Το Βήµα 12/10/1999 Γιατί οι Έλληνες δεν κάνουν παιδιά... Ο οικογενειακός προγραµµατισµός των νέων ζευγαριών αρχίζει από την καριέρα. Τι δείχνουν τα στοιχεία για τη γονιµότητα στην Ελλάδα ΕΛΕΝΑ ΦΥΝΤΑΝΙ ΟΥ Κάποτε τα νιόπαντρα ζευγάρια καλούσαν... τον πελαργό χωρίς πολλές σκέψεις. Η απόκτηση παιδιών πριν από όχι ιδιαίτερα πολλά χρόνια αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία ενός γάµου. Τότε οι ρόλοι των δύο φύλων ήταν καθορισµένοι: η γυναίκα είχε την επιµέλεια του σπιτιού και µεγάλωνε τα παιδιά, ενώ ο άνδρας έφερνε χρήµατα στο σπίτι. Τα πράγµατα άλλαξαν από τη στιγµή που η Ελληνίδα εντάχθηκε στο εργατικό δυναµικό της χώρας. Άρχισε και εκείνη να βγάζει χρήµατα και να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού, να επιλέγει «επαγγέλµατα καριέρας». Αυτοµάτως τα παιδιά ήλθαν σε δεύτερη και τρίτη µοίρα. «εν υπάρχει χρόνος. Η δουλειά µου είναι απαιτητική. Αν αποφασίσουµε τώρα να κάνουµε παιδί θα πρέπει είτε να διακόψω τη δουλειά µου είτε να δίνω όλο τον µισθό µου στις γκουβερνάντες» σκέπτονται οι περισσότερες νέες γυναίκες. Καθώς ουδεµία κυβέρνηση έλαβε ποτέ µέτρα υποστήριξης του εργαζόµενου ζευγαριού, ο ρυθµός γεννήσεων στη χώρα µας την τελευταία 15ετία µειώνεται δραµατικά. εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Ελλάδα, από τη δεύτερη θέση που κατείχε το 1980 (ανάµεσα στις χώρες-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στα «γεννητούρια», βρέθηκε το 1998 στην ενδέκατη θέση... Στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η Ισπανία ακολούθησε ανάλογη πορεία: από την τρίτη θέση που κατείχε το 1980, βρέθηκε στη 13η θέση το 1998. Αντιθέτως οι δυτικές και βόρειες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιρλανδία, η Βρετανία, η Φινλανδία και η ανία, είναι πιο... καρπερές, επειδή ακριβώς από τις αρχές της δεκαετίας εφαρµόζονται µέτρα υποστήριξης των εργαζόµενων γυναικών (φύλαξη των παιδιών, επιδόµατα, γονικές άδειες). Μάλιστα η ανία κατέκτησε το 1998 την τρίτη θέση σε αριθµό γεννήσεων από τη 13η που είχε το 1980. 1
Σύµφωνα µε στοιχεία της Eurostat για τον ρυθµό των γεννήσεων στην Ευρώπη, το 1998 στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν 1,30 παιδιά σε κάθε γυναίκα, από 1,31 που αντιστοιχούσαν το 1997 και 2,21 το 1980. Έρευνα που διεξήχθη από οµάδα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), µε επικεφαλής την οικονοµολόγοδηµογράφο κυρία Χάρη Συµεωνίδου, δείχνει ότι ο αριθµός των γυναικών που απέκτησαν ως το 1997 (επί πλέον) παιδί είναι κατά 11% µικρότερος του αριθµού που το 1983 επιθυµούσαν (επί πλέον) παιδί. Επίσης οι µισές περίπου από τις γυναίκες που το 1983 δήλωναν ότι επιθυµούσαν ένα παιδί είχαν παραµείνει ως το 1997 σ' αυτό. Η έρευνα που παρουσιάζεται σήµερα αποτελεί συνέχεια της έρευνας γονιµότητας που είχε διεξαχθεί από το ΕΚΚΕ το 1983 στην περιφέρεια της Αθήνας. Στόχος της µελέτης ήταν η διερεύνηση των πιθανών αποκλίσεων µεταξύ του «επιθυµητού» αριθµού παιδιών, όπως είχε εκφρασθεί στην έρευνα του 1983 και του συνολικού πραγµατικού αριθµού γεννήσεων µε βάση τα στοιχεία της έρευνας του 1997. Για ποιο λόγο διεξήχθη η επαναληπτική µελέτη περίπου 15 χρόνια αργότερα; «ιότι εξηγεί η κυρία Συµεωνίδου ύστερα από 15 χρόνια έγγαµου βίου, συνήθως, έχει ολοκληρωθεί το µέγεθος της οικογένειας». Επιπλέον στόχος της µελέτης ήταν η διερεύνηση του ιστορικού εργασίας των γυναικών, εφόσον