ΤΑΞΙ Ι ΣΤΗΝ ΛΗΘΗ 1
Οι κιτρινισµένες σελίδες. Ένα µερτικό αταβιστικής σιωπής δικαιούµαστε και µείς διαβαίνοντας τα καλογυαλισµένα πεζούλια των πεζόδροµων κι από ένα πένθιµο Νοέµβρη στις φυλλωσιές των παιδικών κήπων - χρααπ, το κλείσιµο του χρόνου µέσα απ την τρύπα στην παλάµη στο καψάλισµα ξεχασµένων απόρουχων και µια µαχαιριά γεναριάτικου ηµιτόνιου στο γερό κορµί των κέδρων. Κλείσαµε τις µικρές µας αφηγήσεις µήνα το µήνα µερόνυχτο το µερόνυχτο σαν ένα πτερόεν µυστικό σε κοριτσίστικο τετράδιο κι έγιναν µια βροχερή νύχτα βορά στις ροδοσιές νταλίκας πάνω σε βρεγµένη άσφαλτο, - Πως ακούω τις κλειδώσεις σου τούτη τη νύχτα τόσο ευκρινείς και συντονισµένες σαν τις σταγόνες σε αρχαίο λουτρώνα όταν συνάζουν το αίµα µιας προµελετηµένης δολοφονίας, πως έµεινε ο χρόνος µια ρωγµή του µεσότοιχου στο δωµάτιο πού είναι τα πάντα ο εαυτός τους και το είδωλο τους, η ευθεία των κυριακάτικων περιπάτων και ο κύκλος των µεθεόρτιων περισυλλογών τους, 2
οι ξεκληρισµένες γέννες τους στην αυγή των millennia κι ένα πικρό χαµόγελο στο κάτω κοίλο του καθρέφτη σαν χούφτα χρυσόσκονη ξεβγαλµένη µε τον ύσσωπο του εξαγνισµού στην αύρα µιας χοϊκής αυγής πού µεταστοιχειώνει δυό νεοπαγείς ιεροφάντες σ ένα δίπολο τυχαιότητας µε προεξοφληµένο το κοντρατέµπο της τελικής πτώσης σε πληµµυρισµένους ορυζώνες. - Πόσο άργησαν οι επιθυµίες µας να ξεχώσουν την κάτασπρη φοράδα του ύπνου µας από την σιγαλή γυαλάδα του Γενάρη να την κάνουν κλωτσοσκούφι τα λασπωµένα φεγγάρια των γειτονιών κι ένα χερόβολο κατάρτια πλανταγµένων αστερισµών να σκαντζάρει η νύχτα του 40 ου παράλληλου τις µισοτελειωµένες αφηγήσεις σαν άγουρα γογγύλια στα ρείκια του θέρους. - ιάφανο δωµάτιο στο οπάλ βιοµηχανικού πρωϊνού αιωρούµενο ανάµεσα στο mena και το puti, εναιώρηµα φιλιπέντουλας για το κροκάρι πού τρίβεται 3
µε το χρόνο της διαστολής µέσα από την αποδόµηση των κειµένων και το ερµάρι των κλεισµένων φόβων σαν ιδρωµένη παλάµη σε παγωµένο µάρµαρο πάντοτε οµοιόµορφο πίσω από την στοιχισµένη ώρα του σκορπίζει δυο καθηµερινές ιστορίες στην τοµή υπαρξιακών σηµειώσεων επιτοπίως φθίνοντος µέτρου. -Γλυκό πουλί της νιότης ράµφισε µου την παγωνιά όταν τα όνειρα µου θα καταψυχθούν σ ένα στεγνό µέλλον των µετεώρων όπου οι σκέψεις δεν θάναι πιά τα χρώµατα σβησµένου δειλινού κάτω από το Corcovado και τα χρώµατα ένα ψηφιακό ολόγραµµα πού ανακυκλώνει το ενεστώς αδιέξοδο του χρόνου εν έγινα αποστάτης της γλυκιάς ώρας παιδικού δωµατίου όταν αφήνουν τα βλέφαρα ένα ριγηλό καληµέρα στο χλυό γλυκοχάραµα, είναι πού εις πείσµα ενός λυτρωτικού φιαλιδίου, στα χαµόγελα των εφηβικών πάρτυ, στις κρυστάλλινες νύχτες µιας ξετροχιασµένης φοιτητοπαρέας, στις άβουλες σκέψεις των δέντρων 4
