Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο Υπόθεση διορισμού δικαστικού επιμελητή Σχολιασμός:Καρκούλας Παναγιώτης Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών Τμήμα Νομικής, Τομέας Δημοσίου Δικαίου ----------------------------------------------------- Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου 2004-2005 Μάθημα «Συνταγματικό Δίκαιο» Διδάσκων: Καθηγητής κ. Α.Γ.Δημητρόπουλος ΥΠΟΘΕΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ Επιμέλεια Εργασίας: Kαρκούλας Παναγιώτης Αριθμός 261/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2002, με την εξής σύνθεση: Π.Ζ. Φλώρος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος που είχε κώλυμα, Ν. Σακελλαρίου, Α. Γκότσης, Σύμβουλοι, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ Τμήματος. Για να δικάσει την από 24 Οκτωβρίου 2001 αίτηση: του........, κατοίκου Θεσσαλονίκης ο οποίος δεν παρέστη, κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος παρέστη με την Ι. Λεμπέση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. πρωτ. 112388/2001 απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Α. Γκότση. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα Α 9799315-9/2001). 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ αριθμ. 112388/27.8.2001 αποφάσεως της Προϊσταμένης της Δ/νσεως Δ3 της Γενικής Δ/νσεως Α του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αιτούντος για διορισμό του ως δικαστικού επιμελητή στην Περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεώς του είχε υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας του. 3. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι "Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη". Όπως παγίως έχει κριθεί, με την πιο πάνω συνταγματική διάταξη προστατεύεται και η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης επαγγέλματος, που είναι και αυτό στοιχείο της προσωπικότητας. Δεν αποκλείεται όμως στο νομοθέτη να προβεί σε ρυθμίσεις, τάσσοντας όρους και προϋποθέσεις ή και να επιβάλει περιορισμούς στην επιλογή και την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος, αρκεί οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί αυτοί να ορίζονται στον νόμο γενικώς και κατά τρόπο αντικειμενικό και να δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, που να συνδέονται με το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος για το οποίο πρόκειται (βλ. και Ολομ. ΣτΕ 3828/1997). 4. Επειδή, στα άρθρα 1, 2, 3 και 5 του Ν. 2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών» (Α 126) ορίζεται ότι: «Άρθρο 1. 1. Ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός. 2. Έργο του δικαστικού επιμελητή είναι: α) η ενέργεια επιδόσεως δικογράφων και εξώδικων εγγράφων, β) η εκτέλεση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εκτελεστών τίτλων και γ) η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος που του έχει ανατεθεί με νόμο. 3. Ο δικαστικός επιμελητής ασκεί τα καθήκοντά του μόνο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου που είναι διορισμένος... Άρθρο 2. 1. Δικαστικός επιμελητής διορίζεται σε κενή οργανική θέση περιφέρειας πρωτοδικείου κάθε Έλληνας πολίτης, εφόσον επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό, έχει τα αναγκαία προσόντα και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα σχετικά κωλύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. 2. Πτυχιούχοι νομικού τμήματος ημεδαπού πανεπιστημίου ή ισότιμου αλλοδαπού μπορούν να διορισθούν δικαστικοί επιμελητές χωρίς διαγωνισμό, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει την προβλεπόμενη στο εδάφιο γ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του παρόντος άσκηση για πτυχιούχους νομικής. Ο διορισμός γίνεται μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, με την οποία αυτός ορίζει το πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου επιθυμεί να διορισθεί... Οι προϋποθέσεις των εδαφίων α και δ της παραγράφου 2 του άρθρου 3... ισχύουν αναλόγως για τον κατά την παρούσα διάταξη διορισμό. Οι διοριζόμενοι με αυτόν τον τρόπο καταλαμβάνουν κενές οργανικές θέσεις... Άρθρο 3. Το Μάρτιο κάθε έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του... προκηρύσσει διαγωνισμό... για την πλήρωση των κενών κατά το χρόνο της προκηρύξεως οργανικών θέσεων της περιφέρειας κάθε πρωτοδικείου... 2. Δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό έχει ο υποψήφιος εφόσον: α) έχει συμπληρώσει το εικοστό δεύτερο και δεν έχει υπερβεί το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Η συμπλήρωση του ορίου ηλικίας λογίζεται ότι επέρχεται στην 1 Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το εικοστό δεύτερο και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το τριακοστό πέμπτο έτος... γ) έχει συμπληρώσει ετήσια άσκηση σε δικαστικό επιμελητή ή τουλάχιστον εξάμηνη εάν είναι πτυχιούχος νομικού τμήματος ημεδαπού πανεπιστημίου ή ισότιμου αλλοδαπού...
