ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ Ο Κουέντιν έκανε ένα μαγικό κόλπο. Κανείς δεν το πρόσεξε. Περπατούσαν στο κρύο, ανώμαλο πεζοδρόμιο μαζί, ο Τζέιμς, η Τζούλια και ο Κουέντιν. Ο Τζέιμς και η Τζούλια ήταν πιασμένοι χέρι χέρι. Έτσι ήταν τα πράγματα τώρα. Το πεζοδρόμιο δεν ήταν αρκετά πλατύ, οπότε ο Κουέντιν περπατούσε πίσω τους, σαν μουτρωμένο παιδί. Θα προτιμούσε να ήταν μόνος με την Τζούλια ή απλώς μόνος, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Ή τουλάχιστον προς αυτό το συμπέρασμα οδηγούσαν αναπότρεπτα τα διαθέσιμα στοιχεία. «Εντάξει!» είπε ο Τζέιμς πάνω από τον ώμο του. «Κιου. Ας συζητήσουμε τη στρατηγική μας». Ο Τζέιμς το διαισθανόταν αμέσως όταν ο Κουέντιν άρχιζε να λυπάται τον εαυτό του. Η συνέντευξη του Κουέντιν ήταν σε εφτά λεπτά. Αμέσως μετά ήταν η συνέντευξη του Τζέιμς. «Καλή, γερή χειραψία. Κοιτάς τον άλλο στα μάτια. Και μετά, πάνω που έχει αρχίσει να νιώθει άνετα, τον βαράς με μια καρέκλα κι εγώ σπάω τον κωδικό του και στέλνω e-mail στο Πρίνστον». «Απλώς να είσαι ο εαυτός σου, Κιου», είπε η Τζούλια. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω σε μια κυματιστή κοτσίδα. Ήταν πάντα καλή μαζί του κι αυτό για κάποιο λόγο χειροτέρευε τα πράγματα. «Αυτό δεν είπα κι εγώ;» Ο Κουέντιν έκανε πάλι το μαγικό κόλπο. Ήταν ένα πολύ μικρό κόλπο, ένα τέχνασμα του ενός χεριού με ένα νόμισμα των πέντε σεντ.
16 ΛΕΒ ΓΚΡΟΣΜΑΝ Το έκανε μέσα στην τσέπη του παλτού του όπου κανείς δε θα μπορούσε να το δει. Το έκανε πάλι, και μετά το έκανε ανάποδα. «Μπορώ να μαντέψω τον κωδικό του», είπε ο Τζέιμς. «Θα είναι Κωδικός». Ήταν λιγάκι απίστευτο πόσο καιρό συνέβαινε αυτό, σκέφτηκε ο Κουέντιν. Ήταν και οι τρεις μόνο δεκαεφτά χρονών, αλλά ένιωθε σαν να ήξερε τον Τζέιμς και την Τζούλια αιώνες. Το εκπαιδευτικό σύστημα του Μπρούκλιν ξεδιάλεγε τα προικισμένα παιδιά και τα έβαζε όλα μαζί, μετά ξεχώριζε τα εξωφρενικά έξυπνα από τα απλώς προικισμένα και τα έβαζε κι αυτά μαζί, και το αποτέλεσμα ήταν ότι από το δημοτικό ακόμα έπεφταν συνέχεια ο ένας πάνω στον άλλο, στους ίδιους διαγωνισμούς δημόσιας αγόρευσης, σε περιφερειακά τεστ λατινικών και σε μικροσκοπικές ειδικές τάξεις για υπερπροχωρημένα μαθηματικά. Οι πιο σπασίκλες από τους σπασίκλες. Τώρα πια, στην τελευταία χρονιά τους στο λύκειο, ο Κουέντιν γνώριζε τον Τζέιμς και την Τζούλια πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο, χωρίς να εξαιρεί τους γονείς