί ακόµα. Βόλτες χωρίς προορισµό στην πόλη, η ζέστη γίνεται σιγά σιγά ανυπόφορη, µε ένα moto και µε τον LP ανοικτό για να του δείχνω το δρόµο πηγαίνω σε µια από τις µεγάλες σκεπαστές αγορές. Η ζέστη έχει αποχαυνώσει τους πάντες, δεν έχω καµία όρεξη για παζάρια, ενώ η µεσηµεριάτικη καταιγίδα πλησιάζει απειλητικά. Περιπλανιέµαι ανάµεσα από φρικτές πολυκατοικίες και χαρούµενα παιδιά προς το κέντρο της πόλης. Ο ήλιος χαµηλώνει βάζοντας φωτιά στα σύννεφα, στις όχθες του ποταµού η ζωή κυλά µε πλήθη κόσµου κάθε τάξης, οικογενειάρχες, άστεγοι, παιδιά, καλόγεροι, νεαρές κοπέλες, είναι όλοι εκεί σαν σε λαϊκό πανηγύρι. Ανάµεσα στους σακάτηδες και 2 παιδάκια µε κεφάλια (και πιθανώς και νοηµοσύνη) µαϊµούς συγκεντρώνουν πλήθη περίεργων γύρω τους. Κουβεντιάζω για τη ζωή στην Ευρώπη µε ένα νεαρό µηχανικό και τη σύζυγό του και πείθοµαι ξανά ότι η ζωή µπορεί να είναι ωραία όπου κι αν είσαι. Η συζήτησή µας διακόπτεται από το στολισµένο µε φώτα και µουσική στο τέρµα, ένα «προεκλογικό καραβάκι» µε υποσχέσεις και όνειρα βεγγαλικά. Παιδιά του δρόµου µε τα τσουβάλια στην πλάτη το υποδέχονται τσιρίζοντας και πηδώντας γύρω του, ίσως για λίγες καραµέλες. Το επόµενη Κυριακή έχουν εκλογές. Πνοµ Πενχ 20/72003 Έξι το πρωί, η πόλη κοιµάται ακόµα αλλά η ζέστη, ζέστη. Με δυσκολία βρίσκω να κάνω πρωινό, εφτά παρά πρέπει να είµαι στην προβλήτα. Το ταχύπλοο για Siem Reap είναι ένα είδος ιπτάµενου δελφινιού, το οποίο ταξιδεύει γρήγορα χωρίς να πλανάρει. Η διαδροµή περνά από δαιδαλώδεις δρόµους του ποταµού ενώ η ζωή εκτυλίσσεται στις όχθες λουσµένη στο πρωινό φως. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες κάθονται στη σκεπή, ενώ εγώ προτιµώ το πλάι µε το πόδια στο νερό. Η άφιξη στο Siem Reap είναι µάλλον αστεία µε δεκάδες βάρκες να µας πολιορκούν και να ξεφωνίζουν κρατώντας φωτογραφίες από διάφορα ξενοδοχεία. Επειδή η στάθµη των νερών είναι χαµηλά, οι βάρκες µας µεταφέρουν στην ξηρά ακολουθώντας ένα στενό υδάτινο δρόµο, περνώντας µάλιστα µέσα από ένα πλωτό βιετναµέζικο χωριό. 5

Το δωµάτιο δεν είναι το καλύτερο, µε το αιρκοντίσιον προβληµατικό αλλά µε αυτή τη ζέστη δεν τολµά κανείς να ψάξει γι άλλο. Αφού πέσει λίγο η ζέστη ποδηλατώ τα 10 km µέχρι το σηµείο που βγάζουν εισιτήρια για το Ανγκόρ Βατ και στη συνέχεια µια σύντοµη µατιά στο ναό καθώς ο ήλιος δύει. Αν και οι φύλακες δεν µε αφήνουν να περάσω, το φως του ήλιου πίσω από τα σύννεφα είναι µαγευτικό. Siem Reap 21/72003 Και πάλι ξύπνηµα στις 5, σκοτάδι µαύρο, φορτώνοµαι νερά φωτογραφικά και ποδηλασία (10km σε πρώτη φάση) για ανατολή ηλίου στο Ανγκόρ Βατ. Η ανατολή κάθε άλλο παρά σπουδαία είναι, υπάρχει υγρασία και αραιή συννεφιά, οι