Theoula Erotocritou Stavrou Mary Koutselini



Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

ΣΧΈΔΙΟ RELEASE για τη δια βίου μάθηση και την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην Κύπρο

Διαφοροποίηση.. τι. γιατί. και πώς. Πηλείδου Κωνσταντίνα Σχ. Σύμβουλος 10 ης ΕΠ ΕΑΕ

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

Οι συζητήσεις Δρ Δημήτριος Γκότζος

«Υποστήριξη Επαγγελματικής Μάθησης: από την επιμόρφωση στη δράση και στη μάθηση εντός του σχολείου»

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

Πρόγραμμα εκπαιδευτικών πυρήνων για την ενσωμάτωση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στη μαθησιακή διαδικασία στη σχολική μονάδα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Κίνητρο και εμψύχωση στη διδασκαλία: Η περίπτωση των αλλόγλωσσων μαθητών/τριών

Ελένη Σίππη Χαραλάμπους ΕΔΕ Παναγιώτης Κύρου ΕΔΕ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Δρ. Μαρία Γραβάνη «Νέες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση ενηλίκων», Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου Σάββατο, 20 Μαΐου 2017

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 5: Διαφοροποιημένη Διδασκαλία

Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης

Αναπτύσσοντας δεξιότητες επικοινωνίας, συνεργασίας και ενσυναίσθησης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων

ΝEΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚA ΠΡΟΓΡAΜΜΑΤΑ: ΕΜΦAΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙOΤΗΤΕΣ. ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ και στη ΔΙΑΒΙΟΥ ΑΥΤΟΜΟΡΦΩΣΗ

Μαίρη Κουτσελίνη Τμήμα Επιστημών της Αγωγής Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ Δρ. Ζαφειριάδης Κυριάκος Οι ικανοί αναγνώστες χρησιμοποιούν πολλές στρατηγικές (συνδυάζουν την

Δημοτικό Σχολείο Σωτήρας Β Η δική μας πρόταση- εμπειρία

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Διαφοροποιημένη διδασκαλία: Τι, Πώς, Γιατί

Το μάθημα των Νέων Ελληνικών στα ΕΠΑΛ: Ζητήματα διδασκαλίας και αξιολόγησης. Βενετία Μπαλτά & Μαρία Νέζη Σχολικές Σύμβουλοι Φιλολόγων 5/10/2016

Οδηγίες διδασκαλίας για τη Νέα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Λύκειο, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης και του εξορθολογισμού της διδακτέας ύλης


Επαγγελματική Μάθηση και ζητήματα επικοινωνίας, σχέσεων, συμπεριφοράς, κινήτρων των μαθητών

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΙΛΟΤΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Παρακολούθηση Διδασκαλίας στη βάση του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας. Μαργαρίτα Χριστοφορίδου 28 Νοεμβρίου 2013

Τομέας Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου ATS2020 ΤΟΜΕΙΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΧΟΥΣ ΕΠΙΤΕΥΞΗΣ

O φάκελος μαθητή/-τριας

Κομβικών Δεξιοτήτων. Αξιολόγηση. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού #ATS2020

ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΕΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Αξιολόγηση της Πιλοτικής Εφαρμογής της Επαγγελματικής Μάθησης (Mάιος 2016)

1ο Πανελλήνιο Συνέδριο. MoodleMoot 2017

Η πολιτική του σχολείου για βελτίωση της διδασκαλίας και της μάθησης: Δύο περιπτώσεις προγραμμάτων σχολικής αποτελεσματικότητας και σχολικής βελτίωσης

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Η Περιγραφική Αξιολόγηση. στο Γ/σιο Βουργαρελίου. κατά το σχ. έτος Πάτρα, Μαρία Γλάβα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Τρίτη 24 και Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Πιλοτική Εφαρμογή της Πολιτικής για Επαγγελματική Ανάπτυξη και Μάθηση

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Τμήμα: Τμήμα Πρωτοβάθμιας Φθιώτιδας. Φορέας ιεξαγωγής: ΠΕΚ Λαμίας Συντονιστής: ημητρακάκης Κωνσταντίνος Τηλέφωνο:

Παρατήρηση διδασκαλίας. Εργαλείο βελτίωσης της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας

Επαγγελματική μάθηση εκπαιδευτικών στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο: εισαγωγικές παρατηρήσεις

νος Κλουβάτος Κων/νος Εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης των μαθητών με ανομοιογενή χαρακτηριστικά Αξιολόγηση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΜΑΘΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ - ΔΡΑΣΗΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Μαίρη Κουτσελίνη Πανεπιστήμιο Κύπρου

Περιγραφική αξιολόγηση Φιλοσοφία αρχές - μέθοδοι

Το σχολείο ως εστία προώθησης της διαφοροποιημένης διδασκαλίας μέσω της επαγγελματικής μάθησης ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Παράρτημα Ι. Κλίμακα Διερεύνησης Προσδοκιών. Ερωτηματολόγιο Οι Προσδοκίες μου από το σεμινάριο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ 1: Επαγγελματική Μάθηση (Ε.Μ.) και Αναλυτικό Πρόγραμμα / Μαθησιακά Αποτελέσματα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥ 1 ΟΥ ΥΠΟ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΧΟΥ «ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ» ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΑΓΙΩΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ

Ενότητα στις Εικαστικές Τέχνες

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Π ρ ο α ι ρ ε τ ι κό σ ε μ ι ν ά ρ ι ο ε π ι μ ό ρ φ ω σ η ς. Νοέμβριος 2015 {επιμ. παρουσίασης: Μαρία Παπαλεοντίου, Φιλόλογος }

3. Περιγράμματα Μαθημάτων Προγράμματος Σπουδών

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΠΣ) Χρίστος Δούκας Αντιπρόεδρος του ΠΙ

Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η

Αξιολόγηση του Προγράμματος Στήριξης Δημοτικών Σχολείων με Μεγάλο Αριθμό/Ποσοστό Παιδιών με Αυξημένες Πιθανότητες για Λειτουργικό Αναλφαβητισμό

Ποιοι είναι οι μαθητές μου; Μαθησιακά προφίλ και η διαφοροποιημένη μάθηση στη γερμανική γλώσσα

5.34 Αξιοποίηση κοινοτήτων μάθησης στο πλαίσιο προγράμματος προπτυχιακής εκπαίδευσης εν δυνάμει εκπαιδευτικών

(ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟ) ΕΝΤΥΠΟ ΔΟΜΗΣΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (Υποχρεωτικές για τον/την επόπτη/τρια) Γραφείο Πρακτικής Άσκησης Διδασκαλίας (ΠΑΔ)

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ

Α Δημοτικό Σχολείο Πέρα Χωρίου και Νήσου

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Λεωνίδας Κυριακίδης Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Δρ Μαριλένα Παντζιαρά Λειτουργός Παιδαγωγικού Ινστιτούτου/Αναλυτικά Προγράμματα Μαθηματικών

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός ανατροφοδότησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας

EDU.20 Μια διαδικτυακή πλατφόρμα, ένα περιβάλλον αυτόνομης και διαφοροποιημένης διδασκαλίας και μάθησης στα Αγγλικά στη Δημοτική εκπαίδευση

Εμπειρίες δικτύων και κοινοτήτων μάθησης οι βιώσαντες έχουν τον λόγο. Δρ. Δημήτρης Δημητρίου

ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ Ι. (1) Στόχοι, περιεχόμενο μαθήματος, η παρατήρηση ως τεχνική συλλογής δεδομένων στο σχολικό περιβάλλον

Μαθηματικά και Πληροφορική. Διδακτική Αξιοποίηση του Διαδικτύου για τη Μελέτη και την Αυτο-αξιολόγηση των Μαθητών.

