1. Προϋποθέσεις κατάφασης εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση

Σχετικά έγγραφα
Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

Οριοθέτηση Εγκληματικής Μονάδας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ NB (2002) σελ

Η έμπρακτη μετάνοια και η εντελής ικανοποίηση του παθόντος στο Ποινικό Δίκαιο και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους

της δίωξης ή στην αθώωση.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Προτάσεις κανονισμών σχετικά με το περιουσιακό καθεστώς των συντρόφων

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Στέφανος Παύλου, Καθηγητής Ποινικού ικαίου Γιώργος ημήτραινας, Λέκτορας Ποινικού ικαίου

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Της Ζώη N. Γεωργίας, Δικηγόρου, Μεταπτυχιακής φοιτήτριας

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΗΣ ΠΕΣΕΔΕ ΤΑΣΟΥ ΓΑΚΙΔΗ: Με το υπ αριθ. πρωτ /ΕΥΘΥ738/ έγγραφό του (με θέμα:

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων

Σελίδα 1 από 5. Τ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πίνακας Περιεχομένων

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ: ΕΥΘΥΝΗ ΙΕΡΑΡΧΙΚΩΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ. Χριστίνα Γαβρίτσα

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤ ΑΡΘΡΟ 57 ΚΠΔ - ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

4 η Ενότητα Νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Γιώργος ηµήτραινας, Λέκτορας

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ Θεωρητική Προσέγγιση, κατ άρθρον ερμηνεία και νομολογιακή αντιμετώπιση

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΘΕΜΑ: ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΟΝΟΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ Τ.Σ.Α.Υ.

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η ΕΜΜΕΣΗ-ΝΟΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΣΗ ΩΣ ΜΕΡΙΚΟΤΕΡΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ NON REFORMATIO IN PEJUS (ΑΡΘΡΟ 470 εδ. α ΚΠΔ) ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ι. ΑΔΑΜΠΑΣ

Ποινικές όψεις της μετάβασης από το θεραπευτικό στον παρηγορικό στόχο σε ασθενείς ανιάτων χρόνιων θανατηφόρων νόσων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΕΠΙ ΣΥΡΡΟΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 288 ΚΠΔ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

10335/10 ΕΚΜ/νικ 1 DG H 2B

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0297(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ν.3373/2005: ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΔικΕΕ C 205/13 Trip-Trap ΔικΕΕ C 421/15 Yoshida

Σημαντικές αποφάσεις από τη νομολογία των δικαστηρίων της ΕΕ σχετικά με την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η δήμευση και ο νέος της χαρακτήρας υπό το φως του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Transcript:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή Μέρος Πρώτο 1. Ιστορική αναδρομή στο θεσμό του κατ εξακολούθηση εγκλήματος και η σύγχρονη αναγνώρισή του από δίκαια του ευρωπαϊκού χώρου 2. Μία πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού της έννοιας και της φύσης του εγκλήματος που τελείται κατ εξακολούθηση 3. Η δικαιολογητική βάση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος - Οι επιμέρους διατυπωθείσες απόψεις 3.1 Δικονομικοί λόγοι δικαιολόγησης 3.2 Ουσιαστικοί λόγοι δικαιολόγησης 3.3 Η άποψη που τάσσεται υπέρ της έλλειψης κάθε λόγου που να μπορεί να δικαιολογήσει τη νομική ύπαρξη του κατ εξακολούθηση εγκλήματος 3.4 Μία διαφοροποιημένη άποψη Μέρος Δεύτερο 1. Προϋποθέσεις κατάφασης εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση 1.1 Μία απαραίτητη επισήμανση: κατ εξακολούθηση και κατ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση εγκλήματος δε συνιστούν έννοιες ταυτόσημες 2. Η ρύθμιση του άρθρου 98 ΠΚ ειδικότερα 2.1 Άρθρο 98 παρ.1 ΠΚ 2.1.1 Αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων i) Συνέπειες ουσιαστικού χαρακτήρα ii) Δυνατότητα συνυπολογισμού του περιεχομένου του συνόλου των επιμέρους πράξεων, που μπορεί να έχει και ως αποτέλεσμα τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού τους, σε περίπτωση διάπραξης περιουσιακών 1

εγκλημάτων; iii) Συνέπειες δικονομικού χαρακτήρα 2.1.2 Η προβλεπόμενη ποινική κύρωση στο άρθρο 98 παρ.1 ΠΚ 2.2 Άρθρο 98 παρ.2 ΠΚ 3. Τόπος και χρόνος τέλεσης του κατ εξακολούθηση εγκλήματος Μέρος Τρίτο 1. Ο νόμος 2408/1996 και ο καθορισμός ποσοτικού ορίου για το πέρασμα από πλημμέλημα σε κακούργημα 2. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος 2721/1999, ιδίως στις ρυθμίσεις του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, και η αναπροσαρμογή των ποσών με το νόμο 4055/2012 2.1 Έννοιες του «συνολικού οφέλους» ή της «συνολικής ζημίας» ή της «συνολικής αξίας του αντικειμένου» που εισήγαγε ο νομοθέτης με το νόμο 2721/1999 και περιπτώσεις αξιόποινων συμπεριφορών που υπάγονται στις διακεκριμένες μορφές των εγκλημάτων, στα οποία έγινε μνεία ανωτέρω 3. Ειδικότερα ζητήματα του κατ εξακολούθηση εγκλήματος 3.1 Ζητήματα απόπειρας 3.2 Ζητήματα συμμετοχής 3.3 Ζητήματα λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου και, ειδικότερα, της παραγραφής 4. Προβλήματα διαχρονικού δικαίου i) εγκλήματα της πρώτης κατηγορίας και διαχρονικό δίκαιο ii) εγκλήματα της δεύτερης κατηγορίας και διαχρονικό δίκαιο Επίλογος 2

Εισαγωγή Ο θεσμός του κατ εξακολούθηση εγκλήματος μετρά ιστορία πολλών χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων η σημασία ύπαρξής του στα νομοθετικά κείμενα των διαφόρων χωρών γνώρισε εξάρσεις, υφέσεις, αναθεωρήσεις και, ενίοτε, καταργητικές τάσεις. Στον ελληνικό χώρο, παρά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις ως προς την αναγκαιότητα εισαγωγής του εν λόγω θεσμού στο νομικό μας σύστημα, τελικά, επικράτησε η καταφατική θέση που εξακολουθεί να εκφράζεται και σήμερα μέσω της πρόβλεψής του στο πέμπτο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα και, συγκεκριμένα, στο άρθρο 98. Θέματα που σχετίζονται με την έννοια και τη νομική φύση του εγκλήματος που τελείται κατ εξακολούθηση, τη δικαιολογητική βάση του και το ρόλο που καλείται να επιτελέσει στην «πραγματικότητα» του ποινικού φαινομένου αποτέλεσαν και αποτελούν αντικείμενα συζητήσεων, αμφισβητήσεων και διαφωνιών τόσο σε επίπεδο νομολογίας όσο και σε εκείνο της θεωρίας. Τα προβλήματα που ανέκυψαν και αφορούσαν τόσο στη δογματική θεμελίωσή του όσο και στην πρακτική εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης που το προβλέπει, εντάθηκαν ακόμη περισσότερο μετά από την ψήφιση του νόμου 2721/1999 με τον οποίο προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 ΠΚ. Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τις σχετικές προβληματικές, να αναλύσουμε τις απόψεις που διατυπώθηκαν και να προσεγγίσουμε την ορθότερη -δογματικά και δικαιοπολιτικά- λύση για καθεμία εξ αυτών. Όσον αφορά στη δομή της εργασίας, αυτή χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο Πρώτο Μέρος θα αναζητήσουμε την ιστορική προέλευση του θεσμού καθώς και τα δικαιικά συστήματα που αναγνωρίζουν το κατ εξακολούθηση έγκλημα στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τον παρόντα χρόνο. Επίσης, θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τόσο την έννοια όσο και τη φύση του εγκλήματος που τελείται κατ εξακολούθηση, ενώ θα παρατεθούν και οι απόψεις που έχουν εκφρασθεί και αναφέρονται στους λόγους που δικαιολογούν την ύπαρξή του. Στο Δεύτερο Μέρος της εργασίας θα προχωρήσουμε, αρχικά, στη λεπτομερή εξέταση των προϋποθέσεων που απαιτείται να πληρούνται ώστε ένα έγκλημα να χαρακτηρισθεί ως «τελεσθέν κατ εξακολούθηση», ενώ στη συνέχεια θα τύχει ανάλυσης η ρύθμιση του άρθρου 98 ΠΚ τόσο στην αρχική της μορφή όσο και στη σημερινή, όπως ισχύει μετά από την προσθήκη της παραγράφου 2 με το ν. 2721/1999. Επίσης, θα προσδιοριστεί ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος. Τέλος, στο Τρίτο Μέρος, αφού γίνει αναφορά στον αυξημένης σημασίας νόμο 2408/1996, με τον οποίο εισήχθησαν το πρώτον ποσοτικά κριτήρια για τη μετάβαση από πλημμέλημα σε κακούργημα, 3