του, όπως τον γνώριζαν κι αυτοί. Όλοι ήξεραν τι θα πει ο άλλος πριν το πει. Όποιος ήταν να κοιμηθεί με κάποιον απ τους άλλους το είχε κάνει ήδη. Η Τζούλια η χλομή, ονειροπόλα Τζούλια με τις φακίδες, που έπαιζε όμποε και ήξερε περισσότερη φυσική ακόμα κι απ αυτόν δε θα κοιμόταν ποτέ με τον Κουέντιν. Ο Κουέντιν ήταν αδύνατος και ψηλός, και συνήθιζε να καμπουριάζει τους ώμους σε μια μάταιη προσπάθεια να είναι προετοιμασμένος για το όποιο χτύπημα θα ερχόταν από τον ουρανό και το οποίο λογικά θα έβρισκε πρώτα τους ψηλούς. Τα μαλλιά του, που του έφταναν στους ώμους, ήταν κολλημένα μεταξύ τους μεριές μεριές. Θα έπρεπε να τα είχε στεγνώσει μετά το γυμναστήριο, ειδικά σήμερα που είχε τη συνέντευξη, αλλά για κάποιο λόγο ίσως ήταν σε φάση να σαμποτάρει τον εαυτό του δεν το είχε κάνει. Ο χαμηλός γκρίζος ουρανός σήμερα το πήγαινε απειλητικά για χιόνι. Ο Κουέ-
ΟΙ ΜΑΓΟΙ 17 ντιν είχε την αίσθηση ότι ο κόσμος είχε ξεδιπλώσει μια σκηνή δυστυχίας μπροστά του ειδικά γι αυτόν: κοράκια πάνω σε καλώδια, πατημένα σκυλόσκατα, σκουπίδια παρασυρμένα από τον άνεμο, πτώματα αμέτρητων φύλλων βελανιδιάς που βεβηλώνονταν με αμέτρητους τρόπους από αμέτρητα οχήματα και πεζούς. «Θεέ μου, έχω σκάσει», είπε ο Τζέιμς. «Έφαγα πολύ. Γιατί τρώω πάντα πολύ;» «Επειδή είσαι ένα αχόρταγο γουρούνι;» είπε η Τζούλια με ένα φωτεινό χαμόγελο. «Επειδή βαρέθηκες να βλέπεις τα πόδια σου; Επειδή προσπαθείς να κάνεις το στομάχι σου να αγγίξει το πέος σου;» Ο Τζέιμς έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι, με τα δάχτυλα πάνω στα κυματιστά καστανά μαλλιά του και το καφετί κασμιρένιο παλτό του ανοιχτό στο κρύο του Νοέμβρη, και ρεύτηκε δυνατά. Το κρύο δεν τον ενοχλούσε ποτέ. Ο Κουέντιν κρύωνε διαρκώς, σαν να ήταν παγιδευμένος σε ένα δικό του ιδιωτικό, προσωπικό χειμώνα. Ο Τζέιμς άρχισε να τραγουδά μια μελωδία που έμοιαζε με διασταύρωση του «Good King Wenceslas» και του «Bingo». Ζούσε ένα παιδί σε παλιά εποχή Γερό, δυνατό και γενναίο Καβάλα σ άλογο φορούσε σπαθί Κι όλοι το λέγαν Ντέιβ-έο «Θεέ μου!» στρίγκλισε η Τζούλια. «Σταμάτα!» Ο Τζέιμς είχε γράψει αυτό το τραγούδι πριν από πέντε χρόνια, στο γυμνάσιο, για μια παρωδία σόου ταλέντων. Του άρεσε ακόμα να το τραγουδάει και πλέον το ήξεραν όλοι απέξω. Ενώ εκείνος τραγουδούσε, η Τζούλια τον έσπρωξε σε ένα σκουπιδοτενεκέ, και επειδή αυτό δεν είχε αποτέλεσμα του άρπαξε το σκούφο κι άρχισε να τον χτυπά στο κεφάλι με δαύτον.
