ΦΑΝΤΑΣΟΥ την κατάστασή μας κάπως έτσι: Υπάρχει μια σπηλιά. Είναι γεμάτη ανθρώπους με λαιμαριές και αλυσίδες στα πόδια που δεν τους επιτρέπουν να



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ. Νηπιαγωγείο Ζεφυρίου - 10 ο Νηπιαγωγείο Αγίων Αναργύρων -3o Νηπιαγωγείο Αμαλιάδας

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Δώρα Μωραϊτίνη. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις CaptainBook.gr

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ο όνομά μου δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Το πιθανότερο είναι ότι η αναφορά του θα έκρυβε κινδύνους για μένα, για σένα, αγαπητέ αναγνώστη, καθώς

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

T: Έλενα Περικλέους

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Η πορεία προς την Ανάσταση...

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Η δικη μου μαργαριτα 1

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Άξαφνα κατάλαβα τι συνέβαινε. Ήμουν καταμεσής ενός τεράστιου κάμπου Στον κάμπο υπήρχε πλήθος μεγάλο Οι πίσω σειρές του χάνονταν και δεν φαίνονταν.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Τζιορντάνο Μπρούνο

Εργασία στην Οδύσσεια 2017 ΕΥΑ ΓΚΙΟΛΑ Α 1

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Transcript:

ΦΑΝΤΑΣΟΥ την κατάστασή μας κάπως έτσι: Υπάρχει μια σπηλιά. Είναι γεμάτη ανθρώπους με λαιμαριές και αλυσίδες στα πόδια που δεν τους επιτρέπουν να κινηθούν, ούτε καν να στρέψουν το κεφάλι. Πίσω τους καίει μια φωτιά την οποία αυτοί δε βλέπουν και μαριονέτες χορεύουν μπροστά στις φλόγες. Το μόνο που βλέπουν οι έγκλειστοι είναι οι σκιές που πέφτουν στο τοίχωμα της σπηλιάς. Βρίσκονται σε αυτή τη θέση όλη τους τη ζωή. Πιστεύουν ότι οι σκιές είναι η πραγματικότητα. Τι άλλο θα πίστευαν; Τι γίνεται αν ένας απ αυτούς διαφύγει; Δεν υπάρχει λόγος να φανταστώ τη σπηλιά. Βρίσκομαι ήδη εκεί μέσα. Δεν υπάρχουν ούτε φωτιά ούτε ήλιος. Οι μόνες σκιές εδώ είναι προβολές του μυαλού μου. Το τραχύ έδαφος γδέρνει τα κόκαλά μου μια προεξοχή στην πέτρα θαρρείς και καρφώνεται στο κρανίο μου. Αλλά ο πόνος υποχωρεί τελικά. Η πέτρα με καταπίνει, η θέρμη του σώματός μου με λιώνει, με κάνει ένα μαζί του. Κατέβηκα... Οι ποιητές υμνούν τη σιγαλιά του τάφου. Τώρα που βρίσκομαι εδώ διαπιστώνω την ευάρεστη παραπλάνησή τους. Δεν υπάρχει σιγαλιά. Νερό σταλάζει στο ρυθμό καρδιακού παλμού. Ο συριγμός της πέτρας διαπερνά τ αφτιά μου, η μελωδία της Γης καθώς περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της. Το σκοτάδι μού χαρίζει απροσδόκητη όραση. Δεν μπορώ να δω το χέρι μου μπροστά στο πρόσωπό μου, αλλά μπορώ να κρυφοκοιτάξω πάνω από το χείλος του κόσμου και να δω το χωροχρόνο. Μπορώ να βουτήξω το χέρι μου μέσα και να βγάλω χρονοφυσαλίδες, να τις στριφογυρίσω στο φως για να παρατηρήσω κάθε λεπτομέρεια.

