4 ο συνέδριο της νκα Η συνέχεια στην τομή, και όχι η τομή στην συνέχεια. Τα ερωτήματα που τέμνουν οριζόντια το 4 ο Συνέδριο της νκα είναι αμείλικτα: «Τι πήγε λάθος;» «Τι θα μπορούσε να πάει αλλιώς;» Είναι αυτά τα πραγματικά ερωτήματα όμως; Γιατί ενώ αποτελούν πραγματικά και ουσιαστικά ερωτήματα και αντικείμενο διαπάλης στο εσωτερικό της οργάνωσης μας, απέχουν πολύ από τα πραγματικά ερωτήματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης. Που δεν είναι άλλα από την αναζήτηση ουσιαστικής απάντησης, στο πώς μπορούν να πάνε τα πράγματα αλλιώς -τώρα και όχι στο παρελθόν-, πώς μπορεί να ανασάνει η νεολαία, να επιβάλλει τις διεκδικήσεις της και να ανοίξει ο δρόμος για την συνολική χειραφέτηση. Το παρόν κείμενο ενδεχομένως φαίνεται να ξεφεύγει από το παραπάνω κριτήριο, αλλά προσπαθεί να συμβάλλει στην αδιαμφισβήτητα πλούσια κουβέντα του 4 ου Συνεδρίου, που κάπου δυστυχώς δείχνει αφενός να πνίγεται στην εσωστρέφεια, αφετέρου να αγνοεί κάποιες βασικές επεξεργασίες του ρεύματος μας. Φαίνεται μέσα από την κουβέντα ένας προβληματισμός για την ικανή περιοδολόγηση του ιστορικού χρόνου και την παραγωγή επαναστατικής τακτικής βάσει αυτής, η οποία ήταν ανέκαθεν ένα σημείο συζήτησης στο «στρατόπεδο» των αριστερών, επαναστατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων. Ζούμε στην Εποχή του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Περίοδο της κρίσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, της αντεργατικής επιδρομής και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Φάση σε εγχώριο επίπεδο διακυβέρνησης της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, της υποχώρησης του κινήματος, του 3 ου μνημονίου και του βίαιου περάσματος στο 4 ο. Η παραγωγή πολιτικής γραμμής και τακτικής βάσει συγκυρίας ή φάσης στοίχησε ιστορικά στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. Το οδήγησε σε αυταπάτες, σε εύκολες λύσεις, σε κινήσεις πανικού και πολλές φορές στοίχισε μέχρι και την αυτοτέλεια του και το νόημα ύπαρξης του. Τρανό παράδειγμα η τραγική κατάληξη της γραμμής του «αντινεοφιλελεύθερου» μετώπου και η ολοκλήρωση του σε «αντιμνημονιακού» μετώπου, που δυστυχώς είχαν υιοθετήσει αρκετές δυνάμεις με αναφορά στην κομμουνιστική και επαναστατική Αριστερά στην Ελλάδα. Η επαναστατική τακτική δεν μπορεί παρά να διαμορφώνεται με βάση την περίοδο που διανύουμε με βάση, δηλαδή, την αναμέτρηση με την κύρια γραμμή του κεφαλαίου στην περίοδο- με ταυτόχρονο κοίταγμα προς τα κάτω και προς τα πάνω. Όπως, άλλωστε και η τακτική του κεφαλαίου «κοιτάει» ταυτόχρονα προς τα «πάνω», τα στρατηγικά θεμέλια του συστήματος, και προς τα «κάτω», την τρέχουσα διαχείριση της ασκούμενης πολιτικής. Η επαναστατική τακτική εν τέλει, προσπαθεί να συνδέσει την αναγκαιότητα της εποχής και της περιόδου, με τις στροφές της φάσης και της συγκυρίας. Υπό αυτή την έννοια δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα η εν εξελίξει μάχη η οποία θα πάρει σίγουρα ποιοτικά διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι ακόμα ανοιχτή. Και αν θέλαμε να είμαστε συνεπείς και αναφερόμασταν στον κύκλο όξυνσης και ύφεσης των αγώνων, θα κάναμε τέτοια σκληρή ανάγνωση το 12, όταν διαφαινόταν το στέρεμα των καυσίμων, η ενσωμάτωση του κινήματος, η εναπόθεση των αγώνων στην διαχείριση, και όλα όσα ακολούθησαν. Αντιθέτως όμως. Η στρατηγική ήττα του κινήματος θα κριθεί όταν μεταβληθούν ανεπίστρεπτή ο οικονομικός πολιτικός κοινωνικός συσχετισμός υπέρ του κεφαλαίου και ενάντια στην εργασία. Όταν και αν το κεφάλαιο