και στις αλλαγές που επέφεραν οι ν. 2721/1999 και 4055/2012 στις διατάξεις του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, θα εξετάσουμε κάποια ειδικότερα ζητήματα που σχετίζονται με την παραγραφή των κατ εξακολούθηση τελούμενων διακεκριμένων μορφών των εγκλημάτων του Ειδικού Μέρους, μετά την τροποποίησή τους με το νόμο 2721/1999, με την κατάφαση ή μη απόπειρας και συμμετοχής σε έγκλημα που τελείται κατ εξακολούθηση και φέρει -με βάση το άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ- χαρακτήρα κακουργήματος και, τέλος, με ορισμένα καίρια προβλήματα διαχρονικού δικαίου που αναπόφευκτα προέκυψαν και αποτέλεσαν αντικείμενο σχολιασμού από εκπροσώπους τόσο της θεωρίας όσο και της νομολογίας. 4

Μέρος Πρώτο 1. Ιστορική αναδρομή στο θεσμό του κατ εξακολούθηση εγκλήματος και η σύγχρονη αναγνώρισή του από δίκαια του ευρωπαϊκού χώρου Το κατ εξακολούθηση έγκλημα -ή πιο γενικά η έννοια της «εξακολούθησης»- αρχικά έκανε την εμφάνισή του κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα στο νομικό κόσμο της Ιταλίας. 1 Βασικός δικαιολογητικός λόγος της εισαγωγής του συγκεκριμένου θεσμού στο νομικό σύστημα της εν λόγω εποχής αποτέλεσε ο μετριασμός της σκληρότητας που συνεπάγονταν ορισμένες ποινές της τότε κειμένης νομοθεσίας. 2 Έτσι, αντί για την απειλή της ποινής του θανάτου που προβλεπόταν για το δράστη τριών κλοπών, γινόταν δεκτό -υπό την απαρέγκλιτη προϋπόθεση της κατάφασης τέλεσης του εγκλήματος κατ εξακολούθηση- ότι ο δράστης θα μπορούσε να τιμωρηθεί με την ηπιότερη ποινή της μίας. 3 Ιστορικός λόγος, επομένως, που οδήγησε τόσο στη σύλληψη 4 όσο και στην εφαρμογή του θεσμού του κατ εξακολούθηση εγκλήματος αποτέλεσε η επιείκεια προς το δράστη ορισμένων αξιόποινων πράξεων, επιείκεια που αποκτούσε ακόμη μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο ενός νομικού συστήματος όπου η αριθμητική σώρευση των ποινών για καθένα από τα συρρέοντα εγκλήματα συνιστούσε τον κανόνα. 5 Με την πάροδο, όμως, των χρόνων και την αλλαγή του αιώνα τα αυξημένης αυστηρότητας συστήματα σχηματισμού ποινής σε περιπτώσεις συρροής εγκλημάτων άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπονται και τη θέση τους να παίρνουν συστήματα «συγχώνευσης» των ποινών ή «συνολικής ποινής». Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, η ανάγκη ύπαρξης νομοθετημένης δυνατότητας για επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη περισσότερων εγκλημάτων κατ εξακολούθηση άρχισε να εξασθενεί και οι καταργητικές τάσεις έτειναν να αποκτούν ολοένα και περισσότερους οπαδούς, τουλάχιστον στο χώρο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Έτσι, σήμερα, ο θεσμός έχει εγκαταλειφθεί στη Γερμανία (από το 1994) με μια αξιομνημόνευτη απόφαση της ποινικής 1 Βλ. για τα στοιχεία που αναφέρονται στο κείμενο και αφορούν στην ιστορία και στην εξέλιξη του θεσμού του κατ εξακολούθηση εγκλήματος σε Ανδρουλάκη, Ν., «Περί συρροής εγκλημάτων»,τομ. Β, 1968, σελ. 170 και του ιδίου, Γενικό Μέρος III, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2008, σελ. 26 επ. 2 Βλ. σε Κορφιάτη, Ν., «Το κατ εξακολούθησιν έγκλημα», 1950, σελ. 33. 3 Βλ. σε Ανδρουλάκη, Ν., «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 26 και Κοκολάκη, Ε., «Ο θεσμός του κατ εξακολούθησιν εγκλήματος», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1996, σελ. 24 επ. 4 Ο Ματσούκης χαρακτηριστικά αναφέρει στη μελέτη του, «Το κατ εξακολούθηση έγκλημα μετά το Ν. 2721/1999», ΠοινΧρον 1999, σελ. 277 :«... το λεγόμενο κατ εξακολούθηση έγκλημα δεν είναι εμπειρικά προσεγγίσιμο κοινωνικό συμβάν ή φαινόμενο αλλά αποτελεί σύλληψη της νομικής σκέψης, από ευμενή μάλιστα έναντι του κατηγορουμένου διάθεση». 5 Βλ., εκτός από τα έργα του Ανδρουλάκη, και σε Βαθιώτη, Κ., «Στοιχεία Ποινικού Δικαίου - Γενικό Μέρος», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 524. 5

Ολομέλειας του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. 6 Το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε αυτή πρώτον διότι έκρινε ότι η ευνοϊκή μεταχείριση που επεφύλασσε η παραδοχή του κατ εξακολούθηση εγκλήματος για το δράστη ήταν αδικαιολόγητη. Οι ενστάσεις βασίστηκαν στην αδυναμία -σε περίπτωση κατάφασης εγκλήματος κατ εξακολούθηση- επιβολής του μέτρου ασφαλείας της «ασφαλιστικής κράτησης» καθώς και στην επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου σε όλες τις επιμέρους πράξεις του εγκλήματος, συνέπεια που απέκλειε την κίνηση νέας ποινικής δίωξης σε περίπτωση που αποκαλυπτόταν ότι το κατ εξακολούθηση έγκλημα δε συνίσταται μόνο στις πράξεις που εισήχθηκαν σε δίκη αλλά σε πολύ περισσότερες. Από την άλλη πλευρά, ο δεύτερος λόγος που κατεύθυνε το Δικαστήριο στην απομάκρυνση του θεσμού συνίστατο στο ότι η αναγνώριση του εξακολουθούντος εγκλήματος οδηγούσε και σε δυσμενείς συνέπειες για το δράστη, όπως ήταν η προχειρότητα της διαγνωστικής εργασίας του δικαστή και η έναρξη του χρόνου της παραγραφής από την τελευταία πράξη του «ενιαίου» εγκλήματος. 7 Σε εγκατάλειψη του θεσμού προέβη, επίσης, η Ελβετία (από το 1991) 8, ενώ στην Αυστρία η σημασία του τελευταίου έχει υποβαθμιστεί. Αντίθετα, ρυθμίσεις σχετικές με το κατ εξακολούθηση έγκλημα συνεχίζουν να υφίστανται τόσο στο ιταλικό (άρθρο 81 ιταλπκ) όσο και στο πολωνικό δίκαιο (άρθρο 58 πολπκ). 9 Στον ελληνικό χώρο, ειδικότερα, η ρύθμιση που αφορούσε στο έγκλημα που τελείται κατ εξακολούθηση και, συγκεκριμένα, η σημασία ύπαρξης του θεσμού στα νομοθετικά κείμενα αποτέλεσε αντικείμενο έντονων και διαδοχικών αντιπαραθέσεων. 10 Υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς 11, οριζόταν στο άρθρο 109, μεταξύ άλλων, ότι «... ο εξακολουθήσας επί πολύ χρόνον... διά πολλών μερικωτέρων πράξεων την αυτήν αξιόποινον πράξιν τιμωρείται κατ εκείνην την πράξιν εις την οποίαν είναι επιβεβλημένη η βαρυτέρα ποινή, αι δε λοιπαί, επιμετρουμένης της ποινής, πρέπει να θεωρώνται ως ιδιαίτεραι επιβαρυντικαί περιπτώσεις». Η μορφή αυτή εγκαταλείφθηκε κατά την κατάστρωση του Σχεδίου του Ποινικού Κώδικα το 1933 και αντικαταστάθηκε από την πρόβλεψη που περιλήφθηκε στο άρθρο 73 του παραπάνω, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας «αν οι πλείονες πράξεις του αυτού προσώπου δύνανται να θεωρηθώσιν ως αποτελούσαι εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος, μία καταγιγνώσκεται ποινή, εν τη επιμετρήσει της οποίας λαμβάνεται υπ όψιν το όλον περιεχόμενον των μερικωτέρων 6 BGH St 40, 138-168. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στη Γερμανία δεν υπήρχε ρητή διάταξη νόμου που να προβλέπει το κατ εξακολούθηση έγκλημα, αλλά το τελευταίο αποτέλεσε δημιούργημα της επιστήμης. 7 Βλ. σε Ανδρουλάκη, «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 32-33. 8 BGE 117 IV 408. 9 Βλ. Φελουτζή, Κ., Το κατ εξακολούθηση έγκλημα», ΠοινΧρον 1999, σελ. 389, υποσημ. 1. Όπως τονίζει, ωστόσο, ο συγγραφέας οι ρυθμίσεις αυτές διαφέρουν από εκείνη του άρθρου 98 ΠΚ. 10 Βλ. για την εξέλιξη του θεσμού στον ελληνικό χώρο σε Μαργαρίτη, Λ., «Το κατ εξακολούθηση έγκλημα (Θεωρία- Νομολογία)», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 1997, σελ. 11-14. 11 Ελληνικός Ποινικός Νόμος της 10ης Ιανουαρίου 1834. 6