Αξιολόγηση. Φ. Κ. Βώροs, «Αξιολόγηση του Μαθητή, και Παιδαγωγική Ευαισθησία (ή Αναλγησία)» 2. (

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Αξιολόγηση του Προγράμματος Ταχύρρυθμης Εκμάθησης της Ελληνικής στη Μέση Εκπαίδευση (Ιούνιος 2010)

ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ. «Τα μυστικά ενός αγγείου»

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Παρεμβάσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ71Κ / Διαχείριση αλλαγής, σχολική αποτελεσματικότητα και στρατηγικός σχεδιασμός

ΣΚΟΠΟΙ 1. Ανάπτυξη κινητικών δεξιοτήτων και ικανοποιητική εκτέλεση ορισμένων από αυτές Απόκτηση γνώσεων από την αθλητική επιστήμη (πώς ώ και γιατί) κα

Συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού στο σχολείο: η περίπτωση των ΝΑΠ

Αναλυτικό Πρόγραμμα Λογοτεχνίας. εμινάρια ΕΜΕ Φιλολογικών Μαθημάτων, επτέμβριος 2014

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ. ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ»

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ Β ΦΑΣΗ

Εκπαιδευτικές Αλλαγές και Καινοτομίες

Transcript:

Η ενεργή εμπλοκή των εκπαιδευτικών σε έρευνα δράσης για τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας-μάθησης: κατανοώντας τις ανάγκες των μαθητών/τριών και τις αδυναμίες του αναλυτικού προγράμματος Θεούλα Ερωτοκρίτου Σταύρου Διδακτορική φοιτήτρια Πανεπιστήμιο Κύπρου Μαίρη Κουτσελίνη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Κύπρου The active involvement of teachers in action research for differentiation of the teaching-learning process: understanding the needs of students and weaknesses of the curriculum Theoula Erotocritou Stavrou Mary Koutselini University of Cyprus University of Cyprus Abstract The current participatory action research examines teachers involvement in differentiated teaching and learning strategies in mixed ability classrooms describing their steps from the point of defining the problem to the development and application of action in an effort to evaluate the impact of differentiation in developing and improving the reading abilities of students who are in the first class of the lyceum. It utilizes classroom observation, diary entries, interviews as well as pre and post tests. The action research illustrates the problems that arise during the course of implementation of the principles of differentiation, focusing on the ways in which teachers re-evaluate their perceptions on learning through individual and collective reflection, meet the needs of students and tackle weaknesses of the curriculum through co operation. At the same time, it also underscores the positive impact of differentiation on learning outcomes and the changed perceptions of students towards learning. Keywords: differentiation, participatory action research, reading skills, reading strategies, in service education Περίληψη Η παρούσα συμμετοχική έρευνα δράσης εξετάζει την πορεία των εκπαιδευτικών προς τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας-μάθησης σε τάξεις μικτής ετοιμότητας, περιγράφοντας τα βήματά τους 91

από τον προσδιορισμό και αποσαφήνιση του προβλήματος, στην ανάπτυξη και εφαρμογή δράσεων, στην αξιολόγηση και τον επανασχεδιασμό τους. Αξιοποιεί την παρατήρηση στην τάξη, ημερολογιακές καταγραφές, συνεντεύξεις και δοκίμια αξιολόγησης πριν και μετά την παρέμβαση. Καταδεικνύει τα προβλήματα που αναφύονται στην πορεία υλοποίησης των αρχών της διαφοροποίησης, πώς οι εκπαιδευτικοί, μέσω του ατομικού και συλλογικού αναστοχασμού, συνειδητοποιούν και αναθεωρούν τις εσφαλμένες παραδοχές τους για τη μάθηση και τον ρόλο εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών στο μαθησιακό γίγνεσθαι και πώς μέσω της συνεργασίας ενδυναμώνονται και αναπτύσσουν δράσεις, για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μαθητών/τριών και να χειριστούν τις αδυναμίες του αναλυτικού προγράμματος. Λέξεις κλειδιά: διαφοροποίηση (differentiation), συμμετοχική έρευνα δράσης (participatory action research), αναγνωστικές δεξιότητες (reading skills), αναγνωστικές στρατηγικές (reading strategies), επιμόρφωση εκπαιδευτικών (in service education) 1. Εισαγωγή Έχει επισημανθεί ότι, παρόλο που είναι ευρύτερα αποδεκτό (Ruys, Defruyt, Rots & Aelterman, 2013) ότι το σχολείο οφείλει να αναπροσαρμόσει το αναλυτικό του πρόγραμμα στις αναπτυξιακές ανάγκες και το επίπεδο κάθε μαθητή/τριας, η πλήρης εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας στην καθημερινή πρακτική αποτελεί ένα ζητούμενο ( Burton, 2003 Humphrey et al., 2006). Ερευνητικά δεδομένα μαρτυρούν ότι σημαντικός αριθμός εκπαιδευτικών υιοθετεί ομοιόμορφη διδακτική προσέγγιση για όλους τους μαθητές/τριες (Guild, 2001), αδυνατώντας να σχεδιάσει μαθήματα που να ανταποκρίνονται στη διαφορετικότητά τους (Subban, 2006). Η βαθύτερη αιτία του φαινομένου αυτού εντοπίζεται στην ανεπαρκή κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (Hardré & Sullivan, 2008 Ruys et al., 2013), καθώς η επιτυχημένη εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας εδράζεται, από τη μια, στην ικανότητά τους να κατανοούν και να εκτιμούν ορθά τις εξατομικευμένες αλλά και τις κοινές ανάγκες των μαθητών/τριών τους, στη βαθιά γνώση των όσων διδάσκουν, όπως και στη δεξιότητά τους να αναπροσαρμόζουν δημιουργικά και κατάλληλα το αναλυτικό πρόγραμμα, τις διδακτικές στρατηγικές, τις πηγές, τις μαθησιακές δραστηριότητες, την αξιολόγηση και το μαθησιακό περιβάλλον, ώστε αυτά να ανταποκρίνονται στις 92

ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και το μαθησιακό προφίλ των μαθητών/τριών τους ( Santangelo & Tomlinson, 2012 Tobin & McInnes, 2008). Από την άλλη, επισημαίνεται ότι, καθώς η διαφοροποίηση δεν αποτελεί απλώς μια στρατηγική διδασκαλίας αλλά έναν καινοτόμο τρόπο σκέψης για τη διδασκαλία και τη μάθηση (Tomlinson, 2009), η επιτυχής εφαρμογή της εδράζεται πρωτίστως στις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για το τι είναι μάθηση και πώς αυτή κατακτιέται ( Moon, Tomlinson & Callahan, 1995). Συνεπακόλουθα, προβάλλει το ερώτημα ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για την κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να επιτευχθεί τόσο η εννοιολογική αλλαγή, η οποία θα τους παρωθήσει να εμπλακούν συνειδητά στη διαφοροποίηση της διδασκαλίας όσο και η απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων και δεξιοτήτων για την εφαρμογή της (May, 2007 Santangelo & Tomlinson, 2012). Οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη περαιτέρω ερευνών που να εξετάζουν σε μεγαλύτερο βάθος πώς οι εκπαιδευτικοί κατανοούν, εμπλέκονται και ανταποκρίνονται στη διαφορετικότητα των τάξεων τους (Humphrey et al., 2006 Ruys et al., 2013). Την πτυχή αυτή θέλησε να διερευνήσει και η παρούσα συμμετοχική έρευνα δράσης, η οποία έθεσε ως στόχο της να μελετήσει επισταμένα, συστηματικά και εκ των ένδον τις διεργασίες που συντελούνται κατά τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας-μάθησης σε ανομοιογενείς τάξεις, επισημαίνοντας και καταγράφοντας τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζονται, αλλά και τις δράσεις που τροχοδρομούνται για την άρση τους, ενώ οι εκπαιδευτικοί αναδομούν και αναπροσαρμόζουν το δοσμένο αναλυτικό πρόγραμμα, ώστε αυτό να ανταποκριθεί στον βαθμό ετοιμότητας, το μαθησιακό προφίλ, τα ενδιαφέροντα και τα κίνητρα των μαθητών/τριών της Α Λυκείου, κατά τη διδασκαλία αναγνωστικών δεξιοτήτων. Ως εκ τούτο, έθεσε τα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα: (α) Με ποια προβλήματα/προκλήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι/ες οι εκπαιδευτικοί στην προσπάθεια τους να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν στην τάξη διαφοροποιημένα μαθήματα και με ποιους τρόπους τα χειρίζονται, έτσι ώστε να διδάξουν αποτελεσματικά σε τάξεις μικτής ετοιμότητας; (β) Ποια απήχηση έχει η ενεργή εμπλοκή των εκπαιδευτικών σε έρευνα δράσης στην επιμόρφωση και επαγγελματική τους ωρίμανση; 2. Μεθοδολογία Στην παρούσα εργασία επιλέγηκε η έρευνα δράσης, για να επιτευχθεί η ενεργή εμπλοκή των εκπαιδευτικών, οι οποίες βρίσκονταν αντιμέτωπες με την πρόκληση της διδασκαλίας της κατανόησης κειμένου σε τάξεις μικτής ετοιμότητας, αρχικά στην εμπεριστατωμένη ανάλυση αναγκών των 93