ολοκληρώσει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, όταν και αν επιβάλλει τις αντιδραστικές αλλαγές και την βάρβαρη επίθεση καθολικά. Παρά το όποιο διαφαινόμενο μούδιασμα του κόσμου, την αμηχανία κάποιων εκτιμήσεων που προέβλεπαν μελαγχολικούς και αδιαπέραστους χειμώνες, υπάρχουν διάχυτα εκείνα τα σκιρτήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την μαγιά για τους αγώνες του αύριο, που υποδηλώνουν τόσο το αδύνατο της «ταξικής ανακωχής» στις μέρες μας όσο και την ανάγκη του νέου εργατικού κινήματος και της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης ως όρων νικηφόρας αναμέτρησης με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Ο εμπειρισμός είναι ο οδηγός στην απογοήτευση του σήμερα. Μια απογοήτευση που μοιάζει να ταυτίζεται με την απογοήτευση του λαού από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια απογοήτευση που αντλείται από την κρίσιμη στροφή του δημοψηφίσματος και την δραματική του κατάληξη. Στροφή που εν τέλει αποδεικνύει την αδυναμία ουσιαστικής -και όχι διακυρηχτικής- στράτευσης στις αναλύσεις και εκτιμήσεις μας. Δεν θα άρμοζε στο 4 ο συνέδριο της νκα να ρίξει βάσει ντοκουμέντου της, την ταφόπλακα στην προηγούμενη περίοδο των αγώνων. Αντίθετα, σκοπός του συνεδρίου είναι θαρρετά να κοιτάξει πίσω, σε όλες εκείνες τις αδυναμίες που εμφανίστηκαν, να τις αποτιμήσει συλλογικά και συνολικά, προκειμένου να μπορεί με την δυσανάλογη πείρα που σαν οργάνωση αλλά και ως κομμάτι της νεολαίας έχουμε συσσωρεύσει, για να βρεθούμε σε καλύτερες θέσεις μάχης. Πάντα με κεντρικό γνώμονα και πυξίδα την οργάνωση της νεολαίας της κρίσης, την κατάκτηση καλύτερων θέσεων μάχης στην σύγκρουση που μαίνεται και την οργάνωση της νικηφόρας έκβασης της. Αδυναμία 1η: Η σφυρηλάτηση της ταξικής συνείδησης. Το Νέο Εργατικό Κίνημα δεν αποτελεί -και δεν θα πρεπε να αποτελεί- απλά μια θεωρητική επεξεργασία απλού διαχωρισμού από τις κυρίαρχες λογικές συνδικαλισμού στο σήμερα. Αντίστοιχα, δεν αποτελεί μόνο όχημα προκειμένου ο εργάτης να αντιπαλέψει την εργοδοσία και τους φορείς της αστικής πολιτικής και να διεκδικήσει τα δικαιώματα του. Αυτά αποτελούν τους βραχυπρόθεσμους και απαραίτητους όρους αρχικά επιβίωσης της εργατικής τάξης και μετέπειτα όξυνσης της ταξικής πάλης. Στον πυρήνα όμως της λογικής του ταξικά ανασυγκροτημένου κινήματος είναι η ανάπτυξη της τάσης χειραφέτησης, ώστε ο ίδιος ο εργάτης να κάνει βήματα αμφισβήτησης της κυρίαρχης τάσης ενσωμάτωσης και να αποκτήσει χειραφετητική ταξική συνείδηση. Με οδηγό τον Μαρξισμό -την επαναστατική θεωρία της πράξης-, και με αντίληψη ότι η ταξική συνείδηση έχει ως σημείο αναφοράς τη διαδικασία της παραγωγής, αλλά διαμορφώνεται τελικά από το σύνολο των ερεθισμάτων του εργάτη, εντός και εκτός παραγωγής. Η ταξική συνείδηση σφυρηλατείται με σημείο αναφοράς και αφετηρίας τη συλλογική και πρωταρχική συγκρότηση και πάλη του εργάτη σε σωματεία, προκειμένου να έχει συλλογικό μέσο πάλης σύγκρουσης με την εργοδοσία και τους εκφραστές του κεφαλαίου. Για να έχει πεδίο ζύμωσης και ένωσης με του υπόλοιπους εργάτες, προκειμένου να υπάρχει σπερματική η σκιαγράφηση της συγκρότησης της τάξης σε τάξη για τον εαυτό της. Κάνοντας την διαπίστωση για την χρεωκοπία του επίσημου συνδικαλισμού, καθώς και την ολοένα και εντεινόμενη αποσυνδικαλιστικοποίηση της εργατικής τάξης, κάνουμε και σιωπηρά μια παραδοχή, ότι ακρωτηριάζονται οι δομές, οι μορφές -και το περιεχόμενο που σχηματίζεται σε αυτέςκάτω από τις οποίες μπορεί να ανασάνει ο εργάτης. Τραγικό παράδειγμα των παραπάνω είναι η αδυναμία της τάξης κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος να σηκώσει έμπρακτα κεφάλι απέναντι στην εργοδοσία και στους τραμπουκισμούς της, αλλά και απέναντι στα αλλεπάλληλα παλιά και νέα- μνημονιακά μέτρα που τη συνθλίβουν. Φάνηκε η αδυναμία ουσιαστικής και δυναμικής απάντησης από την τάξη και τις πρωτοπορίες της, πρωταρχικής συγκρότησης της στο κύριο πεδίο της μάχης των κοινωνικών
