ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΩΝ ΔΙΑΣΠΟΡΩΝ

Σχετικά έγγραφα
Κροκίδωση Συσσωμάτωση Χημική κατακρήμνιση Πηγή: Μαρία Λοϊζίδου, ΕΜΠ, Αθήνα 2006

Γενικά. Εικόνα 1. Πείραµα κροκίδωσης

Κροκίδωση - Συσσωµάτωση

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 8 η : Υγρά, Στερεά & Αλλαγή Φάσεων. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

Αιωρήματα & Γαλακτώματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Περιληπτική θεωρητική εισαγωγή

Κεφάλαιο 2 Χημικοί Δεσμοί

Αιωρήματα & Γαλακτώματα

Κεφάλαιο 7 Κολλοειδή

Από πού προέρχεται η θερμότητα που μεταφέρεται από τον αντιστάτη στο περιβάλλον;

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 7 η : Αέρια Ιδιότητες & συμπεριφορά. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

Σκοπός: Περιγραφή της συμπεριφοράς των νευρικών κυττάρων και ποσοτικά και ποιοτικά.

1. ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ

(Από το βιβλίο Γενική Χημεία των Ebbing, D. D., Gammon, S. D., Εκδόσεις Παπασωτηρίου )

ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΟΝΙΟΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑΣ

Παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της κροκίδωσης

Πιο ενεργά συστατικά κολλοειδή κλασματα Διάμετρο μικρότερη από 0,001 mm ή 1μ ανήκουν στα κολλοειδή.

Χημικές αντιδράσεις καταλυμένες από στερεούς καταλύτες

6.2. ΤΗΞΗ ΚΑΙ ΠΗΞΗ, ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΕΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΕΣ

ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑΣ (3) ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΙΖΗΜΑΤΩΝ. ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΕΡΙΑ ΘΕΩΡΙΑ

Γενική Χημεία. Νίκος Ξεκουκουλωτάκης Επίκουρος Καθηγητής

Τμήμα Φυσικής Πανεπιστημίου Κύπρου Χειμερινό Εξάμηνο 2016/2017 ΦΥΣ102 Φυσική για Χημικούς Διδάσκων: Μάριος Κώστα

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 11 η : Χημική ισορροπία. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

v = 1 ρ. (2) website:

Μεταλλικός δεσμός - Κρυσταλλικές δομές Ασκήσεις

Η κίνηση του νερού εντός των φυτών (Soil-Plant-Atmosphere Continuum) Δημήτρης Κύρκας

ΧΗΜΙΚΗ ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ Σ' όλα τα επίπεδα και σ' όλα τα περιβάλλοντα, η χηµική αποσάθρωση εξαρτάται οπό την παρουσία νερού καθώς και των στερεών και αερίων

panagiotisathanasopoulos.gr

Τράπεζα Χημεία Α Λυκείου

ΜΑΘΗΜΑ: Τεχνολογία Μετρήσεων ΙΙ

ΘΕΡΜΙΚΕΣ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΕΣ

Κεφάλαιο 4 Καταστάσεις της Ύλης: Αέρια, Υγρά και Στερεά

Παράγοντες που εξηγούν τη διαλυτότητα. Είδη διαλυμάτων

Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΦΥΣΙΚΗ ΘΕΤΙΚΗΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Πρόλογος Το περιβάλλον Περιβάλλον και οικολογική ισορροπία Η ροή της ενέργειας στο περιβάλλον... 20

ΔΠΘ - Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΦΥΤΩΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΑ ΦΥΤΑ

Διαλύματα - Περιεκτικότητες διαλυμάτων Γενικά για διαλύματα

Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ανόργανη Χημεία. Ενότητα 10 η : Χημική κινητική. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής.

[FeCl. = - [Fe] t. = - [HCl] t. t ] [FeCl. [HCl] t (1) (2) (3) (4)

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 1

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΦΥΣΙΚΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ

ΥΔΡΟΧΗΜΕΙΑ. Ενότητα 11: Ιοανταλλαγή. Ζαγγανά Ελένη Σχολή : Θετικών Επιστημών Τμήμα : Γεωλογία

Βρέντζου Τίνα Φυσικός Μεταπτυχιακός τίτλος: «Σπουδές στην εκπαίδευση» ΜEd stvrentzou@gmail.com

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 5 η : Ομοιοπολικοί δεσμοί & μοριακή δομή. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΚΡΟΚΙΔΩΣΗ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΗ ΙΖΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΘΡΟΜΒΩΣΗ

Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών. Χημεία. Ενότητα 15: Διαλύματα

Θρεπτικές ύλες Τρόφιµα - Τροφή

2). i = n i - n i - n i (2) 9-2

Μέλη Ομάδας: Κοντόπουλος Φάνης Λούβης Γιάννης Λυμπεροπούλου Ηλιάννα Παπαζώτος Βασίλης Φωστιέρης Νικόλας

1 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ (ΕΙΣΑΓΩΓΗ)

3.2 ΧΗΜΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ

Ανόργανη Χημεία. Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων. Ενότητα 4 η : Ιοντικοί Δεσμοί Χημεία Κύριων Ομάδων. Δρ. Δημήτρης Π. Μακρής Αναπληρωτής Καθηγητής

Οι ιδιότητες των αερίων και καταστατικές εξισώσεις. Θεόδωρος Λαζαρίδης Σημειώσεις για τις παραδόσεις του μαθήματος Φυσικοχημεία Ι

4.2 Παρα γοντες που επηρεα ζουν τη θε ση χημικη ς ισορροπι ας - Αρχη Le Chatelier

Υλικά Ηλεκτρονικής & Διατάξεις

Κεφάλαιο 3. Διεργασίες στη διεπιφάνεια υγρούστερεού

1η Διάλεξη ΚΟΛΛΟΕΙΔΕΣ ΣΥΜΠΛΟΚΟ ΕΔΑΦΟΥΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΤΙΟΝΤΩΝ ΤΕΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΔΙΑΧΥΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ

Διαδικασίες Υψηλών Θερμοκρασιών

Σε ένα δάλ διάλυμα, η διαλυμένη ουσία διασπείρεται ομοιόμορφα σε όλη τη μάζα του διαλύτη

Διάβρωση και Προστασία. Εαρινό εξάμηνο Ακ. Έτους Μάθημα 6ο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 8 (ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ) ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

B' ΤΑΞΗ ΓΕΝ.ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΤΙΚΗ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ÅÐÉËÏÃÇ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΙΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ. ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ A ΤΑΞΗ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 23/04/ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΞΙ (6)

Ταξινόμηση της ύλης Διαλύματα Περιεκτικότητες διαλυμάτων. Χημεία Α Λυκείου Διδ. Εν. 1.5 π. Ευάγγελος Μαρκαντώνης 2 ο ΓΕΛ Αργυρούπολης

ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ & ΕΠΑ.Λ. Β 10 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΘΕΩΡΙΑ ο ΜΑΘΗΜΑ

ηλεκτρικό ρεύμα ampere

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΕΡΑΤΟΤΗΤΑ

Προχωρηµένη Ανόργανη Χηµεία - Εργαστηριακές Ασκήσεις

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ηλεκτρικό ρεύµα ampere

Διάλεξη 7: Μοριακή Δομή

ΑΝΟΡΓΑΝΟΙ ΡΥΠΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΚΥΡΙΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

2. ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο Διεθνές Σύστημα (S.I.) είναι το προς τιμήν του Γάλλου φυσικού Charles Augustin de Coulomb.

ΦΥΣΙΚΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΟΝΑΔΩΝ (S.I.)

Παππάς Χρήστος. Επίκουρος καθηγητής

Πηγή: ΑΠΟΛΥΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ : ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΧΛΩΡΙΟΥ, ΘΕΟΔΩΡΑΤΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2005

Επίπλευση με αέρα (Dissolved Air Flotation)

Αγωγιμότητα στα μέταλλα

ΓΙΝΟΜΕΝΟ ΙΑΛΥΤΟΤΗΤΑΣ (1) ΕΡΗ ΜΠΙΖΑΝΗ 4 ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ

Απομόνωση Καζεΐνης ΆΣΚΗΣΗ 6 Η ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

ΙΑΜΟΡΙΑΚΕΣ ΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΕΣ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ

Περιβαλλοντικές απόψεις της παροχής ενέργειας στις χηµικές αντιδράσεις.

ΘΕΜΑ Α Ι. Στις ερωτήσεις 1-4 να γράψετε στο τετράδιο σας τον αριθμό της ερώτησης και το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

6.1 Θερμόμετρα και μέτρηση θερμοκρασίας

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ. Χ. Κορδούλης

( α πό τράπεζα θεµάτων) ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. 1. Να χαρακτηρίσετε τις επόµενες προτάσεις ως σωστές (Σ) ή λανθασµένες (Λ).

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΧΗΜΕΙΑ / Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ: Θεοδοσία Τσαβλίδου, Μαρίνος Ιωάννου ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1. Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω προτάσεις ως σωστές (Σ) ή λανθασμένες (Λ):

Θεωρητική Εξέταση. Τρίτη, 15 Ιουλίου /3

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ ΣΕ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΩΝ ΔΙΑΣΠΟΡΩΝ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΜΑΡΟΥΠΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Πολιτικού Μηχανικού ΠΑΤΡΑ 2009

i ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα διατριβή µε θέµα «Μελέτη επίδρασης της εφαρµογής ακουστικών κυµάτων σε διεργασίες συσσωµάτωσης κολλοειδών διασπορών» πραγµατοποιήθηκε από τον Μαρούπα Δηµήτριο, µεταπτυχιακό φοιτητή του τµήµατος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών. Η µελέτη εκπονήθηκε στο πλαίσιο τη έρευνας στο Εργαστήριο Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος υπό τις οδηγίες και την καθοδήγηση του κ. Κωνσταντίνου Χρυσικόπουλου, καθηγητή του τµήµατος των Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών, καθώς και µε τη βοήθεια του κ. Ιωάννη Μαναριώτη, επιστηµονικού συνεργάτη του τµήµατος των Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών. Ο συγγραφέας θα ήθελε να εκφράσει τις θερµές ευχαριστίες του προς τους δυο προαναφερθέντες, κ. Κωνσταντίνο Χρυσικόπουλο και κ. Ιωάννη Μαναριώτη, καθώς και προς όλο το προσωπικό του εργαστηρίου Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος του τµήµατος των Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών.

ii ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η συγκεκριµένη εργασία, όπως µαρτυρά ο τίτλος της «Μελέτη επίδρασης της εφαρµογής ακουστικών κυµάτων σε διεργασίες συσσωµάτωσης κολλοειδών διασπορών», έχει ως σκοπό την πρακτική διερεύνηση µέσω πειραµάτων της συµβολής των ακουστικών κυµάτων, ειδικότερα των ηχητικών κυµάτων και των, στην συσσωµάτωση των κολλοειδών καθώς και την έρευνα του κατά πόσο είναι δυνατή η αντικατάσταση των µέχρι τώρα γνωστών µεθόδων συσσωµάτωσης, και ειδικότερα της χρήσης κροκιδωτικών, από αυτά. Στην παρούσα µελέτη γίνεται αναφορά καθώς και εκτενέστερη παρουσίαση σε όρους όπως κολλοειδή, συσσωµάτωση, κροκίδωση, θρόµβωση, ακουστικά κύµατα και υπέρηχοι, ενώ επίσης παρουσιάζονται τα πειράµατα τα οποία πραγµατοποιήθηκαν στο πλαίσιο της µελέτης αυτής. Ειδικότερα για τα κολλοειδή αναλύονται οι φυσικές και οι χηµικές ιδιότητες τους καθώς επίσης και διάφορα ειδικά χαρακτηριστικά τους. Για τους όρους συσσωµάτωση, κροκίδωση και θρόµβωση δίνονται οι ορισµοί αυτών, ενώ γίνεται και αναφορά στις διάφορες µέχρι σήµερα µεθόδους που ακολουθούνται για την πραγµατοποίηση τους, ενώ όσον αφορά τα ηχητικά κύµατα και τους υπέρηχους γίνεται αναφορά τόσο στα φυσικά χαρακτηριστικά τους όσο και στα φαινόµενα που προκαλούνται κατά τη διάδοση αυτών. Στη συνέχεια γίνεται λεπτοµερής παρουσίαση του πειραµατικού µέρους της εργασίας. Παρουσιάζονται όλα τα πειράµατα τα οποία πραγµατοποιηθήκαν στο πλαίσιο της µελέτης ενώ γίνεται πλήρης αναφορά σε όλες τις παραµέτρους, οι οποίες είχαν καθοριστικό ρολό στην πειραµατική διαδικασία. Αναφέρονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν τα πειράµατα, τα διάφορα δείγµατα που χρησιµοποιήθηκαν καθώς επίσης γίνεται και εκτενής αναφορά στις διάφορες συσκευές που χρησιµοποιήθηκαν στην πειραµατική διάταξη. Τα πειράµατα παρουσιάζονται µε τη βοήθεια πινάκων κάνοντας έτσι πιο απλή και πιο εύκολη την κατανόηση τους από τον αναγνώστη, ενώ ακολουθεί µε µορφή κειµένου η πλήρης ανάλυση και αξιολόγηση των αποτελεσµάτων τους. Όσον αφορά τη συγκεκριµένη πειραµατική µελέτη, µέσω των πειραµάτων που πραγµατοποιήθηκαν στο πλαίσιο αυτής, αποδείχθηκε ότι τα ηχητικά κύµατα επιδρούν

iii σε κάποιο βαθµό στη συσσωµάτωση των κολλοειδών σε συνδυασµό όµως µε κάποια από τις ήδη γνωστές µεθόδους και ειδικότερα µε παράλληλη χρήση κροκιδωτικών, ενώ όσον αφορά τους υπέρηχους η εφαρµογή τους, µε ή χωρίς χρήση κροκιδωτικών, δεν επέφερε το επιθυµητό αποτέλεσµα. Παρόλα αυτά η επίδραση των ακουστικών κυµάτων σε διεργασίες συσσωµάτωσης κολλοειδών διασπορών δεν µπορεί να κριθεί αυτοµάτως αναποτελεσµατική, καθώς πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η µελέτη του συγκεκριµένου αντικειµένου βρίσκεται ακόµα σε πρώιµο στάδιο επιτρέποντας πολλά περιθώρια εξέλιξης και βελτίωσης. Κλείνοντας αναφέρεται ότι η προσπάθεια ιζηµατοποίησης µέσω της χρήσης ακουστικών κυµάτων αποτελεί ένα εντελώς καινούριο βήµα στον χώρο του καθαρισµού νερού, από τη µελέτη του οποίου µπορεί να προκύψουν αποτελέσµατα ανατρεπτικά σε σχέση µε τα µέχρι τώρα δεδοµένα που δύναται να οδηγήσουν σε νέες και εντελώς διαφορετικές από τις έως τώρα γνωστές µεθόδους καθαρισµού νερού.

iv ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ...1 1.1 Εισαγωγή στον όρο κολλοειδές...1 1.2 Κολλοειδές και κολλοειδή συστήµατα...1 1.3 Λυόφοβα και λυόφιλα κολλοειδή...2 1.4 Κινητικές ιδιότητες κολλοειδών...3 1.4.1 Κίνηση Brown...3 1.4.2 Καταβύθιση κολλοειδών...4 1.4.3 Διάχυση κολλοειδών...5 1.5 Φόρτιση κολλοειδών...5 1.5.1 Ηλεκτρική διπλοστοιβάδα...7 1.6 Αλληλεπίδραση κολλοειδών...8 1.6.1 Θεωρία DLVO...8 1.6.2 Δυνάµεις non DLVO...9 1.7 Άργιλοι (Clays)...11 1.7.1 Καολινίτης...11 1.7.1.1 Δοµή του καολινίτη...12 1.7.1.2 Ιδιότητες καολινίτη...13 2. ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗ ΚΡΟΚΙΔΩΣΗ ΘΡΟΜΒΩΣΗ...14 2.1 Καθαρισµός νερού...14 2.2 Καταστάσεις σταθερότητας της κολλοειδούς διασποράς...14 2.2.1 Συσσωµάτωση...15 2.2.2 Κροκίδωση...16 2.2.3 Θρόµβωση...17 2.3 Μέθοδοι κροκίδωσης θρόµβωσης κολλοειδών...17 2.3.1 Κροκίδωση µε χρήση κροκιδωτικού...18 2.4 Γήρας κολλοειδούς Πέψη κολλοειδούς...18 2.5 Κροκιδωτικά...19 2.5.1 Θειικό αργίλιο...20

v 3. ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ...22 3.1 Έννοια του κύµατος...22 3.2 Εγκάρσια και διαµήκη κύµατα...22 3.3 Ακουστικά κύµατα...23 3.3.1 Διάδοση ακουστικών κυµάτων...24 3.3.2 Βασικά µεγέθη ακουστικών κυµάτων...25 3.4 Κυµατικά φαινόµενα κατά τη διάδοση του ακουστικού κύµατος...27 3.5 Αρµονικά ακουστικά κύµατα...28 3.6 Συµβολή ακουστικών κυµάτων Η αρχή της επαλληλίας...29 3.7 Στάσιµα ακουστικά κύµατα...30 3.7.1 Στάσιµα κύµατα σε αέριες στήλες...31 4. ΥΠΈΡΗΧΟΙ...34 4.1 Εισαγωγή στους υπέρηχους...34 4.2 Εφαρµογές υπερήχων...34 4.3 Χηµεία υπερήχων...35 4.4 Φυσικά και χηµικά φαινόµενα κατά τη διάδοση υπερήχων...38 4.4.1 Ακουστική σπηλαίωση...38 4.4.1.1 Ιστορική αναδροµή...38 4.4.1.2 Περιγραφή φαινοµένου...39 4.4.1.3 Παροδική σπηλαίωση (Transient cavitation)...39 4.4.1.4 Σταθερή σπηλαίωση (Rectified diffusion)...40 4.4.1.5 Θερµική θεωρία επεξήγησης του φαινοµένου (Hot spot theory)...42 4.4.1.6 Ενέργεια ακουστικής σπηλαίωσης...42 4.4.1.7 Παράγοντες επιρροής...43 4.4.2 Acoustic streaming...44 4.4.2.1 Ιστορική αναδροµή...44 4.4.2.2 Δηµιουργία φαινοµένου...45 4.2.2.3 Χαρακτηριστικά φαινοµένου...46 4.2.2.4 Παράγοντες επιρροής...48 4.2.3 Υπερηχοφωταύγεια (Sonoluminescence)...49 4.2.3.1 Εισαγωγή στο φαινόµενο της υπερηχοφωταύγειας...49 4.2.3.2 Είδη υπερηχοφωταύγειας...50 4.2.3.3 Χαρακτηριστικά και διαφορές SBSL και MBSL...52

vi 4.2.3.4 Παράγοντες επιρροής...53 5. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΥΠΕΡΗΧΩΝ...54 5.1 Σκοπός πειραµατικής έρευνας...54 5.2 Πειραµατική διάταξη...54 5.2.1 Υλικά παρασκευής κολλοειδών διασπορών...56 5.3 Πειραµατικές µετρήσεις...56 5.4 Πειράµατα σε υδατικές κολλοειδή διασπορές µε διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη...58 5.4.1 Μελέτη επίδρασης υπερήχων συνεχούς εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό...58 5.4.1.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος...58 5.4.1.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα...59 5.4.1.3 Συµπεράσµατα...70 5.4.2 Μελέτη επίδρασης υπερήχων συνεχούς εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου, CaCl 2 (5g/L)...71 5.4.2.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος...71 5.4.2.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα...71 5.4.2.3 Συµπεράσµατα...79 5.4.3 Μελέτη επίδρασης υπερήχων συνεχούς εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...79 5.4.3.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος...79 5.4.3.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα...81 5.4.3.3 Συµπεράσµατα...88 5.4.4 Μελέτη επίδρασης υπερήχων παλµικής εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...88 5.4.4.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος...89 5.4.4.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα...89

vii 5.4.4.3 Συµπεράσµατα...93 5.4.5 Μελέτη επίδρασης υπερήχων στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...93 5.4.5.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος...94 5.4.5.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα...95 5.4.5.3 Ανάλυση της χρονικής διάρκειας ως µεταβλητού παράγοντα...97 5.4.5.4 Ανάλυση της συχνότητας ως µεταβλητού παράγοντα...98 5.4.5.5 Ανάλυση της ισχύς ως µεταβλητού παράγοντα...100 5.4.5.6 Συµπεράσµατα...102 5.5 Πειράµατα σε κολλοειδή διασπορές µε διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex...102 5.5.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος...102 5.5.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα...104 5.5.3 Ανάλυση της χρονικής διάρκειας ως µεταβλητού παράγοντα...106 5.5.4 Ανάλυση της συχνότητας ως µεταβλητού παράγοντα...108 5.5.5 Ανάλυση της ισχύς ως µεταβλητού παράγοντα...110 5.5.6 Συµπεράσµατα...111 6. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ...113 6.1 Σκοπός πειραµατικής έρευνας...113 6.2 Πειραµατική διάταξη...113 6.3 Πειραµατικές µετρήσεις...114 6.4 Χαρακτηριστικά δείγµατος...114 6.5 Πειραµατική διαδικασία...115 6.5.1 Μελέτη επίδρασης ηχητικής συχνότητας και πίεσης...115 6.5.2 Μελέτη επίδρασης του χρόνου εφαρµογής ηχητικών κυµάτων...118 6.5.3 Μελέτη επίδρασης της ποσότητας κροκιδωτικού...119 7. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...121 7.1 Σκοπός πειραµατικής έρευνας...121 7.2 Σχολιασµός αποτελεσµάτων πειραµατικής διαδικασίας µε υπέρηχους...122 7.3 Σχολιασµός αποτελεσµάτων πειραµατικής διαδικασίας µε ακουστικά κύµατα..123

viii 7.4 Σχολιασµός Προτάσεις...124 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...125

ix ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Εικόνα 1.1 Διαγραµµατική παράσταση κολλοειδούς σωµατιδίου...7 Εικόνα 1.2 Καµπύλη ολικής δυναµικής ενέργειας συναρτήσει της αποστάσεως µεταξύ δύο κολλοειδών...9 Εικόνα1.3 Απεικόνιση δυνάµεων δίπολου δίπολου...10 Εικόνα 1.4 Χαρακτηριστική µορφή κρυστάλλου καολινίτη...11 Εικόνα 1.5 Κρυσταλλική δοµή καολινίτη...12 Εικόνα 1.6 Διάλυση καολινίτη στο νερό...13 Εικόνα 3.1 Απεικόνιση εγκάρσιου και διάµηκες κύµατος...23 Εικόνα 3.2 Σχηµατική αναπαράσταση ηµιτονοειδούς ακουστικού κύµατος...24 Εικόνα 3.3 Βασικά µεγέθη οδεύοντος κύµατος...26 Εικόνα 3.4 Απεικόνιση αρµονικού συνηµιτονοειδούς κύµατος...29 Εικόνα 3.5 Διαταραχή σωµατιδίου από συνδυασµό κυµάτων...30 Εικόνα 3.6 Στάσιµα διαµήκη κύµατα σε (α) σωλήνα κλειστό στο ένα άκρο και (β) σωλήνα ανοικτό στα δύο άκρα...33 Εικόνα 3.7 Εµφάνιση ιδιοσυχνοτήτων σε αντιστοιχία µε το µήκος σε σωλήνα (α) όταν είναι ανοικτά και τα δύο άκρα και (β) όταν το ένα άκρο είναι κλειστό...33 Εικόνα 4.1 Διάγραµµα συσχέτισης χρόνου, πίεσης και ενέργειας διαφόρων χηµικών διεργασιών...37 Εικόνα 4.2 Δηµιουργία, ανάπτυξη και κατάρρευση µιας φυσαλίδας...40 Εικόνα 4.3 Απεικόνιση του φαινοµένου rectified diffusion...41 Εικόνα 4.4 Απεικόνιση φυσαλίδας κατά το φαινόµενο της σπηλαίωσης...43 Εικόνα 4.5 Χαρακτηριστικές περιοχές acoustic streaming...47 Εικόνα 4.6 Καµπύλη φάσµατος-χρόνου µίας φυσαλίδας αέρα σε έναν ακουστικό κύκλο...51 Εικόνα 5.1 α) MFLG transducer E/805/T/M, β) transducer E/805/T και γ) T02 glass reactor...55 Εικόνα 5.2 Πειραµατική διάταξη υπερήχων...55 Εικόνα 6.1 Πειραµατική διάταξη ηχητικών κυµάτων...114

x ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σχήµα 5.1 Μέγεθος σωµατιδίων σε διασπορά από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό...95 Σχήµα 5.2 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 5 min...97 Σχήµα 5.3 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 15 min...98 Σχήµα 5.4 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 30 min...98 Σχήµα 5.5 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 582 khz...99 Σχήµα 5.6 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 1142 khz...100 Σχήµα 5.7 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 85 W...101 Σχήµα 5.8 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 165 W...101 Σχήµα 5.9 Μέγεθος σωµατιδίων σε διασπορά από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό...104 Σχήµα 5.10 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 5 min...107 Σχήµα 5.11 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 15 min...107 Σχήµα 5.12 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 30 min...108 Σχήµα 5.13 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 582 khz...109 Σχήµα 5.14 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 1142 khz...109 Σχήµα 5.15 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 85 W...110 Σχήµα 5.16 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 165 W...111

xi Σχήµα 5.17 Παρουσίαση όλων των πειραµατικών αποτελεσµάτων σε υδατικές διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm...112

xii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 4.1 Σηµαντικότερες διαφορές µεταξύ SBML και MBSL...52 Πίνακας 5.1 Παρουσίαση πειραµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό χωρίς προσθήκη αλκαλικότητας ή κροκιδωτικού...59 Πίνακας 5.2 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό χωρίς προσθήκη αλκαλικότητας ή κροκιδωτικού...60 Πίνακας 5.3 Παρουσίαση πειραµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου CaCl 2 (5g/L)...71 Πίνακας 5.4 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου CaCl 2 (5g/L)...72 Πίνακας 5.5 Αποτελέσµατα Jar test προς εύρεση ιδανικότερης ποσότητας κροκιδωτικού...80 Πίνακας 5.6 Παρουσίαση πειραµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...81 Πίνακας 5.7 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...82 Πίνακας 5.8 Παρουσίαση πειραµάτων παλµικής εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...89 Πίνακας 5.9 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων παλµικής εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...90

xiii Πίνακας 5.10 Παρουσίαση πειραµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...95 Πίνακας 5.11 Παρουσίαση αποτελεσµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...96 Πίνακας 5.12 Παρουσίαση πειραµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...104 Πίνακας 5.13 Παρουσίαση αποτελεσµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L)...105 Πίνακας 6.1 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων επιβολής ηχητικών κυµάτων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) µε σταθερό χρόνο εφαρµογής και σταθερή ποσότητα κροκιδωτικού στη διασπορά για διάφορες συχνότητες και πιέσεις...116 Πίνακας 6.2 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων επιβολής ηχητικών κυµάτων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) για διάφορους χρόνους εφαρµογής σε σταθερή συχνότητα και πίεση και µε σταθερή ποσότητα κροκιδωτικού...118 Πίνακας 6.3 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων επιβολής ηχητικών κυµάτων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) για

xiv διάφορες ποσότητες κροκιδωτικού σε σταθερή συχνότητα και πίεση και µε σταθερό χρόνο εφαρµογής κυµάτων...120