φιγούρες των 3 πύργων του Ανγκόρ Βατ αποτυπώνονται όµως για πάντα στο φιλµ και στο µυαλό µου. ύο τρία χιλιόµετρα µακρύτερα βρίσκεται ο ναός Banyon, µε µυστηριώδεις πέτρινες µορφές και αινιγµατικό χαµόγελο. Η ώρα είναι 6 προς 7, το φως είναι υπέροχο, δεν υπάρχει κανένας άλλος εδώ, και η αίσθηση του χώρου είναι µοναδική. Συνεχίζω την ποδηλασία από ναό σε ναό που βρίσκονται διασκορπισµένοι σε αποστάσεις 2-3 km, 26 km συνολικά για να τους δεις όλους. Η µεγάλη ζέστη ξεκινά και καταναλώνω περίπου 1 L νερό την ώρα. Στο ναό Ta Pron, τον οποίο έχει καταπιεί στην κυριολεξία η ζούγκλα σθναντώ τον γεράκο του εξωφύλλου του LP. Κουβεντιάζουµε και µαθαίνω ότι λέγεται Niam, είναι 83 ετών και κρατά τον χώρο του ναού καθαρό από τα φύλλα εδώ και πολλά χρόνια. Πολύ χάρηκα που τον βρήκα! Κατά τις 3 το µεσηµέρι ανεβαίνω µε τα πόδια τον µοναδικό βραχώδη λόφο και αισθάνοµαι ότι αρχίζω να παθαίνω θερµοπληξία (πονοκέφαλος ισχυρό κοκκίνισµα). Στέκοµαι για µια ανάσα και παρατηρώ το θανατηφόρο πράσινο φίδι χαλουµάν να γλιστρά από κλαδί σε κλαδί. Κατά τις 4 έχω επιστρέψει στο Ανγκόρ Βατ το οποίο φωτογραφικά είναι απελπισία: σκαλωσιές, τέντες διάφορα µηχανήµατα και καραβιές από κορεάτες. Στη δροσιά µιας στοάς κουβεντιάζω µε δύο νεαρούς καλόγερους που έχουν έρθει εδώ για να εξασκήσουν τα αγγλικά τους. Με αρκετά µεγάλη προσπάθεια ποδηλατώ τα υπόλοιπα 10 km µέχρι το ξενοδοχείο, ντους, δείπνο και ύπνο σαν πεθαµένος. Siem Reap 22/72003 Αν και για τη σηµερινή µέρα δεν είχα προγραµµατίσει σπουδαία πράγµατα, έµελλε όµως να είναι συναισθηµατικά γεµάτη. Μετά το φτωχό πρωινό στο ξενοδοχείο µου πηγαίνω µε moto στην (κινητή) όχθη της λίµνης Tonle Sap για µια βόλτα στο πλωτό χωριό. Μια γνωριµία της στιγµής µε την Ιταλίδα Janna ήταν αρκετή για να πάρουµε µαζί µια µεγάλη βάρκα (αντί της µικρής µε κουπί που θα έπαιρνα µόνος µου). Η βόλτα ανάµεσα στα πλεούµενα-σπίτια του χωριού δεν είναι κάτι το εξαιρετικό, απλά ενδιαφέρον. Περισσότερο ενδιαφέρον είχε το «µποτιλιάρισµα» που υπήρχε πάρα κάτω εξαιτίας των σπιτιών που µεταφέρονταν σε άλλη θέση και γινόταν πραγµατικό κοµφούζιο. Όταν είχαµε κολλήσει για τα καλά µάλιστα πηδήσαµε σε ένα από τα σπίτια. Επιστροφή στο ξενοδοχείο, µικρή βόλτα στην πόλη για ιντερνετικό τηλέφωνο και µε το ποδήλατο ξεκινώ να βρω το «µουσείο των ναρκών». Και λεω ξεκινώ να βρω, γιατί δεν πρόκειται για κανονικό µουσείο όπως αυτά που φαντάζεστε. Ο Aki Ra είναι ένα παιδί του πολέµου, από τότε που θυµάται τον κόσµο (σήµερα 28 ετών), έζησε µέσα στη βία και τις µάχες (όπως άλλωστε οι περισσότεροι συνοµήλικοί του). Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και µε την επανάσταση τον έβαλαν να εργάζεται στη διάνοιξη δρόµων. Σύντοµα αρρώστησε από τις κακές συνθήκες και τον εκτέλεσαν, άλλωστε οι περισσότεροι διανοούµενοι, καλλιτέχνες, φοιτητές και γενικά οι σκεπτόµενοι άνθρωποι είχαν την ίδια µοίρα. Ο κ. Aki πολέµησε από παιδί (εξ)αναγκαστικά µε τους επαναστάτες. Όταν τον συνέλαβαν οι Βιετναµέζοι, το έπεισαν να πολεµήσει στο πλευρό τους. Όταν οι Καµποτζιανοί απώθησαν τους Βιετναµέζους, βρέθηκε να πολεµά µαζί µε τους τέως εχθρούς του τους αριστερούς επαναστάτες. «Έχω σκοτώσει πάρα πολλούς ανθρώπους» µου είπε στη κουβέντα που είχα µαζί τους «από όλες τις παρατάξεις αλλά τώρα κατάλαβα ότι ο αγώνας δεν είχε κανένα νόηµα». Σήµερα ασχολείται µε την εκκαθάριση των ναρκών που βρίσκονται παντού σκορπισµένες σε ολόκληρη τη χώρα, µια εξαιρετικά δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά αφού γίνεται µόνο µε τα χέρια. Η πατρίδα του είναι η πιο βαριά ναρκοθετηµένη περιοχή του πλανήτη, µε εκατοντάδες νεκρούς κάθε µήνα και ακόµα περισσότερους µόνιµα ανάπηρους, στην πλειοψηφία µάλιστα παιδιά (µια νάρκη στοιχίζει $5 να κατασκευαστεί και $500 800 για 6

να βρεθεί και να καταστραφεί). Σπίτι του έχει συλλέξει πλήθος από νάρκες και βλήµατα που δεν έχουν εκραγεί (UXO) τα οποία εκθέτει, εξηγώντας το µακάβριο τρόπο δράσης τους, µαζί µε αληθινές ιστορίες και φωτογραφίες από τους ανθρώπους που έπεσαν θύµατα. Επίσης φροντίζει τα σακατεµένα από νάρκες παιδιά και µε τη βοήθεια (ευρωπαίων νεαρών) εθελοντών προσπαθεί να εκπαιδεύσει τα παιδιά κυρίως τι πρέπει να κάνουν για αποφύγουν το θάνατο από τις νάρκες. Για τη δραστηριότητά του αυτή φυλακίστηκε, ξυλοκοπήθηκε και το υλικό που είχε συγκεντρώσει µεταφέρθηκε σε ένα «κρατικό» µουσείο. Ο λόγος ήταν ότι δυσφηµεί τη χώρα του και φοβίζει τους τουρίστες. Με εγγύηση $3.000 που πλήρωσαν φίλοι του από οργανισµούς βοήθειας, αφέθηκε ελεύθερος, αλλά όπως µου εξήγησε κάθε µήνα πληρώνει ένα ποσό στον διοικητή της αστυνοµίας για να µην τον ξανασυλλάβει. Κάθε πινακίδα που οδηγεί στο έτσι κι αλλιώς αποµονωµένο και µακριά από την πόλη σπίτι του, αφαιρείται αµέσως (και συχνά ακολουθεί και ξυλοκόπηµα). Έτσι λοιπόν χρειάστηκα 2 ώρες ποδηλασίας, πέρα δώθε µέχρι να καταφέρω να το βρω. Η περιοχή γύρω από το ποτάµι ήταν τουλάχιστον σκιερή, γεµάτη καλύβες και παιδάκια που πλατσούριζαν χαρούµενα ανάµεσα στα φριχτά σκουπίδια του ποταµού. Το λιτό σπίτι του αποτελείται από εκτός από την ξύλινη κυρίως κατοικία και από ένα υπόστεγο που βρίσκονται τα εκθέµατα µαζί µε φωτογραφίες και τραγικές ιστορίες, όπως η παρακάτω που αντιµετωπίζει καθηµερινά. Μια οικογένεια, πατέρας, µάνα και µωρό 6 µηνών ανατινάζονται πάνω στο κάρο τους, όταν κάποιος τροχός