18 ΛΕΒ ΓΚΡΟΣΜΑΝ «Τα μαλλιά μου! Τα ωραία μου μαλλιά που τα χω φτιάξει για τη συνέντευξη!» Ο βασιλιάς Τζέιμς, σκέφτηκε ο Κουέντιν. Le roi s amuse.* «Δε θέλω να σας χαλάσω το πάρτι», είπε, «αλλά έχουμε κάτι σε δύο λεπτά». «Ω Θεέ μου, Ω Θεέ μου!» τιτίβισε κοροϊδευτικά η Τζούλια. «Η δούκισσα μας περιμένει! Θα αργήσουμε πολύ!» Θα πρεπε να είμαι ευτυχισμένος, σκέφτηκε ο Κουέντιν. Είμαι νέος, ζωντανός και υγιής. Έχω καλούς φίλους. Έχω δύο σχετικά μη πειραγμένους γονείς, τον μπαμπά, επιμελητή ιατρικών εγχειριδίων, και τη μαμά, γραφίστρια με αποτυχημένες φιλοδοξίες ζωγράφου. Είμαι ένα αξιόπιστο μέλος της μεσαίας-μεσαίας τάξης. Ο μέσος όρος βαθμολογίας μου είναι κατά ένα βαθμό μεγαλύτερος από όσο αντιλαμβάνονται έστω οι περισσότεροι ότι μπορεί να φτάσει ένας μέσος όρος βαθμολογίας. Όμως, καθώς περπατούσε στην Πέμπτη Λεωφόρο στο Μπρούκλιν, με το μαύρο παλτό και το γκρίζο κοστούμι ειδικά για τη συνέντευξη, ο Κουέντιν ήξερε ότι δεν ήταν ευτυχισμένος. Γιατί όμως; Είχε συγκεντρώσει με κάθε προσοχή όλα τα συστατικά της ευτυχίας. Είχε εκτελέσει όλες τις απαραίτητες τελετουργίες, είχε πει τα λόγια, είχε ανάψει τα κεριά, είχε κάνει τις θυσίες. Όμως η ευτυχία, σαν ανυπάκουο πνεύμα, αρνούνταν να έρθει. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Περπατώντας πίσω από τον Τζέιμς και την Τζούλια, πέρασε μπροστά από κάβες, αυτόματα πλυντήρια, μοντέρνες μπουτίκ, καταστήματα κινητών τηλεφώνων με σιρίτια από νέον, ένα μπαρ όπου κάμποσοι γέροι έπιναν ήδη στις τρεις και σαράντα πέντε το μεσημέρι, μια εστία με καφετιά τούβλα των Βετεράνων Πολέμων Εκτός Επικράτειας με πλαστικά τραπέζια και καρέκλες στο πεζοδρόμιο. Όλα επιβεβαίωναν απλώς την πεποίθησή του ότι η πραγματική του ζωή, * Ο βασιλιάς διασκεδάζει. (Σ.τ.Ε.)