στον παρατηµένο κήπο - πού έµεινε χλωµός σαν υποανάπτυκτο άστρο γι αυτά πού δεν άκουσε από το εσωτερικό της ισόγειας οικίας µε το συνωµοτικό υπόγειο είναι πού στη φεγγαροδροσιά ενός φεγγίτη ηµιθανούς Οκτώβρη, στην αίσια πρόγευση µιας κάποιας ανυπαρξίας, συνάντησα τον ρόγχο πού καθηλώνει όπως το ριντό αποκεφαλισµένου θιάσου. έκα µέρες βιγλάτορας στο σταυρόνηµα ποντισµένων Σείριων όµβριου αρχιπελάγους µια νύχτα περασιά σύννεφα βαµµένα µατωµένες γάζες και ο πάνω θόλος ωχρός και καταθλιπτικός στην µετρική του συρρίκνωση για να σηκώσω το κατακρεουργηµένο είδωλο του Άµλετ. Συνοµιλώ µε τον άλλο µου εαυτό µια πανσέληνο σ ένα φαλακρό οροπέδιο νύχτας ανάλαφρης όσο και ανεξιχνίαστης σαν την λευκή πεταλούδα εγκλωβισµένη σ ένα ευγενικό απαραβίαστο δωµάτιο Μια άσπρη πεταλούδα σε θερινό δωµάτιο είναι πού βάζει σε αναστολή τις πρώϊµες έξεις αγοραφοβικών εφήβων 5
και είναι ένα µετέωρο πού διαγράφει τους φεγγίτες σοσιαλιστικών λουτροπόλεων ή ένας προάγγελος θανάτου πού ανοιγοκλείνει σαν πορτόθυρο το µάτι της Μέδουσας και υπονοµεύει την ευταξία των άστρων επιτάλιου Αυγούστου, ακινησία επινοηµένη σαν από µαρµάρινο λουτρό νοτισµένο µε την παραίσθηση της ανατολής και της άγριας λεβάντας, για µια φευγαλέα όσµωση µε τον κώδικα της παιονίας κάτω από το πεθαµένο φεγγαρόφωτο χωρίς την ανάγκη του χρόνου και της αιτιότητας. - Γλυκέ µου ήλιε βοολάτη της αναίτιας ενόρασης σε αναιρώ κι όµως τρυπώνεις τις νύχτες στα όνειρα µου και πιτσιλίζουν αίµατα οι κόγχες µου τα πρωϊνά χωρίς όνοµα. Τις ίδιες µέρες πού διέγραψε στο µάκρος οξειδωµένων σκουπιδότοπων ένας χάρτινος γλάρος σαν το βουβό προανάκρουσµα ρυτιδωµένων ηµερόνυχτων, σαν ένα περιτόναιο σφαγιασµένων εξεγέρσεων του παρωχηµένου ιστορείν, κάτι σαν ιλιγγιώδες κρώξιµο αιφνίδιου τέλους 6
ασύµµετρου όπως ένα ζευγάρι εφηβικές γόβες στα πεζοδρόµια βιοµηχανικών προαστείων της Ποµερανίας. Μια άµµο µέδουσες κι ένα πεζούλι έρηµος στον καταιονισµό έωλων µετεώρων τη νύχτα πού θεριεύουν οι ανασφάλειες της µικροαστικής ευταξίας κι ένα µικρό πείραµα χρονικής διαστολής στην λήθη ευωχούµενων βαγονιών για τις χώρες των τροπικών. - Είναι εδώ το µοιράδι µου σαν µια συστάδα ακακίες πού περιστοιχίζουν πέντε λευκοί ιαγουάροι για να συνοµιλώ µε το τόδε τι, αυτό πού αγγίζω και αίρεται το αφαιρώ και γίνεται αυτό πού σκιάζει την ανατολή µου κι αφήνει ένα ξύσµα λουΐζας στην γλώσσα µου, αυτό πού γίνεται ένα πούσι αστικού τοπίου ασυµφιλίωτου µε τον ορίζοντα του και φοβικού µε τα εξαίφνης του, τα µεσηµέρια των φοιτητριών και τα βράδια των αφηγήσεων κάτω από ένα υγρό ουρανό σε άδειες πλατείες πού αγνοούν την ιστορία τους. - Ένα κέλυφος ηµέρας 7