πράξεων». 12 Ωστόσο, η θέσπιση της ανωτέρω διάταξης συνάντησε αρκετές αντιρρήσεις από εκπροσώπους της νομικής επιστήμης. Συγκεκριμένα, ο Τζωρτζόπουλος αντιτάχθηκε στην εισαγωγή της με το επιχείρημα ότι «η επιστήμη δεν κατόρθωσεν ακόμη να ανεύρη τα γνωρίσματα, άτινα διακρίνουν την επανάληψιν από της εξακολουθήσεως» και, επιπροσθέτως, ότι «η έννοια του κατ εξακολούθηση εγκλήματος δεν αποβαίνει πάντοτε προς όφελος του κατηγορουμένου». 13 Απόρροια των εκφρασθεισών διαφωνιών ήταν η διαγραφή της συγκεκριμένης ρύθμισης το έτος 1947, βασισμένη στην εκτίμηση ότι η ποινική μεταχείριση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, ως ομοειδούς πραγματικής συρροής, μπορούσε να εξασφαλισθεί από τις τότε κείμενες διατάξεις περί συρροής. 14 Παρ όλα αυτά, λόγοι αντεγκληματικής πολιτικής που υποστήριξε ο Μπουρόπουλος 15 καθώς και η εισήγηση του Χωραφά ότι η ρύθμιση «χρησιμεύει εις το να διαστέλλη το κατ εξακολούθησιν έγκλημα της περιπτώσεως της πραγματικής συρροής διά την οποίαν προβλέπεται επαύξησις της ποινής» 16 οδήγησαν στην επανεισαγωγή της διάταξης 15 ημέρες μετά από τη διαγραφή της με την εξής μορφή, η οποία εξακολουθεί να ισχύει ως σήμερα (άρθρο 98 παρ.1 ΠΚ): «Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1, να επιβάλλει μια και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων». Οι παρεμβάσεις στη ρύθμιση του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα έληξαν το έτος 1999, όπου με το νόμο 2721/1999 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος, νομοθετική επιλογή ωστόσο που προκάλεσε καινούριες αντιδράσεις, αναφορά στις οποίες θα λάβει χώρα κατωτέρω. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τόσο της φύση όσο και της έννοια του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, βήμα απαραίτητο για τη μετάβαση στην ουσία των προβλημάτων. 12 Και οι δύο ρυθμίσεις είχαν ως βάση τη νομική ενότητα του κατ εξακολούθηση εγκλήματος. Βλ. σε Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 11-12. 13 Βλ. Πρακτικά, τευχ. Α, 1962, σελ. 106. 14 Βλ. σε Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 13. 15 Βλ. σε Μπουρόπουλου, «Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», τομ. Α, 1959, σελ. 201, σημ. 27. 16 Βλ. Πρακτικά, τευχ. Β, 1963, σελ. 161. 7

2. Μία πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού της έννοιας και της φύσης του εγκλήματος που τελείται κατ εξακολούθηση Οι πολλές διαφορετικές απόψεις που διατυπώθηκαν, θετικές ή αρνητικές, για την αναγκαιότητα ύπαρξης διάταξης σχετικής με το κατ εξακολούθηση έγκλημα στο νομικό μας σύστημα και η επακόλουθη θέσπιση, διαγραφή και, εν τέλει, επανεισαγωγή της ρύθμισης δημιούργησαν ένα μη γόνιμο έδαφος, στο οποίο ο ορισμός της έννοιας σε νομοθετικό πεδίο δεν κατέστη εφικτός. 17 Η κατάσταση, λοιπόν, που διαμορφώθηκε, με δεδομένη την αναφορά στο άρθρο 98 ΠΚ 18 μόνο για «εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος» και όχι για το πότε αυτή συντρέχει, οδήγησαν τους εκπροσώπους τόσο της επιστήμης όσο και της δικαστηριακής πρακτικής σε μία απόπειρα προσδιορισμού της έννοιας της ιδιόμορφης αυτής εγκληματικής συμπεριφοράς. Προτού, ωστόσο, παραθέσουμε τις προσπάθειες που έχουν γίνει προκειμένου να προσδιοριστεί επ ακριβώς η ταυτότητα του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, απαραίτητο κρίνεται να αποσαφηνιστεί η φύση του εγκλήματος αυτού. Έτσι, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, οι θέσεις που υποστηρίχθηκαν, κυρίως, όσον αφορά τη φύση του εγκλήματος που τελείται κατ εξακολούθηση είναι δύο. Η πρώτη συνίσταται στη θεώρησή του ως ιδιάζουσας περίπτωσης αληθινής πραγματικής (ομοειδούς) συρροής, ενώ η δεύτερη ως ενιαίου εγκλήματος. 19 Συγκεκριμένα, στο χώρο της θεωρίας -τουλάχιστον σε αρχικό επίπεδο-, οι υποστηρικτές της εκδοχής που αντιμετωπίζει το κατ εξακολούθηση έγκλημα ως περίπτωση αληθινής πραγματικής συρροής φαίνεται να υπερτερούν σημαντικά. 20 Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της άποψης αυτής είναι: i) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ (σήμερα παρ.1), παρέχεται η δυνατότητα στο 17 Σταμάτης, Κ. σε Ανδρουλάκη, Ν., «Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 1-133)», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2005, σελ. 1210. 18 Σήμερα 98 παρ.1 ΠΚ. 19 Βλ. σε Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 14. 20 Βλ. στην ελληνική επιστήμη Ανδρουλάκη, Ν., «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 25, Βαθιώτη, Κ., ό.π., σελ. 526, Γάφου, Η., Γενικόν Μέρος II», 1975, σελ. 428, Καϊάφα-Γκμπάντι, Μ., «Παρατηρήσεις σε ΣυμβΕφΘεσ 1038/1997», Υπερ 1998, σελ. 75 επ., Κονταξή, Αθ., «Ποινικός Κώδικας (συνδυασμός θεωρίας και πράξης)», γ εκδ., 2000, σελ. 1213, Κοτσαλή, Λ., «Ποινικό Δίκαιο: Γενικό Μέρος II», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2006, σελ. 992, Μαγκάκη, Γ., «Ποινικό Δίκαιο-Διάγραμμα Γενικού Μέρους», εκδ. Παπαζήση, 1984, σελ. 405, Μανωλεδάκη, Ι., «Ποινικό Δίκαιο-Επιτομή Γενικού Μέρους», στ εκδ., εκδ. Σάκκουλα, 2001, σελ. 255-256, Μαργαρίτη, Λ., ό.π., σελ. 17, Μπιτζιλέκη, Ν. σε Καϊάφα-Γκμπάντι- Μπιτζιλέκη-Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων», εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2008, σελ. 382, Μυλωνόπουλου, Χ., «Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σελ. 354-355, Παπαδαμάκη, Α., «Παρατηρήσεις σε ΑΠ 83/1998», Υπερ 1998, σελ. 1058, Σταμάτη, Κ. σε Ανδρουλάκη, Ν., ό.π., σελ. 1210, Συμεωνίδη, Δ., «Δικονομικές όψεις του κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια εγκλήματος», εκδ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 33, Φελουτζή, Κ., ό.π., σελ. 406, Φιλιππίδη, Τ., «Μαθήματα Ποινικού Δικαίου-Γενικό Μέρος», Α, 1980, σελ. 121, Χωραφά, Ν., «Ποινικόν Δίκαιον», θ έκδ., εκδ. Π. Σάκκουλας, 1978, σελ. 396-397. Αντίθετα, υπέρ της άποψης που θεωρεί το κατ εξακολούθηση έγκλημα ως «ενιαίο» τάχθηκαν παλαιότερα οι Δαμασκηνός, Δ., «Το κατ εξακολούθησιν αδίκημα», εκδ. Ζαχαρόπουλου, 1936, σελ. 19, Ζησιάδης, Β., «Ποινικόν Δίκαιον, Γενικό Μέρος», τομ. Β, 1971, σελ. 373 και Σπινέλλης, Δ., «Εξακολουθούν έγκλημα και ποινικόν δεδικασμένον», ΠοινΧρον 1965, σελ. 379 επ., άποψη που ήταν η κρατούσα στη γερμανική επιστήμη. Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 405, υποσημ. 110. 8