μαθητών/τριών τους (αποσαφήνιση του προβλήματος) και στη συνέχεια στην αναδόμηση του αναλυτικού προγράμματος για τη διδασκαλία της κατανόησης κειμένου και την αναπροσαρμογή του στις διαγνωσμένες ανάγκες των μαθητών/τριών (ανάπτυξη δράσεων). Ακολούθως, οι εκπαιδευτικοί, μέσα σε μια κυκλική, σπειροειδή διαδικασία συνεχούς παρατήρησης των μαθημάτων τους, ατομικού και συλλογικού αναστοχασμού και αξιολόγησης των δράσεων τους, τροποποιούσαν και επανασχέδιαζαν την παρέμβασή τους (Carr & Kemmis, 2010), η οποία στόχευε στη βελτίωση των δεξιοτήτων ανάγνωσηςκατανόησης των μαθητών/τριών τους. 2.1 Συμμετέχοντες/ουσες Η παρούσα συμμετοχική έρευνα δράσης πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή δύο εκπαιδευτικών σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Οι εκπαιδευτικοί μετείχαν στην έρευνα δράσης από εσωτερική παρόρμηση, καθώς ήθελαν να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση της διδασκαλίας σε ανομοιογενείς τάξεις. Η πρώτη εκπαιδευτικός (εκπαιδευτικός α ) συμμετείχε στην έρευνα μέσα στο πλαίσιο των διδακτορικών της σπουδών και είχε διδακτική πείρα 21 χρόνων, ενώ η δεύτερη (εκπαιδευτικός β ) ήταν κάτοχος Master στην Ειδική Αγωγή και είχε διδακτική πείρα 10 χρόνων. Τα διαφοροποιημένα μαθήματα διδασκαλίας της ανάγνωσης-κατανόησης εφαρμόστηκαν από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι και τον Απρίλιο του 2013 σε τέσσερα τμήματα της Α Λυκείου (Ν=82) στα οποία δίδασκαν οι εκπαιδευτικοί. Για να διερευνηθεί η αποτελεσματικότητα των δράσεων που αναπτύχθηκαν, μαθητές/τριες (Ν=81 ) τεσσάρων τμημάτων Α Λυκείου, στους/στις οποίους/ες δίδασκαν με μονολιθικό, αδιαφοροποίητο τρόπο δύο άλλες εκπαιδευτικοί αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. 2.2 Εργαλεία μέτρησης Αξιοποιήθηκαν ποικίλα ερευνητικά εργαλεία για την τριγωνοποίηση των δεδομένων και την επιστημονική κατοχύρωση των αποτελεσμάτων της έρευνας ( Altrichter, Posch, & Somekh, 2001): ημερολογιακές καταγραφές εκπαιδευτικών, παρατηρήσεις μαθημάτων, ημιδομημένες συνεντεύξεις από τους μαθητές/τριες και δοκίμια αξιολόγησης πριν και μετά την παρέμβαση. 2.3 Διαδικασία Αρχικά, εντοπίστηκε το πρόβλημα (η πρόκληση της διδασκαλίας ανάγνωσης -κατανόησης σε τάξεις μικτής ετοιμότητας) και σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν δράσεις για τον ενδελεχή προσδιορισμό των διαστάσεών του ( καταρτισμός Προγράμματος διδασκαλίας της ανάγνωσης-κατανόησης στην Α 94

Λυκείου, ανάλυση αναγκών μέσω της χορήγησης αρχικών δοκιμίων αξιολόγησης και της λήψης συνεντεύξεων από τους/τις μαθητές/τριες). Ακολούθως, αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν δράσεις για την επίλυσή του (σχεδιασμός διαφοροποιημένων μαθημάτων τα οποία στόχευαν να ανταποκριθούν στις ποικίλες διαγνωσμένες ιδιαιτερότητες των μαθητών/τριών). Οι δράσεις αξιολογούνταν μέσω της παρατήρησης της διδασκαλίας, η οποία τροφοδοτούσε τον αναστοχασμό και τον εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των εκπαιδευτικών, και επανασχεδιάζονταν καθ όλη τη διάρκεια της παρέμβασης. Τέλος, λήφθηκαν ποσοτικά (τελικά δοκίμια αξιολόγησης) και ποιοτικά δεδομένα (συνεντεύξεις από μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς) για την τελική αξιολόγηση της δράσης. Συγκεκριμένα, οι ημερολογιακές καταγραφές των εκπαιδευτικών αποσκοπούσαν τόσο στην τεκμηρίωση του εκπαιδευτικού έργου (περιγραφή προκλήσεων/προβλημάτων που αναφύονταν στη διδακτική πράξη, παρουσίαση του πλαισίου μέσα στο οποίο εκδηλώνονταν, έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων και αξιολογικών κρίσεων) όσο και στον αναστοχασμό, μέσα από την ανάλυση των προσωπικών τους αξιών και θεωριών ( Altrichter et al., 2001). Παράλληλα, οι δύο εκπαιδευτικοί που μετείχαν στην παρέμβαση αντάλλασαν επισκέψεις στην τάξη σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η κάθε εκπαιδευτικός παρατηρούσε την εφαρμογή των όσων από κοινού σχεδίασαν στην τάξη της άλλης και κατέγραφε πληροφορίες για τον βαθμό που επιτυγχανόταν η διαφοροποίηση της διδασκαλίας, καθώς και για τη φύση των προβλημάτων που δυσχέραιναν την επίτευξη των στόχων της διδασκαλίας. Στο τέλος κάθε παρατήρησης ακολουθούσε ένας γόνιμος διάλογος, στον οποίο η καθεμιά διατύπωνε τις απόψεις της για τα όσα θετικά παρατήρησε, αλλά και για τα σημεία που έχρηζαν, κατά την άποψή της, βελτίωσης. Ανταλλάσσονταν απόψεις για τις πιθανές λύσεις για την άρση των δυσκολιών, με βάση και τη σχετική βιβλιογραφία. Οι αποφάσεις για το τι θα διερευνηθεί και τι θα αλλάξει λαμβάνονταν από κοινού. Οι αντιλήψεις, οι ενέργειες και οι σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων αποτελούσαν αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης και επαναπροσδιορισμού με βάση τις αρχές της δικαιοσύνης και της ηθικής, μέσα στο πλαίσιο μιας ισότιμης, αμφίδρομης σχέσης, σύμφωνα με το κριτικό, χειραφετικό μοντέλο έρευνας δράσης (Kemmis, 2009). 2.4 Ανάλυση Πραγματοποιήθηκε ανάλυση λόγου ( Gee, 2011) για τα δεδομένα των συνεντεύξεων και των ημερολογιακών καταγραφών. Οι επιδόσεις των μαθητών/τριών στα δοκίμια αρχικής και τελικής αξιολόγησης έτυχαν στατιστικής επεξεργασίας με την αξιοποίηση του λογιστικού μοντέλου Rasch (μέσω του λογισμικού προγράμματος Quest) και της ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης (μέσω του στατιστικού πακέτου SPSS 19). 95

3. Αποτελέσματα 3.1 Οι εκπαιδευτικοί ως ερευνητές Εντός του πλαισίου της παρούσας έρευνας υπήρξε καθοριστικός ο ρόλος των εκπαιδευτικών στην ανάλυση αναγκών των μαθητών/τριών, στον καθορισμό, την ανάλυση και ιεράρχηση των στόχων της διδασκαλίας-μάθησης, όπως και στον σχεδιασμό και εφαρμογή διαφοροποιημένων μαθημάτων, την αξιολόγησή τους και τον επανασχεδιασμό τους με βάση και τις διαμορφωνόμενες ανάγκες των μαθητών/τριών (Koutselini, 2008a Tricarico & Yendol-Hoppey, 2012). Αυτή η κυκλική, σπειροειδής πορεία σκιαγραφείται στη συνέχεια έτσι ώστε να αναδειχθούν οι δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι εκπαιδευτικοί, οι δράσεις που ανέπτυξαν για την άρση τους, όπως και η σταδιακή χειραφέτηση και ενδυνάμωσή τους. 3.1.1 Από τον εντοπισμό στην αποσαφήνιση του προβλήματος Απουσία αναλυτικού προγράμματος. Μέσα στο πλαίσιο της αποσαφήνισης του προβλήματος οι εκπαιδευτικοί συνειδητοποίησαν τη νευραλγική σημασία ενός αναλυτικού προγράμματος, το οποίο θα λειτουργούσε ως πλοηγός τους στο σύνθετο έργο της διαφοροποίησης (Κουτσελίνη, 2008β). Ένα τέτοιο αναλυτικό πρόγραμμα απουσίαζε από το Εκπαιδευτικό Σύστημα της Κύπρου, αφού το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας του 2010 εφαρμοζόταν πιλοτικά μόνο στις Γυμνασιακές τάξεις, ενώ στο Λύκειο ακολουθούνταν ο Προγραμματισμός για τη διδασκαλία των Νέων Ελληνικών (Υ.Π.Π., 2012), ο οποίος υποδείκνυε μέσα σε ποια χρονικά πλαίσια έπρεπε να διδαχθούν συγκεκριμένα κεφάλαια του σχολικού εγχειριδίου. Ως εκ τούτου, οι εκπαιδευτικοί, όπως μαρτυρούν τα ημερολόγια τους, αναρωτιούνταν «ποιες γνώσεις/δεξιότητες» έπρεπε να κατέχει ένας ικανός αναγνώστης και «ποιες στρατηγικές ανάγνωσης έπρεπε να αναπτύξει, για να καταστεί αυτόνομος αναγνώστης». Αντιλαμβάνονταν, ακόμη, ότι αδυνατούσαν να προσδιορίσουν τις αναγνωστικές δεξιότητες που είχαν ήδη κατακτήσει οι μαθητές/τριες, διαδικασία απαραίτητη για τον σχεδιασμό ενός μαθησιακού περιβάλλοντος που να ευνοεί την εποικοδόμηση της γνώσης (Κουτσελίνη, 2008β). Έντονοι υπήρξαν, επίσης, οι προβληματισμοί τους αν θα ήταν επιτρεπτό να υιοθετήσουν μία διαφορετική προσέγγιση στη διδασκαλία από αυτήν που καθοριζόταν από το συγκεντρωτικό Εκπαιδευτικό Σύστημα της Κύπρου και που οι επιθεωρητές, ως εντολοδόχοι του, καλούσαν τους/τις εκπαιδευτικούς να ακολουθήσουν. Ενδεικτικό είναι το ερώτημα στο ημερολόγιο της εκπαιδευτικού α : 96