1 1. ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΚΟΛΛΟΕΙΔΕΣ Ο όρος κολλοειδές χρησιµοποιήθηκε πρώτη φορά από το Σκοτσέζο χηµικό Thomas Graham το 1860, όταν ανακάλυψε ότι συγκεκριµένες ουσίες, όπως η κόλλα και η ζελατίνη, µπορούν να διαχωριστούν από κάποιες άλλες, όπως το αλάτι ή η ζάχαρη, µέσω της διεργασίας της διαπίδυσης. Με τον όρο κολλοειδές (colloid) χαρακτήρισε τις ουσίες που δε διαχέονταν µέσω ηµιπερατής µεµβράνης, ενώ µε τον όρο κρυσταλλοειδές (crystalloid) τις ουσίες που διαχέονταν και ουσιαστικά βρίσκονταν σε πλήρη διάλυση. Η ακριβής ετυµολογία της λέξης είναι κόλλα + είδος, δηλαδή αυτό που µοιάζει µε κόλλα. Ο συγκεκριµένος όρος όταν χρησιµοποιήθηκε από τον Graham ήταν κατάλληλος για να περιγράψει τα συστήµατα τα οποία µελετούσε, (διαλύµατα κόλλας), όµως για τα συστήµατα που µελετώνται σήµερα θεωρείται πλέον ετυµολογικά ακατάλληλος. 1.2 ΚΟΛΛΟΕΙΔΕΣ ΚΑΙ ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Τα κολλοειδή είναι πολύ µικρά σωµατίδια ύλης µε κύριο χαρακτηριστικό τους το µέγεθος, το οποίο είναι µεγαλύτερο από το µέγεθος ενός µορίου, αλλά τόσο µικρό ώστε να είναι αόρατα στο γυµνό µάτι ή ακόµη και στο απλό οπτικό µικροσκόπιο. Σύµφωνα µε µελέτες το µέγεθος ενός κολλοειδούς κυµαίνεται µεταξύ του 1nm (10-9 m) και 1µm (10-6 m) (Χρυσικόπουλος, 2005). Ένα ακόµη ιδιαίτερα σηµαντικό χαρακτηριστικό τους είναι η ηλεκτρική φόρτιση, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι στη φύση συναντώνται συνήθως µε αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο. Αποτελεί πάντως γεγονός ότι πλέον στην επιστηµονική κοινότητα µε τη χρήση του όρου κολλοειδές γίνεται λόγος όχι για τα µικρά αυτά σωµατίδια της ύλης, αλλά για τα κολλοειδή συστήµατα. Τα κολλοειδή συστήµατα, ή η κολλοειδής διασπορά (colloidal dispersion) όπως αλλιώς συχνά αναφέρονται, είναι ένα είδος οµογενούς µείγµατος. Ένα κολλοειδές σύστηµα αποτελείται από δύο διαφορετικές φάσεις, τη διασπαρµένη ή ασυνεχή φάση (dispersed phase) και τη συνεχή φάση ή αλλιώς µέσο διασποράς (continuous phase).

2 Σε ένα κολλοειδές σύστηµα η διασπαρµένη φάση βρίσκεται σε κατάσταση λεπτού διαµερισµού και είναι οµοιόµορφα κατανεµηµένη στο µέσο διασποράς. Οι δύο αυτές φάσεις είναι δυνατόν να βρίσκονται σε οποιαδήποτε µορφή της ύλης (στερεή, υγρή, αέρια), χωρίς η µορφή της µίας να επηρεάζει την άλλη. Για να χαρακτηρισθεί ένα µείγµα ως κολλοειδές δεν είναι απαραίτητο και οι τρεις διαστάσεις να είναι κάτω του ενός µικρού (1 µm), καθώς η κολλοειδής συµπεριφορά παρατηρείται και σε συστήµατα που περιέχουν διασπαρµένες ίνες (δύο µόνο διαστάσεις µικρότερες του 1 µm) ή σε λεπτά υµένια και αργίλους (µία µόνο κολλοειδής διάσταση) (Παναγιώτου, 1998). Οι ιδιότητες κολλοειδούς χαρακτήρα εµφανίζονται όταν οι διαστάσεις της διασπαρµένης φάσης είναι µεταξύ 1 και 1000 nm, δηλαδή, µεταξύ 10 Α (Armstrong) και 1 µm, χωρίς αυτά τα όρια να είναι απόλυτα, δεδοµένου ότι σε ορισµένες ειδικές περιπτώσεις (π.χ. γαλακτώµατα) τα διασπαρµένα σωµατίδια είναι µεγαλύτερων διαστάσεων. Τέλος σηµειώνεται ότι όταν οι διαστάσεις της διασπαρµένης φάσης είναι µικρότερες του 1 nm η κολλοειδής συµπεριφορά ταυτίζεται µε εκείνη των µοριακών διαλυµάτων. 1.3 ΛΥΟΦΟΒΑ ΚΑΙ ΛΥΟΦΙΛΑ ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ Τα κολλοειδή χωρίζονται σε δύο κατηγορίες βάση της ευκολίας µε την οποία εγκαταλείπουν την κολλοειδή κατάσταση, στα λυόφιλα, τα οποία την εγκαταλείπουν δύσκολα και στα λυόφοβα, τα οποία την εγκαταλείπουν εύκολα. Ειδικότερα λυόφιλα ονοµάζονται τα κολλοειδή των οποίων τα µικκύλια συγκροτούν τα µόρια αυτών έναντι του µέσου διασποράς, γεγονός που τα καθιστά πολύ σταθερά και δεν κατακρηµνίζονται εύκολα, ενώ λυόφοβα ονοµάζονται τα κολλοειδή των οποίων τα µικκύλια δεν συγκροτούν τα µόρια αυτών έναντι του µέσου διασποράς µε αποτέλεσµα να κατακρηµνίζονται εύκολα. Αναφέρεται ότι µε τον όρο µικκύλια χαρακτηρίζονται οι πολύ µικρές ενότητες από τις οποίες αποτελούνται τα κολλοειδή σωµατίδια. Όταν το υγρό µέσο διασποράς είναι το νερό, τότε τα κολλοειδή χαρακτηρίζονται ως υδρόφοβα και υδρόφιλα αντίστοιχα. Με τον όρο λυόφοβα κολλοειδή συστήµατα περιγράφονται οι διασπορές υγρών ή στερεών σωµατιδίων σε υγρά µέσα, οι οποίες παράγονται µε µηχανική ή χηµική διεργασία. Στις διασπορές αυτές η διασπαρµένη φάση και το µέσο διασποράς είναι δύο σαφώς διαφορετικές φάσεις, καθώς η διασπαρµένη φάση αποτελείται ουσιαστικά από άπειρες µικροφάσεις. Η διάκριση αυτή των φάσεων συνεπάγεται την παρουσία

3 διαφασικής περιοχής, ή διεπιφανειών, στις συγκεκριµένες διασπορές, οδηγώντας στο συµπέρασµα ότι τα λυόφοβα κολλοειδή είναι µικροετερογενή συστήµατα. Τα λυόφιλα κολλοειδή αντιθέτως αποτελούν µία οµογενή φάση χωρίς διακριτή διαφασική περιοχή. Με το συγκεκριµένο όρο περιγράφονται γενικώς τα διαλύµατα µακροµορίων, στα οποία υπάρχει συνήθως ένα λυόφιλο σύστηµα ή ένα λυόφιλο κολλοειδές. Στις διασπορές αυτές τα διαλυµένα µακροµόρια επηρεάζουν δραµατικά τις ιδιότητες του µέσου διασποράς, δεδοµένου ότι το οµογενές διάλυµα έχει νέες ιδιότητες, οι οποίες είναι γενικά ένας συγκερασµός των ιδιοτήτων του διαλύτη και της διαλυµένης ουσίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα οι θερµοφυσικές ιδιότητες των λυόφιλων κολλοειδών, όπως το ιξώδες ή η επιφανειακή τάση, να είναι σηµαντικά διαφορετικές από τις αντίστοιχες ιδιότητες του µέσου διασποράς, ενώ αντίθετα στα λυόφοβα κολλοειδή οι θερµoφασικές ιδιότητες του µέσου διασποράς γενικά δε µεταβάλλονται σηµαντικά µε την προσθήκη της διασπαρµένης φάσης (Σκουλικίδης, 1964). 1.4 ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΩΝ Οι κινητικές ιδιότητες των κολλοειδών σωµατιδίων έχουν κυρίως µελετηθεί σε υγρά µέσα διασποράς, µε τη θερµική κίνηση, τη κίνηση υπό την επίδραση πεδίων βαρύτητας και τη κίνηση υπό την επίδραση εξωτερικών διατµητικών τάσεων, να αποτελούν τις πιο σηµαντικές από αυτές. Σηµαντική επίσης είναι η κίνηση των κολλοειδών υπό την επίδραση εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου, αλλά αυτή ανήκει στις ηλεκτροκινητικές ιδιότητες των κολλοειδών. Η θερµική κίνηση γίνεται αντιληπτή, στην µεν µικροσκοπική κλίµακα, µε τη µορφή της κίνησης Brown, στη δε µακροσκοπική, µε τη µορφή της ώσµωσης και της διάχυσης. Τέλος η βαρύτητα παρέχει την κινούσα δύναµη για την κατακρήµνιση ή καταβύθιση (sedimentation) και την ανάδυση ή κορυφή (creaming) των κολλοειδών. Στα υποκεφάλαια που ακολουθούν γίνεται αναλυτικότερη περιγραφή των κινητικών ιδιοτήτων των κολλοειδών. 1.4.1 Κίνηση Brown Σύµφωνα µε τη µοριακή κινητική θεωρία, η κίνηση Brown οφείλεται στις τυχαίες συγκρούσεις των µορίων του µέσου διασποράς µε το κολλοειδές σωµατίδιο.

4 Οι κατευθύνσεις των κινήσεων των µορίων του µέσου περί το σωµατίδιο είναι τυχαία προσανατολισµένες, ενώ οι ταχύτητές τους κατανέµονται σύµφωνα µε το νόµο Maxwell-Boltzman. Η δύναµη, η οποία ασκείται πάνω στην επιφάνεια του κολλοειδούς σωµατιδίου είναι ανάλογη τόσο της συχνότητας των συγκρούσεων όσο και της ταχύτητας των συγκρουόµενων µορίων του µέσου. Η συχνότητα των συγκρούσεων είναι προφανώς ανάλογη της πυκνότητας του µέσου σε µία περιοχή περί το σωµατίδιο πάχους ίσου µε τη µέση ελεύθερη διαδροµή των µορίων του µέσου. Επειδή η τοπική πυκνότητα ενός υγρού διαρκώς µεταβάλλεται, όπως άλλωστε και η µοριακή ταχύτητα, η ασκούµενη δύναµη ανά µονάδα επιφάνειας του σωµατιδίου θα µεταβάλλεται, επίσης, διαρκώς. Την κάθε χρονική στιγµή θα υπάρχει µία καθαρή συνισταµένη δύναµη στο σωµατίδιο οφειλόµενη στη µη εξισορρόπηση των δυνάµεων στα διάφορα µέρη της επιφανείας του σωµατιδίου Όταν το κολλοειδές σωµατίδιο είναι σφαιρικό, η κίνηση Brown είναι µία απλή µεταφορική κίνηση οδηγώντας σε απλή διάχυση του κολλοειδούς. Όταν το σωµατίδιο είναι µη σφαιρικό, τότε, εκτός από την µεταφορική κίνηση, έχουµε και περιστροφική κίνηση Brown. 1.4.2 Καταβύθιση κολλοειδών Αν υποτεθεί ότι ένα σωµατίδιο όγκου V και πυκνότητας ρ 2 βρίσκεται µέσα σε ένα υγρό πυκνότητας ρ 1, τότε πάνω στο σωµατίδιο ασκείται µία δύναµη F g λόγω της βαρύτητας και ταυτόχρονα µία αντίθετη δύναµη F b λόγω της άνωσης. Το σωµατίδιο επιταχύνεται υπό την επίδραση της συνισταµένης των δύο δυνάµεων: F = F g -F b = V(ρ 2 - ρ 1 )g, όπου g η επιτάχυνση βαρύτητας Από την εξίσωση αυτή προκύπτει ότι το σωµατίδιο θα κινηθεί προς την διεύθυνση της F g (κατακρήµνιση) αν ρ 2 > ρ 1 ενώ θα κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση της δύναµης άνωσης (κρέµωση) αν ρ 2 < ρ 1. Καθώς αυξάνει η ταχύτητα του σωµατιδίου, η ιξώδης δύναµη (ή δύναµη τριβής), F v, που αντιτίθεται στην κίνησή του, αυξάνει, επίσης, έως ότου γίνει ίση και αντίθετη µε την F. Υπό τις συνθήκες αυτές το σωµατίδιο κινείται ισοταχώς µε οριακή ταχύτητα ν. Σε συνθήκες σταθερής κατάστασης, η ιξώδης δύναµη είναι ίση και αντίθετη µε την F, έχοντας:

5 V(ρ 2 - ρ 1 )g = m (1 - ρ 1 / ρ 2 )g = F v, όπου m (=ρ 2 V) είναι η µάζα του σωµατιδίου. Η µέθοδος της καταβύθισης λόγω βαρύτητας έχει ένα πρακτικό κατώτερο όριο µεγέθους σωµατιδίου, περίπου 1 µm. Κολλοειδή σωµατίδια µικρότερα από το όριο αυτό κατακάθονται υπό την επίδραση του πεδίου βαρύτητας, τόσο αργά, ώστε η δράση της καταβύθισης να παραµορφώνεται από την τάση προς ανάµειξη λόγω διάχυσης και συναγωγής. 1.4.3 Διάχυση κολλοειδών Ο δεύτερος νόµος της θερµοδυναµικής επιβάλλει οµοιόµορφη κατανοµή (τυχαία κατανοµή) των µορίων µίας φάσης σε ισορροπία, όταν απουσιάζουν εξωτερικά πεδία δυνάµεων. Αν για κάποιο λόγο υπάρξει µία µη οµοιόµορφη κατανοµή των σωµατιδίων στην φάση, τότε στα σωµατίδια θα ασκηθεί µία δύναµη, η οποία θα τείνει να τα διασπείρει οµοιόµορφα. Το φαινόµενο αυτό περιγράφεται από το δεύτερο νόµο του Fick: c t 2 c = D 2 x Παραθέτοντας ορισµένες τυπικές τιµές του συντελεστή διάχυσης αναφέρεται ότι για συνήθη υγρά µικρού µοριακού βάρους ο συντελεστής αυτοδιάχυσης είναι της τάξης των 10-9 m 2 s -1, ενώ για τις κολλοειδείς ουσίες ο συντελεστής διάχυσης είναι της τάξης των 10-11 m 2 s -1. 1.5 ΦΟΡΤΙΣΗ ΚΟΛΛΟΕΙΔΩΝ Οι δυνάµεις ηλεκτροστατικού τύπου είναι εκείνες που επενεργούν και διασφαλίζουν τη σταθερότητα των κολλοειδών αιωρηµάτων. Τα πιο πολλά µικκύλια των κολλοειδών είναι ηλεκτρικά φορτισµένα. Το πρόσηµο και η τιµή του ηλεκτρικού φορτίου ενός µικκυλίου εξαρτάται από τα διάφορα χαρακτηριστικά του. Τα µικκύλια τα οποία αντιστοιχούν σε µεταλλικά οξείδια είναι συνήθως θετικά φορτισµένα ενώ

6 εκείνα που αντιστοιχούν σε µη µεταλλικά οξείδια και σε σουλφίδια είναι συνήθως αρνητικά φορτισµένα. Το καθαρό αποτέλεσµα είναι ότι µικκύλια µε ετερώνυµα φορτία έλκονται και αλληλοεξουδετερώνονται ενώ µικκύλια µε οµώνυµα φορτία απωθούνται. Έτσι λοιπόν µετά την αλληλεξουδετέρωση των µικκυλίων αντιθέτου φορτίου εξακολουθούν να παραµένουν στο κολλοειδές σύστηµα µικκύλια πού είναι φορτισµένα µε εκείνο το φορτίο που βρίσκεται σε περίσσεια. Τα µικκύλια αυτά είναι οµώνυµου φορτίου και απωθούνται µεταξύ τους και έτσι το κολλοειδές σύστηµα εµφανίζεται σταθερό. Σηµειώνεται ότι στην περίπτωση των κολλοειδών συστηµάτων που αντιστοιχούν σε φυσικά υδατικά αποθέµατα έχει παρατηρηθεί ότι τα µικκύλια είναι πάντα αρνητικά φορτισµένα. Η αρνητικά φορτισµένη επιφάνεια του κολλοειδούς σωµατιδίου έλκει αντιιόντα (θετικά ιόντα) και σχηµατίζεται ένα στρώµα από θετικά ιόντα που είναι γνωστό ως στρώµα Stern. Από την περιοχή του στρώµατος Stern έλκονται µόρια νερού (στα υδρόφιλα κολλοειδή) λόγω της ασύµµετρης κατανοµής των ηλεκτρικών φορτίων στο µόριο του νερού. Ένα δεύτερο στρώµα από ιόντα που είναι γνωστό ως διάχυτο στρώµα περιβάλλει επίσης το κολλοειδές σωµατίδιο. Το διάχυτο στρώµα θεωρείται ότι αποτελείται από ένα εσωτερικό µέρος και ένα εξωτερικό µέρος που έχουν όριο την επιφάνεια διάσπασης. Μέχρι την επιφάνεια διάσπασης τα µόρια του νερού που υφίστανται τις επιδράσεις του ηλεκτρικού πεδίου του κολλοειδούς σωµατιδίου συµπαρασύρονται και ακολουθούν την πορεία του σωµατιδίου ενώ τα µόρια του νερού που βρίσκονται πέραν από την επιφάνεια διάσπασης είναι ασθενέστερα συνδεδεµένα µε το κολλοειδές σωµατίδιο και δεν είναι δυνατόν να συµπαρασυρθούν από αυτό καθώς κινείται. Το ηλεκτρικό δυναµικό στην επιφάνεια διάσπασης ονοµάζεται και δυναµικό Ζήτα. Στην επιφάνεια διάσπασης υπάρχει ένα καθαρό αρνητικό φορτίο στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρικό δυναµικό στην επιφάνεια αυτή. Επειδή τα εξωτερικά όρια του κολλοειδούς σωµατιδίου είναι στην επιφάνεια διάσπασης, το φορτίο της επιφάνειας διάσπασης και το αντίστοιχο δυναµικό είναι εκείνα τα µεγέθη πού επηρεάζουν την ηλεκτροκινητική συµπεριφορά του σωµατιδίου. Τα δύο στρώµατα που περιβάλλουν το κολλοειδές (στρώµα Stern και διάχυτο στρώµα) ονοµάζονται συχνά διπλό στρώµα (Τσώνης, 2003). Η επιφάνεια διάσπασης βρίσκεται εντός του διάχυτου στρώµατος και αρκετοί ερευνητές την τοποθετούν στην αρχή του διάχυτου στρώµατος ή στα εξωτερικά όρια του σταθερά προσδεδεµένου στρώµατος αντιιόντων (στρώµα Stern).

7 Εικόνα 1.1 Διαγραµµατική παράσταση κολλοειδούς σωµατιδίου 1.5.1 Ηλεκτρική διπλοστοιβάδα Ουσιαστικά αυτά που µόλις προαναφέρθηκαν αποτελούν µια λεπτοµερή αναφορά στο φαινόµενο της ηλεκτρικής διπλοστοιβάδας, η κατανόηση του οποίου είναι ιδιαιτέρως σηµαντική στην επιστήµη των κολλοειδών. Γενικότερα µπορεί να ειπωθεί ότι η προσρόφηση διπολικών µορίων δεν οδηγεί στην εµφάνιση ενός καθαρού επιφανειακού φορτιού αλλά η παρουσία ενός στρώµατος προσανατολισµένων διπόλων στην επιφάνεια µπορεί να συµβάλλει ουσιαστικά στη φύση της ηλεκτρικής διπλοστοιβάδας. Οι ιοντικές ουσίες µπορούν να αποκτήσουν επιφανειακό φορτίο λόγω της άνισης διάλυσης των αντίθετα φορτισµένων ιόντων, από τα οποία αποτελούνται. Η παρουσία του επιφανειακού αυτού φορτίου επηρεάζει την κατανοµή των γειτονικών ιόντων στο πολικό µέσο, καθώς ιόντα αντίθετου φορτίου (counter-ions) έλκονται προς την επιφάνεια, ενώ ιόντα όµοιου φορτίου (co-ions) ωθούνται µακριά από την επιφάνεια. Το παραπάνω φαινόµενο, σε συνδυασµό µε την τάση προς ανάµειξη λόγω θερµικής κίνησης στο διάλυµα, οδηγεί στην εµφάνιση µιας ηλεκτρικής

8 διπλοστοιβάδας, η οποία συνίσταται από τη φορτισµένη επιφάνεια και µία εξουδετερωτική περίσσεια ιόντων αντιθέτου φορτίου (σε σχέση µε τα ιόντα όµοιου φορτίου) κατανεµηµένων µε έναν διάχυτο τρόπο στο πολικό µέσο. Η θεωρία της ηλεκτρικής διπλοστοιβάδας ασχολείται µε αυτή την κατανοµή των ιόντων και, κατά συνέπεια, µε τα µεγέθη των ηλεκτρικών δυναµικών, τα οποία αναπτύσσονται στην περιοχή της φορτισµένης επιφάνειας. Κλείνοντας µπορεί να θεωρηθεί, γενικά, ότι η ηλεκτρική διπλοστοιβάδα αποτελείται από δύο περιοχές, µία εσωτερική περιοχή, η οποία µπορεί να περιλαµβάνει προσροφηµένα ιόντα και µία εξωτερική διάχυτη περιοχή, στην οποία τα ιόντα κατανέµονται υπό την επίδραση των ηλεκτροστατικών δυνάµεων και της θερµικής κίνησης (Παναγιώτου, 1998). 1.6 ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΚΟΛΛΟΕΙΔΩΝ Στα κολλοειδή σωµατίδια οι κυριότερες δυνάµεις που αναπτύσσονται είναι οι ελκτικές δυνάµεις van der Waals, οι απωστικές δυνάµεις µεταξύ οµώνυµων φορτισµένων µικυλίων καθώς και η έλξη των σωµατιδίων από το διαλύτη. Επίσης παρουσιάζονται και οι στερικές δυνάµεις, οι οποίες είναι απωστικές καθώς και δυνάµεις εντροπίας (ταλαντωτικής φύσης) οι οποίες οφείλονται στη θερµική κίνηση Brown που παρουσιάζεται σε ένα ρευστό µέσο διασποράς. Οι δυνάµεις λόγο βαρύτητας θεωρούνται αµελητέες εξαιτίας της πολύ µικρής µάζας τω κολλοειδών. Γενικότερα οι δυνάµεις αλληλεπίδρασης µεταξύ των κολλοειδών κατατάσσονται σε δύο µεγάλες κατηγορίες, στις δυνάµεις DLVO (DLVO forces) και στις non DLVO δυνάµεις (non DLVO forces). 1.6.1 Θεωρία DLVO Η ποσοτική περιγραφή της σταθερότητας και της συσσωµάτωσης των κολλοειδών γίνεται βάση της κλασικής θεωρίας DLVO (Derjaquin, Landau, Verwey και Overbeek). Η θεωρία DLVO αποτελεί µία ποσοτική θεωρία για τη σταθερότητα κολλοειδών και στηρίζεται στη µεταβολή της δυναµικής ενέργειας που παρουσιάζεται καθώς δύο κολλοειδή σωµατίδια προσεγγίζουν µεταξύ τους. Η συγκεκριµένη µεταβολή οφείλεται στην ηλεκτροστατική άπωση (electrostatic repulsion) λόγω της επικάλυψης των διάχυτων διπλοστοιβάδων και στη

