Γιάννης Παπαδόπουλος. /ντεκα κι ο κούκος. εξώφυλλο: Salvador Dali, The frozen watches of space time. επιμέλεια, σελιδοποίηση : Μάριος Αρσενίου

Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Το παραμύθι της αγάπης

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.


Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Transcript:

Γιάννης Παπαδόπουλος /ντεκα κι ο κούκος εξώφυλλο: Salvador Dali, The frozen watches of space time επιμέλεια, σελιδοποίηση : Μάριος Αρσενίου

Οι ιστορίες εννιά ρολογιών και των ανθρώπων οι οποίοι τα κράτησαν στα χέρια τους ή τα φόρεσαν, που τα αγόρασαν, τους τα δώρισαν ή τα κληρονόµησαν, συνθέτουν το χρονικό µιας οικογένειας και, παράλληλα, την ιστορία µιας πόλης αλλά και µιας ολόκληρης χώρας από τα τέλη του 19ου µέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Τις διατρέχει ένας κούκος ο οποίος, αδιαφορώντας για τις ιδιότροπες σχέσεις που µπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος µε τον Χρόνο, αµερόληπτος και απτόητος, κάνει µόνο τη δουλειά για την οποία είναι προορισµένος : µετράει τις ώρες πανηγυρικά, δίνοντας ολόκληρη παράσταση κάθε φορά. 2

Π ε ρ ι ε χ ό µ ε ν α 1. Προοίµιο 2. Ρολόι τσέπης 3. Το κόσµηµα 4. Tissot 5. Rolex 6. Ω µέγα 7. Mickey Mouse 8. Ζωοδόχος Πηγή 9. Zenith 10. Casio 11. Swatch 12. Αγνώστου ταυτότητος 13. Νευροδετήριον 14. Επίλογος ή ο κούκος 3

προοίμιο Ήθελε να το κάνει εδώ και χρόνια αλλά ντρεπόταν. Γιατί όµως; αναρωτιόταν. Δεν θα την έπαιρνε κανείς χαµπάρι, δεν υπήρχε κανείς να τη δει. Η Άντα ήταν ο µόνος άνθρωπος που εισέβαλε πλέον στο µαυσωλείο της, για να της καθαρίσει, κάθε Τετάρτη απαρεγκλίτως, µόνον αυτή. Η όλη διαδικασία δεν θα διαρκούσε πάνω από µισή, άντε µια ώρα. Αλλά, κάθε φορά που φούντωνε µέσα της η επιθυµία, το βλέµµα της ξέφευγε, έκανε έναν γύρο στην κάµαρα ψάχνοντας θαρρείς µήπως και κάποιος την παρακολουθεί κι έπεφτε πάνω στα κορνιζαρισµένα πορτρέτα των παππούδων και των γιαγιάδων ή στις φωτογραφίες της µάνας και του πατέρα, του µακαρίτη του Αντώνη αλλά και των παιδιών και των εγγονών της και η επιθυµία αµέσως ξεθώριαζε, η ιδέα ξανακρυβόταν. Επέστρεφε στο βιβλίο της ή άνοιγε την τηλεόραση, τις περισσότερες φορές µε σβηστή τη φωνή, για να ξεχαστεί. Εκείνο όµως το απόγευµα της είχε έρθει µια έµπνευση που είχε κάνει όλο το πρόσωπό της να λάµψει από χαρά. Με ένα 4

σκανταλιάρικο, νεανικό χαµόγελο να της ζαρώνει ακόµη πιο πολύ τα χείλη είχε φτιάξει το τσάι και ύστερα είχε βγάλει από τη θέση του το συρτάρι και το είχε µεταφέρει από το σαλόνι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Εκεί δεν υπήρχαν πορτρέτα ούτε φωτογραφίες, δεν υπήρχε κανείς να τη δει. Κουτάκια µικρότερα ή µεγαλύτερα, τετράγωνα, παραλληλόγραµµα ή στρογγυλά και ποµπέ, χαρτονένια, απλά, ή άλλα µε φίρµες και στάµπες περίτεχνες, πουγκιά βελούδινα ή δερµάτινα, πρόχειρες θήκες από ρετάλια, όλα την κοίταζαν από τα βάθη του συρταριού µε απορία και έκπληξη αλλά και µε κάποια δυσκολία, θαµπωµένα θαρρείς από τον ξαφνικό, βάρβαρο φωτισµό, ο οποίος είχε διακόψει µια ραστώνη που την είχαν θεωρήσει παντοτινή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντικρίζαν το βλέµµα της, να τα περιεργάζεται µε την ίδια λαχτάρα, την ίδια αδηµονία, την ίδια ταραχή, αλλά πάντα µέσα από µια µικρή χαραµάδα, στο µισοσκόταδο, και µόλις για ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν κλείσει ξανά το συρτάρι µε πάταγο. Όµως, αυτή τη φορά... Θα τα άγγιζε, αλήθεια; Θα τα έπαιρνε στα χέρια της και θα τα χάιδευε; Ή µήπως θα τα άνοιγε κιόλας; Παρατεταγµένα σε τρεις σειρές τα ρολόγια της απέδιδαν τιµές, στοιχισµένα µε απόλυτη ακρίβεια, σαν άγηµα. Το αστείο ήταν ότι δεν βρισκόταν ούτε ένα δικό της ανάµεσά τους, ούτε ένα που να το είχε η ίδια αγοράσει ή, έστω, φορέσει. 5

Άλλωστε, το µοναδικό που είχε ποτέ αποκτήσει, δώρο του πατέρα για την αποφοίτησή της από το γυµνάσιο, το είχε χάσει ελάχιστους µήνες αργότερα. Το είχε ξεχάσει σε ένα ξενοδοχείο της Αιδηψού, στο οποίο είχε βρεθεί συνοδεύοντας τη µητέρα για τα λουτρά της. Εκνευρισµένη από τον αδιάκοπο χτύπο του, που την εµπόδιζε να κοιµηθεί, το είχε παραχώσει την τελευταία βραδιά κάτω από τα µαξιλάρια και δεν το είχε ποτέ ξαναδεί. Δεν της είχε λείψει, δεν είχε καν στεναχωρηθεί και ούτε το είχε αντικαταστήσει. Η σχέση της µε τον χρόνο ήταν, έτσι κι αλλιώς, ιδιαίτερη. Αδιαφορούσε γι αυτόν, αµελούσε να τον παρακολουθήσει και ήταν πάντοτε ασυνεπής στα ραντεβού της. Ακόµη και τώρα, όταν η υγρασία δεν της υπενθύµιζε τα αρθριτικά ή τα χάπια τις αρρυθµίες της, τον χρόνο τον αγνοούσε, συχνά λησµονούσε ότι κόντευε πια τα ενενήντα. Τα ρολόγια, όµως, των άλλων... Φορεµένα στους καρπούς, να µετρούν τους σφυγµούς αποκρυπτογραφώντας τους φόβους, τις αγωνίες ή τις επιθυµίες, ή στα τσεπάκια των γιλέκων, να παρακολουθούν από τόσο κοντά τα χτυποκάρδια ή τις βραδυκαρδίες, να καθορίζουν την κάθε τους δραστηριότητα, την κάθε κίνηση, να καταγράφουν µε σχολαστική ακρίβεια τις στιγµές που σηµάδεψαν τη ζωή τους, να µεγεθύνουν τις ώρες της µοναξιάς ή να επιταχύνουν δραµατικά τη ροή των δευτερολέπτων στην ευτυχία, να παρεµβάλλονται µε κακία διακόπτοντας τις ερωτικές συνευρέσεις, να συντονίζουν ή να αποσυντονίζουν τις σκέψεις και τους 6

συλλογισµούς... Σαν να κρατούσε µες στο συρτάρι, καλά φυλαγµένες, προστατευµένες, όλες τις καρδιές των αγαπηµένων της, σε µια νάρκη προσωρινή που απείχε πολύ απ' τον θάνατο. Πρώτο-πρώτο στη σειρά, στη θέση του τελετάρχη, είχε τοποθετήσει το ασηµένιο ρολόι τσέπης του πατέρα, µε το µονόγραµµά του περίτεχνα σκαλισµένο στο καπάκι, ένα γ που πλέκεται µε ένα χ µε τη χάρη δυο φιδιών που ερωτοτροπούν. Το άγγιξε τρυφερά, το σήκωσε και το κράτησε ανάµεσα στα δάχτυλά της προσπαθώντας να µιµηθεί τις κινήσεις εκείνου καθώς, κάθε τόσο, το άνοιγε και αµέσως το έκλεινε πάλι χρησιµοποιώντας µόνο το ένα του δάχτυλο, κινήσεις που, όταν ήταν µικρή, φάνταζαν στα µάτια της σπουδαιότερες και απείρως πιο δύσκολες από τα τρικ των ταχυδακτυλουργών, αυτές τις τόσο οικείες κινήσεις ακόµη και τώρα, µετά από... πόσα χρόνια, αλήθεια; 7

Ρολόι τσέπης Έντεκα και εικοσιδύο. Μήπως οι µετρητές του χρόνου ορίζουν, τελικά, και τη µοίρα; Αν δεν είχε σταµατήσει, πρώτη φορά, το ρολόι του επειδή είχε ξεχάσει να το κουρδίσει, πρώτη φορά, µπορεί και να µη βρισκόταν τώρα σε µια αίθουσα αναµονής, να κοιτάζει ξανά και ξανά τους δείκτες, κάθε ένα ή δυο λεπτά το πολύ. Θυµόταν έντονα ακόµη και σήµερα τη στιγµή που το είχε βγάλει από το τσεπάκι, το είχε ανοίξει και είχε κοιτάξει την ώρα. Δέκα και είκοσι επτά. Το ραντεβού του µε τον Δελµούζο ήταν στις έντεκα. Είχε ξεκινήσει µε το πάσο του από τη Θεσσαλία και είχε πάρει την Ερµού χαζεύοντας αφηρηµένα τις βιτρίνες και κλωθογυρίζοντας στο µυαλό του τις ερωτήσεις που θα του έκανε, για το Παρθεναγωγείο και τις µεθόδους του, για τις αντιδράσεις, για την κόντρα µε τον Δεσπότη, τα Αθεϊκά και την ένταση που υπέβοσκε από όλες τις πλευρές. Θυµόταν... Στη διαδροµή είχε δει ένα κοριτσάκι, να κλαίει ολοµόναχο σε µια γωνιά. Είχε κοντοσταθεί, είχε σκεφτεί να του µιλήσει, να προσπαθήσει να µάθει τι του συνέβαινε, 8

