ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ Σταδίου 24, 105 64 Αθήνα Τηλ. 331 0022 Fax: 33 120 33 ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Το νέο στοιχείο στην εκτίµηση της πιθανής εξελίξεως των µακρο-οικονοµικών µεγεθών της χώρας είναι η συντελεσθείσα κατά τον παρελθόντα Μάρτιο προσαρµογή της συναλλαγµατικής ισοτιµίας του εθνικού νοµίσµατος. Η µεταβολή της συναλλαγµατικής ισοτιµίας αποτελεί, ως γνωστόν, πολύ ισχυρό µέσο οικονοµικής πολιτικής διότι µεταβάλλει το σύνολο των σχετικών τιµών εγχώριας και εξωτερικής οικονοµίας. Εν προκειµένω η υποτίµηση επέφερε σηµαντική βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, γεγονός που θα εκφρασθεί ως ενίσχυση της καθαρής εξωτερικής ζητήσεως εγχωρίων αγαθών και υπηρεσιών µε συνέπεια δραστική βελτίωση της εικόνας των εξωτερικών συναλλαγών της οικονοµίας. Από το άλλο µέρος θα ασκηθούν ευµενείς επιπτώσεις στην βιοµηχανική παραγωγή και τις υπηρεσίες, µε αποτέλεσµα αύξηση του ρυθµού αυξήσεως του εγχωρίου προϊόντος, ο οποίος εκτιµάται ότι θα πλησιάσει το 4%, παρά την σηµαντική µείωση του ρυθµού αυξήσεως της καταναλώσεως. Επειδή ο τοµέας των υπηρεσιών λόγω τουρισµού θα είναι ο κύριος δείκτης των επιπτώσεων της υποτιµήσεως, η αύξηση της απασχολήσεως θα είναι ταχύτερη παρ όσον µπορεί να συναχθεί από τον ρυθµό οικονοµικής αναπτύξεως. Θεµελιώδες χαρακτηριστικό της συνολικής ζητήσεως αγαθών και υπηρεσιών είναι ο αυξηµένος βαθµός αναπτυξιακής δοµής αυτής. Η κυρία ώθηση της ζητήσεως προέρχεται από την επιτάχυνση του ρυθµού αυξήσεως των επενδύσεων και των εξαγωγών. Αυτό, εφόσον δεν αποτελεί παροδικής φύσεως έκλαµψη, αποτελεί ελπιδοφόρο αναπτυξιακό µήνυµα, διότι αντανακλά βελτιωµένη τρεχόντως ανταγωνιστικότητα και προοπτική βελτιώσεως της παραγωγικής ικανότητας της οικονοµίας. Προϋπόθεση στην οποία θεµελιώνεται η αισιόδοξη νότα της παρούσης εκτιµήσεως είναι ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα που απέκτησε η χώρα µε την υποτίµηση της δραχµής θα διατηρηθεί και θα ενισχυθεί περαιτέρω µε άσκηση κατάλληλης µακροοικονοµικής και διαρθρωτικής πολιτικής. (α) Όλο το βάρος της αντιπληθωριστικής πολιτικής πρέπει να µετατεθεί αµέσως, τώρα, στην πολιτική συγκρατήσεως του εγχώριου κόστους παραγωγής. Η πρόσφατη συµφωνία των κορυφαίων οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων για τις αµοιβές στον ιδιωτικό τοµέα αποτελεί ενθαρρυντική ένδειξη. Η συµφωνία αυτή - αν και είναι κατώτερη των περιστάσεων - πρέπει πάση θυσία να τηρηθεί. ιότι υπό τις παρούσες συνθήκες η µείωση του πληθωρισµού στο επίπεδο του κριτηρίου αναφοράς εντός του 1999 αποτελεί όρο χωρίς υποκατάστατα για την πορεία της χώρας προς την ΟΝΕ. Οι διαρθρωτικές παρεµβάσεις στις 1
αγορές, οι αποκρατικοποιήσεις κ.τ.λ. βελτιώνουν µεσο-µακροπροθέσµως τις προϋποθέσεις για οικονοµική σταθερότητα. Οι άµεσες επιπτώσεις τους είναι µηδαµινές. Κλειδί είναι τώρα η µείωση του κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος. Και αυτό µπορεί να επιτευχθεί µόνο µε µείωση του ρυθµού αυξήσεως των χρηµατικών µισθών. Ο πληθωρισµός κατά το τρέχον έτος πρέπει πάση θυσία να διαµορφωθεί σε επίπεδο χαµηλότερο του 5%. ιαφορετικά, ο στόχος του πληθωρισµού που αποτελεί, το γε νυν έχον, το όλον της πολιτικής συγκλίσεως, θα είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί εντός του 1999. (β) Οι ευθύνες της Κεντρικής Τραπέζης, το έργο της οποίας έχει γίνει εν πάση περιπτώσει ευκολότερο µετά την προσαρµογή της συναλλαγµατικής ισοτιµίας, είναι τώρα πολύ µεγάλες. Και πρέπει οι ευθύνες αυτές να αντανακλώνται όχι µόνο ως άσκηση πολιτικής, αλλά και ως έµπρακτη διαµαρτυρία αν οι τυχούσες αδράνεια και ολιγωρία των κυβερνώντων την καταστήσουν απαραίτητη. (γ) Η εξαφάνιση του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος, ή επί το επιεικέστερον, η ικανοποίηση του δηµοσιονοµικού κριτηρίου για το έλλειµµα, πρέπει να στηριχθεί στην µείωση των δηµοσίων δαπανών. Τυχούσα αύξηση των εσόδων του δηµοσίου καθ υπέρβαση των προβλέψεων δεν πρέπει να οδηγήσει σε ολιγωρία όσον αφορά τις δαπάνες. Η επιδίωξη ικανοποιήσεως του δηµοσιονοµικού κριτηρίου δια της φορολογίας θα οδηγήσει αναποφεύκτως σε αδιέξοδο ανάλογο µε εκείνο του υπερτιµηµένου νοµίσµατος. Το θεσµοθετηµένο ύψος των φορολογικών συντελεστών είναι υψηλό. Η µείωση των φορολογικών συντελεστών σε συνθήκες δηµοσιονοµικής πειθαρχίας αποτελεί αδήριτη ανάγκη. ιότι θα αυξήσει την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τοµέα, θα µειώσει την αναποτελεσµατικότητα του δηµόσιου τοµέα, κατ αναλογίαν, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής µεσο- µακροπροθέσµως. Η συγκράτηση των δανειακών αναγκών του δηµοσίου και η δραστική µείωση του ρυθµού αυξήσεως του κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος είναι καταλυτικής σηµασίας παράγοντες για την µείωση του πληθωρισµού. Εξ άλλου, η ικανοποίηση του δηµοσιονοµικού κριτηρίου συγκλίσεως θα συµβάλει στην δηµιουργία µιας ψυχολογίας νικηφόρου πορείας που θα βοηθήσει αποφασιστικά στην επιτάχυνση εφαρµογής του προγράµµατος αποκρατικοποιήσεων και στην προώθηση των µέτρων εξυγιάνσεως των αγορών. Επισηµαίνεται, ότι η ακολουθουµένη συναλλαγµατική πολιτική είναι, επιεικώς, ακατανόητη. Η απώλεια του αποκτηθέντος µε την υποτίµηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος και η διατήρηση υψηλών πραγµατικών επιτοκίων επαναφέρει την οικονοµία στην προ της υποτιµήσεως πορεία της. Εκφράζεται η ελπίδα ότι η χωρίς καµία επιφύλαξη λανθασµένη αυτή πολιτική θα εγκαταλειφθεί τάχιστα. Προς το καλό και της αναπτύξεως της οικονοµίας και, βεβαίως, της ευοδώσεως της προς την ΟΝΕ πορείας. 2
ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ 1. Η Τουριστική ραστηριότητα κατά το 1997 Το ΙΤΕΠ περί το τέλος του 1996 διατύπωσε την πρόβλεψη ότι οι αφίξεις ξένων τουριστών κατά το 1997 θα αυξάνονταν µε ποσοστό 8-10%, σε αντίθεση µε τις προβλέψεις παραγόντων απασχολούµενων επαγγελµατικώς µε τον τουρισµό, που προέβλεπαν αύξηση της τάξεως του 5%. Η πρόβλεψη του ΙΤΕΠ επαληθεύτηκε από τις εξελίξεις. Με βάση τα στοιχεία Ιανουαρίου-Νοεµβρίου 1997, ο αριθµός των αφίξεων εµφανίζεται αυξηµένος κατά 8,1%. Οι περιοχές που εµφάνισαν την συγκριτικώς µεγαλύτερη αύξηση ήταν η Ασία µε ποσοστό 26,9% και η Ευρώπη µε ποσοστό 10,5%. Το κύριο µέρος της αύξησης του ποσοστού της Ευρώπης προέρχεται από νέες προελεύσεις, όπως Ουγγαρία και Πολωνία, ενώ σηµαντικό µερίδιο στην αύξηση έχουν οι αφίξεις από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Αντίθετα, απροσδόκητα µειωµένες εµφανίστηκαν οι αφίξεις από την πρώην ΕΣΣ, η οποία προβλεπόταν να εξελιχθεί σε σηµαντική προέλευση τουριστών και αυτός είναι ο κύριος λόγος που τελικά η συνολική αύξηση των αφίξεων διαµορφώθηκε στο κατώτατο όριο της πρόβλεψης. Η εικόνα είναι πολύ καλύτερη µε βάση τα στοιχεία για τις διανυκτερεύσεις, αφού η δαπάνη ανά τουρίστα εξαρτάται από το µήκος του χρόνου διαµονής. Πράγµατι, ο αριθµός των διανυκτερεύσεων αυξήθηκε κατά 12,7%. Τη µεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση σε διανυκτερεύσεις παρουσίασαν τα Ιόνια Νησιά (19,8%), η Κρήτη (14,9%), τα νησιά του Ν. Αιγαίου, ενώ ο τέταρτος κατά σειρά προορισµός σε αριθµό διανυκτερεύσεων (Κεντρική Μακεδονία) παρουσίασε, λόγω και πολιτιστικής πρωτεύουσας, τη µεγαλύτερη αύξηση κατά 22,5%. Η εκτίµηση για το τρέχον έτος είναι πολύ αισιόδοξη παρά τα συνεχώς ανακύπτοντα προβλήµατα. Προβλέπεται ότι οι αφίξεις θα υπερβούν το 12% και θα έχουν πολύ µεγαλύτερες οικονοµικές επιπτώσεις, κυρίως, στον κλάδο της ξενοδοχίας. Παράγοντες που ενισχύουν αυτήν την πρόβλεψη δεν είναι µόνο η υποτίµηση και οι ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούν σε Αµερική και Ευρώπη, αλλά και άλλοι έκτακτοι εξωγενείς παράγοντες που ευνοούν κάποια µετάθεση της ζήτησης από άλλους µεσογειακούς προορισµούς προς την Ελλάδα. 2. Μέγεθος και Χαρακτηριστικά του Εγχώριου Τουρισµού Τόσο το µέγεθος του εγχώριου τουρισµού, εκφραζόµενο σε αριθµό διανυκτερεύσεων, όσο και η διαχρονική του πορεία, όπως αποτυπώνονται στα σχετικά στοιχεία, αφήνουν µεγάλα περιθώρια αµφιβολίας για την ακρίβειά τους. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο µέσος ετήσιος ρυθµός αύξησης των διανυκτερεύσεων από εγχώριο τουρισµό κατά την περίοδο 19981-1996 ήταν 1,6% περίπου, ενώ το µέσο ετήσιο µέγεθος των διανυκτερεύσεων κυµαινόταν στα 11 εκατ. Οι αριθµοί αυτοί δείχνουν σοβαρή υποεκτίµηση των διανυκτερεύσεων, αφού αντιστοιχεί µία περίπου 3
διανυκτέρευση ανά κάτοικο, αν ληφθούν υπόψη: (α) το σχετικώς υψηλό µέσο κατά κεφαλή εισόδηµα, (β) η σχετικώς µακρά περίοδος καιρικών συνθηκών που διευκολύνουν µετακινήσεις τουριστικού χαρακτήρα, (γ) οι δυσµενείς περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα αστικά κέντρα και (δ) η σχετικώς µικρή ηλικία των αστικών κέντρων µε τις σηµερινές τους διαστάσεις και ο στενός ψυχικός σύνδεσµος των αστικών πληθυσµών µε τις γενέτειρές τους. Αδηµοσίευτη έρευνα που έγινε στα πλαίσια κοινού προγράµµατος στατιστικών ερευνών των χωρών-µελών της ΕΕ για τη συµπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των ελληνικών νοικοκυριών επιβεβαιώνει τις παραπάνω διαπιστώσεις. Τα ευρήµατα της έρευνας αυτής δείχνουν ότι ο αριθµός των διανυκτερεύσεων εγχώριου τουρισµού σε ξενοδοχειακά και άλλα καταλύµατα είναι διπλάσιος από αυτόν που καταγράφουν µέχρι τώρα οι αρµόδιες υπηρεσίες. Σύµφωνα µε την έρευνα, ο αριθµός των διανυκτερεύσεων των εγχωρίων τουριστών ανέρχεται σε 68 εκατ., το 31% των οποίων αφορά διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχειακά και λοιπά καταλύµατα και το 69% σε ίδια καταλύµατα. Ο πραγµατικός αριθµός των διανυκτερεύσεων είναι ακόµη µεγαλύτερος, διότι στην έρευνα περιλαµβάνονται µόνο τα άτοµα που έχουν πραγµατοποιήσει τουλάχιστον 4 διανυκτερεύσεις στο συγκεκριµένο έτος. Η δαπάνη που αντιστοιχεί στις ανωτέρω διανυκτερεύσεις ανέρχεται σε 324 δισ. δρχ., ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3 περίπου του επισήµως καταγραφοµένου συναλλάγµατος και στο 15% του εκτιµώµενου τουριστικού συναλλάγµατος µε βάση τα ευρήµατα ειδικών ερευνών. Αυτό συνεπάγεται µέγεθος συνολικής τουριστικής ζήτησης ίσο µε 9% περίπου του ΑΕΠ, το οποίο ανέρχεται στο 14% περίπου αν συνυπολογισθούν και οι έµµεσες και πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις. Βασικό χαρακτηριστικό του εγχώριου τουρισµού είναι το υψηλό ποσοστό (69%) των διανυκτερεύσεων σε ιδιόκτητα ή φιλικά/συγγενικά καταλύµατα. εύτερο βασικό χαρακτηριστικό είναι το ασήµαντο ποσοστό των εγχωρίων τουριστών που κάνει χρήση των τουριστικών γραφείων. Ποσοστό ίσο µε 98,8% του συνόλου των διανυκτερεύσεων αφορά σε άτοµα που πραγµατοποίησαν τουριστικό ταξίδι χωρίς τη µεσολάβηση τουριστικού γραφείου. Το ποσοστό αυτό µειώνεται σε 62,5% αν ληφθεί υπόψη ο παράγοντας «ίδιο κατάλυµα + φιλοξενία», αλλά και πάλι παραµένει υψηλό. Επίσης, χαµηλό είναι και το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που χρησιµοποιεί γραφεία ταξιδίων (28,6%) για τη διακίνησή τους προς ξένους προορισµούς. Άλλο χαρακτηριστικό είναι η έντονη εποχικότητα που χαρακτηρίζει τον εγχώριο τουρισµό. Το 75% των διανυκτερεύσεων συντελείται κατά το δίµηνο Ιουλίου- Αυγούστου, έναντι 37% του αλλοδαπού τουρισµού. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις περιόδους Απριλίου-Ιουνίου και Σεπτεµβρίου-Οκτωβρίου είναι 19% για τον εγχώριο τουρισµό και 58% για τον αλλοδαπό. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι η τουριστική συµπεριφορά των ελληνικών νοικοκυριών αναφορικώς προς ξένους προορισµούς είναι από την άποψη της εποχικότητας σχεδόν πανοµοιότυπη µε την εποχική συµπεριφορά των αλλοδαπών τουριστών µε προορισµό την Ελλάδα κατά την περίοδο αιχµής. Το 37% περίπου των διανυκτερεύσεων αλλοδαπών τουριστών στη χώρα µας συντελείται κατά το δίµηνο Ιουλίου-Αυγούστου και το αντίστοιχο ποσοστό για τα ελληνικά νοικοκυριά που διέρχονται τις διακοπές τους στο εξωτερικό είναι 35%. 4
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις για το µέγεθος και τα χαρακτηριστικά του εγχώριου τουρισµού καθιστούν προφανή την ανάγκη για λήψη µέτρων τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξή του. Τα µέτρα που αναφέρονται στην πλευρά της ζήτησης µπορεί να είναι σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης (π.χ. οργάνωση προγραµµάτων για τη γνωριµία της πατρίδας) και σε θεσµικό επίπεδο (π.χ. επανεξέταση του τρόπου κατανοµής των αδειών). Η εξοικονόµηση πόρων από άλλες δράσεις «κοινωνικού» χαρακτήρα µε αµφισβητούµενη αξία και η διάθεσή τους προς διεύρυνση των προγραµµάτων τουρισµού αποτελεί δυνατότητα προς αξιοποίηση. Από την πλευρά της προσφοράς, επίσης, θα µπορούσαν να γίνουν πολλά για την άµβλυνση της εποχικότητας και την προσέλκυση της «δυνητικής» εγχώριας τουριστικής ζήτησης. Καταλυτικός θα είναι ο ρόλος της οργάνωσης από την πλευρά της πολιτείας ενός πληροφοριακού συστήµατος, στο οποίο θα έχουν άµεση, γρήγορη και εύκολη πρόσβαση όλοι οι ενδιαφερόµενοι. Αξιοποίηση των ιαµατικών πηγών και αναβάθµιση των λουτροπόλεων µε κάλυψη µέρους των σχετικών δαπανών θεραπείας από το ασφαλιστικό σύστηµα. Ειδικές προσφορές για τις περιόδους εκτός αιχµής για τον εγχώριο τουρισµό. Οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις από την αύξηση αυτή του εγχώριου τουρισµού θα καλύψουν τη µείωση των εσόδων από τις µειωµένες τιµές. Η οργάνωση εορτών, αθλητικών γεγονότων και κάθε είδους πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων µε µόνιµο ή έκτακτο χαρακτήρα. Η εξασφάλιση δυνατότητας ξενοδοχειακής εξυπηρέτησης σε όλες τις περιοχές της χώρας και σε όλη τη διάρκεια του έτους µε οικονοµική ενίσχυση - για κάποιο χρονικό διάστηµα - από την πολιτεία. Η διόρθωση της ασυµµετρίας που υπάρχει στην προβολή του τουριστικού προϊόντος µεταξύ εγχώριας και εξωτερικής ζήτησης. Τα µέτρα πολιτικής µπορεί να είναι πολλά και ποικίλα. Αυτό που έχει σηµασία να υπογραµµιστεί είναι ότι ο εγχώριος τουρισµός βρίσκεται σε χαµηλό επίπεδο ως µέγεθος, έχει µεγάλες δυνατότητες να αναπτυχθεί και πρέπει να αναζητηθούν τρόποι για την αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων. 3. Ο Ρόλος της Τιµής στην Τουριστική Αγορά Κατά τη συζήτηση στη Νοµισµατική Επιτροπή της ΕΕ για την εισδοχή της δραχµής στο Μηχανισµό Συναλλαγµατικών Ισοτιµιών, οι µεσογειακές χώρες αντιτάχθηκαν σθεναρώς στην υποτίµηση της δραχµής στο ύψος που αποφασίστηκε, µε το επιχείρηµα ότι κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τις οικονοµίες τους. Συγκεκριµένα, αναφέρθηκαν στον τουρισµό και σε ορισµένα γεωργικά προϊόντα, των οποίων η ανταγωνιστικότητα θιγόταν κατά καίριο τρόπο. Για το λόγο αυτό επέµειναν σε υποτίµηση της δραχµής κατά 8% κατ ανώτατο όριο. Η συµπεριφορά αυτή των ανταγωνιστριών χωρών εδράζεται στην πεποίθηση ότι η ζήτηση του τουριστικού προϊόντος έχει µεγάλη ευαισθησία στις µεταβολές των τιµών. Πράγµατι, εµπειρική έρευνα και πρόσφατες µελέτες έχουν δείξει ότι η ελαστικότητα ζήτησης του τουριστικού προϊόντος ως προς την τιµή είναι µεγαλύτερη από τη µονάδα. Αυτό σηµαίνει ότι ο αριθµός των τουριστών ή ακόµη και ο αριθµός των διανυκτερεύσεων αυξάνεται ταχύτερα σε σύγκριση µε τη µείωση της τιµής. 5
Γεγονός που µε τη σειρά του συνεπάγεται αύξηση των εσόδων από την πώληση του τουριστικού προϊόντος. Πρόσφατη µελέτη έδειξε ότι το µέγεθος της ελαστικότητας ζήτησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος από ξένους τουρίστες είναι ίσο µε 1,023, που σηµαίνει ότι µείωση της τιµής κατά 10% συνεπάγεται αύξηση της ζητούµενης ποσότητας κατά 10,33%. Η δε υποτίµηση της δραχµής κατά 12,8% συνεπάγεται αύξηση του αριθµού των ξένων τουριστών ή του αριθµού των διανυκτερεύσεων κατά 13,22%. Παρόλο που η τιµή αποτελεί θεµελιακό ανταγωνιστικό στοιχείο της τουριστικής ζήτησης για δεδοµένη ποιότητα προϊόντος, δεν είναι ούτε το µόνο ούτε, ίσως, και το σηµαντικότερο. Η τουριστική ζήτηση παρουσιάζει µεγάλη ευαισθησία σε θέµατα που σχετίζονται µε την ασφάλεια και την ειρήνη στους τόπους προορισµού, καθώς και στην δηµιουργία νέων ανταγωνιστικών προορισµών. εν πρέπει να παραγνωρίζεται, όµως, η ιδιοµορφία του τουριστικού προϊόντος, επειδή αποτελεί προϊόν που παράγεται από διαφορετικούς επιχειρηµατίες και το βασικότερο µε διαφορετικό επίπεδο ποιότητας. Έτσι, συχνά, η ξενοδοχία, που αποτελεί το υγιέστερο τµήµα από την ποιοτική άποψη, γίνεται παθητικός δέκτης των δυσµενών επιπτώσεων της χαµηλής ποιότητας των εξωξενοδοχειακώς παρεχοµένων υπηρεσιών. Το φαινόµενο αυτό ήταν ιδιαίτερα έντονο κατά την περίοδο 1995-97, που οδήγησε στη µείωση των πραγµατικών τιµών για την ξενοδοχία. Προς στιγµήν παρουσιάστηκε ο κίνδυνος να ξεκινήσει ένας φαύλος κύκλος ποιότητας-τιµών µε δυνητικές µακροπρόθεσµες επιβλαβείς συνέπειες για τον ελληνικό διεθνή τουρισµό. Η υποτίµηση του εθνικού νοµίσµατος διορθώνει σε µεγάλο βαθµό τη µείωση της ανταγωνιστικότητας από την υπερτιµηµένη δραχµή και δικαιολογεί την αντίστοιχη προσαρµογή των τιµών, αφού κάτι τέτοιο δεν αυξάνει το κόστος για τον τουρίστα. Όµως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η προβλεπόµενη αυξηµένη τουριστική κίνηση για το 1998 οφείλεται τόσο στην υποτίµηση όσο σε εξωγενείς παράγοντες που έχουν σχέση µε θέµατα ασφάλειας σε ορισµένες από τις ανταγωνίστριες µεσογειακές χώρες, αλλά και στις σχετικώς χαµηλές τιµές στις οποίες προσφέρεται ακόµη το ελληνικό τουριστικό προϊόν. Συναφώς, υπογραµµίζεται η ανάγκη διατήρησης ενός καλού επιπέδου υπηρεσιών για κάθε κατηγορία µε τιµή που να ανταποκρίνεται σε αυτές, ώστε να επιτευχθεί προσέλκυση τουριστών µαζικού µεν τύπου, αλλά υψηλότερης οικονοµικής επιφάνειας. Η προσαρµογή των τιµών πρέπει να συνδυαστεί και µε βελτίωση της ποιότητας, βελτίωση που δεν συνεπάγεται κατ ανάγκη πρόσθετες δαπάνες. Πάντως, πρέπει να επισηµανθεί ότι η γενική τουριστική εικόνα της χώρας ως προς την ποιότητα των προσφεροµένων υπηρεσιών προσδιορίζεται σε µεγάλο βαθµό από το εξωξενοδοχειακό τµήµα του τουριστικού τοµέα. Γι αυτό πρέπει η εποπτική λειτουργία των κρατικών φορέων, είτε ως καταστολή είτε ως πρόληψη, να διασφαλίσει την οµαλή διεξαγωγή των συναλλαγών που συνδέονται µε την τουριστική ζήτηση και να αποτρέψει την κερδοσκοπική λειτουργία των εξωξενοδοχειακών κυρίως τουριστικών επιχειρηµατιών. 6
4. Περιφερειακή Οικονοµική Ανάπτυξη και Τουρισµός Ένα από τα σηµαντικά µελήµατα των κυβερνήσεων είναι η διατήρηση επαρκούς πληθυσµού και ικανοποιητικού επιπέδου ανάπτυξης στις επιµέρους περιφέρειες και, συνεπώς, η καταπολέµηση της αστυφιλίας µε όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτή συνεπάγεται. Αρωγό στην προσπάθειά της αυτή µια κυβέρνηση µπορεί να έχει τον τουρισµό, ο οποίος είναι κατεξοχήν περιφερειακή δραστηριότητα και προσφέρεται για ουσιαστική άµβλυνση των περιφερειακών οικονοµικών ανισοτήτων και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των τοπικών κοινωνιών. Η ελληνική περιφερειακή οικονοµία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα. Κατά την περίοδο 1970-91, περίοδο έντονης τουριστικής ανάπτυξης, 41 από τους 51 νοµούς της χώρας παρουσίασαν βελτίωση του σχετικού κατά κεφαλή προϊόντος ως προς το µέσο όρο της οικονοµίας, κλείνοντας έτσι την ψαλίδα των περιφερειακών κατά κεφαλή εισοδηµάτων από το µέσο όρο της χώρας. Η ποσοτική µελέτη του φαινοµένου και ο εντοπισµός της στατιστικής σχέσης, όµως, µεταξύ τουριστικής περιφερειακής δραστηριότητας και περιφερειακής οικονοµικής ανάπτυξης δεν ήταν ένα εύκολο εγχείρηµα και προσέκρουε σε προβλήµατα που είχαν σχέση µε τη στατιστική φύση των διαθεσίµων στοιχείων. Με τη χρήση, όµως, κατάλληλων οικονοµετρικών µεθόδων τα προβλήµατα αυτά αντιµετωπίστηκαν και ξεπεράστηκαν και η έρευνα κατέληξε σε αξιόλογα και επιστηµονικώς τεκµηριωµένα συµπεράσµατα. Στην έρευνα αυτή εξετάσθηκε ο βαθµός στον οποίο η τουριστική ανάπτυξη µιας περιφέρειας σε σχετικούς όρους είναι υπεύθυνη για τη βελτίωση της σχετικής οικονοµικής της θέσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχετικό κατά κεφαλή εισόδηµα, την ανεργία και την πληθυσµιακή εξέλιξη. Από τα στατιστικά ευρήµατα της έρευνας προκύπτει ότι σχεδόν το σύνολο της οικονοµικής προόδου µιας περιφέρειας εξηγείται από την τουριστική ανάπτυξη που η περιφέρεια πέτυχε σε σχετικούς όρους. Επίσης, θετικές είναι και οι επιπτώσεις στην καταπολέµηση της ανεργίας, ενώ ο πληθυσµός αυξήθηκε ταχύτερα στις περιοχές που πέτυχαν ταχύτερη σχετική τουριστική ανάπτυξη. Το γενικό συµπέρασµα της έρευνας είναι πολύ σηµαντικό. Ο τουριστικός τοµέας, λόγω των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων που διαθέτει η χώρα, αποτελεί από µακροάποψη το δυναµικό κοµµάτι της εγχώριας παραγωγής, που είναι πράγµατι σε θέση να αποτελέσει τον κινητήριο µοχλό για ουσιαστική και µόνιµη οικονοµική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, λύνει και το πρόβληµα της άνισης περιφερειακής κατανοµής του εισοδήµατος και αναβαθµίζει οικονοµικά περιοχές που δεν διαθέτουν άλλες ουσιαστικές δυνατότητες οικονοµικής ανέλιξης. 