δικαστή να επιβάλλει αντί συνολικής ενιαία ποινή. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή, ως δεύτερη οδός, δε σημαίνει ότι αναιρεί το ενδεχόμενο επιβολής από το δικαστή συνολικής ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ.1 ΠΚ. Έτσι, όπως ορθά παρατηρήθηκε 21, εκείνο το οποίο το δικαστήριο μπορεί να τιμωρήσει με περισσότερες ποινές αποκλείεται να συνιστά ένα έγκλημα. ii) Η συστηματική τοποθέτηση του άρθρου 98 ΠΚ στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα περί συρροής εγκλημάτων συνηγορεί υπέρ της θεώρησής του ως περίπτωσης πραγματικής συρροής και όχι ως ενιαίου εγκλήματος. 22 iii) Η ιστορική διαδρομή της διάταξης. Συγκεκριμένα, η μετάβαση από την αρχική θέσπιση της διάταξης που προέβλεπε ενιαία ποινή στη διαζευκτική πρόβλεψη ενιαίας ή συνολικής ποινής, η διαγραφή της (1947) με το σκεπτικό της επάρκειας των περί συρροής διατάξεων, καθώς και η επαναφορά της προκειμένου να μπορεί να αποφευχθεί -όποτε κρίνεται σκόπιμο- η βαρύτερη μεταχείριση που συνεπάγεται η συνολική ποινή, αποτελούν σημαντικά στοιχεία που αποκλείουν τη θεώρηση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος ως ενός εγκλήματος. 23 iv) Η ρύθμιση του άρθρου 288 ΚΠΔ, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας η μεταχείριση κατ ιδέα συρροής και κατ εξακολούθηση εγκλήματος εξισώνεται, κάτι που υποδηλώνει πλειονότητα εγκλημάτων και στην περίπτωση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος. 24 v) Τέλος, η φράση «εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος» αναφέρεται με την ποιοτική και όχι την ποσοτική-αριθμητική της έννοια. 25 Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η υπεροχή της πρώτης θεώρησης τείνει να χάνει τη σημασία της και να αδυνατεί να οδηγήσει σε μία σαφή αποκρυστάλλωση της έννοιας του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, καθώς ανάμεσα στους υποστηρικτές της παρατηρείται μια διαφοροποιημένη σύνδεση μεταξύ αφενός της καταφαθείσας φύσης του εγκλήματος -είτε ως ιδιάζουσας αληθινής πραγματικής συρροής είτε ως ενιαίου εγκλήματος- και αφετέρου των νομικών συνεπειών του εκάστοτε χαρακτηρισμού. Έτσι, ο Μαγκάκης 26 ακολουθεί τη δεύτερη θεώρηση προκειμένου να κρίνει την εφαρμογή των προϋποθέσεων της έγκλησης, δεχόμενος στην περίπτωση αυτή την αρχή της ενότητας των μερικότερων πράξεων, ενώ υιοθετεί την πρώτη θέση (που συνεπάγεται αυτοτέλεια των επιμέρους πράξεων) όσον αφορά στην παραγραφή και στο δεδικασμένο. Επίσης, ο Σταμάτης 27 21 Βλ. Ανδρουλάκη, «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 25. 22 Βλ. Ανδρουλάκη, «Περί συρροής εγκλημάτων», Β, ό.π., σελ. 202. 23 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 18. 24 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 203, σημ. 350. 25 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 203. 26 Βλ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 435-437. 27 Βλ. Σταμάτη, ό.π., σελ. 1212. 9

δέχεται ότι οι μερικότερες πράξεις πρέπει να θεωρηθούν ως ένα έγκλημα σε περίπτωση αναδρομικής εφαρμογής του νόμου, ενώ ως αυτοτελείς όταν πρόκειται να λάβει χώρα κρίση περί της παραγραφής, του δεδικασμένου και της προθεσμίας της έγκλησης. Τέλος, και ο Χαραλαμπάκης 28 προβαίνει σε ανάλογες διαφοροποιήσεις δεχόμενος ότι η ενότητα των πράξεων του κατ εξακολούθηση εγκλήματος ισχύει κατά τον καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, κατά την επιλογή του εφαρμοστέου ποινικού νόμου, ο οποίος προσδιορίζεται από το χρονικό σημείο τέλεσης της τελευταίας επιμέρους πράξης, κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης με την έννοια ότι αν η τελευταία ασκήθηκε για μία ή μερικές από τις επιμέρους πράξεις συμπεριλαμβάνει και όλες τις υπόλοιπες που συναπαρτίζουν το κατ εξακολούθηση έγκλημα, ενώ υποστηρίζει και ότι η προθεσμία της προσωρινής κράτησης υπολογίζεται από τότε που ο κατηγορούμενος κρατήθηκε πρώτη φορά για μία από τις επιμέρους πράξεις. Αντίθετα, τάσσεται υπέρ της αυτοτέλειας των μερικότερων πράξεων στις περιπτώσεις της παραγραφής, του δεδικασμένου και της προθεσμίας υποβολής της έγκλησης. Δικαιολογημένη ή μη η διαφοροποιημένη σύνδεση μεταξύ της φύσης του εγκλήματος και των εννόμων συνεπειών -δικονομικού ή ουσιαστικού- χαρακτήρα που αυτή συνεπάγεται, αυτό που διαφαίνεται καθαρά είναι ότι η ακριβής εννοιοδότηση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος καθίσταται δυσχερής. Περνώντας στο χώρο της νομολογίας, παρατηρεί κανείς ότι τα πράγματα δεν είναι κατά πολύ διαφορετικά. Έτσι, υπάρχουν αποφάσεις που ρητά χαρακτηρίζουν το κατ εξακολούθηση έγκλημα ως ιδιάζουσα περίπτωση πραγματικής ομοειδούς συρροής 29 και άλλες που δεν το αναφέρουν ευθέως αλλά φαίνεται να υιοθετούν την αυτή άποψη. 30 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ΣυμβΑΠ 782/2002 31, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας «από το άρθρο 98 παρ.1 ΠΚ προκύπτει ότι το κατ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές είναι αυτοτελής και περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους αποφάσεως και θεωρούνται ενιαίο έγκλημα από απόψεως μόνο ποινικής μεταχείρισης για το 28 Βλ. Χαραλαμπάκη, Α., «Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου: Γενικό Μέρος», εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2003, σελ. 414-415. 29 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 23/2005, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1053/2005, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1338/2005, ΠοινΔικ 2006, σελ. 409, ΑΠ 59/2004, ΠοινΛογ 2004, σελ. 86, ΑΠ 967/2004, ΠοινΛογ 2004, σελ. 1240, ΑΠ 1308/2003, ΠοινΛογ 2003, σελ. 1421, ΟλΑΠ 5/2002, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1639/2002, ΠοινΛογ 2002, σελ. 1855, ΑΠ 2132/1992, ΠοινΧρον 1993, ΑΠ 1821/1984, ΠοινΧρον 1985, σελ. 564, ΑΠ 1568/1983, ΠοινΧρον 1984, σελ. 516, σελ. 35, ΕφΛαρ 189/2010, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠλημΚαβ 146/1996, Αρμ. 1997, σελ. 570 και ΠλημμΝαυπλ 415/1961, ΠοινΧρον 1962, σελ. 305. Όπως υποστηρίζει η Παπανδρέου, η θεώρηση αυτή του κατ εξακολούθηση εγκλήματος αποτελεί σήμερα πάγια θέση. Βλ. Παπανδρέου, Π., «Η συνολική ποινή: θεωρητική προσέγγιση και πρακτική εφαρμογή», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2008, σελ. 59-60. 30 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 171/2011, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1326/2010, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 425/2009, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2003, ΠοινΧρον 2004, σελ. 136 και ΑΠ 935/2003, ΠοινΧρον 2004, σελ. 219. 31 ΠοινΧρον 2003, σελ. 230. Βλ. παρόμοια και ΑΠ 2251/2002, ΠοινΧρον 2003, σελ. 794 και ΣυμβΠλημΚαστ 36/1997, ΠοινΧρον 1997, σελ. 455. 10