ξεφεύγει λίγο έξω από το µονοπάτι. Οι γονείς και 2 νεκροί, αλλά το µωρό επιζεί πιθανώς γιατί η µάνα το σφίγγει τη στιγµή της έκρηξης στην αγκαλιά της. Κανείς δεν τολµά να πλησιάσει το βρέφος που κλαιει µια νάρκη δεν είναι ποτέ µόνη-. Χρειάστηκαν 3 µέρες για να φτάσει στο σηµείο αυτό ο Aki και να πάρει στα χέρια του το µωρό, το οποίο ως εκ θαύµατος ήταν ζωντανό πίνοντας γάλα από το στήθος της νεκρής µητέρας του. Οι ιστορίες ατελείωτες γεµίζουν τους τοίχους του υπόστεγου, όπως και η εφευρετικότητα των ανθρώπων για ακόµα χειρότερες νάρκες, νάρκες µε καρφιά, νάρκες που πηδάνε για να εκραγούν πάνω από το έδαφος για περισσότερη αποτελεσµατικότητα, νάρκες διασυνδεδεµένες που εκρήγνυνται όλες µαζί αν εκραγεί µια, νάρκες που κρέµονται από κλαδιά, νάρκες που σκοντάφτεις, σε κάποιο σύρµα και προξενείς την έκρηξη ολόκληρου πεδίου, ακόµα και δηλητηριασµένα σίδερα σκεπάζονται µε φύλλα για να διαπεράσουν τις συνήθως γυµνές πατούσες των ανθρώπων. Όλα αυτά µας τα έδειξε καθώς µαινόταν η απογευµατινή καταιγίδα και το νερό χτυπούσε µε µανία την τσίγκινη σκεπή του υπόστεγου. Επιστρέφοντας στην πόλη από τον ίδιο λασπόδροµο, που τώρα είχε γεµίσει νερά άρχισα να παρατηρώ µε διαφορετικό µάτι τους ανθρώπους αυτούς. Siem Reap 23/7/2003 Σήµερα πρέπει να είναι η τυχερή µου µέρα. Ξύπνησα κανονικά 6 παρά, µετά από µια µάλλον κακή νύχτα (διακοπή ρεύµατος άρα και αιρκοντίσιον, κυνήγι 2 κατσαρίδων η µία τεράστιακαι κραυγές κιχ κιχ στις 4 το πρωί από τα γιγάντια σαυράκια του δωµατίου µου). Τέλος πάντων, το ταξί ήρθε στην ώρα του, µε πήγε στο σηµείο επιβίβασης, οι βάρκες µας µετέφεραν στο ταχύπλοο (τύπου δελφίνι), βολεύτηκα στην πλώρη και περίµενα να ξεκινήσει. Η καλή µου τύχη όµως βάζει τον καπετάνιο να σφυρίξει και να µας γνέψει να φύγουµε από εκεί γιατί του µειώνουµε υποτίθεται την ορατότητα. Καθώς πηγαίνω προς τα πίσω και το σκάφος λύνει για να αναχωρήσει, βλέπω ανάµεσα στο πλήθος τη Janna, την Ιταλίδα να µε χαιρετά µε ένα πλατύ χαµόγελο. Σαν κεραυνός µου έρχεται στο νου ότι η Janna πήγαινε στην Πνοµ-Πενχ, 5 ώρες στην αντίθετη κατεύθυνση, ήµουν σε λάθος σκάφος! Ίσα που προλαβαίνω να βρω το σακίδιό µου, καθυστερούν εξαιτίας µου την αναχώρηση, κι ένας βαρκάρης µου ζητά εκβιαστικά 1$ για να µε ξεµπαρκάρει. Εκείνη τη στιγµή περνά σε απόσταση η βάρκα για Battambang, φωνάζουν όλοι µαζί και ευτυχώς πλησιάζει και µε παίρνει. Είναι ένα µεγάλο κρις-κραφτ, υπερφορτωµένο µε 15 άτοµα και 200άρα µηχανή που το κάνει να πετά και να κινδυνεύει να διαλυθεί πάνω στον κυµατισµό της λίµνης. Σύντοµα αφήνουµε την λίµνη και τρέχουµε µέσα στο ποτάµι, διαταράζοντας τη ζωή στις όχθες ζώων και ανθρώπων. Αν και κόβει ταχύτητα όταν περνάµε στους πλωτούς οικισµούς, τα κύµατα εισβάλλουν στα σπίτια τους παραλίγο να βυθίσουν τις πιρόγες τους και τροµάζουν τα µικρά παιδιά που τις οδηγούν. Η διαδροµή συνεχίζεται κόντρα στο ρεύµα, µε συνεχή S και κίνδυνο 7

