ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 12 ΚΑΙ 16 ΤΟΥ Ν. 4387/2016- ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΕ ΣΥΖΥΓΟ ΚΑΙ ΤΕΚΝΑ- ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ Φ80000/οικ.60272/2196/2016 ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Δικαιούχοι της σύνταξης του ασφαλισμένου/συνταξιούχου είναι: ο/η επιζών σύζυγος, ο διαζευγμένος σύζυγος, ο σύντροφος κοινωνικής συμβίωσης και τα νόμιμα/νομιμοποιηθέντα/αναγνωρισθέντα και υιοθετημένα τέκνα. *Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ενηλίκων αγάμων θυγατέρων καταργείται. Ο/η επιζών σύζυγος λαμβάνει τη σύνταξη θανάτου εάν έχει συμπληρώσει το 55 ο έτος της ηλικίας του και έχουν περάσει 5 χρόνια από τη σύναψη του γάμου κατά το χρόνο του θανάτου του συνταξιούχου/ασφαλισμένου. *αν έχει γίνει ανασύσταση του γάμου, ο εξ ανασυστάσεως γάμος θα πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον 6 μήνες και η διάρκεια των δύο γάμων να είναι 5 ετής. -Εάν δεν έχει συμπληρώσει το 55 ο έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου, λαμβάνει σύνταξη για μια τριετία (λ.χ. είναι 51 ετών κατά το χρόνο θανάτου του συζύγου θα λαμβάνει σύνταξη έως το 54 ο έτος της ηλικίας του) και στη συνέχεια θα ξεκινήσει να λαμβάνει ξανά τη σύνταξη μόλις συμπληρώσει το 67 ο έτος της ηλικίας του. -Εάν παρέλθει η τριετία από το θάνατο και ο επιζών σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει το 55 ο έτος της ηλικίας του, η καταβολή της σύνταξης δεν επαναχορηγείται. Εάν ο επιζών σύζυγος είναι ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω ή διαθέτει κατά το χρόνο του θανάτου του τέκνα, νόμιμα/νομιμοποιηθέντα/αναγνωρισθέντα και υιοθετημένα από το θανόντα, που κατά το χρόνο θανάτου του τελευταίου είναι άγαμα, ανήλικα ή έχουν συμπληρώσει το 18 ο έτος της ηλικίας τους αλλά όχι το 24 ο και σπουδάζουν ή είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική
εργασία, ο επιζών σύζυγος εξακολουθεί να λαμβάνει τη σύνταξη, εφόσον και όσο πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις. Μόλις παύσει κάποια από αυτές τις προϋποθέσεις, η σύνταξη επαναχορηγείται μετά το 67 ο έτος ακόμη και αν ο επιζών σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει το 55 ο έτος κατά τη λήξη της τριετίας από το θάνατο του ασφαλισμένου/συνταξιούχου. Για τον διαζευγμένο επιζώντα σύζυγο εξακολουθούν να ισχύουν τα παραπάνω αλλά με τις επιπλέον προϋποθέσεις: Α. Κατά το χρόνο του θανάτου να είχε ορισθεί καταβολή υποχρέωση καταβολής διατροφής για τον θανόντα πρώην σύζυγο με δικαστική απόφαση ή με ιδιωτική σύμβαση Β. Να είχαν συμπληρωθεί 10 χρόνια έγγαμου βίου, μέχρι την αμετάκληση λύση του γάμου με δικαστική απόφαση. Γ. Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης με υπαιτιότητα του επιζώντος διαζευγμένου συζύγου. Δ. Το μηνιαίο ατομικό φορολογητέο εισόδημα του επιζώντος διαζευγμένου να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Υπερηλίκων, ήτοι τα 720 ευρώ. Ε. Να μην έχει τελέσει άλλο γάμο ή να μην έχει συνάψει άλλο σύμφωνο συμβίωσης. *Αν ο επιζών/διαζευγμένος σύζυγος πεθάνει, τελέσει γάμο ή ενηλικιωθεί ή συμπληρώσει το 24 ο έτος της ηλικίας του το τέκνο του, που σπουδάζει, το δικαίωμα στη σύνταξη παύει αλλά κατά τα ανωτέρω στην τελευταία περίπτωση, η σύνταξη επαναχορηγείται μόλις ο επιζών/διαζευγμένος σύζυγος συμπληρώσει το 67 ο έτος της ηλικίας του. ΠΟΣΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ -Κατά κανόνα το ποσό της σύνταξης ορίζεται σε ποσοστό 50% επί της συντάξεως, που ελάμβανε ο συνταξιούχος/ασφαλισμένος.