Άρθρο 5... Το όριο ηλικίας πρέπει να έχει ο υποψήφιος κατά την ημέρα του διαγωνισμού. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κρίσιμος χρόνος για μεν τα προσόντα και κωλύματα είναι ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως και του διορισμού, για δε την ηλικία ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως». 5. Επειδή, οι άμισθοι δικαστικοί επιμελητές δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά η εργασία τους έχει τα χαρακτηριστικά του ελευθέρου επαγγέλματος. Κατά την άσκηση όμως του επαγγέλματός τους οι δικαστικοί επιμελητές διέπονται από ιδιαίτερους κανόνες και περιορισμούς που περιγράφονται λεπτομερώς στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο ως άνω Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών (Ν. 2318/1995). Συγκεκριμένα, οι οργανικές θέσεις των δικαστικών επιμελητών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται για κάθε περιφέρεια Πρωτοδικείου με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κάθε τριετία με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης (άρθρο 48), πληρούνται κατά κανόνα με διαγωνισμό στον οποίο συμμετέχουν κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου, οι οποίοι έχουν ασκηθεί για ένα έτος σε δικαστικό επιμελητή που έχει τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό τους ορισμένα κωλύματα (άρθρα 2 έως 6). Οι δικαστικοί επιμελητές διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (άρθρο 15 παρ. 3) και εγγράφονται στα μητρώα της αρμόδιας Εισαγγελίας Πρωτοδικών και του οικείου Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών (άρθρα 17 και 19). Υποχρεούνται να διατηρούν γραφείο στην έδρα του Πρωτοδικείου στο οποίο είναι διορισμένοι (άρθρο 31 παρ. 1) και έχουν ως έργο την εκτέλεση των αποφάσεων και εν γένει των εκτελεστών εγγράφων και την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων (επιδόσεων και κοινοποιήσεων) και παντός άλλου καθήκοντος που τους ανατίθεται με νόμο (άρθρο 1 παρ. 2), δέχονται δε παραγγελίες προς εκτέλεση από οποιονδήποτε εντολέα έχει σχετική απαίτηση. Η εντολή αυτή δημιουργεί κατά νόμο σχέση δημοσίου δικαίου, ο δε δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ενεργεί ως όργανο της πολιτείας και στην περίπτωση αυτή είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 25 παρ. 1). Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται, εξάλλου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όταν ο ίδιος το κρίνει αναγκαίο, να ζητάει τη συνδρομή της αρμόδιας για την τήρηση της τάξεως αρχής, η οποία υποχρεούται να τον συνδράμει αμέσως, χωρίς να παρεμβαίνει στα καθήκοντά του (άρθρο 24 παρ. 1). Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται εκάστοτε με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Δικαιοσύνης που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 50), ενώ, τέλος η παράβαση των καθηκόντων των δικαστικών επιμελητών συνιστά πειθαρχικό αδίκημα (άρθρο 53), το οποίο τιμωρείται από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 55 πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια. 6. Επειδή, από τις πιο πάνω ρυθμίσεις καταδεικνύεται το έντονο ενδιαφέρον του Κράτους για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή λόγω της φύσης του, που το καθιστά επικουρικό του έργου της απονομής της δικαιοσύνης. Ενόψει του δικαιολογημένου, από τη φύση του πράγματος, έντονου αυτού κρατικού ενδιαφέροντος, λόγω ακριβώς του επικουρικού της δικαιοσύνης έργου των δικαστικών επιμελητών, το οποίο, για το λόγο αυτό έχει υποβληθεί σε έντονο ρυθμιστικό της άσκησής του πλαίσιο, ώστε να ανταποκρίνεται στις οργανωτικές ανάγκες της Δικαιοσύνης, δεν αποκλείεται, κατ' αρχήν, στον νομοθέτη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, να θεσπίσει ανώτατο όριο ηλικίας, μετά τη συμπλήρωση του οποίου αποκλείεται ο διορισμός σε θέση δικαστικού επιμελητού, αρκεί το όριο αυτό ηλικίας να παρίσταται εύλογο κατά κοινή πείρα, ενόψει της φύσεως, των καθηκόντων αλλά και των εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες ασκείται το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή. Υπό την προϋπόθεση δε ότι το όριο αυτό παρίσταται, κατά τα εκτεθέντα, εύλογο, απόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να εκτιμήσει τόσο τη σκοπιμότητα της επιβολής του ορίου ηλικίας όσο και το συγκεκριμένο όριο (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3828/1997). Ενόψει των ανωτέρω, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα και την οποία υποστήριξαν ο Προεδρεύων Σύμβουλος Π.