αλλά ο τρόπος διατύπωσης της επόµενης ερώτησης - 'Και για όσα σας αποδίδουν, για τις ιδιαίτερες σχέσεις σας µε τις µαθήτριες, τι έχετε να πείτε;' - τον είχε απορροφήσει ξανά και είχε συνεχίσει µηχανικά τον αργό του βηµατισµό. Είχε φτάσει κάποια στιγµή και είχε χτυπήσει την πόρτα του γραφείου του. Είχε ακούσει µια γυναικεία φωνή - 'Παρακαλώ;' - και, ανοίγοντας, την είχε δει. Και ο χρόνος είχε σταµατήσει για ακόµη µια φορά. Πόσο αµφίσηµη αλλά και πόσο κυριολεκτική µπορεί να αποδειχθεί µια τόσο απλή, τόσο κοινότοπη µεταφορά! Αργήσατε πολύ. Ο κύριος Δελµούζος δεν µπορούσε να σας περιµένει άλλο, είχε ραντεβού µε τον κύριο Δήµαρχο. Αυτό που δεν θυµόταν, αντίθετα, καθόλου ήταν το πώς είχε καταφέρει να παρατείνει την παραµονή του στο γραφείο του Δελµούζου, µόνος µε τη νεαρή µαθήτρια της τελευταίας τάξης, τι µπορεί να της είχε πει, τι είχαν κουβεντιάσει. Αλλά µήπως και βγαίνοντας... Ήταν τόσο ταραγµένος, πετούσε τόσο στα σύννεφα, ώστε ακόµη και για το όνοµά του αν είχε ερωτηθεί θα είχε σκεφτεί σίγουρα πολύ, θα είχε προσπαθήσει να συγκεντρωθεί πριν απαντήσει. Έβγαλε ξανά το ρολόι από την τσέπη. Έντεκα και εικοσιτέσσερα. Η περίοδος που είχε ακολουθήσει ήταν µια διαρκής αναµέτρηση µε τον χρόνο. Με καρδιοχτύπι και πάντα µε το ρολόι ανά χείρας ξέκλεβε πέντε λεπτά από τον ύπνο ή από τη δουλειά για 9

να τη συναντήσει σε κάποια από τις διαδροµές της, σχολείο-σπίτι, ίσα για να ανταλλάξουν κλεπτά ένα βλέµµα ή, στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν υπήρχε κανείς να τους δει, κι ένα χαµόγελο, ένα νεύµα. Αργότερα, πάλι, µε τη συνενοχή της επιστήθιας φίλης της, της Άννας, συνοδού της στους περιπάτους, να ξεκλέψουν δυο-τρία λεπτά για να µοιραστούν λίγες βιαστικές, αγχωµένες φράσεις και, πολύπολύ αργότερα πια, ένα φιλί στα πεταχτά. Η Ελένη ήταν σίγουρη ότι δεν υπήρχε περίπτωση ο πατέρας της να δώσει τη συγκατάθεσή του ώστε να παντρευτούν. Έτσι, µετά από δυο ατέλειωτα χρόνια, είχαν αποφασίσει να κλεφτούν. Και, το ίδιο διάστηµα, όλα γύρω να αλλάζουν µε ασύλληπτη ταχύτητα. Το εργατικό κίνηµα γιγαντώθηκε, ιδρύθηκε Εργατικό Κέντρο, το πρώτο σε όλη τη χώρα, οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν, το Παρθεναγωγείο έκλεισε, η εξέγερση των εργατών πνίγηκε στο αίµα, ο Δελµούζος και πολλοί άλλοι διώχθηκαν, οι συντηρητικοί, ο Δεσπότης και οι συν αυτώ επικράτησαν κατά κράτος. Από την άνοιξη στη βαρυχειµωνιά, κατευθείαν. Μέσα σε τόσο σύντοµο χρονικό διάστηµα! Οι διαστολές και οι συστολές του χρόνου. Το ρολόι, αυτή τη φορά, έδειχνε έντεκα και εικοσιπέντε. Τα είχαν κανονίσει όλα. Θα έλειπαν οι γονείς, καλεσµένοι σε κάποια γιορτή. Θα τον περίµενε τα µεσάνυχτα, θα τη βοηθούσε να κατεβεί από το παράθυρο της τραπεζαρίας, ένα, άντε ενάµιση µέτρο από το πεζοδρόµιο, και την εποµένη, πρωί-πρωί, θα έφευγαν µε το 10

πρώτο τραίνο για Αθήνα. Είχε ξεκινήσει από το σπίτι του, το θυµόταν πολύ καλά, έντεκα και τριάντα επτά. Η απόσταση ούτε πέντε λεπτά. Δεν είχε προλάβει να περιµένει καν. Από τα µαύρα σκοτάδια είχε ξεπροβάλει µια αντρική φιγούρα. Ήταν ο πατέρας της. Τον είχε αναγνωρίσει αµέσως, από τις φωτογραφίες του στον τύπο, από τις διάφορες εµφανίσεις σε τελετές και γιορτές, στις εξέδρες των επισήµων... Αργήσατε κύριε του είχε πει. Μπορείτε, παρακαλώ, να µου εξηγήσετε το γιατί; Έντεκα και είκοσι επτά. Κράτησε το ρολόι ανοιχτό στο δεξί του χέρι, σαν χρονοµέτρης σε αγώνες. Οι δείκτες, τεµπέληδες, έσερναν τα βήµατά τους. Έντεκα και είκοσι οκτώ. Μια νοσοκόµα πέρασε βιαστική από µπροστά του. Έκανε να της µιλήσει αλλά, µέχρι να το αποφασίσει, είχε εξαφανιστεί πίσω από κάποια πόρτα. Εντεκάµιση. Ο πατέρας της τον είχε καλέσει µέσα στο σπίτι και τον είχε οδηγήσει στο σαλόνι. Προτού καθίσουν είχε σερβίρει δυο κονιάκ σε ποτήρια βαριά, κρυστάλλινα. Θυµόταν πολύ καλά, σαν να τον πάγωνε ακόµη και τώρα, τον χτύπο ενός ρολογιού, µάλλον του τοίχου, που έσπαζε τη σιωπή σαν βηµατισµός σε πλακόστρωτο τις 11

ήσυχες ώρες πριν ξηµερώσει. Και η Ελένη; Πού µπορεί να βρισκόταν, τι να της είχε συµβεί, είχε σκεφτεί. Ο πατέρας της τον κοίταζε πάντα αυστηρά, συνοφρυωµένος. Αν υπάρχει κάτι που αντιπαθώ στους ανθρώπους είναι η ασυνέπεια. Μα σε ποιον απευθυνόταν; Σ' αυτόν, που όλοι οι φίλοι του τον κορόιδευαν για την εµµονή του µε τη συνέπεια, για την αρρωστηµένη εξάρτησή του από τον χρόνο; Είχε βγάλει απορηµένος το ρολόι, είχε σηκώσει το καπάκι οι δείκτες εκεί, καρφωµένοι, έντεκα και τριάντα επτά. Είχε ξεχάσει να το κουρδίσει ξανά, δεύτερη και τελευταία φορά. Για όλα έφταιγε αυτό το καταραµένο ρολόι, ο θείος του ο µεγαλοµανής, που του το είχε δωρίσει. Ένα ασηµένιο ρολόι τσέπης µε χαραγµένα επάνω τα αρχικά του, γ και χ, σε ένα φιδίσιο σύµπλεγµα τι σχέση µπορεί να είχε µε έναν δηµοσιογραφίσκο; Άσε που... Τα ρολόγια πρέπει να φοριούνται στο χέρι, µε µια απλή περιστροφή του καρπού να έχεις µπροστά σου τον χρόνο, να τον αντικρίζεις κατάµατα, να τον αντιµετωπίζεις και όχι να αναγκάζεσαι να τον ψάχνεις µέσα σε τσέπες, να τραβάς αλυσιδάκια και να ανοίγεις καπάκια. Ο χρόνος σε έχει εν τω µεταξύ προσπεράσει, έχεις γίνει παρελθόν. Χώρια που, έτσι που βρίσκονται παραχωµένα, ξεχνάς και να τα κουρδίσεις... 12

Σαν για να του δώσει το τελειωτικό χτύπηµα είχε βγει από τη φωλιά του, µε ταρατατζούµ και παράτες, ένας κούκος και είχε λαλήσει µια και µοναδική φορά. Όλοι, όλα µέσα στο δωµάτιο, γελούσαν µαζί του, οι πρόγονοι από τις κορνίζες τους, οι βελούδινοι καναπέδες και οι καρέκλες, το ασηµένιο σαµοβάρι, τα καντηλέρια ακόµη κι ένας βοσκός, σε έναν πίνακα. Ταραγµένος και ντροπιασµένος είχε προσπαθήσει να βρει τα κατάλληλα λόγια, να του εξηγήσει ότι για την καθυστέρηση δεν έφταιγε αυτός, ότι έφταιγε µάλλον, σίγουρα, αλλά... Κρατούσε πάντα το ρολόι ανάµεσα στα δάχτυλά του. Ο πατέρας της είχε προλάβει. Θα µπορούσα, παρακαλώ, να δω το ρολόι σας; είχε ρωτήσει. Το είχε ξεθηλυκώσει από το γιλέκο και του το είχε δώσει. Ο άνδρας το είχε περιεργαστεί, το είχε εξετάσει από όλες τις µπάντες, το είχε κλείσει και, αµέσως µετά, το είχε ανοίξει ξανά... Πολύ ωραίο ρολόι τον είχε ακούσει να λέει. Παρ' ολίγον θα είχα ένα ίδιο κι εγώ. Νοµίζω το ίδιο ακριβώς. Το είχα δει σε µια βιτρίνα κοσµηµατοπωλείου της Γενεύης και είχα, θυµάµαι, εντυπωσιαστεί. Μόνο που το κατάστηµα ήταν κλειστό και το τραίνο µου αναχωρούσε µετά από µια µόλις ώρα. Και, µετά από µια µικρή σιωπή, είχε συµπληρώσει - Πείτε µου ειλικρινά, σαν άνδρας προς άνδρα, κύριε, την αγαπάτε την κόρη µου; Έντεκα και τριάντα επτά. 13