να συγκρουστούµε µε άλλες βάρκες αφού από την πυκνή βλάστηση δεν υπάρχει καθόλου ορατότητα. Αφού πρώτα µείνουµε από βενζίνη που θα µας φέρει µια άλλη βάρκα, στο καθορισµένο σηµείο, µεσηµέρι πια φτάνουµε στο Battambang. Το ξενοδοχείο φαίνεται καλό, µε ισχυρό αιρκοντίσιον που αν δεν το κλείσεις κάθε τόσο παγώνεις. Αλλεπάλληλες καταιγίδες δεν µε αφήνουν να βγω έξω και µετά λασπουριά και η γκριζάδα του ουρανού που αδικεί την πόλη. Άλλωστε εδώ είµαι όχι για να δω κάτι, αλλά ταξιδεύοντας προς την Ταϊλάνδη. Τριγυρίζω την πόλη µέχρι να νυχτώσει, έχω βαρεθεί να χαιρετάω κόσµο, εδώ οι τουρίστες είναι σπάνιο είδος. Battambang 24/7/2003 Με οδηγό τον κ. Som πάνω στο παπί του παίρνουµε τους χωµάτινους δρόµους ανάµεσα στους ορυζώνες προς τον λόφο πάνω στον οποίο δεσπόζει ο ναός Phnom Sampeau. Ανεβαίνουµε τα αµέτρητα σκαλιά, µουσική και ύµνοι ακούγονται µέσα από την παγόδα, απέξω γυναίκες και µικρά κορίτσια µεταφέρουν τσιµέντο στις ισχνές τους πλάτες για τις εργασίες που γίνονται τριγύρω. Κατεβαίνουµε από άλλο µονοπάτι, βλέπουµε τη σπηλιά που έριχναν τα πτώµατα οι Χµερ, τώρα υπάρχει ένας Βούδας και εκατοντάδες κόκαλα σε ένα σιδερένιο κλουβί. Συνεχίζουµε µε το moto προς το Wat Banan, ναό προαγκοριανής εποχής το σχέδιο του οποίου λέγεται ότι ενέπνευσε την κατασκευή του Ανγκόρ Βατ. Μια ώρα δρόµος επιστροφή στο Battambang µε ψιχάλες και αντηλιά να σου καίει το δέρµα. Σύντοµη στάση για να δω το «λόρυ», βαγονέτο µε το οποίο µετακινούνται πάνω στις ράγες του τρένου οι αγρότες και επιστροφή στην πόλη. Σε αυτή την πόλη δεν υπάρχουν πολλά να κάνει κανείς, ιδιαίτερα όταν κάθε λίγο βρέχει και είναι µουντή. Βολτούλα, κουβεντούλα µε τους ντόπιους που άλλο δεν θέλουν, µέχρι να νυχτώσει. Τελευταία µέρα σήµερα στην Καµπότζη και παρά τη λάσπη της, την κακοµοιριά, τα σκουπίδια, τελικά υπάρχει κάτι πίσω από όλα αυτά, θες τα χαµόγελα των παιδιών, τα σχιστά µάτια των γυναικών, οι εικόνες της καθηµερινής ζωής µέσα από τις ορθάνοιχτες καλύβες, το κοριτσάκι µε τα κοτσίδια που µοιράζεται το φαγητό του µε ένα µικρό σκυλάκι του δρόµου, υπάρχουν τόσα πολλά και απλά πράγµατα που εµείς οι άνθρωποι από τη ύση δεν θα τα δούµε ποτέ. Battambang 25/7/2003 Σήµερα τελειώνει το ταξίδι και ξεκινά ο δρόµος της επιστροφής. 