5. Οι Τάσεις του Παγκόσµιου ιεθνούς Τουρισµού Τα µεγέθη του παγκόσµιου διεθνούς τουρισµού, είτε ως αριθµός τουριστών είτε ως αριθµός διανυκτερεύσεων είτε ως συναλλαγµατικές εισροές, αποτελούν τα οικονοµικά µεγέθη που παρουσίασαν την ταχύτερη αύξηση κατά την περίοδο 1950-95 και από την άποψη αυτή κανένας κλάδος παραγωγής δεν µπορεί να συγκριθεί µε τον τουρισµό. Ο µέσος όρος του ετήσιου ρυθµού αυξήσεως των διεθνών τουριστών µε βάση τις αφίξεις ήταν για την περίοδο 1950-1995, 7,2% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις συναλλαγµατικές εισπράξεις ήταν 12,2%. 7
Από τη διαχρονική συµπεριφορά της τουριστικής ανάπτυξης διαπιστώνεται ότι τόσο ο παγκόσµιος διεθνής τουρισµός όσο και ο διεθνής τουρισµός των επιµέρους βασικών προορισµών χαρακτηρίζονται από φθίνουσα τάση, χωρίς ωστόσο αυτές οι τάσεις να παρουσιάζουν συµµετρία. Η µείωση των ρυθµών είναι ταχύτερη για Ευρώπη και Αµερική και µικρότερη για τις υπόλοιπες περιοχές, µε προεξάρχουσα την περιοχή Α. Ασίας-Ειρηνικού, όπου ο ρυθµός αύξησης των αφίξεων φαίνεται να σταθεροποιείται στο 9-10% ετησίως κατά την τελευταία 15ετία. Πάντως, από όλες τις περιοχές µόνο η Ευρώπη εµφανίζει ένα σαφή κύκλο ζωής του τουριστικού της προϊόντος. Όπως είναι γνωστό, ο κύκλος της ζωής του τουριστικού προϊόντος ενσωµατώνει τις επιδράσεις πολλών παραγόντων, οι οποίοι µπορεί να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν την έλευση της φάσης της παρακµής, µετακινώντας ανάλογα τη σχετική καµπύλη κύκλου ζωής. Μπορεί να υποστηριχθεί εκ των προτέρων ότι η εξέλιξη των πολιτικοοικονοµικών συνθηκών, µε την παγκοσµιοποίηση και απελευθέρωση των αγορών θα επηρεάσουν µε καταλυτικό τρόπο τις θέσεις των καµπυλών ζωής των τουριστικών προϊόντων των διαφόρων περιοχών της γης. Βέβαια, αυτό θα απαιτήσει την πάροδο αρκετών δεκαετιών και µέχρι τότε δεσπόζοντα ρόλο για τουλάχιστον 10-15 έτη ακόµα θα εξακολουθήσει να διαδραµατίζει ο ενδοπεριφερειακός διεθνής τουρισµός. Η σχετική ποσοτική σπουδαιότητα του ενδοπεριφερειακού τουρισµού ή ορθότερα του ενδο-ηπειρωτικού τουρισµού προκύπτει από τα διαθέσιµα στατιστικά στοιχεία για την περίοδο 1980-1994. Με βάση τα στοιχεία του 1994 το 82% του συνολικού διεθνούς τουρισµού έχει ενδο-ηπειρωτική προέλευση, ποσοστό που είναι κατά 11 µονάδες µεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό του 1980. Ο διεθνής τουρισµός σε παγκόσµιο επίπεδο αυξήθηκε κατά την περίοδο αυτή κατά 90,5%, ενώ ο διαπεριφερειακός διεθνής τουρισµός αυξήθηκε µόλις κατά 24,5%. Η Ευρώπη και η Αµερική παρουσιάζουν σταθερότητα στα σχετικά µερίδια του ενδοπεριφερειακού διεθνούς τουρισµού σε περίοδο 15 ετών µε ποσοστά αντιστοίχως 85% και 75%, που είναι και από τα υψηλότερα στον κόσµο. Αντίθετα, οι υπόλοιπες περιοχές, εκτός από τη Ν. Ασία, γνώρισαν δραµατικές µεταβολές του ενδοπεριφερειακού τουρισµού µε αυξήσεις των σχετικών µεριδίων από 16 µονάδες για την περιοχή του Ειρηνικού µέχρι 39 µονάδες για την περιοχή της Μ. Ανατολής. Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν µεγάλη σηµασία για τη χάραξη της τουριστικής πολιτικής. Ειδικότερα δε για την Ευρώπη, την οποία χαρακτηρίζει ο υψηλότερος στον κόσµο βαθµός ενδοπεριφερειακής συγκέντρωσης (86%) και, σήµερα, ο χαµηλότερος ρυθµός τουριστικής ανάπτυξης, η δηµιουργία δυνατοτήτων πρόσβασης σε εξωευρωπαϊκές πηγές προέλευσης τουριστών αποτελεί ζωτικής σηµασίας προϋπόθεση όχι µόνο για τη διατήρηση του µεριδίου της στην παγκόσµια αγορά, αλλά και για την ανάκτηση τµήµατος από το µερίδιο που έχασε κατά την τελευταία 15ετία. Η ανάπτυξη του διεθνούς τουρισµού έχει εισέλθει σε νέα φάση ανάπτυξης, που θα προσδιοριστεί από τις κοσµογονικές αλλαγές που έχουν ήδη αρχίσει να συντελούνται στην οργάνωση και τη λειτουργία της παγκόσµιας οικονοµίας και κοινωνίας. Οι θεσµικές αλλαγές στις αεροµεταφορές και η συνακόλουθη µείωση των ναύλων, καθώς και οι εξελίξεις στον τοµέα της πληροφορικής θα ευνοήσουν το διεθνή τουρισµό µεγάλων αποστάσεων, αποτελεί δε χρέος της ευρωπαϊκής τουριστικής 8
πολιτικής η εκµετάλλευση και αξιοποίηση των τουριστικών ροών από την Ανατ. Ευρώπη. Η πρόβλεψη των µακροχρονίων τάσεων του διεθνούς τουρισµού προσκόπτει σε εγγενείς δυσκολίες που έχουν σχέση µε το πλήθος των προσδιοριστικών παραγόντων που εµπλέκονται αλλά και των πηγών επηρεασµού αυτών των προσδιοριστικών παραγόντων. Θα µπορούσαµε, όµως, να πούµε ότι οι βασικοί παράγοντες που θα προσδιορίσουν την εξέλιξη του διεθνούς τουρισµού κατά την προσεχή 15ετία είναι κυρίως οικονοµικοί, τεχνολογικοί και θεσµικοί. Με την επίδραση αυτών των τριών παραγόντων θα συντελεστεί πιθανότατα µετακίνηση προς τα πάνω και δεξιά της καµπύλης κύκλου ζωής του παγκόσµιου διεθνούς τουρισµού µε σηµαντικές συνέπειες. Μεταξύ των ετών 1994 και 2010 προβλέπεται διπλασιασµός του αριθµού των διεθνών τουριστών, που αντιστοιχεί σε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης των αφίξεων 4,5%. Ο ρυθµός αυτός συνεπάγεται µέγεθος διεθνούς τουρισµού για το 2010 ίσο µε 1.250 εκατ. τουρίστες, που είναι υπερδιπλάσιο από από το αντίστοιχο του 1995. Με βάση τις προβλέψεις που στηρίζονται σε στοιχεία προέλευσης η περιοχή Αν. Ασίας- Ειρηνικού θα επιτύχει τον ταχύτερο ρυθµό αύξησης των αφίξεων (6,5%) και η Ευρώπη το βραδύτερο (3,2%). Με βάση τις αφίξεις, όµως, το µερίδιο της Ευρώπης µειώνεται δραµατικά από 59% το 1995 σε 49% το 2010 µε αντίστοιχη αύξηση του µεριδίου της Αν. Ασίας-Ειρηνικού από 15% σε 26%. Για όλες τις περιοχές, µε εξαίρεση την Αν. Ασία-Ειρηνικό, η τάση είναι να αυξηθεί το µερίδιο του διαπεριφερειακού τουρισµού. Για το σύνολο του κόσµου το µερίδιο του ενδοπεριφερειακού διεθνούς τουρισµού φαίνεται ότι έχει φθάσει στο ανώτατο σηµείο του (82%). Από τη µελέτη των τάσεων του µεσογειακού τουρισµού αναδύεται µια µάλλον απαισιόδοξη εικόνα, που είναι πιθανόν, όµως, να αλλάξει µε την επίδραση των νέων οικονοµικών, τεχνολογικών και θεσµικών παραγόντων. Εκτιµούµε ότι στην περίοδο µέχρι το 2010 ο µέσος ρυθµός αύξησης της διεθνούς τουριστικής δραστηριότητας στις µεσογειακές χώρες θα αυξηθεί από 50% του παγκόσµιου ρυθµού σε 70%. Υπογραµµίζεται, βέβαια, ότι η κατανοµή της προβλεπόµενης αυτής αύξησης καθώς και η µεταβολή των µεριδίων θα προσδιοριστούν από τη συγκριτική εξέλιξη των ανταγωνιστικών συνθηκών στις επιµέρους χώρες. Η καθολική αναβάθµιση της ποιότητας του µεσογειακού τουριστικού προϊόντος και η ευνοϊκή διαµόρφωση της τιµής του θα διευκολύνει την εφαρµογή των αναγκαίων, γνωστών πολιτικών που θα αναβαθµίσουν την ολική ποιότητα του τουριστικού προϊόντος και θα την καταστήσουν αντάξια της οικονοµικής θυσίας και των προσδοκιών του διεθνούς αλλά και του εγχώριου επισκέπτη. Η επισήµανση αυτή ισχύει κατεξοχήν για την Ελλάδα. Αθήνα, 24 Ιουνίου 1998 9