σχέσεων και συσχετισμών. Εκπλαγήκαμε από το ΟΧΙ, και δεν απορήσαμε που βρισκόταν ο λαός το προηγούμενο διάστημα, όταν μεθυσμένος ακόμα από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, πλήρως βουτηγμένος στις αυταπάτες του -που είχαμε ουσιαστική αδυναμία να απαντήσουμε- ακολουθούσε μια διαρκή επιστροφή στην μιζέρια του καναπέ. Και μετά εκπλαγήκαμε σαν ερασιτέχνες όταν δεν καταφέραμε μαζί με τις μαχόμενες δυνάμεις του λαού να οργανώσουμε επιτροπές του τριπλού ΟΧΙ που θα το πήγαιναν μέχρι τέλους. Έτσι δεν αναλύσαμε την αντιφατική συνείδηση του ελληνικού λαού. Ο ίδιος λαός που ψήφισε ΟΧΙ αψηφώντας το σύνολο των αστικών δυνάμεων που είχαν συμπαραταχθεί απέναντι του, αδυνατούσε να συγκρουστεί επί τη ουσίας στους χώρους δουλειάς όσο βέβαια και στα γενικότερα μέτρα. Ο ίδιος λαός που από το 12 και μετά, κουρασμένος από την έλλειψη ουσιαστικής νικηφόρας προοπτικής των αγώνων του υποχώρησε, ψήφισε ΟΧΙ. Ο ίδιος λαός που ψήφισε ΟΧΙ, δεν κατάφερε να συγκρουστεί μετά με την μετατροπή του σε ΝΑΙ. Τα παραπάνω σκιαγραφούν μια αντιφατική συνείδηση, που ενώ κυοφορείται στο εσωτερικό της ο διάχυτος ριζοσπαστισμός, αδυνατεί να βρει συλλογική έκφραση από τη μία και, από την άλλη, γραμμή που να εξασφαλίζει την ηγεμονία των τάσεων χειραφέτησης και την αποτελεσματική αναμέτρηση με την αστική επιδρομή. Η συλλογική έκφραση δεν σημαίνει μόνο ένταξη σε κάποια από τις εν δυνάμει πρωτοπορίες η μέτωπα της Αριστεράς, αλλά αφετηριακή συγκρότηση και οργάνωση στους χώρους δουλειάς, βήματα οργάνωσης στην ανεργία και στην επισφάλεια, στους συλλόγους, στα σχολεία. Η τάση χειραφέτησης της εργατικής τάξης δεν στοιχειοθετείται πίσω από ένα μεγάλο κόλπο. Ακολουθεί μια διαρκή πορεία οικοδόμησης με αντιφάσεις, προχωρήματα και πισωγυρίσματα, που προφανώς χαρακτηρίζεται από τομές. Όμως δεν αρκεί μια ιδέα, ένα μέτωπο, ένα κόμμα για να εμπνεύσει το λαό να σηκώσει το κεφάλι. Είναι μια επίπονη διαδικασία σύγκρουσης και οικοδόμησης. Αδυναμία 2η : Η απάντηση στο λάθος ερώτημα το μεταβατικό πρόγραμμα. Το ερώτημα που μας τίθόταν βίαια είναι το «πως θα υλοποιηθεί το μεταβατικό πρόγραμμα». Καταρχάς, ως νκα και ως ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, μιλάμε για αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα με πολιτικούς στόχους οικονομικής πάλης, διεκδίκησης των σύγχρονων εργατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών, της απελευθέρωσης από τα δεσμά της ΕΕ και του ευρώ, του χρέους, από τα ιμπεριαλιστικά πλαίσια, με σύγχρονη αντικαπιταλιστική επαναστατική στόχευση και γραμμή. Τα παραπάνω αφορούν την υπέρβαση της λογικής των 4-5 ή 6 σημείων ενός μεταβατικού προγράμματος που μπορεί να ενσωματώνεται ή να αποτελεί αντικείμενο γραφειοκρατικής κοπτοραπτικής. Παρόλες τις παραπάνω διαπιστώσεις όμως δεν ξεφύγαμε από ορισμένες διακριτές παθογένειες. Ακροβατούσαμε μεταξύ άκρατου κινηματισμού -άναρθρές κραυγές περί αγώνων ή οργανωμένου λαού- και άκρατου τεχνοκρατισμού -ακριβές ποσοστό υποτίμησης του ευρώ, γενόσημα, πετρέλαιο-, και δεν αντιστρέφαμε το ερώτημα. Το ΠΟΙΟΣ θα το υλοποιήσει και με ΠΟΙΟ περιεχόμενο. Η αντιστροφή του ερωτήματος προερχόταν από την συλλογική αδυναμία σκιαγράφησης δρόμων και τρόπων για την οργάνωση του λαού, παρά την ειλικρινή και ανιδιοτελή προσπάθεια της οργάνωσης μας και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς συνολικά.