9 διασωµατιδιακή έλξη λόγω των διαµοριακών δυνάµεων van der Waals. Η θεωρία DLVO εξετάζει την σταθερότητα των κολλοειδών µε βάση την καµπύλη της ολικής αυτής δυναµικής ενέργειας µε την απόσταση µεταξύ των κολλοειδών. Η αντίσταση των κολλοειδών στη συσσωµάτωση εξαρτάται από το ύψος ενός ενεργειακού φραγµού (energy barrier). Αν η κινητική ενέργεια των κολλοειδών είναι ικανή να ξεπεραστεί ο ενεργειακός φραγµός και να ελαττωθεί η απόσταση µεταξύ των σωµατιδίων, τότε είναι δυνατή η συσσωµάτωση των κολλοειδών (Rhonda Lee, 2005). Εικόνα 1.2 Καµπύλη ολικής δυναµικής ενέργειας συναρτήσει µεταξύ δύο κολλοειδών. της αποστάσεως 1.6.2 Δυνάµεις non DLVO Η θεωρία DLVO είναι ιδιαίτερα σηµαντική για την επιστήµη των κολλοειδών σωµατιδίων, παρόλα αυτά υπάρχουν κολλοειδείς διασπορές η σταθερότητα των οποίων δεν µπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά βάση των DLVO δυνάµεων. Το κενό αυτό το καλύπτουν οι δυνάµεις non DLVO οι οποίες έχουν διαφορετικές φυσικές και χηµικές ιδιότητες από τις δυνάµεις van der Waals και από τις ηλεκτροστατικές απώσεις και είναι εξίσου σηµαντικές στην κατανόηση των ιδιοτήτων των κολλοειδών. Ως δυνάµεις non DLVO χαρακτηρίζονται οι δοµικές ταλαντωτικές δυνάµεις µεταξύ των κολλοειδών, οι στερικές δυνάµεις και οι δυνάµεις (ελκτικές ή απωστικές) που οφείλονται στην αλληλεπίδραση των κολλοειδών µε το διαλύτη. Οι δοµικές δυνάµεις (colloidal structural forces) σταθεροποιούν διασπορές µεγάλων σε µέγεθος σωµατιδίων όταν η συγκέντρωση των µικρών σε µέγεθος

10 σωµατιδίων στη διασπορά είναι σχετικά υψηλή (5 % 10%). Αντίθετα λειτουργούν αποσταθεροποιητικά σε διασπορές µεγάλων σε µέγεθος σωµατιδίων όταν η συγκέντρωση των µικρών σε µέγεθος σωµατιδίων στη διασπορά είναι χαµηλή. Η οριακή περίπτωση των συγκεκριµένων δυνάµεων είναι η περίπτωση δυνάµεων δίπολου δίπολου (depletion attraction), όπου τα µικρά σωµατίδια δεν µπορούν να διεισδύσουν στο κενό µεταξύ των δύο επιφανειών των µεγάλων κολλοειδών σωµατιδίων προκαλώντας µε τον τρόπο αυτό ένα πεδίο αρνητικής οσµωτικής πίεσης, το οποίο δεν επιτρέπει τη ροή δαυλίτη και οδηγεί σε έλξη µεταξύ των δύο µεγάλων επιφανειών. Η περίπτωση δυνάµεων δίπολου δίπολου εµφανίζεται όταν η συγκέντρωση των µικρών σωµατιδίων είναι ιδιαίτερα χαµηλή σε διασπορές µεγάλων κολλοειδών (ουσιαστικά αποτελεί εκφυλισµό των δοµικών δυνάµεων) και µπορεί να αποσταθεροποιήσει τη διασπορά (Παναγιώτου, 1998). Εικόνα1.3 Απεικόνιση δυνάµεων δίπολου δίπολου. Οι στερικές δυνάµεις προσρόφησης προκύπτουν όταν προσροφηµένα στρώµατα µεταξύ των µακροµορίων διεισδύουν το ένα µέσα στο άλλο δίνοντας µια αύξηση της τοπικής συγκέντρωσης των δοµικών µονάδων των πολυµερών. Αυτή η αλληλοδιείσδυση µπορεί να οδηγεί είτε σε διασωµατιδιακή άπωση ή έλξη µε έναν ωσµωτικό µηχανισµό, ανάλογα της ισορροπίας των αλληλεπιδράσεων πολυµερούς πολυµερούς και πολυµερούς µέσου διασποράς. Όταν η αλληλεπίδραση αυτή είναι εκτεταµένη οδηγεί σε µια ελαστική άπωση η οποία σταθεροποιεί την κολλοειδή διασπορά. Οι συνθήκες στερικής σταθεροποίησης είναι ίδιες µε τις συνθήκες σταθεροποίησης των διαλυµάτων πολυµερών, οπότε έχοντας ως µέσο διασποράς έναν καλό διαλύτη, η αλληλοδιείσδυση για τα λυόφιλα τµήµατα του προσροφηµένου πολυµερούς δεν ευνοείται και προκύπτει µια διασωµατιδιακή άπωση, ενώ έχοντας

11 έναν κακό διαλύτη ως µέσο διασποράς η αλληλοδιείσδυση ευνοείται µε αποτέλεσµα τη διασωµατιδιακή έλξη (Παναγιώτου, 1998). Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται τα κύρια χαρακτηριστικά της στερικής σταθεροποίησης (non DLVO forces) και της ηλεκτροστατικής σταθεροποίησης (DLVO forces). 1.7 ΑΡΓΙΛΟΙ (CLAYS) Γενικά ως αργιλικά ορυκτά χαρακτηρίζονται τα φυλλοπυριτικά ορυκτά µε µέγεθος κόκκων µικρότερο των 2µm. Οι άργιλοι είναι υλικά κολλοειδούς και κρυσταλλικής φύσεως και συνιστούν το ενεργό µεταλλικό µέρος του εδάφους. Οι περισσότεροι άργιλοι είναι κρυσταλλικοί και έχουν µια καθορισµένη και επαναλαµβανόµενη διάταξη που αποτελείται από άτοµα πυριτίου και αργιλίου συγκρατούµενα από στρωµατικά επίπεδα ατόµων οξυγόνου. Οι πιο κοινές άργιλοι είναι ο καολινίτης (kaolinite), ο ιλλίτης (illite) και ο µονµοριλλονίτης (monmorillonite). 1.7.1 Καολινίτης Ο καολινίτης είναι ένα λευκό, ένυδρο και πολύ µαλακό αργιλοπυριτικό ορυκτό µε πτωχά µηχανικά χαρακτηριστικά. Είναι προϊόν εξαλλοίωσης των αστρίων και άλλων πυριτικών ορυκτών των εκρηξιγενών πετρωµάτων. Έχει σταθερή χηµική δοµή και συναντάται σε εξαιρετικά µικρούς, εξαγωνικού σχήµατος, και πεπλατυσµένους κρυστάλλους. Αποτελεί το βασικό συστατικό του καολίνη, ο οποίος χρησιµοποιείται ευρέως στην κεραµοποιία. Εικόνα1.4 Χαρακτηριστική µορφή κρυστάλλου καολινίτη

12 1.7.1.1 Δοµή του καολινίτη Ο θεωρητικός χηµικός τύπος του καολινίτη είναι Al 2 Si 2 O 5 (OH) 4 και περιέχει κατά µέσο όρο 29,5% Al 2 O 3, 46,5% SiO 2 και 14% κρυσταλλικό νερό. Αποτελείται βασικά από επαναλαµβανόµενες στρώσεις ενός τετραεδρικού και ενός οκταεδρικού φύλλου (ορυκτό δοµής 1:1). Τα δύο φύλλα συνδέονται έτσι ώστε οι κορυφές του τετραεδρικού φύλλου να βρίσκονται σε ένα επίπεδο µε τα (OH) του οκταεδρικού φύλλου. Η βασική απόσταση είναι 0.72nm. Ο κρύσταλλος του καολινίτη αποτελείται από πολλές στρώσεις, που συγκρατούνται µεταξύ τους µε δεσµούς υδρογόνου µεταξύ των υδροξυλίων του οκταεδρικού φύλλου και των οξυγόνων του τετραεδρικού φύλλου. Ο δεσµός αυτός που είναι σχετικά ισχυρός, σε σχέση µε τις δυνάµεις van der Waals, εµποδίζει την προσρόφηση νερού στο διαστρωµατικό χώρο και επιτρέπει στα στρώµατα να στοιβάζονται και να δηµιουργούν ένα σχετικά µεγάλο κρύσταλλο. Ένας τυπικός κρύσταλλος καολινίτη µπορεί να έχει πάχος 70 έως 100 στρωµάτων. Εικόνα 1.5 Κρυσταλλική δοµή καολινίτη Τέλος όσον αφορά τις διασπορές διαλυµένων σωµατιδίων καολινίτη σε νερό αναφέρεται ότι η επιφανειακή φόρτιση που παρατηρείται στα σωµατίδια είναι πάντα αρνητική, µε το δυναµικό ζήτα του καολινίτη να κυµαίνεται µεταξύ από -25 έως -40 mv.

13 Εικόνα 1.6 Διάλυση καολινίτη στο νερό 1.7.1.2 Ιδιότητες καολινίτη Ορισµένες από τις σηµαντικότερες ιδιότητες του καολινίτη είναι οι ακόλουθες: Απορρόφηση νερού. Τα σωµατίδια καολινίτη απορροφούν νερό και µπορούν εύκολα να διογκωθούν και να µεταβληθεί η συνεκτικότητά τους. Διασπορά και θρόµβωση. Είναι δυνατό αιώρηµα καολινίτη, µε την προσθήκη κάποιων ηλεκτρολυτών, να διατηρηθεί σε διασπορά ή και να αποχωρισθεί από το νερό δια της θροµβώσεως. Πλαστικότητα. Κατά την επαφή µε το νερό τα σωµατίδια καολινίτη περιβάλλονται µε ένα λεπτό υµένα µε νερό, µε συνέπεια οι δυνάµεις συνοχής µεταξύ των σωµατιδίων να εξασθενούν και έτσι το µίγµα αργίλου νερού να γίνεται πλαστικό Υδατοπερατότητα. Τα συσσωµατώµατα των σωµατιδίων καολινίτη απορροφούν µεν νερό αλλά είναι µη υδατοπερατά.

14 2. ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗ ΚΡΟΚΙΔΩΣΗ ΘΡΟΜΒΩΣΗ 2.1 ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΝΕΡΟΥ Το νερό αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα αγαθά στη φύση καθώς σχετίζεται µε οποιαδήποτε µορφή ζωής και παρά το γεγονός ότι αποτελεί ανανεώσιµο φυσικό πόρο είναι απαραίτητο να γίνεται η όσο το δυνατόν ηπιότερη χρήση, εξασφαλίζοντας την ελάχιστη επιβάρυνση του. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος, παράλληλα µε την πρόοδο και την τεχνολογική ανάπτυξη δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στο συγκεκριµένο αγαθό, µε αποτέλεσµα σήµερα µεγάλο µέρος από τις ποσότητες φυσικού νερού να είναι ακατάλληλο για τον ίδιο. Έγινε λοιπόν απαραίτητο µε την πάροδο του χρόνου η ανάπτυξη µιας επιστήµης η οποία θα είχε ως σκοπό την µετατροπή του χρησιµοποιηµένου νερού από τον άνθρωπο σε µορφή κατάλληλη για επιστροφή του στη φύση ή επαναχρησιµοποίηση. Η επιστήµη αυτή ονοµάστηκε επιστήµη του καθαρισµού του νερού (water treatment). Ο καθαρισµός του νερού είναι µια περιβαλλοντολογική, οικολογική και φυσική επιστήµη σε συνδυασµό µε εφαρµοσµένη µηχανική και µηχανολογία και περιλαµβάνει µηχανικές, φυσικές, βιολογικές και χηµικές διεργασίες. Ορισµένες από τις σηµαντικότερες διεργασίες του καθαρισµού του νερού είναι οι διεργασίες της συσσωµάτωσης, της κροκίδωσης και της θρόµβωσης. 2.2 ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΟΥΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ Οι όροι συσσωµάτωση, κροκίδωση και θρόµβωση συχνά χρησιµοποιούνται µε ταυτόσηµη έννοια, γεγονός το οποίο αποτελεί σφάλµα. Πρέπει να αναφερθεί ότι και µε τρεις αυτούς όρους (συσσωµάτωση, κροκίδωση και θρόµβωση) περιγράφονται καταστάσεις σταθερότητας της κολλοειδούς διασποράς, οι οποίες όµως έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Για να γίνει αντιληπτή η διαφορετικότητα αυτών των διεργασιών παρακάτω παρατίθενται οι περιληπτικοί ορισµοί αυτών. Το γενικό φαινόµενο της συσσωµάτωσης χωρίς καµία διαφοροποίηση ως προς τα αίτια και το µηχανισµό αποδίδεται µε τον όρο συσσωµάτωση (aggregation). Η περισσότερο σταθερή κατάσταση συσσωµάτωσης αποδίδεται µε τον όρο κροκίδωση (coagulation). Η κροκίδωση είναι στην ουσία µία διεργασία µη αντιστρεπτής

15 συσσωµάτωσης. Η κατάσταση συσσωµάτωσης που προκύπτει από ένα µηχανισµό γεφύρωσης λόγω προσροφηµένων πολυµερών, αποδίδεται µε τον όρο θρόµβωση (flocculation). Πρόκειται για µια διεργασία ουσιαστικά αντιστρεπτής συσσω- µάτωσης. Η αντιστρεπτότητα της διεργασίας θα είναι το κριτήριο για την ονοµασία της συσσωµάτωσης ως κροκίδωσης ή θρόµβωσης (Παναγιώτου, 1998). 2.2.1 Συσσωµάτωση Η συσσωµάτωση των κολλοειδών µπορεί να προέλθει από την επαφή των σωµατιδίων είτε λόγω της θερµικής κίνησης Brown, είτε κατά τη διάρκεια της ανάδευσης, είτε κατά τη διάρκεια της καθίζησης. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες, η περικινητική και η ορθοκινητική συσσωµάτωση. Περικινητική ονοµάζεται η συσσωµάτωση που οφείλεται στη θερµική κίνηση Brown, η οποία είναι γνωστή και µε τον όρο αυθόρµητη κροκίδωση. Γίνεται βραδύτατα µε τη πάροδο του χρόνου και είναι αισθητή µόνο στα πολύ µικρά αιωρούµενα στερεά. Αυτό το είδος συσσωµάτωσης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα κολλοειδή λόγω του οµώνυµου ηλεκτρικού φορτίου απωθούνται οπότε δε θα έπρεπε να παρατηρείται καµία τάση για κροκίδωση. Η εξήγηση του φαινόµενου αυτού έγκειται στην κίνηση Brown, η οποία οδηγεί σε συγκρούσεις µεταξύ των κολλοειδών. Οι συγκρούσεις αυτές είναι ελαστικές και κανονικά δε θα έπρεπε να παρατηρείται κανένα αποτέλεσµα, όµως το γεγονός ότι η σύγκρουση συµβαίνει συγχρόνως µεταξύ περισσοτέρων από δύο σωµατιδίων αποτελεί την απάντηση. Υποθέτοντας ένα σύστηµα τριών σωµατιδίων κατά τη σύγκρουση τους, δύο εξ αυτών χάνουν κινητική ενέργεια, η οποία κερδίζεται από το τρίτο σωµατίδιο, µε αποτέλεσµα τα δύο πρώτα να χάνουν ταχύτητα και να κατακρηµνίζονται συσσωµατωµένα. Τέλος θα πρέπει να σηµειωθεί ότι ο ρυθµός εξαφάνισης των κολλοειδών σωµατιδίων σε συνάρτηση του χρόνου λόγω της περικινητικής συσσωµάτωσης δεν εξαρτάται από το µέγεθος των σωµατιδίων. Ορθοκινητική ονοµάζεται η συσσωµάτωση των κολλοειδών η οποία οφείλεται στη διαφορική κίνηση του υγρού, ενώ επιταχυντικό ρόλο στη συσσωµάτωση έχει η διαδικασία της ανάδευσης λόγω της αύξησης της διαφορικής κίνησης των σωµατιδίων (Παναγιώτου, 1998).

16 2.2.2 Κροκίδωση Όπως προαναφέρθηκε τα κολλοειδή που αιωρούνται στο νερό είναι φορτισµένα µε αρνητικό φορτίο και απωθούνται µεταξύ τους. Για να µπορέσουν λοιπόν να πλησιάσουν τα σωµατίδια µεταξύ τους και να υπερνικηθούν οι απωστικές δυνάµεις από τις ελκτικές δυνάµεις van der Waals, θα πρέπει να αποσταθεροποιηθεί η κολλοειδής διασπορά. Για να επιτευχθεί αυτό είναι αναγκαίο να λάβουν χώρα οι διεργασίες της κροκίδωσης και της θρόµβωσης. Ο όρος κροκίδωση αναφέρεται σε µία χηµική διεργασία αποσταθεροποίησης της κολλοειδούς διασποράς µε εξουδετέρωση των δυνάµεων που κρατούν τα κολλοειδή σε απόσταση. Αυτό επιτυγχάνεται µε χρήση κροκιδωτικών, όπως άλατα του σιδήρου και του αργίλου, τα οποία µειώνουν τις ηλεκτροστατικές δυνάµεις άπωσης, δηλαδή το δυναµικό ζήτα (zeta ), µεταξύ των οµοιόµορφα φορτισµένων µικκυλίων. Είναι απαραίτητο για τη σωστή δράση του κροκιδωτικού να πραγµατοποιείται διαδικασία ταχείας ανάδευσης, ώστε να διασκορπίζεται πλήρως και όσο το δυνατόν ισοµερώς σε όλη τη κολλοειδή φάση, καθώς επίσης και έλεγχος της ποσότητας που χρησιµοποιείται, διότι µπορεί να προκύψουν αρνητικά αποτελέσµατα, ουσιαστικά απλή αντιστροφή του φορτίου της κολλοειδούς διασποράς, λόγω υπερβολικής δόσης. Ιδιαίτερη σηµασία κατά τη διαδικασία της κροκίδωσης πρέπει να δίνεται στον παράγοντα ph. Το µέτρο του ph επηρεάζει σε πολύ µεγάλο βαθµό την αποδοτικότητα της όλης διαδικασίας. Όταν η κροκίδωση πραγµατοποιείται σε λανθασµένη ζώνη ph, οδηγούµαστε σε απώλεια των κροκιδωτικών στο διάλυµα και κατά συνέπεια σε υποβάθµιση της ποιότητας του νερού. Η ζώνη του ph καθορίζεται κυρίως από το κροκιδωτικό που θα χρησιµοποιηθεί, καθότι καθένα βάση των χηµικών ιδιοτήτων του έχει διαφορετική ζώνη µέγιστης απόδοσης. Ένας άλλος σηµαντικός παράγοντας στην απόδοση της κροκίδωσης είναι η θερµοκρασία νερού στην οποία πραγµατοποιείται η διαδικασία. Χαµηλές θερµοκρασίες µπορεί να προκαλέσουν προβλήµατα στην όλη διαδικασία. Όσο πιο χαµηλή η θερµοκρασία τόσο πιο αργά πραγµατοποιούνται οι χηµικές αντιδράσεις, καθώς επίσης εµποδίζεται και η σωστή διασπορά του κροκιδωτικού στο διάλυµα, οδηγώντας σε µία λιγότερο αποδοτική διαδικασία η οποία απαιτεί µεγαλύτερες ποσότητες κροκιδωτικών, επιβαρύνοντας τόσο το κόστος όσο και την ποιότητα (Rubio and Rosa, 2005).

17 Τέλος σηµαντικό ρόλο στην απόδοση έχουν οι διαδικασίες ανάδευσης διότι ελλιπής διαδικασίες οδηγούν σε χαµηλές αποδόσεις και σε επιπλέον χρήση κροκιδωτικών, οπότε αύξηση του κόστους και υποβάθµιση της ποιότητας, ενώ ιδιαίτερης σηµασίας είναι και η σωστή επιλογή του κατάλληλου κροκιδωτικού ανάλογα την κολλοειδή διασπορά. 2.2.3 Θρόµβωση Με τον όρο θρόµβωση γίνεται αναφορά στη συσσωµάτωση µικρών αιωρούµενων στο νερό θρόµβων σε µεγαλύτερους, συνήθως µε χρήση συνθετικών οργανικών πολυµερών. Η λειτουργία της θρόµβωσης βασίζεται στην ιδιότητα των πολυµερών να δηµιουργούν γέφυρες µεταξύ των θρόµβων προκαλώντας µε τον τρόπο αυτό το σχηµατισµό µεγαλύτερων συσσωµατωµάτων. Η γεφύρωση επιτυγχάνεται όταν τµήµατα της πολυµερικής αλυσίδας προσροφούνται από διάφορα σωµατίδια διευκολύνοντας τη δηµιουργία µεγαλύτερων ενοποιηµένων σωµατιδίων. Είναι απαραίτητο κατά τη συγκεκριµένη διαδικασία η προσθήκη του θροµβωτικού να γίνεται µε αργούς ρυθµούς σε συνδυασµό µε ήπια ανάδευση επιτρέποντας την επαφή µεταξύ των µικρών θρόµβων, βοηθώντας το σχηµατισµό µεγαλύτερων σωµατιδίων. Τα νεοδηµιούργητα αυτά σωµατίδια είναι αρκετά εύθραυστα και µπορεί να διαχωριστούν λόγω διατµητικών δυνάµεων κατά τη διάρκεια της µίξης. Είναι επίσης σηµαντικό η ποσότητα των θροµβωτικών που χρησιµοποιούνται να ελέγχεται, διότι υπερβολική δόση αυτών µπορεί να προκαλέσει προβλήµατα στην αφαίρεση των σωµατιδίων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν πολυµερή τα οποία είναι ελαφρύτερα από το νερό µε συνέπεια υπερβολική δόση αυτών να οδηγεί τους θρόµβους σε επίπλευση αντί για καθίζηση. Τέλος αναφέρεται ότι η διαδικασία της θρόµβωσης δεν επηρεάζει µόνο το µέγεθος των θρόµβων, αλλά και τις φυσικές ιδιότητες αυτών, καθώς τους κάνει λιγότερο ζελατινώδης (πηκτοειδής) διευκολύνοντας την αποστράγγιση τους. 2.3 ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΡΟΚΙΔΩΣΗΣ ΘΡΟΜΒΩΣΗΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΩΝ Οι βασικότερες µέθοδοι κροκίδωσης είναι οι εξής: µε χρήση κροκιδωτικού, που είναι η πιο διαδεδοµένη µέθοδος κροκίδωσης και εφαρµόζεται σε όλα τα είδη κολλοειδών

18 µε προσθήκη ετέρου κολλοειδούς αντίθετου φορτίου, που εφαρµόζεται κυρίως στα λυόφοβα κολλοειδή ενώ οι βασικότεροι µέθοδοι θρόµβωσης είναι οι ακόλουθες: µε χρήση πολυµερών, που εφαρµόζεται και στα λυόφοβα και στα λυόφιλα κολλοειδή µε προσθήκη ηλεκτρολυτών, που εφαρµόζεται και στα λυόφοβα και στα λυόφιλα κολλοειδή µε χρήση θερµοκρασίας, που εφαρµόζεται κυρίως στα λυόφοβα κολλοειδή και ορισµένες πρωτεΐνες µέσω ηλεκτροφόρησης, που εφαρµόζεται κυρίως στα λυόφοβα κολλοειδή µε επίτευξη του ισοηλεκτρικού σηµείου, που εφαρµόζεται κυρίως στις πρωτεΐνες και σε αµφολύτες 2.3.1 Κροκίδωση µε χρήση κροκιδωτικού Η κροκίδωση είναι µια διεργασία που χρησιµοποιείται για την αποσταθεροποίηση των κολλοειδών σωµατιδίων. Κατά τη διεργασία κροκίδωσης επενεργούν τα χηµικά τα οποία έχουν προστεθεί, ώστε να µειωθούν οι δυνάµεις που παρεµποδίζουν την προσέγγιση και συνένωση των κολλοειδών σωµατιδίων. Τα κυριότερα κροκιδωτικά που χρησιµοποιούνται στην περίπτωση της επεξεργασίας του νερού είναι άλατα του τρισθενούς αργιλίου και του τρισθενούς σιδήρου. Κατά τα τελευταία χρόνια εκτός από τα παραπάνω άλατα χρησιµοποιούνται και διάφορα πολυµερή ώστε να επιτυγχάνεται αποτελεσµατικότερη αφαίρεση κολλοειδούς υλικού. Τα κροκιδωτικά είναι δυνατόν να σταθεροποιούν τα κολλοειδή µε διάφορους τρόπους (Σκουλικίδης, 1964), όπως: συµπίεση του διπλού στρώµατος επιρρόφηση αντιιόντων και εξουδετέρωση του ηλεκτρικού φορτίου διασωµατιδιακή γεφύρωση εγκλωβισµό στο ίζηµα

19 2.4 ΓΗΡΑΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΟΥΣ ΠΕΨΗ ΚΟΛΛΟΕΙΔΟΥΣ Κατά τη διαδικασία κροκίδωσης µε την προσθήκη ηλεκτρολύτη κατά διαστήµατα η κροκίδωση δεν είναι άµεση. Ειδικά όταν η ποσότητα του ηλεκτρολύτη είναι σχετικά µικρή τότε δεν παρατηρείται εµφανής θρόµβωση αλλά προκαλείται απλή θολότητα του συστήµατος, ορατή και διά γυµνού οφθαλµού. Θόλωση του κολλοειδούς, ορατή και διά γυµνού οφθαλµού, χωρίς την επίδραση ηλεκτρολύτη ή άλλου παράγοντα επέρχεται και µε τη πάροδο του χρόνου. Η θόλωση αυτή καλείται γήρας ή παρακµή του κολλοειδούς και έχει µεγάλη σηµασία στα βιολογικά φαινόµενα. Μετά το γήρας και αφού έχει περάσει αρκετός χρόνος θα προκληθεί θρόµβωση του κολλοειδούς. Πέψη κολλοειδούς είναι η διαδικασία κατά την οποία επιτυγχάνεται διασπορά (µε ελάχιστη ή καθόλου ανάδευση) αλλάζοντας τη σύσταση του µέσου διασποράς. Κλασικές µέθοδοι πέψης είναι η προσθήκη πολυσθενών οµώνυµων ιόντων (π.χ. προσθήκη πολυφωσφορικών ιόντων σε ένα αρνητικά φορτισµένο θροµβωµένο κολλοειδές), καθώς επίσης και η προσθήκη τασιενεργών ουσιών. Τέλος πέψη µπορεί να προέλθει µε αραίωση του µέσου διασποράς, ή µε διαπίδυση (χρήση µεµβρανών κατάλληλου πορώδους για την εκλεκτική αποµάκρυνση των ηλεκτρολυτών από την διασπορά) (Σκουλικίδης, 1964). 2.5 ΚΡΟΚΙΔΩΤΙΚΑ Τα κροκιδωτικά είναι χηµικές ουσίες οι οποίες χρησιµοποιούνται στον καθαρισµού του νερού κατά τη διεργασία της κροκίδωσης και βοηθούν στην αποσταθεροποίηση της κολλοειδούς διασποράς. Είναι σηµαντικό ότι αποτελούν το πιο ακριβό, από άποψη κόστους, στάδιο της κροκίδωσης, οπότε η χρήση τους πρέπει να πληρεί ορισµένους περιορισµούς όπως το κόστος αγοράς, την αποτελεσµατικότητα σε σχετικά µικρή ποσότητα, τη διαθεσιµότητα, την εύκολη χρήση και την εύκολη αποθήκευση (Χρυσικόπουλος, 2005). Τα κροκιδωτικά χωρίζονται σε δύο µεγάλες κατηγορίες, τα ανόργανα και τα οργανικά.