οποίο επιβάλλεται μία μόνο ποινή». Επίσης, δε λείπουν και οι αποφάσεις που «εκλαμβάνουν» το κατ εξακολούθηση έγκλημα ως ενιαίο ή -εν πάση περιπτώσει- δεν εκφράζουν σαφή θέση ως προς τη νομική φύση του τελευταίου. 32 Κατόπιν των όσων ανωτέρω παρατέθηκαν, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, παρά τη γενικότερη σύγχυση που επικρατεί, η θέση που αντιμετωπίζει το κατ εξακολούθηση έγκλημα ως ιδιάζουσα περίπτωση αληθινής ομοειδούς πραγματικής συρροής φαίνεται να υπερέχει σαφώς έναντι της άλλης. Ωστόσο, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η πλημμελής συνεπαγωγή των εννόμων συνεπειών τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού χαρακτήρα που λαμβάνει χώρα και παραλλάσσει ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, μόνο ανασφάλεια δικαίου μπορεί να προσφέρει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ο ακριβής ορισμός της έννοιας του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, δεν μπόρεσε να πραγματωθεί. Αντ αυτού, καταβλήθηκε προσπάθεια από εκπροσώπους της νομικής επιστήμης αφενός να προσεγγιστεί και αφετέρου να διατυπωθεί όσο το δυνατόν εναργέστερα σε τι ακριβώς συνίσταται το έγκλημα αυτής της μορφής. Έτσι, σύμφωνα με τον Ανδρουλάκη, «το εξακολουθούν έγκλημα είναι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο αληθινό ένα έγκλημα και τα πολλά εγκλήματα, είναι, ακριβέστερα πολλά εγκλήματα (αληθινή ομοειδής πραγματική συρροή εγκλημάτων), τα οποία όμως για κάποιο λόγο εκφραζόμενο με τη λέξη "εξακολούθηση" μπορούν να έχουν την ίδια ποινική μεταχείριση με το ένα έγκλημα, να τιμωρηθούν και αυτά με μία μόνο ενιαία ποινή». 33 Ακόμη, ενώ παρουσιάζει ομοιότητες διαφέρει, όπως επισημαίνεται 34, από τις περιπτώσεις συνεκτικής επανάληψης 35 στο ότι η κάθε επιμέρους πράξη τελείται μετά την αποκατάσταση της ειρήνευσης του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού 36 ή στρέφεται κατά άλλων συγκεκριμένων ομοειδών αγαθών (μετά από την προσβολή του πρώτου), τα οποία έως τότε παρέμεναν ειρηνευμένα. Ο Μυλωνόπουλος, από την άλλη πλευρά, σε μία προσπάθεια «αξιολογικής ένταξης» του μορφώματος του κατ εξακολούθηση εγκλήματος το τοποθετεί μεταξύ της αληθινής πραγματικής 32 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 54/2011, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 599/2010, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ και από παλαιότερα ΑΠ 1343/1993, ΠοινΧρον 1993, σελ. 1151 και ΑΠ 1391/1993, ΠοινΧρον 1993, σελ. 1153. 33 Βλ. Ανδρουλάκη,Ν., «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 29. (Σύμφωνα με το συγγραφέα, κατ εξακολούθηση έγκλημα έχουμε, για παράδειγμα, όταν ταμίας μιας Τράπεζας, αντιμετωπίζοντας σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, προβαίνει στη δημιουργία ψεύτικων αποδείξεων ανάληψης χρημάτων από μέρους πελατών της Τράπεζας και με αυτές «καλύπτει» τις υπεξαιρέσεις των αντίστοιχων ποσών που διαπράττει με χρέωση των λογαριασμών τους. Ακολούθως, τα χρήματα αποφασίζει να τα ιδιοποιηθεί απλώνοντας τη δράση του σε ένα χρονικό διάστημα δύο μηνών). Βλ. επίσης και Μαργαρίτη, Λ. σε Μαργαρίτη, Λ.-Παρασκευόπουλου, Ν., «Ποινολογία», ζ έκδ., εκδ. Σάκκουλας, 2005, σελ. 389, όπου αναφέρει ο συγγραφέας: «το κατ εξακολούθηση έγκλημα βρίσκεται, χωρίς να είναι, πολύ κοντά στο (ένα) έγκλημα». 34 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 25. 35 Πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου πραγματώνεται περισσότερες από μία φορά η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος από το δράστη κατά του ίδιου φορέα του εννόμου αγαθού, έχουμε όμως στην ουσία ένα έγκλημα. Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 16. 36 Έτσι και Μπιτζιλέκης, ό.π., σελ. 382. 11

και της κατ ιδέα συρροής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «είναι ασφαλώς κάτι περισσότερο από κατ ιδέαν συρροή, διότι έχουμε πλείονες πράξεις σε έκταση χρόνου, είναι όμως κάτι λιγότερο από την πραγματική, διότι η ειρήνευση του εννόμου αγαθού δεν αποκαθίσταται πλήρως, ούτε η απόφαση του δράστη να παύσει να εγκληματεί εκλείπει ολοσχερώς». 37 Αυτό ακριβώς το στοιχείο της ζωντανής εγκληματικής απόφασης του δράστη είναι εκείνο που διαφοροποιεί, κατά το συγγραφέα, την εξακολούθηση από τις καθαρές περιπτώσεις πραγματικής συρροής. Τέλος, ο Μπιτζιλέκης ορίζει το κατ εξακολούθηση έγκλημα ως «μια περίπτωση περισσότερων πράξεων που πραγματώνουν τον ίδιο εγκληματικό τύπο, ώστε να αποτελούν τρόπον τινά επανάληψή του». 38 Ωστόσο, όπως τονίζει, δε συνιστούν άσχετες μεταξύ τους ενέργειες, αλλά διαμορφώνουν μία ενότητα συμπεριφοράς, «ένα σύνολο ομοίων εγκλημάτων με επαναληπτικότητα». 39 Ολοκληρώνοντας το συγκεκριμένο κεφάλαιο, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα μέχρι τώρα σημαντικά στοιχεία που αφορούν στο κατ εξακολούθηση έγκλημα, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 98 ΠΚ. 40 Κατά την ορθότερη εκδοχή, όπως διεξοδικά εξετάστηκε το ζήτημα ανωτέρω, πρόκειται για μία ιδιάζουσα περίπτωση αληθινής ομοειδούς πραγματικής συρροής και όχι για ενιαίο έγκλημα. Η άποψη αυτή φαίνεται να αποτελεί σήμερα πάγια θέση τόσο της θεωρίας όσο και της νομολογίας, η οποία ωστόσο ουσιαστικά αποδυναμώνεται από την έλλειψη συμφωνίας ως προς τις περαιτέρω συνέπειες που συνεπάγεται ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός. Υπό τις συνθήκες αυτές και ελλείψει νομοθετικού ορισμού του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, η ακριβής αποτύπωση της έννοιάς του καθίσταται δυσχερής. 41 Πότε, λοιπόν, ένα έγκλημα θεωρείται ότι τελείται κατ εξακολούθηση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δοθεί στο Δεύτερο Μέρος της παρούσας εργασίας και, ειδικότερα, στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις κατάφασης εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση». Αμέσως παρακάτω, προτεραιότητα έχει η εξέταση των λόγων που δικαιολογούν (;) και στηρίζουν (;) τη θέσπιση και την επιβίωση αντίστοιχα του συγκεκριμένου θεσμού. 37 Βλ. Μυλωνόπουλου, Χ., ό.π., σελ. 355-356. 38 Βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 382. 39 Βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 382. 40 Σήμερα 98 παρ.1 ΠΚ. 41 Έργο που θα γίνει δυσχερέστερο μετά την προσθήκη της παραγράφου 2 στο άρθρο 98 ΠΚ με το ν. 2721/1999. 12

3. Η δικαιολογητική βάση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος - Οι επιμέρους διατυπωθείσες απόψεις Προτού εξετάσουμε ενδελεχώς αφενός τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίο να πληρούνται ώστε να καταφαθεί το έγκλημα κατ εξακολούθηση, αφετέρου τις ρυθμίσεις του άρθρου 98 ΠΚ, σημαντική κρίνεται η διερεύνηση της δικαιολογητικής βάσης του εγκλήματος αυτού. Οι λόγοι που έχουν προταθεί προκειμένου να δικαιολογήσουν τη θέσπιση καθώς και τη διατήρηση της διάταξης που ρυθμίζει το έγκλημα που μας αφορά έχουν χαρακτήρα τόσο δικονομικό όσο και ουσιαστικό. Παρά το γεγονός ότι η παράθεση των τελευταίων γίνεται συνήθως σωρευτικά από τους συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με το εν λόγω ζήτημα, στην παρούσα ενότητα, θα αναφερθούμε ξεχωριστά στην κάθε μία προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη συστηματοποίηση των λόγων που απαρτίζουν εκάστη εξ αυτών. 3.1 Δικονομικοί λόγοι δικαιολόγησης Οι λόγοι δικονομικού χαρακτήρα που έχουν αναφερθεί ως δικαιολογητικό υπόβαθρο του κατ εξακολούθηση εγκλήματος είναι οι εξής: α) η ανάγκη για ενιαία άσκηση ποινικής δίωξης και εκδίκασης των περισσότερων ομοειδών εγκλημάτων, που συνιστούν ένα ενιαίο ιστορικό γεγονός, β) η απαλλαγή του δικαστηρίου από τη χρονοβόρο διαδικασία χωριστής επιμέτρησης ποινής για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις (ο αριθμός των οποίων σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι αρκετά μεγάλος) και ο εν συνεχεία σχηματισμός συνολικής ποινής και γ) η απαλλαγή τόσο των διωκτικών όσο και των δικαστικών αρχών από την υποχρέωση εξατομίκευσης κατά τη δίωξη και την εκδίκαση κάθε μίας από αυτές, στις περιπτώσεις που έχουν την ίδια απαξία ή είναι δεδομένο το συνολικό αποτέλεσμά τους. 42 3.2 Ουσιαστικοί λόγοι δικαιολόγησης Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εξαιτίας κυρίως των διαφορετικών προσεγγίσεων που έχουν λάβει χώρα, 42 Βλ., μεταξύ άλλων, σε Ανδρουλάκη, Ν., «Περί συρροής εγκλημάτων», τομ. Β, ό.π., σελ. 220, Βαθιώτη, Κ., ό.π., σελ. 524, Μανωλεδάκη, Ι., «Γενική Θεωρία Ποινικού Δικαίου», τομ. Β, εκδ. Σάκκουλα, 1976, σελ. 277, Μαργαρίτη, Λ., «Το κατ εξακολούθηση έγκλημα», ό.π., σελ. 23, ιδίου σε Μαργαρίτη-Παρασκευόπουλου, «Ποινολογία», ό.π., σελ. 403 (οι δύο παραπάνω συγγραφείς παραθέτουν μόνο τους δύο πρώτους λόγους). Εξάλλου, αναφορικά με τη σημασία των δικονομικών λόγων στο ερώτημα περί ύπαρξης δικαιολογητικής βάσης του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, ο Μ. Μαργαρίτης επισημαίνει: «Η θέσπιση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος δικαιολογείται από δικονομικούς λόγους, δηλαδή για τη διευκόλυνση της προδικασίας και κύριας διαδικασίας, είναι όμως αμφίβολη η δικαιολόγησή της από λόγους ουσιαστικού δικαίου», βλ. σε Μαργαρίτη, Μ., «Ποινικός Κώδικας: ερμηνεία-εφαρμογή», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2009, σελ. 255. Παρομοίως, υπέρ της άποψης ότι δικονομικοί κυρίως λόγοι επέβαλαν τη θέσπιση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος τάχθηκε και ο Κοκολάκης (Βλ. Κοκολάκη, Ε., ό.π., σελ. 47). Βαρύτητα, τέλος, στους δικονομικούς λόγους έδινε, μέχρι να εγκαταλειφθεί ο θεσμός, και η γερμανική νομολογία, βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 393, υποσημ. 38. Αντίθετα, την υπεροχή των ουσιαστικών έναντι των δικονομικών λόγων υποστήριξε ο Μαγκάκης, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «το κατ εξακολούθηση έγκλημα δε συνιστά θεωρητική απλώς κατασκευή που διευκολύνει την αντιμετώπιση "τεχνικών" δυσχερειών αλλά ανταποκρίνεται σε ουσιαστική ανάγκη», βλ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 436. 13

παρουσιάζουν οι λόγοι που έχουν προβληθεί -άλλοτε σωρευτικά με τους δικονομικούς και άλλοτε μεμονωμένα- και οι οποίοι εδράζονται στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου. Έτσι, αρχικά, σύμφωνα με την άποψη ορισμένων συγγραφέων, η ουσιαστική δικαιολόγηση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος έγκειται στην ανάγκη επιεικέστερης μεταχείρισης του δράστη σε σχέση με εκείνη που του επιφυλάσσει η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 94 παρ.1 ΠΚ. 43 Η άποψη αυτή συναντάται και στο χώρο της νομολογίας, όπως φαίνεται από σειρά αποφάσεων. 44 Δέχθηκε, ωστόσο, την κριτική ότι δε δίνει απάντηση στο καίριας σημασίας ερώτημα «γιατί ο δράστης του κατ εξακολούθηση εγκλήματος αξίζει πρωταρχικά μιας επιεικέστερης μεταχείρισης συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιπτώσεις πραγματικής συρροής». 45 Ο Ανδρουλάκης, από την άλλη πλευρά, προχώρησε σε μια διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος. 46 Σύμφωνα με τον εν λόγω συγγραφέα, η από πλευράς ουσιαστικού ποινικού δικαίου αναγνώριση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος πρέπει να αναζητηθεί στην ανάγκη ενιαίας ποινικής στάθμισης και μεταχείρισης των περισσότερων ομοειδών πράξεων, οι οποίες αποτελούν μία αυτοτελή ενότητα στη ζωή του δράστη, μέσω της επιβολής ενιαίας ποινής. Η αυτοτελής αυτή ενότητα προκύπτει όταν οι επιμέρους πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος χαρακτηρίζονται από μία «κοινή ψυχολογική προέλευση». 47 Με δεδομένα τα ανωτέρω, αποδέχεται τη δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιβολή ενιαίας ποινής να συνεπάγεται -εκτός από επιεικέστερη- και αυστηρότερη μεταχείριση του δράστη. 48 Παρά της υποστήριξης που έτυχε, αντικείμενο κριτικής αποτέλεσε και αυτή η θέση, κριτική που στηρίχθηκε στα ακόλουθα δύο επιχειρήματα. Πρώτον, το γεγονός ότι οι περισσότερες πράξεις συναποτελούν μια «αυτοτελή ενότητα» στη ζωή του δράστη δεν μπορεί να οδηγήσει σε μία συνθήκη ικανή να δικαιολογήσει την -κατ αποτέλεσμα- 43 Υπέρ της εν λόγω άποψης, μεταξύ άλλων, Ζησιάδης, Β., ό.π., σελ. 366, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί ότι κάνει αναφορά μόνο σε ουσιαστικούς λόγους δικαιολόγησης του κατ εξακολούθηση εγκλήματος (βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 393, υποσημ. 38), Κατσαντώνης, Α., «Ποινικόν Δίκαιον, Γενικό Μέρος», Α II, 1978, σελ. 130, Μανωλεδάκης σε Μανωλεδάκη, Ι.-Μπιτζιλέκη, Ν., «Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας», 13η εκδ., εκδ. Σάκκουλα, 2007, σελ. 102, Μαργαρίτης, Λ., «Το κατ εξακολούθηση έγκλημα», ό.π., σελ. 23, Ματσούκης, Ε., ό.π., σελ. 277, Τζαννετής, Α., «Ο ποσοτικός υπολογισμός του περιουσιακού οφέλους στην κατ εξακολούθηση πλαστογραφία», ΠοινΧρον 1997, σελ. 601. 44 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 907/2008, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 23/2005, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1053/2005, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2323/2003, ΠοινΛογ 2003, σελ. 2502, ΑΠ 611/1997, ΠοινΧρον 1998, σελ. 143 και ΑΠ 920/1997, ΠοινΧρον1998, σελ. 279. 45 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 393. 46 Βλ. για την άποψη του Ανδρουλάκη σε ιδίου, «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 36 επ. και Φελουτζή, ό.π., σελ. 394. 47 Όταν δηλαδή προέρχονται από την ίδια αφορμή ή/και ευκαιρία. 48 Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι απόψεις που εξέφρασαν τόσο ο Μαγκάκης, ό.π., σελ. 436-437 όσο και ο Κοτσαλής, ό.π., σελ. 1000 επ. Η άποψη του Ανδρουλάκη, που διατυπώθηκε πριν από την εισαγωγή δεύτερης παραγράφου στο άρ. 98 ΠΚ και τάσσεται υπέρ της δυνατότητας αυστηρότερης μεταχείρισης του δράστη κατ εξακολούθηση εγκλήματος (μέσω της επιβολής ενιαίας ποινής), αναφέρεται στις περιπτώσεις προσβολής περιουσιακών εννόμων αγαθών. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως δέχεται ο συγγραφέας, είναι δυνατός ο συνυπολογισμός του περιεχομένου όλων των μερικότερων πράξεων. Εισάγει, όμως, ως βασική προϋπόθεση του συνυπολογισμού την «απαρχής επίγνωση από το δράστη της επικείμενης υπέρβασης του προβλεπόμενου ορίου». Στην περίπτωση που αυτή εκλείπει, η βαρύτερη μεταχείριση προσκρούει στο άρθρο 30 παρ.2 ΠΚ (βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 37). 14

επιεικέστερη ή αυστηρότερη μεταχείρισή του. Και δεύτερον, η άποψη που εντοπίζει τον ουσιαστικό λόγο ύπαρξης του κατ εξακολούθηση εγκλήματος στη θεώρηση των μερικότερων πράξεων ως μιας αυτοτελούς ενότητας που συνεπάγεται -κατ επέκταση- ενιαία και όχι αποσπασματική εκτίμηση αυτών, δεν εναρμονίζεται με τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 ΠΚ, η οποία προβλέπει το εν λόγω έγκλημα ως πλειονότητα αυτοτελών πράξεων που τιμωρείται πρωταρχικά με τη συνολική ποινή του άρ. 94 παρ.1 ΠΚ. 49 Τελευταία άποψη που εκφράσθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας ουσιαστικής δικαιολόγησης του κατ εξακολούθηση εγκλήματος είναι αυτή που αντιμετωπίζει τη μορφή αυτή αξιόποινης συμπεριφοράς ως μια «φυσική ενότητα πράξεων», γεγονός που επιβάλλει τη νομική αναγνώρισή του. 50 Η κατ εξακολούθηση πράξη, όπως υποστηρίχθηκε, δε συνιστά μια νομική έννοια αλλά ένα «προδικαιικό φαινόμενο», το οποίο από τη στιγμή που εμφανίζεται ως ενιαίο γεγονός, είναι μη φυσικό να χωριστεί. 3.3 Η άποψη που τάσσεται υπέρ της έλλειψης κάθε λόγου που να μπορεί να δικαιολογήσει τη νομική ύπαρξη του κατ εξακολούθηση εγκλήματος Σε αντίθεση με τις παραπάνω αναφερθείσες θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες τόσο η θέσπιση όσο και η επιβίωση της διάταξης για το κατ εξακολούθηση έγκλημα βρίσκουν έρεισμα σε ουσιαστικούς και δικονομικούς λόγους, είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, στη γερμανική θεωρία υποστηρίχθηκε η άποψη 51 περί ελλείψεως κάθε δικαιολογητικής βάσης του εγκλήματος αυτού. 52 Συγκεκριμένα, το επιχείρημα που προβλήθηκε συνίστατο στο ότι η θεμελίωση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος σε λόγους δικονομικού χαρακτήρα που είχαν σχέση με την απαλλαγή τόσο των διωκτικών όσο και των δικαστηριακών αρχών από χρονοβόρες και «επίπονες» διαδικασίες που συνεπαγόταν ο σχηματισμός συνολικής ποινής, δεν μπορεί να ευσταθήσει καθώς οι περισσότερες από αυτές τις εργασίες είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθούν και όταν πρόκειται να επιβληθεί ενιαία ποινή. Αλλά και στην περίπτωση που γινόταν δεκτό κάτι τέτοιο, συνεχίζουν οι υποστηρικτές της εν λόγω άποψης, η επίκληση δικονομικών και μόνο λόγων δεν είναι επαρκής «όταν η αναγνώριση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος συνεπάγεται μια προνομιακή μεταχείριση του δράστη που δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε ουσιαστικούς λόγους». 53 Ωστόσο, δεν απαντάται αν η επιβολή ενιαίας ποινής μπορεί να δικαιολογηθεί όταν κρίνεται αναγκαία η αυστηρότερη μεταχείριση του δράστη, σε περιπτώσεις δηλαδή που η συνολική ποινή του άρθρου 94 παρ.1 ΠΚ δεν καθίσταται ικανή να καλύψει το 49 Βλ. ασκηθείσα κριτική από Φελουτζή στη μελέτη του, ό.π., σελ. 394. 50 Υποστηρίχθηκε μεμονωμένα στη γερμανική θεωρία. Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 395. 51 Και πριν ακόμη εγκαταλειφθεί ο θεσμός του κατ εξακολούθηση εγκλήματος. 52 Βλ. για την εν λόγω άποψη σε Φελουτζή, ό.π., σελ. 395-396. 53 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 396. 15