ΟΙ ΜΑΓΟΙ 19 η ζωή που θα έπρεπε να ζει, είχε χαθεί από κάποιο σφάλμα της κοσμικής γραφειοκρατίας. Δεν μπορεί να ήταν αυτή η ζωή του. Την είχαν δώσει κάπου αλλού, σε κάποιον άλλο, και στον ίδιο είχαν αφήσει αυτό το σκατοϋποκατάστατο, αυτή την απομίμηση ζωής. Μπορεί η πραγματική ζωή του να εμφανιζόταν στο Πρίνστον. Έκανε πάλι το κόλπο με το κέρμα στην τσέπη του. «Παίζεις το πουλί σου, Κουέντιν;» ρώτησε ο Τζέιμς. Ο Κουέντιν κοκκίνισε. «Όχι, δεν παίζω το πουλί μου». «Δε χρειάζεται να ντρέπεσαι». Ο Τζέιμς τον χτύπησε στον ώμο. «Ξελαμπικάρει το μυαλό». Ο άνεμος διαπερνούσε το λεπτό ύφασμα του κοστουμιού, αλλά ο Κουέντιν αρνούνταν να κουμπώσει το παλτό του. Άφηνε το κρύο να το διαπερνά. Δεν είχε σημασία, έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πραγματικά εκεί. Ήταν στο Φίλορι. Το Φίλορι του Κρίστοφερ Πλόβερ είναι μια σειρά από πέντε μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην Αγγλία τη δεκαετία του 1930. Περιγράφουν τις περιπέτειες των πέντε παιδιών της οικογένειας Τσάτγουιν σε μια μαγική χώρα την οποία ανακαλύπτουν ενώ κάνουν δια κοπές στην εξοχή με τους εκκεντρικούς θείους τους. Φυσικά, δεν είναι πραγματικά σε διακοπές ο πατέρας τους είναι χωμένος ως τον πισινό στη λάσπη και στο αίμα στο Πασεντέιλ και η μητέρα τους έχει μπει στο νοσοκομείο εξαιτίας μιας μυστηριώδους πάθησης που κατά πάσα πιθανότητα είναι ψυχολογικής φύσεως, και γι αυτό το λόγο στέλνουν άρον άρον τα παιδιά στην εξοχή, υπό την προστασία του θείου και της θείας. Όμως όλη αυτή η δυστυχία συμβαίνει κάπου μακριά στο παρασκήνιο. Στο προσκήνιο, κάθε καλοκαίρι, επί τρία χρόνια, τα παιδιά
20 ΛΕΒ ΓΚΡΟΣΜΑΝ φεύγουν από τα διάφορα οικοτροφεία τους και επιστρέφουν στην Κορνουάλη, και κάθε φορά βρίσκουν το δρόμο για το μυστικό κόσμο του Φίλορι, όπου ζουν περιπέτειες και εξερευνούν μαγικούς τόπους και υπερασπίζονται τα ευγενικά πλάσματα που ζουν εκεί ενάντια σε διάφορες δυνάμεις που τα απειλούν. Ο πιο παράξενος και πιο επίμονος από αυτούς τους εχθρούς είναι μια πεπλοφόρα γυναικεία μορφή που είναι γνωστή μόνο ως Ωροφύλακας, της οποίας τα χρονολογικά μάγια απειλούν να σταματήσουν τον ίδιο το χρόνο, παγιδεύοντας όλο το Φίλορι στις πέντε η ώρα ενός ιδιαίτερα μουντού και βροχερού απογεύματος στα τέλη Σεπτεμβρίου. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, ο Κουέντιν διάβασε τα βιβλία του Φίλορι στο δημοτικό. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους σε αντίθεση με τον Τζέιμς και την Τζούλια, δεν τα ξεπέρασε ποτέ. Εκεί κατέφευγε όταν δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον πραγματικό κόσμο, κάτι που συνέβαινε συχνά. (Τα βιβλία του Φίλορι ήταν ακόμα μια παρηγοριά για το γεγονός ότι η Τζούλια δεν τον αγαπούσε και επίσης, κατά πάσα πιθανότητα, ο κύριος λόγος που δεν τον αγαπούσε.) Και ήταν αλήθεια, τα βιβλία είχαν έντονη οσμή αγγλικού νηπιαγωγείου, και ο Κουέντιν αισθανόταν κρυφή ντροπή όταν έφτανε στα σημεία με το Χουζουράλογο, ένα τεράστιο, στοργικό αλογόμορφο πλάσμα που τριγυρίζει τη νύχτα στο Φίλορι με βελούδινες οπλές και η ράχη του είναι τόσο πλατιά ώστε να μπορείς να κοιμηθείς πάνω της. Ωστόσο, το Φίλορι είχε μια πιο αποπλανητική, πιο επικίνδυνη αλήθεια από την οποία ο Κουέντιν δεν μπορούσε να ξεφύγει. Ήταν σχεδόν λες και τα βιβλία ιδιαίτερα το πρώτο, Ο Κόσμος Μέσα στους Τοίχους αφορούσαν το ίδιο το διάβασμα. Όταν ο μεγαλύτερος από τους Τσάτγουιν, ο μελαγχολικός Μάρτιν, ανοίγει το πορτάκι του μεγάλου εκκρεμούς στο σκοτεινό, στενό διάδρομο του σπιτιού της θείας του και περνά από μέσα για να βγει στο Φίλορι (ο Κουέντιν πάντα τον φανταζόταν να παραμερίζει αδέξια το εκκρεμές σαν τη στα-
ΟΙ ΜΑΓΟΙ 21 φυλή ενός τερατώδους λαιμού), είναι σαν να ανοίγει το εξώφυλλο ενός βιβλίου, το οποίο όμως κάνει πραγματικά ό,τι υπόσχονται πάντα να κάνουν τα βιβλία και δεν το κάνουν ποτέ: να σε βγάλουν από την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι και να σε περάσουν σε μια καλύτερη. Ο κόσμος που ανακαλύπτει ο Μάρτιν στους τοίχους του σπιτιού της θείας του είναι ένας κόσμος μαγικού λυκόφωτος, ένα τοπίο ασπρόμαυρο και σκληρό σαν τυπωμένη σελίδα, με χωράφια αγκαθωτά από τα κομμένα στάχυα και καμπυλωτούς λόφους που πάνω τους διασταυρώνονται παλιοί πέτρινοι τοίχοι. Στο Φίλορι γίνεται έκλειψη κάθε μεσημέρι και οι εποχές μπορεί να διαρκέσουν εκατό χρόνια. Γυμνά δέντρα γρατσουνούν τον ουρανό. Ανοιχτοπράσινες θάλασσες γλείφουν στενές λευκές παραλίες από σπασμένα κοχύλια. Στο Φίλορι τα πράγματα έχουν σημασία με έναν τρόπο που δεν ισχύει γι αυτό τον κόσμο. Στο Φίλορι νιώθεις τα σωστά συναισθήματα όταν συμβαίνει κάτι. Η ευτυχία είναι μια πραγματική, απτή, επιτεύξιμη δυνατότητα. Έρχεται όταν την καλείς. Ή μάλλον όχι, δε σου φεύγει ποτέ. Στάθηκαν στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι. Η γειτονιά ήταν πιο πολυτελής εδώ, με φαρδιά πεζοδρόμια και δέντρα που σχημάτιζαν θόλο από πάνω. Το σπίτι ήταν από τούβλο, το μόνο ανεξάρτητο οικοδόμημα σε μια γειτονιά από κτίρια κολλημένα το ένα στο άλλο. Ήταν φημισμένο στην περιοχή για το ρόλο που έπαιξε στην αιματηρή Μάχη του Μπρούκλιν και έμοιαζε να μέμφεται ευγενικά τα αυτοκίνητα και τα φώτα του δρόμου γύρω του με αναμνήσεις του αβρού παλαιοολλανδικού παρελθόντος του. Αν τώρα βρίσκονταν σε μυθιστόρημα του Φίλορι σκέφτηκε ο Κουέντιν απλώς και μόνο για τα πρακτικά, το σπίτι θα περιείχε ένα μυστικό πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο. Ο γέρος που ζούσε εκεί θα ήταν καλοσυνάτος και εκκεντρικός και θα έκανε αινιγματικά σχόλια,
