Εκκλησίες - Μοναστήρια

Σχετικά έγγραφα
Εκκλησίες - Μοναστήρια

Το κάστρο. Σήμερα, παραμένουν ορατά σημαντικά τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος ήταν. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου.

Πανηγύρια. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Πλατείες. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Πανηγύρια. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Οικίες. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 6

Ο οικισμός. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 5

Λουτρά. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 7

Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Έτσι ήταν η Θεσσαλονίκη στην αρχαιότητα - Υπέροχη ψηφιακή απεικόνιση

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

Πλατείες. Η έλλειψη ελεύθερων χώρων μπορεί να οφείλεται στην ανάπτυξη των πόλεων χωρίς οργανωμένο. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου.

Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

Αθλήματα (Ιππόδρομος)

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

Η Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης Ονόματα Ομάδων: 1. Μικροί Πράκτορες 2. LaCta 3. Αλλοδαποί 4. Η Συμμορία των 5

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Χημεία - Μεταλλουργία

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Βυζαντινά Μνημεία της Θεσσαλονίκης

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Σπίτια. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 7

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Ο ναός των Αγίων Αποστόλων

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

γυναίκας που σύμφωνα με την παράδοση ήταν η Θεοδώρα, κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, η οποία είχε ασπασθεί το χριστιανισμό. Το 1430, με την κατάληψη

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

Γενικό Λύκειο Καρπερού Δημιουργική Εργασία: Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

Ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Ιερού Παλατίου Ιππόδρομο ανακτόρου των Βλαχερνών, του ανακτόρου του Μυρελαίου σειρά καταστημάτων της Μέσης

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής

Η Ροτόντα (ναός Αγίου Γεωργίου)

ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥ

Το Μεσαιωνικό Κάστρο Λεμεσού.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1 ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Μεσαιωνική & Νεώτερη Ιστορία Β Γυμνασίου

Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης

2ο Γυμνάσιο Αγ.Δημητρίου Σχολικό έτος ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ "ΣΠΑΡΤΗ" ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ 5 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Δρόμοι. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 11

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡO ΤΗΣ ΚΩ Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία της Μάκρης

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2016 Εκκλησίες της Σωτήρας. Πρόγραμμα Μαθητικών Θρησκευτικών Περιηγήσεων «Συνοδοιπόροι στα ιερά προσκυνήματα του τόπου μας»

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Α1 Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Το Τραγούδι της Γης του Στράτη Μυριβήλη

Λάζαρος: Ο μοναδικός Άνθρωπος με δύο τάφους

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

Το νησί. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 6

Πολιτιστικό Πρόγραμμα Υπεύθυνες καθηγήτριες Καραμπελιά Καλλιόπη Παπαγεωργίου Μαρία

ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Επίσκεψη στην Αρχαία Αγορά

Γιώργος Πρίμπας Ααύγουστος 2017

01 Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου ΓουμένισσΗΣ

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

ΝΑΟΣ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Η Παγκόσμια Κληρονομιά της Κύπρου

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΟΥ, Αλέξανδρος Μπαξεβανάκης, ΒΠΠΓ

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

Μεγάλο Μετέωρο-Το παλαιότερο και μεγαλύτερο από όλα τα μοναστήρια των Μετεώρων

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Η ΑγιαΣωτήρα στους Χριστιάνους

Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στην αψίδα του ναού της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.

ΠΑΝΟΡΑΜΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ Φεβρουάριος Μάρτιος apan.gr

ΙΕΡΟΣ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑΣ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Η πόλη. Εξερευνώντας τον κόσμο του Βυζαντίου. 1 από 12

Προϊστορική περίοδος

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Ο Ιερός Ναός του Αγ. Παντελεήμονος στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Μουσειακή παρουσίαση του οικοδομικού προγράμματος του Αυτοκράτορα Αδριανού. Μουσείο Ακρόπολης, Ισόγειο.