20 2.5.1 Ανόργανα κροκιδωτικά Οι κυριότερες ανόργανες χηµικές ουσίες που χρησιµοποιούνται στην φυσικοχηµική επεξεργασία αποβλήτων είναι το θειικό αργίλιο, ο τριχλωριούχος σίδηρος, ο τρισθενής και ο δισθενής θειικός σίδηρος και το αργιλικό νάτριο. Συχνά επίσης χρησιµοποιούνται διάφορες ουσίες υποβοηθητικές της κροκίδωσης σε συνδυασµό µε τα παραπάνω κροκιδωτικά όπως ο ασβέστης, η ενεργός σίλικα κ.α. Τα ανόργανα κροκιδωτικά σε µορφή υδρολυµένων ιόντων βοηθούν στο να µειωθεί το επιφανειακό φορτίο των αιωρούµενων στο νερό κολλοειδών σωµατιδίων και στο να δηµιουργούν αδιάλυτα υδροξείδια τα οποία καταβυθίζονται εύκολα, µε αποτέλεσµα να συµπαρασύρουν (κατακρηµνίζουν) τα αιωρούµενα σωµατίδια µε τα οποία έρχονται σε επαφή. Ένα σηµαντικό µειονέκτηµα των ανόργανων κροκιδωτικών είναι ότι. τα υδροξείδια των µεταλλικών κατιόντων που δηµιουργούνται οδηγούν στην παραγωγή σηµαντικής ποσότητας λάσπης. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες, οι δόσεις και ο τρόπος χρήσης ενός εκ των πιο διαδεδοµένων σε χρήση ανόργανων κροκιδωτικών ουσιών, του θειικού αργιλίου, περιγράφονται εν συντοµία. 2.5.1.1 Θειικό αργίλιο (Aluminum sulfate) Το θειικό αργίλιο είναι γνωστό στο εµπόριο σαν στυπτηρία ή alum και ο χηµικός του τύπος είναι [ΑΙ 2 (S0 4 ) 3 ].14Η 2 Ο. Διαλύεται εύκολα στο νερό και αντιδρά µε την αλκαλικότητα σύµφωνα µε την αντίδραση: ΑΙ 2 (S0 4 ) 3 + 3Ca(ΗCO 3 ) 2 -» 3CaSΟ 4 + 2ΑΙ(ΟΗ) 3 + 6CΟ 2 Το υδροξείδιο του αργιλίου που σχηµατίζεται συνιστά µια ογκώδη ζελατινοειδή µάζα που καθώς καθιζάνει συµπαρασύρει και απορροφά κολλοειδή σωµατίδια. Αν η αλκαλικότητα του νερού δεν επαρκεί για την παραπάνω αντίδραση τότε πρέπει να προστεθεί η κατάλληλη δόση ανθρακικού ασβεστίου ή ανθρακικού νατρίου ή υδροξειδίου του ασβεστίου. Γενικά για κάθε gr θειικού αργιλίου απαιτούνται 0.5 gr αλκαλικότητας CaCΟ 3. Το θειικό αργίλιο διατίθεται στο εµπόριο σε στερεά µορφή και σαν διάλυµα. Το στερεό θειικό αργίλιο συσκευάζεται συνήθως σε σάκους των 45 kg, και διατίθεται σε

21 µορφή σκόνης ή κόκκων. Η µορφή σκόνης πρέπει κανονικά να αποφεύγεται γιατί δηµιουργεί κινδύνους για την υγεία του προσωπικού. Έχει χρώµα υπόλευκο και ειδικό βάρος που κυµαίνεται από 640-1120 kg/ιτι 3, ανάλογα µε το µέγεθος των κόκκων. Έχει µεγάλη διαλυτότητα στο νερό που κυµαίνεται από 0.94-1.1 kg/l νερού για θερµοκρασίες από 0-35 C. το στερεό θειικό αργίλιο διαλύεται συνήθως πριν τη χρήση του για αποτελεσµατικότερο έλεγχο της δόσης εφαρµογής. Το υγρό θειικό αργίλιο είναι διαβρωτικό, το pη διαλύµατος περιεκτικότητας 1% είναι 3.5. Συσκευάζεται συνήθως σε βαρέλια. Η χρήση του είναι ευκολότερη αλλά το κόστος µεταφοράς του στην εγκατάσταση είναι συχνά υψηλό. Η επιλογή µεταξύ των δύο τύπων εξαρτάται από το µέγεθος της εγκατάστασης και την τιµή και διαθεσιµότητα του προϊόντος. Γενικά το υγρό θειικό αργίλιο είναι οικονοµικότερο για εγκαταστάσεις που χρησιµοποιούν πάνω από 200 kg/ηµ θειικού αργιλίου. Το θειικό αργίλιο είναι το κύριο κροκιδωτικό που χρησιµοποιείται στα έργα βελτίωσης της ποιότητας του πόσιµου νερού. Οι απαιτούµενες δόσεις εξαρτώνται από την ποιότητα του φυσικού νερού και την φύση και συγκέντρωση των ρυπαντών. Προσδιορίζεται πειραµατικά µε εργαστηριακές δοκιµές (jar tests). Ενδεικτικές δόσεις στο πόσιµο νερό είναι 10-50 mg/l ενώ στα λύµατα ξεπερνούν τα 30-60 mg/l. Βέλτιστη περιοχή pη 4.0-7.0 (Κουζέλη Κατσίρη, 1996).

22 3. ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ 3.1 ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ Ως κύµα χαρακτηρίζεται η διαταραχή µέσα στο χώρο και το χρόνο που µεταφέρει ενέργεια και ορµή διαµέσου ενός υλικού ή ακόµη και στο κενό. Υπάρχουν τα µηχανικά κύµατα για την ύπαρξη των οποίων είναι απαραίτητη η παρουσία ενός µέσου διαταραχής, ενώ υπάρχουν τα ηλεκτροµαγνητικά και τα κύµατα βαρύτητας τα οποία διαδίδονται και στο κενό. Τα µηχανικά κύµατα ταξιδεύουν στο χώρο µεταφέροντας ενέργεια από το ένα σηµείο στο άλλο προκαλώντας µη µόνιµη ή µερικές φορές πολύ µικρή µετατόπιση των σωµατιδίων του µέσου διάδοσης. Είναι σηµαντικό λοιπόν να γίνει απολύτως κατανοητό ότι το µηχανικό κύµα αντιστοιχεί σε µια κίνηση διαταραχής του µέσου ή του σώµατος δια του οποίου διαδίδεται, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται µε κίνηση σωµατιδίων και χρειάζεται ένα αίτιο, δηλαδή µια πηγή της διαταραχής, για να παραχθεί, ένα µέσον που µπορεί να διαταραχθεί και έναν φυσικό µηχανισµό µε τον οποίο κάθε ελάχιστο τµήµα του µέσου θα µπορεί να επικοινωνεί µε τα διπλανά του. Αν και γενικά η περιγραφή ενός κύµατος µπορεί να γίνει βάση ορισµένων φυσικών ποσοτήτων, όπως το µήκος κύµατος, η συχνότητα και η ταχύτητα, οι οποίες είναι χαρακτηριστικές για όλα τα είδη των κυµάτων, είναι αντιληπτό ότι εξαιτίας των πολλών διαφορετικών ειδών κυµάτων που υπάρχουν, όπως τα µηχανικά ή τα ακουστικά ή τα ηλεκτροµαγνητικά ή τα κύµατα βαρύτητας, είναι δύσκολο µε έναν ορισµό να δοθεί πλήρης εξήγηση του φαινοµένου. Για το λόγο αυτό η κυµατική θεωρία αποτελεί έναν ιδιόµορφο κλάδο της φυσικής που ασχολείται µε τις ιδιότητες της κυµατικής διάδοσης, ανεξαρτήτως φυσικής προελεύσεως. 3.2 ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΗΚΗ ΚΥΜΑΤΑ Τα κύµατα κατηγοριοποιούνται ανάλογα µε τον τρόπο που κινούνται τα διαταρασσόµενα σωµατίδια του µέσου διάδοσης. Τα κύµατα στα οποία η κυµατική διαταραχή διαδίδεται µε µορφή παλµού ονοµάζονται οδεύοντα κύµατα και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στα εγκάρσια και στα διαµήκη κύµατα.

23 Σε ένα εγκάρσιο κύµα τα διαταρασσόµενα σωµάτια του µέσου διάδοσης κινούνται κάθετα στη φασική ταχύτητα, δηλαδή κάθετα στη διεύθυνση διάδοσης του κύµατος, ενώ σε ένα διάµηκες κύµα τα διαταρασσόµενα σωµάτια του µέσου διάδοσης κινούνται παράλληλα στη φασική ταχύτητα, δηλαδή παράλληλα στη διεύθυνση διάδοσης του κύµατος. Εικόνα 3.1 Απεικόνιση εγκάρσιου και διάµηκες κύµατος Άλλη κατηγορία κυµάτων, ξεχωριστή από τα οδεύοντα κύµατα, είναι τα επιφανειακά που διαδίδονται στην ελεύθερη επιφάνεια των στερεών και τα σωµατίδια του µέσου διάδοσης διαγράφουν ελλειπτικές τροχιές µε το µεγάλο άξονα κάθετο στην επιφάνεια και εστία την θέση ισορροπίας. 3.3 ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ Στη φύση τα πιο γνωστά διαµήκη κύµατα που συναντώνται είναι τα ακουστικά. Τα ακουστικά κύµατα διαδίδονται σε οποιοδήποτε µέσο (αέριο, υγρό ή στερεό) µε µέτρο ταχύτητας το οποίο εξαρτάται από τις ιδιότητες του µέσου διάδοσης και χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα µε τη συχνότητά τους:

24 στα ηχητικά κύµατα, τα οποία είναι διαµήκη κύµατα που διεγείρουν το αίσθηµα της ακοής στον άνθρωπο και έχουν συχνότητα από 20 Hz έως 20000 Ηz, στους υπόηχους, που είναι διαµήκη κύµατα µε µικρότερες συχνότητες από εκείνες των ηχητικών κυµάτων και στους υπερήχους, που είναι διαµήκη κύµατα µε συχνότητες µεγαλύτερες από εκείνες των ηχητικών κυµάτων. 3.3.1 Διάδοση ακουστικών κυµάτων Απαραίτητη προϋπόθεση για τη µετάδοση του ήχου αποτελεί η ύπαρξη ενός µέσου διάδοσης. Όταν ένα σωµατίδιο του µέσου αποµακρυνθεί από την αρχική του θέση, οι ελαστικές δυνάµεις του µέσου τείνουν να το επαναφέρουν σε αυτή, όµως λόγω αδράνειας το σωµατίδιο την προσπερνά, ενεργοποιώντας ελαστικές δυνάµεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ουσιαστικά το σωµατίδιο του µέσου εξαναγκάζεται λόγω της ενέργειας του διερχόµενου ηχητικού κύµατος να πάλλεται γύρω από τη θέση ισορροπίας. Καθώς τα ακουστικά κύµατα διαδίδονται σε ένα µέσο, τα σωµάτια του ταλαντώνονται και παράγουν µεταβολές πυκνότητας και πίεσης κατά την κατεύθυνση διάδοσης του κύµατος. Η ακουστική κυµατική διαταραχή προκαλεί µετατοπίσεις, από τη θέση ισορροπίας, των επιµέρους µορίων σε παράλληλη διεύθυνση προς τη διάδοση του κύµατος. Το αποτέλεσµα είναι µια σειρά από περιοχές υψηλής και χαµηλής πιέσεως, που λέγονται πυκνώµατα και αραιώµατα, αντίστοιχα. Εικόνα 3.2 Σχηµατική αναπαράσταση ηµιτονοειδούς ακουστικού κύµατος

25 3.3.2 Βασικά µεγέθη ακουστικών κυµάτων Η περιγραφή ενός κύµατος γίνεται µέσω ορισµένων φυσικών µεγεθών. Τα µεγέθη που χρησιµοποιούντα για τον χαρακτηρισµό ενός κύµατος είναι: Το µήκος κύµατος (λ) που είναι η ελάχιστη απόσταση ανάµεσα σε δύο τυχαία σηµεία του κύµατος που όταν διαταράσσονται συµπεριφέρονται ακριβώς µε τον ίδιο τρόπο, Η περίοδος (Τ) που είναι το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο το κύµα διανύει απόσταση ίση προς το µήκος κύµατος, Η συχνότητα (f) που είναι ο ρυθµός µε τον οποίο επαναλαµβάνεται η κυµατική διαταραχή. Ουσιαστικά είναι ο αριθµός των µηκών κύµατος που περνούν ανά µονάδα χρόνου, µε µονάδα µέτρησης το Hertz, το οποίο ορίζεται ως ο αριθµός των κύκλων που περνά από ένα ορισµένο σηµείο µέσα σε ένα δευτερόλεπτο και ισχύει ότι: Η κυκλική συχνότητα (ω), όπου: Το γωνιακό ή κυκλικό κυµατάριθµο (k) όπου: Η ταχύτητα διάδοσης του ήχου (c) που είναι η ταχύτητα µε την οποία διαδίδεται ένα ακουστικό κύµα µέσω ενός συµπιεστού µέσου. Πρέπει να αναφερθεί ότι ανάµεσα στις φυσικές ποσότητες του µήκους κύµατος, της συχνότητας και της ταχύτητας ισχύει η σχέση:

26 Η ταχύτητα των σωµατιδίων (u) που είναι η ταχύτητα ταλάντωσης των σωµατιδίων του µέσου. Το πλάτος µετατόπισης που είναι η µέγιστη µετατόπιση της διαταραχής ως προς τον άξονα y. Το πλάτος πίεσης (amplitude) που είναι η µέγιστη µεταβολή της πίεσης από τη θέση ισορροπίας, ουσιαστικά από την ατµοσφαιρική πίεση. Επίσης σηµαντικά µεγέθη τα οποία χαρακτηρίζουν ένα ακουστικό κύµα είναι: Η ακουστική ισχύς (Acoustic Power) που είναι ο ρυθµός µεταφοράς ακουστικής ενέργειας στο χρόνο, µε µονάδα µέτρησης το Watt, όπου 1 W = 1 J/s Η ακουστική ένταση (intensity) που είναι η ισχύς που µεταφέρει το ακουστικό κύµα ανά µονάδα επιφάνειας, δηλαδή ο ρυθµός µε τον οποίο η ηχητική ενέργεια µεταφέρεται δια µέσου της µοναδιαίας επιφάνειας, κάθετης προς τη διεύθυνση διάδοσης του κύµατος και ισχύει: Εικόνα 3.3 Βασικά µεγέθη οδεύοντος κύµατος Τέλος ένα ακόµα µέγεθος µε το οποίο χαρακτηρίζεται ένα κύµα είναι η ακουστική πίεση που είναι η δηµιουργούµενη υπερπίεση ή υποπίεση, σε σχέση µε την ατµοσφαιρική πίεση, που δηµιουργεί το κύµα κατά τη διάδοσή του.

27 3.3.2.1 Ταχύτητα ακουστικού κύµατος Καθώς τα ακουστικά κύµατα είναι κύµατα που διαδίδονται µε µεταβολές πίεσης, το µέτρο της ταχύτητας ενός τέτοιου κύµατος πιέσεως εξαρτάται από την συµπιεστότητα του µέσου διάδοσης και από την πυκνότητα της µάζας του. Εάν το συµπιεστό µέσο έχει µέτρο ελαστικότητας όγκου: και πυκνότητα µάζας (όταν δεν διαταράσσεται) ρ, τότε το µέτρο της ταχύτητας διάδοσης των ηχητικών κυµάτων στο µέσο είναι: Ας σηµειωθεί ότι το Β είναι πάντοτε θετικό, διότι µια αύξηση της πίεσης (δηλαδή θετικό ΔΡ) έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του όγκου, έτσι ο λόγος ΔΡ/ΔV είναι πάντοτε αρνητικός. Γενικά, η ταχύτητα του ήχου στα υγρά είναι µικρότερη από την ταχύτητα του στα στερεά, διότι τα υγρά, γενικά, συµπιέζονται ευκολότερα από τα στερεά και, συνεπώς, έχουν µικρότερο µέτρο ελαστικότητας όγκου. Η ταχύτητα του κύµατος καλείται και ταχύτητα φάσης ή φασική ταχύτητα. Είναι ιδιαίτερα σηµαντικό να µη γίνεται σύγχυση ανάµεσα στη φασική ταχύτητα και την ταχύτητα µε την οποία κινούνται τα διαταρασσόµενα σωµατίδια του µέσου διάδοσης. 3.4 ΚΥΜΑΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΚΟΥΣΤΙΚΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ Τα µέτωπα κύµατος του ήχου κινούνται σε ευθείες κατά την ιδανική διάδοση τους, δηλαδή δίχως παρεµβολές ή αλλαγές του µέσου διάδοσης, όµως στη φύση είναι σχεδόν αδύνατο να παρατηρηθεί ιδανική διάδοση. Όταν ένα ηχητικό κύµα πέσει

28 πάνω σε ένα εµπόδιο, ή γενικά σε κάποια επιφάνεια διαχωρισµού δύο µέσων, ένα µέρος από την ενέργεια του ανακλάται, ενώ ένα άλλο µέρος της ενέργειάς του απορροφάται ή διαδίδεται από την άλλη πλευρά του µέσου. Κατά τη διάδοση του ήχου παρατηρούνται τα φαινόµενα της ανάκλασης, της σκέδασης, της διάθλασης και της απορρόφησης. Με τον όρο ανάκλαση περιγράφεται το φαινόµενο της αλλαγής κατεύθυνσης κίνησης όταν ένα ηχητικό κύµα συναντά κάποιο εµπόδιο µε διαστάσεις µεγαλύτερες από το µήκος κύµατος και συνοδεύεται µε απώλεια ενέργειας του κύµατος. Με τον όρο σκέδαση περιγράφεται το φαινόµενο της αλλαγής κατεύθυνσης της κίνησης όταν ένα ηχητικό κύµα συναντά εµπόδια πολύ µικρότερων διαστάσεων από το µήκος κύµατος. Με τον όρο διάθλαση περιγράφεται το φαινόµενο της αλλαγή στην κατεύθυνση της κίνησης κατά τη µετάβαση µεταξύ δύο υλικών µε διαφορετικές ταχύτητες διάδοσης, χωρίς να συναντάται απαραίτητα απώλεια ενέργειας. Με τον όρο απορρόφηση περιγράφεται η απώλεια της ακουστικής ενέργειας κατά τη διάδοση του κύµατος. Κάθε υλικό χαρακτηρίζεται από ένα συντελεστή απορρόφησης, ο οποίος εκφράζει την ικανότητα του υλικού να απορροφά τον ήχο. Τέλος όταν σε έναν κλειστό χώρο που αποτελείται από επιφάνειες που δεν ανακλούν τον ήχο αλλά τον διαχέουν προς όλες τις κατευθύνσεις παρατηρείται το φαινόµενο της διάχυσης. Ουσιαστικά διάχυτος ήχος καλείται ο ήχος που έχει υποστεί πολλές ανακλάσεις από λεία επίπεδα τοιχώµατα. 3.5 ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ Εάν η πηγή που παράγει ένα διαµήκες κύµα ταλαντώνεται µε απλή αρµονική κίνηση, τότε και η διαταραχή την οποία δηµιουργεί είναι αρµονική. Αποτέλεσµα αυτής της ταλάντωσης είναι το αρµονικό ηχητικό κύµα. Τα αρµονικά κύµατα είναι οδεύοντα κύµατα των οποίων η κυµατική µορφή έχει ηµιτονοειδές ή συνηµιτονοειδές σχήµα. Η εξίσωση µονοδιάστατης κίνησης του αρµονικού κύµατος, για y = 0, όταν x = 0, t = 0 και µε διάδοση προς τα δεξιά, δίνεται από τις σχέσεις:

29 Ενώ σε γενικές συνθήκες ισχύει ότι: όπου φ η σταθερά φάσης. Εικόνα 3.4 Απεικόνιση αρµονικού συνηµιτονοειδούς κύµατος Αξίζει να σηµειωθεί ότι στα αρµονικά κύµατα το πλάτος της πίεσης είναι ανάλογο προς το πλάτος της µετατόπισης καθώς και ότι η καµπύλη της µετατόπισης έχει διαφορά φάσης 90 0 από την καµπύλη πίεσης. Το αρµονικό ακουστικό κύµα µπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως ένα κύµα µετατόπισης ή ως ένα κύµα πίεσης. 3.6 ΣΥΜΒΟΛΗ ΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΛΛΗΛΙΑΣ Όταν συναντώνται δύο ή περισσότερα ακουστικά κύµατα, δηµιουργείται µια νέα πολύπλοκη ταλάντωση που τα χαρακτηριστικά της εξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά των κυµάτων που συναντήθηκαν. Στην περίπτωση που το µέσο διάδοσης είναι γραµµικό, η δύναµη επαναφοράς είναι ανάλογη προς τη µετατόπιση του µέσου, η ολική διαταραχή υπολογίζεται βάση της αρχής της επαλληλίας (ή υπέρθεσης). Η συγκεκριµένη αρχή ορίζει ότι, όταν δύο ή περισσότερα κύµατα κινούνται στο ίδιο µέσο η ολική µετατόπιση του διαταρασσόµενου µέσου, δηλαδή το συνιστάµενο κύµα, σε οποιοδήποτε σηµείο του ισούται µε τη διανυσµατική συνισταµένη των επιµέρους κυµάτων.

30 Όταν τα κύµατα που συµβάλουν έχουν την ίδια συχνότητα και την ίδια φάση προκύπτει ένα νέο κύµα µε την ίδια συχνότητα και µε πλάτος το άθροισµα των πλατών των επιµέρους κυµάτων, ενώ όταν τα κύµατα έχουν την ίδια συχνότητα αλλά διαφορετική φάση, τότε το νέο πλάτος που προκύπτει θα εξαρτάται από τη διαφορά φάσης (ελάχιστο για φ=180). Εικόνα 3.5 Διαταραχή σωµατιδίου από συνδυασµό κυµάτων 3.7 ΣΤΑΣΙΜΑ ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ Όταν δύο αρµονικά κύµατα που έχουν την ίδια συχνότητα, το ίδιο πλάτος και το ίδιο µήκος κύµατος διαδίδονται στο ίδιο µέσο, αλλά σε αντίθετες κατευθύνσεις, δηµιουργούν στάσιµα κύµατα. Η κυµατοσυνάρτηση που περιγράφει ένα στάσιµο κύµα µε τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχει τη µορφή: Χαρακτηριστικό των στάσιµων κυµάτων είναι ότι το πλάτος τους δεν είναι σταθερό αλλά είναι συνάρτηση της συντεταγµένης τους. Ουσιαστικά καθένα από τα σωµατίδια του µέσου πάλλεται εκτελώντας απλή αρµονική κίνηση µε την ίδια συχνότητα αλλά µε διαφορετικό πλάτος ταλάντωσης, κάτι που αποτελεί και τη διαφορά µεταξύ στάσιµων και οδευόντων κυµάτων. Τα σηµεία µέγιστου πλάτους λέγονται αντιδεσµοί και έχουν συντεταγµένη:

31 και τα σηµεία µε µηδενικό πλάτος λέγονται δεσµοί και έχουν συντεταγµένη: Οι διαδοχικοί αντιδεσµοί χωρίζονται µε απόσταση ίση µε λ/2, όπως και οι διαδοχικοί µεταξύ τους δεσµοί. Η απόσταση ανάµεσα σε έναν δεσµό και στον επόµενο αντιδεσµό είναι ίση µε λ/4. Τα στάσιµα κύµατα ονοµάζονται και µόνιµα ή ακίνητα κύµατα καθώς δεν µεταδίδεται ενέργεια κατά µήκος του µέσου, το οποίο γίνεται αντιληπτό από το γεγονός ότι οι δεσµοί παραµένουν ακίνητοι. Στάσιµα κύµατα δηµιουργούνται σε ορισµένες συχνότητες σε συστήµατα όπως χορδές, αέριες στήλες (σωλήνες), ράβδους ή µεµβράνες 3.7.1 Στάσιµα κύµατα σε αέριες στήλες Τα διαµήκη κύµατα όταν διαδίδονται σε αντίθετες κατευθύνσεις συµβάλλουν και δηµιουργούν στάσιµα κύµατα. Ένα τέτοιο φαινόµενο µπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια διάδοσης ακουστικών κυµάτων µέσα σε αέριες στήλες. Βέβαια σε µια τέτοια περίπτωση έχει πολύ σηµαντικό ρόλο η φύση του χώρου όπου διαδίδονται τα διαµήκη κύµατα, ειδικότερα όταν γίνεται λόγος για κίνηση µέσα σε αέριες στήλες, καθώς η διαφορά φάσης ανάµεσα στο προσπίπτον και στο ανακλώµενο κύµα από το άκρο του σωλήνα εξαρτάται από το εάν αυτό το άκρο είναι κλειστό ή ανοικτό. Σε µία στήλη µε κλειστό το ένα άκρο, το κλειστό άκρο αυτής είναι δεσµός µετατόπισης, ενώ είναι αντιδεσµός πίεσης (παρατηρείται µέγιστη διαταραχή της πίεσης). Η εξήγηση είναι απλή λαµβάνοντας υπόψη ότι το κύµα που ανακλάται από το άκρο της στήλης έχει διαφορά φάσης 180 0 µε το προσπίπτον κύµα σε συνδυασµό µε το δεδοµένο ότι η διαφορά φάσης µεταξύ της κυµατικής διαταραχής µετατόπισης µε τη κυµατική διαταραχή πίεσης είναι 90 0. Αντίθετα σε µια στήλη µε ανοικτό άκρο, όπου υπάρχει ελεύθερη επικοινωνία µε την ατµόσφαιρα, ισχύει ότι το ανοικτό άκρο αυτής είναι, προσεγγιστικά, αντιδεσµός µετατόπισης και δεσµός πίεσης. Προσεγγιστικά διότι ένα πύκνωµα δεν εκτονώνεται αµέσως µόλις φτάσει στο ανοικτό άκρο του σωλήνα, αλλά πρέπει να βγει έξω κατά 60% περίπου της ακτίνας του σωλήνα.