22 ΛΕΒ ΓΚΡΟΣΜΑΝ και όταν τους γύριζε την πλάτη του, ο Κουέντιν θα έβρισκε ένα μυστηριώδες ντουλάπι ή ένα μαγεμένο ανελκυστήρα φαγητών ή κάτι τέτοιο, μέσα από το οποίο θα κοίταζε άναυδος το τοπίο ενός άλλου κόσμου. Αλλά δε βρίσκονταν σε μυθιστόρημα του Φίλορι. «Λοιπόν», είπε η Τζούλια. «Δώστε τους να καταλάβουν». Φορούσε ένα μπλε παλτό σερζ με στρογγυλό γιακά που την έκανε να μοιάζει με Γαλλίδα μαθήτρια. «Μπορεί να σε δούμε στη βιβλιοθήκη». «Γεια χαρά». Χτύπησαν τις γροθιές τους και η Τζούλια χαμήλωσε το βλέμμα αμήχανα. Ήξερε πώς ένιωθε ο Κουέντιν γι αυτήν, και κείνος ήξερε ότι ήξερε, και δεν υπήρχε τίποτε άλλο να πουν. Ο Κουέντιν περίμενε, προσποιούμενος ότι κοιτούσε εντυπωσιασμένος ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, ενώ η Τζούλια αποχαιρετούσε τον Τζέιμς με ένα φιλί έβαλε το χέρι της στο στήθος του και σήκωσε το πόδι σαν στάρλετ σε παλιά ταινία και μετά αυτός και ο Τζέιμς ανέβηκαν αργά το τσιμεντένιο μονοπάτι μέχρι την εξώπορτα. Ο Τζέιμς αγκάλιασε τον Κουέντιν από τους ώμους. «Ξέρω τι νομίζεις, Κουέντιν», είπε με τραχιά φωνή. Ο Κουέντιν ήταν ψηλότερος, αλλά ο Τζέιμς είχε πιο φαρδιές πλάτες και ήταν πιο γεροδεμένος, και με το τράβηγμά του ο Κουέντιν έχασε την ισορροπία του. «Νομίζεις ότι δε σε καταλαβαίνει κανείς. Εγώ όμως σε καταλαβαίνω». Έσφιξε τον ώμο του Κουέντιν με σχεδόν πατρικό τρόπο. «Είμαι ο μόνος που σε καταλαβαίνει». Ο Κουέντιν δε μίλησε. Μπορούσες να φθονήσεις τον Τζέιμς, αλλά δεν μπορούσες να τον μισήσεις, γιατί πέρα από το ότι ήταν όμορφος και έξυπνος, κατά βάθος ήταν επίσης ευγενικός και καλός. Του θύμιζε τον Μάρτιν Τσάτγουιν περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο που είχε γνωρίσει. Αν όμως ο Τζέιμς ήταν ένας Τσάτγουιν, τότε τι ήταν ο Κουέντιν; Όταν ήσουν με τον Τζέιμς είχες το βασικό πρόβλη-
ΟΙ ΜΑΓΟΙ 23 μα ότι αυτός ήταν πάντα ο ήρωας. Οπότε τι ήσουν εσύ; Ή ο κολαούζος ή ο κακός. Ο Κουέντιν χτύπησε το κουδούνι. Ένας απαλός, σιγανός ήχος ακούστηκε κάπου στα βάθη του σκοτεινού σπιτιού. Ήταν ένα παλιομοδίτικο αναλογικό κουδούνισμα. Ο Κουέντιν έκανε μια επανάληψη στη νοερή λίστα με τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, τους προσωπικούς στόχους κ.λπ. Ήταν απόλυτα προετοιμασμένος γι αυτή τη συνέντευξη με κάθε δυνατό τρόπο, με εξαίρεση ίσως τα μισοστεγνωμένα μαλλιά του, τώρα όμως που ο ώριμος καρπός όλης της προετοιμασίας ήταν μπροστά του, ξαφνικά έχασε κάθε επιθυμία γι αυτόν. Δεν παραξενεύτηκε. Είχε συνηθίσει πια αυτό το απογοητευτικό συναίσθημα, όπου μέχρι να κάνεις όλη τη δουλειά για να αποκτήσεις κάτι έχεις πάψει πια να το επιθυμείς. Το αισθανόταν συνέχεια. Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα για τα οποία μπορούσε να είναι βέβαιος. Μπροστά στην πόρτα υπήρχε μια καταθλιπτικά συνηθισμένη σήτα. Πορτοκαλιές και μοβ ζίνιες άνθιζαν ακόμα, ενάντια σε κάθε φυτοκομική λογική, σε ένα τυχαίο σχέδιο πάνω στα παρτέρια από μαύρο χώμα δεξιά κι αριστερά από την πόρτα. Τι παράξενο, σκέφτηκε ο Κουέντιν, χωρίς καμιά απολύτως περιέργεια, που ζουν ακόμα Νοέμβρη μήνα. Δε φορούσε γάντια, έτσι τράβηξε τα χέρια του μέσα στα μανίκια του παλτού του κι έβαλε τις άκρες των μανικιών κάτω από τις μασχάλες. Έκανε πολύ κρύο, αρκετό για να χιονίσει, αλλά περιέργως άρχισε να βρέχει. Έβρεχε ακόμα ύστερα από πέντε λεπτά. Ο Κουέντιν χτύπησε ξανά την πόρτα και μετά την έσπρωξε ελαφρά. Άνοιξε μια χαραμάδα, και ένα κύμα ζεστού αέρα ξεχύθηκε έξω. Η ζεστή, φρουτώδης μυρωδιά του σπιτιού κάποιου ξένου. «Γεια σας...» φώναξε ο Κουέντιν. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα με τον Τζέιμς. Έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε τελείως. «Ας του δώσουμε άλλο ένα λεπτό».
24 ΛΕΒ ΓΚΡΟΣΜΑΝ «Ποιος μπορεί να κάνει τέτοια δουλειά στον ελεύθερο χρόνο του;» είπε ο Κουέντιν. «Βάζω στοίχημα ότι είναι παιδεραστής». Το χολ ήταν σκοτεινό και σιωπηλό, οι ήχοι πνίγονταν στα ανατολίτικα χαλιά. Ο Τζέιμς, απέξω ακόμα, χτύπησε επίμονα το κουδούνι. Καμιά απάντηση. «Μάλλον δεν είναι κανείς εδώ», είπε ο Κουέντιν. Το γεγονός ότι ο Τζέιμς δεν έμπαινε μέσα του προκάλεσε ξαφνικά την επιθυμία να προχωρήσει ακόμα πιο πολύ. Σκέφτηκε ότι αν τελικά αποδεικνυόταν πως αυτός που θα τους έπαιρνε τη συνέντευξη ήταν ο φύλακας της μαγικής χώρας του Φίλορι, ήταν κρίμα που δε φορούσε πιο άνετα παπούτσια. Μια σκάλα οδηγούσε πάνω. Αριστερά υπήρχε μια ψυχρή τραπεζαρία που έδειχνε αχρησιμοποίητη, στα δεξιά ένα άνετο γραφείο με δερμάτινες πολυθρόνες κι ένα καμπυλωτό ξύλινο ντουλάπι στο ύψος ανθρώπου που έστεκε μόνο του σε μια γωνία. Ενδιαφέρον. Ένας παλιός ναυτικός χάρτης ψηλότερος από τον Κουέντιν έπιανε μισό τοίχο, με ένα περίτεχνο ακιδωτό ανεμολόγιο. Ψηλάφισε τους τοίχους αναζητώντας το διακόπτη για το φως. Σε μια γωνία υπήρχε μια ψάθινη καρέκλα, αλλά δεν κάθισε. Όλα τα στόρια ήταν τραβηγμένα. Η ποιότητα του σκοταδιού θύμιζε λιγότερο σπίτι με τις κουρτίνες τραβηγμένες και περισσότερο πραγματική νύχτα, λες και ο ήλιος είχε δύσει ή είχε γίνει έκλειψη τη στιγμή που ο Κουέντιν πέρασε το κατώφλι. Μπήκε στο γραφείο περπατώντας σε αργή κίνηση. Θα έβγαινε έξω και θα τηλεφωνούσε. Σε ένα λεπτό. Έπρεπε να ρίξει μια ματιά τουλάχιστον. Το σκοτάδι ήταν σαν αγκαθωτό ηλεκτρικό σύννεφο γύρω του. Το ντουλάπι μπροστά του ήταν τεράστιο, τόσο μεγάλο που μπορούσες να μπεις μέσα. Έβαλε το χέρι του στο μικρό βαθουλωμένο μπρούντζινο πόμολο. Ήταν ξεκλείδωτο. Τα δάχτυλά του έτρεμαν. Le roi s amuse. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Ένιωθε λες και ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω του, λες και όλη του η ζωή τον οδηγούσε σε αυτή τη στιγμή.