Η νοσοκόµα εµφανίστηκε ξανά. Προσπάθησε να την προλάβει, να της µιλήσει, αλλά τον πρόλαβε εκείνη. Όλα πήγαν καλά του είπε. Αν θέλετε µπορείτε να περάσετε. Και αµέσως συµπλήρωσε - Είναι κοριτσάκι, υγιέστατο, σχεδόν τρεις οκάδες. 14

το κόσμημα Δεν θυµόταν να είχε αργήσει έτσι ποτέ. Εικοσιδύο χρόνια παντρεµένοι, πρώτη φορά. Κανονικά θα είχε επιστρέψει από ώρα, θα είχε ήδη αλλάξει και, έτοιµος πια, θα είχε αρχίσει τη γκρίνια για τη δική της την αργοπορία. Τι µπορεί να του είχε συµβεί; Η πρόσκληση, διατυπωµένη µε την άκαµπτη αυστηρότητα του πρωτοκόλλου, έγραφε δέκα ακριβώς. Και ήταν ήδη... Εννέα και πενήντα εννέα αδύνατο να προλάβουν. Να που τελικά χρησίµευαν σε κάτι και τα ρολόγια, δεν ήταν απλά κοσµήµατα όπως θεωρούσε πάντα η ίδια. Και το δικό της ως κόσµηµα ήταν πανέµορφο, το είχε ερωτευθεί από την πρώτη στιγµή που το είχε δει, την ηµέρα του γάµου της. Ήταν το δώρο του. Μπρασελέ και κάσα από πλατίνα διακοσµηµένη µε µπριγιάν που αστραποβολούσαν και ιρίδιζαν κάτω από το φως των πολυέλεων ακόµη κι απλών κεριών. Το φορούσε σπανίως και µόνο σε εξαιρετικές, εορταστικές ή επίσηµες, περιστάσεις αλλά, ακόµη και τότε, τους δείκτες ποτέ δεν τους πρόσεχε, αδιαφορούσε για τις χωρίς κανένα νόηµα και ουσία λιλιπούτειες µετακινήσεις τους. Τη σχέση του 'τι' και του 'πώς' µε το 'πότε' την όριζε ο σύζυγός της έτσι κι αλλιώς. Όσο δεν υπήρχε αυτός στο προσκήνιο το αργόσχολο βάδην 15

του χρόνου τίποτα δεν επηρέαζε, τίποτα µα τίποτα δεν άλλαζε. Ίσως, όµως, αυτό του το δώρο να είχε βοηθήσει στο να περάσουν πιο ανώδυνα για την ίδια τα πρώτα χρόνια του γάµου τους. Είχε εκτιµήσει το γούστο και την ευαισθησία της επιλογής του, προξενεµένου από τη θεία Ευτέρπη, συζύγου. Και δεν είχε διαψευστεί. Για παράδειγµα, υπήρξε ένας από τους λίγους του κύκλου τους που είχε επιλέξει το Παρθεναγωγείο του Δελµούζου για να φοιτήσει η κόρη τους και δεν είχε πτοηθεί από τις φήµες ούτε είχε υποκύψει στις αντιδράσεις και στις πιέσεις αφήνοντάς τη να το τελειώσει. Και είχε ταχθεί µε το µέρος των εργατών σε πολλά από τα αιτήµατά τους, είχε προσπαθήσει να διαπραγµατευτεί µέχρι το τέλος, και µε τις δυο πλευρές, προκειµένου να αποφευχθεί η αιµατοχυσία. Απλά ο χρόνος είχε αποδείξει ότι τα χαρακτηριστικά του αυτά δεν ήταν ικανά να καλύψουν όσα άλλα του έλειπαν ή του περίσσευαν και, πάνω απ' όλα, την αδιαφορία του για την ίδια. Δεν είναι δυνατό να ζήσεις αρµονικά ή, έστω, ανώδυνα, ολόκληρη τη ζωή σου µε έναν άνθρωπο που σε θεωρεί διακοσµητικό ή χρηστικό αντικείµενο, όπως... το ρολόι του, καληώρα. Το οποίο, παρεµπιπτόντως, θα το έσπαζε και θα το πετούσε από την παραλία στη θάλασσα µετά από πολλά, πολλά χρόνια, για να σταµατήσει θαρρείς τη ροή του χρόνου, τα γηρατειά, τη φθορά και τον θάνατο. Δέκα και πέντε. Έπρεπε πλέον να ανησυχήσει για τα καλά, σίγουρα κάτι θα είχε πάθει. Και η Ελένη εξαφανισµένη, όπως όλες τις τελευταίες ηµέρες, 16

τους τελευταίους µήνες, στο δωµάτιό της, φυλακισµένη µε τη θέλησή της, χωρίς δεσµοφύλακες ή αµπάρες. Θα ήταν σίγουρα ερωτευµένη. Δεν γνώριζε πόσο σοβαρά ούτε µε ποιον, αλλά πρέπει να ήταν ερωτευµένη, δεν είχε την παραµικρή αµφιβολία. Και φοβισµένη, κρυβόταν. Αρνιόταν πεισµατικά να ανοιχτεί, να µοιραστεί τον καηµό και τη θλίψη µαζί τους. Πώς να µετρούσε, άραγε, γι αυτήν ο χρόνος, µες στη δική της τη φυλακή; Σε τι µπορεί να ήλπιζε, τι να περίµενε να την ελευθερώσει ποιος; Άκουσε το κλειδί, την εξώπορτα να ξεκλειδώνει... Δέκα και εννιά ακριβώς. Το τρίξιµο στα σκαλοπάτια, τα βαριά βήµατά του... Όχι, δεν τον φοβόταν, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να τον φοβάται. Δεν ήταν αγροίκος, ποτέ δεν υπήρξε βίαιος. Δεν είχε παραφερθεί, δεν είχε χάσει τον έλεγχο ούτε µια φορά όλα αυτά τα χρόνια. Ανησυχούσε για κάτι κακό όχι για την ίδια αλλά για όλους, για τη ζωή τους, για τη ζωή. Είδε το είδωλό του µέσα στον καθρέφτη της τουαλέτας, το συνοφρυωµένο του πρόσωπο, τις ρυτίδες στο µέτωπο, τα σφιγµένα του χείλη, κι όλοι οι φόβοι της επιβεβαιώθηκαν. Ο λόγος της έλειπε µόνο, αυτόν περίµενε να ακούσει. Όπως το '97, σε µια ίδια σκηνή, απαράλλαχτη, όταν της είχε ανακοινώσει ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει ξανά την πόλη. Και η Ελένη, επτά χρονών τότε, είχε ξυπνήσει, από κάποιο όνειρο πιθανότατα, και είχε αρχίσει να κλαίει χωρίς να έχει ακούσει, χωρίς να έχει αντιληφθεί το παραµικρό. 17

Φώναξε την κόρη σου της είπε. Και, βέβαια, υπάκουσε. Χωρίς να ρωτήσει καν. Κι ας λυγίζαν τα γόνατά της, κι ας τη σηκώναν µε δυσκολία τα πόδια της, κι ας ραγίζαν τα στήθη της από τα χτυπήµατα της καρδιάς της. Η Ελένη, όταν της ανακοίνωσε ότι τη ζητούσε ο πατέρας της, άρχισε να τρέµει σαν να είχε παροξυσµό. Βγήκε, όµως, από το δωµάτιό της χωρίς να πει κουβέντα και η ίδια την ακολούθησε έχοντας χάσει κάθε αίσθηση χρόνου και χώρου, σαν θεατής ενός θεατρικού που είχε καταφέρει να εξάψει το ενδιαφέρον της, να τη συνεπάρει. Πατέρας και κόρη βρέθηκαν αντιµέτωποι, να κοιτάζονται σιωπηλοί, λες και το έργο είχε παγώσει σε µια σκηνή. Τι σου έχουµε κάνει; της είπε τέλος. Γιατί θέλεις να δραπετεύσεις από κοντά µας λες και σε έχουµε φυλακισµένη, λες και είµαστε οι δεσµοφύλακές σου; Η Ελένη δεν έτρεµε πια, σαν να της είχε πέσει ο πυρετός ξαφνικά. Τον αγαπώ είπε µόνο, ψιθυριστά. Και, µετά από µια µικρή παύση, πιο δυνατά - Γιατί πίστευα, ήµουν σίγουρη, ότι δεν θα τον ενέκρινες. Κι έτσι το αποφάσισες, από µόνη σου, να µη µας δώσεις την ευκαιρία; Μας καταδίκασες, όλους µας, µια για πάντα στην απουσία; Από τα µάτια της Ελένης είχαν αρχίσει να τρέχουν δάκρυα, να 18

κατηφορίζουν αργά από τα µάγουλά της και να της γλείφουν τα χείλη. Πίστευα, ήµουνα σίγουρη, ότι δεν θα τον ενέκρινες επανέλαβε και, αµέσως, πρόσθεσε Και σε φοβόµουνα, σε φοβάµαι. Ο πατέρας της γύρισε την πλάτη, στράφηκε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. Έµεινε έτσι, προσηλωµένος σε ένα θέαµα που έµοιαζε να τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από την κουβέντα τους. Πέρασε ώρα πολλή πριν µιλήσει, πάντα µε γυρισµένη την πλάτη. Ο καθένας µας στη ζωή έχει έναν ρόλο. Ο δικός µου είναι να αγωνιώ και να φροντίζω για σένα, για το καλό σου. Μπορεί να πέφτω έξω κάποιες φορές, µπορεί και να κάνω λάθη, αλλά δεν είναι στο χέρι µου να λειτουργήσω διαφορετικά, δεν έχω επιλογή έτσι είµαι. Γι αυτό... Γύρισε πίσω, στο δωµάτιό σου. Εγώ θα περιµένω, θα δω τον καλό σου και, αν τον εγκρίνω, όλα καλά. Θα τον πάρεις, θα παντρευτείτε µε την ευχή µου. Αλλιώς... Μπορείς πάντα να φύγεις κανονικά όµως, από την πόρτα, κι όχι σαν κλέφτρα απαλλαγµένη από τις τύψεις και µε πολύ λιγότερες ενοχές. Θα έχεις εµένα να κατηγορείς, θα έχεις ρίξει σε µένα όλα τα βάρη. Πήγαινε τώρα, εµπρός. Η Ελένη άνοιξε το στόµα, σαν να ήθελε κάτι να πει, αλλά το έκλεισε πάλι και έφυγε από το δωµάτιο. Μετά από λίγα λεπτά σιωπής αποχώρησε κι ο πατέρας της. Ο σιχαµένος ο κούκος, που υπό κανονικές συνθήκες την 19