10 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Κατέβηκα... Βλέπω την περίλαμπρη πόλη μέσα σε μια φωτεινή σφαίρα, με τους αγέρωχους ναούς στον ψηλό βράχο της Ακρόπολης. Στο λιμάνι πέρα από τα τείχη υπάρχει ένα ξύλινο πλοίο με λαμπερά κόκκινα μάτια, καθώς κι ένα σιδερένιο πλοίο του οποίου τα μάτια έχει σφαλίσει η σκουριά. Το σιδερένιο πλοίο δεν έχει πανιά. Είναι το πλοίο των νεκρών. Ακούω τη σιωπή και βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Είμαι ξύπνιος και ονειρεύομαι. Είμαι νεκρός και πιο ζωντανός απ όσο υπήρξα ποτέ. Στον ξηρό αέρα συλλαμβάνω την απίθανη μυρωδιά ώριμων σύκων. Η θεά πρέπει να είναι κάπου τριγύρω. Κατέβηκα στον Πειραιά. Είναι τόσο σαφές, λες και ήταν μόλις χτες.

1 Πρώτα απ όλα, να μην επιτρέπουμε σε κανένα άτομο κάτω απ τα σαράντα να ταξιδεύει στο εξωτερικό για κανένα λόγο. ΠΛΑΤΩΝΑΣ, Νόμοι Αθήνα 389 π.χ. ΚΑΤΕΒΗΚΑ ΧΤΕΣ στον Πειραιά μαζί με τον αδερφό μου, τον Γλαύκωνα. Τον διαβεβαίωσα ότι δεν υπήρχε λόγος να με συνοδεύσει, αλλά εκείνος επέμενε. Αυλοί με ξεπροβόδισαν το ξημέρωμα. Και τα πιο θορυβώδη γλέντια έληγαν: οι μουσικοί έπαιζαν τις τελευταίες τους μελωδίες, ενώ κουρασμένοι καλεσμένοι ξεχύνονταν στους δρόμους σέρνοντας τα βήματά τους. Ο αέρας μύριζε βροχή ένα βαρύ σύννεφο είχε στρογγυλοκαθίσει βλοσυρό πάνω από την ισχυρότερη πόλη του κόσμου. Στην ανατολική πύλη κοντοστάθηκα για μια τελευταία ματιά. Η καρδιά της Αθήνας μού είχε ήδη γυρίσει την πλάτη: η αγορά, τα δικαστήρια, οι χώροι συνάθροισης των πολιτών, ως και οι φυλακές είχαν κρυφτεί πίσω από τον όγκο της Ακρόπολης. Μόνο ο Παρθενώνας φαινόταν ακόμα να δεσπόζει πάνω από την πόλη, ένα μαρμάρινο φάντασμα ανάμεσα στα σύννεφα. Μια γλυκιά μελαγχολία εκτόπισε φευγαλέα τις ανησυχίες μου. Ανέπεμψα μια ψιθυριστή προσευχή και ρούφηξα τη στιγμή με όλες μου τις αισθήσεις, θέλοντας να την πάρω ατόφια μαζί μου στο ταξίδι.