Ο οργανωμένος λαός -η πιο δυναμική και οξυμένη έκφραση της ταξικής πάλης, με όρους και λογική εργατικής χειραφέτησης-, είναι στοιχείο βαθιά δυναμικό, αφού στον πυρήνα του έχει μη πεπερασμένους τρόπους συγκρότησης, μορφών έκφρασης, περιεχομένου ένωσης. Άρα αφού το ίδιο υποκείμενο είναι βαθιά δυναμικό, διαλεκτικά βαθιά δυναμική είναι και η υλοποίηση του προγράμματος. Αντίστοιχα επειδή το ίδιο το υποκείμενο είναι βαθιά χειραφετητικό και ανατρεπτικό, η υλοποίηση περνά από δρόμους χειραφετητικούς και ανατρεπτικούς και όχι από τακτικισμούς ή δρόμους κοινοβουλευτικής και ακόμη χειρότερα κυβερνητικής αποχαύνωσης. Η δυναμικότητα της διαδικασίας μας καθιστά ανίκανους να απαντήσουμε αυτά που λένε «τα κομπιούτερς και οι αριθμοί». Εν τέλει η δικιά μας αμηχανία απάντησης, άφηνε περιθώρια αλλοτρίωσης της ουσιαστικής μετάβασης που επιχειρεί το μεταβατικό πρόγραμμα. Από μετάβαση «της συνείδησης του τώρα στην συνείδηση του αύριο», εμφιλοχωρούσε μια αντίληψη περί μετάβασης σε ένα άλλο στάδιο οικονομικής διαχείρισης που θα άνοιγε με κάπως μεταφυσικό τρόπο το δρόμο για την κοινωνία της απελευθέρωσης και της χειραφέτησης. Έτσι κατάφεραν να ανασάνουν χρεωκοπημένες από την Ιστορία και την σημερινή πραγματικότητα αντιλήψεις περί Αριστερής Κυβέρνησης, Πραγματικής Αριστερής Κυβέρνησης, Εργατικής Κυβέρνησης κ.ο.κ. Γίναμε ένα με την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο του 12-15 και την αντίληψη της ανάθεσης που κυριάρχησε, αντί να καταφέρουμε να την σπάσουμε. Δεν καταφέραμε να προτάξουμε μορφές οργάνωσης απέναντι σε όλα αυτά που μαινόταν, αντίθετα εγκλωβιστήκαμε σε μια εσωστρέφεια προσπάθειας εύρεσης αλγόριθμου επιτυχίας του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος. Αδυναμία 3η: Η κρυφή γοητεία του ρεφορμισμού και η αδυναμία ανάλυσης του. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά από το 12 και μετά, ήταν μια πορεία που ως τάση ήταν εγγεγραμμένη στο DNA του χώρου αυτού, των αντιλήψεών του και του τρόπου που ασκούσε πολιτική. Μια πορεία συνέχειας της αστικής διαχείρισης, που έφτασε με την ολοκλήρωση-τομή του σε βαθύ συστημικό αστικό κόμμα. Κόμμα που έκοψε την όποια ιστορική και ιδεολογική του σύνδεση με κάποια Αριστερά, κόμμα εν τέλει εχθρικό όσον αφορά την εργατική τάξη και την νεολαία. Θέλει προσοχή η διαλεκτική συνέχειας τομής. Ακριβώς επειδή δεν νοείται τομή χωρίς συνέχεια, η χρήση όρων όπως η «μετάλλαξη», πιο πολύ αμηχανία παρά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δείχνουν για την επαναστατική Αριστερά και έλλειψη συνείδησης των ορίων και του χαρακτήρα που μπορεί να έχουν σήμερα ενδιάμεσες, ρεφορμιστικές λύσεις. Αν και το περιγράφαμε στα ντοκουμέντα μας, φάνηκε να μην έχουμε ολοκληρωτικά κατανοήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέσβευε την αστική διαχείριση. Το ουσιαστικό -και όχι τόσο ρητορικό ερώτημα είναι άλλο. Τι ακριβώς νοείται ως ρεφορμισμός στον σύγχρονο καπιταλισμό; Ποια είναι τα όρια του; Στο σήμερα, στην δομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, πρέπει να επανανοηματοδοτήσουμε την έννοια του ρεφορμισμού τόσο ως πολιτικό ρεύμα που γειώνεται στο κοινωνικό πεδίο όσο και ως ρεύμα συνείδησης. Καταρχάς, ο ρεφορμισμός σαν περιεχόμενο και πολιτικό ρεύμα δεν είναι ενιαίος. Υπάρχει ο αστικός ρεφορμισμός, η σοσιαλδημοκρατία, ο κομμουνιστικός ρεφορμισμός, ο αναρχικός ρεφορμισμός κ.α. Όμως το δεσπόζον ρεύμα την προηγούμενη περίοδο στην Ελλάδα είναι ο ρεφορμισμός της αστικής διαχείρισης.