και µια γονή αέρα στο υπέρθυρο έρηµων επαύλεων, µια ξεκοιλιασµένη νύχτα έρπουσα σαν την τυχαιότητα στις γειτονιές της Αβάνας είναι το άλλο πρόσωπο της σιωπής και η πρόφαση µιας περιπλάνησης στον λειµώνα του γνησίως απορείν µε µόνη την παρουσία ενός φαλακρού αυτοδίδακτου όπως τότε στο κίτρινο φως του Rendez-vous des Cheminots. - Αφουγκράζοµαι τις ρίζες του φθινοπώρου και εκτείνοµαι, στοιχίζοµαι στις οπάλ προγεύσεις µιας ανυπέρθετης άνοιξης και µειώνοµαι. Τι µένει; Ένας ψυχαναγκαστικός περίπατος στον δαφνώνα των δέκα τρυπηµένων πανωφοριών µε επίφαση µια ανεπίδοτη αποστολή στα ύφαλα άστρου λυγρού της λησµονιάς, πού στέκεται βιγλάτορας τις νύχτες πού σουραβλίζουν στα καύκαλα τους τα χνώτα του Μονόκερου, κι ένας αγέρας οξυγόµφιος σαν γεναριάτικη τραµουντάνα για να λιχνίζει τα αθηρώµατα πού αφήνουν τα µονοκινητήρια στις παρυφές των οριζόντων 8
Τις νύχτες πού εκµετρώ το ελάχιστο στη χούφτα µιας φευγαλέας πανσελήνου και εγκλωβίζω το µέγιστο στο αµήχανο ανέβασµα µιας ξύλινης σκάλας πού επιστρέφει το βέλος του χρόνου της. - Τι είναι αυτό πού σιγοκαίει τα σωθικά µου σαν καντηλέρι εκπεσόντος Αυγούστου και τον επάνω µου εαυτό κρησάροντας λευκαίνει µε την διαύγεια κυκλαδίτικου Ιουλίου; Τι είναι αυτό πού τα συµφραζόµενα ακυρώνει άδειου δωµατίου χωρίς το πρόσωπο της ιστορίας του και σφαλισµένες τις γρίλιες του στις φωνές των περαστικών; - Ένας ήλιος αδυσώπητος των κίτρινων τροπικών και οι ώρες µου κείτονται στον βυθό ενός ανεξάντλητου Golfsteam από τα κρόσσια της Παταγονίας, ένα κιβούρι µώλωπες οι βλέψεις µου ηµιθανών ωσαννά, 9
γαλάζιες ανεµώνες σκορπισµένες εις πείσµα άτονων σιρόκων όπου κρούονταν στις θύρες τ Αγιαννιού οι ξέχειλες ρώγες έφηβης περιπεσούσης στην πυρά του µαρτυρίου της. Μια εωθινή συµφωνία αγριολούλουδων πρώϊµης ανάστασης βοµβίζει µε το µέτρο των πρώτων δευτερόλεπτων του ανεκλάλητου, πού να λιώνει τις σάρκες µου στο πρώτο κελάηδηµα της µέρας και να σκορπίζονται τα «Εδώ-να» µιας απροσδόκητης συνεύρεσης σε ατελείωτους λειµώνες χρυσάνθεµων κατά την εισαγωγή των Παθών κατά Ματθαίον. 10