«Τι θα πω στον επιθεωρητή ότι διδάσκω στην τάξη μου, αν έρθει να με επιθεωρήσει;» (24 Οκτωβρίου 2012). 3.1.2 Ανάπτυξη και εφαρμογή δράσεων Ανάπτυξη Προγράμματος διδασκαλίας. Παρόλο που το θεσμικό πλαίσιο φαινόταν απαγορευτικό, οι εκπαιδευτικοί αποφάνθηκαν ότι από τη στιγμή που οι δράσεις τους στόχευαν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούσε η ανομοιογένεια των τάξεων τους, όφειλαν να προχωρήσουν αιτιολογώντας τις επιλογές τους. Έτσι, προχώρησαν στη διαμόρφωση ενός Προγράμματος για τη διδασκαλία της ανάγνωση-κατανόησης στην Α Λυκείου στο οποίο προσδιορίστηκαν και αναλύθηκαν με σαφήνεια οι γνώσεις/δεξιότητες που αναμενόταν να κατέχει ένα εγγράμματο άτομο, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία (Vacca, Vacca, & Mraz, 2014). Καθορίστηκαν, δηλαδή, δείκτες επάρκειας στην ανάγνωση-κατανόηση, οι οποίοι ιεραρχήθηκαν από τους πιο απλούς στους πιο σύνθετους, έτσι ώστε οι εκπαιδευτικοί να αποφαίνονται κάθε φορά που σχεδίαζαν ένα μάθημα ποιες γνώσεις/δεξιότητες θεωρούνταν ως πυρηνικές, ποιες προαπαιτούμενες και ποιες μετασχηματιστικές, με γνώμονα πάντοτε τον βαθμό ετοιμότητας του κάθε μαθητή και της κάθε μαθήτριας. Με την ανάλυση του σύνθετου στα απλά και με την καλλιέργεια δεξιοτήτων για οικοδόμηση της γνώσης, οι εκπαιδευτικοί επιδίωκαν ποιοτικές αλλαγές στη διδασκαλία τους, μια που η θεραπευτική εργασία που παρέχεται στα πλαίσια της διαφοροποιημένης εργασίας δεν πρέπει να στηρίζεται στη συνεχή επανάληψη των ίδιων και των ίδιων ούτε και στη συσσώρευση γνώσεων (Κουτσελίνη, 2008β). Με γνώμονα το συγκεκριμένο Πρόγραμμα σχεδίασαν δοκίμια αξιολόγησης των αναγνωστικών δεξιοτήτων, για την ανάλυση αναγκών των μαθητών/τριών πριν την παρέμβαση αλλά και για την αξιολόγησή τους κατά τη διάρκεια της παρέμβασης και αφού αυτή ολοκληρωνόταν. Με βάση, δηλαδή, τους συγκεκριμένους δείκτες επάρκειας διευκολύνθηκε η λειτουργική προσέγγιση της έννοιας της διαφοροποίησης, διαδικασία απαραίτητη, για να καταστεί η θεωρία πράξη (Κουτσελίνη, 2008β). Προσδιορισμός της ετοιμότητας των μαθητών/τριών. Με τον τρόπο αυτό οι εκπαιδευτικοί, λειτουργώντας εντός του πλαισίου της έρευνας δράσης, θέλησαν να προσδιορίσουν τις αναγνωστικές δεξιότητες που κατείχαν οι μαθητές/τριες, ενώ από τις συνεντεύξεις τους άντλησαν χρήσιμες πληροφορίες για τις αναγνωστικές στρατηγικές που αυτοί/ές ήδη γνώριζαν και αξιοποιούσαν. Διαπιστώθηκε ότι οι χαμηλές επιδόσεις της πλειονότητας των μαθητών/τριών στα Αρχικά Δοκίμια Αξιολόγησης συμβάδιζαν με τη γνώση περιορισμένων στρατηγικών ανάγνωσης από το σύνολο των αναγνωστών/τριών, όπως πήγαζε από τις συνεντεύξεις. 97

Συγκεκριμένα, οι αδύνατοι/ες ως πολύ αδύνατοι/ες αναγνώστες/τριες δεν εφάρμοζαν οποιαδήποτε στρατηγική πριν την ανάγνωση ενός κειμένου ούτε και αφού διάβαζαν ένα κείμενο, για να ελέγξουν σε ποιο βαθμό το είχαν κατανοήσει. Οι στρατηγικές που ανέφεραν ότι γνώριζαν και εφάρμοζαν σχετίζονταν, κυρίως, με την εκ νέου ανάγνωση ενός αποσπάσματος που δεν κατανοούσαν και με τρόπους ανεύρεσης της σημασίας άγνωστων λέξεων. Παρόλα αυτά, δήλωναν ότι παρατούσαν ένα κείμενο που τους δυσκόλευε ιδιαίτερα στην κατανόηση, μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνουν: «Αν αντιληφθώ, διαβάζοντας παρακάτω ότι δεν καταλάβω κάτι, τα παρατώ και φεύγω. Πόση ώρα να βασανίζουμαι, κυρία! Τι να κάμω; (αδύνατη αναγνώστρια) Αν και οι μέτριας αναγνωστικής ικανότητας και οι ικανοί/ές αναγνώστες/τριες γνώριζαν και αξιοποιούσαν κάποιες στρατηγικές πριν, κατά και μετά την ανάγνωση, η διεισδυτικότερη μελέτη του λόγου τους κατέδειξε ότι οι πλείστοι/ες μαθητές/τριες, ανεξάρτητα από τις αναγνωστικές τους ικανότητες, γνώριζαν και εφάρμοζαν υποτυπωδώς αυτές τις στρατηγικές. Η ανάγνωση του τίτλου και του ονόματος του συγγραφέα πριν από την ανάγνωση του κειμένου, για παράδειγμα, δεν οδηγούσε τους μαθητές/τριες σε μια συνειδητή ανάσυρση από τη μνήμη σχετικών πληροφοριών για το θέμα ή ακόμη τον τρόπο γραφής του συγγραφέα. Την ίδια ώρα, η εκ νέου ανάγνωση ενός κειμένου που δεν κατανόησαν δεν γινόταν στοχευμένα με γνώμονα τον εντοπισμό της θεματικής πρότασης σε κάθε παράγραφο και των υποστηρικτικών της στοιχείων. Δυστοκία υπήρχε, επίσης, από μέρους των παιδιών να προσδιορίσουν τι τους καθοδηγούσε στον εντοπισμό των κύριων πληροφοριών και στη διάκρισή τους από τις δευτερεύουσες πληροφορίες, αποδεικνύοντας τη ρηχότητα της δήλωσής τους «υπογραμμίζω τα κύρια σημεία». Φτώχια χαρακτήριζε, ακόμη, τις στρατηγικές κατανόησης άγνωστων λέξεων, αφού πέραν από τους μισούς μαθητές/τριες δήλωναν ότι ζητούσαν βοήθεια από κάποιον, για να τους επεξηγήσει τη σημασία άγνωστων λέξεων και μόλις το 1/3 αναζητούσε την ερμηνεία στα συμφραζόμενα ή ανέτρεχε στη χρήση λεξικού. Σχεδιασμός διαφοροποιημένων μαθημάτων. Η διαπίστωση της περιορισμένης γνώσης στρατηγικών ανάγνωσης από τους μαθητές/τριες υποδείκνυε και τις αιτίες των χαμηλών επιδόσεων τους στα αρχικά δοκίμια αξιολόγησης και συμφωνούσε με τη σχετική βιβλιογραφία ( Ivey & Fisher, 2006 Reutzel & Clark, 2011), η οποία έχει καταστήσει φανερό ότι οι αναγνώστες/τριες με δυσχέρειες στην κατανόηση δεν χρησιμοποιούν αποτελεσματικά στρατηγικές κατανόησης των κειμένων. Για αυτό και θεωρήθηκε επιβεβλημένη η διδασκαλία αυτών των στρατηγικών, κατά τη διάρκεια της παρέμβασης. Συγχρόνως, η γνώση των στρατηγικών που ήδη κατείχε και εφάρμοζε ο κάθε μαθητής και η κάθε μαθήτρια ήταν ιδιαίτερα υποβοηθητική για τον σχεδιασμό των διαφοροποιημένων μαθημάτων, αφού επέτρεπε στις 98