Ο σύγχρονος ρεφορμισμός της αστικής διαχείρισης στην Ελλάδα (όπως παρουσιάστηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ από το 12 μέχρι και την υπογραφή του μνημονίου) αλλά και διεθνώς έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και στην ευρύτερη εποχή της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος: 1. Ισχνή γείωση με την τάξη σε επίπεδο πρωταρχικής συγκρότησης τόσο στο κοινωνικό επίπεδο (σωματεία) όσο και στο πολιτικό (ενταγμένοι στις επί μέρους οργανώσεις μέτωπα) 2. Αδυναμία υλοποίησης σχεδίου ταξικής ανακωχής. Αυτό εκφράζεται με τον πλήρη εκφυλισμό και αποσάθρωση του γραφειοκρατιοποιημένου συνδικαλισμού, που αδυνατεί να διαπραγματευτεί τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, να εξασφαλίσει κάποιες επιτυχίες ή έστω να αναχαιτίσει κάποια μέτρα, αλλά καταλήγει να παζαρεύει το πώς θα την εκμεταλλεύονται με διαρκώς χειρότερους όρους. 3. Δεν μπορεί να υπογράψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, μια νέα αφήγηση, με την άκρατη επιθετικότητα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. 4. Δεν μπορεί εν τέλει ως εν δυνάμει κυβερνητική δύναμη να επιτελέσει τον ιστορικού ρόλο, αυτό της μεταρρύθμισης με φιλολαϊκό πρόσημο. 5. Σε τροχιά ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας, η μετατροπή του σε συστημικό αστικό ρεύμα είναι σίγουρη και μη αντιστρέψιμη. Τα παραπάνω δεν αποτελούν «τοπικό» φαινόμενο. Το φαινόμενο Κόρμπιν, που στήριζε την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, ο Σάντερς που στήριζε Χίλαρυ, (ενώ έχουν μια ουσιαστική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είναι ιστορικά κομμάτια του αστικού ρεφορμισμού και δεν προέρχονται από την Αριστερά) έρχονται να επιβεβαιώσουν το ιστορικό τέλμα που βιώνει ο ρεφορμισμός ως πολιτικό ρεύμα. Προφανώς παραμένει γοητευτικός όσον αφορά τη συνείδηση των ηττημένων λαών παγκοσμίως. Όμως ο κόσμος που «στοιχίζεται» πίσω από τον ρεφορμισμό, πιο πολύ γοητευμένος από οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής φαίνεται, παρά ενεργά στρατευμένος. Ακριβώς αυτή η έλλειψη ενεργής στράτευσης και οργάνωσης, σε συνδυασμό με τις ποιοτικές τομές που έχει φέρει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, πρέπει να μας προειδοποιούν για την επαναφορά ιστορικά αποτυχημένων τακτικών επιλογών συμμαχίας ρεφορμισμού επαναστατικών δυνάμεων. Δεν είναι de facto ότι ο ρεφορμισμός θα είναι ιστορικά πλειοψηφικό και ηγεμονικό ρεύμα. Στην περίοδο της ακραίας όξυνσης των αντιθέσεων του συστήματος, στην περίοδο του κλονισμού του σύγχρονου καπιταλισμού και της αστικής κυριαρχίας, οι επαναστατικές δυνάμεις με εμπιστοσύνη στις ιδέες τους και ταυτόχρονα αναγνώριση της ιστορικής τους ευθύνης, οφείλουν θαρρετά να προβάλλουν την εναλλακτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων με στόχο την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Ημιεπαναστατικά ημιρεφορμιστικά ρεύματα. Μια τομή στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος που συμβόλισε η περίοδος 89-91, είναι η διαμόρφωση υπαρκτών δυνάμεων που αμφιταλαντεύονται μεταξύ επανάστασης ή μεταρρύθμισης. Αυτά τα ρεύματα προέρχονται -συνήθως, αν και όχι πάντα- από την μήτρα των ηττημένων στιγμών του κομμουνιστικού κινήματος, και αναφέρονται -σε επίπεδο ρητορείας- στην επανάσταση.