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ & ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ

Η Βασιλική της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ

Transcript:

Εκκλησίες - Μοναστήρια Χριστιανικοί ναοί Πριν από την εποχή των διωγμών, αλλά και στα διαστήματα ανάμεσά τους, οι ομάδες των Χριστιανών στις πόλεις της αυτοκρατορίας διέθεταν λατρευτικά κτίρια, μερικά από τα οποία είχαν προέλθει από μετατροπή ιδιωτικών οικιών (domus ecclesiae), ενώ άλλα ήταν από την αρχή νέα κτίσματα. Μετά το διάταγμα των Κωνσταντίνου και Μαξέντιου το 313, που όριζε ως ισότιμο με τα άλλα θρησκεύματα το Χριστιανισμό, οι χριστιανικοί ναοί άρχισαν να αποκτούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σταδιακά εξελίχθηκαν σε κέντρα κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη ζωή των πόλεων και των κατοίκων τους. Η ένταξη των χριστιανικών ναών στον πολεοδομικό ιστό έγινε βαθμιαία. Οι πρώτοι ναοί, των οποίων η κατασκευή χορηγήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ιδρύθηκαν σε ιδιοκτησίες που ανήκαν στον αυτοκράτορα ή που παραχωρήθηκαν από το δημόσιο. Πράγματι, στη Ρώμη, η βασιλική του Χριστού Σωτήρα ιδρύθηκε σε χώρο που πριν ανήκε στο στρατιωτικό σώμα των πραιτοριανών (Λατερανό) και δωρήθηκε στον επίσκοπο της πόλης, ενώ ο ναός του Τιμίου Σταυρού της Ιερουσαλήμ υπήρξε ιδιωτικό παρεκκλήσιο στο Σεσσοριανό παλάτι, που δωρήθηκε στην αγία Ελένη, μητέρα του αυτοκράτορα. Η βασιλική του Παναγίου Τάφου ιδρύθηκε πάνω σε τμήμα του Φόρουμ της Αιλίας (Ιερουσαλήμ), ενώ η πρώτη Αγία Σοφία οικοδομήθηκε σε δημόσια έκταση, δίπλα στο Αυγουσταίο, όπου είχε την έδρα του ο Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης. Κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα οι χριστιανικοί ναοί ιδρύονταν σε κεντρικά σημεία του πολεοδομικού ιστού και καταλάμβαναν χώρους δίπλα ή και μέσα στα παλαιά πολιτικά και οικονομικά κέντρα, αποβαίνοντας πραγματικά τοπόσημα (landmarks). Η αργή αυτή διαδικασία συμπεριέλαβε τη μετατροπή των δημόσιων οικοδομημάτων και των ειδωλολατρικών ναών, που είχαν πλέον εγκαταλειφθεί εντελώς και κινδύνευαν να ερειπωθούν, σε χριστιανικούς χώρους λατρείας. Η μετατροπή αυτή επέφερε ορισμένες αλλοιώσεις στον προσανατολισμό και την εσωτερική 1 από 10