βαρύτερο άδικο και την ενοχή του τελευταίου. 54 3.4 Μία διαφοροποιημένη άποψη Κλείνοντας την ενότητα αυτή, θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε και σε μία ενδιαφέρουσα άποψη που διατυπώθηκε από το Φελουτζή και η οποία διαφοροποιείται από όλες τις θέσεις που παρατέθηκαν ανωτέρω. 55 Ο συγγραφέας, αρχικά, σημειώνει ότι προκειμένου να ανευρεθεί -πέρα από τη ρύθμιση του άρ. 98 ΠΚ- η δικαιολογητική βάση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος θα πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχουν περιπτώσεις τέλεσης περισσότερων ομοειδών πράξεων, στις οποίες να δικαιολογείται διαφορετική ποινική μεταχείριση του δράστη από αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 94 παρ.1 ΠΚ. Όσον αφορά την ανάγκη επιεικέστερης, κατ αρχάς, μεταχείρισης του δράστη, ενώ δέχεται ότι αυτή συντρέχει σε ορισμένες περιπτώσεις 56, υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να φθάσει σε σημείο να δικαιολογήσει την αναγνώριση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος και την -κατ επέκταση- επιβολή ενιαίας ποινής. Και τούτο διότι ήδη στην κείμενη νομοθεσία παρέχονται αρκετές δυνατότητες ώστε ο δράστης περισσότερων ομοειδών πράξεων να τύχει επιεικέστερης μεταχείρισης. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται η παραδοχή ελαφρυντικών περιστάσεων (άρ. 84, 83 ΠΚ), η διαδικασία επιμέτρησης συνολικής ποινής (άρ. 94 παρ.1 ΠΚ), αλλά και οι διατάξεις που θεσπίζουν προνομιούχα εγκλήματα. 57 Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την ανάγκη αυστηρότερης μεταχείρισης του δράστη περισσότερων ομοειδών πράξεων, η άποψή του διαφοροποιείται. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η επιβολή συνολικής ποινής ή άλλες προβλέψεις αυστηρότερης τιμώρησης που περιλαμβάνονται στην κείμενη νομοθεσία δεν επαρκούν, αλλά είναι αναγκαία η κατάγνωση ενιαίας ποινής. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που ο δράστης, ενώ επιθυμεί την τέλεση ενός εγκλήματος (κυρίως κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών) στη διακεκριμένη μορφή του, προβαίνει ενεργώντας με συνολικό δόλο στη διάπραξη του τελευταίου περισσότερες φορές, στη βασική όμως εκδοχή του. Τότε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «η αυστηρότερη τιμώρηση του δράστη με την επιβολή της μιας ποινής του οικείου εγκλήματος στη βαρύτερη μορφή του είναι δυνατή μόνο αν οι επιμέρους πράξεις αντιμετωπιστούν ως ένα έγκλημα κατ εξακολούθηση». 58 Συνεπώς, το κατ εξακολούθηση έγκλημα αποκτά δικαιολογητική βάση από άποψη ουσιαστικού δικαίου μόνο 54 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 396. 55 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 397 επ. 56 Σε περιπτώσεις, για παράδειγμα, που ο δράστης τελεί τις πράξεις εκμεταλλευόμενος κάθε φορά την παρουσία μιας ίδιας ή παρόμοιας ευκαιρίας και η οποία συνίσταται σε έναν «πειρασμό», για τον οποίο έχει ευθύνη το θύμα. Ή ακόμη, όταν ο δράστης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα έξοδα μιας θεραπείας του, υπεξαιρεί για ένα χρονικό διάστημα διάφορα χρηματικά ποσά. Βλ. παραδείγματα σε Φελουτζή, ό.π., σελ. 397. 57 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 397-398. 58 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 398. Το ίδιο δέχεται και στην περίπτωση που ο δράστης περισσότερων προνομιούχων ομοειδών εγκλημάτων ενεργεί με συνολικό δόλο τέλεσης του εγκλήματος στη βασική μορφή του. 16

προκειμένου να καταστεί εφικτή η αυστηρότερη τιμώρηση του δράστη στις παραπάνω περιπτώσεις. Αντίθετα, όπως καταλήγει, η κατάφαση μόνο λόγων δικονομικού χαρακτήρα που έχουν προταθεί ως δικαιολογητικοί του εν λόγω εγκλήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή. 59 Έχοντας υπόψη τις απόψεις που διατυπώθηκαν και παρουσιάστηκαν παραπάνω, μπορούμε να πούμε, αρχικά, ότι ο θεσμός του κατ εξακολούθηση εγκλήματος δε φαίνεται να μπορεί να στηρίξει την ύπαρξή του ακραιφνώς σε δικονομικά θεμέλια. Η ανάγκη διευκόλυνσης ή επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας δεν μπορεί να φθάσει σε σημείο να υποκαταστήσει την ουσιαστική ανάγκη νομικής πρόβλεψης του εν λόγω θεσμού. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι ορισμένες μορφές αξιόποινης συμπεριφοράς δικαιολογούν επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, στα πλαίσια μιας εγκληματοπροληπτικής πολιτικής. Με δεδομένα αυτά, η κατάργηση μίας ρύθμισης που δύναται να παρέχει στον εκάστοτε κατηγορούμενο ένα επιπλέον πλέγμα προστασίας δεν εμφανίζεται η καλύτερη λύση. Ασπίδα σε φαινόμενα καταστρατήγησης ή εκμετάλλευσης των νομοθετικών ρυθμίσεων μόνο η ορθή εφαρμογή του δικαίου μπορεί να αποτελέσει και όχι η απάλειψή τους από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς. 60 Ως συμπέρασμα όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η συζήτηση γύρω από τη δικαιολογητική βάση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος δε φαίνεται να οδηγεί σε ομόφωνες λύσεις. Αυτό εξηγεί και τη συνεχή, από την εποχή της εισαγωγής του θεσμού στο εγχώριο νομικό σύστημα, αντιπαράθεση σε ζητήματα που σχετίζονται με αυτό. Στο Δεύτερο Μέρος, θα ασχοληθούμε με τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως τελούμενο κατ εξακολούθηση. 59 Βλ. Φελουτζή, ό.π., σελ. 399. Την ανεπάρκεια των δικονομικών λόγων να στηρίξουν από μόνοι τους την ύπαρξη του κατ εξακολούθηση εγκλήματος ασπάζεται και ο Σταμάτης, ό.π., σελ. 1214. Ωστόσο, τον ουσιαστικό λόγο δικαιολόγησης εντοπίζει στην «ενότητα ή ταυτότητα απόφασης, από την οποία να προκύπτουν οι επιμέρους ομοειδείς πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος». 60 Άλλωστε, για τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω και η μεταχείριση του δράστη δικαιολογείται, από άποψη ουσιαστικού δικαίου, να είναι αυστηρότερη σε σχέση με τις περιπτώσεις πραγματικής συρροής θεσπίστηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 ΠΚ που πλέον τις καλύπτει. 17

Μέρος Δεύτερο 1. Προϋποθέσεις κατάφασης εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το κατ εξακολούθηση έγκλημα συνιστά, κατά την ορθότερη άποψη, μία ιδιάζουσα περίπτωση αληθινής πραγματικής συρροής εγκλημάτων. «Ιδιάζουσα» διότι κάθε πραγματική συρροή δε συνεπάγεται άνευ όρων και κατάφαση εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση. Για να στοιχειοθετηθεί η μορφή αυτή αξιόποινης συμπεριφοράς, είναι απαραίτητη η σωρευτική πλήρωση ορισμένων προϋποθέσεων, από τις οποίες κάποιες φέρουν χαρακτήρα ουσιαστικό και άλλες δικονομικό. Αμέσως παρακάτω, γίνεται αναφορά στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις: 61 - Οι μερικότερες πράξεις του ίδιου δράστη πρέπει να προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, σε περισσότερες από μία μονάδες του. 62 Ωστόσο, ταυτότητα του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού δε σημαίνει απαραίτητα και ταυτότητα του φορέα του. Αυτή πρέπει να συντρέχει μόνο στην περίπτωση που πρόκειται για προσωποπαγές αγαθό, όπως είναι η τιμή ή η γενετήσια ελευθερία του ατόμου, με την απαρέγκλιτη προϋπόθεση να μεσολαβεί μεταξύ των δύο ή περισσότερων προσβολών αποκατάσταση της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού. Αν εκλείπει, η περίπτωση κατάφασης εγκλήματος κατ εξακολούθηση αποκλείεται και οδηγούμαστε σε ομοειδή πραγματική συρροή εγκλημάτων. 63 Αντίθετα, δεν απαιτείται όταν η προσβολή στρέφεται κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, οπότε οι φορείς των τελευταίων μπορεί να είναι και διαφορετικά πρόσωπα. 64 Και αυτό διότι στην περίπτωση που προσβάλλονται προσωπικά αγαθά, το πρόσωπο-θύμα προσδιορίζει και το χαρακτήρα της πράξης προσβολής, επομένως και την ομοιότητα των προσβολών, σε αντίθεση με τα περιουσιακά εγκλήματα, στα οποία η ομοιότητα καθορίζεται από την 61 Για τις προϋποθέσεις γενικά που πρέπει να πληρούνται ώστε να καταφαθεί το κατ εξακολούθηση έγκλημα βλ. -αντί πολλών- Κοκολάκη, Ε., ό.π., σελ. 22-23, Κονταξή, Αθ., ό.π., σελ. 1220 επ., Κοτσαλή, Λ., ό.π., σελ. 994 επ., Μανωλεδάκη, Ι./Καϊάφα-Γκμπάντι, Μ./Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ε., «Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους», εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 307, Μαργαρίτη, Λ., «Το κατ εξακολούθηση έγκλημα», ό.π., σελ. 20-21, ιδίου σε Μαργαρίτη- Παρασκευόπουλου,.ο.π., σελ. 388-389, Μπιτζιλέκη, Ν., ό.π., σελ. 382 επ., Μυλωνόπουλου, Χ., ό.π., σελ. 356 επ., Παπανδρέου, Π., ό.π., σελ. 60, Σταμάτη, ό.π., σελ. 1215 επ., Φελουτζή, ό.π., σελ. 390-392, Χαραλαμπάκη, Α., ό.π., σελ. 413-414. 62 Βλ. εντελώς ενδεικτικά Μαγκάκη, ό.π., σελ. 435. Επίσης, Βαθιώτη, ό.π., σελ. 527, σύμφωνα με τον οποίο η προϋπόθεση αυτή αφορά στο άδικο του αποτελέσματος. 63 Αν υφίσταται και ταυτότητα του φορέα του εννόμου αγαθού, το κατ εξακολούθηση έγκλημα μπορεί να στοιχειοθετηθεί υπό την απαραίτητη, ωστόσο, προϋπόθεση ότι μεταξύ των προσβολών έχει αποκατασταθεί η ειρήνευση του εννόμου αγαθού. 64 Βλ. Μπουρόπουλου, ό.π., σελ. 257. Η διάκριση αυτή δικαιολογείται από τον Μπιτζιλέκη με τον εξής τρόπο: «... στις περιπτώσεις των προσωπικών αγαθών το πρόσωπο-θύμα προσδιορίζει και το χαρακτήρα της πράξης προσβολής, άρα και την ομοιότητα των προσβολών, σε αντίθεση με τα περιουσιακά εγκλήματα, η ομοιότητα των οποίων προσδιορίζεται από την προκαλούμενη ζημιά ή το προσδοκώμενο περιουσιακό όφελος», βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 383. Βλ. ακόμη και ΑΠ 394/2002, ΠοινΛογ 2002, σελ. 534, ΑΠ 599/2002, ΠοινΛογ 2002, σελ. 707. 18

προκαλούμενη ζημία ή το προσδοκώμενο περιουσιακό όφελος. 65 Όσον αφορά δε τα εγκλήματα εκείνα με τα οποία θίγονται αγαθά τόσο περιουσιακού όσο και προσωπικού χαρακτήρα, κατ εξακολούθηση έγκλημα είναι δυνατό να αναγνωριστεί μόνο στην περίπτωση που φορέας του προσβαλλόμενου αγαθού είναι το ίδιο πρόσωπο. 66 Καταφατική πρέπει να είναι η απάντηση περί ύπαρξης κατ εξακολούθηση εγκλήματος και στην περίπτωση που θίγονται με την εγκληματική συμπεριφορά και μη ατομικά έννομα αγαθά. 67 Τέλος, όταν προσβάλλονται υπερατομικά έννομα αγαθά, είναι αμφίβολο αν η κατ εξακολούθηση τέλεση μπορεί να γίνει δεκτή. 68 - Οι επιμέρους πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος πρέπει, κατά την πλειονότητα τουλάχιστον των συγγραφέων, να διακρίνονται από μία σχετική εξωτερική ομοιομορφία, ο τρόπος με τον οποίο όμως ο καθένας προσεγγίζει την έννοια αυτή διαφέρει. Συγκεκριμένα, τόσο ο Μαγκάκης όσο και ο Κατσαντώνης, υποστηρίζουν μεν την ανάγκη ύπαρξης μιας εξωτερικής ομοιογένειας, ωστόσο, δεν την εντοπίζουν στην ομοιότητα του τρόπου τέλεσης των μερικότερων πράξεων αλλά στην εκμετάλλευση από το δράστη των ίδιων περίπου ευκαιριών που προέκυψαν σε μία φάση της ζωής του. 69 Από την άλλη πλευρά, ο Ανδρουλάκης 70, ενώ και ο ίδιος δέχεται την ανάγκη η κατ εξακολούθηση τέλεση να προέρχεται από την ίδια αφορμή ή/και ευκαιρία, ζητά επιπροσθέτως οι μερικότερες πράξεις να παρουσιάζουν «αντικειμενική ομοιότητα κατά τον τρόπο τέλεσής τους». 71 Τέλος, προς διαφορετική κατεύθυνση κινούνται οι Μανωλεδάκης 72 και Μαργαρίτης 73, οι οποίοι δέχονται ότι οι μερικότερες πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος πρέπει να παρουσιάζουν «φυσική ομοιότητα», μόνον όμως στις περιπτώσεις όπου τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται είναι περιουσιακού χαρακτήρα. 74 65 Βλ. Μπιτζιλέκη, Ν., ό.π., σελ. 383. 66 Λόγω της ύπαρξης του προσωποπαγούς αγαθού που θίγεται, για παράδειγμα, στη ληστεία. Βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 384. 67 Βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 384 και ΟλΑΠ 5/2002. 68 Βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 384. Βλ., ωστόσο, και Μυλωνόπουλου, ό.π., σελ. 357 και ΑΠ 1492/2004, ΑΠ 2368/2007. 69 Βλ. απόψεις των συγγραφέων σε Φελουτζή, ό.π., σελ. 390. Σύμφωνος με τους εν λόγω συγγραφείς φαίνεται να είναι και ο Κοτσαλής, ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει: «τα περισσότερα εγκλήματα πρέπει να εμφανίζουν μια σχετική έστω εξωτερική ομοιομορφία, που συνίσταται όχι τόσο στο ότι τελέστηκαν με τον ίδιο τρόπο (αυτό δεν είναι αναγκαίο), αλλά στο ότι η τέλεσή τους προέκυψε μέσα από τις συνθήκες ζωής του δράστη, έτσι ώστε να αποτελούν με αυτή την έννοια ομοιόμορφη εκδήλωσή της σε μια ορισμένη φάση της». Βλ Κοτσαλή, ό.π., σελ. 996-997. Έτσι και Βαθιώτης, ό.π., σελ. 527, Κονταξής, ό.π., σελ. 1222. 70 Βλ. Ανδρουλάκη, «Γενικό Μέρος III», ό.π., σελ. 34, υποσημ. 94. 71 Την άποψη αυτή φαίνεται να υιοθετεί και ο Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 358, ο οποίος μπορεί να δεχτεί την κατάφαση εξακολούθησης μεταξύ μιας κλοπής 100 και μιας 1.000 ευρώ, όχι όμως και όταν τα αντίστοιχα ποσά είναι 100 και 1.000.000 ευρώ. Επίσης, στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης θέσης προβαίνει και ο Χαραλαμπάκης, ό.π., σελ. 414, ο οποίος κάνει λόγο για «ομοειδείς συνθήκες τελέσεως» ως απαραίτητη προϋπόθεση του κατ εξακολούθηση εγκλήματος, ενώ η Παπανδρέου σημειώνει ότι «οι επιμέρους πράξεις πρέπει να παρουσιάζουν φυσική ομοιότητα», βλ. Παπανδρέου, Π., ό.π., σελ. 60. 72 Βλ. Μανωλεδάκη/Καϊάφα-Γκμπάντι/Συμεωνίδου-Καστανίδου, ό.π., σελ. 307. 73 Βλ. Μαργαρίτη, Λ., «Το κατ εξακολούθηση έγκλημα», ό.π., σελ. 30. 74 Η συγκεκριμένη άποψη συναντάται και σε ορισμένες νομολογιακές αποφάσεις. Βλ. ενδεικτικά ΠλημμΗρακλ 187/2003, ΠοινΧρον 2004, σελ. 259 (πρόταση εισαγγ.), ΠλημμΚαστ 243/1999, ΠοινΧρον 2001, σελ. 269 (πρόταση εισαγγ.) και ΔιαρκΣτρατΛαρ 222/1999, ΠοινΧρον 2001, σελ. 459. 19