Κομβικοί διαχωρισμοί από τον ρεφορμισμό αστικής διαχείρισης: Δεν αναφέρονται στην ταξική ανακωχή ως αναγκαία προϋπόθεση οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας. Δεν πιστεύουν στην μετάβαση στον σοσιαλισμό διά της ειρηνικής οδού. Δεν υιοθετούν μια λαϊκό-μετωπική πολιτική συνεργασίας σε πολιτικό -και κινηματικό- επίπεδο εργατικών αστικών δυνάμεων. Τα ημιεπαναστατικά-ημιρεφορμιστικά ρεύματα σε περίοδο όξυνσης του κινήματος είναι -παρά τις αντιφάσεις τους- στην πρώτη γραμμή του αγώνα, με ρητορεία πολύ συχνά και πρακτικήσύγκρουσης, ρήξης και ανατροπής. Πρέπει και μπορούν να αποτελέσουν συμμέτοχους στην οικοδόμηση του αντικαπιταλιστικού πόλου και γενικά της επαναστατικής τακτικής. Αντίθετα σε περιόδους ύφεσης του κινήματος, συνήθως πολώνονται προς την ρεφορμιστική σκοπιά -λόγω και του αλλαγμένου πλέον συσχετισμού-, αδυνατώντας να σκιαγραφήσουν μια μάχιμη γραμμή, ενσωματώνουν την ήττα, και εντείνουν την απογοήτευση στο λαό. Ο μετασχηματισμός των παραπάνω δυνάμεων προϋποθέτει αφενός την ενότητα αυτών των δυνάμεων με τις εν δυνάμει κομμουνιστικές πρωτοπορίες στο πολιτικό μέτωπο, στην αντικαπιταλιστική πτέρυγα του κινήματος και στην ίδια την εργατική και νεολαιίστικη πάλη, και αφετέρου τη δημοκρατική διεκδίκηση και κατάκτηση της ηγεμονίας των κομμουνιστικών ιδεών σε αυτές. Αδυναμία 4η: Ταύτιση επιπέδων. Η σχέση πτέρυγας-μετώπου-πόλου-πολιτικής συνεργασίας. Η έννοια της ηγεμονίας. Υπάρχει μια έντονη κουβέντα στην οργάνωση όσον αφορά τις έννοιες της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας, του αντικαπιταλιστικού πόλου και του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου. Αυτή η αδυναμία προκύπτει από τις ίδιες συλλογικές επεξεργασίες της οργάνωσης, όσον αφορά την μετωπική της πολιτική. Η σύγχυση ενδεχομένως προκύπτει από τον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα συγκρότησης ΟΛΩΝ των μετωπικών μας πρωτοβουλιών. Εδώ θέλει προσοχή. Και εδώ υπάρχει διαλεκτικό δίπολο με αντίστοιχη ιεράρχηση. Ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο αναφέρονται, συγκροτείται και η ιεράρχηση είτε του «πολιτικού» είτε του «κοινωνικού». Η αντικαπιταλιστική πτέρυγα, είναι πολιτικοσυνδικαλιστική κίνηση -με διαφορετική ταχύτητα ανάλογα με το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται-. Μέσω της πτέρυγας επιτυγχάνεται -ή όχι- η προσπάθεια εξειδίκευσης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και της επαναστατικής τακτικής στο χώρο. Συγκροτείται αφενός στο κοινωνικό πεδίο, αφετέρου έχει σαν διαρκή στόχο την διαρκή προσπάθεια πολιτικού μετασχηματισμού-αναβάθμισης δυνάμεων στο εσωτερικό των κοινωνικών χώρων. Έχει διπλό χαρακτήρα. Έχει το ρόλο του πρωταρχικού στην ανάπτυξης μαχητικού ριζοσπαστικού κινήματος στα επι μέρους μέτωπα πάλης που συγκροτείται (πχ. σχέση ΕΑΑΚ και φοιτητικού κινήματος) αφετέρου αποτελεί συσπείρωση που κρίνεται καθοριστικά η γραμμή των κομμουνιστικών δυνάμεων και πεδίο μετασχηματισμού του ημι-αυθόρμητου, ημι- συνειδητού αγωνιστικού δυναμικού που εμφανίζεται στα κινήματα σε πιο συνειδητές αντικαπιταλιστικές - επαναστατικές θέσεις.