32 Κατά τη διάδοση των διαµήκων κυµάτων που δηµιουργούν στάσιµα κύµατα σε στήλη παρατηρούνται ορισµένα χαρακτηριστικά σχήµατα ταλάντωσης, οι λεγόµενες ιδιοµορφές ταλάντωσης, όπου σε κάθε µια από αυτές αντιστοιχεί µια χαρακτηριστική συχνότητα, η οποία ονοµάζεται ιδιοσυχνότητα. Η χαµηλότερη ιδιοσυχνότητα καλείται θεµελιώδης συχνότητα, ενώ οι υπόλοιπες, οι οποίες είναι ακέραια πολλαπλάσια της θεµελιώδους, καλούνται αρµονικές. Η εξίσωση που περιγράφει τις αρµονικές ιδιοσυχνότητες σε στήλη µήκους L µε δύο άκρα ανοικτά είναι: ενώ η εξίσωση που περιγράφει τις αρµονικές ιδιοσυχνότητες σε στήλη µήκους L µε το ένα άκρο κλειστό είναι: όπου u η ταχύτητα του ήχου στο µέσο διάδοσης. Γενικότερα όταν ένας σωλήνας είναι ανοικτός και στα δύο άκρα του, οι ιδιοσυχνότητες της ταλάντωσης αποτελούν αρµονική σειρά, ενώ όταν το ένα άκρο του σωλήνα είναι κλειστό τότε παράγονται στάσιµα κύµατα µόνο από τις περιττές αρµονικές συχνότητες.

33 Εικόνα 3.6 Στάσιµα διαµήκη κύµατα σε (α) σωλήνα κλειστό στο ένα άκρο και (β) σωλήνα ανοικτό στα δύο άκρα Εικόνα 3.7 Εµφάνιση ιδιοσυχνοτήτων σε αντιστοιχία µε το µήκος σε σωλήνα (α) όταν είναι ανοικτά και τα δύο άκρα και (β) όταν το ένα άκρο είναι κλειστό

34 4. ΥΠΕΡΗΧΟΙ 4.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ ΥΠΕΡΗΧΟΥΣ Οι υπέρηχοι είναι ακουστικά κύµατα µε συχνότητες µεγαλύτερες των 20 khz, δηλαδή πάνω από το αντιληπτό ανθρώπινο ακουστικό όριο, και µε εύρος µηκών κύµατος από 10 cm µέχρι και 10-3 cm. Ανάλογα µε τη συχνότητα τους οι υπέρηχοι χωρίζονται σε τρεις µεγάλες οµάδες: Conventional Ultrasonics (ultrasounds) High Frequency Ultrasonics Megasonics Στην πρώτη ανήκουν υπέρηχοι µε συχνότητες µέχρι 150 khz, στη δεύτερη υπέρηχοι µε συχνότητες από 150 khz µέχρι 800 khz και στην τελευταία υπέρηχοι µε συχνότητες από 800 khz και άνω. Γενικότερα η χρήση των υπερήχων χωρίζεται σε δύο µεγάλες κατηγορίες. Στη χρήση υπερήχων συχνότητας από 20 khz µέχρι 2 MHz, που αποτελούν κύµατα χαµηλής συχνότητας (ως προς τα µεγέθη των υπερήχων) και υψηλής πίεσης, και προκαλούν φυσικές και χηµικές µεταβολές στο µέσο διάδοσης, και στη χρήση υψηλών συχνοτήτων και χαµηλής πίεσης κυµάτων, από 5 MHz έως ορισµένα GHz, όπου δεν επιφέρουν καµία αλλαγή στο µέσο διάδοσης (Capote and Castro, 2006). 4.2 ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΥΠΕΡΗΧΩΝ Στην επιστηµονική κοινότητα εδώ και πάρα πολλά χρόνια είναι γνωστή η επιστήµη των υπερήχων αλλά µόλις τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται επισταµένη χρήση αυτών. Πλέον η χρήση τους είναι διαδεδοµένη σε πολλούς επιστηµονικούς τοµείς, όπως η ιατρική, η φαρµακευτική, η εφαρµοσµένη µηχανική, η επιστήµη των υλικών και η βιοµηχανία τροφίµων. Ειδικότερα στο πεδίο της ιατρικής, από όπου κυρίως έγινε ευρέως γνωστή η χρησιµότητα των υπερήχων, η χρήση τους βοήθησε πολύ στην εξέλιξη τοµέων όπως η χειρουργική, η καρδιολογία και η εµβρυολογία. Είναι όµως σηµαντικό να αναφερθεί ότι η εφαρµογή τους στα συγκεκριµένα πεδία

35 εκµεταλλεύεται κυρίως τις φυσικές και µηχανικές ιδιότητες τους και όχι τόσο τη χηµική τους δραστηριότητα. Αν και η πρώτη αναφορά της επίδρασης των υπερήχων σε χηµικές αντιδράσεις έγινε πριν από 70 και πλέον χρόνια, καθώς ο πρώτος που παρατήρησε τις χηµικές τους επιδράσεις ήταν ο Alfred L. Loomis το 1927, λόγω των περιορισµένων δυνατοτήτων των συσκευών εκείνης της εποχής δεν ακολούθησαν οι αντίστοιχες εφαρµογές (Henglein, 1987). Έπειτα από χρόνια ερευνών και τη δηµιουργία των κατάλληλων συσκευών παραγωγής υπερήχων, χρησιµοποιούνται, εκτός από τους τοµείς που προαναφέρθηκαν, στην αναλυτική χηµεία καθώς και σε παρεµφερείς τοµείς όπως η πράσινη χηµεία (green chemistry) και η πράσινη µηχανική (green engineering). Η πράσινη χηµεία στοχεύει στο σχεδιασµό διαδικασιών και προϊόντων τα οποία µειώνουν ή εξαλείφουν τη χρήση ή τη δηµιουργία επιβλαβών ουσιών και γενικότερα έχει ως βασικό σκοπό τη µείωση ή την αποφυγή της µόλυνσης, ενώ πράσινη µηχανική είναι ο σχεδιασµός, η εµπορευµατοποίηση και η χρήση διαδικασιών οικονοµικών και φιλικών προς το περιβάλλον, οι οποίες µειώνουν τη ρύπανση και ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον (Mason, 2006). 4.3 ΧΗΜΕΙΑ ΥΠΕΡΗΧΩΝ Έχει αποδειχτεί ότι υπέρηχοι µε εύρος συχνοτήτων από 20 khz έως και 2 MHz έχουν χρησιµότητα σε τοµείς της χηµείας όπως σε διαδικασίες οµογενοποίησης, γαλακτοµατοποίησης, ιονισµού καθώς και σε χηµικές διαδικασίες περισσότερο βιοµηχανικά διαδεδοµένες όπως ο καθαρισµός. Είναι ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι οι υπέρηχοι αναβαθµίζουν το επίπεδο αποτελεσµατικότητας πολλών και διαφορετικών χηµικών διαδικασιών (Ando et al, 1985; Luche, 1992; Suslick and Doktyez, 1990). Η χηµική δραστηριότητα που προκαλείται σε διάφορες χηµικές αντιδράσεις ή διαδικασίες εξαιτίας της εφαρµογής υπερηχητικών κυµάτων καλείται υπερηχοχηµεία και αποτελεί ένα εντελώς νέο επιστηµονικό πεδίο που ξεκίνησε να αναπτύσσεται κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες. Ο όρος που χρησιµοποιείται διεθνώς για την υπερηχοχηµεία είναι sonochemistry. Είναι κατανοητό ότι η υπερηχοχηµεία αποτελεί

36 σηµαντικό κοµµάτι της πράσινης χηµείας και της πράσινης µηχανικής (Mason, 2006), καθώς αποσκοπεί στα εξής: χρήση λιγότερο επικίνδυνων και όσο το δυνατό πιο φιλικών προς το περιβάλλον χηµικών ανάπτυξη κατάλληλων συνθηκών που οδηγούν στη βελτιστοποίηση των προϊόντων ελαχιστοποίηση της ενέργειας που απαιτείται για χηµικές διεργασίες χρήση εναλλακτικών και ανανεώσιµων πηγών, όπως βιοπροϊόντα. Γενικότερα ο ρόλος της υπερηχοχηµείας στις πράσινες επιστήµες περιγράφεται από την έκφραση: υψηλό επίπεδο απόδοσης σε συνδυασµό µε εξοικονόµηση υλικών και ενέργειας, χαµηλό επίπεδο αποβλήτων και προτιµώµενη καθώς και βέλτιστη χρήση ανανεώσιµων πηγών (Νικολακόπουλος). Η χηµεία υπερήχων ανταποκρίνεται σε αυτούς τους στόχους, δεδοµένου ότι τα κυριότερα πλεονεκτήµατά της είναι: η δυνατότητα µεταβολής της πορείας µιας αντίδρασης, οδηγώντας προς νέες µέσω της υπερηχοχηµικής αλλαγής µηχανισµού (sonochemical switching) η ενίσχυση των ρυθµών µε ταυτόχρονη εξοικονόµηση ενέργειας και των αποδόσεων µε αντίστοιχη µείωση αποβλήτων η δυνατότητα της χρήσης µη συµβατικών αντιδραστηρίων, ή αντιδραστηρίων που λαµβάνονται κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η υπερηχοχηµεία παρουσιάζει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις κλασικές µεθόδους που εφαρµόζονται στον τοµέα της χηµείας, όπως η θερµοχηµεία, η φωτοχηµεία και ο ιονισµός, όσο αφορά τη διάρκεια, την πίεση και την ενέργεια. Ειδικότερα η εφαρµογή υπερήχων επιτυγχάνει σε πολύ µικρή χρονική κλίµακα την επίτευξη πολύ υψηλών πιέσεων και ενέργειας, σε αντίθεση µε τη φωτοχηµεία, η οποία παρουσιάζει παρόµοια µεν χαρακτηριστικά αλλά σε µικρότερη κλίµακα και εξαιτίας θερµικών και όχι ηλεκτροχηµικών φαινοµένων, και µε τη θερµοχηµεία η οποία παρουσιάζει αρκετά χαµηλότερες τιµές ενέργειας σε µεγαλύτερο χρόνο. Χαρακτηριστικό είναι το διάγραµµα που ακολουθεί και παρουσιάζει τις ιδιότητες διαφόρων τύπων ενεργειών.

37 Εικόνα 4.1 Διάγραµµα συσχέτισης χρόνου, πίεσης και ενέργειας διαφόρων χηµικών διεργασιών (Suslick, 1994) Όπως έχει γίνει πλέον αντιληπτό ο ρόλος των υπερήχων στον τοµέα της χηµείας είναι πολλαπλός και ιδιαίτερα σηµαντικός. Πιο ειδικά ο ρόλος των υπερήχων στη χηµεία µπορεί να χωρισθεί σε τρείς τοµείς: οµογενείς υπερηχοχηµεία των υγρών συστηµάτων (homogeneous sonochemistry of liquids) ετερογενείς υπερηχοχηµεία συστηµάτων υγρού-υγρού (heterogeneous sonochemistry of liquid-liquid) ετερογενείς υπερηχοχηµεία συστηµάτων υγρού-στερεού (heterogeneous sonochemistry of liquid-solid systems) Σε συστήµατα στερεών ή στερεών-αερίων η εφαρµογή υπερήχων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες χηµικές ιδιότητες (Suslick et al., 1999). Εν κατακλείδι, όσον αφορά την χηµεία υπερήχων, είναι πλέον αντιληπτό ότι αποτελεί πια ένα πολύ σηµαντικό τοµέα της χηµείας, που αναπτύσσεται συνεχώς µε ραγδαίους ρυθµούς, βρίσκοντας ολοένα και περισσότερες εφαρµογές σε διάφορα επιστηµονικά πεδία.

38 4.4 ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΥΠΕΡΗΧΩΝ Τα σηµαντικότερα φαινόµενα τα οποία προκαλούνται κατά την εφαρµογή υπερήχων και στα οποία οφείλονται οι φυσικές και χηµικές ιδιότητες αυτών είναι τα εξής : acoustic cavitation acoustic streaming sonoluminescence 4.4.1 Ακουστική σπηλαίωση 4.4.1.1 Ιστορική αναδροµή Όπως προαναφέρθηκε η εφαρµογή σε υγρές διασπορές προκαλεί µια πληθώρα υψηλών ενεργειακά και µη αντιστρεπτών χηµικών αντιδράσεων, αυτό συµβαίνει λόγω της ιδιότητας των να προκαλούν στις διασπορές αυτές φυσικά φαινόµενα ικανά για τη δηµιουργία των αντιδράσεων αυτών (Parfutchik, 2007). Ίσως το πιο σηµαντικό αυτών των φαινοµένων είναι η ακουστική σπηλαίωση ή διεθνώς acoustic cavitation, βάση του επίσηµου όρου που χρησιµοποιείται από την επιστηµονική κοινότητα, που περιγράφει τη δηµιουργία, την ανάπτυξη και το βίαιο κατακρήµνισµα φυσαλίδων στην υγρή διασπορά. Το φαινόµενο της ακουστικής σπηλαίωσης παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στο τέλος του 19 ου αιώνα, όταν το 1894 οι Sir John I. Thormycroft και Sydney W. Barnaby κατέληξαν ότι η ακουστική σπηλαίωση είναι ο λόγος για τη µη σωστή λειτουργία και την καταστροφή των προπελών των πλοίων. Η πρώτη εµπεριστατωµένη µελέτη που βοήθησε σηµαντικά στην κατανόηση του φαινοµένου δηµοσιεύθηκε από τον Lord Rayleigh το 1917 µε τίτλο On the pressure developed in a liquid during the collapse of a spherical cavity (Neppiras, 1984), ενώ η πρώτη µελέτη που αφορούσε τις χηµικές ιδιότητες των πραγµατοποιήθηκε το 1927 από τους Richards και Loomis. Πλέον η ακουστική σπηλαίωση έχει µελετηθεί εκτεταµένα και οι ιδιότητες τις έχουν κατανοηθεί σε πολύ µεγάλο βαθµό.

39 4.4.1.2 Περιγραφή φαινοµένου Τα υγρά συνήθως περιέχουν µικρούς θύλακες αέρα ή αέριο εγκλωβισµένο µέσα στη διάσπαρτη στερεά κολλοειδή φάση, όσον αφορά τις διασπορές υγρών - στερεών. Με την εφαρµογή υπερήχων, οι οποίοι είναι κύµατα πίεσης µε διαδοχικές φάσεις πύκνωσης και αραίωσης, στις υγρές διασπορές προκαλούνται ταλαντώσεις στα µόρια αυτών γύρω από συγκεκριµένες θέσεις ισορροπίας. Στη φάση της πύκνωσης, όπου η πίεση των κυµάτων είναι θετική, η µέση απόσταση µεταξύ των µορίων µικραίνει, ενώ κατά τη διάρκεια της αραίωσης, όπου έχουµε αρνητική πίεση, η µέση απόσταση αυξάνεται (Sauter et al., 2007). Όταν η πίεση πέσει κάτω από ένα συγκεκριµένο όριο τέτοιο ώστε να ξεπεραστεί η µέγιστη εφελκυστική αντοχή του υγρού, η οποία εξαρτάται από το είδος και την καθαρότητα της διασποράς, τότε ξεπερνιέται η κρίσιµη µέση απόσταση µεταξύ των µορίων της διασποράς που είναι απαραίτητη για να διατηρήσει τα µόρια αυτής σε επαφή µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία φυσαλίδων αέρα (Suslick et al., 1999). Το όριο αυτό ονοµάζεται βάση της διεθνής ορολογίας cavitation threshold. Έπειτα κατά τα επόµενα στάδια πύκνωσης οι φυσαλίδες µεγαλώνουν και καταρρέουν. Η συνεχής διαδικασία δηµιουργίας και κατάρρευσης των φυσαλίδων καλείται ακουστική σπηλαίωση (Mason and Lorimer, 1988). Ο βαθµός έντασης του φαινοµένου εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τα επίπεδα πίεσης των εφαρµοσµένων υπερήχων καθώς και από τις περιβάλλουσες συνθήκες. Από την αρχή της µελέτης του φαινοµένου οι επιστήµονες είχαν διακρίνει δύο είδη ακουστικής σπηλαίωσης, την παροδική σπηλαίωση (transient cavitation) που προκαλείται από την βίαιη εφαρµογή των υπερήχων, και τη σταθερή σπηλαίωση (stable cavitation) που προκαλείται από την ήπια εφαρµογή υπερήχων (Neppiras, 1984). Με την πάροδο του χρόνου και τα δύο είδη µελετήθηκαν εκτενέστερα, µε τη σταθερή σπηλαίωση να παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και έχοντας πλέον µετονοµαστεί από stable cavitation σε rectified diffusion (ανορθωτική διάχυση). 4.4.1.3 Παροδική σπηλαίωση (Transient cavitation) Όπως προαναφέρθηκε η ένταση του φαινόµενου της σπηλαίωσης εξαρτάται από την ένταση και την πίεση του ακουστικού κύµατος. Οι αέριες φυσαλίδες που δηµιουργούνται κατά τη σπηλαίωση απορροφούν ενέργεια από το ακουστικό κύµα

40 και διευρύνονται. Κατά την εφαρµογή υψηλής εντάσεως και πίεσης παρατηρείται έντονα το φαινόµενο της παροδικής σπηλαίωσης. Μια αέρια φυσαλίδα εξαιτίας της υψηλής απορρόφησης ενέργειας µπορεί να δηµιουργηθεί και να αναπτυχθεί ραγδαία λόγω αδράνειας. Αν στη φάση της πύκνωσης που ακολουθεί αµέσως µετά τη δηµιουργία της, δηλαδή στη φάση αραίωσης του ακουστικού κύµατος, η φυσαλίδα έχει προλάβει να αναπτυχθεί σε πολύ µεγάλο βαθµό, τότε δεν έχει τον κατάλληλο χρόνο να αποσυµπιεστεί µε αποτέλεσµα να καταρρέει εντός του ενός κύκλου ακουστικού κύµατος. Χαρακτηριστικό είναι το διάγραµµα που ακολουθεί από την εργασία των Chaoqun WU, Noritoshi Nakagawa και Masaya Fujihara, όπου παρουσιάζεται η δηµιουργία, η ανάπτυξη και η κατάρρευση µια φυσαλίδας σε ένα κύκλο ακουστικού κύµατος. Όπως φαίνεται και στο διάγραµµα η φυσαλίδα δηµιουργείται στα αρχικά στάδια της αραίωσης, στα αρχικά στάδια της πύκνωσης λαµβάνει τη µεγαλύτερη ανάπτυξη της, ενώ στα τελικά στάδια πύκνωσης καταρρέει καθώς δεν προλαβαίνει να αποσυµπιεστεί. Μπορεί λοιπόν να ειπωθεί ότι η διάρκεια ζωής της φυσαλίδας βρίσκεται σε αντίθετη φάση µε την πίεση του ακουστικού κύµατος (Wu et al., 2006). Εικόνα 4.2 Δηµιουργία, ανάπτυξη και κατάρρευση µιας φυσαλίδας (Wu et al., 2006). 4.4.1.4 Σταθερή σπηλαίωση (Rectified diffusion) Εκτός από την παροδική σπηλαίωση (transient cavitation), το φαινόµενο της σπηλαίωσης µπορεί να προκύψει και σε χαµηλότερης έντασης υπέρηχους, βάση µιας πιο αργής διαδικασίας που ονοµάζεται rectified diffusion. Κατά την πύκνωση, στο πρώτο µισό του ηµιτονοειδούς ακουστικού κύκλου, η φυσαλίδα συµπιέζεται και

41 αέριο διαχέεται εκτός αυτής στο περιβάλλοντα υγρό, ενώ κατά το δεύτερο µισό του κύκλου, στη φάση της αραίωσης, το αέριο εισρέει από το υγρό προς τη φυσαλίδα (Meidani and Hasan, 2003). Κάτω από αυτές τις συνθήκες, συνεχείς πυκνώσεις και αραιώσεις, το µέγεθος της φυσαλίδας ταλαντώνεται αναλόγως. Κατά τη διάρκεια αυτής της παλµικής κίνησης η επιφάνεια της διαστελλόµενης φυσαλίδας είναι λίγο µεγαλύτερη από ότι της συστελλόµενης, µε συνέπεια έπειτα από ορισµένους ακουστικούς κύκλους η φυσαλίδα να διογκώνεται, φτάνοντας σε ένα κρίσιµο µέγεθος, όπου δεν µπορεί πλέον να απορροφήσει επιπλέον ενέργεια από το ακουστικό κύµα. Χωρίς εισροή ενέργειας η φυσαλίδα δεν µπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, µε αποτέλεσµα το περιβάλλοντα υγρό να εισέρχεται σε αυτή και η φυσαλίδα να κατακρηµνίζεται (Suslick, 1994). Εικόνα 4.3 Απεικόνιση του φαινοµένου rectified diffusion (Suslick, 1994; Gogate, 2003).