Ζ. Φλώρος, ο Σύμβουλος Α. Γκότσης και η Πάρεδρος Μ. Γκορτζολίδου, η καθιέρωση με την πιο πάνω διάταξη του 35ου έτους ως ανώτατου ορίου ηλικίας για το διορισμό σε θέση δικαστικού επιμελητή (το οποίο λογίζεται ότι συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου του οικείου έτους), η οποία έγινε στα πλαίσια του δικαιολογημένου και ιδιαιτέρου κρατικού ενδιαφέροντος για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή και της υποβολής της ασκήσεώς του σε έντονο ρυθμιστικό πλαίσιο, λόγω του επικουρικού της απονομής της δικαιοσύνης έργου του δικαστικού επιμελητή αλλά και λόγω της ιδιότητάς του τελευταίου ως δημοσίου οργάνου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (βλ. ιδίως άρθρα 24 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν. 2318/1995), δεν αντίκειται το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε γιατί το εν λόγω όριο ηλικίας διορισμού παρίσταται, κατά κοινή πείρα, εύλογο ακόμη και για τους πτυχιούχους των νομικών τμημάτων των πανεπιστημίων, τους οποίους, εξάλλου, ο νομοθέτης μεταχειρίζεται ευνοϊκότερα καθιερώνοντας την απαλλαγή τους από το διαγωνισμό αλλά και συντομότερο χρόνο ασκήσεως, ενόψει άλλωστε και του ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι έλεγχος οριακός (πρβλ. σχετικά
και τη θέσπιση ως ανώτατου ορίου ηλικίας διορισμού για όλες τις θέσεις πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων του Κράτους και των Ν.Π.Δ.Δ. του 35ου έτους και για τους κατόχους πανεπιστημιακών πτυχίων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 2683/1999 και την ίδια ρύθμιση του άρθρου 20 παρ. 1 του προϊσχύσαντος υπαλληλικού κώδικα Π.Δ. 611/1977). Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Ν. Σακελλαρίου και του Παρέδρου Γ. Ποταμιά, το θεσπιζόμενο με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 2318/1995 ανώτατο όριο ηλικίας για διορισμό σε θέση δικαστικού επιμελητή (35ο έτος) δεν παρίσταται κατά κοινή πείρα εύλογο, ιδιαίτερα μάλιστα προκειμένου περί πτυχιούχων νομικού τμήματος, ο διορισμός των οποίων ως δικαστικών επιμελητών και μετά τη συμπλήρωση του ως άνω ορίου ηλικίας, λόγω των αυξημένων τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων, θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, δεδομένης της φύσεως του επαγγέλματος του δικαστικού επιμελητή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως επικουρικού του έργου της απονομής της δικαιοσύνης. Επομένως, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, η καθιέρωση του προαναφερόμενου ορίου ηλικίας αντίκειται στο άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και η σχετική διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 2318/1995 είναι, για το λόγο αυτό, ανίσχυρη. 7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, ο ήδη αιτών ζήτησε με τις από 21.12.2000 και 17.8.2001 αιτήσεις του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ως πτυχιούχος του Νομικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το διορισμό του ως δικαστικού επιμελητή στην Περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι είχε υπερβεί το θεσπιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 2318/1995 ανώτατο όριο ηλικίας διορισμού στην επίδικη θέση, δηλαδή το 35ο έτος, (όπως προκύπτει από το ευρισκόμενο στο φάκελο σχετικό πιστοποιητικό του Δήμου Συβότων Θεσπρωτίας ο αιτών είχε γεννηθεί το έτος 1963). Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης απορριπτικής αποφάσεως είναι νόμιμη, γιατί στηρίζεται στην ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 2318/1995, η οποία δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και, συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το Τμήμα όμως κρίνει ότι, λόγω της σπουδαιότητας του πιο πάνω ζητήματος, το ζήτημα αυτό και η παρούσα υπόθεση στο σύνολό της πρέπει να παραπεμφθούν για εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του Π.