εκνεύριζε µε την αρρωστηµένη του εµµονή στην τακτική, ανά µισάωρο, επισήµανση της προόδου µιας διαδροµής η οποία ουδόλως την ενδιέφερε, εκείνη τη βραδιά αποδεικνυόταν εξαιρετικά οκνηρός. Τα τεράστια κενά που άφηνε ανάµεσα στους χτύπους του την ανάγκαζαν να καταφεύγει, κάθε τρεις και λίγο, στο ρολόι που φορούσε, στο κόσµηµά της. Το λατρεµένο της κόσµηµα που, µέσα σε λίγα µόλις λεπτά, είχε καταφέρει να την κάνει να το µισήσει. Το είχε κουρδίσει ξανά και ξανά, είχε κοντέψει να σπάσει τα ελατήριά του, αλλά τίποτα αυτό, σαν να µην έλεγε να πάρει µπρος, οι δείκτες του να κινηθούν. Το είχε φέρει στο αφτί της, ξανά και ξανά, και οι χτύποι του πιο αργοί κι από το βάδισµα µιας χελώνας και αδύναµοι, αναιµικοί, ίσα που να φτάνουν στο τύµπανό της. Αφού στο τέλος της δηµιουργήθηκε η εντύπωση ότι επίτηδες βραδυπορούσε, για να την κάνει να πληρώσει εδώ και τώρα όλα της τα λάθη, την απουσία της, τη δειλία, την αδιαφορία, την άρνησή της... Όµως, µέσα στην αρρωστηµένη, βαριά σιωπή ο κούκος χτύπησε ξαφνικά, δυο φορές, τροµάζοντάς την. Και, σχεδόν ταυτόχρονα, άνοιξε η πόρτα. Έψαξε στο πρόσωπό του... Έδειχνε πιο ήρεµος, ο θυµός και η ένταση σαν να είχαν σβηστεί από τα χαρακτηριστικά του. Πήγαινε και πες στην κόρη σου ότι µπορεί να αρχίσει να ετοιµάζεται για τον γάµο. Χωρίς βιασύνες και υστερίες, δεν υπάρχει λόγος. Όλα να γίνουν σωστά, όπως πρέπει, όπως αρµόζει στην οικογένειά µας. 20

Ασυναίσθητα εκείνη τη στιγµή το βλέµµα της στράφηκε ξανά στο ρολόι, στο πλατινένιο της κόσµηµα το στολισµένο µε µικρά µπριγιάν που λαµπύριζαν και ιρίδιζαν ακόµη και κάτω από την πιο αδύναµη, την πιο αναιµική φλόγα ενός κεριού. Οι δείκτες του, που της φάνηκαν τεράστιοι, ευκρινέστεροι από οποιαδήποτε άλλη φορά, έδειχναν δυο και τρία λεπτά ίσως και µερικά δευτερόλεπτα επιπλέον. 21

Tissot Το βλέµµα της επέστρεφε, κάθε ένα ή δυο λεπτά το πολύ, και συναντούσε τους αριθµούς, ζωγραφισµένους θαρρείς στο καντράν από το πενάκι της κυρίας Δωροθέας, της καθηγήτριάς τους στην καλλιγραφία. Καµπύλες που ξεκινούσαν αχνά, αδιόρατες, σαν κοµψευόµενες κυριούλες κι έπαιρναν τα κιλά τους συµµετρικά στην πορεία για να αδυνατίσουν ξανά πριν από τις γωνίες ή τις στροφές και στο δυο, το τρία, το πέντε, στο έξη, το επτά και το εννιά έσβηναν µε ελικοειδείς περιστροφές σαν ποντικοουρές. Μόνο το ένα στεκόταν ευθυτενές και αγέρωχο επάνω στη µικρή του βάση, µε µια ελάχιστη µύτη ίσα να προεξέχει από την κεφαλή. Είχε τολµήσει, θυµόταν, εκείνα τα χρόνια, να κάνει και κριτική στον κύριο Δελµούζο, για την καλλιγραφία, τα οικοκυρικά... 'Το ότι δεν κάνουν τα αγόρια κάποια µαθήµατα δεν είναι λόγος για να τα σταµατήσετε και εσείς. Το αντίθετο ακριβώς θα έπρεπε να συµβεί. Απλά δεν έχει έρθει ακόµα η στιγµή' της είχε απαντήσει. Δέκα και επτά και τα δευτερόλεπτα στο µικρούλικο, ολόδικό τους καντράν, να τρέχουν σαν τρελά αδιαφορώντας πλήρως για τη δική της την αγωνία. Να είχε άραγε ξεκινήσει η διαστολή; Να είχαν 22

αρχίσει οι ωδίνες; Η µικρή της κορούλα, το κοριτσάκι της, γεννούσε το εγγόνι της και η ίδια, ανήµπορη κι άπραγη, ολοµόναχη, απλά περίµενε κοιτάζοντας κάθε ένα ή δυο λεπτά το πολύ το καντράν ενός ρολογιού που δεν της ανήκε καν, απλά το φορούσε εδώ και δέκα εννέα ολόκληρα χρόνια φυλάγοντάς το προκειµένου να το παραδώσει στον Νικολάκη αύριο κιόλας, που συµπλήρωνε τα εικοσιένα. Ένα άλλο µωράκι, που της είχε παραδοθεί όταν - Είχαν αρχίσει να αποβιβάζονται από τα καράβια, που είχαν γεµίσει όλο τον κόλπο, µια ατελείωτη στρατιά ναυαγίων και ναυαγών. Η ίδια είχε ανεβεί στο τρίτο σκαλοπάτι της εισόδου, στο κινηµατοθέατρο Αχίλλειο, και από εκεί, καταβάλλοντας µεγάλη προσπάθεια, στριµωγµένη ανάµεσα σε συµπολίτες περίεργους, αδιάφορους, εχθρικούς ή και κάποιους συµπάσχοντες, πονετικούς, προσπαθούσε να διακρίνει και να κατανοήσει το µέγεθος της νέας αυτής τραγωδίας αλλά και να σκαρφιστεί τι θα µπορούσε να κάνει, αν θα µπορούσε κάπως να βοηθήσει. Όµως η µικρή της κορούλα, ούτε δέκα καλά-καλά, είχε τροµάξει από την πολυκοσµία, είχε κουραστεί από την ορθοστασία, είχε απηυδήσει και την τραβούσε κάθε τόσο από το φουστάνι να φύγουν. Έντεκα παρά ένα. Άρα την είχαν µέσα σχεδόν τρεις ώρες. Στον προθάλαµο της µαιευτικής ούτε ψυχή, γιατροί, νοσοκόµες ή επισκέπτες και συνοδοί, ουδείς. Ας πήγαιναν, Θεέ µου, όλα καλά. Το κοριτσάκι της... δεν θα το 23

άντεχε. Και το παιδί, ασφαλώς, το εγγονάκι της, ας γεννιόταν γερό, δυνατό... Πόσο βολικό είναι το ουδέτερο κάποιες φορές! Έντεκα και επτά και... Το επτά παρουσίαζε κατά τη γνώµη της το πιο µεγάλο ενδιαφέρον. Αντί για τον αριθµό τον γνωστό για τη στιβαρότητα και την αρρενωπότητά του έµοιαζε περισσότερο µε ένα 'δυο' αντεστραµµένο. Κι έτσι που βρίσκονταν σχεδόν απέναντι το ένα από το άλλο, σαν αντικατοπτρισµός. Τους είχαν συναντήσει στο πρώτο στενό. Ένα αγοράκι βρώµικο και ρακένδυτο, ούτε δυο χρονών, να κλαίει γοερά, να σπαράζει γαντζωµένο στο ξαπλωµένο κορµί µιας κοπέλας. Ήταν, άραγε, νεκρή; Είχε σκύψει και είχε ανασηκώσει τα σγουρά, κορακίσια της µαλλιά προκειµένου να δει τα µάτια της που αµέσως είχαν ανοίξει και την είχαν καρφώσει µε ένα βλέµµα σκιαγµένο, πυρετικό. Ησύχασε της είχε πει, όλα θα πάνε τώρα καλά, θα δεις. Δεν θα ήταν πάνω από εικοσιπέντε χρονών. Το σχήµα του προσώπου της, τα χαρακτηριστικά του ήταν θαρρείς το πρωτότυπο που είχε εµπνεύσει τους ζωγράφους Μινωικών τοιχογραφιών και αγγείων. Παρά την αδυναµία, τον πυρετό και την καχεξία ήταν πολύ όµορφη. Η κοπέλα είχε ψάξει για το χέρι της, το είχε γραπώσει και το είχε σφίξει µε τις λιγοστές της δυνάµεις. 24

Το αγοράκι µου είχε ψιθυρίσει. Μην το αφήσεις, µην το εγκαταλείψεις. Σε παρακαλώ, φρόντισέ το. Ησύχασε της είχε πει ξανά χαϊδεύοντάς της το πρόσωπο. Θα γίνεις γρήγορα καλά και θα το φροντίσεις εσύ. Ένα θλιµµένο χαµόγελο είχε γλυκάνει προς στιγµήν τα χαρακτηριστικά της. Αµέσως όµως ο πόνος είχε επανέλθει µε έναν µορφασµό που έσφιξε την καρδιά της Ελένης. Μόλις η κοπέλα κάπως συνήλθε άφησε το χέρι της και, καταβάλλοντας µεγάλη προσπάθεια, ξεκούµπωσε το λουράκι από ένα αντρικό ρολόι που φορούσε στον καρπό της. Το έτεινε προς την Ελένη. Δεν έχω τίποτε άλλο της είχε πει. Ορίστε, πάρτο. Είναι ολοκαίνουργιο, του µακαρίτη του άντρα µου, που τον έχασα, µου τον σκοτώσαν στη Σµύρνη. Τα δάκρυα, που είχαν γεµίσει τα µάτια της, είχαν αρχίσει να πληµµυρίζουν και να σχηµατίζουν έναν λεκέ στο ξεραµένο χώµα, που τα ρουφούσε λαίµαργα. Δεν έχω τίποτε άλλο είχε επαναλάβει. Καλή µου, το ρολόι ανήκει στον γιο σου. Σ' αυτόν θα το παραδώσεις, εσύ η ίδια. Εσύ θα το αναλάβεις. Μόλις κλείσει τα εικοσιένα. Στο υπόσχοµαι - όµως δεν θα χρειαστεί. Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει λόγος. Είσαι απλά πολύ κουρασµένη. Αλλά κι αν ακόµα συµβεί οτιδήποτε, θα τον φροντίσω εγώ, σαν δικό µου παιδί. Ησύχασε, τώρα, πάω να ζητήσω βοήθεια, να σε µεταφέρουµε στο 25