42 4.4.1.5 Θερµική θεωρία επεξήγησης του φαινοµένου (Hot spot theory) Το φαινόµενο της ακουστικής σπηλαίωσης αν και έχει µελετηθεί εκτενώς δεν είναι ακόµα απόλυτα κατανοητό. Για την ερµηνεία της χηµείας των υπερήχων έχουν αναπτυχθεί θεωρίες, οι οποίες προσπαθούν να επεξηγήσουν τις χηµικές ιδιότητες που παρουσιάζει η εφαρµογή αυτών σε υγρές διασπορές, εκ των οποίων δύο είναι οι βασικές ανταγωνίστριες. Η θερµική (hot spot theory) των Noltingk και Neppiras, που υποθέτει ότι οι υψηλές πιέσεις και θερµοκρασίες που αναπτύσσονται κατά την τελευταία πύκνωση πριν την κατάρρευση της φυσαλίδας ευθύνονται για τη διάσπαση των µοριακών δεσµών, και η ηλεκτρική (electrical theory) των Margulis και Lepoint, που υποθέτει ότι οι µικροαποφορτίσεις οφείλονται στα υψηλά ηλεκτρικά πεδία που δηµιουργούνται από τη διάσπαση των φυσαλίδων (Contamine et al., 1994). Η επικρατέστερη από τις δύο θεωρίες είναι η θερµική, σύµφωνα µε την οποία εκλύεται θερµότητα κατά την κατάρρευση της φυσαλίδας στο περιβάλλοντα υγρό. Υπολογίζεται ότι αναπτύσσονται θερµοκρασίες µέχρι 5000 Κ και πιέσεις µέχρι 1000 ατµόσφαιρες, µε διάρκεια ζωής µικρότερη από 100 ns και ρυθµούς ψύξης µεγαλύτερους από 10 10 Κ/s, ελευθερώνοντας µε τον τρόπο αυτό ενέργεια ικανή για να παραχθούν δραστικές χηµικές αντιδράσεις µέσω των θερµικών φαινοµένων (Crum, 1994; Putterman, 1995). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο καθορισµός των θερµοκρασιών και των πιέσεων στο φαινόµενο της σπηλαίωσης καθώς είναι υπερβολικά µικρής διάρκειας και µε έντονο ρυθµό µεταβολής. Οι πρώτοι που κατάφεραν να υπολογίσουν τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά του φαινοµένου είναι οι K.S. Suslick, D.A. Hammerton και R.E. Cline από το πανεπιστήµιο του Ιλλινόις, µέσω της τεχνικής comparative rate chemical thermometry, όπου σε αντιδράσεις των οποίων οι απαιτούµενες ποσότητες ενέργειας και πίεσης είχαν ήδη µετρηθεί, εφάρµοσαν αποτελεσµατικά για την πραγµατοποίηση τους υπερήχους. 4.4.1.6 Ενέργεια ακουστικής σπηλαίωσης Η ακουστική σπηλαίωση ουσιαστικά αποτελεί ένα µηχανισµό συγκέντρωσης ενέργειας. Κατά τη διάρκεια του φαινοµένου η συνεχής παραγόµενη χαµηλής έντασης ενέργεια του ακουστικού πεδίου µετατρέπεται σε υψηλής έντασης ενέργεια µε την κατάρρευση των φυσαλίδων. Κατά την κατάρρευση η κινητική ενέργεια που

43 προκαλείται από την κίνηση του υγρού µετατρέπεται σε θερµική δηµιουργώντας συνθήκες ιδανικές για ιδιαίτερα απαιτητικές σε ενέργεια χηµικές διεργασίες. Σύµφωνα µε τη µελέτη των (Lavrinenko and Leonov, 2007) η παραγόµενη ενέργεια κατά την κατάρρευση δίνεται από τη σχέση: µε τη ταχύτητα να δίνεται από τη σχέση: όπου U η ταχύτητα της φυσαλίδας, Ρ η πίεση του ακουστικού πεδίου και R και R o οι ακτίνες τις φυσαλίδας κατά το φαινόµενο της ακουστικής σπηλαίωσης Εικόνα 4.4 Απεικόνιση φυσαλίδας κατά το φαινόµενο της σπηλαίωσης (Parfutchik, 2007) 4.4.1.7 Παράγοντες επιρροής Έχει ήδη αναφερθεί ότι το φαινόµενο της ακουστικής σπηλαίωσης εξαρτάται από την ένταση και την ακουστική πίεση των που το προκαλούν. Υψηλής

44 έντασης υπέρηχοι οδηγούν στο φαινόµενο της παροδικής σπηλαίωσης, ενώ χαµηλότερης στο φαινόµενο rectified diffusion, µε όσο υψηλότερη είναι η ένταση τόσο πιο έντονο να είναι το φαινόµενο της σπηλαίωσης Όσον αφορά όµως τον παράγοντα πίεση δεν ισχύει κάτι αντίστοιχο όπως µε την ένταση. Παρά το ότι γενικά ισχύει όσο µεγαλύτερη είναι η πίεση τόσο πιο έντονο είναι το φαινόµενο της ακουστικής σπηλαίωσης, υπάρχει κάποιο όριο έπειτα από το οποίο η αύξηση της δεν οδηγεί και σε εντονότερη ακουστική σπηλαίωση. Αυτό οφείλεται στην παράλληλη αύξηση του κατώτατου ορίου πίεσης, cavitation threshold, που πρέπει να ξεπεραστεί ώστε να προκληθεί σπηλαίωση (Sauter et al., 2007). Τέλος βάση ορισµένων επιστηµονικών µελετών έχει παρατηρηθεί ότι όσο υψηλότερη είναι η συχνότητα των που εφαρµόζονται τόσο πιο γρήγορα προκαλείται το φαινόµενο της σπηλαίωσης και µε λιγότερο παρατηρήσιµα χαρακτηριστικά (Laborde et al., 2000). 4.4.2 Acoustic streaming 4.4.2.1 Ιστορική αναδροµή Ένα από τα σηµαντικότερα φαινόµενα που προκαλεί η εφαρµογή στις υγρές διασπορές είναι, βάση της ξένης ορολογίας καθώς στα ελληνικά δεν υπάρχει σαφής ορισµός, το φαινόµενο acoustic streaming. Ο συγκεκριµένος όρος στα ελληνικά θα µπορούσε να αποδοθεί, χωρίς να είναι ακριβής, ως ακουστικό ρεύµα ή ακουστικοί µικροχείµαρροι. Το φαινόµενο acoustic streaming προκαλείται λόγω της εξασθένησης των ακουστικών κυµάτων κατά τη διέλευση τους µέσω µίας υγρής διασποράς (Frenkel et al., 2001). Βάση διαφόρων µελετών αναφέρεται ότι είναι ιδιαίτερα χρήσιµο σε διεργασίες που αφορούν τη διεπιφάνεια στερεής υγρής φάσης, όπως στη µεταφορά θερµότητας ή στον καθαρισµό επιφανειών (Looh et al., 2002). Ο πρώτος που µελέτησε το συγκεκριµένο φαινόµενο ήταν ο Rayleigh (1945). Περισσότερες µελέτες πάνω στο θεωρητικό υπόβαθρο πραγµατοποιήθηκαν από τους Schlichting (1955), Nyborg (1958) και Lighthill (1978), όπου δόθηκε ιδιαίτερη έµφαση στο θεµελιώδη ρόλο της σκέδασης της ακουστικής ενέργειας που προκαλεί συνεχής αλλαγές στη φορά της ορµής του acoustic streaming. Επίσης οι Jackson και Nyborg ασχολήθηκαν µε τα χαρακτηριστικά του προκαλούµενου από ηχητική

45 δονούµενη διαµήκη πηγή acoustic streaming, ενώ µε τα βασικά χαρακτηριστικά του φαινοµένου ασχολήθηκαν και οι Bolyriaan και Morris (Kumar et al., 2007). 4.4.2.2 Δηµιουργία φαινοµένου Το φαινόµενο acoustic streaming είναι η προκαλούµενη συνεχής ροή σε ένα υψηλής έντασης ακουστικό πεδίο (Looh et al., 2002). Όσον αφορά τις υγρές διασπορές συναντάται ως αποτέλεσµα συµβολής του πεδίου ακουστικής πίεσης και του φαινοµένου της ακουστικής σπηλαίωσης, καθώς η προκαλούµενη εξασθένηση του κύµατος κατά τη διέλευση του οδηγεί σε µείωση της ενέργειας µε συνέπεια την εµφάνιση ροής (Kumar et al., 2007). Υπάρχουν δύο γνωστοί παράγοντες που δηµιουργούν το φαινόµενο του acoustic streaming, η χωρική εξασθένηση σε ελεύθερο πεδίο και η τριβή µεταξύ του µέσου διάδοσης και ενός, συνήθως δονούµενου, αντικειµένου (Lee and Wang, 1990). Η χωρική εξασθένηση σε ελεύθερο πεδίο, δηλαδή στο κυρίως σώµα της διασποράς όπου διαδίδεται το κύµα, παρατηρείται περισσότερο σε αέριας παρά σε υγρής µορφής διασπορές και είναι γνωστή µε τον όρο quartz wind (Riley, 1998). Όταν ηχητικά κύµατα διαδίδονται σε ένα µέσο προκαλείται εξασθένηση αυτών εξαιτίας του φαινοµένου της απορρόφησης και της σκέδασης, η οποία όσον αφορά µικρού µήκους διάδοση είναι αµελητέα. Στην περίπτωση όµως υψηλής έντασης υπερήχων παρόµοια απορρόφηση οδηγεί σε εξασθένηση πίεσης ικανή να δηµιουργήσει σταθερή ροή στο µέσο διάδοσης (Looh et al., 2002). Αναφέρεται ότι εξασθένηση σε ελεύθερο πεδίο στην υγρή φάση εµφανίζεται κυρίως σε διασπορές υψηλού ιξώδες. Όπως προαναφέρθηκε η προκαλούµενη ροή λόγω χωρικής εξασθένησης στο κυρίως σώµα της διασποράς αποκαλείται quartz wind, έχει επικρατήσει λοιπόν στην επιστηµονική κοινότητα, µε τον όρο acoustic streaming να αποκαλείται η συνεχής ροή που προκαλείται λόγω τριβής του µέσου διάδοσης µε δονούµενες επιφάνειες και µεµβράνες ή µε επιφάνειες που αποτελούν φυσικά όρια, όπως τα τοιχώµατα ενός αντιδραστήρα (Lee and Wang, 1990). Η δηµιουργία του φαινοµένου προκαλείται είτε από καµπτική είτε από διαµήκη δόνηση και η ένταση του εξαρτάται από τη συχνότητα και το εύρος της δόνησης (Looh et al., 2002). Αναφέρεται ότι για να παρατηρηθεί το φαινόµενο οπτικά είναι απαραίτητο η δονούµενη επιφάνεια να έχει συχνότητα και εύρος µεγαλύτερο από κάποιο όριο, το οποίο όµως δεν µπορεί να

46 καθοριστεί πλήρως ως συνάρτηση λόγω της ιδιαίτερα περίπλοκης φύσης του φαινοµένου. 4.2.2.3 Χαρακτηριστικά φαινοµένου Παρά την ηµιτονοειδή φύση της µετάδοσης των ακουστικών κυµάτων έχει παρατηρηθεί ότι η κίνηση των σωµατιδίων που προκαλείται στο µέσο διάδοσης δεν είναι παντού αυστηρά ηµιτονοειδής καθώς επίσης και χρονικά εξαρτώµενη, όπως ορίζουν οι εξισώσεις Navier Stokes, γεγονός που όπως προαναφέρθηκε οφείλεται στην απορρόφηση της ενέργειας του κύµατος (Busnaina and Gale, 1995). Ισχύει επίσης ότι στο µέσο όπου διαδίδονται υπερηχητικά κύµατα η προκαλούµενη ροή δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλο τον όγκο του. Βάση επιστηµονικών µελετών το φαινόµενο acoustic streaming, που προκαλείται λόγω τριβής µεταξύ του µέσου διάδοσης και µίας επιφάνειας, απαρτίζεται από δύο κυρίως ξεχωριστά µέρη, το εξωτερικό και το εσωτερικό streaming. Ο διαχωρισµός αυτός οφείλεται στην ύπαρξη ενός ορίου, εκτός του οποίου το µέσο δονείται µεν περιστροφικά, αλλά εν µέρει ακανόνιστα σε σχέση µε το ακουστικό πεδίο, ενώ εντός αυτού η ροή είναι κυκλική (Lighthill, 1978). Το όριο που καθορίζει το εσωτερικό από το εξωτερικό streaming είναι µία λεπτή συνοριακή επιφάνεια (Kuznetsova and Coakley, 2007) που χαρακτηρίζεται ως: δ, είναι το πάχος της συγκεκριµένης επιφάνειας, ν, είναι το κινητικό ιξώδες του µέσου και ω, είναι η γωνιακή συχνότητα του κύµατος. Στην περίπτωση υψηλής έντασης το πάχος της συγκεκριµένης επιφάνειας είναι της τάξης ορισµένων δεκάδων µικροµέτρων, προκαλώντας ένα λεπτό στρώµα υψηλής έντασης περιστροφικής ροής, το οποίο είναι ικανό προς µεταφορά θερµότητας και µάζας (Looh et al., 2006), ενώ µειώνεται καθώς αυξάνεται η συχνότητα των κυµάτων (Busnaina and Gale, 1995). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι για συχνότητα 20 khz σε υδατικές διασπορές στους 20 0 C το όριο αυτό είναι

47 µικρότερο από 4 µm (Graff, 1998), ενώ για 2 MHz περίπου 0,27 µm (Kuznetsova and Coakley, 2007). Το streaming, εκτός του κύριου διαχωρισµού σε εσωτερικό ή εξωτερικό, µπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρία βασικά είδη: Eckart streaming Rayleigh streaming Schlichting streaming εκ των οποίων τα δύο πρώτα είδη ανήκουν στην κατηγορία του εξωτερικού streaming, ενώ το τελευταίο στο εσωτερικό streaming. Εικόνα 4.5 Χαρακτηριστικές περιοχές acoustic streaming (Khanal et al., 2007). Το Eckart streaming αποτελεί το µεγαλύτερο σε έκταση είδος και λαµβάνει χώρα σε πιο µακρινή απόσταση από τη δονούµενη επιφάνεια σε σχέση µε τα υπόλοιπα είδη streaming. Παρουσιάζει περιστροφική ροή της οποίας όµως η ακριβής µορφή καθορίζεται από το σχήµα του δοχείου όπου βρίσκεται η υγρή διασπορά και από το µήκος κύµατος των εφαρµοζόµενων υπερήχων (Khanal et al., 2007). Το δεύτερο είδος streaming συναντάται στις όχι τόσο αποµακρυσµένες περιοχές από το σηµείο δόνησης και ονοµάζεται Rayleigh streaming. Παρουσιάζει περιστροφική ροή αλλά το ακριβές σχήµα της καθορίζεται από τη συχνότητα και το

48 εύρος της δόνησης. Χαρακτηριστικό είναι πάντως το γεγονός ότι το µήκος κύµατος της κυκλοφορίας για το συγκεκριµένο είδος είναι αρκετά υψηλότερο από αυτό των µεταδιδόµενων ακουστικών κυµάτων. Το τρίτο είδος ονοµάζεται Schlichting streaming ή Schlichting micro-streaming και παρουσιάζεται πολύ κοντά στην επιφάνεια δόνησης. Ουσιαστικά αποτελεί ροή µε µορφή στροβίλων εντός του λεπτού ορίου που καθορίζει το εσωτερικό streaming όπου η εφαπτοµενική ταχύτητα του υγρού είναι παραπλήσια της ταχύτητας ταλάντωσης (Khanal et al., 2007). 4.2.2.4 Παράγοντες επιρροής Η ταχύτητα του acoustic streaming επηρεάζεται από τις ιδιότητες της υγρής διασποράς, όπως ακουστική εξασθένηση, ιξώδες και ταχύτητα του ήχου στο µέσο, καθώς επίσης από την ένταση, τη συχνότητα και την πίεση του διαδιδόµενου κύµατος και τέλος από τα χαρακτηριστικά της πηγής παραγωγής του κύµατος (Nyborg, 1965), (Nightingale et al., 1999). Η ταχύτητα streaming αυξάνεται κατά την εφαρµογή υπερήχων σε διασπορές µεγάλης ακουστικής εξασθένησης, ενώ µειώνεται σε διασπορές υψηλού ιξώδες (Shi et al., 2001). Επίσης ισχύει ότι αύξηση της συχνότητας ή της πίεσης οδηγεί σε µεγαλύτερες ταχύτητες streaming. Εικάζεται ότι η αύξηση της ταχύτητας σε µεγαλύτερες συχνότητες οφείλεται σε τυχόν µεγαλύτερη εξασθένηση του ακουστικού κύµατος, ενώ σε µεγαλύτερες πιέσεις λόγω µεταφοράς υψηλότερων ποσοτήτων ενέργειας (Nightingale et al., 1999). Είναι γνωστό ότι σε χαµηλές συχνότητες υπερήχων οι φυσαλίδες που δηµιουργούνται κατά την ακουστική σπηλαίωση είναι µεγάλου µεγέθους και η κατάρρευση τους είναι βίαιη, ενώ σε υψηλότερες συχνότητες δηµιουργούνται µικρότερες φυσαλίδες οπότε η ακουστική σπηλαίωση έχει πιο ήπια χαρακτηριστικά. Αντιστρόφως η ακουστική ενέργεια που παράγεται από µία πηγή υψηλής συχνότητας απορροφάται κυρίως από τη διασπορά και όχι από το φαινόµενο της ακουστικής σπηλαίωσης οδηγώντας σε µεγαλύτερες ταχύτητες streaming σε σχέση µε µικρότερης συχνότητας πηγές, όσον αφορά πάντα ίδιας έντασης υπερήχους (Muthukumaran et al., 2007). Τέλος σύµφωνα µε θεωρητικές µελέτες των Fogler και Lund καθώς και µελέτες του Rooney αποδείχθηκε ότι η ταχύτητα του acoustic streaming είναι ανάλογη της

49 συχνότητας της πηγής παραγωγής των υπερήχων. Αναλυτικότερα αποδείχθηκε ότι υπάρχει µία θετική γραµµική σχέση ανάµεσα στο µέγιστο της ταχύτητας streaming και της ακουστικής έντασης. Τα αποτελέσµατα αυτά ήρθαν σε συµφωνία µε προγενέστερες µελέτες του Barnett όπου η σχέση µεταξύ της µέγιστης ταχύτητας streaming και της ακουστικής έντασης (Frenkel et al., 2001) ορίζεται ως εξής: α, είναι ο συντελεστής ακουστικής εξασθένησης του µέσου µ, είναι το ιξώδες της διασποράς c, είναι η ταχύτητα του ήχου στο µέσο r, είναι η ακτίνα της δέσµης των υπερήχων Φ, είναι ο γεωµετρικός συντελεστής ο οποίος εξαρτάται από τις διαστάσεις του χώρου και συνήθως καθορίζεται εµπειρικά. 4.2.3 Υπερηχοφωταύγεια (Sonoluminescence) 4.2.3.1 Εισαγωγή στο φαινόµενο της υπερηχοφωταύγειας Η ακτινοβόληση υγρών διασπορών από υψηλής ενέργειας υπέρηχους είναι γνωστό ότι δηµιουργεί φυσαλίδες οι οποίες κατακρηµνίζονται βίαια (φαινόµενο ακουστικής σπηλαίωσης), προκαλώντας ιδιαίτερα ακραίες συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας. Διαπιστώθηκε έπειτα από µελέτες ότι οι συνθήκες αυτές ήταν υπεύθυνες για ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόµενο που παρατηρήθηκε κατά το βίαιο κατακρήµνισµα των φυσαλίδων, την έκλυση φωτός (McNamara et al., 2000). Το φαινόµενο αυτό χαρακτηρίστηκε διεθνώς µε τον όρο sonoluminescence, όπου στα ελληνικά µπορεί να αποδοθεί µε το σύνθετο όρο υπερηχοφωταύγεια. Με τον όρο λοιπόν sonoluminescence ορίζεται η παλµική έκλυση φωτός από κατακρηµνιζόµενες αέριες φυσαλίδες µίας υγρής διασποράς που ιονίζεται από υψηλής έντασης ακουστικό πεδίο (Borissenok, 2007). Υπάρχουν δύο κατηγορίες υπερηχοφωταύγειας (Crum, 1994; Matula et al., 1995): η πολλαπλών φυσαλίδων και η µονής φυσαλίδας υπερηχοφωταύγεια, γνωστά ως multi-bubble (MBLS) και single-bubble sonoluminescence (SBLS) αντίστοιχα.

50 Η υπερηχοφωταύγεια πολλαπλών φυσαλίδων παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το 1933 από τους Marinesco και Trillat αλλά οι πρώτοι που συνέδεσαν την έκλυση φωτός µε το φαινόµενο ήταν οι Frenzel και Schultes το 1934. Την εποχή εκείνη η συγκεκριµένη ανακάλυψη δεν θεωρήθηκε αρκετά σηµαντική µε αποτέλεσµα να µην πραγµατοποιηθούν περαιτέρω µελέτες. Χρειάστηκε νε περάσουν 50 και πλέον χρόνια για να δηµοσιοποιηθεί η πρώτη µελέτη που αφορούσε το φαινόµενο της υπερηχοφωταύγειας µονής φυσαλίδας από τους Gaitan και Crum το 1990, οι οποίοι στην πειραµατική τους µελέτη κατάφεραν να παγιδεύσουν µία φυσαλίδα σε µία υγρή διασπορά όπου διαδιδόταν ένα στάσιµο κύµα (Kanthale et al., 2006). Παρά τις διάφορες θεωρητικές και πειραµατικές µελέτες που έχουν πραγµατοποιηθεί το φαινόµενο της υπερηχοφωταύγειας δεν έχει επεξηγηθεί πλήρως καθώς υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήµατα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το ότι έχουν αναπτυχθεί δύο θεωρίες που προσπαθούν να επεξηγήσουν το φαινόµενο, η θερµική και η ηλεκτρική, καµία δεν το επιτυγχάνει πλήρως. Σύµφωνα µε την πρώτη το εκπεµπόµενο φως είναι το αέριο που θερµαίνεται µέσα στη φυσαλίδα κατά την κατακρήµνιση αυτής, ενώ βάση της δεύτερης η περιοχή από όπου εκπέµπεται φώς είναι το αέριο στο εσωτερικό της φυσαλίδας ή στην υγρή διασπορά (Borissenok, 2007). Τέλος πολλοί µελετητές έχουν επισηµάνει την ιδιαιτέρως περίπλοκη φύση του φαινοµένου καθώς πιστεύουν ότι η υπερηχοφωταύγεια είναι συνδυασµός της ακτινοβολίας µαύρου σώµατος ή βάση της διεθνούς ορολογίας black body radiation (Notlingk et al., 1950), της ακτινοβολίας επιβράδυνσης ή bremsstrahlung (Yasui et al., 2004) και της εκποµπής υπερδιεγερµένων σωµατιδίων ή excited state emission (Didenko et al., 2000). 4.2.3.2 Είδη υπερηχοφωταύγειας Όπως προαναφέρθηκε υπάρχουν δύο κατηγορίες υπερηχοφωταύγειας, η πολλαπλών φυσαλίδων και η µονής φυσαλίδας υπερηχοφωταύγεια. Υπερηχοφωταύγεια πολλαπλών φυσαλίδων παρατηρείται σε υγρές διασπορές όταν στο πεδίο που προκαλείται λόγω ακουστικής σπηλαίωσης (cavitation field), το οποίο εµπεριέχει πολύ µεγάλο αριθµό αµοιβαία αλληλοεπιδρώµενων φυσαλίδων, η ακουστική σπηλαίωση έχει την απαραίτητη ένταση ώστε να προκληθεί έκλυση φωτός (Suslick et al., 1999).

51 Σε αντίθεση µε των πολλαπλών φυσαλίδων το φαινόµενο της υπερηχοφωταύγειας µονής φυσαλίδας παρατηρείται µόνο κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες όταν η ακουστική δύναµη επιτυγχάνει να συγκρατεί µία φυσαλίδα σε σταθερή θέση, ακινητοποιώντας την ουσιαστικά µέσα στην υγρή διασπορά υπερνικώντας την άνωση, όπου αυτή η µόνη και σταθερά ταλαντευόµενη φυσαλίδα εξαιτίας των πολύ υψηλής έντασης ακουστικών παλµών που δέχεται, εκπέµπει φως κατά τη διάρκεια κάθε ακουστικού κύκλου (Cheeke, 1997). Εικόνα 4.6 Καµπύλη φάσµατος-χρόνου µίας φυσαλίδας αέρα σε έναν ακουστικό κύκλο (Putterman, 1995). Έχει υπολογισθεί, σύµφωνα µε πειραµατικές και θεωρητικές µελέτες, ότι οι φυσαλίδες που εκπέµπουν φως έχουν µέγεθος αρκετά µικρότερο συγκριτικά µε το µήκος κύµατος του ακουστικού πεδίου. Χαρακτηριστικά σε συχνότητα 20kHz το µέγιστο µέγεθος ακτίνας που έχει παρατηρηθεί σε πειράµατα υπερηχοφωταύγειας µονής φυσαλίδας είναι 50 µm (Suslick et al., 1999). Επίσης σε παρόµοια πειράµατα έχει υπολογισθεί ότι η διάρκεια έκλυσης φωτός είναι της τάξεως των 40 έως 350 ps (Yasui, 1999).

52 4.2.3.3 Χαρακτηριστικά και διαφορές SBSL και MBSL Είναι γεγονός ότι και τα δύο είδη υπερηχοφωταύγειας ορίζονται στο πεδίο της ηµιαδιαβατικής συµπίεσης των φυσαλίδων, οπότε θα ήταν αναµενόµενο να λογίζονται ως δύο επιµέρους καταστάσεις του ίδιου φαινοµένου. Παρόλα αυτά η επιστηµονική κοινότητα σήµερα, παρά τις αρχικές υποθέσεις, δεν έχει καταλήξει αν οι δύο αυτές περιπτώσεις υπερηχοφωταύγειας αποτελούν δύο υποκατηγορίες ενός φαινοµένου ή είναι δύο εντελώς διαφορετικά µεταξύ τους φαινόµενα (Borissenok, 2007). Ο λόγος είναι ότι παρά τις αρκετές οµοιότητες οι δύο συγκεκριµένες καταστάσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερα σηµαντικές διαφορές. Χαρακτηριστικότερη αυτών αποτελεί η δραµατική διαφορά στο φάσµα των δύο περιπτώσεων (Matula et al., 1995), καθώς και ότι το φάσµα της υπερηχοφωταύγειας µονής φυσαλίδας είναι ελάχιστα ερµηνεύσιµο. Σηµαντικό είναι ακόµα ότι η υπερηχοφωταύγεια πολλαπλών φυσαλίδων παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις υγρές διασπορές ενώ η µονής φυσαλίδας αποκλειστικά σε υδάτινες διασπορές (Suslick et al., 1999). Τέλος η σφοδρότητα της κατάρρευσης σε καταστάσεις υπερηχοφωταύγειας µονής φυσαλίδας είναι αρκετά εντονότερη, ίσως λόγο της σφαιρικής φύσης της φυσαλίδα καθώς σε καταστάσεις πολλαπλών φυσαλίδων το σχήµα αυτών απέχει αρκετά από το σφαιρικό, µε αποτέλεσµα τις πολύ υψηλότερες πιέσεις και θερµοκρασίες (Suslick et al., 1999). Υπολογίζεται ότι οι θερµοκρασίες σε καταστάσεις υπερηχοφωταύγειας µονής φυσαλίδας είναι από δύο έως δέκα φορές µεγαλύτερες, ενώ οι πιέσεις έως και δύο τάξεις µεγέθους υψηλότερες. Πίνακας 4.1 Σηµαντικότερες διαφορές µεταξύ SBML και MBSL (Yasui, 1999) SBSL MBSL Θερµοκρασία 10000-50000 Κ 3000 5000 K Πίεση 10 9-10 10 (Pa) 10 7 10 8 (Pa) Εκποµπή φωτός Πλάσµα Μοριακή 4.2.3.4 Παράγοντες επιρροής Βασικοί παράγοντες επιρροής του φαινοµένου της υπερηχοφωταύγειας είναι η ακουστική ισχύς και η συχνότητα. Όσον αφορά την ακουστική ισχύ τα πράγµατα

53 είναι πιο ξεκάθαρα καθώς έχει αποδειχθεί ότι αύξηση αυτής, σε σταθερή πάντα ακουστική συχνότητα, οδηγεί σε αύξηση της έντασης του φαινοµένου της υπερηχοφωταύγειας. Γεγονός που δικαιολογείται από την αύξηση του αριθµού των φυσαλίδων ακουστικής σπηλαίωσης καθώς και από την αύξηση του µεγέθους αυτών λόγω έκθεσης σε εντονότερες συνθήκες αρνητικής πίεσης κατά την φάση της συµπίεσης και θετικής πίεσης κατά την φάση της εκτόνωσης (Kanthale et al., 2006). Για την ακουστική συχνότητα όµως τα πράγµατα είναι πιο περίπλοκα καθώς η αύξηση αυτής µειώνει το χρόνο ανάπτυξης των φυσαλίδων και οδηγεί σε ταχύτερη κατάρρευση αυτών, οπότε για να παρουσιαστούν τα ίδια αποτελέσµατα όπως σε χαµηλότερες συχνότητες είναι απαραίτητη η αύξηση της ακουστικής πίεσης. Οπότε όσον αφορά την ακουστική συχνότητα είναι αντιληπτό ότι είναι άµεσα συνδεδεµένη µε την ακουστική πίεση και µέχρι στιγµής µόνο υποθέσεις µπορούν να γίνουν για την επιρροή αυτής στο φαινόµενο της υπερηχοφωταύγειας (Kanthale et al., 2006).

54 5. ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΥΠΕΡΗΧΩΝ 5.1 ΣΚΟΠΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Σκοπός της έρευνας είναι η µελέτη του φαινόµενου της συσσωµάτωσης κολλοειδών διασπορών µέσω της χρήσης υπερηχητικών κυµάτων σε µακροσκοπικές διαστάσεις. Οι διασπορές στις οποίες επιβλήθηκαν υπέρηχοι ήταν: υδατικές διασπορές µε διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη και υδατικές διασπορές µε διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm. Κατά την πειραµατική διαδικασία µελετήθηκε η επιρροή ορισµένων παραµέτρων στη διαδικασία της συσσωµάτωσης, όπως: η συχνότητα των η ισχύς των ο χρόνος εφαρµογής των κυµάτων η χρήση ή µη κροκιδωτικού ο τρόπος εφαρµογής των κυµάτων 5.2 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Ως πειραµατική διάταξη χρησιµοποιήθηκε το σύστηµα παραγωγής συχνοτήτων υψηλής πίεσης της Meinhardt Ultraschalltechnik µε την ονοµασία Multifrequency high power system MFLG transducer E/805/T/M, µε µετασχηµατιστή υπερήχων το ultrasonic transducer E/805/T και µε αντιδραστήρα το T02 glass reactor. Η πειραµατική διάταξη απεικονίζεται στις Εικόνες 5.1 και 5.2 και αποτελείται από: ένα γυάλινο κυλινδρικό αντιδραστήρα µήκους 50 cm µε εσωτερική διάµετρο 7 cm και µε πλευρικά τοιχώµατα πάχους 1 cm ένα µετασχηµατιστή εκποµπής έναν ενισχυτή παραγωγής υψηλών πιέσεων µια γεννήτρια συνεχούς εκποµπής υψηλής συχνότητας και µια συσκευή παλµικής εκποµπής

55 Η συγκεκριµένη διάταξη έχει την ικανότητα εκποµπής κυµάτων στις συχνότητες των 582 khz, 862 khz και 1142 khz, µε µέγιστη ισχύ παραγωγής στα 250 W. Εικόνα 5.1 α) MFLG transducer E/805/T/M, β) transducer E/805/T και γ) T02 glass reactor Εικόνα 5.2 Πειραµατική διάταξη υπερήχων

56 5.2.1 Υλικά παρασκευής κολλοειδών διασπορών Για τη δηµιουργία των κολλοειδών διασπορών από καολινίτη χρησιµοποιήθηκε το προϊόν pure natural kaolinite της εταιρίας Fluka Analytical, ενώ για τη δηµιουργία κολλοειδών διασπορών από µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm χρησιµοποιήθηκαν τα latex microspheres suspensions d 1 µm της σειράς research and test particles της Duke Scientific Corporation. Τα συγκεκριµένα προϊόντα διαλύθηκαν σε απιονισµένο νερό, το οποίο παρασκευάστηκε στο Εργαστήριο Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος του τµήµατος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών. Σε ορισµένα από τα πειράµατα που πραγµατοποιήθηκαν έγινε χρήση αλκαλικότητας και κροκιδωτικού. Ως αλκαλικότητα χρησιµοποιήθηκε όξινο ανθρακικό νάτριο NaHCO 3 (10g/L), ενώ ως κροκιδωτικά χρησιµοποιήθηκαν θειικό αργίλιο Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) ή χλωριούχο ασβέστιο CaCl 2 (5g/L). Όλες οι χηµικές ουσίες που χρησιµοποιήθηκαν ήταν προϊόντα της εταιρίας Riedel de Haen. Στη συγκεκριµένη µελέτη λόγω των πολλών και διαφορετικών δειγµάτων που χρησιµοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των αντίστοιχων πειραµατικών σειρών, είναι δύσκολο να δοθεί µια γενική περιγραφή της διαδικασίας παρασκευής δείγµατος. Η διαδικασία παρασκευής του εκάστοτε δείγµατος θα περιγράφεται λεπτοµερώς κατά την παρουσίαση της αντίστοιχης πειραµατικής σειράς 5.3 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ Κατά την πειραµατική διαδικασία πραγµατοποιήθηκαν ορισµένες µετρήσεις ώστε να µελετηθεί το ενδεχόµενο επίτευξης ή όχι του φαινοµένου της συσσωµάτωσης, καθώς και ο βαθµός επιτυχίας αυτού. Οι παράµετροι οι οποίες µετρήθηκαν ήταν οι εξής: η θολότητα το δυναµικό ζήτα (zeta ) και το µέγεθος των σωµατιδίων του δείγµατος Η θολότητα αποτελεί το πρώτο µέτρο καθαρότητας των υγρών διασπορών καθώς και µέτρο ύπαρξης σωµατιδίων σε αυτές. Στη συγκεκριµένη µελέτη για τις

57 µετρήσεις θολότητας χρησιµοποιήθηκε το όργανο Turbiditmeter model 2100A της Hack company. Το δυναµικό ζήτα αποτελεί την πρώτη ένδειξη ηλεκτροκινητικού δυναµικού των κολλοειδών διασπορών, αντικατοπτρίζοντας ουσιαστικά τη σταθερότητα των διασπορών. Διασπορές µε υψηλό δυναµικό ζήτα, ανεξαρτήτως πρόσηµου, θεωρούνται σταθερές, ενώ διασπορές µε δυναµικό ζήτα κοντά στο µηδέν τείνουν να συσσωµατωθούν. Οι µετρήσεις δυναµικού ζήτα πραγµατοποιήθηκαν µε χρήση του οργάνου sizer Nano Zs από τη σειρά Nano series της εταιρίας Malvern instruments. Η µέτρηση του µεγέθους των σωµατιδίων πραγµατοποιήθηκε ώστε να γίνει µία πιο διεξοδική έρευνα στη σύσταση των κολλοειδών διασπορών µετά την υποβολή αυτών σε υπέρηχους. Για τις µετρήσεις χρησιµοποιήθηκε το όργανο Mastersizer 2000 µp της εταιρίας Malvern instruments. Η συγκεκριµένη µέτρηση δεν πραγµατοποιήθηκε σε όλες τις πειραµατικές σειρές αλλά σε ορισµένες εξ αυτών. Όλες οι µετρήσεις πραγµατοποιούνταν βάση συγκεκριµένης χρονικής σειράς, ακολουθώντας τα στάδια της πειραµατικής διαδικασίας. Αναλυτικότερα η πειραµατική διαδικασία αποτελείτο από τα εξής στάδια: δηµιουργία του διαλύµατος εφαρµογή στο διάλυµα καθίζηση διάρκειας 30 min και οι µετρήσεις πραγµατοποιούνταν αµέσως µετά το πέρας κάθε σταδίου. Η πρώτη σειρά µετρήσεων γίνονταν πριν την εφαρµογή των στην υδάτινη κολλοειδή διασπορά, η δεύτερη αµέσως µετά την εφαρµογή και η τελευταία µετά το πέρας της καθίζησης διάρκειας 30 min. Τέλος σηµειώνεται ότι για κάθε σειρά µετρήσεων λαµβάνονταν δείγµα όγκου 25 ml από τρεις συγκεκριµένες περιοχές του κυλινδρικού αντιδραστήρα, εντός του οποίου πραγµατοποιούνταν το πείραµα. Οι συγκεκριµένες περιοχές ήταν: 2 cm κάτω από την επιφάνεια του διαλύµατος στο µέσον του διαλύµατος και 2 cm πάνω από τον πυθµένα του αντιδραστήρα. Κλείνοντας αναφέρεται ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγµατοποιήθηκαν οι πειραµατικές σειρές καθώς και όλες οι πειραµατικές

58 µετρήσεις ήταν οι επικρατούσες συνθήκες εντός του Εργαστηρίου Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος του τµήµατος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών. 5.4 ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ ΥΔΑΤΙΚΕΣ ΚΟΛΛΟΕΙΔΗ ΔΙΑΣΠΟΡΕΣ ΜΕ ΔΙΑΛΥΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ ΚΑΟΛΙΝΙΤΗ Στη συγκεκριµένη σειρά πειραµάτων µελετάται το φαινόµενο της συσσωµάτωσης σε υδατικές κολλοειδή διασπορές µε διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη. Ειδικότερα πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα σε διασπορές µε τα εξής χαρακτηριστικά: απλές διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου, CaCl 2 (5g/L), ως κροκιδωτικό διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L), ως αλκαλικότητα, και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L), ως κροκιδωτικό. Σε κάθε είδος διασποράς πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, στα οποία η εφαρµογή των ήταν συνεχής και οι µεταβλητές παράµετροι ήταν η συχνότητα, η ισχύς και ο χρόνος εφαρµογής αυτών. Στις διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου και θειικού αργιλίου πραγµατοποιήθηκαν ορισµένα επιπλέον πειράµατα όπου µελετήθηκε και η παλµική εφαρµογή των. 5.4.1 Μελέτη επίδρασης συνεχούς εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό 5.4.1.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του συγκεκριµένου δείγµατος είναι ή εξής: Σε ποτήρι αναδεύσεως χωρητικότητας 2 L διαλύθηκαν 0,4 g καολινίτη σε 2 L αποσταγµένου νερού. Το διάλυµα αφέθηκε σε περιοδική ανάδευση για 24 h στις 60 στρ/min. Μετά το πέρας των 24 ωρών επιβλήθηκε στο διάλυµα διαδικασία ταχείας ανάδευσης στις 100 στρ/min για 1 min και στη συνέχεια ανάδευση για 30 min. στις

59 80στρ/min. Έπειτα ακολούθησε διαδικασία καθίζησης για 30 min. Από το διάλυµα των 2 L επιλέχθηκε το υπερκείµενο 1 L, δηµιουργώντας µε τον τρόπο αυτό το τελικό διάλυµα µε τα εξής χαρακτηριστικά: θολότητα: 55 60 NTU και zeta : -24-28 mv Σε κάθε πείραµα τοποθετήθηκαν στον αντιδραστήρα 900 ml από το διάλυµα. 5.4.1.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα Στη συγκεκριµένη πειραµατική σειρά η εφαρµογή των ήταν συνεχής και µεταβλητές παραµέτρους αποτέλεσαν ο χρόνος εφαρµογής, η συχνότητα και η ισχύς των. Τα πειράµατα παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.1 Παρουσίαση πειραµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό χωρίς προσθήκη αλκαλικότητας ή κροκιδωτικού ΠΕΙΡΑΜΑ ΧΡΟΝΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (min) ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ (khz) ΙΣΧΥΣ (W) 1 2 582 85 2 2 862 85 3 2 1142 85 4 5 582 85 5 5 862 85 6 5 1142 85 7 10 582 85 8 10 862 85 9 10 1142 85 10 2 582 165 11 2 862 165 12 2 1142 165 13 5 582 165 14 5 862 165 15 5 1142 165 16 10 582 165

60 17 10 862 165 18 10 1142 165 19 15 582 85 20 15 862 85 21 15 1142 85 22 30 582 85 23 30 862 85 24 30 1142 85 25 15 582 165 26 15 862 165 27 15 1142 165 28 30 582 165 29 30 862 165 30 30 1142 165 Τα αποτελέσµατα των πειραµάτων παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.2 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό χωρίς προσθήκη αλκαλικότητας ή κροκιδωτικού Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 1 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

61 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 2 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 3 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 4 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

62 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 5 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 6 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 7 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

63 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 8 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 9 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 10 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

64 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 11 Χρόνος εφαρµογής: 2min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 12 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 13 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

65 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 14 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 15 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 16 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

66 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 17 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 18 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 19 Χρόνος εφαρµογής: 15 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

67 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 20 Χρόνος εφαρµογής: 15 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 21 Χρόνος εφαρµογής: 15 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 22 Χρόνος εφαρµογής: 30 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

68 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 23 Χρόνος εφαρµογής: 30 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 24 Χρόνος εφαρµογής: 30 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 25 Χρόνος εφαρµογής: 15 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-65 24-28 60-65 24-28

69 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 26 Χρόνος εφαρµογής: 15 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 27 Χρόνος εφαρµογής: 15 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 28 Χρόνος εφαρµογής: 30 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28

70 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 29 Χρόνος εφαρµογής: 30 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 30 Χρόνος εφαρµογής: 30 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 1655 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Μέσον 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 Πυθµένας 55-60 24-28 60-70 24-28 60-70 24-28 5.4.1.3 Συµπεράσµατα Στη συγκεκριµένη σειρά πειραµάτων η προσπάθεια πρόκλησης συσσωµάτωσης µέσω της χρήσης ήταν ανεπιτυχής. Αποδείχτηκε ότι οι διαφορές στη συχνότητα, στην ισχύ και στο χρόνο εφαρµογής δεν επιφέρουν καµία ειδοποιό διαφορά στη θολότητα και στο δυναµικό ζήτα για το συγκεκριµένο είδος διασποράς. Τέλος έγινε αντιληπτό ότι εφαρµογή υπερήχων άνω των 15 min. λειτουργεί ανατρεπτικά, προκαλώντας µία µικρή αύξηση στη θολότητα του δείγµατος.

71 5.4.2 Μελέτη επίδρασης συνεχούς εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου, CaCl 2 (5g/L) Σκοπός της πειραµατικής αυτής σειράς ήταν η διερεύνηση του φαινοµένου της συσσωµάτωσης σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε την προσθήκη ενός ήπιου κροκιδωτικού. 5.4.2.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του συγκεκριµένου δείγµατος είναι παρόµοια µε τη διαδικασία που περιγράφεται στο υποκεφάλαιο 5.4.2.1, η µόνη διαφορά έγκειται ότι στα 900 ml που τοποθετούνται στον αντιδραστήρα προστίθεται επιπλέον ποσότητα 9 ml CaCl 2 (5g/L) και το δείγµα ανακινείται ελαφρά, ώστε να επιτευχθεί πλήρης διασκορπισµός του κροκιδωτικού σε όλο τον όγκο του, πριν την έναρξη της εφαρµογής. Το διάλυµα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: θολότητα: 55 60 NTU και zeta : -21-25 mv 5.4.2.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα Στη συγκεκριµένη πειραµατική σειρά η εφαρµογή των υπερήχων ήταν συνεχής και µεταβλητές παραµέτρους αποτέλεσαν ο χρόνος εφαρµογής, η συχνότητα και η ισχύς των. Τα πειράµατα παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.3 Παρουσίαση πειραµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου CaCl 2 (5g/L)

72 ΠΕΙΡΑΜΑ ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΙΣΧΥΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (khz) (W) (min) 1 2 582 85 2 2 862 85 3 2 1142 85 4 5 582 85 5 5 862 85 6 5 1142 85 7 10 582 85 8 10 862 85 9 10 1142 85 10 2 582 165 11 2 862 165 12 2 1142 165 13 5 582 165 14 5 862 165 15 5 1142 165 16 10 582 165 17 10 862 165 18 10 1142 165 Τα αποτελέσµατα των πειραµάτων παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.4 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη χλωριούχου ασβεστίου CaCl 2 (5g/L)

73 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 1 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 2 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 3 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15

74 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 4 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 5 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 6 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15

75 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 7 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Μέσον 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 8 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Μέσον 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 9 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Μέσον 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15

76 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 10 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 11 Χρόνος εφαρµογής: 2min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 12 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15

77 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 13 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 14 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 15 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Μέσον 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 55-60 13-15 55-60 13-15

78 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 16 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Μέσον 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 17 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Μέσον 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 18 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή εφαρµογής Μετά από 30 min καθίζηση Επιφάνεια 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Μέσον 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15 Πυθµένας 55-60 21-25 60-65 13-15 60-65 13-15

79 5.4.2.3 Συµπεράσµατα Η προσπάθεια πρόκλησης συσσωµάτωσης µέσω της χρήσης ήταν ανεπιτυχής, παρά τη χρήση ήπιου κροκιδωτικού στη διασπορά. Αποδείχτηκε ότι οι διαφορές στη συχνότητα, στην ισχύ και στο χρόνο εφαρµογής δεν επιφέρουν καµία ειδοποιό διαφορά στη θολότητα, ενώ αν και προκαλείται µία ικανοποιητική µείωση στο δυναµικό ζήτα δεν επιφέρει κάποιο αξιοσηµείωτο αποτέλεσµα. 5.4.3 Μελέτη επίδρασης συνεχούς εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) Σκοπός της πειραµατικής αυτής σειράς ήταν η διερεύνηση το φαινοµένου της συσσωµάτωσης σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε την προσθήκη ενός πιο δραστικού κροκιδωτικού από το χλωριούχο ασβέστιο. Για το λόγο αυτό προστέθηκαν στη διασπορά όξινο ανθρακικό νάτριο και θειικό αργίλιο. 5.4.3.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του συγκεκριµένου δείγµατος είναι παρόµοια µε τη διαδικασία που περιγράφεται στο υποκεφάλαιο 5.4.2.1, η µόνη διαφορά έγκειται ότι στα 900 ml που τοποθετούνται στον αντιδραστήρα προστίθεται επιπλέον ποσότητα 9 ml NaHCO 3 (10g/L) και 2 ml Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) µε το δείγµα να ανακινείται ελαφρά, ώστε να επιτευχθεί πλήρης διασκορπισµός των χηµικών σε όλο τον όγκο του, πριν την έναρξη της εφαρµογής. Το διάλυµα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: θολότητα: 55 60 NTU και zeta : -22-25 mv Η ποσότητα των 2 ml κροκιδωτικού επιλέχθηκε έπειτα από διαδικασία jar test, η οποία περιγράφεται αναλυτικά, καθώς αποδείχτηκε η πιο αποτελεσµατική

80 βάση σχέσεως δοσολογίας - επίτευξη συσσωµάτωσης.. Σε έξι ποτήρια ζέσεως του 1 L τοποθετήθηκαν 900 ml δείγµατος από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µαζί µε ποσότητα 9 ml NaHCO 3 (10g/L). Έπειτα σε κάθε διάλυµα τοποθετήθηκαν συγκεκριµένες ποσότητες κροκιδωτικού Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L). Ειδικότερα: Διάλυµα 1: 0 ml Al 2 (SO 4 ) 3 Διάλυµα 2: 0,5 ml Al 2 (SO 4 ) 3 Διάλυµα 3: 1 ml Al 2 (SO 4 ) 3 Διάλυµα 4: 2 ml Al 2 (SO 4 ) 3 Διάλυµα 5: 4 ml Al 2 (SO 4 ) 3 Διάλυµα 6: 8 ml Al 2 (SO 4 ) 3 Στα διαλύµατα επιβλήθηκε διαδικασία ταχείας ανάδευσης στις 100 στρ/min για 1 min., στη συνέχεια ανάδευση για 30 min. στις 80στρ/min. και έπειτα ακολούθησε διαδικασία καθίζησης για 30 min. Αναφέρεται ότι οι µετρήσεις για το δυναµικό ζήτα έγιναν µετά το πέρας της διαδικασίας ανάδευσης, ενώ οι µετρήσεις για τη θολότητα έγιναν µε το πέρας της καθίζησης. Τα αποτελέσµατα ήταν τα εξής: Πίνακας 5.5 Αποτελέσµατα Jar test προς εύρεση ιδανικότερης ποσότητας κροκιδωτικού Δείγµα (mv) Δείγµα 1 58-39 Δείγµα 2 35-35 Δείγµα 3 23-30 Δείγµα 4 1-8 Δείγµα 5 0,5-7 Δείγµα 6 0,05 +2

81 5.4.3.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα Στη συγκεκριµένη πειραµατική σειρά η εφαρµογή των υπερήχων ήταν συνεχής και µεταβλητές παραµέτρους αποτέλεσαν ο χρόνος εφαρµογής, η συχνότητα και η ισχύς των. Τα πειράµατα παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.6 Παρουσίαση πειραµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) ΠΕΙΡΑΜΑ ΧΡΟΝΟΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΙΣΧΥΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (khz) (W) (min) 1 2 582 85 2 2 862 85 3 2 1142 85 4 5 582 85 5 5 862 85 6 5 1142 85 7 10 582 85 8 10 862 85 9 10 1142 85 10 2 582 165 11 2 862 165 12 2 1142 165 13 5 582 165 14 5 862 165 15 5 1142 165 16 10 582 165 17 10 862 165 18 10 1142 165

82 Τα αποτελέσµατα των πειραµάτων παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.7 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 1 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -14 55-60 -12 Μέσον 55-60 -22 55-60 -13 55-60 -14 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -14 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 2 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -14 Μέσον 55-60 -23 55-60 -14 55-60 -13 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -13

83 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 3 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -13 55-60 -13 Μέσον 55-60 -24 55-60 -14 55-60 -14 Πυθµένας 55-60 -22 55-60 -13 55-60 -14 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 4 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -12 Μέσον 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -13 Πυθµένας 55-60 -22 55-60 -13 55-60 -13 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 5 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -25 55-60 -13 55-60 -12 Μέσον 55-60 -23 55-60 -13 55-60 -13 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -12

84 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 6 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -22 55-60 -12 55-60 -12 Μέσον 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -14 Πυθµένας 55-60 -25 55-60 -14 55-60 -13 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 7 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -12 Μέσον 55-60 -24 55-60 -11 55-60 -11 Πυθµένας 55-60 -23 55-60 -11 55-60 -12 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 8 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -11 55-60 -12 Μέσον 55-60 -24 55-60 -11 55-60 -11 Πυθµένας 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -12

85 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 9 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -25 55-60 -11 55-60 -11 Μέσον 55-60 -24 55-60 -12 55-60 -12 Πυθµένας 55-60 -25 55-60 -11 55-60 -11 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 10 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -24 55-60 -14 55-60 -13 Μέσον 55-60 -25 55-60 -13 55-60 -14 Πυθµένας 55-60 -23 55-60 -13 55-60 -14 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 11 Χρόνος εφαρµογής: 2min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -13 55-60 -14 Μέσον 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -13 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -14 55-60 -13

86 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 12 Χρόνος εφαρµογής: 2 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -13 Μέσον 55-60 -23 55-60 -14 55-60 -13 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -14 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 13 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -25 55-60 -13 55-60 -12 Μέσον 55-60 -22 55-60 -12 55-60 -14 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -13 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 14 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -25 55-60 -12 55-60 -13 Μέσον 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -12 Πυθµένας 55-60 -23 55-60 -15 55-60 -14

87 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 15 Χρόνος εφαρµογής: 5 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -13 Μέσον 55-60 -24 55-60 -13 55-60 -13 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -12 55-60 -12 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 16 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -23 55-60 -11 55-60 -13 Μέσον 55-60 -23 55-60 -11 55-60 -11 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -12 55-60 -12 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 17 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -24 55-60 -11 55-60 -11 Μέσον 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -12 Πυθµένας 55-60 -25 55-60 -12 55-60 -11

88 Σηµείο λήψης δείγµατος ΠΕΙΡΑΜΑ 18 Χρόνος εφαρµογής: 10 min. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πριν την εφαρµογή (mv) εφαρµογής (mv) Μετά από 30 min καθίζηση (mv) Επιφάνεια 55-60 -25 55-60 -11 55-60 -11 Μέσον 55-60 -23 55-60 -12 55-60 -11 Πυθµένας 55-60 -24 55-60 -11 55-60 -12 5.4.3.3 Συµπεράσµατα Η προσπάθεια πρόκλησης συσσωµάτωσης µέσω της χρήσης ήταν ανεπιτυχής, παρά τη χρήση αλκαλικότητας και ενός πιο δραστικού κροκιδωτικού στη διασπορά. Αποδείχτηκε ότι οι διαφορές στη συχνότητα, στην ισχύ και στο χρόνο εφαρµογής δεν επιφέρουν καµία ειδοποιό διαφορά στη θολότητα, ενώ αν και προκαλείται µία ικανοποιητική µείωση στο δυναµικό ζήτα πάλι δεν επέρχεται κάποιο αξιοσηµείωτο αποτέλεσµα. 5.4.4 Μελέτη επίδρασης παλµικής εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) Στα µέχρι τώρα πειράµατα µελετήθηκε η συνεχής εφαρµογή υπερήχων µε αλλαγές στη συχνότητα, την πίεση και το χρόνο εφαρµογής. Στη συγκεκριµένη σειρά έγινε αλλαγή στον τρόπο εφαρµογής των υπερήχων, από συνεχή σε περιοδικό. Εφαρµόστηκαν υπέρηχοι µε παλµική µορφή µετάδοσης και εκτός από τη µεταβολή στους παράγοντες συχνότητας και πίεσης, πραγµατοποιήθηκαν εναλλαγές στους παράγοντες διάρκεια παλµού, διάρκεια παύσης µεταξύ των παλµών και πλήθος παλµών.