διαρρύθμιση των παλαιών αυτών μνημείων, αλλά υπήρξε ουσιαστικός παράγοντας για τη διατήρησή τους μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τέτοιων μετατροπών, που αποτέλεσαν ορόσημα για τη μετάβαση από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα, ήταν αυτά του ναού του Πανθέου στη Ρώμη, που έγινε ναός της Παναγίας (Sancta Maria ad Martyres) το 609 από τον πάπα Βονιφάτιο Δ (608-615) και της έδρας της Συγκλήτου (Curia) που αφιερώθηκε στον άγιο Αδριανό επί πάπα Ονωρίου Α (625-638). Στη μέση και ύστερη Βυζαντινή περίοδο, οι ναοί συνήθως κτίζονταν σε σημεία χωρίς δόμηση ή δίπλα σε βασικούς δρόμους των πόλεων. Αποτέλεσαν μάλιστα τους πυρήνες γύρω από τους οποίους οργανώνονταν οι συνοικίες. Κατά την ύστερη, και κυρίως κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, οι ναοί έδιναν το όνομά τους στις συνοικίες (μαχαλάδες) όπου βρίσκονταν. Σε όλη τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, θεία λειτουργία τελούσε μόνον ο επίσκοπος που είχε την έδρα του στις πόλεις. Οι πιστοί που ήθελαν να εκκλησιαστούν συγκεντρώνονταν στον επισκοπικό ναό ή όπου αλλού προγραμμάτιζε ο επίσκοπος να χοροστατήσει. Οι λιτανείες και οι περιφορές εικόνων και λειψάνων ήταν πολύ συχνές και η μορφή της θείας λειτουργίας ήταν «σταυθμευτική» (stational liturgy), περίπου όπως μας διασώζει το Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου. Στο έργο αυτό, όπου με αναλυτικό τρόπο περιγράφεται το αυτοκρατορικό τελετουργικό και πρωτόκολλο, αναφέρονται και τα δρομολόγια που ακολουθούσε ο βασιλέας και η ακολουθία του στην Κωνσταντινούπολη κατά τις δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές για να παρευρεθεί στη θεία λειτουργία όπου χοροστατούσε ο πατριάρχης: υπάρχουν περιπτώσεις όπου σε άλλο ναό τελούνταν ο όρθρος και τα αντίφωνα ψάλλονταν καθ οδόν προς άλλον ναό, όπου και ολοκληρωνόταν η θεία λειτουργία. Μόνον μετά από ειδική άδεια των κατά τόπους επισκόπων μπορούσαν να τελούν θεία λειτουργία άλλοι χωρεπίσκοποι ή ιερείς σε συγκεκριμένους ναούς για ειδικούς λόγους. Για παράδειγμα, στους ιδιωτικούς ναούς, που είχαν ιδρυθεί από πλούσιους χορηγούς για τους ίδιους και τα μέλη των οικογενειών και των οικείων τους, μυστήρια τελούσε ιερέας που τύγχανε της αποδοχής του επισκόπου μετά από ειδική άδεια, για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις και να διαλυθούν υποψίες για αιρετική ή διχαστική συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ναοί όπου όλοι μπορούσαν να εκκλησιαστούν ονομάζονταν καθολικοί ναοί. Στην ύστερη Βυζαντινή, και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, ο κάθε ναός αποτελούσε το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της συνοικίας και απέβη ενοριακός, με την έννοια που ο όρος έχει σήμερα. Μοναστήρια Στις βυζαντινές πόλεις ιδρύονταν, εκτός από εκκλησίες, και μοναστήρια. Μολονότι ο μοναχισμός ξεκίνησε ως κίνημα όσων απαρνούνταν τα εγκόσμια, αφιερώνοντας τη ζωή τους στο Θεό, και γι αυτό εγκατέλειπαν τις πόλεις, από τον 6ο αιώνα κυρίως και εξής, ορισμένα μοναστήρια ιδρύονταν εντός των τειχών των πόλεων. Η ένταξή τους στον πολεοδομικό ιστό ήταν μάλλον περιφερειακή, αλλά σύντομα αναδείχθηκαν σε κέντρα πνευματικής ζωής με σημαντική οικονομική δύναμη. 2 από 10