εκπαιδευτικούς να ενεργοποιήσουν προϋπάρχουσες γνώσεις και στρατηγικές και να διδάξουν νέες, ανταποκρινόμενες πληρέστερα στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε παιδιού. 3.1.3 Αξιολόγηση και επανασχεδιασμός δράσεων Δυσχέρειες. Οι εκπαιδευτικοί, παρατηρώντας τους εαυτούς τους, ενώ δίδασκαν, και τους/τις μαθητές/τριες τους, ενώ μάθαιναν, προσδιόριζαν τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν σε αυτό το στάδιο της έρευνας και αναστοχαζόμενες ατομικά και συλλογικά, αναζητούσαν τις βαθύτερες αιτίες. Τα ποιοτικά δεδομένα της έρευνας καταδεικνύουν ότι τα προβλήματα απέρρεαν (α) από την αδυναμία των εκπαιδευτικών να διαγνώσουν επαρκώς το επίπεδο ετοιμότητας των μαθητών/τριών τους, παρόλο που είχαν μελετήσει τα αποτελέσματα των αρχικών δοκιμίων αξιολόγησης, (β) την α πειρία τους στον σχεδιασμό κατάλληλων δραστηριοτήτων για ικανοποίηση των πολυσχιδών ιδιαιτεροτήτων των μαθητών/τριών (ετοιμότητα, ενδιαφέροντα, μαθησιακό προφ ίλ, κίνητρα), όπως και (γ) την α νεπαρκή οργάνωση της τάξης, με αποτέλεσμα να απουσιάζει η ευελιξία στον τρόπο εργασίας των μαθητών/τριών, να πυροδοτούνται έκρυθμες καταστάσεις κατά τη διάρκεια της ομαδοσυνεργατικής εργασίας και να μην αξιοποιείται εποικοδομητικά ο χρόνος από όλους. Παράλληλα, συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας διατυπώνονται στις ημερολογιακές καταγραφές των εκπαιδευτικών. Διερωτούνταν αν ήταν αρκετά επαρκείς, για να υλοποιήσουν ό, τι θεωρητικά γνώριζαν για τη διαφοροποιημένη διδασκαλία. Τις προβλημάτιζαν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην ευέλικτη οργάνωση της τάξης, η συνεπακόλουθη απώλεια διδακτικού χρόνου και φοβούνταν μην «τρωθεί το κύρος τους» ως εκπαιδευτικών, αφού θεωρούσαν ότι δεν είχαν «τον απόλυτο έλεγχο» της τάξης. Ήταν φανερό ότι, παρόλο που η θεωρητική κατάρτιση της εκπαιδευτικού α σε θέματα διαφοροποίησης της διδασκαλίας-μάθησης επέτρεψε στις εκπαιδευτικούς να βαδίσουν με σχετική σιγουριά στην αποσαφήνιση του αντικειμένου της διδασκαλίας τους (των γνώσεων/δεξιοτήτων και στρατηγικών ανάγνωσης) και στη συνέχεια να προβούν σε μια πρώτη διερεύνηση των αναγνωστικών αναγκών των μαθητών/τριών τους, η εφαρμογή στην πράξη των αρχών της διαφοροποίησης τις δυσχέραινε ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να συναισθάνονται ανασφαλείς και ευάλωτες. Αν ληφθεί υπόψη ο μακραίωνος συγκεντρωτισμός του Εκπαιδευτικού Συστήματος της Κύπρου και ο έλεγχος που ασκεί μέσω του επιθεωρητισμού, των ρητών οδηγιών διδασκαλίας και της παρώθησης για αξιοποίηση αδιαφοροποίητων πακέτων διδακτικού υλικού, γίνεται αντιληπτή και η αδυναμία των εκπαιδευτικών να μεταβούν δημιουργικά, αυτόνομα και με αυτοπεποίθηση από τη θεωρητική γνώση στην πράξη (Koutselini, 2010). 99

Πέρα, όμως, από τις αδυναμίες που απέρρεαν από τις ίδιες τις εκπαιδευτικούς, μια ακόμη παράμετρος που δυσχέραινε το έργο τους αφορούσε στις απόψεις και τις στάσεις που είχαν διαμορφώσει οι ίδιοι/ες οι μαθητές/τριες τους απέναντι στο γνωστικό αντικείμενο των Νέων Ελληνικών, τους/τις εκπαιδευτικούς τους και την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία, κατά τα προηγούμενα χρόνια φοίτησής τους στο σχολείο. Μαθητές/τριες από όλο το φάσμα των αναγνωστικών δεξιοτήτων εξέφραζαν δυσαρέσκεια για το δασκαλοκεντρικό μοντέλο διδασκαλίας που εφάρμοζαν οι εκπαιδευτικοί τους, αφού μέσα στο κλίμα αυταρχισμού και επιβολής που επικρατούσε στην τάξη ένιωθαν να ασφυκτιούν. Ο/Η εκπαιδευτικός υπήρξε για τους μαθητές/τριες η μοναδική πηγή γνώσης που παρουσίαζε και επεξηγούσε ό, τι αυτός/ή θεωρούσε χρήσιμη γνώση στους μαθητές/τριες, «έγραφε τις νέες πληροφορίες στον πίνακα», «επαναλάμβανε ξανά και ξανά» ό, τι δυσχέραινε τους/τις μαθητές/τριες και απαιτούσε από αυτούς/ές να παρακολουθούν σιωπηλοί/ές, να αντιγράφουν στο τετράδιό τους, να απαντούν στις ερωτήσεις του/της και να αποστηθίζουν τις πληροφορίες, «για να γράψουν στο διαγώνισμα». Οι μαθητές/τριες ομολογούσαν ότι ένιωθαν ανία και βαριεστιμάρα, κάποιοι έτειναν να παίζουν στην τάξη, γιατί οι εκπαιδευτικοί δεν τους παρωθούσαν «να προβληματιστούν, να σκεφτούν, να βρουν απαντήσεις», τους βομβάρδιζαν με γνώσεις που θεωρούσαν «ανούσιες» και επανέρχονταν στα ίδια και τα ίδια, υποβιβάζοντάς τους στον παθητικό ρόλο του καταναλωτή της γνώσης. Η ακρόαση των φωνών των μαθητών/τριών παρώθησε τις εκπαιδευτικούς να επανεξετάσουν και μέσω του αναστοχασμού να αναθεωρήσουν και τις δικές τους εσφαλμένες αντιλήψεις, που λειτουργούσαν ανασταλτικά στην εφαρμογή των διαφοροποιημένων μαθημάτων. Αυτές, όπως διαφάνηκε από τις ημερολογιακές τους καταγραφές, αφορούσαν στην αντίληψη ότι ο εκπαιδευτικός ήταν φορέας και μεταβιβαστής της γνώσης και ότι προείχε η κάλυψη της ύλης. Ενδεικτική είναι η πιο κάτω ημερολογιακή καταγραφή: Στο σημερινό μάθημα, το πρώτο 45λεπτο, δυστυχώς, λειτούργησα δασκαλοκεντρικά. Βέβαια, αυτή δεν ήταν η αρχική μου πρόθεση [...] Δεν πρέπει να απογοητευτώ από τέτοια περιστατικά ούτε και να επιτρέψω στους φόβους μου να με οδηγήσουν προς δασκαλοκεντρικά μοντέλα διδασκαλίας, για να νιώσω τη σιγουριά ότι έχω τον απόλυτο έλεγχο της τάξης (εκπαιδευτικός α, 6 Δεκεμβρίου 2013). Επανασχεδιασμός δράσεων. Ο αναστοχασμός ως επακόλουθο της παρατήρησης των δράσεων τους, αλλά και της ακρόασης των βιωμάτων των μαθητών/τριών τους, συνέβαλε σταδιακά στην αναθεώρηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών για τη μάθηση και τον ρόλο των ιδίων και των μαθητών/τριών τους στη μαθησιακή διαδικασία ( Koutselini, 2010), αντιλήψεων που απηχούσαν τη νεωτερική κουλτούρα της επιβολής και του ελέγχου, η οποία καταστρατηγούσε κάθε προσπάθεια για 100