νοσοκοµείο. Και όλα θα - Η κοπέλα είχε πάψει, όµως, να την ακούει. Μια απρόσµενη ηρεµία είχε γλυκάνει το πρόσωπό της. Είχε κλείσει πλέον τα µάτια και µε έναν ελαφρύ αναστεναγµό, ανακούφισης πιο πολύ, είχε αφήσει εκεί, στο χωµατένιο, στενό δροµάκι, την τελευταία της πνοή. Η Ελένη σκούπισε τα δάκρυα, που κύλησαν απ' τα µάτια της, και κοίταξε το ρολόι ξανά. Έντεκα και δέκα επτά. Το χέρι, που ακούµπησε ανάλαφρα πάνω στον ώµο της, την τρόµαξε. Στράφηκε και είδε το αγόρι σωστό άνδρα πια. Νίκο, τρελάθηκες; Γιατί ήρθες εδώ; Αργούσες και δεν µπορούσα να περιµένω άλλο, ανησυχούσα. Και τα µπλόκα; Οι Ιταλοί; Δεν µου φτάνουν όλα τα άλλα, να ανησυχώ και για σένα; Το αγόρι της χαµογέλασε αφοπλιστικά. Ξέρω από αυτά, µη φοβάσαι. Άσε που... Σου φέρνω και νέα, καλά. Πέρασε ο κύριος Σπανός. Μας έφερε µήνυµα από τον Τάσο. Βρίσκεται στο Κάιρο και είναι καλά, µας σκέφτεται, λέει, διαρκώς. Στέλνει σε όλους χαιρετισµούς και φιλιά. Το αγοράκι της... Ήταν, λοιπόν, καλά... Η καρδιά της πετάρισε, αναρίγησε, αλλά το έκρυψε. Είπε στον Νίκο, προσπαθώντας να φαίνεται όσο γινόταν πιο σοβαρή, αυστηρή - Να µην το ξανακάνεις αυτό, ακούς; 26

Το αγόρι έκανε έναν αστείο µορφασµό, που θα µπορούσε να σηµαίνει οτιδήποτε και, χωρίς να πάψει ούτε στιγµή να χαµογελά, τη ρώτησε - Η Μαρία; Μέσα είναι ακόµη. Αλλά όπου να 'ναι, πιστεύω... Κοίταξε το ρολόι ξανά έντεκα και είκοσι έξη. Ο νονός; τον ρώτησε. Αυτή τη λύση είχαν επιλέξει. Νονά και νονός. Σαν το θηρίο στο κλουβί. Κοντεύει να λιώσει όλα τα πατώµατα από το πέρα-δώθε. Κάθε ένα λεπτό το πολύ βγάζει από την τσέπη του το ρολόι, το ανοίγει, του ρίχνει µια βιαστική µατιά κι αρχίζει πάλι τα πηγαινέλα µουγκρίζοντας. Η Ελένη χαµογέλασε. Σαν να τον έβλεπε. Κι ο Αντώνης; Το αγόρι σοβάρεψε. Τον φουκαρά, τον λυπάµαι. Κάθεται στην πολυθρόνα µε την κουβέρτα ριγµένη πάνω στα πόδια, ακίνητος και ανέκφραστος σαν τοτέµ. Προσπάθησα να του πιάσω κουβέντα, να του πω κανένα αστείο να ξεχαστεί, αλλά αυτός - 'Άσε, βρε Νίκο. Να γεννάει η Μαρία το πρώτο µας παιδί κι εγώ, κλεισµένος στο σπίτι, να παριστάνω τη λεχώνα! Κοντεύω να τρελαθώ, γαµώ τα πόδια µου, γαµώ'. Αλήθεια, νονά, θα του περάσουν καµιά φορά αυτά τα... κρυοπαγήµατα, που µας κουβάλησε από το µέτωπο, θα γίνει ποτέ καλά; 27

Η Ελένη ακούµπησε τρυφερά την παλάµη της πάνω στο χέρι του αγοριού. Έτσι λεν οι γιατροί, είναι σίγουροι. Μόνο που θέλει υποµονή. Μην ανησυχείς, λοιπόν. Κοίταξε το ρολόι ξανά δώδεκα παρά ένα λεπτό. Ύστερα το ξεκούµπωσε, το έβγαλε και το φόρεσε στον καρπό του αγοριού. Την κοίταζε απορηµένος. Νονά τι κάνεις; τη ρώτησε. Η Ελένη, αντί να του απαντήσει ανασήκωσε το κεφάλι της και τον φίλησε, και στα δυο του τα µάγουλα. Χρόνια σου πολλά, αγοράκι µου είπε µετά. Να είσαι πάντα καλά. Σ' ευχαριστώ πολύ, αλλά το ρολόι σου... Δεν µπορώ να το δεχτώ. Εσύ; Τι θα φοράς εσύ; Η Ελένη του χαµογέλασε. Τώρα που γίνοµαι και γιαγιά... Ο χρόνος θα πάψει να τρέχει πια όπως πριν. Πιστεύω πως θα τον προλαβαίνω ακόµα και χωρίς ρολόι, δεν θα χρειάζεται να τον µετράω. Άσε που υπάρχει κι ο κούκος, θέλω δε θέλω θα τον µετράει αυτός για µένα. Άλλωστε δεν σου το κάνω δώρο, σουτ το επιστρέφω, δικό σου είναι. Και, απαντώντας στο απορηµένο του βλέµµα, του αφηγήθηκε την ιστορία. Ύστερα απέµειναν σιωπηλοί, ο Νίκος να περιεργάζεται το ρολόι σαν να το έβλεπε πρώτη φορά αλλά και να προσπαθεί να 28

χωνέψει όσα είχε µόλις ακούσει και η Ελένη να αναλογίζεται όλα όσα είχε περάσει µαζί του επί δέκα εννέα ολόκληρα χρόνια, όλες τις χαρούµενες και τις λυπηµένες στιγµές που για λογαριασµό της είχε χρονοµετρήσει. Τι παράξενο επτά... είπε µόνο ο Νίκος κάποια στιγµή µιλώντας σιγανά, σαν να µονολογούσε. Πράγµατι είπε και η Ελένη, ακόµη πιο σιγανά. Κι αποµείναν ξανά σιωπηλοί, να κοιτάζουν το παρελθόν µέσα στο καντράν, τόσο απορροφηµένοι ώστε ξαφνιάστηκαν, τρόµαξαν όταν άκουσαν τη φωνή της νοσοκόµας. Συγχαρητήρια. Είναι αγοράκι. Τους µεταφέρουν τώρα στο δωµάτιο σε λίγο θα σας φωνάξουµε να περάσετε, να τους δείτε. Ο Νίκος, έχοντάς τα χαµένα, σαν πρώτη αντίδραση µουρµούρισε - Δώδεκα και εικοσιπέντε - και, αµέσως µετά, έσφιξε στην αγκαλιά του την Ελένη που, από τη χαρά και την ανακούφιση αυτή τη φορά, έκλαιγε µε λυγµούς, µε αναφιλητά. 29

ROLEX Μέσα σε ένα σκοτάδι απόλυτο, ξαπλωµένος ανάσκελα στο ράντζο του, παρακολουθούσε τις φωσφορίζουσες, λεπτεπίλεπτες ακίδες να προσπαθούν µε κόπο πολύ, χιλιοστό το χιλιοστό, να µετακινήσουν τον χρόνο. Υπήρχαν φορές που αυτή η βραδυπορεία τον τρέλαινε αλλά, από την άλλη, σκεφτόταν ότι, και αν ακόµη επιταχύναν, προς ποια κατεύθυνση θα πηγαίναν, σε ποιο αύριο, σε ποιον κόσµο θα οδηγούσαν; Εκείνο το βράδυ, όµως, τα πράγµατα ήταν πολύ διαφορετικά. Θα προτιµούσε, αν ήταν στο χέρι του, να τις σταµατούσε, να µην ξηµέρωνε ποτέ. Οι περισσότεροι µέσα στον θάλαµο ροχάλιζαν. Τα ίδια θα έλεγαν οι υπόλοιποι, άµα τους ρωτούσε κανείς, και γι αυτόν. Όχι, βέβαια, πάντα. Είχε να κάνει και µε την κούραση, προφανώς, ίσως και µε τη στάση του σώµατος. Όµως το να ακούς ταυτόχρονα τόσα ροχαλητά εξουθενωµένων ανδρών, διαφορετικής έντασης, τονικότητας και ρυθµού, µε τις παύσεις, τις συγκοπές, τις εξάρσεις τους, παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αν τα ηχογραφούσε κανείς; Δεν θα ήταν, άραγε, ένα είδος µοντέρνας, ατονικής µουσικής; Δεν σκάµπαζε δα και τόσο πολύ από αυτά, αλλά... 30

Δυο και δεκαεπτά και τα δευτερόλεπτα είκοσι, εικοσιπέντε, τριάντα, τριάντα πέντε... Ο κούκος, όταν βρισκόταν στο σπίτι του ακόµη πόσους αιώνες πριν; - δεν ήταν τόσο σχολαστικός. Χτυπούσε τις ώρες, άντε και τις µισές, µέχρι εκεί. Με τα δευτερόλεπτα δεν ασχολιόταν, δεν τα έδειχνε καν. Και τώρα, όλη αυτή η ακρίβεια δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε... µια διαδροµή χωρίς καµία ουσία, κανένα νόηµα. Τίποτα που να το περιµένεις ή να σε περιµένει, τίποτα που να µην πρόκειται έτσι κι αλλιώς να συµβεί. Εδώ, στο νησί... Ίσως ο θάνατος, η τελική, φυσική σου εξόντωση, να ήταν η µοναδική πιθανότητα για αλλαγή. Μόνο που, αύριο... Ήταν, όµως, πολύ αστείο, ίσως και τραγική ειρωνεία, να έχει καταλήξει ένα Rolex στην εξορία. Από τον καρπό του κοµψευόµενου Εγγλέζου συνταγµατάρχη, που ήταν πάντοτε στην πένα από την κορυφή ως τα κοντοκοµµένα, περιποιηµένα του νύχια, να βρίσκεται αυτή τη στιγµή στον δικό του καρπό, που βρωµοκοπούσε, έζεχνε περιµένοντας να πλυθεί µια στις τόσες υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα επαρκούσε αρχικά το νερό για να πιουν. Στην πραγµατικότητα δεν το άξιζε τέτοιο δώρο, µια τόσο σπουδαία ανταµοιβή. Από καθαρή σύµπτωση είχε βρεθεί στην πορεία µιας σφαίρας που είχε χαραγµένο επάνω της το όνοµα του Εγγλέζου συνταγµατάρχη όπως τουλάχιστον είχε πιστέψει ακράδαντα εκείνος. Κάτι που ήταν αδύνατον έτσι κι αλλιώς να αποδειχθεί µιας και ο πυροβολισµός είχε συµπέσει µε την 31