Κάθε μοναστήρι, ανδρικό η γυναικείο, διοικούνταν από έναν ηγούμενο ή μια ηγουμένη, σύμφωνα με τυπικό που ρύθμιζε όλες, ή τουλάχιστον τις περισσότερες, παραμέτρους της ζωής σ αυτό. Ο αριθμός των κτισμάτων που διέθετε ένα μοναστήρι εξαρτιόταν από το μέγεθος, τον πλούτο του και την κοινωφελή προσφορά του προς την πόλη, από την οποία απομονωνόταν με ψηλό περιβολότοιχο. Ο κεντρικός ναός του, το κυριακόν, αποτελούσε σημείο αναφοράς για την οργάνωση της ζωής στο μοναστήρι. Τα υπόλοιπα κτίσματα συνήθως διατάσσονταν γύρω από αυτό: η τράπεζα (εστιατόριο), το μαγειρείο με τους φούρνους και τα κελλιά των μοναχών ήταν από τα πιο απαραίτητα κτίσματα. Εξίσου βασικές για την κάλυψη των αναγκών των μοναχών ήταν οι αποθήκες των τροφίμων («δοχεία»), οι χώροι φιλοξενίας («αρχονταρίκι») και τα λουτρά. Αν ήταν κέντρα προσκυνήματος, διέθεταν στοές και παρεκκλήσια, για την παραμονή και τη φιλοξενία (εγκοίμηση) αρρώστων, που ανέμεναν την ίαση από τον άγιο ή την αγία που θαυματουργά θεράπευε στη μονή. Παράπλευρα κτίρια ενίοτε στέγαζαν νοσοκομεία, που χρησιμοποιούνταν και από λαϊκούς ασθενείς, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μονές ιδρύονταν σε ειδικά σημεία για τον έλεγχο κάποιων σημαντικών παραμέτρων της ζωής στην πόλη για παράδειγμα, η μονή Βλατάδων της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε δίπλα στη μεγάλη υπόγεια κινστέρνα, όπου κατέληγε ένας από τους υδαταγωγούς που έφερνε νερό από τον Χορτιάτη. Σε άλλες περιπτώσεις, η θέση των μονών στις άκρες της πόλης και δίπλα στα τείχη, ενδεχομένως ενίσχυε την άμυνα του οικισμού, όπως ίσως στις περιπτώσεις των μονών Βροντοχίου και Περιβλέπτου στο Μυστρά. Τέλος, πολλά μοναστήρια είχαν αξιόλογες βιβλιοθήκες, ενώ ορισμένα ήταν σημαντικά κέντρα παραγωγής και αντιγραφής χειρόγραφων βιβλίων, όπως η μονή Στουδίου στη Κωνσταντινούπολη. Γλωσσάρι (5) λιτανεία: η περιφορά εικόνων ή και λειψάνων αγίου σε θρησκευτική πομπή με δοξαστικό ή ικετευτικό (προς τον Θεό) περιεχόμενο. Τυπικό (εκκλησιαστικό): εκκλησιαστικό Βιβλίο λειτουργικού περιεχομένου που περιλαμβάνει το σύνολο των οδηγιών και διατάξεων σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει να τελούνται οι ακολουθίες της Εκκλησίας. προσκύνημα: ο ιερός τόπος στον οποίο μεταβαίνουν οι πιστοί κατά παράδοση για απόδοση θρησκευτικής τιμής. Συνήθως συνδέονταν με τους μεγάλους ιερούς χώρους (Άγιοι Τόποι, Άγιον Όρος κ.ά.). παρεκκλήσι: πρόκειται για μικρών διαστάσεων ναΐσκο, ο οποίος είτε είναι αυτόνομος είτε ανήκει 3 από 10