*Το ποσό των 50% επί της συντάξεως, που ελάμβανε ο συνταξιούχος/ασφαλισμένος λαμβάνεται στην περίπτωση, που ο γάμος έλαβε χώρα πριν την απονομή της σύνταξης γήρατος στο θανόντα συνταξιούχο ενώ κατά τα παραπάνω πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχουν συμπληρωθεί πέντε χρόνια γάμου προ του θανάτου του συνταξιούχου/ασφαλισμένου. * Εάν ο θανών ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας όταν έγινε ο γάμος ο επιζών σύζυγος εξακολουθεί να λαμβάνει το 50% της συντάξεώς του σε κάθε περίπτωση!!! Σε διαφορετική περίπτωση διαμορφώνεται κλίμακα βάσει της διαφοράς ηλικίας ανάμεσα στο θανόντα και τον/την επιζώντα σύζυγο, που υπολογίζεται ως εξής: Από την ηλικία του θανόντος, αφαιρούνται τα χρόνια του γάμου και η ηλικία του επιζώντος συζύγου. Στο υπόλοιπο που θα προκύψει εφαρμόζεται η ακόλουθη κλίμακα: Διαφορά ηλικίας από 10 έως 20 έτη, αριθμός ετών Χ 1% μείωση Διαφορά ηλικίας από 21 έως 25 έτη, αριθμός ετών Χ 2% μείωση Διαφορά ηλικίας από 26 έως 30 έτη, αριθμός ετών Χ 3% μείωση Διαφορά ηλικίας από 31 έως 35 έτη, αριθμός ετών Χ 4% μείωση *Αν υπάρχει χήρος σύζυγος από γάμο μετά την απονομή σύνταξης γήρατος και διαζευγμένος σύζυγος με τουλάχιστον δεκαετή γάμο προ της απονομής σύνταξης γήρατος, η σύνταξη λόγω θανάτου (50% της κανονικής) επιμερίζεται επιπλέον σε 75% για τον χήρο/α και 25% για το διαζευγμένο/η σύζυγο. Τα ποσοστά αυτά αυξάνονται κατά 1% για κάθε επιπλέον έτος έγγαμης συμβίωσης του διαζευγμένου με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού του χήρου συζύγου. Η ανώτερη προσαύξηση του μεριδίου του διαζευγμένου, μπορεί να φτάσει το 50% της σύνταξης λόγω θανάτου και επέρχεται όταν έχει συμπληρώσει 35 χρόνια έγγαμης συμβίωσης με το θανόντα.
*Εάν και ο διαζευγμένος σύζυγος είχε συνάψει γάμο με το θανόντα μετά την απονομή της συντάξεως γήρατος, εφαρμόζεται η παραπάνω κλίμακα βάσει της διαφοράς ηλικίας του με το θανόντα συνταξιούχο. *Εάν υπάρχει επιζών σύζυγος και δύο διαζευγμένοι σύζυγοι, το ποσοστό της σύνταξης υπολογίζεται βάσει του μεγαλύτερου χρόνου εγγάμου βίου ενός από τους συζύγους και αναλόγως αυξομειώνονται τα ποσοστά βάσει της αναλογίας 75% για τον επιζώντα σύζυγο και 25% για τον διαζευγμένο. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, οι δύο διαζευγμένοι σύζυγοι μοιράζονται κατά ίσα ποσοστά το ποσό, που τους καταλογίζεται από το υπόλοιπο του ποσοστού του επιζώντος συζύγου. *Εάν υπάρχουν ανήλικα ή προστατευόμενα τέκνα το ποσό της σύνταξης του θανόντος επιμερίζεται σε 25% για κάθε παιδί, το οποίο διπλασιάζεται εάν το παιδί είναι ορφανό, με την προϋπόθεση, ότι δεν λαμβάνει σύνταξη και από τους δύο γονείς. Συνεπώς δικαιούχοι μπορεί να είναι την ίδια στιγμή και ο επιζών σύζυγος και τα ανήλικα/ προστατευόμενα τέκνα του θανόντος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν τα ποσοστά το 100% της σύνταξης του θανόντος. Στην περίπτωση αυτή ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης και το υπόλοιπο 50% μοιράζεται σε ίσα ποσοστά στα ανήλικα/προστατευόμενα τέκνα. Εάν το ποσοστό του επιζώντος ή διαζευγμένου συζύγου, ήτοι το 50% επί της σύνταξης του θανόντος, περιορίζεται κατά τα ανωτέρω λ.χ. αν ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή σύνταξης γήρατος κτλ. τότε το ποσοστό, που περικόπτεται επιμερίζεται στα ποσοστά των δικαιούμενων τέκνων. Επίσης εάν ο επιζών σύζυγος μετά την πάροδο της τρειετίας και εφόσον δικαιούται τη χορήγηση σύνταξης λόγω θανάτου εργάζεται, αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από άλλη πηγή, η σύνταξη λόγω θανάτου μειώνεται κατά 50% και το ποσό αυτό επιμερίζεται σε ίσα μερίδια στα τέκνα εφόσον υπάρχουν.
*Μόλις τα τέκνα του θανόντος ενηλικιωθούν, συμπληρώσουν το 24 ο έτος εφόσον ήταν φοιτητές, παντρευτούν ή κριθούν ικανοί προς εργασία, παύει να τους χορηγείται ποσοστό επί της σύνταξης. Το ποσοστό τους δεν προστίθεται στη σύνταξη, που δικαιούται ο επιζών σύζυγος. Εάν ο επιζών σύζυγος είναι ανάπηρος πνευματικά ή σωματικά κατά ποσοστό 67% και άνω ή τα δικαιούμενα τέκνα κρίνονται ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία και στις δύο περιπτώσεις κατά το χρόνο του θανάτου του συνταξιούχο/ασφαλισμένου, τότε λαμβάνουν ολόκληρη τη σύνταξη του θανόντος και όχι το 50% αυτής. *Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου για τον υπολογισμό της εθνικής και ανταποδοτικής λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός χρόνος ασφάλισης, που είχε ο θανών κατά τη συνταξιοδότησή του. Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου που κατατίθενται από την ισχύ του Ν. 4387/2016 έως και την 31 η -12-2018 θα ελέγχεται αν το ποσό της σύνταξης, όπως υπολογίζεται με το Ν. 4387/2016 (καθαρό ποσό, αφαιρουμένης της εισφοράς αλληλεγγύης και υγειονομικής περίθαλψης) υπολείπεται άνω του 20% σε σχέση με την σύνταξη, που θα καταβαλλόταν με το προηγούμενο του Ν. 4387/2015 καθεστώς. Στην περίπτωση αυτή, αφού υπολογίζεται η διαφορά κατά έτος, θα καταβάλλεται το μισό της διαφοράς στο δικαιούχο, ως προσωπική διαφορά.