η γυναικεία απασχόληση αποτελεί σηµαντικό προσδιοριστικό παράγοντα της γονιµότητας. Σηµειώνεται ότι στην έρευνα του 1997 έλαβαν µέρος 507 γυναίκες (30-59 ετών) από τις 1.924 (15-44 ετών) που αποτελούσαν το δείγµα της έρευνας του 1983. * Ο «επιθυµητός» αριθµός Από τις συγκρίσεις µεταξύ του «επιθυµητού» αριθµού παιδιών (το 1983) και του πραγµατικού αριθµού γεννήσεων (ως το 1997) προκύπτει ότι: Το ποσοστό «συνέπειας» µεταξύ σχεδίων και συµπεριφοράς είναι υψηλό, καθώς το 70% των γυναικών αποκτούν ακριβώς τον αριθµό των παιδιών που είχαν δηλώσει ότι επιθυµούν. Υπάρχει ένα σχετικά χαµηλό ποσοστό γυναικών (10,5%) που αποκτούν 2
συνολικά περισσότερα παιδιά απ' όσα είχαν δηλώσει ότι επιθυµούν, ενώ για ένα σηµαντικό ποσοστό γυναικών (19%) ο «επιθυµητός» αριθµός παιδιών είναι ανώτερος του πραγµατικού αριθµού γεννήσεων. «Η χάραξη µιας συνεπούς δηµογραφικής πολιτικής θα επηρέαζε σηµαντικό τµήµα (περίπου το 1/5) του πληθυσµού των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Πιθανόν δε από τη χάραξη της πολιτικής αυτής να επηρεαζόταν θετικά όλο το δείγµα, όπως π.χ. 70% των γυναικών οι οποίες εµφανίζονται συνεπείς (αποκτούν τελικά τον αριθµό των παιδιών που δηλώνουν ότι επιθυµούν), αλλά που ίσως λόγω των δεδοµένων κοινωνικο-οικονοµικών συνθηκών και άλλων προσωπικών παραγόντων περιορίζουν τόσο τον "επιθυµητό" όσο και τον πραγµατικό αριθµό παιδιών» τονίζεται στη µελέτη. Την παραπάνω άποψη υποστηρίζει ο υψηλότερος από τον «επιθυµητό» «ιδανικός» αριθµός παιδιών: το 1983 το 26% των γυναικών επιθυµούσαν να αποκτήσουν τρία ή και περισσότερα παιδιά. Τόσα παιδιά είχαν αποκτήσει ως το 1997 το 23% των γυναικών. Ωστόσο, τα τρία ή και περισσότερα παιδιά θεωρούνταν το 1997 ως «ιδανικός» αριθµός από το 61% των γυναικών! «Αυτό σηµαίνει ότι οι νέοι άνθρωποι συχνά δηλώνουν ότι δεν επιθυµούν να κάνουν παιδιά, διότι γνωρίζουν ότι δεν τους το επιτρέπουν οι συνθήκες και όχι επειδή πραγµατικά δεν το θέλουν» εξηγεί η κυρία Συµεωνίδου. Μεγαλύτερη πιθανότητα απόκτησης του πρώτου παιδιού υπάρχει στο πρώτο δωδεκάµηνο µετά τον γάµο (υψηλός αριθµός συλλήψεων πριν από τον γάµο) ή τον αµέσως επόµενο χρόνο. Σχετικά µε το δεύτερο παιδί, η µεγαλύτερη πιθανότητα γέννησής του παρουσιάζεται σε ένα - δύο χρόνια µετά τη γέννηση του πρώτου, ενώ για το τρίτο σε τρία χρόνια µετά τη γέννηση του δεύτερου. * Εισόδηµα και προοπτικές Όπως επισηµαίνεται στην έρευνα, καθοριστικό ρόλο στη γονιµότητα της οικογένειας φαίνεται να παίζει και η µεταβολή του εισοδήµατος µεταξύ 1983-1997. Το χρονικό αυτό διάστηµα έχει αυξηθεί η συµµετοχή των γυναικών στην εργασία, καθώς και το ποσοστό των ζευγαριών που διαµένουν σε δικό τους σπίτι. Ωστόσο µόνο το 31% των γυναικών θεωρεί την οικονοµική κατάσταση βελτιωµένη, το 23% τη θεωρεί στάσιµη, ενώ υψηλότερο ποσοστό από 46% αναφέρουν ότι έχει χειροτερεύσει. «Σε ό,τι αφορά το ζήτηµα της απασχόλησης, τα χαµηλά ποσοστά οικονοµικής δραστηριότητας των 3