ΟΙ ΜΑΓΟΙ 25 Το ντουλάπι είχε μέσα ποτά. Και ήταν μεγάλο, υπήρχε ολόκληρο μπαρ εκεί. Ο Κουέντιν άπλωσε το χέρι πίσω από τις σειρές των μπουκαλιών που κουδούνισαν απαλά και ψηλάφισε το ξηρό, τραχύ κοντραπλακέ στην πλάτη για να βεβαιωθεί. Ήταν συμπαγές στέρεο. Και δεν είχε τίποτα μαγικό. Έκλεισε την πόρτα λαχανιασμένος, το πρόσωπό του έκαιγε στο σκοτάδι. Κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν τον παρακολουθούσε κανείς και μόνο τότε είδε το πτώμα στο πάτωμα. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα το χολ ήταν γεμάτο κόσμο και υπήρχε έντονη κινητοποίηση. Ο Κουέντιν καθόταν στην ψάθινη καρέκλα σε μια γωνία, σαν νεκροπομπός στην κηδεία κάποιου που δε γνώριζε. Πίεζε δυνατά το πίσω μέρος του κρανίου του στο δροσερό, γερό τοίχο, σαν αυτό να ήταν το τελευταίο σημείο σύνδεσής του με μια λογική πραγματικότητα. Ο Τζέιμς στεκόταν δίπλα του. Έδινε την εντύπωση ότι δεν ήξερε πού να βάλει τα χέρια του. Δεν κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ο γέρος κειτόταν ανάσκελα στο πάτωμα. Η κοιλιά του ήταν μια μεγάλη στρογγυλή προεξοχή, τα μαλλιά του ένα τρελό γκρίζο στεφάνι τύπου Αϊνστάιν. Τρεις νοσοκόμοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω του, δύο άντρες και μια γυναίκα. Η γυναίκα ήταν αφοπλιστικά, σχεδόν ανάρμοστα όμορφη έδειχνε αταίριαστη σε κείνη τη σκυθρωπή σκηνή, σαν ηθοποιός σε λάθος ρόλο. Οι νοσοκόμοι δούλευαν, αλλά αυτό που έκαναν δε θύμιζε την αστραπιαία ιατρική επέμβαση, συχνά σωτήρια σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ήταν το άλλο είδος, η υποχρεωτική, αποτυχημένη προσπάθεια ανάνηψης. Μουρμούριζαν χαμηλόφωνα μαζεύοντας πράγματα, ξεκολλώντας λευκοπλάστ, πετώντας μολυσμένα υλικά σε ένα ειδικό δοχείο. Με μια εξασκημένη, μυώδη κίνηση, ένας από τους άντρες αποσωλήνωσε το πτώμα. Το στόμα του γέρου ήταν ανοιχτό, και ο Κουέ-