πρόσκρουση της ρόδας σε κάποιο βράχο και το συνεπακόλουθο τράνταγµα όλου του τζιπ, την απότοµη αλλαγή πορείας, τη µετατόπιση των σωµάτων µια αδιανόητη σειρά από συµπτώσεις, µε άλλα λόγια, αντάξια κωµωδίας Χοντρού-Λιγνού, ίσως και Σαρλώ. Άλλη τραγική ειρωνεία αυτή. Έτσι, την ώρα που µόρφαζε από τους πόνους µε τη σφαίρα σφηνωµένη στην ωµοπλάτη του, ο συνταγµατάρχης είχε βγάλει από το χέρι του το ρολόι και το είχε περάσει στο δικό του. Του είχε πει και διάφορες αγγλικούρες, του τύπου 'brave man' και 'saved my life' κι άλλα παρόµοια και, αµέσως µετά, είχε αναχωρήσει συνοδευόµενος για περιοχές περισσότερο προστατευµένες. Και από τότε δεν είχαν ποτέ ξαναειδωθεί. Στο νοσοκοµείο του Καΐρου, πάντως, δεν ήταν λίγες οι φορές που, αν και σακάτης τον πρώτο καιρό, είχε αναγκαστεί κυριολεκτικά να παλέψει προκειµένου να διατηρήσει στην κατοχή του το έπαθλο µιας ανδραγαθίας την οποία ουδέποτε είχε διαπράξει. Ίσως είχε κινδυνέψει εκεί πιο πολύ από όσο σε όλες τις µάχες στις οποίες είχε πάρει ως τότε µέρος. Άσε τις κοροϊδίες από τους συντρόφους, όταν πλέον επέστρεψε στην πατρίδα. Οι οποίες, µε την αυτάρκεια και την ταχύτητα της φήµης, τον είχαν ακολουθήσει µέχρι κι εδώ, στο νησί. Όχι ότι γνώριζε κανείς περί τίνος επρόκειτο ακριβώς, κάθε άλλο. Ούτε βεβαίως το είχε δει και κανείς. Τα είχε καταφέρει, το είχε κρύψει, το είχε θάψει κυριολεκτικά, από τρύπα σε τρύπα, και δεν το 32

έβγαζε από τις κρυψώνες του παρά µόνο τη νύχτα, όταν όλοι, εξαντληµένοι από τα βασανιστήρια, τους ξυλοδαρµούς, τις βαριές εργασίες και τις ψυχολογικές πιέσεις, έπεφταν ξεραµένοι για ύπνο. Τώρα, το τι είχε πάρει το αφτί του Μούργου, του πιο αδαή, του πλέον αµόρφωτου, κουτοπόνηρου και, ίσως, και του πλέον σκληρού από όλους τους δεσµοφύλακες, το τι ακριβώς είχε υποπτευθεί και το τι είχε φαντασιωθεί, αδύνατο να πει. Κι ένα βραδάκι, λίγο πριν απ' το δείπνο, καθώς καθόταν σε έναν βράχο κι έψαχνε µε το βλέµµα το πέλαγος µπας και βρει κάποια δικαιολογία, έστω, που θα τον βοηθούσε να κρατηθεί στη ζωή, είχε ζυγώσει και είχε καθίσει πλάι του. Έχεις κάτι που θέλω του είχε πει µε ύφος συνωµοτικό. Σαν από έµπνευση θεϊκή είχε καταλάβει από την πρώτη στιγµή την τακτική του αντιπάλου. Δεν ήθελε να βροµίσει η δουλειά, να µαθευτεί η δοσοληψία. Ήθελε αυτό το πολύτιµο, το ανεκτίµητο αγαθό που δεν ήξερε καν τι ήταν να γίνει δικό του, αποκλειστικά. Ιδού, λοιπόν, τι θα έπρεπε να εκµεταλλευτεί, τουλάχιστον έως ότου αφήσει εδώ, στο νησί, την τελευταία του πνοή και απαλλαχτεί. Ή έως ότου... Όχι, δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του. Η διάζευξη ήταν περιττή. Όσοι το είχαν αποτολµήσει, όσοι της είχαν επιτρέψει να µπαινοβγαίνει ελεύθερα στο µυαλό τους και να µολύνει τις σκέψεις τους, είχαν κυριολεκτικά τρελαθεί. Όσο θα βρίσκοµαι εδώ δεν µπορώ, είναι αδύνατον του είχε 33

πει. Το µάτι του Μούργου είχε αγριέψει, είχε καταβάλει µεγάλη προσπάθεια προκειµένου να συγκρατηθεί. Τι θες να πεις; τον είχε ρωτήσει και η ένταση της φωνής του είχε ξεφύγει και είχε χάσει τη συνωµοτική της χροιά. Ηρέµησε του είχε πει µιλώντας ακόµη πιο σιγανά. Δεν µπορώ να στο δώσω γιατί είναι το µόνο µέσο που έχω για να επικοινωνώ µε τον ταξίαρχο Ορέστη Μακρή, γενικό διοικητή όλων των στρατοπέδων, και τον σύµβουλό του, τον Εγγλέζο συνταγµατάρχη Έρολ Φλιν. Ο Μούργος τα είχε χάσει. Είχε ξύσει πρώτα τη φαλάκρα του, ύστερα το µέτωπο και τη µύτη του, στην οποία είχε παραµείνει κάµποση ώρα ψάχνοντας για θησαυρούς, προτού τον ρωτήσει - Ποιοι είναι αυτοί; Δεν τους έχω ακουστά. Αυτό δα έλειπε. Ούτε οι στρατηγοί δεν τους ξέρουν καλάκαλά. Δίνουν λογαριασµό µόνο στον Πρωθυπουργό. Κι εσύ; Τι είσαι εσύ; Τι πάρε-δώσε έχεις µαζί τους; Εγώ... Είχε κοιτάξει γύρω του δήθεν να δει αν βρισκόταν κάποιος κοντά, αν τους άκουγε, και µε ακόµα πιο σιγανή φωνή - Βρίσκοµαι εδώ µε ειδική αποστολή. Τους αναφέρω ό,τι συµβαίνει. Αν τηρούνται τα µέτρα ασφαλείας, ποιοι κάνουν καλά τη δουλειά τους και ποιοι λουφάρουν, ποιοι βασανίζουν τους κρατουµένους χωρίς κανένα λόγο, έτσι, για το δικό τους κέφι και 34

µόνο, ποιοι τους κλέβουν και ποιοι τους χαρίζονται µε ανταλλάγµατα ξέρεις, όλα αυτά. Αλλά τσιµουδιά, σε κανέναν, ε; Γιατί χάθηκες. Ο Μούργος τον είχε κοιτάξει καχύποπτα, µπερδεµένος. Θες να πεις, δηλαδή, ότι είσαι σπιούνος, χαφιές; Έλα, βρε Μούργο, τι λέξεις είναι αυτές; Αν είµαι εγώ, τότε εσύ τι είσαι, ε; Τι δουλειά µας δεν κάνουµε, και οι δυο; Και τα τραβάς όλα αυτά, την πείνα, τη δίψα και τα βασανιστήρια έτσι, για την πλάκα; Ποια πλάκα, βρε Μούργο; Είπαµε, η δουλειά. Είχαν αποµείνει µετά σιωπηλοί κάµποση ώρα, να κοιτάζουν τριγύρω, την αγριεµένη, ατέλειωτη θάλασσα, το γυµνό τοπίο, την εκτυφλωτική λάµψη την οποία προκαλούσε η αντανάκλαση των αχτίνων ενός ανελέητου ήλιου πάνω στις κιτρινόγκριζες πέτρες, στα ξεραµένα στάχυα και στους ισχνούς θάµνους, η οποία σε πόναγε ακόµη και όταν έκλεινες πια τα µάτια µες στο σκοτάδι για να κοιµηθείς, τους άλλους εξόριστους που έσερναν άσκοπα τα κουρασµένα τους βήµατα περιµένοντας πώς και πώς να περάσει η ώρα, να βάλουν στο στόµα τους µια µπουκιά και να πέσουν στα ράντζα τους, να ξεραθούν, τους δεσµοφύλακες αραχτούς σε µικρές οµάδες, να καλαµπουρίζουν χυδαία, να βρίζουν... Θα το σκεφτώ είχε πει ο Μούργος κάποια στιγµή κι είχε αποµακρυνθεί, είχε πάει και είχε ενωθεί µε κάποια από τις οµάδες. Τρεις και είκοσι έξη και είκοσι δευτερόλεπτα και, στο µικρό τετραγωνάκι, πλάι στο τρία, είκοσι οκτώ αλλά τι µέρα; ποιανού 35

µήνα, ποιου έτους; Δυο ολόκληρες µέρες είχαν περάσει και ο Μούργος όχι µόνο δεν τον είχε πλησιάσει αλλά τον απέφευγε κιόλας, συστηµατικά. Την τρίτη, όµως, τον είχε ξεµοναχιάσει πάλι. Δεν σε πιστεύω του είχε πει. Θέλω να µου το δώσεις, σήµερα κιόλας. Το περίµενα είχε απαντήσει. Γι αυτό και επικοινώνησα, τους µίλησα για σένα. Ξέρουν πως, για οτιδήποτε µου συµβεί, υπεύθυνος θα είσαι εσύ. Σαν να είχε χάσει το χρώµα του ή ήταν ιδέα του; Δεν είχε, όµως, σκοπό να τον αφήσει να πάρει ανάσα. Με το βλέµµα στραµµένο πάντα στο πέλαγος είχε πει - Έχω ακούσει ότι τα ψάρια πρώτα από όλα τσιµπολογούν τα µάτια. Και, γυρίζοντας προς το µέρος του - Αλήθεια, αναρωτήθηκες ποτέ τι να απέγινε ο Βραχνός; Ήταν το παρατσούκλι ενός άλλου δεσµοφύλακα ο οποίος, πριν από λίγους µήνες, είχε εξαφανιστεί µυστηριωδώς χωρίς να βρεθεί ποτέ ούτε ίχνος του. Είχε τιναχτεί επάνω, σαν να τον είχε τσιµπήσει ερπετό. Είχε κοιτάξει τριγύρω - Μόνος σου είσαι εδώ; τον είχε ρωτήσει. Έλα, Μούργο, σου το ξανάπα, µην κάνεις ανόητες ερωτήσεις, που δεν µπορώ να απαντήσω. 36

Ο Μούργος είχε ξεκινήσει να φύγει µε το κεφάλι κατεβασµένο αλλά, πριν κάνει δυο-τρία βήµατα, είχε κοντοσταθεί και είχε στραφεί ξανά προς το µέρος του. Άµα κάτι χρειαστείς... του είχε πει χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι, πριν αποµακρυνθεί οριστικά. Τέσσερις και επτά και - Δεν είχε σηµασία. Η φήµη είχε κυκλοφορήσει εκείνο το πρωί. Είχε έρθει η σειρά του να κάνει δήλωση. Ή να αρνηθεί. Και στη µια και στην άλλη περίπτωση δεν θα είχε πλέον ζωή. Τέσσερις και τριάντα τέσσερα και - Ο Μούργος τον περίµενε έξω από το κτίριο. Τον έπιασε από το µπράτσο και τον τράβηξε µακριά από τη σειρά. Φεύγεις, αύριο κιόλας. Λάβαµε διαταγή. Θα έρθει το βαποράκι, ειδικά για σένα, να σε παραλάβει. Τα έχασε αλλά δεν το έδειξε. Αντιθέτως. Το ξέρω είπε. Ο Μούργος κοίταζε κάτω, το χώµα και την αρβύλα του που έψαχνε για πέτρες, να τις κλωτσήσει. Εγώ, µια φορά... Σου ξηγήθηκα σπαθί, δεν σου ξηγήθηκα; Μην το ξεχάσεις αυτό όταν θα κάνεις αναφορά. Εντάξει, ρε Μούργο, να µην το ξεχάσω, αλλά να βάλεις κι εσύ λίγο νερό στο κρασί. Να φέρεσαι από δω και πέρα κάπως 37

καλύτερα σε όλους αυτούς τους δυστυχισµένους. Άνθρωποι είναι, δεν είναι ζώα ή... ακόµα χειρότερα. Ο Μούργος τα είχε πλέον εντελώς χαµένα. Τον κοίταζε µε ανοιχτό το στόµα, απορηµένος. Μα πώς, τι λες τώρα; του είπε τέλος. Αυτοί εδώ δεν είναι άνθρωποι, είναι κοµµουνιστές. Τι θα µπορούσε να πει; Πώς θα µπορούσε να αλλάξει, µε λίγες µόνο λέξεις, ένα µυαλό που είχε τόσο πολύ ποτιστεί; Έκανε µόνο µια απελπισµένη προσπάθεια, έτσι, για την τιµή των όπλων ή, έστω, για να µη µείνει βουβός. Όλοι αυτοί που βλέπεις δεν έχουν από δυο χέρια, από δυο πόδια και από δυο µάτια, από δυο αφτιά και µια µύτη και ένα στόµα όπως κι εσύ; Δεν έχουν φωνή, δεν µιλούν; Δεν έχουν µανάδες και πατεράδες, δεν έχουν γυναίκες ή και παιδιά πολλοί από αυτούς; Είναι άνθρωποι λοιπόν, σαν εσένα κι εµένα. Ύστερα τον άφησε σύξυλο κι έψαξε για τη σειρά, για τη θέση του στην παράταξη πριν σηµάνει το προσκλητήριο. Επτά και τριάντα τρία τα δευτερόλεπτα δεν είχαν σηµασία. Το τέσσερα, στο µικρό κουτάκι πλάι στο τρία, σήµαινε τέσσερις Ιουλίου του σωτηρίου έτους χίλια εννιακόσια πενήντα ένα, ηµέρα Τετάρτη. Και το εισιτήριό του την ίδια ακριβώς ηµεροµηνία έγραφε. Μόνο ως προς την ώρα λίγο διέφερε, οκτώ ακριβώς. Και, πιο χαµηλά, Αθήνα-Λονδίνο. 38

Η αποβάθρα άχνιζε από τους ατµούς των τρένων. Οι επιβάτες αποχαιρετούσαν τους συνοδούς και επιβάζονταν σιγά-σιγά. Το ραντεβού µε τον Στρατηγό, τον πρώην Συνταγµατάρχη που του είχε χαρίσει το Rolex γιατί του είχε δήθεν σώσει τότε τη ζωή ήταν για τη Δευτέρα εννέα Ιουλίου, στις δέκα και τέταρτο το πρωί, στο γραφείο του στο Επιτελείο. Δεν είχε καταφέρει µέχρι στιγµής να µιλήσει µε τον ίδιο απευθείας. Πάντα παρεµβάλλονταν κάποιοι υπασπιστές, γραµµατείς και ούτω καθεξής. Μέσω αυτών είχε κανονιστεί η συνάντηση. Ήθελε οπωσδήποτε να τον δει, να τον ευχαριστήσει προσωπικά γιατί του είχε σώσει τη ζωή κυριολεκτικά κι όχι όπως ο ίδιος τη δική του τότε, παλιά. Ήθελε και να τον ρωτήσει, τόσα πολλά. Πώς στα κοµµάτια το είχε µάθει, πώς είχε φτάσει στ' αφτιά του η πληροφορία ότι βρισκόταν στην εξορία, πώς τον είχε θυµηθεί, πώς τα είχε συνδυάσει κι άλλα παρόµοια. Και ήθελε, τέλος, να του χαρίσει το Rolex. Σαν ένδειξη ευγνωµοσύνης, σαν ανταµοιβή για τη σωτηρία της δικής του ζωής αυτή τη φορά. Κι αν αρνιόταν να δεχτεί την επιστροφή του δώρου θα του αγόραζε ένα καινούργιο, τελευταίο µοντέλο. Μόνον έτσι θα ησύχαζε. 39

Ω μέγα Ένιωσε το µέταλλο, ψυχρό και µακάβριο, να τον πιέζει στον κρόταφο και είδε επάνω στα κλειστά βλέφαρά του την εικόνα της Μαρίας, τα µαύρα, χαµογελαστά και θλιµµένα της µάτια, κι αµέσως µετά τον γιο του, σκεπτικό, συνοφρυωµένο, να προετοιµάζει την επόµενη ερώτηση που θα δυσκολευόταν τόσο πολύ να την απαντήσει όχι, δεν ήθελε να πεθάνει. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το περίστροφό του, µε την κάννη συµπτωµατικά στραµµένη προς την πλευρά του αόρατου αντιπάλου. Ο δείκτης του, ενεργώντας αυτόνοµα, µετακινήθηκε ανάλαφρα προς τη σκανδάλη και την αγκάλιασε. Αν πυροβολούσε; Ρώσικη ρουλέτα; Μήπως να άνοιγε απλά τα µάτια; Η Μαρία, ο Γιωργάκης του εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι και απόµειναν οι σκιές, µια πετρούλα στ' αριστερά που, έτσι καθώς ήταν ξαπλωµένος πάνω στο δεξί του πλευρό, έµοιαζε µε βράχο θεόρατο, οι αιχµηρές λόγχες από το γρασίδι, µια κορυφογραµµή που µπορεί να µην ήταν τίποτα περισσότερο από την κυρία είσοδο µιας µυρµηγκοφωλιάς... Θα είχε βγει το φεγγάρι. 40

Τι ώρα να είναι; αναρωτήθηκε φωναχτά άθελά του και µια κουρασµένη, βραχνή φωνή του απάντησε - Δεν µπορώ να δω, αλλά περασµένα µεσάνυχτα, σίγουρα. Ώρα καλή για να σκοτωθούµε; αναρωτήθηκε ξανά. Δεν ξέρω για σένα απάντησε η φωνή. Εγώ είµαι ήδη νεκρός, έτσι κι αλλιώς. Το δάχτυλό του χαλάρωσε, εγκατέλειψε τη σκανδάλη και το κορµί του αναδιπλώθηκε. Ένιωσε το όπλο του να κυλάει στο πλάι. Όλοι είµαστε νεκροί σ' αυτόν τον πόλεµο, από την πρώτη στιγµή είπε. Το µέταλλο αποµακρύνθηκε από τον κρόταφό του αφήνοντας ένα κενό. Δεν είναι πόλεµος είπε η φωνή, ακόµη πιο κουρασµένη, ακόµη πιο βραχνή. Είναι παράνοια. Παράνοια. Ήταν παράνοια. Έχω ένα αγοράκι, πέντε χρονών είπε και, ταυτόχρονα, αναρωτήθηκε γιατί, πού µπορεί να κολλούσε η εξοµολόγηση αυτή. Δεν έχω τίποτα, δεν έχω προλάβει, ο χρόνος... δεν είχα χρόνο κι ούτε θα έχω είπε η φωνή. Το φεγγάρι είχε, φαίνεται, προχωρήσει αρκετά, είχαν αρχίσει να διακρίνονται καθαρά τα φυλλώµατα που αναδεύονταν απαλά από ένα ελαφρύ αεράκι. Ο εχθρός, η σκιά, αποκτούσε σταδιακά οντότητα µορφή, όγκο, περίγραµµα. Δώδεκα και είκοσι δυο είπε η φωνή. 41