σε κάποιο ίδρυμα ή εξαρτάται από μεγαλύτερο ναό. Στο Βυζάντιο τα παρεκκλήσια είχαν συχνά ταφική χρήση. κινστέρνα: δεξαμενή συλλογής νερού. Είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα και στεγάζοντανμε καμάρες. Πληροφοριακά Κείμενα (6) Μέγας Κωνσταντίνος (περ. 272-337): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 324 έως το 337. Γεννήθηκε στη Ναϊσό περίπου το 272. Γονείς του ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α Χλωρός και η Ελένη. Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, λαμβάνοντας μέρος σε εκστρατείες στο πλευρό του πατέρα του, καταλαμβάνοντας τον βαθμό του τριβούνου, του διοικητή της αυτοκρατορική σωματοφυλακής. Μετά από σειρά διαμαχών, και αφού εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του, ανήλθε στον θρόνο το 324. Ως μοναδικός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος αναδιάρθρωσε το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα, άλλαξε το νόμισμα και ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, την οποία και έκανε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (330). Όντας διορατικός, και αντιλαμβανόμενος την αυξανόμενη δύναμη της νέας θρησκείας, υποστήριξε διακριτικά το χριστιανισμό, ενώ υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας. Αναμείχθηκε επιπλέον και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την εξέλιξη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Με τις ενέργειές του αυτές, και κυρίως με την υποστήριξη των χριστιανών και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, διαμόρφωσε στην ουσία την μετέπειτα πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ιερουσαλήμ: Η Ιερουσαλήμ (Ιεροσόλυμα) είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ. Είναι από τις αρχαιότερες πόλεις της παγκόσμιας ιστορίας. Ιδρύθηκε περίπου το 2000 π.χ., ενώ από το 1400 π.χ. έγινε υποτελής στον Φαραώ της Αιγύπτου. Το 1000 π.χ. έγινε πρωτεύουσα των Ιουδαίων. Στην Ιερουσαλήμ ο Σολομώντας έχτισε τον περίφημο ναό του. Η πόλη πέρασε διαδοχικά στα χέρια των Βαβυλωνίων, των Περσών, των Ελλήνων, των Σελευκιδών, των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων, οι οποίοι την μετονόμασαν σε Αιλία Καπιτωλίνα. Στα βυζαντινά χρόνια αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος της προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία και αίγλη, της απέδωσε το παλιό της όνομα, ενώ κατασκεύασε πολλούς χριστιανικούς ναούς, ανάμεσά τους και τον ναό της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά. Επίσης, εξεδίωξε τους Εβραίους και προσηλύτισε τους εθνικούς, και η Ιερουσαλήμ ήδη από τον 4ο αιώνα έγινε χριστιανική πόλη και θεωρούνταν ιερή. Το 637 μ.χ. την κατέλαβαν οι Άραβες οι οποίοι την μετονόμασαν σε Κουντούς Σερίφ (Ιερή Πόλη). Το 1099 κατελήφθη από τους σταυροφόρους, οι οποίοι την έκαναν έδρα βασιλείου, και έκτοτε δεν επανήλθε σε βυζαντινή κυριαρχία. Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η 4 από 10

πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Το καθολικό της Μονής Βλατάδων: Η σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων βρίσκεται στο βόρειο άκρο του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, κοντά στην πύλη προς την ακρόπολη και νότια της οδού Ακροπόλεως. Η Μονή αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Χριστό Παντοκράτορα, ενώ σήμερα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Ανεγέρθηκε από τον Δωρόθεο Βλατή, μαθητή του Γρηγορίου Παλαμά, που διετέλεσε Μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης (1351-1371) και είναι η μοναδική μονή στη Θεσσαλονίκη που λειτουργεί έκτοτε σχεδόν αδιάλειπτα, έως τις μέρες μας. Το καθολικό της μονής ήταν το κεντρικό της κτίσμα και αρχιτεκτονικά ανήκει σε μια παραλλαγή του τρουλαίου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με περίστωο. Ο τρούλος, αντί της συνήθους στήριξής του εξολοκλήρου σε πεσσούς, στηρίζεται στους τοίχους του ιερού και σε δύο πεσσούς στη δυτική 5 από 10

πλευρά, ιδιαιτερότητα που πιθανότατα οφείλεται στην ενσωμάτωση οικοδομικών λειψάνων παλαιοτέρου κτίσματος. Εξωτερικά, η μορφή του βυζαντινού ναού γίνεται σήμερα αντιληπτή μόνο στην ανατολική όψη, καθώς κατοπινές μετατροπές έχουν αλλοιώσει σε σημαντικό βαθμό τις υπόλοιπες πλευρές. Στην όψη αυτή διακρίνεται ξεκάθαρα και η τοιχοποιία του κτιρίου: τρεις σειρές λίθων που εναλλάσσονται με κομμάτια πλίνθων. Πλινθόκτιστος είναι και ο οκταγωνικός τρούλος με πλίνθινους ημικίονες στα άκρα των πλευρών και έξι παράθυρα. Κατά την Οθωμανική περίοδο το περίστωο του ναού διευρύνθηκε προς Δύση και Βορρά, κατασκευάστηκε ενιαία στέγη, και αργότερα προστώο στη νότια πλευρά, πρόπυλο στη δυτική και περιμετρικό στηθαίο προστώου και προπύλου. Στο εσωτερικό του ναού και του νότιου παρεκκλησίου, που είναι αφιερωμένο στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, διατηρούνται τοιχογραφίες της περιόδου 1360-1380. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού περιλαμβάνει τον Παντοκράτορα με αγγελικές δυνάμεις και ολόσωμους προφήτες στον τρούλο. Στα εσωράχια των τόξων διατηρούνται σκηνές από το Δωδεκάορτο και στους τοίχους άγιοι σε δύο ζώνες, κυρίως ασκητές και μοναχοί. Στη στοά σώζονται, χαμηλά στρατιωτικοί άγιοι και πάνω από αυτούς σκηνές από τα Θαύματα του Χριστού, ενώ οι παραστάσεις της Βάπτισης και των Τριών Παίδων εν καμίνω στις δύο μικρές κόγχες του νάρθηκα διατηρούνται αλώβητες από το σφυροκόπημα που δέχτηκαν οι υπόλοιπες τοιχογραφίες για την καλύτερη πρόσφυση του νέου κονιάματος. Στη χρονολόγηση των τοιχογραφιών μεταξύ των ετών 1360-1380 συμβάλει και η απεικόνιση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στον κυρίως ναό και στο παρεκκλήσι, ο οποίος πέθανε το 1359. Η απεικόνισή του ανάμεσα στους γνωστούς θεολόγους της Εκκλησίας αποτελεί απόδειξη της σχέσης της μονής με το κίνημα του Ησυχασμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του καθολικού, συμπεριλαμβανομένης και της σύντομης μετατροπής του σε τζαμί κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, υπέστη σημαντικές φθορές, οφειλόμενες κυρίως στην προβληματική συναρμογή των τοιχοποιιών με τα λείψανα προϋπάρχοντος κτίσματος, και πιο πρόσφατα, σε ισχυρή καταπόνηση από τους σεισμούς του 1978. Κατά την περίοδο 1980-1985 πραγματοποιήθηκε ολοκληρωμένο πρόγραμμα συντήρησης και αποκατάστασης, στη διάρκεια του οποίου αποκαλύφθηκαν σημαντικά στοιχεία για την ιστορική και οικοδομική εξέλιξη του κτίσματος, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίστηκαν ολοκληρωμένα οι συσσωρευμένες βλάβες του. Η πόλη : Γύρω από το μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου υπήρχαν αρκετά αρχαία πολίσματα με έντονη εμπορική κίνηση που ενισχύθηκε μετά την καταστροφή της Ολύνθου από τον Φίλιππο το 348 π.χ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλέας Κάσσανδρος συνοίκησε το 316 π.χ. μια νέα πόλη και της έδωσε το όνομα της συζύγου του και αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Τα ελάχιστα οικοδομικά ίχνη της Ελληνιστικής εποχής που έχουν εντοπιστεί ως σήμερα, το συγκρότημα ενός σημαντικού διοικητικού κτιρίου στην Πλατεία Διοικητηρίου και το ανατολικό σκέλος του τείχους, δείχνουν ότι η πόλη προοριζόταν εξαρχής να αποτελέσει μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο. Η γεωγραφική θέση της, σε νευραλγικό σημείο των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων της Μακεδονίας, επεφύλαξε μεγάλη ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα των αιώνων. Πράγματι, από τη δεύτερη πενηνταετία του 2ου αι. π.χ. ήταν ο κυριότερος στρατιωτικός και εμπορικός σταθμός της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο ως το Βυζάντιο (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη), ενώ το λιμάνι της άρχισε να ακμάζει, αφού βρισκόταν στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε από το Δούναβη ως το Αιγαίο. Έτσι, η πόλη έγινε σταυροδρόμι των σημαντικότερων εμπορικών αρτηριών Ανατολής Δύσης και Βορρά Νότου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική ιστορία της Θεσσαλονίκης άρχισε με την έλευση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος δίδαξε στη συναγωγή της πόλης το 51 ή στην αρχή 6 από 10

του 52 μ.χ., αλλά η παρουσία των χριστιανών γίνεται αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη τουλάχιστον μετά από τρεις αιώνες. Τον 1ο αιώνα ιδρύθηκαν η ρωμαϊκή αγορά της πόλης και αρκετά δημόσια οικοδομήματα στα βόρεια και τα νότιά της, όπως η βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο και η στοά των Ειδώλων, που ίσως ανήκε σε συγκρότημα αυτοκρατορικών Θερμών. Από το 298-299 ο καίσαρας Γαλέριος, γαμπρός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μετέφερε την έδρα του από το Σίρμιο της Πανοννίας στην πόλη και την κόσμησε με νέα μνημειακά κτίρια, όπως το ανάκτορο, τον ιππόδρομο, το θέατρο-στάδιο και τη Ροτόντα, που ήταν αρχικά ναός κατά το πρότυπο του Πανθέου της Ρώμης. Τότε ιδρύθηκε και η γνωστή Καμάρα, ένα αφιερωματικό τετράπυλο με διάκοσμο που υμνούσε τις νίκες που διεξήγαγε ο Γαλέριος εναντίον των Περσών. Το 322 ο Μέγας Κωνσταντίνος κατασκεύασε τον σκαπτόν λιμένα στο ΝΔ άκρο της παραλίας. Από τα τέλη του 4ου αιώνα η Θεσσαλονίκη έγινε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο. Το 380 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α που διέμεινε με την αυλή του στην πόλη προετοιμάζοντας εκστρατεία κατά των Γότθων βαπτίστηκε χριστιανός από τον επίσκοπο Αχόλιο (ή Ασχόλιο) και εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την τέλεση θυσιών σε όλη την αυτοκρατορία. Την ίδια περίπου εποχή, ο επίσκοπος της πόλης προήχθη σε αρχιεπίσκοπο και αντιπρόσωπο (βικάριο) του πάπα της Ρώμης με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την επαρχότητα (praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι χριστιανικοί ναοί που οικοδομήθηκαν στους επόμενους δύο αιώνες άλλαξαν την εικόνα της πόλης, αποτελώντας τα ψηλότερα κτίρια και τα σημαντικότερα τοπόσημα στον νέο ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό που εφαρμόστηκε εκατέρωθεν της βασιλικής οδού (της via regia), στον άξονα της σημερινής Εγνατίας. Ο επισκοπικός ναός ήταν μια μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ενδεχομένως αφιερωμένη στον άγιο Μάρκο ο ναός του Aγίου Δημητρίου απέβη το μεγάλο προσκύνημα της πόλης. Τα παλαιά μεγάλα δημόσια κτίρια παρήκμασαν σταδιακά και είτε εγκαταλείφθηκαν, όπως η Αγορά που μετατράπηκε σε τόπο λιθορυχίας και εξόρυξης πηλού, είτε άλλαξαν χρήση, όπως η Ροτόντα που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Οι ανασκαφικές έρευνες στο ιστορικό κέντρο της πόλης έχουν φέρει στο φως πλήθος κτισμάτων της Παλαιοχριστιανικής Περιόδου, μεταξύ των οποίων υπερισχύουν αριθμητικά οι οικίες. Οι περισσότερες, στον βόρειο και τον ανατολικό τομέα της πόλης, ανήκουν στον τύπο της αστικής έπαυλης, με ευρύχωρη αψιδωτή αίθουσα συμποσίων (τρικλίνιο) στα βόρεια, ενός περιστυλίου με τριγύρω δωμάτια, λουτρά, αποθηκευτικούς χώρους ή δεξαμενές. Έξω από τα τείχη εκτείνονταν τα νεκροταφεία, με τάφους όλων των ειδών, λακκοειδείς, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς κ.ά. Σημαντικότεροι είναι οι καμαροσκεπείς τάφοι που έφεραν τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Από τα τέλη του 6ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε επανειλημμένα επιδρομές Αβαροσλαβικών φύλων και πλήγηκε έντονα από συχνή σεισμική δραστηριότητα, λόγω της οποίας πολλά από τα υφιστάμενα κτίρια καταστράφηκαν. Οι επιδρομές και οι σεισμοί, σε συνδυασμό με τη γενικότερη οικονομική ύφεση του κράτους, οδήγησαν στην αλλαγή των όρων διαβίωσης στην πόλη. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε και μέσω της οικοδόμησης νέων οικιών που ιδρύθηκαν στα ερείπια των παλαιών κτιρίων και πλέον διέθεταν ένα ή δύο το πολύ δωμάτια, μικρότερων διαστάσεων και φτωχότερων φιλοδοξιών. Περιγραφές σπιτιών της Θεσσαλονίκης, που σώζονται σε νομικά έγγραφα των μονών του Αγίου Όρους, μας προσφέρουν μια ιδέα για τη διαβίωση στην πόλη: εργαστήρια και σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με κοινές αυλές που διέθεταν φούρνους και πηγάδια οι τοίχοι των σπιτιών συχνά ενσωμάτωναν παλαιότερα ερείπια και δεν ήταν όλοι κατασκευασμένοι από τα ίδια υλικά μερικοί τοίχοι μπορεί να ήταν από ξύλινα σανίδια επιχρισμένα με σοβά. Στις συνοικίες ιδρύονταν μικροί ναοί και παρεκκλήσια σε οικόπεδα που ανήκαν στα μοναστήρια. Παράλληλα, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης υπήχθη στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ένας νέος καθεδρικός ναός κτίστηκε στα τέλη του 8ου αιώνα, η Αγία Σοφία, και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά με αυτοκρατορική χορηγία. Στις αρχές του 7 από 10

9ου η ίδρυση του θέματος Θεσσαλονίκης πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά στους κατοίκους και γενικότερη σταθερότητα στην περιφέρεια. Οι αγορές στην πόλη άρχισαν να γεμίζουν αγαθά και οι επισκέπτες της να αυξάνονται. Η πόλη επαιρόταν για τον λόγιο επίσκοπό της Λέοντα Μαθηματικό και για τους δύο αδελφούς, τον Κωνσταντίνο που εκάρη μοναχός με το όνομα Κύριλλος και τον Μεθόδιο, που το 863 μετέβησαν στη Μοραβία, επινόησαν το αλφάβητο της παλαιοσλαβικής γλώσσας και μετέφρασαν την Αγία Γραφή, τη θεία λειτουργία και σημαντικά νομοκανονικά κείμενα στη γλώσσα των νεοφώτιστων Σλάβων. Στους αιώνες που ακολούθησαν κτίστηκαν και άλλα παρεκκλήσια και ναοί, όπως ο Άγιος Ευθύμιος, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, και η Παναγία Χαλκέων (1028), ίδρυμα του βασιλικού πρωτοσπαθάριου Χριστόφορου και της οικογένειάς του, στη συνοικία όπου ήταν συγκεντρωμένα τα καταστήματα των χαλκωματάδων της πόλης. Μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, η αμέσως επόμενη καταστροφή που βίωσαν οι κάτοικοι ήταν η βίαιη κατάληψή της από τους Νορμανδούς το 1185. Το 1204 οι Σταυροφόροι την έκαναν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού βασιλείου μέχρι το 1224. Από τότε η Θεσσαλονίκη άλλαξε συχνά χέρια μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων που διεκδικούσαν τον αυτοκρατορικό θρόνο μέχρι το 1246, όταν προσαρτήθηκε μαζί με όλη τη Μακεδονία στα εδάφη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στην πόλη η δεύτερη σύζυγος του Ανδρονίκου Β, η Ειρήνη- Γιολάντα η Μομφερατική, μέχρι το θάνατό της το 1317, ενώ το 1320 απεβίωσε εκεί ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ. Από το πρώτο τρίτο το 14ου αιώνα σώζονται σημαντικά μνημεία της παλαιολόγειας τέχνης και αρχιτεκτονικής όπως οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και οι Ταξιάρχες. Τις επόμενες ταραγμένες δεκαετίες, η τέχνη συνεχίστηκε, αλλά σε άλλες κλίμακες: ο Χριστός Σωτήρας, της εποχής μετά το 1340, είναι ο πιο μικρός ναός της πόλης, ενώ ο Προφήτης Ηλίας, της εποχής μετά το 1360, ένας από τους μεγαλύτερους. Αρκετοί αδόμητοι χώροι εντός των τειχών μετατράπηκαν σε λαχανόκηπους ή σε νεκροταφεία. Με την εμφύλια διαμάχη Ανδρονίκου Β και του εγγονού του Ανδρονίκου Γ, Σέρβοι και Οθωμανοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά πράγματα της αυτοκρατορίας ως σύμμαχοι της μιας ή της άλλης παράταξης που προσέβλεπε στο θρόνο και γι αυτό ήλθαν όλο και πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη και την περιφέρειά της. Από το 1342 μέχρι το 1349 η πόλη ταλανίστηκε από την έριδα των Ησυχαστών με τους Ζηλωτές. Το 1387 παραδόθηκε με συνθήκη στους Οθωμανούς, ύστερα από τετράχρονη πολιορκία. Το 1403 επέστρεψε στη βυζαντινή διοίκηση του Μανουήλ Β. Το 1412 και το 1416 πολιορκήθηκε από τον Μουσά, έναν από τους επίδοξους διαδόχους του σουλτάνου Βαγιαζήτ. Υπό το φόβο μιας νέας κατάληψης από τους Οθωμανούς, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος την παρέδωσε το 1423 υπό όρους στους Βενετούς οι συμφωνηθέντες όροι όμως δεν τηρήθηκαν ποτέ. Η πόλη πέρασε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1430. Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να 8 από 10

παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο 9 από 10

ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι. Βιβλιογραφία (7) 1. Κιουσοπούλου Τ., Η ύστερη βυζαντινή πόλη, 1997 2. Mango, C., Βυζάντιο, η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 1990 3. Μπούρας Χ., Πολεοδομικά των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών πόλεων, 1998 4. Ορλάνδος Α., Μοναστηριακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα, 1958 5. Η ιστορία όχι μόνο δύο πόλεων σε Ψηφίδες του Βυζαντίου 6. Η Πολιτεία του Μυστρά, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 2001 7. Εικόνες πίστης...εικόνες εξουσίας...εικόνες δημιουργίας σε Ψηφίδες του Βυζαντίου 10 από 10