6:30, το ταξί έρχεται στην ώρα του, µαζί και ο γέρο-άγγλος που ζει τη δεύτερη νεότητά του πλάι στη νεαρή Ταϊλανδέζα. Βαριά συννεφιά και ψιλοβροχή, ο δρόµος είναι ότι χειρότερο µπορεί φανταστεί κανείς για να διασχίσει ένα κάµπο: Το µεγαλύτερο µέρος λάσπη που γλιστράει σαν πάγος, µηχανάκια προσπαθούν να ισορροπήσουν, παιδιά, σκυλιά, κότες τρέχουν ανάµεσα σε υπερφορτωµένα φορτηγά, ένα έχει ακινητοποιηθεί µε σπασµένο άξονα, 2 άλλα έχουν βγει από το δρόµο και αν όλα αυτά δεν σας φαίνονται αρκετά να και οι οπαδοί του CPP (Cambodian People s Party) πάνω σε δεκάδες τρακτέρ, φορτηγά και παπιά µε λευκά πουκάµισα, άνδρες και γυναίκες ανεµίζοντας σηµαίες. Τα κοµµάτια µε άσφαλτο είναι µάλλον χειρότερα γιατί όλα τα παραπάνω συµβαίνουν µε µεγαλύτερες ταχύτητες (οδήγηση τύπου Ιάβας για όσους ξέρουν...), αλλά ευτυχώς είναι λιγοστά. Φτάνοντας στο Poipet, τη συνοριακή πόλη η κατάσταση είναι πραγµατικά χαοτική, µε παχιά κρεµώδη λάσπη που ξεπερνά τον αστράγαλο, οι περισσότεροι ξυπόλητοι, ενώ την ώρα που βγαίνουµε από το ταξί ξεσπάει και η καταιγίδα και µας γλιτώνει από τους ζητιάνους που βρίσκονται σε πραγµατική παρέλαση. Κάνοντας τα 50 βήµατα που χωρίζουν την Καµπότζη από την Ταϊλάνδη, νοµίζεις ότι άλλαξες όχι µόνο χώρα, αλλά και εποχή. Οι δρόµοι καλοί, τα πάντα λειτουργούν, αν µιλούσαν και αγγλικά και σταµατούσε κι αυτή η καταιγίδα! Μισοβρεµένος ψάχνω για tuck-tuck, που έχουν εξαφανιστεί όλα, το σακίδιο συνεχίζει να µουσκεύει γιατί ακόµα και µέσα στο tuck-tuck βρήκα επιτέλους ένα, το νερό µπαίνει άφθονο από τις πλαϊνές τέντες. Το λεωφορείο είναι 1 ης θέσης και το ταξίδι για Μπανγκόκ άνετο. Η Καο Σα γεµάτη νεολαία, φρικιά, φώτα και µουσική σαν τη Μύκονο τη δεκαετία του 70. 8

Μπανγκόκ 26/7/2003 Μολυβένιος ο ουρανός και δεν αρχίζει να ξεσπάσει η βροχή. Με τα πόδια πηγαίνω στο Siam Square, που φαίνεται να έχει γίνει το νέο Manhattan της Ασίας. Ουρανοξύστες µε τεράστιες πολυτελείς αγορές, γιγαντοοθόνες παντού, το skytrain, κινηµατογράφοι τύπου Village Park, ντεκόρ τύπου Disneyland και νεολαία (Σάββατο σήµερα), νεολαία που χαίρεσαι να τη βλέπεις. Έχει µια δύναµη αυτή η πόλη και το ξανανιώθω για 3η φορά που είµαι εδώ. Στον ν-οστό όροφο βλέπω τη βροχή να πέφτει πάνω στα µοντέρνα πανύψηλα κτίρια που η κορυφές τους χάνονται στη θολούρα του ουρανού και µέσα τους ένα µελίσσι ανθρώπων να κινείται ασταµάτητα. Με µαγεύει αυτή η πόλη, τώρα καταλαβαίνω τον άγγλο µηχανικό που αποφάσισε να µείνει µόνιµα εδώ. Καθώς παρατηρώ και ζηλεύω τα µοντέρνα έπιπλα στις βιτρίνες φαντάζοµαι το εσωτερικό του σπιτιού, λιτό, εξωτικό και µοντέρνο. Μπανγκόκ 27/7/2003 Οι εικόνες στήνουν χορό τρελό στο µυαλό µου, σήµερα το βράδυ φεύγω κι ούτε ξέρω αν χαίροµαι ή λυπάµαι, αν νυστάζω ή αν είµαι ξύπνιος. Το σίγουρο είναι ότι έχω ακόµα 10 εξασφαλισµένες ώρες πάνω από τα σύννεφα. 9