Το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο είναι ο καθοριστικός παράγοντας του πολιτικού υποκειμένου ως γενική πολιτική πρωτοπορία. Αποτελεί την προσπάθεια συνολικής πολιτικής συμπύκνωσηςμορφοποίησης του αντικαπιταλιστικού πόλου στην περίοδο, ακριβώς γιατί είναι η πιο συνειδητή έκφραση μετωπικής πολιτικής με τακτικής ενοποίηση και στρατηγική προσέγγιση. Είναι το πεδίο μετασχηματισμού των ημιεπαναστατικών - ημιρεφορμιστικών δυνάμεων, υπό την ηγεμονία των κομμουνιστικών τάσεων. Η πολιτική συνεργασία αποτελεί έναν ακόμη δρόμο της προσπάθειας χτισίματος του αντικαπιταλιστικού πόλου στην ιστορική περίοδο της δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού σε συνδυασμό με τον δοσμένο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό. Και εδώ εισέρχεται το ζήτημα του αντικαπιταλιστικού πόλου. Ο αντικαπιταλιστικός πόλος, είναι πόλος έλξης και ζύμωσης, από το κοινωνικό στο πολιτικό και ανάποδα. Ο αντικαπιταλιστικός πόλος είναι μια ευρύτερη διαδικασία, εκείνη της διαρκούς προσπάθειας συνένωσης όλων των συνειδητών, ημισυνειδητών φωνών αντίστασης, κάτω από μία συγκεκριμένη στόχευση. Είναι η διακριτή πινέζα-μαγνήτης στον χάρτη της ταξικής πάλης, γύρω από την οποία συσπειρώνονται όλες οι αντικαπιταλιστικές, ριζοσπαστικές διεργασίες. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο αποτελεί την συνολική πολιτική συμπύκνωση του, αλλά δεν αρκεί μόνο αυτή. Η αντικαπιταλιστική πτέρυγα του κινήματος, η πολιτική συνεργασία και διάφοροι άλλοι δρόμοι μετωπικής πολιτικής, συμβάλλουν από διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικές ταχύτητες στην προσπάθεια οικοδόμησης του. Η παραπάνω διάκριση, φάνηκε να χάνεται κάπου στον συμπυκνωμένο ιστορικό χρόνο. Φανήκαμε χαμένοι από τις εξελίξεις να προσπαθήσουμε να εξειδικεύσουμε όλα τα παραπάνω, με κάποιες εκφυλιστικές συνέπειες. Η μετάλλαξη των σχημάτων της ΕΑΑΚ σε ιμάντα της νκα ή άλλων δυνάμεων αντίστοιχα, η αδυναμία παρά την ουσιαστική μας προσπάθεια- μετωπικής πολιτικής της Attack, η σύγχυση με την διαφορά πολιτικής συνεργασίας στο επίπεδο του πολιτικού μετώπου (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), και στο επίπεδο της πτέρυγας (ΕΑΑΚ) στάθηκε αιτία παράλυσης και παρανόησης κάποιων βασικών μας κεκτημένων. Η έννοια της Ηγεμονίας. Σύμφωνα με τον Γκράμσι, στο Ενιαίο Μέτωπο η ηγεμονία προκύπτει από τα μέσα προς τα έξω. Στην λογική της ηγεμονίας -εν γένει- των συμφερόντων της εργατικής τάξης, το Κόμμα της, μπορεί να ηγεμονεύσει από τα μέσα του μετώπου προς τα έξω. Αρκεί όμως αυτό το «μοντέλο» Ηγεμονίας στο σήμερα; Στο Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο η ηγεμονία δεν μπορεί να γίνεται μόνο από τα μέσα προς τα έξω. Ακριβώς επειδή σήμερα οι εκπροσωπήσεις τάξεων, σωμάτων και στρωμάτων είναι ακόμα πιο θολές και επειδή οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτελούν υπό διαμόρφωση ιστορικά και πολιτικά ρεύματα με απόλυτα συγκεκριμένες -και πολλές φορέςστατικές θεωρητικές, ιδεολογικές και ιστορικές καταβολές. Έτσι η σχέση της ηγεμονίας αποκτάει μια διπλή συνεπαγωγή: από τα μέσα προς τα έξω, και από τα έξω προς τα μέσα.
Ενδεχομένως το «από τα έξω προς τα μέσα» είναι το κυρίαρχο. Ο μετασχηματισμός των δυνάμεων σε επαναστατική κατεύθυνση των ημιεπαναστατικών ημιρεφορμιστικών δυνάμεων σύμφωνα και με την ανάλυση που έγινε παραπάνω, προκειμένου να γίνεται χρειάζεται σίγουρα τακτική ενοποίηση στο επίπεδο του μετώπου. Όμως κανένα νεοτροτσικιστικό, τροτσκιστικό, ριζοσπαστικόευρωκομμουνιστικό, μετασταλινικό ρεύμα δεν πρόκειται να πειστεί για την αναγκαιότητα πχ. άλλου εργατικού κινήματος, αν δεν δει πρωταρχικά βήματα συγκρότησης αυτού. Έτσι χρειάζεται πολλές φορές αυτοτελής παρέμβαση των δυνάμεων της κομμουνιστικής απελευθέρωσης στο πεδίο του κινήματος. Αντί Επιλόγου Η ουσιαστική μας αδυναμία. Η ουσιαστική μας αδυναμία ήταν να προτάξουμε ένα θετικό πρόταγμα στις αγωνιζόμενες μάζες, με βάση τις πολύμορφες ανάγκες και δικαιώματα και τις δυνατότητες της εποχής. Κάνοντας