Μεταµεσονύχτια Ι Τι βαρύ αυτό το φθινόπωρο σα να πέφτουνε οι γδικιωµένοι βράχοι της λησµοσύνης ασήκωτο µολύβι στο φτενό στέρνο, και τι ελαφρύ ταυτόχρονα σαν καταλαγιασµένο λίγνεµα µιας µέρας κοµµένης στα συµµετρικά της ηµισφαίρια όπως το µεσηµεριανό καρβέλι πέτρινης αγροικίας. - Τι εύµολπος µπάτης τι φεγγαρόσχηµες κόρες τι αισχυντηλά ακρογιάλια τι νόστος τι αγωνία ερωτική πελιδνή σαν το πορτόθυρο του θανάτου. - Και οι µικρές Κυκλάδες εκεί καρφωµένες στο καδράκι της µικρής τραπεζαρίας λαµπυρίζουν στο φεγγαρόφωτο του κήπου, έρηµου στην αντάρα ενός Νοέµβρη προάγγελου της κόκκινης επαναφοράς της ιστορίας. 11
Μεταµεσονύχτια ΙΙ Έχει σφρίγος η νύχτα τώρα λίγο µετά τα µεσάνυχτα µ ένα καταιγισµό από µικρές-µικρές λυχνίες να καίνε ασίγαστα µπροστά στα µάτια σου σαν ένας χείµαρρος προσώπων ανεπιτήδευτης ύπαρξης, έτσι για να αποδέχεσαι την ενδεχοµενικότητα των παραισθήσεων κίτρινου αλογόνου µέσα σε αυτοαναφερόµενες οφιοειδείς διαδροµές, κι είναι ένα φεγγάρι χλωµό σαν νυχτερινός ταξιδιώτης χωρίς προορισµό πού σού χαϊδεύει αφειδώλευτα το πρόσωπο ίσαµε το φυσερό του Περσέα και ανοίγει ένα διάλογο τεµαχισµένων ονείρων σαν σε µαυρόασπρη σεκάνς βροχερής αυγής σε παραλιακή λεωφόρο. - Είναι εδώ αυτές οι νύχτες µε προσκέφαλο το υπογάστριο ενός βράχου βιγλάτορα στοιχειωµένων νεώριων για να στηρίζουν µια εκδοχή στεγνής µνήµης, και η µνήµη έχει τους νεκρούς της 12
στο ραγισµένο της επίθυρο περιεχόµενο και εικοτολογία σαν ένα ρίκνωµα εµβολής στην αιθάλη της ανυπαρξίας για την επιβεβαίωση του Εδώ-Τώρα µέσα σε έρηµο δαφνώνα. - Εγώ πού αγγίζω το κοίλο θραύσµατος στον ερειπιώνα αφρισµένου ακρωτηρίου και ποντίζω τον κάτω αστερισµό στο απειροστό µιας αίσιας γαλήνης, χάνω τον παλµό του κοσµικού ξετυλίγµατος στην ίδια µου την εξεικόνιση στις άκρες των δαχτύλων µου, - γιατί τόσο ιδρωµένα αυτή την νύχτα της ολικής ακινησίας; - και το µέτωπο µου είναι ένα αθήρωµα µετεώρων προαποφασισµένης εξορίας - πού είναι το τέλος του σκότους; Ο νοών και αµφίθυµος στο νεύµα του διαρκούς αινίγµατος, εφεξής και ακήρατος των φαινοµένων, εκούσιος και απηνής των µαιάνδρων βαγαµπόντικων βραχέων. 13
Μεταµεσονύχτια ΙΙΙ Ένα άστρο µακρινό έπλασα πιο µακρινό από το σύµπαν των διαζεύξεων όπου η διάταξη του λόγου είναι ένα αχλιό της ώχρας στο αυτονόητο της διαφάνειας και αυτός πού θα έρθει την αυγή µια σκιώδης ανάµνηση εαρινών προσκλητηρίων µε την κοχλάζουσα ζέση σοσιαλιστικών υψικαµίνων, µια αντρίκια παλάµη στην φοβικότητα των µισόκλειστων παραθύρων βαριά και σίγουρη σαν το µάνταλο δύστηνου πεπρωµένου µειλίχιου και καταιονιζόµενου όπως οι πνοές της νύχτας στην άκρη αδιαπέραστων ονείρων. Πάτρα, Σεπτέµβης 2013 14
15