12 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ «Κοίτα καλά τον τόπο», είπε ο Γλαύκωνας. «Θα σου λείψει όταν είσαι μακριά». Γύρισα την πλάτη. Ένας θεός με ύψος λίγο πάνω από μισό μέτρο και στύση που έφτανε το ένα μέτρο με κοίταζε χαμογελώντας σαρκαστικά από την πύλη. Ο Γλαύκωνας έφτυσε την παλάμη του και άγγιξε το φαγωμένο μόριο της ερμαϊκής στήλης για γούρι. «Τουλάχιστον αυτός χαίρεται που σε βλέπει να φεύγεις». Συνοφρυώθηκα, χολωμένος που κατέστρεψε τη στιγμή με ένα φτηνό αστείο. Το πρόσωπο του Γλαύκωνα σκοτείνιασε, σαν να τον πλήγωσε η αντίδρασή μου. Ένιωσα ένα κενό να ανοίγεται ανάμεσά μας. Πέρα από την πύλη ο δρόμος για τον Πειραιά είναι ένας μακρύς ολόισιος διάδρομος ανάμεσα στα τείχη, μια νεκρή ζώνη με τοιχογραφίες, περιβόλια και τάφους. Η διαδρομή μού θυμίζει προαύλιο φυλακής, ιδιαίτερα τις μέρες που οι δήμιοι έχουν δουλειά έξω από το βορειότερο τείχος και τα ουρλιαχτά των θανατοποινιτών σε ακολουθούν σε όλη την πορεία μέχρι κάτω στη θάλασσα. Τόσο νωρίς οι δήμιοι ήταν ακόμα στα κρεβάτια τους ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος. Οι λίγοι συνοδοιπόροι μας διαγράφονταν αμυδρά, σαν ίσκιοι στο βάθος. Ήταν μια μοναχική πεζοπορία, κι αν υπήρχαν κλέφτες που παραμόνευαν ανάμεσα στα μνήματα μας άφησαν ήσυχους. Οι απόγονοι του Κόδρου, του μυθικού τελευταίου βασιλιά της Αθήνας, ήταν πάντα μεγαλόσωμοι άντρες. Ακόμα και στην ηλικία μας ο ένας λίγο πάνω, ο άλλος λίγο κάτω από τα σαράντα μπορούσες να διακρίνεις τη ρώμη του ήρωα πολέμου στον Γλαύκωνα και του πυγμάχου σ εμένα. Πολυδεύκη και Κάστορα, έτσι μας έλεγε ο Σωκράτης από τους δίδυμους γιους του Δία, τους Διόσκουρους, ξακουστός παλαιστής ο ένας, δαμαστής αλόγων και ιππέας ο άλλος. Οι δύο επιφανέστεροι μαθητές του. Ένας μυς σφίχτηκε στο στήθος μου, όπως συνέβαινε κάθε φορά που τον έφερνα στο νου μου. Παρότι έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια, ο παράλογος θάνατός του εξακολουθεί να μου κό

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ 13 βει την ανάσα. Η Αθήνα λες και ερήμωσε από τότε. Έπρεπε να είχα φύγει εδώ και χρόνια. Λίγο κουράγιο χρειαζόταν μόνο. Ο Γλαύκωνας κοίταξε τον ουρανό. «Δεν αποκλείεται να έρχεται καταιγίδα. Δεν είναι καλή μέρα για θαλασσινό ταξίδι». Επιτάχυνα το βήμα μου. Έβλεπα το ίδιο όνειρο τρία απανωτά βράδια: ότι πνιγόμουν, ότι καταποντιζόμουν σε ένα κενό από το οποίο ούτε οι κραυγές μου μπορούσαν να ξεφύγουν. Δε θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι. Οι Αθηναίοι δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα προσηνείς. Είμαστε ξεχωριστοί άνθρωποι, νιώθουμε άνετα μόνο μεταξύ μας. Ακόμα και οι σποραδικές μας απόπειρες να επεκταθούμε ως αυτοκρατορία αποπνέουν μια αίσθηση σολιψισμού, ισοδυναμούν με μια προσπάθεια να κερδίσουμε τον κόσμο κάνοντάς τον να μας μοιάζει. Τον υπόλοιπο καιρό προτιμούμε να τον κρατάμε σε απόσταση. Μια απόσταση που ορίζεται από τη θέση του Πειραιά, του αθηναϊκού χεριού που κρατάει τον κόσμο μακριά ή άλλοτε απλώνεται επιφυλακτικά πάντα σε χαιρετισμό. Όλες οι εθνότητες είναι εδώ: μελαψοί Καρχηδόνιοι που φλυαρούν στην ακατάληπτη γλώσσα τους δαιμόνιοι Σικελοί που μυρίζουν τυρί άποικοι της Μαύρης Θάλασσας γιγαντόσωμοι σαν αρκούδες και Αιγύπτιοι που μπορούν να σου προσφέρουν μια ματιά στην αιωνιότητα ενώ παράλληλα παζαρεύουν πενταροδεκάρες για μια μπάλα βαμβακιού. Πουλερικά τσιμπολογούν τους καλαμποκόσπορους που έπεσαν από τα βαρυφορτωμένα κάρα στην ανηφόρα προς την Αθήνα, ενώ πόρνες των δύο οβολών πασχίζουν να αποσπάσουν τους άντρες από τη δουλειά τους. Κάποιες πλευρίζουν τον Γλαύκωνα κι εμένα. Παρά τα χρόνια μου, τσακώνω τον εαυτό μου να κοκκινίζει και δεν ξέρω πού να κοιτάξω. «Μπορεί και να σου έκανε καλό θα σε ηρεμούσε», παρατήρησε ο Γλαύκωνας. «Φαίνεσαι να ανακατεύεσαι από τώρα». Δεν μπορούσα να το αρνηθώ. Κάτω απ όλα τα εισαγόμενα

14 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ αρώματα στον αέρα γευόμουν την πικρή νότα της θάλασσας. Έκανε το στομάχι μου να σφίγγεται. Ευχήθηκα για άλλη μια φορά να μπορούσα να ακυρώσω αυτό το ταξίδι. Το χέρι μου ανέβηκε ασυναίσθητα στη μέση μου, στο σακούλι όπου φυλούσα το γράμμα του Αγάθωνα. Έπρεπε να πάω. Συνεχίσαμε το δρόμο μας, προσπερνώντας την αγορά και το Βενδίδειο, το ιερό της θρακικής Βενδίδος*. Ο δρόμος ήταν σπαρμένος με καμένα δαδιά από τη λαμπαδηφορία της προηγούμενης νύχτας οδοκαθαριστές σάρωναν με βούρτσες τις πατημένες γιρλάντες και τα σπασμένα κύπελλα που απέμειναν από τη γιορτή. Κι έπειτα φτάσαμε στο λιμάνι. Υποθέτω ότι κοιτάζοντας τη θάλασσα καθένας βλέπει μια αντανάκλαση των προσδοκιών του. Ένας έμπορος βλέπει κέρδος ένας ναύαρχος, δόξα ένας ήρωας, περιπέτεια. Στα δικά μου μάτια ήταν ένα κατασκότεινο στόμα, ορθάνοιχτο κι απύθμενο. Τα καράβια που στριμώχνονταν γύρω από τη λεκάνη φάνταζαν σαν δόντια κίτρινοι αφροί και απόβλητα κάλυπταν τους πασσάλους σαν ξεραμένο πύο. Το χειρότερο απ όλα ήταν το ίδιο το νερό. Τα ύπουλα κύματα ανοίγονταν εμπρός μου ρουφώντας με μέσα στον εφιάλτη μου. Ένιωθα το έδαφος να ανασαλεύει κάτω από τα πόδια μου. Κόμποι ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό μου. Ο Γλαύκωνας με άρπαξε από το μπράτσο. «Είσαι άρρωστος;» Του έγνεψα καθησυχαστικά κι απέστρεψα αποφασιστικά την προσοχή μου από τη θάλασσα. Πίσω από τη στοά πρόσεξα τη σφηνοειδή σκεπή του ναού της Αφροδίτης. «Σκέφτομαι να πάω να προσευχηθώ στην Αφροδίτη πριν φύγω». Δε με πίστεψε. «Δε σου έφτασε η επίσκεψη στους Δελφούς; Κι εκείνο το κριάρι που θυσίασες στον Ποσειδώνα χτες;» Δεν το είχα ξεχάσει. Το ζώο που κατένευε καθώς ράντιζα με νερό το κεφάλι του τη μουντή λάμψη του μαχαιριού του ιερέα * Βενδίς: Θρακική θεότητα που ταυτίστηκε από τους Έλληνες με την Περσεφόνη ή την Εκάτη, ως χθόνια θεά, και με την Άρτεμη, ως θεά του κυνηγιού. (Σ.τ.Μ.)

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ 15 το αίμα που ξεχύθηκε στη γούρνα του βωμού και τα σπλάχνα που συστρέφονταν σαν κουβάρι από χέλια. «Ο ιερέας είπε ότι οι οιωνοί ήταν καλοί», μου θύμισε ο Γλαύκωνας. Το στόμα του συσπάστηκε καθώς άρθρωνε τις λέξεις. «Αν πιστεύεις το αντίθετο, ίσως θα πρεπε να μείνεις». Διακινδύνευσα άλλη μια ματιά προς το λιμάνι. Η ζοφερή αντανάκλαση είχε χαθεί το μόνο που είδα ήταν καράβια. «Πάμε». Βρήκαμε το πλοίο μου δεμένο στις αποβάθρες των Σικελών, στην ανατολική πλευρά της λεκάνης, στο πιο πολυσύχναστο κομμάτι του λιμανιού. Με παρακολουθούσε να πλησιάζω με τα δυο κατακόκκινα μάτια που ήταν ζωγραφισμένα στην πλώρη του, πάνω ακριβώς από τα ίσαλα, ενώ δούλοι παραγέμιζαν την κοιλιά του με πιθάρια ελαιόλαδου. Μια στοίβα αποσκευές ήταν παρατημένη στην προβλήτα, δίπλα στη διαβάθρα του πλοίου. Ο Γλαύκωνας ζύγισε με μια ματιά τις τσάντες, που είχαν μεταφερθεί από την προηγουμένη με το κάρο. «Δικά σου είναι όλα αυτά;» «Κυρίως συγγράμματα». «Δε θα δεις και πολλά από την Ιταλία αν είσαι διαρκώς σκυμμένος πάνω από έναν πάπυρο». Δεν επιχείρησα να του εξηγήσω. Ο Γλαύκωνας λατρεύει τη μάθηση, αλλά δε θυσίασε ποτέ ούτε ένα γεύμα για χάρη της. «Δεν έβλεπες ποτέ τον Σωκράτη θαμμένο στα βιβλία», επέμεινε. «Δεν είμαι ο Σωκράτης». «Εκείνος δε θα έφευγε από την πόλη». Υπήρχε σκοπιμότητα στη δήλωσή του, και κατάλαβα πού ήθελε να καταλήξει. «Δεν έφυγε ποτέ, παρά μόνο για τη στρατιωτική του θητεία. Η Αθήνα ήταν το παν γι αυτόν». «Δεν είμαι εκείνος», επανέλαβα. «Είσαι σίγουρος ότι κάνεις το σωστό;»

16 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ «Εξαρτάται από το πώς ορίζεις το σωστό». Τη φράση μου διέκοψε ο σαματάς από τρεχαλητά πίσω μου. Το ξαφνικό, δυνατό τράβηγμα στο μανδύα μου λίγο έλειψε να με ρίξει χάμω. Ένας δούλος με κομμένη την ανάσα, με το χιτώνα του ποτισμένο στον ιδρώτα παρά τη συννεφιασμένη μέρα, σήκωσε αμήχανα το βλέμμα του και μας κοίταξε. «Ο Φίληβος θέλει να περιμένετε», είπε στεγνά. «Πού είναι;» Ο δούλος έδειξε πίσω, το πλήθος γύρω από τη στοά. Έριξα μια κλεφτή ματιά στη διαβάθρα. Μπορούσα να ξεπεράσω ακόμα και το φόβο μου για τη θάλασσα προκειμένου να αποφύγω κάποιον σαν τον Φίληβο. Αλλά να που τον έβλεπα κιόλας, μια ολοστρόγγυλη φιγούρα που έμοιαζε να προχωρεί κωπηλατώντας με τη βακτηρία του. Μια στραπατσαρισμένη γιρλάντα έστεκε στραβά πάνω στους χιονάτους βοστρύχους του, ενώ το μάγουλό του έστιζαν κατακάθια κρασιού, σαν να τον είχαν χαστουκίσει. Μάλλον μόλις είχε σηκωθεί από το τραπέζι. «Οι γιοι του Αρίστωνα», είπε πλησιάζοντας. «Καλά σας γνώρισα». Το βλέμμα του πλανήθηκε επιδεικτικά από τη στοίβα των αποσκευών στο πλοίο, κι έπειτα το στύλωσε ξανά πάνω μας. «Πάτε κάπου; Απ ό,τι βλέπω, φεύγετε για μακρινό ταξίδι». «Εγώ μένω». Ο Γλαύκωνας με κοίταξε επικριτικά. «Αυτός φεύγει». «Για πού;» «Για Ιταλία». Ο Φίληβος πλατάγισε τα χείλη. «Μα βέβαια. Το φαγητό, τα αγόρια θα γυρίσεις πολύ πιο άντρας απ ό,τι είσαι τώρα». Μου έριξε μια αγκωνιά στο στομάχι. «Να προσέχεις τι βάζεις στο στόμα σου, όμως, έτσι;» Ανατρίχιασα, αλλά ο Φίληβος δεν το πήρε είδηση. Το μονίμως ανήσυχο βλέμμα του είχε σταθεί ήδη σε κάποιο σημείο πάνω από τον ώμο μου, υποχρεώνοντάς με να γυρίσω να δω πού κοίταζε. Ένας ψηλός άντρας με εντυπωσιακή χαίτη, καλοφτιαγμένο πρόσωπο και μανδύα ριγμένο πρόχειρα στον ώμο ανέβαινε τη διαβά

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ 17 θρα. Οι αχθοφόροι τον ακολουθούσαν σαν κοπάδι χήνες, τρεκλίζοντας επικίνδυνα κάτω από το βάρος των αποσκευών του. Τα σακουλιασμένα μάτια του Φίληβου άνοιξαν διάπλατα. «Αυτός είναι ο Εύφημος», μας δήλωσε. «Ο φιλόσοφος», πρόσθεσε ρουθουνίζοντας άκομψα. «Αυτός έχει ακόμα περισσότερα μπαγκάζια από σένα. Έτσι που το πάτε, το πλοίο σας θα μπατάρει πριν καν βγει από το λιμάνι». Το στομάχι μου συσπάστηκε απότομα. «Ο Εύφημος δεν είναι φιλόσοφος», είπα. «Σοφιστής είναι». «Στοχαστής». Ο Φίληβος χτύπησε τον κρόταφο με τα ακροδάχτυλά του. «Σοβαρά, ωφέλιμα πράγματα. Όχι σαν τον παλιόφιλό σας τον Σωκράτη, με τις σφήκες που πέρδονται και τα σχετικά. Ο Εύφημος θα μπορούσε να τον διδάξει μερικά πράγματα. Μέχρι να φτάσεις στην Ιταλία θα έχεις χορτάσει τόσο από γνώση, που δε θα σου μένει χώρος για φαγητό». Στεκόταν κοντά στο χείλος της προβλήτας θα ήταν παιχνιδάκι να τον πετάξω στη θάλασσα. Με ένα γράπωμα του μπαστουνιού του, με ένα στρίψιμο, θα κατέληγε να γλείφει πεταλίδες από την καρίνα του πλοίου. Έπιασα τον Γλαύκωνα από το μπράτσο, για την περίπτωση που είχε μπει κι εκείνος στον πειρασμό. Αντίθετα από μένα, δεν το χε σε τίποτα να ενδώσει. «Τουλάχιστον θα χορτάσεις συζήτηση στο ταξίδι», μου είπε ο Γλαύκωνας. Κατάφερε να μείνει σοβαρός, αν και εγώ δεν εκτίμησα καθόλου το αστείο. Αν υπήρχε ένα πράγμα που με τρόμαζε περισσότερο από ένα μοναχικό ταξίδι, ήταν το ταξίδι συντροφιά με έναν άντρα σαν τον Εύφημο. Είσαι σίγουρος ότι κάνεις το σωστό; Το να αποφύγω την ερώτηση ήταν το εύκολο το να την απαντήσω με όλη τη σοφία που μου μεταλαμπάδευσε ο Σωκράτης αδύνατο. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να φύγω. Μπροστά στο κακό, που το ξέρω ότι είναι κακό, δε θα φοβηθώ κι ούτε θα αποφύγω όσα δε γνωρίζω αν είναι καλά, είχε πει. Κι ένα μήνα αργότερα ήπιε το κώνειο.

18 ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Μια γροθιά στο στομάχι με ξανάφερε πίσω στην ακροθαλασσιά. «Ονειροπολείς, ε; Στοιχηματίζω ότι βρίσκεσαι ήδη με το ένα πόδι στους τόπους της τέρψης και της ηδονής», είπε ο Φίληβος. «Πηγαίνω να συναντήσω ένα φίλο». Ένα πρόστυχο κλείσιμο του ματιού. «Μα τι άλλο;» Διπλώθηκε σχεδόν στα δύο από τα γέλια. «Μακάρι να ερχόμουν κι εγώ μαζί». Χτύπησε το δούλο με το μπαστούνι του σαν γιδοβοσκός, έπειτα το αναποδογύρισε και απομακρύνθηκε στο πλήθος. Ο Γλαύκωνας τον παρακολουθούσε να ξεμακραίνει με απροκάλυπτα εχθρική έκφραση. «Δεν περισσεύει καμιά κουκέτα στο πλοίο σου, ε;» Ήταν μια καλοπροαίρετη παραχώρηση. Του έριξα μια ματιά αναγνώρισης, και είδα τις αμφιβολίες που εξακολουθούσαν να τον κατατρώγουν. Προτίμησε να αποστρέψει το βλέμμα. «Να προσέχεις. Η Ιταλία είναι επικίνδυνος τόπος. Λίγο να απομακρυνθείς από τα παράκτια, το μόνο που υπάρχει είναι ερημιά και βάρβαροι. Κι εγώ δε θα είμαι εκεί να σε βοηθήσω». Αγκαλιαστήκαμε. Τη στιγμή που τον άγγιξα ένιωσα μια σουβλιά όχι την αναμενόμενη μελαγχολία της αναχώρησης από την πόλη, μα κάτι πικρό και αμετάκλητο. Τον έσφιξα πάνω μου όσο περισσότερο μπορούσα. Καθώς αποτραβιόταν μου έβαλε κάτι στο χέρι: ένα λαμπερό πράσινο βότσαλο γυαλισμένο τέλεια από το αδιάκοπο χάδι της θάλασσας. «Είναι μια ναυαγόπετρα. Αν βουλιάξει το πλοίο, γαντζώσου πάνω της και θα σε βγάλει στη στεριά. Έτσι λένε». Την έσφιξα ανάμεσα στα δάχτυλά μου σαν να ήταν πένα λύρας. Ήξερα, φυσικά, πως δεν ήταν παρά μια δεισιδαιμονία, αλλά το συγκεκριμένο πρωινό ήμουν ιδιαίτερα ευάλωτος. Μπορούσα σχεδόν να φανταστώ τη μαγεία της πέτρας να ριγεί εντός της σαν παλλόμενη χορδή. «Πού τη βρήκες;» «Μου την πούλησε ένας περιπλανώμενος ένας ορφικός ιερέας». Γέλασε αμήχανα. «Τέλος πάντων, ποτέ δεν ξέρεις».