οικοδόμηση της γνώσης μέσα από την αλληλεπίδραση εντός συνεργατικών νοηματοδοτημένων περιβαλλόντων (Κoutselini, 2008a). Πριν θεωρούσα ότι μόνον όταν επεξηγούσα εγώ το μάθημα, έδινα παραδείγματα, σημείωνα τα κύρια σημεία στον πίνακα οι μαθητές/τριες μου μάθαιναν. Απογοητευόμουν όταν διαπίστωνα ότι λίγα πράγματα συγκράτησαν από τα όσα είπα. Η συμμετοχή μου στην παρέμβαση με βοήθησε να αντιληφθώ πολλές αλήθειες (συνέντευξη εκπαιδευτικού β, Απρίλιος 2013). Συγχρόνως, ενδυναμωμένες και με τις γνώσεις που αποκόμισαν από τη βιβλιογραφία, συνεργάστηκαν για την ανεύρεση των καταλληλότερων λύσεων για την άρση των δυσχερειών, υιοθετώντας μια σειρά δράσεων, με στόχο να διδάξουν αποτελεσματικά, εντός ενός δυναμικού μαθησιακού περιβάλλοντος. Σχεδίασαν δραστηριότητες διαβαθμισμένης δυσκολίας, που προϋπέθεταν την ανάγνωση και σχετίζονταν με τα ενδιαφέροντά των μαθητών/τριών, ώστε να τους παρωθήσουν σε μια διαδικασία αναζήτησης και ανακάλυψης της γνώσης. Η αρθρογραφία στο σχολικό περιοδικό ή και στην ηλεκτρονική εφημερίδα του σχολείου, η συμμετοχή σε διαγωνισμό διαλογικής συζήτησης στην τάξη, η αναζήτηση μέσα στα κείμενα λύσεων σε προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ίδιοι οι μαθητές/τριες ήταν δραστηριότητες που στόχευαν να ανταποκριθούν στα ενδιαφέροντα των μαθητών/τριών και επιλέγηκαν από τις εκπαιδευτικούς, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του σχεδιασμού αυθεντικών δραστηριοτήτων (Irvin, Meltzer, & Dukes, 2007 Reutzel & Clark, 2011). Οι εκπαιδευτικοί παρείχαν τη δυνατότητα στους/στις μαθητές/τριες να εργαστούν αρχικά μόνοι/ες και στη συνέχεια να συνεργαστούν με τον/τη διπλανό/ή τους ή με τα μέλη της ευρύτερης ομάδας τους, για να φέρουν σε πέρας τις δραστηριότητες αυτές. Οι ίδιες μετακινήθηκαν από την έδρα, για να βρεθούν ανάμεσα στους μαθητές/τριες. Κάθισαν δίπλα τους, για να παρακολουθήσουν την πορεία της εργασίας τους, να ακούσουν τις απορίες και τους προβληματισμούς τους και να τους παρέχουν την κατάλληλη ανατροφοδότηση, που θα τους κατεύθυνε στην ανακάλυψη της γνώσης, αποφεύγοντας την προσφορά έτοιμων γνώσεων και ανταμείβοντας την πορεία προς τη γνώση και όχι το τελικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη από τους μαθητές/τριες δεξιοτήτων συνεργασίας. Αξιοποιώντας τις ιδέες που αποκόμισαν οι μαθητές/τριες από τα κείμενα της θεματικής ενότητας για την αξία του διαλόγου, τους ζήτησαν να διαμορφώσουν ένα κώδικα συμπεριφοράς που να προάγει τη συνεργασία εντός της ομάδας τους, όπως και να συντάξουν ένα έντυπο αυτοαξιολόγησης και ετεροαξιολόγησης της συμπεριφοράς. Συγχρόνως, επιβράβευαν και ενίσχυαν τους μαθητές/τριες και τις ομάδες που συνεργάζονταν, σεβόμενοι/ες τη διαφορετική άποψη, λαμβάνοντας από κοινού αποφάσεις, διαπραγματευόμενοι/ες και δείχνοντας υποχωρητικότητα (Carpenter & Pease, 2013). 101

Όσον αφορούσε στα κείμενα που διδάχθηκαν, οι εκπαιδευτικοί φρόντισαν να εμπλέξουν τους μαθητές/τριες τους στην επιλογή των κειμένων σε κάθε θεματική ενότητα, προτρέποντάς τους να φέρουν στην τάξη κείμενα που οι ίδιοι/ες μελέτησαν και τους έκαναν εντύπωση. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια τράπεζα ποικίλων κειμένων (έντυπων και ηλεκτρονικών, πολυτροπικών κειμένων, φωτογραφιών, σύντομων βίντεο κτλ.), συναφών με τα ενδιαφέροντα των μαθητών/τριών, διαβαθμισμένης δυσκολίας, τα οποία επεξεργάζονταν στην τάξη. Οι εκπαιδευτικοί μερίμνησαν, επίσης, ενώ σχεδίαζαν τα μαθήματα να ανταποκριθούν στο διαφορετικό μαθησιακό προφίλ των μαθητών/τριών τους, λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα ερευνών που καταδεικνύουν τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων, όταν η διδασκαλία σέβεται το μαθησιακό προφίλ των ατόμων (Farkas, 2003). Για παράδειγμα, στο επίπεδο πρόσληψης, επεξεργασίας και κωδικοποίησης των πληροφοριών αξιοποίησαν οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα, ποικίλους κώδικες (γλώσσα, εικόνες, διαγράμματα, σχεδιαγράμματα), συνέδεσαν τις νέες γνώσεις/πληροφορίες με προϋπάρχουσες και υπέδειξαν τρόπους οργάνωσής τους. Σχεδίασαν δραστηριότητες που επέτρεπαν στους μαθητές/τριες να εργαστούν μόνοι (π.χ. παραγωγή κειμένου με την αξιοποίηση π ληροφοριών από τα κείμενα που μελετήθηκαν στην τάξη), αλλά και ομαδικά (π.χ. διαγωνισμός διαλογικής συζήτησης για ένα θέμα που αναφυόταν μέσα από τα κείμενα), όπως και καθοδηγούμενες δραστηριότητες που προϋπέθεταν την ακολουθία μιας σειράς βημάτων (π.χ. δι εξαγωγή μιας έρευνας για τις απόψεις των συμμαθητών/τριών τους για τη χρήση των greeklish) αλλά και δημιουργικές δραστηριότητες που επέτρεπαν στους μαθητές/τριες να επιλέξουν την πορεία της εργασίας τους (π.χ. έκφραση διαμαρτυρίας με την παραγωγή οποιασδήποτε μορφής κειμένου). 3.2 Η συνεισφορά της έρευνας δράσης Η συμβολή στην ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί εργαζόμενες εντός του πλαισίου της έρευνας δράσης απεκδύθηκαν από την εμμονή της διδασκαλίας της ύλης, ερήμην των μαθητών/τριών τους, και συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα διδασκαλίας στρατηγικών μάθησης, ώστε οι μαθητές/τριες να μάθουν πώς να μαθαίνουν και να μεταπηδήσουν από την παθητική κατάσταση των καταναλωτών της γνώσης στην ενεργητική θέση αυτών που αναζητούν και γνωρίζουν πώς να ανακαλύψουν και να παραγάγουν τη γνώση ( Ivey & Fisher, 2006 Κουτσελίνη, 2008β). Συνάμα, ανέπτυξαν δεξιότητες αποσαφήνισης των προβλημάτων, αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών τους και σχεδιασμού δράσεων για την άρση τους, αξιολόγησης και επανασχεδιασμού των δράσεων τους, συνεργαζόμενες και ακούοντας τις φωνές των μαθητών/τριών τους. Οι δράσεις που ανέπτυξαν κατέδειξαν την επαγγελματική χειραφέτησή τους (Koutselini, 2010) και συνέβαλαν θετικά στη 102

διδασκαλία αναγνωστικών δεξιοτήτων, αλλά και στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης των μαθητών/τριών για τη μάθηση και τη μαθησιακή διαδικασία. Οι εκπαιδευτικοί συναισθάνθηκαν, παράλληλα, πιο επαρκείς ως επακόλουθο της αποτελεσματικότητας των δράσεων τους ( Carr & Kemmis, 2010): «Tώρα που ολοκληρώσαμε αυτή την προσπάθεια είμαι ενθουσιασμένη, γιατί έμαθα και εγώ καινούργιους τρόπους διδασκαλίας και από την άλλη ένιωθα ότι και οι μαθητές μου ανταποκρίνονταν» (εκπαιδευτικός β ). Η συμβολή στα μαθησιακά αποτελέσματα. Καθώς απώτερος στόχος της έρευνας δράσης είναι να ενδυναμώσει τον/την εκπαιδευτικό για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της διδασκαλίας, ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματικός/ή, κρίνεται απαραίτητο να παρουσιαστεί τεκμηριωμένα η συνεισφορά των δράσεων που αναπτύχθηκαν και στους/στις μαθητές/τριες. Η ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης ( Regression analysis) κατέδειξε ότι η διασπορά της επίδοσης των μαθητών/τριών της πειραματικής ομάδας (Ν=82) και της ομάδας ελέγχου (Ν=81) στο Τελικό Δοκίμιο Αξιολόγησης Α2 ερμηνευόταν από τη συμμετοχή στην παρέμβαση και από την επίδοση στο Αρχικό Δοκίμιο Α1 και μόνο. Η συμμετοχή στην παρέμβαση συνεισέφερε σε μεγαλύτερο βαθμό στην ερμηνεία της διασποράς της επίδοσης (38%) από ό, τι η επίδοση στο Αρχικό Δοκίμιο Αξιολόγησης Α1 (21%) (Πίνακας 1). Πίνακας 1: Ιεραρχική Παλινδρομική Ανάλυση για τις μεταβλητές που ερμηνεύουν την επίδοση στο Τελικό Δοκίμιο Αξιολόγησης Α2 Ανεξάρτητες μεταβλητές B (SE) β Δεύτερο βήμα Συμμετοχή στην παρέμβαση Επίδοση στο Αρχικό Δοκίμιο 1.66 (0.12) 0.68 (0.08) 0.73*** 0.47*** Α1 Σημειώσεις: R 2 =0.59 για το δεύτερο βήμα *p<0.05, **p<0.01, ***p<0.001 Είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως διαφάνηκε από την παλινδρομική ανάλυση, οι μεταβλητές φύλο, τμήματα της εκπαιδευτικού β και χαμηλή εκπαίδευση μητέρας (φοίτηση στο Δημοτικό ή και στο Γυμνάσιο) ερμήνευαν, αρχικά, το 26% της διασποράς της επίδοσης στο Αρχικό Δοκίμιο Α1 (Πίνακας 2). 103

Πίνακας 2: Παλινδρομική Ανάλυση για τις μεταβλητές που ερμηνεύουν την επίδοση στο Αρχικό Δοκίμιο Αξιολόγησης Α1 Ανεξάρτητες μεταβλητές B (SE) β Αγόρια Τμήματα εκπαιδευτικού β Εκπαίδευση μητέρας (Δημοτικό ή και Γυμνάσιο) 0.76 (0.11) 0.38 (0.13) 0.31 (0.14) 0.46 *** 0.2 ** 0.15 * Σημειώσεις: R 2 = 0.26 *p<0.05, **p<0.01, ***p<0.001 Στη συνέχεια, όμως, οι μεταβλητές φύλο και χαμηλή μόρφωση της μητέρας, δεν διαδραμάτισαν οποιονδήποτε ρόλο στην ερμηνεία της διασποράς της επίδοσης στο Τελικό Δοκίμιο Α2. Αυτό φανερώνει ότι η επίδραση της παρέμβασης ήρε τον αρνητικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι μεταβλητές αυτές στις επιδόσεις των μαθητών/τριών στο Αρχικό Δοκίμιο Α1 και αναδεικνύει τον καταλυτικό ρόλο της παρέμβασης στις επιδόσεις των αγοριών και των μαθητών/τριών με μητέρα χαμηλής μόρφωσης. Ταυτόχρονα, οι μαθητές/τριες της εκπαιδευτικού β είχαν υψηλότερη επίδοσή στο Τελικό Δοκίμιο Α2 κατά 1. 66 μονάδες, ως επακόλουθο της συμμετοχής τους στην παρέμβαση, τηρουμένης σταθερής της επίδοσής τους στο Αρχικό Δοκίμιο Α1. Επιπρόσθετα, η ανάλυση του λόγου των μαθητών/τριών κατέδειξε την αύξηση του αριθμού των αναγνωστικών στρατηγικών που γνώριζαν και αξιοποιούσαν μετά την παρέμβαση και τη σαφήνεια και ακρίβεια του λόγου που χρησιμοποιούσαν, για να περιγράψουν κάθε στρατηγική και να επεξηγήσουν τον ρόλο της στην κατανόηση. Πριν διαβάσουμε ένα κείμενο είναι καλό να δούμε το είδος του κειμένου, [...] γιατί ανάλογα με το είδος είναι και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί. Βλέπω πότε δημοσιεύτηκε, πού, για να το τοποθετήσω στην εποχή του. Μπορώ ακόμη να δω τον τίτλο και να κάνω υποθέσεις για το θέμα. Να σκεφτώ, ακόμη, τι ξέρω για το θέμα αυτό; Τι άλλο θα ήθελα να μάθω; ( Αδύνατη αναγνώστρια πριν την παρέμβαση) Η συμβολή στον επαναπροσδιορισμό της μάθησης. Διαπιστώθηκε, ακόμη, ότι οι μαθητές/τριες ανασκεύασαν την αρχική εννοιολογική κατασκευή που είχαν διαμορφώσει για το τι είναι γνώση, πώς αυτή κατακτιέται και ποιος ο δικός τους ρόλος στην πορεία προς την κατάκτησή της. Μετά την παρέμβαση, αναφέρονταν στις δεξιότητες και στρατηγικές που έμαθαν, οι οποίες συνέτειναν στο να μην 104

«απελπίζονται» μπροστά σε ένα δύσκολο κείμενο, γιατί τους παρείχαν τα εφόδια να προσπελάσουν τις δυσκολίες και οι οποίες αποτελούσαν μια μόνιμη χρήσιμη γνώση που τους όπλιζε με μια διεισδυτική ματιά, για να εντοπίζουν και να ανασύρουν στοιχεία του κειμένου που πρωτύτερα παρέμεναν αθέατα. Οι δεξιότητες και στρατηγικές είχαν αποκτηθεί σε ένα μαθησιακό περιβάλλον αποδοχής, ενθάρρυνσης και έκφρασης προσωπικού ενδιαφέροντος και μέριμνας από μέρους των εκπαιδευτικών, όπου τους προσφέρθηκαν οι ευκαιρίες να επικοινωνήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις και να εκφράσουν την αμφισβήτησή τους, μέσα σε κλίμα συνεργασίας που παρώθησε τόσο τους/τις πιο ικανούς/ές αναγνώστες/τριες όσο και τους/τις λιγότερο ικανούς/ές. Ενδεικτικές είναι οι επισημάνσεις ενός από τους ικανούς αναγνώστες: Ήταν ένα μάθημα πιο ενδιαφέρον από άλλες χρονιές, γιατί σίγουρα όταν ερχόντουσαν κείμενα, άλλαζες τις θέσεις σου, δεν έμενες προσκολλημένος στις ίδιες θέσεις άλλαζες εσύ άλλαζες και τις απόψεις του διπλανού σου (γελά) για μένα είχε φάση, είχε πλάκα πάντως να συνεργαστώ με το διπλανό μου. Και επίσης οι προβολές έκαναν πολύ πιο ζωντανό και ενδιαφέρον το μάθημα. Το μάθημα έβγαινε από εμάς. Δεν έγραφε συνέχεια στον πίνακα και να μας λέει μάθετέ τα, αλλά μιλούσαμε εμείς και σημείωνε ότι εμείς λέγαμε στον πίνακα. Όλα αυτά τα θεωρώ θετικά. Υπήρχε στο μάθημα και περισσότερη ενέργεια, πιο πολλοί μαθητές συμμετείχαν, ακόμη και εκείνοι που δεν ήταν και τόσο καλοί μαθητές ήταν δραστήριοι, ενώ στα άλλα μαθήματα σιωπούν. 4. Συμπεράσματα Στην παρούσα έρευνα είναι έκδηλος ο καταλυτικός ρόλος της άμεσης και ενεργής εμπλοκής των ίδιων των εκπαιδευτικών στην επίλυση των προβλημάτων που αναφύονται στη διδακτική πράξη. Οι λύσεις στα προβλήματα/προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί κατά τη διδασκαλία σε ανομοιογενείς τάξεις δεν προτείνονται ούτε και επιβάλλονται από κάποιους επαΐοντες, αλλά αναζητούνται και σχεδιάζονται από τους/τις ίδιους/ες, οι οποίοι/ες ακολουθούν μια κυκλική, σπειροειδή πορεία από την ανάλυση αναγκών των μαθητών/τριών τους (κατανόηση των Άλλων), στον καθορισμό, ανάλυση και ιεράρχηση των στόχων της διδασκαλίας-μάθησης (συνειδητοποίηση των ιδιαίτερων απαιτήσεων του γνωστικού αντικειμένου σε σχέση με τους/τις μανθάνοντες/ουσες), και από τον σχεδιασμό και την εφαρμογή διαφοροποιημένων μαθημάτων στην αξιολόγηση και τον επανασχεδιασμό, ρυθμίζοντας αυτόνομα τις ενέργειες τους (Koutselini, 2008a Tricarico & Yendol-Hoppey, 2012). Αποδεσμεύονται, έτσι, από αλγοριθμικές προσεγγίσεις ανάπτυξης προγραμμάτων, προϊόντων της νεωτερικότητας, μέσω 105

των οποίων επιδιώκεται o έλεγχος των εκπαιδευτικών και συνθλίβεται η προσωπικότητά τους (Koutselini, 2010). Στην πορεία προς την επαγγελματική χειραφέτηση και ωρίμανση των εκπαιδευτικών καταλυτικός είναι ο ρόλος της εννοιολογικής αλλαγής μέσω της ενεργής εμπλοκής τους στην αναδόμηση και αναπροσαρμογή του δοσμένου αναλυτικού προγράμματος στο μικροεπίπεδο της τάξης τους, όπως και μέσω του αναστοχασμού και της συνεργασίας μεταξύ τους, επιβεβαιώνοντας ερευνητικά δεδομένα που επισημαίνουν ότι για να βοηθήσουμε τους/τις εκπαιδευτικούς να αντιληφθούν τις ασύνειδες αντιλήψεις τους και πιθανές παρανοήσεις σχετικά με τη διδασκαλία-μάθηση, πρέπει να τους δώσουμε την ευκαιρία να αποκαλύψουν τις λανθάνουσες αντιλήψεις τους και να καταλάβουν τα πιστεύω που κουβαλούν, καθώς και το πώς αυτά επηρεάζουν τον μετασχηματισμό της θεωρητικής τους γνώσης σε διδακτική πράξη (Giroux, 2010 Hargreaves, 1994 Papastephanou & Koutselini, 2006). Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εκπαιδευτικοί αφουγκράζονται τις φωνές των μαθητών/τριών τους και τις αξιοποιούν, για να ανταποκριθούν στις ποικίλες ιδιαιτερότητές τους (Koutselini, 2008a Tomlinson, 2009). Αναπτύσσουν δράσεις που συνεισφέρουν στην ευρύτερη συζήτηση για τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής διδασκαλίας-μάθησης των αναγνωστικών δεξιοτήτων στους εφήβους ( Biancarosa & Snow, 2004 Cantrell & Carter, 2009), υποδεικνύοντας τον καταλυτικό ρόλο της ανάπτυξης αναγνωστικών στρατηγικών (Afflerbach & Meuwissen, 2005 Irvin et al., 2007), της ανταπόκρισης στο επίπεδο ετοιμότητας, τα ενδιαφέροντα και το μαθησιακό τους προφίλ (Tomlinson, 2009), την παροχή ουσιαστικής ανατροφοδότησης με στόχο τη βελτίωση των γνωστικών τους δεξιοτήτων ( Carpenter & Pease, 2013) αλλά και το ειλικρινές ενδιαφέρον, την αποδοχή και την ενθάρρυνση ( Subban, 2006 Tomlinson, 2003). Εργαζόμενοι/ες στο δυναμικό περιβάλλον που διαμορφώνει η έρευνα δράσης, πορεύονται από τον λόγο στον αντίλογο, από την αποδόμηση στην αναδόμηση, κατορθώνοντας τη μετάβαση από τη θεωρητική γνώση στην πράξη (Elliot, 1991). 106

Αναφορές Afflerbach, P., & Meuwissen, K.. (2005). Teaching and Learning Self-Assessment Strategies in Middle School. In S., Israel, C. C., Block, K., Bauserman, & K., Kinnucan-Welsch, (Eds), Metacognition in Literacy Learning. Theory, Assessment, Instruction, and Professional Development. Mahwah, N.J.: Erlbaum. Altrichter, H., Posch, P., & Somekh, B. (2001). Οι εκπαιδευτικοί ερευνούν το έργο τους. Μια εισαγωγή στις μεθόδους της έρευνας δράσης. (Μτφ. Μ. Δεληγιάννη). Αθήνα: Μεταίχμιο. Biancarosa, G. & Snow, C. E. (2004). Reading Next: A Vision for Action and Research in Middle and High School Literacy. Washington, DC: Alliance for Excellent Education. Burton, D. (2003). Differentiation in schooling and pedagogy. In S. Bartlett & D. Burton (Eds.), Educational Studies: Essential issues (pp. 42 71). London: SAGE. Cantrell, S. C., & Carter, J. C. (2009). Relationships among learner characteristics and adolescents perceptions about reading strategy use. Reading Psychology, 30, 195-224. Carpenter, J.P., & Pease, J. S. (2013). Preparing Students to Take Respons ibility for Learning: The Role of Non-Curricular Learning Strategies. Journal of Curriculum Instruction, 7, 2, 38-55. Carr, W., & Kemmis, St. (2010). Action Research as Critical Educational Science. In A. Campell, & Groundwater -Smith (Eds.), Action Research in Education- Fundamentals of Applied Research, Volume II (pp. 53-83). Sage Publications. Elliott, J. (1991). Action Research for Educational Change. Milton Keynes, Philadelphia: Oxford University Press. Farkas, R. D. (2003). Effects of traditional ve rsus leaning-styles instructional methods on middle school students. Journal of Educational Research 97(1), 42-51. Gee, J.P. (2011). How to do Discourse Analysis: A Toolkit. London: Routledge. Giroux, H. (2010). Theory and Resistance in Education: A Pedagogy for the Opposition. In P. Gounari & Grolios. Critical Pedagogic, A Collection of texts. Athens: Gutenberg. (in Greek) Guild, P. B. (2001). Diversity, Learning Style and Culture. New Horizons for Learning. Retrieved May 15, 2005, from http://www.newhorizons.org/strategies/styles.guild.htm. Hardré, P. L., & Sullivan, D. W. (2008). Teacher perceptions and individual differences: How they influence rural teachers motivating strategies. Journal of Teaching and Teacher Education, 4(7), 1-17. 107

Hargreaves, A. (1994). Changing Teachers, Changing Times. Teachers work and culture in the postmodern age. New York: Teachers College Press. Humphrey, N., Bartolo, P., Ale, P., Calleja, C., Hofsaess, T., Janikova, V., Wetso, G.M. (2006). Understanding and responding to diversity in the primary classroom: An international study. European Journal of Teacher Education, 29(3), 305 318. Irvin, J., Meltzer, J. & Dukes, M. (2007). Taking Action on Adolescent Literacy. An Implementation Guide for School Leaders. Alexandria, VA: ASCD. Ivey, G., & Fisher, D. (2006). Grating Literacy - Rich Schools for Adolescents. Alexandria, VA: ASCD. Kemmis, St. (2009). Action research as a practice based practice. Educational Action Research, 17 (3), 463 474. Koutselini, M. (2010). Participatory teacher development at schools: Processes and issues. In A. Campell, & Groundwater -Smith (Eds.), Action Research in Education - Fundamentals of Applied Research, Volume II (pp. 243-263). Sage Publications. Koutselini, M. (2008a). Listening to students voices for teaching in mixed ability classrooms: Presuppositions and considerations for differentiated instruction. Learning and Teaching, 1(1), 17-30. Κουτσελίνη, Μ. (2008 β). Εποικοδόμηση και Διαφοροποίηση Διδασκαλίας Μάθησης σε τάξεις μικτής ικανότητας. Λευκωσία. May, S. (2007). Sustaining Effective Literacy Practices over Time in Secondary Schools: School Organizational and Change Issues. Language and Education, 21(5), 387-405. Moon, T., Tomlinson, C. A., & Callahan, C. (1995). Academic diversity in the middle school: Results of a national survey of middle school administrators and teachers (Research Monograph 95124). Charlottesville, VA: National Research Center on the Gifted and Talented. Papastephanou, M., & Koutselini, M., (2006). Reason, Language and Education: Philosophical assumptions for new curricular orientations. Pedagogy, Culture and Society, 14(2), 149-169. Reutzel, D. R. & Clark, S. (2011). Organizing Literacy Classr ooms for Effective Instruction. A Survival Guide. The Reading Teacher, 65(2), 96-109. Ruys, I., Defruyt, S., Rots, I., & Aelterman, A. (2013). Differentiated instruction in teacher education: a case study of congruent teaching. Teachers and Teaching, 19(1), 93-107. Santangelo, T., & Tomlinson, C. (2012). Teacher educators perceptions and use of differentiated instruction practices: An exploratory investigation. Action in Teacher Education, 34, 309-327. 108

Subban, P. (2006). Differentiated instruction: A research basis. International Education Journal, 7(7), 935-947. Tobin, R. & McInnes, A. (2008). Accommodating differences: variations in differentiated literacy instruction in Grade 2/3 classrooms. Literacy, 42(1), 3-9. Tomlinson, C. A. (2009). Intersections between differentiation and literacy instruction: Shared principles worth sharing. The NERA Journal, 451, 28-33. Tomlinson, C. A. (2003). Διαφοροποίηση της εργασίας στην αίθουσα διδασκαλίας. Ανταπόκριση στις ανάγκες όλων των μαθητών. (Μτφ. Χ. Θεοφιλίδης & Δ. Μαρτίδου-Φορσιέ). Λευκωσία. Tricarico, Κ. & Yendol-Hoppey, D. (2012). Teacher Learning through Self -Regulation: An Exploratory Study of Alternatively Prepared Teachers Ability to Plan Differentiated Instruction in an Urban Elementary School. Teacher Education Quarterly,1, 139-158. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. (2012, Σεπτέμβριος). Προγραμματισμός Διδασκαλίας των Φιλολογικών Μαθημάτων. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2012 από τον ιστότοπο: http://www.schools.ac.cy/eyliko/mesi/themata/nea_elliniki_glossa/programmatismoi.html Vacca, R. T., Vacca, J. L., & Mraz, M. (2014). Content Area Reading: Literacy and Learning across the Curriculum. (11 th ed.). Boston: Pearson. 109