89 5.4.4.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του δείγµατος για τη συγκεκριµένη σειρά είναι η διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 5.4.3.1. Το διάλυµα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: θολότητα: 55 60 NTU και zeta : -22-25 mv 5.4.4.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα Στη συγκεκριµένη πειραµατική σειρά η εφαρµογή των υπερήχων ήταν παλµική και µεταβλητές παραµέτρους, εκτός της συχνότητας και της ισχύς των, αποτέλεσαν: το πλήθος των παλµών η διάρκεια του παλµού η διάρκεια παύσης µεταξύ διαδοχικών παλµών Τα πειράµατα παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.8 Παρουσίαση πειραµάτων παλµικής εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) ΠΕΙΡΑΜΑ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΛΜΟΥ (ms) ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΠΑΥΣΗΣ (sec) ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ (khz) ΙΣΧΥΣ (W) 1 200 2 582 165 2 500 4 582 165 3 500 4 862 165 4 500 4 1142 165 5 500 4 582 85 6 500 4 862 85 7 500 4 1142 85 8 200 2 582 85

90 Αναφέρεται ότι για κάθε πείραµα µελετήθηκαν τα εξής πλήθη παλµών: 20 50 100 Στη συγκεκριµένη σειρά πειραµάτων πραγµατοποιήθηκαν µετρήσεις µόνο για τον παράγοντα της θολότητας. Οι µετρήσεις θολότητας πραγµατοποιήθηκαν έπειτα από διαδικασία καθίζησης διάρκειας 30 min. Τα αποτελέσµατα των πειραµάτων παρουσιάζονται µε τη µορφή πίνακα και είναι τα ακόλουθα: Πίνακας 5.9 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων παλµικής εφαρµογής σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) ΠΕΙΡΑΜΑ 1 Διάρκεια παλµού: 200 ms Διάρκεια παύσης: 2 sec. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60

91 ΠΕΙΡΑΜΑ 2 Διάρκεια παλµού: 500 ms Διάρκεια παύσης: 4 sec. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 165 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60 ΠΕΙΡΑΜΑ 3 Διάρκεια παλµού: 500 ms Διάρκεια παύσης: 4 sec. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 165 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60 ΠΕΙΡΑΜΑ 4 Διάρκεια παλµού: 500 ms Διάρκεια παύσης: 2 sec. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 165 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60

92 ΠΕΙΡΑΜΑ 5 Διάρκεια παλµού: 500 ms Διάρκεια παύσης: 4 sec. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60 ΠΕΙΡΑΜΑ 6 Διάρκεια παλµού: 500 ms Διάρκεια παύσης: 4 sec. Συχνότητα: 862 khz Ισχύς: 85 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60 ΠΕΙΡΑΜΑ 7 Διάρκεια παλµού: 500 ms Διάρκεια παύσης: 4 sec. Συχνότητα: 1142 khz Ισχύς: 85 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60

93 ΠΕΙΡΑΜΑ 8 Διάρκεια παλµού: 200 ms Διάρκεια παύσης: 2 sec. Συχνότητα: 582 khz Ισχύς: 85 W Πλήθος παλµών Επιφάνεια Μέσον Πυθµένας 0 55-60 55-60 55-60 20 55-60 55-60 55-60 50 55-60 55-60 55-60 100 55-60 55-60 55-60 5.4.4.3 Συµπεράσµατα Η προσπάθεια πρόκλησης συσσωµάτωσης µέσω της παλµικής εφαρµογής ήταν ανεπιτυχής. Αποδείχτηκε ότι διαφορές στη συχνότητα, στην ισχύ, στο πλήθος, στη διάρκεια καθώς και στη διάρκεια παύσης µεταξύ των παλµών δεν επιφέρουν καµία ειδοποιό διαφορά στη θολότητα. 5.4.5 Μελέτη επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) Σκοπός της συγκεκριµένης πειραµατικής σειράς ήταν µία πιο διεξοδική έρευνα της επίδρασης των στο µέγεθος των σωµατιδίων των διασπορών. Η αναγκαιότητα της µέτρησης του µεγέθους προέκυψε από το γεγονός ότι στις προηγούµενες πειραµατικές σειρές παρά τη χρήση κροκιδωτικού και τη µείωση του δυναµικού ζήτα δεν επήλθε καµία διαφορά στον παράγοντα θολότητα. Έχοντας λοιπόν προκληθεί ερωτήµατα όπως αν όντως πραγµατοποιείται ή όχι συσσωµάτωση ή αν αντί για συσσωµάτωση προκαλείται διάσπαση των σωµατιδίων κρίθηκε απαραίτητη η µέτρηση του µεγέθους των σωµατιδίων της διασπορά.

94 5.4.5.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του δείγµατος για τη συγκεκριµένη σειρά είναι η διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 5.4.3.1. Το διάλυµα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: θολότητα: 55 60 NTU και zeta : -22-25 mv Πριν την προσθήκη κροκιδωτικού και πριν την εφαρµογή υπερήχων µετρήθηκε το µέγεθος των σωµατιδίων της διασποράς, αποτελώντας µέτρο σύγκρισης µε τα αποτελέσµατα που θα προέκυπταν από τα επικείµενα πειράµατα. Από τις µετρήσεις διαπιστώθηκε ότι στο 80 % του όγκου επί του συνολικού δείγµατος το µέγεθος των σωµατιδίων ήταν της τάξης των 2 10 µm, µε µέση διάµετρο d = 4,84 µm. Το µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορά από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό παρουσιάζεται αναλυτικά στο Σχήµα 5.1 που ακολουθεί.

95 Σχήµα 5.1 Μέγεθος σωµατιδίων σε διασπορά από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό 5.4.5.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα Στη συγκεκριµένη πειραµατική σειρά η εφαρµογή των υπερήχων ήταν συνεχής και µεταβλητές παραµέτρους αποτέλεσαν ο χρόνος εφαρµογής, η συχνότητα και η ισχύς των. Η παρουσίαση των πειραµατικών αποτελεσµάτων γίνεται µε τη µορφή πίνακα. Πίνακας 5.10 Παρουσίαση πειραµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) ΠΕΙΡΑΜΑ ΧΡΟΝΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (min) ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ (khz) ΙΣΧΥΣ (W) 1 5 582 85 2 5 582 165 3 5 1142 85 4 5 1142 165 5 15 582 85 6 15 582 165

96 7 15 1142 85 8 15 1142 165 9 30 582 85 10 30 582 165 11 30 1142 85 12 30 1142 165 Η παρουσίαση των πειραµατικών αποτελεσµάτων γίνεται µε τη µορφή πίνακα όπου δίνεται η µέση διάµετρος των σωµατιδίων µετά το πέρας κάθε πειράµατος. Αναφέρεται ότι στη συγκεκριµένη σειρά οι µετρήσεις πραγµατοποιήθηκαν αµέσως µετά το πέρας κάθε πειράµατος καθώς δεν ακολουθήθηκε διαδικασία καθίζησης, ενώ δείγµατα λαµβάνονταν µόνο από το µέσο του αντιδραστήρα. Πίνακας 5.11 Παρουσίαση αποτελεσµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) Παρουσίαση µέσων διαµέτρων σωµατιδίων έπειτα από επιβολή d (µm) Αρχικό δείγµα 4,84 Πείραµα 1 6,013 Πείραµα 2 6,592 Πείραµα 3 5,076 Πείραµα 4 3,85 Πείραµα 5 6,353 Πείραµα 6 6,631 Πείραµα 7 5,82 Πείραµα 8 4,03 Πείραµα 9 6,322 Πείραµα 10 6,605 Πείραµα 11 6,25 Πείραµα 12 4,098

97 5.4.5.3 Ανάλυση της χρονικής διάρκειας ως µεταβλητού παράγοντα Στη συγκεκριµένη σειρά πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, ανεξαρτήτως συχνότητας και ισχύς, για τα εξής χρονικά διαστήµατα: 5 min. 15 min. 30 min. Τα αποτελέσµατα της επιρροής του συγκεκριµένου παράγοντα παρουσιάζονται στα ακόλουθα τρία σχήµατα όπου στο Σχήµα 5.2 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα για τα πειράµατα διάρκειας 5 min., στο Σχήµα 5.3 για διάρκεια 15 min. και στο Σχήµα 5.4 για διάρκεια 30 min. Στα τρία αυτά σχήµατα αντιστοιχούν: µε µπλε χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 582 khz και Ισχύ 85 W µε µωβ χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 582 khz και Ισχύ 165 W µε πράσινο χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 1142 khz και Ισχύ 85 W µε κόκκινο χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 1142 khz και Ισχύ 165 W Σχήµα 5.2 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 5 min.

98 Σχήµα 5.3 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 15 min. Σχήµα 5.4 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 30 min. Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται από τη χρονική διάρκεια της εφαρµογής. 5.4.5.4 Ανάλυση της συχνότητας ως µεταβλητού παράγοντα Στη συγκεκριµένη σειρά πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, ανεξαρτήτως χρονικής διάρκειας και ισχύς, για τις εξής συχνότητες: 582 khz

99 1142 khz Τα αποτελέσµατα της επιρροής του συγκεκριµένου παράγοντα παρουσιάζονται στα ακόλουθα δύο σχήµατα, όπου στο Σχήµα 5.5 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα για τα πειράµατα συχνότητας 582 khz και στο Σχήµα 5.6 για συχνότητα 1142 khz. Στο σχήµα 5.5 απεικονίζονται: µε πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 1, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 85 W µε µπλε χρώµα το πείραµα 2, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 165 W µε µωβ χρώµα το πείραµα 5, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 85 W µε πράσινο χρώµα το πείραµα 6, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 165 W µε µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 9, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W µε κόκκινο χρώµα το πείραµα 10, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W Σχήµα 5.5 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 582 khz Στο σχήµα 5.6 απεικονίζονται: µε µπλε χρώµα το πείραµα 3, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 85 W µε πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 4, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 165 W µε πράσινο χρώµα το πείραµα 7, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 85 W µε µωβ χρώµα το πείραµα 8, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 165 W µε κόκκινο χρώµα το πείραµα 11, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W µε µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 12, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W

100 Σχήµα 5.6 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 1142 khz Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται από τη συχνότητα των επιβολής. 5.4.5.5 Ανάλυση της ισχύς ως µεταβλητού παράγοντα Στη συγκεκριµένη σειρά πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, ανεξαρτήτως χρονικής διάρκειας και συχνότητας, για τις εξής ισχύς: 85 Watts 165 Watts Τα αποτελέσµατα της επιρροής του συγκεκριµένου παράγοντα παρουσιάζονται στα ακόλουθα δύο σχήµατα, όπου στο Σχήµα 5.7 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα για τα πειράµατα ισχύος 85 W και στο Σχήµα 5.8 για ισχύ 165 W. Στο σχήµα 5.7 απεικονίζονται µε: µπλε χρώµα το πείραµα 1, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 582 khz πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 3, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 1142 khz µωβ χρώµα το πείραµα 5, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 582 khz πράσινο χρώµα το πείραµα 7, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 1142 khz κόκκινο χρώµα το πείραµα 9, µε Διάρκεια 30 min Συχνότητα 582 khz µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 11, µε Διάρκεια 30 min. και Συχνότητα 1142 khz

101 Σχήµα 5.7 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 85 W Στο σχήµα 5.8 απεικονίζονται: µπλε χρώµα το πείραµα 2, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 582 khz πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 4, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 1142 khz µωβ χρώµα το πείραµα 6, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 582 khz πράσινο χρώµα το πείραµα 8, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 1142 khz κόκκινο χρώµα το πείραµα 10, µε Διάρκεια 30 min Συχνότητα 582 khz µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 12, µε Διάρκεια 30 min. και Συχνότητα 1142 khz Σχήµα 5.8 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 165 W

102 Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται από την ισχύ των επιβολής. 5.4.5.6 Συµπεράσµατα Στη συγκεκριµένη σειρά διαπιστώθηκε ότι παρά τις όποιες µεταβολές στο χρόνο επιβολής, στη συχνότητα ή στην ισχύ των το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται καθώς µένει αµετάβλητο. 5.5 Μελέτη επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε υδατικές διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm Από τη έρευνα που πραγµατοποιήθηκε για τη µελέτη επίδρασης των στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη διαπιστώθηκε ότι η χρήση αυτών δεν επιφέρει κάποια αλλαγή στη µέγεθος των σωµατιδίων. Στο πλαίσιο µιας πιο εµπεριστατωµένης διερεύνησης, όσον αφορά τη µεταβολή του µεγέθους των σωµατιδίων σε διασπορές όπου εφαρµόζονται υπέρηχοι, πραγµατοποιήθηκαν ορισµένα πειράµατα σε διασπορές µε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτές που µέχρι τώρα µελετήθηκαν. Οι νέες διασπορές που χρησιµοποιήθηκαν ήταν υδατικές διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1µm. 5.5.1 Χαρακτηριστικά δείγµατος Σε 1 L απιονισµένου νερού διαλύθηκαν 0,2 ml διαλύµατος µικροσφαιριδίων διαµέτρου 1µm. Στο διάλυµα επιβλήθηκε ανάδευση στις 80 στρ/min διάρκειας 4h, επιτυγχάνοντας τελικό διάλυµα µε τα εξής χαρακτηριστικά: : 85 90 NTU : -35 40 mv Κατά το πείραµα χρησιµοποιήθηκαν 900 ml από το διάλυµα, στα οποία προστέθηκε επιπλέον ποσότητα 9 ml NaHCO 3 (10g/L) και 2 ml Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) µε το δείγµα να ανακινείται ελαφρά, ώστε να επιτευχθεί πλήρης διασκορπισµός των χηµικών σε όλο τον όγκο του, πριν την έναρξη της εφαρµογής. Αναφέρεται

103 ότι η ποσότητα των 2 ml κροκιδωτικού επιλέχθηκε έπειτα από διαδικασία jar test καθώς αποδείχτηκε η πιο αποτελεσµατική βάση σχέσεως δοσολογίας - επίτευξη συσσωµάτωσης. Πριν την προσθήκη κροκιδωτικού και πριν τη εφαρµογή µετρήθηκε το µέγεθος των σωµατιδίων της διασποράς, αποτελώντας µέτρο σύγκρισης για τα αποτελέσµατα που θα προέκυπταν από τα επικείµενα πειράµατα. Από τις µετρήσεις διαπιστώθηκε ότι µπορεί η µέση διάµετρος των σωµατιδίων του δείγµατος να είναι κοντά στο 1 µm, αλλά στην πραγµατικότητα στο δείγµα παρουσιάζονται δύο διαφορετικές οµάδες σωµατιδίων. Στην πρώτη οµάδα, όπου περιλαµβάνεται κοντά στο 55% των σωµατιδίων του δείγµατος, εµφανίζονται σωµατίδια µε µέγεθος από 0,2 έως 0,95 µm, ενώ στη δεύτερη οµάδα, όπου περιλαµβάνεται το 45% των σωµατιδίων του δείγµατος, ανήκουν σωµατίδια µε µέγεθος από 0,95 έως 1,45 µm. Το µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορά από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό παρουσιάζεται αναλυτικά στο Σχήµα 5.9 που ακολουθεί.

104 Σχήµα 5.9 Μέγεθος σωµατιδίων σε διασπορά από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό 5.5.2 Πειραµατική διαδικασία και αποτελέσµατα Στη συγκεκριµένη πειραµατική σειρά η εφαρµογή των υπερήχων ήταν συνεχής και µεταβλητές παραµέτρους αποτέλεσαν ο χρόνος εφαρµογής, η συχνότητα και η ισχύς των. Η παρουσίαση των πειραµατικών αποτελεσµάτων γίνεται µε τη µορφή πίνακα. Πίνακας 5.12 Παρουσίαση πειραµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) ΠΕΙΡΑΜΑ ΧΡΟΝΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (min) ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ (khz) ΙΣΧΥΣ (W) 1 5 582 85 2 5 582 165 3 5 1142 85 4 5 1142 165 5 15 582 85

105 6 15 582 165 7 15 1142 85 8 15 1142 165 9 30 582 85 10 30 582 165 11 30 1142 85 12 30 1142 165 Η παρουσίαση των πειραµατικών αποτελεσµάτων γίνεται µε τη µορφή πίνακα όπου δίνεται η µέση διάµετρος των σωµατιδίων µετά το πέρας κάθε πειράµατος. Αναφέρεται ότι στη συγκεκριµένη σειρά οι µετρήσεις πραγµατοποιήθηκαν αµέσως µετά το πέρας κάθε πειράµατος καθώς δεν ακολουθήθηκε διαδικασία καθίζησης, ενώ δείγµατα λαµβάνονταν µόνο από το µέσο του αντιδραστήρα. Πίνακας 5.13 Παρουσίαση αποτελεσµάτων επίδρασης στο µέγεθος των σωµατιδίων σε διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L) και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L) Παρουσίαση µέσων διαµέτρων σωµατιδίων έπειτα από επιβολή d (µm) Αρχικό δείγµα 0,8 Πείραµα 1 0,89 Πείραµα 2 0,92 Πείραµα 3 0,83 Πείραµα 4 1,02 Πείραµα 5 0,96 Πείραµα 6 0,87 Πείραµα 7 1,09 Πείραµα 8 0,93 Πείραµα 9 0,97

106 Πείραµα 10 1,17 Πείραµα 11 1,03 Πείραµα 12 1,07 Πρέπει να αναφερθεί εξ αρχής ότι η αύξηση που παρατηρείται στη µέση διάµετρο δεν προκύπτει λόγω συσσωµάτωσης αλλά εξαιτίας της παρουσίας φυσαλίδων που έχουν προκληθεί κατά τη διάρκεια των µετρήσεων στο δείγµα. 5.5.3 Ανάλυση της χρονικής διάρκειας ως µεταβλητού παράγοντα Στη συγκεκριµένη σειρά πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, ανεξαρτήτως συχνότητας και ισχύς, για τα εξής χρονικά διαστήµατα: 5 min. 15 min. 30 min. Τα αποτελέσµατα της επιρροής του συγκεκριµένου παράγοντα παρουσιάζονται στα ακόλουθα τρία σχήµατα όπου στο Σχήµα 5.10 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα για τα πειράµατα διάρκειας 5 min., στο Σχήµα 5.11 για διάρκεια 15 min. και στο Σχήµα 5.12 για διάρκεια 30 min. Στα τρία αυτά σχήµατα αντιστοιχούν: µε µπλε χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 582 khz και Ισχύ 85 W µε µωβ χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 582 khz και Ισχύ 165 W µε πράσινο χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 1142 khz και Ισχύ 85 W µε κόκκινο χρώµα τα πειράµατα µε: Συχνότητα 1142 khz και Ισχύ 165 W

107 Σχήµα 5.10 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 5 min. Σχήµα 5.11 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 15 min.

108 Σχήµα 5.12 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα χρονικής διάρκειας 30 min. Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται από τη χρονική διάρκεια της εφαρµογής. 5.5.4 Ανάλυση της συχνότητας ως µεταβλητού παράγοντα Στη συγκεκριµένη σειρά πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, ανεξαρτήτως χρονικής διάρκειας και ισχύς, για τις εξής συχνότητες: 582 khz 1142 khz Τα αποτελέσµατα της επιρροής του συγκεκριµένου παράγοντα παρουσιάζονται στα ακόλουθα δύο σχήµατα, όπου στο Σχήµα 5.13 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα για τα πειράµατα συχνότητας 582 khz και στο Σχήµα 5.14 για συχνότητα 1142 khz. Στο σχήµα 5.13 απεικονίζονται: µε πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 1, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 85 W µε µπλε χρώµα το πείραµα 2, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 165 W µε µωβ χρώµα το πείραµα 5, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 85 W µε πράσινο χρώµα το πείραµα 6, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 165 W µε µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 9, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W µε κόκκινο χρώµα το πείραµα 10, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W

109 Σχήµα 5.13 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 582 khz Στο σχήµα 5.14 απεικονίζονται: µε µπλε χρώµα το πείραµα 3, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 85 W µε πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 4, µε Διάρκεια 5 min. και Ισχύ 165 W µε πράσινο χρώµα το πείραµα 7, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 85 W µε µωβ χρώµα το πείραµα 8, µε Διάρκεια 15 min. και Ισχύ 165 W µε κόκκινο χρώµα το πείραµα 11, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W µε µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 12, µε Διάρκεια 30 min. και Ισχύ 85 W Σχήµα 5.14 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα συχνότητας 1142 khz

110 Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται από τη συχνότητα των επιβολής. 5.5.5 Ανάλυση της ισχύς ως µεταβλητού παράγοντα Στη συγκεκριµένη σειρά πραγµατοποιήθηκαν πειράµατα, ανεξαρτήτως χρονικής διάρκειας και συχνότητας, για τις εξής ισχύς: 85 Watts 165 Watts Τα αποτελέσµατα της επιρροής του συγκεκριµένου παράγοντα παρουσιάζονται στα ακόλουθα δύο σχήµατα, όπου στο Σχήµα 5.15 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα για τα πειράµατα ισχύος 85 W και στο Σχήµα 5.16 για ισχύ 165 W. Στο σχήµα 5.15 απεικονίζονται µε: µπλε χρώµα το πείραµα 1, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 582 khz πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 3, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 1142 khz µωβ χρώµα το πείραµα 5, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 582 khz πράσινο χρώµα το πείραµα 7, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 1142 khz κόκκινο χρώµα το πείραµα 9, µε Διάρκεια 30 min Συχνότητα 582 khz µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 11, µε Διάρκεια 30 min. και Συχνότητα 1142 khz Σχήµα 5.15 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 85 W

111 Στο σχήµα 5.16 απεικονίζονται: µπλε χρώµα το πείραµα 2, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 582 khz πορτοκαλί χρώµα το πείραµα 4, µε Διάρκεια 5 min. και Συχνότητα 1142 khz µωβ χρώµα το πείραµα 6, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 582 khz πράσινο χρώµα το πείραµα 8, µε Διάρκεια 15 min. και Συχνότητα 1142 khz κόκκινο χρώµα το πείραµα 10, µε Διάρκεια 30 min Συχνότητα 582 khz µπλε σκούρο χρώµα το πείραµα 12, µε Διάρκεια 30 min. και Συχνότητα 1142 khz Σχήµα 5.16 Παρουσίαση πειραµατικών αποτελεσµάτων για πειράµατα ισχύος 165 W Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται από την ισχύ των επιβολής. 5.5.6 Συµπεράσµατα Στη συγκεκριµένη σειρά διαπιστώθηκε ότι παρά τις όποιες µεταβολές στο χρόνο επιβολής, στη συχνότητα ή στην ισχύ των το µέγεθος των σωµατιδίων δεν επηρεάζεται καθώς µένει αµετάβλητο. Είναι σηµαντικό να σχολιαστεί το γεγονός ότι δεν παρατηρείται η παραµικρή διαφοροποίηση σε καµία από τις τρεις οµάδες σωµατιδίων διαφορετικού µεγέθους που ουσιαστικά περιέχονται στο διάλυµα.

112 Σχήµα 5.17 Παρουσίαση όλων των πειραµατικών αποτελεσµάτων σε υδατικές διασπορές από διαλυµένα µικροσφαιρίδια latex διαµέτρου 1 µm

113 6. ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ - ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΗ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΗΧΗΤΙΚΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ 6.1 ΣΚΟΠΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Σκοπός της έρευνας είναι η µελέτη του φαινόµενου της συσσωµάτωσης κολλοειδών διασπορών µέσω της χρήσης ηχητικών κυµάτων σε µακροσκοπικές διαστάσεις. Οι διασπορές στις οποίες επιβλήθηκαν ηχητικά κύµατα συνεχούς εκποµπής ήταν υδατικές διασπορές µε διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη και κατά την πειραµατική διαδικασία µελετήθηκε η επιρροή ορισµένων παραµέτρων στη διαδικασία της συσσωµάτωσης, όπως: η συχνότητα των κυµάτων η πίεση των κυµάτων ο χρόνος εφαρµογής των κυµάτων η ποσότητα κροκιδωτικού 6.2 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Η πειραµατική διάταξη που χρησιµοποιήθηκε αποτελείται από: µια δεξαµενή από πλεξιγκλάς διαστάσεων 10.5 cm x 10.5 cm x 16 cm µια γεννήτρια συχνοτήτων έναν ενισχυτή ένα ηχείο έναν αισθητήρα µετρήσεως της πίεσης µια συσκευή µετρήσεως της πίεσης δυο ειδικές συσκευές ελέγχου τάσης Ως γεννήτρια συχνοτήτων χρησιµοποιήθηκε το µοντέλο GFG 8216A της GW instek, ως ενισχυτής το µοντέλο 5.3A Monoblock Amplifier της Audio Source και ως ηχείο το µοντέλο TST429 Platinum της Clark Synthesis Tacktile Sound.

114 Εικόνα 6.1 Πειραµατική διάταξη ηχητικών κυµάτων 6.3 ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ Η παράµετρος η οποία µετρήθηκε ώστε να διαπιστωθεί το ενδεχόµενο συσσωµάτωσης ήταν η θολότητα. Όλες οι µετρήσεις πραγµατοποιούνταν βάση συγκεκριµένης χρονικής σειράς, ακολουθώντας τα στάδια της πειραµατικής διαδικασίας. Η πρώτη σειρά µετρήσεων γίνονταν πριν την εφαρµογή των ηχητικών κυµάτων στην υδάτινη κολλοειδή διασπορά, η δεύτερη αµέσως µετά την εφαρµογή και η τελευταία µετά το πέρας της καθίζησης διάρκειας 30 min. Σηµειώνεται ότι για κάθε µέτρηση λαµβάνονταν δείγµα όγκου 20 ml από την επιφάνεια του δείγµατος. 6.4 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ Στη συγκεκριµένη σειρά πειραµάτων µελετάται το φαινόµενο της συσσωµάτωσης σε διασπορές από διαλυµένα σωµατίδια καολινίτη σε αποσταγµένο νερό µε προσθήκη όξινου ανθρακικού νάτριου, NaHCO 3 (10g/L), ως αλκαλικότητα, και θειικού αργιλίου, Al 2 (SO 4 ) 3 (5g/L), ως κροκιδωτικό. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την παρασκευή του συγκεκριµένου δείγµατος ήταν η εξής: Σε ποτήρι αναδεύσεως χωρητικότητας 2 L διαλύθηκαν 0,4 g καολινίτη σε 2 L αποσταγµένου νερού. Το διάλυµα αφέθηκε σε περιοδική ανάδευση για 24 h στις 60