μια αποτίμηση του κινήματος, παρατηρούμε την έλλειψη επιβολής διεκδικήσεων και την στείρα μετατροπή του σε μια «ασπίδα διατήρησης των κεκτημένων του και δύναμη διαμαρτυρίας». Αλήθεια, πόσο απέχει αυτή η κριτική για την ίδια την αντικαπιταλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά; Τα παραπάνω αν δεν συνδυάζονται με μια θετική αφήγηση από την πλευρά των επαναστατικών δυνάμεων και ιδεών η όποια μεταφράζεται σε ενεργή παρουσία στις μάχες του παρόντος της χειραφέτησης, της επανάστασης και του κομμουνισμού, είναι κενό γράμμα. Η επανάσταση είναι εντός του ιστορικού μας ορίζοντα, και ως τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Και ο κομμουνισμός ως ανάγκη, τάση και δυνατότητα είναι εντός του ιστορικού μας παρόντος και απαιτεί να τον αντιμετωπίζουμε ανάλογα. Όμως φάνηκε να ξεχνάμε τον πυρήνα της επανάστασης ως νόημα: Οι επαναστάσεις αντλούν την ποίηση τους από το μέλλον. Από τον σκλάβο Σπάρτακο, στην Κομμούνα και στην Οχτωβριανή, καμία επανάσταση ιστορικά δεν έγινε με κύριο οδηγητικό νήμα την βίαια αναπαραγωγή και αναπροσαρμογή προηγούμενων ιστορικών εμπειριών. Οι ιστορικές εμπειρίες οφείλουν να εγχαραχτούν στο συλλογικό νου της τάξης και των πρωτοποριών της, όμως μόνο για να κρατηθούν οι αιτίες της νίκης και της ήττας. Η ελληνική κομμουνιστική αριστερά δεν φάνηκε να ξεφεύγει από τις δοσμένες ιστορικές εμπειρίες, να τις μετασχηματίσει και να παράξει μια σύγχρονη αφήγηση. Φάνηκε μια προσκόλληση είτε αυτή λέγεται Οχτωβριανή, είτε λέγεται Πολιτιστική, ή ακόμα ένα αμήχανο αναμάσημα των εγχειρημάτων των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Όσο όμως παραμένουμε δύναμη ανάμνησης και όχι επανεξόρμησης, τόσο θα αδυνατούμε να γοητεύσουμε τον λαό στην προσπάθεια επαναστατικής οργάνωσης του. Και μέσα στην παραπάνω αδυναμία, φάνηκαν θεωρητικά και πρακτικά πισωγυρίσματα -πολλών παραλλαγών- στην κομμουνιστική αριστερά, όσον αφορά την έννοια της επανάστασης, η σχέση της με την τακτική και την στρατηγική. Η επανάσταση είναι ο διαλεκτικός κρίκος μεταξύ της τακτικής και της στρατηγικής. Είναι το "άνω όριο" της τακτικής, εκεί που η τακτική συναντάει την στρατηγική. Δεν αποτελεί ένα στάδιο, ή μια μεσοκατάσταση, αντίθετα αποτελεί ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο άλμα στον συμπυκνωμένο ιστορικό χρόνο της επαναστατικής κατάστασης που ανάλογα με την συγκρότηση των επαναστατικών (και των αντεπαναστατικών) υποκειμένων, καθίσταται νικηφόρα ή ηττάται.
Η επανάσταση όμως δεν μπορεί να μείνει σαν μια αφηρημένη επίκληση μιας κάποιας γραφικής αριστεράς. Πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι με την προσπάθεια σκιαγράφησης μιας άλλης κοινωνίας. Ο κομμουνισμός, ως υλική δυνατότητα στο σήμερα, οφείλει να φύγει από τα στενά όρια των κομματικών οργανώσεων, και να ανασάνει στο κοινωνικό υποκείμενο οικοδόμησης του: την εργατική τάξη και την νεολαία. Η αδυναμία εξωστρεφούς παρέμβασης των κομμουνιστικών ιδεών στην νεολαία της κρίσης, -προέκυψε από- και όξυνε την βαθιά εσωστρέφεια στο εσωτερικό μας. Και η έλλειψη ανατροφοδότησης, στο κρίσιμο πεδίο όπου «η θεωρία γίνεται πράξη, και η πράξη γίνεται θεωρία», οδήγησε σε έναν εσωτερικό κανιβαλισμό, μια διαστρέβλωση της έννοιας της εργατικής δημοκρατίας. Εν κατακλείδι είμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ο πυρήνας των παραπάνω αδυναμιών είναι κατά βάση θετικός. Καθώς προέκυψε από μια συνεχόμενη δοκιμασία της γραμμής μας, μια συνεχιζόμενη τριβή και ένα διαρκές άγχος για την διαμόρφωση της σύγχρονη κομμουνιστικής οργάνωσης. Ή θα κάτσουμε να μεμψιμοιρούμε αναπολώντας τα μαζικά αμφιθέατρα και τα γεμάτα πεζοδρόμια, φτιάχνοντας σχέδια επί χάρτου εμπνεόμενοι από το παρελθόν, καθώς θα είμαστε ανίκανοι να σμιλέψουμε το παρόν και να καθορίσουμε το μέλλον ή θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις αδυναμίες δημιουργικά ως όπλα στη φαρέτρα μας στην διαρκή προσπάθεια προσέγγισης του αύριο της χειραφέτησης. Κώστας Ευθ. μέλος της ΟΒ Νέων Εργαζομένων Πάτρας