Με δυσκολία ακουγόταν και σαν να κόµπιαζε. Είσαι χτυπηµένος; τον ρώτησε. Είµαι βαρεµένος, από γεννησιµιού µου. Είχα µια ελπίδα, µπας και... αλλά πάει κι αυτή, την πυροβόλησαν. Είδε σαν σκιά, όπως στον Καραγκιόζη, το όπλο, προέκταση του χεριού, να σηκώνεται, είδε το τράνταγµά του σαν να πυροβολεί και, ταυτόχρονα, άκουσε από το στόµα του εχθρού ένα αναιµικό 'µπιβ'. Αµέσως µετά τα δάχτυλα άνοιξαν και το όπλο έπεσε στο χώµα προκαλώντας έναν ιδιαίτερα έντονο ήχο, έναν κρότο πιο δυνατό κι από πυροβολισµό. Την ίδια στιγµή το φεγγάρι, ολόγιοµο, ξεµύτισε από τα φυλλώµατα και φώτισε τη σκηνή σαν προβολέας. Έτσι τον είδε, πρώτη φορά καθαρά, το πάνινο πρόσωπό του, τα χαρακτηριστικά του αλλοιωµένα από τον πόνο, το µέτωπο ρυτιδιασµένο, τα µάτια µισόκλειστα και το στόµα του να µορφάζει. Είδε πολύ καθαρά µέσα από το µισάνοιχτο αµπέχονο το πουκάµισό να έχει βαφεί κατακόκκινο από το αίµα. Τι χρώµα να είχε, άραγε, πριν; Πού σε έχει βρει; τον ρώτησε. Δεν είναι µια, είναι τρεις του απάντησε. Η πρώτη ψηλά, στο στήθος και οι άλλες δυο στην κοιλιά. Την κάναν καλά τη δουλειά. Έβαλες τίποτα πάνω, έδεσες τις πληγές; Μήπως θέλεις να κάνω εγώ κάτι; Είναι πολύ αργά, το αίµα µου έχει σωθεί. 42

Ένας νέος παροξυσµός ζάρωσε το πρόσωπό του ακόµη πιο πολύ. Πες µου είπε όταν κάπως συνήλθε, µε φωνή ακόµη πιο σιγανή, ακόµη πιο βραχνή, που θύµιζε ρόγχο, αυτή την παράνοια, αυτό τον εµφύλιο ή όπως θες να τον πεις, ποιος τελικά θα τον κερδίσει, εγώ ή εσύ; Και οι δυο µας νοµίζω άρα κανείς. Θα τον χάσουµε και οι δυο, θες να πεις. Τον είδε να σηκώνει λίγο το µπράτσο µορφάζοντας. Βγάζεις σε παρακαλώ το ρολόι από το χέρι µου; Θέλω να το πάρεις, δικό σου έτσι, για να µε θυµάται και κάποιος. Δεν έχεις κανέναν να του το δώσω άµα τη σκαπουλάρω, βέβαια, κι εγώ. Κανέναν φίλο ή συγγενή; Με είχαν ξεγράψει όλοι τους από νωρίς, δεν έχει αποµείνει κανείς. Άσε που ούτε κι εγώ τους πήγα ποτέ. Είσαι κι ο τελευταίος άνθρωπος που θα δω, ο µόνος που δεν θα προλάβω να τον απορρίψω ή να µε απορρίψει... Δικό σου, λοιπόν. Δίστασε λίγο ακόµη αλλά υπάκουσε. Και, µόλις το ρολόι άλλαξε καρπό, η ίδια πάντα φωνή, µονότονη και µουντή, άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι µιας αφήγησης άτονα κι άχρωµα σαν να µονολογούσε - Έρωτας παιδικός, από το σχολείο ακόµη. Τα είχαµε όλα αποφασίσει, τα είχαµε κανονίσει πριν να το τελειώσουµε καν. Και, λίγες µέρες πριν απ' τον γάµο, ήρθε και µε βρήκε κρατώντας στο χέρι 43

της ένα δώρο, ένα µικρό πακετάκι τυλιγµένο σε πορφυρό, γυαλιστερό χαρτί και δεµένο µε χρυσαφένια κορδέλα. 'Εµπρός, άνοιξέ το' µου είπε λάµποντας από χαρά. Το ξετύλιξα απορηµένος κι απέµεινα άναυδος, θαµπωµένος, να το κοιτάζω έτσι που άστραφτε σαν κόσµηµα, µε το µαύρο καντράν, τους χρυσαφένιους του δείκτες, τους αριθµούς... Όµως, ταυτόχρονα, µέσα βαθιά στο µυαλό µου, µια ιδέα, µια υποψία, είχε αρχίσει να µε µολύνει, να µε τσιγκλίζει σαν χαλασµένο δόντι. Είδα ξανά, µε ανοιχτά τα µάτια αυτή τη φορά, το διαµαντένιο κολιέ στον λαιµό της, τα ακριβά σκουλαρίκια της, το βραχιόλι... Δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσω, κατάλαβε από το βλέµµα, από το ύφος µου. 'Ο κύριος Μανώλης, που έχει το χρυσοχοείο, µου κάνει από καιρό σε καιρό κανένα δωράκι, κι εγώ...' Κόµπιασε αλλά κατάλαβε ότι δεν µπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε πλέον να συνεχίσει, να φτάσει ως το τέλος. 'Όµως το ξέρεις, εγώ µόνον εσένα αγαπώ, µόνον εσένα θέλω. Οι άλλοι δεν είναι παρά ένας τρόπος για να περνάµε καλά, να µη ζούµε στερηµένοι, µέσα στη φτώχεια'. Δεν άκουγα πια. Της είχα γυρίσει την πλάτη και αποµακρυνόµουν. Η φωνή της προσπάθησε να µε φτάσει, να µε κρατήσει, αλλά δεν ήταν πλέον αυτό το όνοµά µου, δεν ήµουν εγώ αυτός. Όσο για το ρολόι, το κρατούσα πάντα στο χέρι. Το συνειδητοποίησα όταν αποµακρύνθηκα πια αρκετά, όταν κανένας απόηχος δεν µε κυνηγούσε. Σκέφτηκα προς στιγµήν να το πετάξω κάτω, να το ποδοπατήσω µέχρι να γίνει κοµµάτια και θρύψαλα, σπασµένα γυαλιά, ελατήρια και βίδες, αλλά ήταν άλλη η σκέψη που επικράτησε. Το φόρεσα στον καρπό µου. Για 44

να θυµάσαι, να µη ξεχνάς, είπα στον εαυτό µου, µάλιστα φωναχτά. Τους πρώτους µήνες δεν το κούρδιζα καν, δεν το χρειαζόµουν για να µου λέει την ώρα. Άλλος ήταν ο προορισµός του. Το κοίταζα κάθε τόσο και η πίκρα, η απογοήτευση, η ήττα επέστρεφαν. Το ρολόι, από την άλλη, µου έλεγε πάντα, µονότονα, την ίδια ώρα, έξη κι επτά λεπτά πρωί ή απόγευµα ποτέ δεν έµαθα. Ύστερα κατατάχτηκα. Θεώρησα ότι αυτή ίσως να ήταν η καλύτερη επιλογή αν όχι η µόνη. Τότε άρχισα να το κουρδίζω, µια στις τόσες στην αρχή, όποτε το χρειαζόµουν, ώσπου µου έγινε συνήθεια. Το τέλος του µονολόγου πιο πολύ το φανταζόταν παρά το άκουγε. Και, για κάµποση ώρα, νόµισε ότι η παύση που ακολούθησε ήταν επειδή σκεφτόταν ή, ίσως, για να αντλήσει δυνάµεις. όταν παρατράβηξε όµως έσκυψε και τον κοίταξε από πιο κοντά. Ο άγνωστος εχθρός του είχε τα µάτια κλειστά και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά. Παρέµειναν έτσι, εκεί, όλη νύχτα, να συνοµιλούν τόσο σιγανά ώστε οι φωνές δεν ακούγονταν πια, ο Αντώνης και ο νεκρός του εχθρός, ο πιο πρόσφατος φίλος του. Το φεγγάρι κρυβόταν κι εµφανιζόταν ξανά µέσα από τα πυκνά φυλλώµατα του δάσους, µια κουκουβάγια έκρωζε κάθε τόσο κάπου κοντά, ένα αεράκι πήρε να φυσάει κάποια στιγµή φέρνοντας στο προσκήνιο κι άλλους ήχους, αναδεύοντας πιο πολύ τις σκιές, αλλά µετά από λίγο κόπασε πάλι και η τάξη αποκαταστάθηκε. Ύστερα το φεγγάρι άρχισε να κατηφορίζει, να λιγοστεύει το φως και να πληθαίνουν οι σκιές ώσπου έδυσε και 45

απέµεινε µόνο σκοτάδι. Και ήχοι αλλόκοτοι, µυστηριώδεις. Ο ίδιος όµως δεν σταµάτησε ούτε στιγµή να συνοµιλεί µε τον νεκρό του εχθρό. Μόνον όταν έφτασε πια η αυγή, κι ακόµη και τότε µε δυσκολία, το πήρε απόφαση εντέλει, µάζεψε τα πράγµατά του και, αφού τον αποχαιρέτισε φιλώντας τον σταυρωτά, τον εγκατέλειψε. Κάθε φορά που το χάζευε το κούρδιζε κιόλας µηχανικά κι έτσι ποτέ δεν είχε σταµατήσει, ποτέ δεν τον είχε εγκαταλείψει. Σπάνια ένιωθε την ανάγκη να δει την ώρα, ποτέ σχεδόν δεν τον πίεζε, αλλά το ρολόι το κοίταζε κάθε τόσο, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν πάντα εκεί, δεµένο στον καρπό του. Με τον δείκτη του χάιδευε την έντονη καµπύλη του κρύσταλλου, τόσο θηλυκή που πάντα τον ξάφνιαζε πάνω στο χέρι του, τόσο δεµένη κι αρµονική µε το µαύρο του καντράν και τους χρυσαφένιους, αρρενωπούς αριθµούς που το στόλιζαν, τους λεπτούς του δείκτες και το Ω κάτω ακριβώς από το '12' µε τη λατινική, διακριτική επεξήγηση λίγο πιο κάτω 'OMEGA'. Το ενσωµατωµένο, µικρότερο καντράν των δευτερολέπτων στη θέση του '6' του δηµιουργούσε σύγχυση µε την ταχύτητα του δείκτη του και τον έκανε πάντα να διερωτάται για την αναγκαιότητα της ύπαρξής του. Ποιος στα κοµµάτια µπορεί να ενδιαφέρεται για τα δευτερόλεπτα εκτός, ίσως, από κάποιον δροµέα των εκατό µέτρων και τον χρονοµέτρη του, για παράδειγµα; Ώσπου έφτανε να το βλέπει µόνο σαν σχήµα, έναν µικρότερο κύκλο εφαπτόµενο στην κάτω, εσωτερική πλευρά ενός µεγαλύτερου, κι έτσι 46