γυναικών συνδέονται άµεσα µε την έλλειψη στήριξης της οικογένειας που αποτελεί και βασικό ερµηνευτικό παράγοντα της µειωµένης γονιµότητας. Οι γυναίκες συχνά λόγω "γάµου" ή λόγω "φροντίδας των παιδιών" αποχωρούν από το εργατικό δυναµικό χωρίς να µπορούν στη συνέχεια να επανενταχθούν σε αυτό», υπογραµµίζεται. Σύµφωνα µε την κυρία Συµεωνίδου «τα µέτρα που έχουν ληφθεί µέχρι στιγµής στην Ελλάδα και αφορούν τη στήριξη της οικογένειας είναι αποσπασµατικά και εντελώς ανεπαρκή. Κι αυτό διότι οι διάφορες κυβερνήσεις θεωρούν ότι κοστίζουν. εν καταλαβαίνουν όµως ότι το µελλοντικό κόστος είναι πολύ µεγαλύτερο. Η Ελλάδα γερνάει». Το «επιφανειακό ενδιαφέρον όλων των κυβερνήσεων» για το θέµα της υπογεννητικότητας διαφαίνεται κατά την κυρία Συµεωνίδου και από το ότι η Ελλάδα είναι η µόνη από τις χώρες της Ευρώπης που συµµετέχει σε ευρύ ερευνητικό πρόγραµµα µέσω προγράµµατος συγχρηµατοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι µε πόρους του ηµοσίου. Το πρόγραµµα έχει τεθεί σε εφαρµογή από τις αρχές της δεκαετίας σε 35 χώρες της Ευρώπης (συµπεριλαµβανοµένων των βαλκανικών χωρών και των χωρών της Ν. Ευρώπης) και στην Αµερική µε τον συντονισµό των Ηνωµένων Εθνών. «Ειρηνική σχέση µε την εργασία» Ο Γιώργος Παπαδόπουλος και η Αλεξάνδρα Βαλαώρα (φωτογραφία δεξιά) είναι παντρεµένοι έξι µήνες αλλά «προς το παρόν δεν βάζουν στο πρόγραµµα το παιδί». Ο Γιώργος είναι πολιτικός µηχανικός και η Αλεξάνδρα διατροφολόγος - διαιτολόγος. Οι δουλειές τους είναι απαιτητικές. Η Αλεξάνδρα «περνάει» όλη την ηµέρα της στο νοσοκοµείο καταρτίζοντας διατροφικά προγράµµατα στους ασθενείς που νοσηλεύονται. Ο Γιώργος, όταν δεν βρίσκεται στο γραφείο, συναντά πελάτες της εταιρείας του. Τα επαγγελµατικά ταξίδια σε κάθε σηµείο της Ελλάδας είναι στο εβδοµαδιαίο πρόγραµµά του. 4
«εν σκεφτόµαστε να αποκτήσουµε άµεσα παιδί κυρίως για δύο λόγους: πρώτα θέλουµε να δοκιµάσουµε τη σχέση µας, ως παντρεµένοι πια, να δούµε αν µπορούµε να αντιµετωπίσουµε µαζί τις όµορφες και τις άσχηµες στιγµές της ζωής έπειτα θα λάβουµε υπόψη τις εργασιακές συνθήκες έτσι ώστε τόσο η ανατροφή του παιδιού όσο και η εργασία µας να συνυπάρχουν αρµονικά και όχι το ένα εις βάρος του άλλου». «Εκτός από το γάλα χρειάζεται και χρόνος» Ο Γεράσιµος εστούνης και η Σοφία Νέτα (στη φωτογραφία δεξιά) ήλθαν εις γάµου κοινωνία τον περασµένο Οκτώβριο. Εκείνος είναι ηθοποιός και εκείνη δηµοσιογράφος. Κανένα από τα δύο επαγγέλµατα δεν προσφέρει την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου. Τις πρωινές ώρες ο Γεράσιµος είναι απασχοληµένος µε τα γυρίσµατα της καθηµερινής σειράς του Mega «Για µια θέση στον ήλιο». Τις ώρες αυτές η Σοφία «τρέχει» από συνεντεύξεις Τύπου σε εκδηλώσεις. Το βράδυ συχνά ως τα µεσάνυχτα ο Γεράσιµος βρίσκεται στο θέατρο «Σηµείο», όπου έχουν αρχίσει οι πρόβες του έργου «Η Ιουλιέτα των Μάκιντος», και η Σοφία τουλάχιστον ως τις 9 µ.µ. στην εφηµερίδα. Το πρόγραµµα και των δύο είναι σκληρό. Μπορεί να «χωρέσει» ένα παιδί; «Επειδή εργαζόµαστε και οι δύο και έχουµε περίεργα ωράρια, η επιθυµία µας να αποκτήσουµε παιδί δεν αρκεί. Πρέπει να οργανωθούµε και να επιλύσουµε σηµαντικά ζητήµατα, όπως είναι οι συνθήκες εργασίας και η φύλαξη του παιδιού. Είναι σαφές λοιπόν ότι δεν σκεφτόµαστε να αποκτήσουµε παιδί άµεσα» µας είπε η Σοφία. «Κακά τα ψέµατα, ένα παιδί εκτός από το... γάλα του χρειάζεται πάνω απ' όλα χρόνο. Ο ρόλος του γονέα είναι ο ωραιότερος και ο πιο απαιτητικός» προσθέτει ο Γεράσιµος και συνεχίζει: «Η απόκτηση ενός παιδιού, επειδή ακριβώς είναι η σηµαντικότερη απόφαση που παίρνει το ζευγάρι, δεν πρέπει να γίνεται απρογραµµάτιστα ή τυχαία. Οι απαιτήσεις της κοινωνίας συνεχώς αυξάνονται. Οι σύγχρονοι γονείς θέλουν να προσφέρουν στα παιδιά τους όλα τα εφόδια ώστε να µπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της µελλοντικής κοινωνίας». 5