Δ. 18/1989 (Α 8), να ορισθεί δε εισηγητής ο Σύμβουλος Α. Γκότσης. Δ ι ά τ α ύ τ α Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση. Ορίζει εισηγητή το Σύμβουλο Α. Γκότση και δικάσιμο την 12η Ιουνίου 2003. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου 2002 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Γ Τμήματος Π.Ζ. Φλώρος Δ. Μουζάκη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Ιανουαρίου 2003. Ο Πρόεδρος του Γ' Τμήματος Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος Γ. Σταυρόπουλος Δ. Μουζάκη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ: O αιτών ζήτησε με τις από 21.12.2000 και 17.8.2001 αιτήσεις του προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ως πτυχιούχος του Νομικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το διορισμό του ως δικαστικού επιμελητή στην Περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το αίτημά του αυτό απορρίφθηκε με την υπ αριθμόν 112388/27-8-2001
απόφαση της Προϊσταμένης της Διευθύνσεως Δ3 της Γενικής Διευθύνσεως Α του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με την αιτιολογία ότι είχε υπερβεί το θεσπιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 2318/1995 ανώτατο όριο ηλικίας διορισμού στην επίδικη θέση, δηλαδή το 35ο έτος, (όπως προκύπτει από το ευρισκόμενο στο φάκελο σχετικό πιστοποιητικό του Δήμου Συβότων Θεσπρωτίας ο αιτών είχε γεννηθεί το έτος 1963). Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από τον αιτούντα η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Η διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος προστατεύει εκτός των άλλων και την επαγγελματική ελευθερία, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία επιλογής και άσκησης επαγγέλματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας. Περιορισμοί στην ελευθερία αυτή είναι ανεκτοί συνταγματικά εφόσον ορίζονται στον νόμο γενικώς και κατά τρόπο αντικειμενικό και υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, που συνδέονται με το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος για το οποίο πρόκειται. Ο Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία για την κάλυψη θέσης δικαστικού επιμελητή. Οι δικαστικοί επιμελητές είναι άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και όχι δημόσιοι υπάλληλοι. Από τις ρυθμίσεις του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών προκύπτει ότι το Κράτος έχει έντονο ενδιαφέρον για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή λόγω του επικουρικού της δικαιοσύνης έργου που επιτελεί. Συνεπώς έχει το Κράτος υποβάλλει το επάγγελμα αυτό σε έντονο ρυθμιστικό πλαίσιο και λόγω των ανωτέρω σκέψεων δεν αποκλείει, κατ' αρχήν, το άρθρο 5 παρ.1 τον νομοθέτη από το να θεσπίσει ανώτατο όριο ηλικίας για τον διορισμό σε θέση δικαστικού επιμελητού, εφόσον το όριο αυτό ηλικίας παρίσταται εύλογο κατά κοινή πείρα. Το αν είναι εύλογο θα κριθεί ενόψει της φύσεως, των καθηκόντων αλλά και των εν γένει συνθηκών άσκησης του επαγγέλματος του δικαστικού επιμελητή. Υπό την προϋπόθεση δε ότι το όριο αυτό παρίσταται, εύλογο, απόκειται περαιτέρω στο νομοθέτη να εκτιμήσει τόσο τη σκοπιμότητα της επιβολής του ορίου ηλικίας όσο και το συγκεκριμένο όριο που θα θέσει. Ειδικότερα, το ανώτατο όριο ηλικίας των 35 ετών για το διορισμό σε θέση δικαστικού επιμελητή, ως τεθέν στα ως άνω πλαίσια του δικαιολογημένου και ιδιαιτέρου κρατικού ενδιαφέροντος, δεν αντίκειται το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι παρίσταται, κατά κοινή πείρα, εύλογο ακόμη και για τους πτυχιούχους των νομικών τμημάτων των πανεπιστημίων, ενόψει και του ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι έλεγχος οριακός. Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Ν. Σακελλαρίου και του Παρέδρου Γ. Ποταμιά, το σχετικό ανώτατο όριο ηλικίας δεν παρίσταται κατά κοινή πείρα εύλογο, ιδιαίτερα μάλιστα προκειμένου περί πτυχιούχων νομικού τμήματος, ο διορισμός των οποίων ως δικαστικών επιμελητών και μετά τη συμπλήρωση του ως άνω ορίου ηλικίας, λόγω των αυξημένων τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων, θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, δεδομένης της φύσεως του επαγγέλματος του δικαστικού επιμελητή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως επικουρικού του έργου της απονομής της δικαιοσύνης. Επομένως, η καθιέρωση του προαναφερόμενου ορίου ηλικίας αντίκειται στο άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και η σχετική διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 2318/1995 είναι, για το λόγο αυτό, ανίσχυρη. Εν προκειμένω, κατά την επικρατήσασα γνώμη στο Τμήμα, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 του Ν.2318/1995 είναι συνταγματική και άρα η αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης του Υπουργείου Δικαιοσύνης νόμιμη. Λόγω σπουδαιότητας του θέματος η υπόθεση παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος. ΣΧΟΛΙΟ: Το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι "Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη". Η 261/2003 απόφαση του Γ Τμήματος του ΣτΕ εκκινεί εκ της διαπίστωσης ότι με την διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος προστατεύεται μεταξύ άλλων και η επαγγελματική ελευθερία. Στην επαγγελματική ελευθερία εντάσσει η νομολογία του ΣτΕ την ελευθερία επιλογής και άσκησης επαγγέλματος, θεωρώντας ότι το επάγγελμα αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας. Αγνοεί δηλαδή η απόφαση 261/2003 το άρθρο 22 παρ.1 Συντάγματος ως προς τη θεμελίωση της επαγγελματικής ελευθερίας. Αναγνωρίζει επίσης στο νομοθέτη τη δυνατότητα θέσπισης ρυθμίσεων περιεχόντων όρους και προϋποθέσεις ή επιβολής περιορισμών στην επιλογή και την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί αυτοί ορίζονται στον νόμο γενικώς και αντικειμενικά και εφόσον δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος συνδεόμενους με το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος για το οποίο πρόκειται. Στο σημείο αυτό η νομολογία του ΣτΕ τοποθετείται επί ενός θέματος, για το οποίο η θεωρία δεν ομογνωμονεί. Ο Π.Δ.Δαγτόγλου επιφυλάσσει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1
επικουρική εφαρμογή και θεωρεί ότι η ταυτόχρονη επίκλησή της μαζί με ειδικές συνταγματικές διατάξεις είναι ερμηνευτικά περιττή και επομένως εσφαλμένη. Επίσης κατά τον Π.Δ.Δαγτόγλου η ελευθερία επιλογής και άσκησης επαγγέλματος, η επαγγελματική ελευθερία δηλαδή, που συχνά συνάγεται από το άρθρο 5 παρ.1, προκύπτει από το κατοχυρωμένο στο άρθρο 22 παρ.1 δικαίωμα της εργασίας (το οποίο περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα όσο και την αξίωση εργασίας). Συνεπώς ο Π.Δ.Δαγτόγλου δεν δέχεται την θεμελίωση της επαγγελματικής ελευθερίας στο άρθρο 5 παρ.1. Αντιθέτως προς τον Π.Δ.Δαγτόγλου, ο Κ.Χ.Χρυσόγονος θεωρεί ότι το άρθρο 22 παρ.1 θεμελιώνει μόνο την αξίωση εργασίας ενώ η επαγγελματική ελευθερία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, όπως δηλαδή υποστηρίζει και η απόφαση 261/2003 ΣτΕ. Ο Α.Γ.Δημητρόπουλος συντάσσεται υπέρ της άποψης περί κατοχύρωσης της επαγγελματικής ελευθερίας ως αντικειμενικής αρχής από την οποία απορρέουν υποκειμενικά δικαιώματα από συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1 και 22 παρ.1. Επίσης, σε αντίθεση με τον Π.Δ.Δαγτόγλου θεωρεί ότι η ταυτόχρονη επίκληση του άρθρου 5 παρ.1 με ειδικότερες συνταγματικές διατάξεις δεν είναι απλά χρήσιμη αλλά επιβάλλεται, καθόσον είναι δυνατό να καλύπτει εκδηλώσεις της προσωπικότητας που δεν καλύπτονται πλήρως από τη μερικότερη διάταξη. Το ζήτημα ως προς το ποια διάταξη θεμελιώνει την επαγγελματική ελευθερία διχάζει τους θεωρητικούς αλλά η νομολογιακή παραγωγή του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε και απόφαση 3828/1997 της Ολομέλειας του ΣτΕ στην οποία παραπέμπει η 261/2003 του Γ Τμήματος) είναι πάγια υπέρ προστασίας της επαγγελματικής ελευθερίας στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος.