Σχετικά έγγραφα
Καρφάκη (2001), σελ , Smits (1997), σελ , Padoa-Schioppa (1994), σελ. 68-

(β)): ). ο Thomas Wieser.


, , . 6, 7, 8, , . 3,

90/142/EOK , . 1 ) 124, /89 Smits (1997)

European Monetary System. Θεµέλια του Συστήµατος 1: Ενιαίο νόµισµα, Δοµή δύο ταχυτήτων, Ανεξαρτησία των ΕΣΚΤ και ΕΚΤ, συνοχή µε την ΕΕ

Τα όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Ηπορεία προς την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Η διαχρονική διαμόρφωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού δικαίου

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 974/98 αναφορικά µε την εισαγωγή του ευρώ στην Εσθονία

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ZHTHMATA ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ ΤΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

A8-0219/

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98, αναφορικά με την εισαγωγή του ευρώ στη Λιθουανία

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Ιανουαρίου 2007

Οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 όσον αφορά την εισαγωγή του ευρώ στη Λετονία

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016 (OR. en)

112

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014

Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Σύστηµα

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τον οριστικό χαρακτήρα του διακανονισµού και τη σύσταση ασφαλειών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Τα σχέδια άρθρων 38 και 39 βασίζονται απευθείας στα συµπεράσµατα της Οµάδας IX.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2008 (20.05) (OR. en) 9192/08 ιοργανικός φάκελος: 2008/0096 (CNB) UEM 110 ECOFIN 166

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0386/2. Τροπολογία. Mercedes Bresso, Elmar Brok, εισηγητές

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Ιουνίου 2004

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0175/79. Τροπολογία. Simona Bonafè, Elena Gentile, Pervenche Berès εξ ονόματος της Ομάδας S&D

Άρθρο 117. (πρώην άρθρο 4 της ΣΕΚ)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 8000 final.

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/416/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ιρλανδία

Η ΣΗΜΑΣΙΑ. Αθήνα, 22 εκεµβρίου 2013 Hilton αίθουσα Galaxy

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/401/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Κύπρο

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΟΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, ιεχοντας υπόψη:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Δεκεμβρίου 2010

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

10083/16 ΤΤ/σα/ΕΠ 1 DGG 1A

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0232(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 22ας Φεβρουαρίου 2006

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Νοµικό πλαίσιο, σκοποί, αρµοδιότητες και βασικές εργασίες

RESTREINT UE. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κωδικοποιηµένο ΚΕΙΜΕΝΟ

Περιεχόμενα. Πρόλογος...4. Περίληψη...6. ΕΣΣΚ - Ετήσια Έκθεση 2011 Περιεχόμενα

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/415/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα

Πρόλογοι... ΙΧ Συντομογραφίες... ΧΧΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 7 ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 8

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δημόσια διαβούλευση. Ερωτήσεις και απαντήσεις

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (2016/C 202/01)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2016) 297 final.

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

480 ΕΕ L 230, , σελ. 61 επ. 479 ΕΕ L 314, , σελ. 34 επ.

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 27ης Ιανουαρίου 2006

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάρτιση και διαβίβαση στοιχείων για το τριµηνιαίο δηµόσιο χρέος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στην. Πρόταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0302/7. Τροπολογία. Marco Valli, Marco Zanni, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων. Σχέδιο κανονισμού (10896/2014 C8-0090/ /0807(CNS))

11256/12 IKS/nm DG G1A

Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) και οι επιπτώσεις του στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Transcript:

ΤΟ ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Αναπληρωτής Καθηγητής ιεθνούς Οικονοµικού ικαίου, Πάντειο Πανεπιστήµιο Αθηνών Επισκέπτης Καθηγητής, Europa Institut, Universität des Saarlandes, και Νοµική Σχολή Αθηνών Πανεπιστηµιακές παραδόσεις Μάϊος 2013

2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Α. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ως βάση του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης Β. To πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο ως πηγή του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης Γ. Πράξεις του παραγώγου ευρωπαϊκού δικαίου ως πηγές του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ: Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΑ ΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Α. Τα δύο πρώτα στάδια της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης Β. Η διαδικασία µετάβασης στο τρίτο στάδιο της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης EΝΟΤΗΤΑ IΙΙ: Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Β. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες Γ. Το παράγωγο δίκαιο. Ειδικά: οι διατάξεις των Κανονισµών 1103/97 και 974/98 του Συµβουλίου 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΙV: ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ (2010-?) ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ Α. Το γενικό πλαίσιο Β. Συντονισµός των οικονοµικών πολιτικών Γ. ηµοσιονοµική πειθαρχία. Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ΕΝΟΤΗΤΑ V: ΤΟ ΙΑΜΟΡΦΟΥΜΕΝΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ (2010-?) ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ Α. Τα µέτρα που ελήφθησαν το 2010 για την ενίσχυση της οικονοµικής ένωσης Β. Τα µέτρα που ελήφθησαν το 2011 για την ενίσχυση της οικονοµικής ένωσης Γ. Τα µέτρα που ελήφθησαν το 2012 για την ενίσχυση της οικονοµικής ένωσης. Τρέχουσες εξελίξεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΤΟ ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Α) ΕΝΟΤΗΤΑ VI: ΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Β. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Γ. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η ένταξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο θεσµικό σύστηµα της Ευρωπαϊκης Ένωσης ΕΝΟΤΗΤΑ VII: ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Β. Το ιοικητικό Συµβούλιο Γ. Η Εκτελεστική Επιτροπή. Το Γενικό Συµβούλιο 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΟ ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Β) ΕΝΟΤΗΤΑ VIII: ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ Α. Συνολική θεώρηση Β. Νοµισµατική πολιτική Γ. Συναλλαγµατική πολιτική. Κατοχή και διαχείριση συναλλαγµατικών διαθεσίµων Ε. Προώθηση της οµαλής λειτουργίας των συστηµάτων πληρωµών ΣΤ. Εκδοτικό προνόµιο Ζ. Συµβολή στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος Excursus: Η πορεία προς µια «ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση»: oι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαµόρφωση ενός «ενιαίου εποπτικού µηχανισµού» στον τραπεζικό τοµέα Η. Η εξουσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως τελικού αναχρηµατοδοτικού δανειστή πιστωτικών ιδρυµάτων στην ευρωζώνη ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΚΟΙΝΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΝΟΤΗΤΑ IX: ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΜΕ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ Α. Ειδική κανονιστική εξουσία του Συµβουλίου για τη συµβολή στην ορθή λειτουργία της ΟΝΕ Β. Ειδικές ρυθµίσεις για τις συνεδριάσεις των υπουργών των κρατών µελών µε νόµισµα το ευρώ: θεσµοθέτηση της Ευρωοµάδας Γ. Κοινές θέσεις και διεθνής εκπροσώπηση της Ένωσης στους διεθνείς χρηµατοπιστωτικούς οργανισµούς και τις διεθνείς χρηµατοπιστωτικές διασκέψεις 5

ΕΝΟΤΗΤΑ X: ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΙΣΧΥΕΙ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ A. Συνολική θεώρηση Β. Το καθεστώς της παρέκκλισης Γ. Ο νέος µηχανισµός συναλλαγµατικών ισοτιµιών. Το ειδικό καθεστώς της ανίας και του Ηνωµένου Βασιλείου Ε. Κατάργηση του καθεστώτος παρέκκλισης ΕΝΟΤΗΤΑ XI: ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ Α. Η Οικονοµική και ηµοσιονοµική Επιτροπή Β. Εξουσία δράσης του Συµβουλίου και των κρατών µελών σε περίπτωση «αδράνειας» της Επιτροπής ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΟΓΡΑΦΙΑ 6

Κατάλογος Πινάκων που περιέχονται στη µελέτη # Πίνακα Θεµατική σελίδες 1 Το σύστηµα των διατάξεων της ΣΕΚ 31 2 Εφαρµογή των διατάξεων της ΣΕΚ για την ΟΝΕ 32-33 3 Αντιστοίχιση της ΣΕΚ και της ΣΛΕΕ για την ΟΝΕ 38-39 4 Αντιστοίχιση των συναφών Πρωτοκόλλων για την ΟΝΕ 50 5 6 7 Συγκριτική παρουσίαση των διαδικασιών απλοποιηµένης τροποποίησης διατάξεων του Καταστατικού και της διαδικασίας έκδοσης της συµπληρωµατικής νοµοθεσίας του Συµβουλίου Εκπλήρωση από τα κράτη µέλη των κριτήριων οικονοµικής σύγκλισης κατά την αξιολόγηση που πραγµατοποιήθηκε το Μάϊο του 2008 Συµπληρωµατική νοµοθεσία που εκδόθηκε από το Συµβούλιο (διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου 107 της ΣΕΚ 55 74 77 8 Τα αρχικά µέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ 79 9 10 Οι τιµές µετατροπής του ευρώ το 1998 Συγκριτική παράθεση της χρονικής διάρκειας των σταδίων της ΟΝΕ και των φάσεων εισαγωγής του ευρώ 82 85 11 Η διεθνής χρήση του ευρώ: (Μάϊος 2013) 92 12 Νόµισµα και χρήµα µε αναγκαστική κυκλοφορία στα συµµετέχοντα κράτη µέλη κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ 102 7

13 Ο Κανονισµός 1103/1997 103 14 Ο Κανονισµός 974/1998 103 15 οµή των Κανονισµών 1103/1997 και 974/1998 104 16 Οι κανόνες µετατροπής και στρογγυλοποίησης 105 17 Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες-µέλη του ΕΣΚΤ 157 18 Σταθµίσεις που έχουν αποδοθεί στις εθνικές κεντρικές τράπεζες στην κλείδα κατανοµής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ 165 19 Τα µέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ (Μάϊος 2013) 186 20 Βασικά χαρακτηριστικά των πράξεων ανοικτής αγοράς 208 21 Συγκριτική εξέταση άµεσων και έµµεσων µελών 227 22 Υπηρεσίες παρεχόµενες σε όλους τους χρήστες 229 23 Υπηρεσίες παρεχόµενες από την κοινή πλατφόρµα υπό την προϋπόθεση υιοθέτησής τους από την οικεία εθνική κεντρική τράπεζα 229 24 Συγκριτική εξάταση των χαρακτηριστικών των συστηµάτων TARGET και TARGET2 236 25 Ιδιότητες των τραπεζογραµµατίων ευρώ 243 26 Κλείδα κατανοµής τραπεζογραµµατίων 247 27 Ιδιότητες των κερµάτων ευρώ 249 8

28 Τα καθήκοντα της ΕΚΤ µετά την υιοθέτηση του υπό εξέταση Κανονισµού του Συµβουλίου 269 29 Συγκριτική παρουσίαση των διατάξεων των άρθρων 122.1-122.2-143 - 144 της ΣΛΕΕ 310 30 Οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου για το Ηνωµένο Βασίλειο (αναφορά σε παραγράφους) 314-315 9

10

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Οι εν λόγω Πανεπιστηµιακές Παραδόσεις αποτελούν το προϊόν µιας µακράς, εκ µέρους του γράφοντος, µελέτης της εν λόγω θεµατικής. Βασίζονται εν πολλοίς σε εκτενές προηγούµενο βιβλιογραφικό και αρθρογραφικό έργο του και αποτελούν τη βάση για την έκδοση ενός πλήρους σχετικού συγγράµµατος, κατ' ευχήν το 2014. Με το εν λόγω σύγγραµµα ο γράφων επιδιώκει να αναδείξει τη σηµασία όχι µόνον του πρωτογενούς, αλλά και του δευτερογενούς δικαίου στη διαµόρφωση του δικαίου της ευρωπαϊκής οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης (ΟΝΕ), χωρίς να παραλείπονται βασικές αναφορές στην πολιτική οικονοµία της εν λόγω θεµατικής. Το κείµενο είναι διαρθρωµένο σε πέντε κεφάλαια: (α) Το πρώτο κεφάλαιο ("Η εξελικτική διαµόρφωση της ευρωπαϊκής οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης") περιέχει τρεις ενότητες οι οποίες αφορούν: τον ορισµό και τις πηγές του δικαίου της ΟΝΕ, τη µετάβαση στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ την 1η Ιανουαρίου 1999, και την εισαγωγή του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος, του ευρώ, την ίδια ηµεροµηνία. (β) Το δεύτερο κεφάλαιο ("Το δίκαιο της οικονοµικής ένωσης") είναι διαρθρωµένο σε δύο ενότητες: η ενότητα IV µελετά το καθεστώς πριν από την τρέχουσα (2010-?) δηµοσιονοµική κρίση στην ευρωζώνη, ενώ η επόµενη, το καθεστώς που έχει αρχίσει και συνεχίζει να διαµορφώνεται µετά την έναρξη της εν λόγω κρίσης. (γ) Η έκταση της ύλης του δικαίου της νοµισµατικής ένωσης είναι µεγάλη. Για το λόγο αυτό παρουσιάζεται σε δύο κεφάλαια. Το τρίτο κεφάλαιο ("Το δίκαιο της νοµισµατικής ένωσης (Α)") µελετά, σε δύο ενότητες: τη δοµή και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών, και τα τρία όργανα λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. (δ) Στη συνέχεια, στο τέταρτο κεφάλαιο ("Το δίκαιο της νοµισµατικής ένωσης (Β)") αναπτύσσσονται, σε µία ενότητα, τα καθήκοντα και οι αρµοδιότητες του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. (ε) Τέλος, το πέµπτο κεφάλαιο ("Κοινές διατάξεις για την οικονοµική και τη νοµισµατική ένωση"), διαρθρωµένο σε τρεις ενότητες, µελετά τις διατάξεις του δικαίου της ΟΝΕ που αφορούν (στην πλειοψηφία τους) και τις δύο πτυχές της, δηλαδή: τις διατάξεις που καθιερώθηκαν αποκλειστικά και µόνον για τα κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ, τις διατάξεις που διέπουν τα κράτη µέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση, και ορισµένες θεσµικές διατάξεις. 11

Οι ανά χείρας Παραδόσεις περιέχουν τις δέκα από τις έντεκα ενότητες του εν λόγω συγγράµµατος. εν περιλαµβάνεται η ενότητα V, η οποία τελεί ακόµα, λόγω των διαρκών εξελίξεων, υπό επεξεργασία, ενώ ελλιπής είναι και η υπο-ενότητα Β της ενότητας VIII, η οποία χρήζει περαιτέρω ανάπτυξης, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Επισηµαίνεται, επίσης, ότι το Excursus στην ενότητα VIII χρήζει πλήρους επικαιροποίησης, όταν οριστικοποιηθεί το περιεχόµενο των Κανονισµών µέσω των οποίων θα θεσµοθετηθεί ο "ενιαίος εποπτικός µηχανισµός". Οι λοιπές ενότητες κρίνεται ότι είναι σχεδόν πλήρεις, µολονότι, στη διαδικασία ολοκλήρωσης του υπό δηµοσίευση έργου, θα ενισχυθούν µε περαιτέρω βιβλιογραφικές, κυρίως, αναφορές. Οι αναφορές στις πρωτογενείς πηγές γίνονται εντός του κειµένου. Αντίθετα, οι δευτερογενείς πηγές (βιβλιογραφία και αρθρογραφία) έχουν τεθεί στο τέλος του κειµένου. Στη διαµόρφωση του εν λόγω έργου, ως έχει, θετική υπήρξε η συνεισφορά, µέσω εύστοχων παρατηρήσεων και υποδείξεων, πολλών συναδέλφων µου, καθώς και των προπτυχιακών και µεταπτυχιακών φοιτητών µου κατά τη διάρκεια των ετών που διδάσκω την εν λόγω θεµατική, τους οποίους ευχαριστώ θερµά. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλω, πάντως, στο πλαίσιο αυτό, να κάνω στη Λέκτορα της Νοµικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, κα. Χριστίνα Λιβαδά, στον Ειδικό Σύµβουλο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, αριστούχο πρώην µεταπτυχιακό φοιτητή µου, κο. Βασίλη Παναγιωτίδη, και στο δευτεροετή, κατά το τρέχον ακαδηµαϊκό έτος, επίσης αριστούχο, µεταπτυχιακό φοιτητή µου στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, κο. ηµήτρη Βοβολίνη, για την εξαιρετική συµβολή τους και, κυρίως, για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους. 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 13

14

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ Α. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ως βάση του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης 1. Η πορεία προς την ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση 1.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις Το νοµισµατικό σύστηµα 1 που έχει καθιερωθεί από τον Ιανουάριο του 1999 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στη συνέχεια «η Ένωση») έχει διαµορφωθεί µε βάση τις επιλογές στις οποίες κατέληξαν τα κράτη µέλη της µε την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το Φεβρουάριο του 1992. Οι επιλογές αυτές επέφεραν µια ουσιαστική τοµή στις ενδοκοινοτικές νοµισµατικές σχέσεις, καθώς αποφασίστηκε η µετάβαση από ένα καθεστώς (στενότερου ή χαλαρότερου, ανάλογα µε την ιστορική περίοδο) συντονισµού της νοµισµατικής πολιτικής που ασκούσαν αυτόνοµα τα κράτη µέλη µέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών τους στο καθεστώς µιας ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής, η οποία ασκείται σε υπερεθνικό επίπεδο µε τη δηµιουργία της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης. 2 Ως νοµισµατική πολιτική νοείται το σύνολο των µέτρων που λαµβάνει µια κεντρική τράπεζα για τον επηρεασµό της προσφοράς χρήµατος και, µέσω αυτής, ορισµένες οικονοµικές µεταβλητές (όπως, π.χ., τα επιτόκια δανεισµού των εµπορικών τραπεζών), µε στόχο την επίτευξη συγκεκριµένων στόχων οικονοµικής πολιτικής, κυρίως δε (µολονότι, όµως, όχι σε όλες τις περιπτώσεις αποκλειστικά) τη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών στην οικονοµία. 3 1 Ως νοµισµατικό σύστηµα ορίζεται το σύστηµα µέσω του οποίου µια κεντρική τράπεζα ή άλλη νοµισµατική αρχή εκδίδει τραπεζογραµµάτια µε στόχο την παροχή ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύµατα στο πλαίσιο της άσκησης της νοµισµατικής της πολιτικής. 2 Νοµισµατική ένωση καλείται η σύνδεση δύο ή περισσοτέρων ανεξαρτήτων κρατών σε έναν ενιαίο νοµισµατικό χώρο, υπό συνθήκες πλήρους ελευθερίας στην κίνηση χρήµατος, κεφαλαίων και πληρωµών, µε ελάχιστο περιεχόµενο: τον αµετάκλητο καθορισµό (το «κλείδωµα» όπως συχνά αναφέρεται) των συναλλαγµατικών ισοτιµιών των νοµισµάτων τους, στο πλαίσιο λειτουργίας ενός συστήµατος αµετάκλητα σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών, και τη δηµιουργία µιας υπερεθνικής κεντρικής τράπεζας, αρµόδιας για τη χάραξη και εφαρµογή µιας ενιαίας νοµισµατικής (και συναλλαγµατικής) πολιτικής στον ενιαίο νοµισµατικό χώρο. Για µια επισκόπηση της θεωρίας των νοµισµατικών ενώσεων, µε πλήρη βιβλιογραφική τεκµηρίωση, βλέπε Γιαννακόπουλο - ηµόπουλο (2001). 3 Βλέπε αναλυτικά, αντί άλλων, Mishkin (2007), και Rossi (2008), σελ. 217-300. 15

Παράλληλα, ως κορύφωση της διαδικασίας νοµισµατικής ενοποίησης τα κράτη µέλη αποφάσισαν: να απεµπολήσουν τη νοµισµατική τους κυριαρχία, 4 προχωρώντας στην αντικατάσταση των εθνικών τους νοµισµάτων από ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα, 5 το ευρώ, και να εκχωρήσουν σε ένα νέο ευρωπαϊκό θεσµικό µόρφωµα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το προνόµιο να έχει απόλυτο έλεγχο στην έκδοση του εν λόγω νοµίσµατος. Η πορεία προς την ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση χαρακτηρίζεται από αρκετές προσπάθειες µέχρι την επίτευξη του τελικού στόχου, δεκαετίες µετά την ίδρυση των (τότε) Ευρωπαϊκών Οικονοµικών Κοινοτήτων, µε τη θέση σε ισχύ των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την επιτυχή ολοκλήρωση του χρονοδιαγράµµατος που τέθηκε σε αυτήν. 6 Οι διατάξεις της Συνθήκης αυτής µπορούν να αξιολογηθούν ως το επιστέγασµα των θεσµικών πρωτοβουλιών που είχαν αναληφθεί, ώστε να καταστεί δυνατή η διαµόρφωση ενός ενιαίου νοµισµατικού χώρου και να εκλείψουν οι αρνητικές παρενέργειες της συνύπαρξης σε µια ενιαία αγορά περισσοτέρων εθνικών νοµισµάτων µε συναλλαγµατικό κίνδυνο για τους συναλλασσοµένους. 7 Οι σηµαντικότεροι σταθµοί σε αυτή την πορεία ήταν δύο: η δηµιουργία του µηχανισµού του «ευρωπαϊκού νοµισµατικού φιδιού» το Μάρτιο του 1971, 8 και στη συνέχεια, η θέση σε λειτουργία, το Μάρτιο του 1979, του Ευρωπαϊκού Νοµισµατικού Συστήµατος (στο εξής «το ΕΝΣ»), το οποίο λειτούργησε µέχρι την 31η εκεµβρίου 1998, την προηγουµένη δηλαδή της εισαγωγής του ευρώ ως ενιαίου νοµίσµατος. 9 4 Για την έννοια της νοµισµατικής κυριαρχίας των κρατών, βλέπε Mann (1986), σελ. 465 επ. 5 Σε µια νοµισµατική ένωση δυνατή είναι η καθιέρωση ενός κοινού νοµίσµατος το οποίο, µετά τον αµετάκλητο καθορισµό των συναλλαγµατικών ισοτιµιών, να κυκλοφορεί παράλληλα προς τα εθνικά νοµίσµατα των συµµετεχόντων κρατών. Η ολοκλήρωση, όµως, της διαδικασίας της νοµισµατικής ενοποίησης προϋποθέτει επιπλέον: την εισαγωγή ενός ενιαίου νοµίσµατος σε όλη την έκταση του νοµισµατικού χώρου µε λογιστική και φυσική µορφή (κέρµατα και τραπεζογραµµάτια), και την (ταυτόχρονη ή σταδιακή) απόσυρση από την κυκλοφορία των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών που συµµετέχουν στην ένωση. 6 Αναφορικά µε την οικονοµική και πολιτική σκοπιµότητα της δηµιουργίας της (οικονοµικής και) νοµισµατικής ένωσης κατά την εν λόγω περίοδο, βλέπε, αντί άλλων, Στεφάνου (1999), σελ. 84-91. 7 Ανεξάρτητα, πάντως, από αυτήν την παρατήρηση, η ευρωπαϊκή νοµισµατική ένωση δεν συνιστά «άριστο νοµισµατικό χώρο». Βλέπε σχετικά Mongelli (2002). 8 Για τη λειτουργία και τα προβλήµατα του εν λόγω µηχανισµού, βλέπε, αντί άλλων, Τσούκαλη (1993), σελ. 236-239, Smits (1997), σελ. 17-18, και Καρφάκη (2001), σελ. 424-426. 9 Για τις νοµικές βάσεις, τη λειτουργία, τα προβλήµατα και τη συµβολή του ΕΝΣ στη διασφάλιση (σχετικής) νοµισµατικής σταθερότητας στην Κοινότητα, βλέπε, αντί άλλων, Καρφάκη (2001), σελ. 427-434, Smits (1997), σελ. 20-26, Padoa-Schioppa (1994), σελ. 68-85, και Χαραλαµπίδη (1992). 16

Επισηµαίνεται ότι οι συναλλαγµατικές ισοτιµίες των νοµισµάτων των κρατών µελών ήταν µέχρι το 1971 σταθερές, λόγω της συµµετοχής των κρατών µελών στο διεθνές σύστηµα σταθερών (αλλά προσαρµοζόµενων) συναλλαγµατικών ισοτιµιών, το οποίο λειτουργούσε στο πλαίσιο του ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου, γνωστό και ως «σύστηµα του Bretton Woods». 10 Η συναλλαγµατική αστάθεια που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, µε την ουσιαστική παύση της µετατροπής του δολαρίου των ΗΠΑ σε χρυσό, την κατάργηση του συστήµατος του Bretton Woods και τη µετάβαση στο διεθνές σύστηµα ελεύθερα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών, το οποίο ισχύει µέχρι σήµερα, κατέστησαν αναγκαία την ενεργοποίηση µηχανισµών για την προώθηση της νοµισµατικής συνεργασίας µεταξύ των κρατών µελών. Αυτό οδήγησε στη δηµιουργία ενός µηχανισµού ελεγχόµενα κυµαινοµένων ισοτιµιών, του «ευρωπαϊκού νοµισµατικού φιδιού» και, στη συνέχεια, του µηχανισµού συναλλαγµατικών ισοτιµιών που ήταν βασικό συστατικό στοιχείο του ΕΝΣ. 1.2 Η έκθεση της Επιτροπής Delors 1.2.1 Οι προτάσεις της έκθεσης Η θεσµική πρωτοβουλία που λειτούργησε ως καταλύτης για την προώθηση των ενεργειών αναφορικά µε την ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση υπήρξε αναµφίβολα η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, µε την οποία επήλθε η πρώτη µείζονος σηµασίας τροποποίηση στην αρχική Συνθήκη της Ρώµης του 1957. 11 Με την τροποποίηση αυτή τέθηκαν οι βάσεις για την επίτευξη της αρνητικής και θετικής µικρο-οικονοµικής ολοκλήρωσης στην Κοινότητα, µε τη δηµιουργία µιας ενιαίας αγοράς από την 1η Ιανουαρίου 1993. 12 Η εξέλιξη αυτή κατέστησε προφανές ότι η διατήρηση σε ισχύ ενός πολύ-νοµισµατικού συστήµατος αποτελούσε σοβαρή τροχοπέδη για την πλήρη αξιοποίηση των θετικών επιπτώσεων από τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, ιδιαίτερα δε στο χρηµατοπιστωτικό τοµέα. Επισηµαίνεται σχετικά ότι οι διαδικασίες της χρηµατοπιστωτικής ολοκλήρωσης και της νοµισµατικής ενοποίησης χαρακτηρίζονται από σηµαντικό βαθµό συσχέτισης, καθώς η προώθηση της κάθε µιας επιδρά θετικά στην αποτελεσµατική λειτουργία της άλλης, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνονται θετικοί ανατροφοδοτικοί µηχανισµοί: 10 Βλέπε σχετικά Hooke (1981), Eichengreen (1994), σελ. 50-54, Lowenfeld (2003), σελ. 524-528, Lastra (2006), σελ. 355-364, και Γκόρτσο (2006). 11 Βλέπε σχετικά Padoa-Schioppa (1994), σελ. 107-116. 12 Η εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς εντάσσεται στην προοπτική της µικρο-οικονοµικής ολοκλήρωσης. Ως «µικρο-οικονοµική ολοκλήρωση» νοείται η συσσωµάτωση των αγορών (για την παροχή αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και την προσφορά συντελεστών παραγωγής) των κρατών που συµµετέχουν στη διαδικασία της ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου. Αντίθετα, η νοµισµατική ένωση αποτελεί πολιτική στο πλαίσιο της µακρο-οικονοµικής ολοκλήρωσης. Ως «µακρο-οικονοµική ολοκλήρωση» νοείται η εναρµόνιση-ενοποίηση των όρων άσκησης των µακροοικονοµικών πολιτικών των συµµετεχόντων κρατών, µε στόχο τη διαµόρφωση ενιαίων µακροοικονοµικών πολιτικών. Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Στεφάνου (2006), σελ. 199-200. 17

η ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση δεν θα ήταν δυνατόν να έχει επιτευχθεί αν δεν είχε προηγηθεί η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, µια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη θεµελίωση του ενιαίου χρηµατοπιστωτικού χώρου, ενώ αντίστοιχα, η ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση έχει αποτελέσει ουσιαστικό παράγοντα για την περαιτέρω ενίσχυση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής χρηµατοπιστωτικής ολοκλήρωσης. Το 1989, λοιπόν, συστάθηκε Επιτροπή εµπειρογνωµόνων υπό την προεδρία του (τότε) Προέδρου της Επιτροπής Jacques Delors (γνωστή και ως «Επιτροπή Delors»), µε εντολή να προβεί σε µια συστηµατική καταγραφή των προϋποθέσεων που έπρεπε να συντρέξουν, ώστε να καταστεί δυνατή η δηµιουργία της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης. 13 Ανταποκρινόµενη στην αποστολή της, η εν λόγω επιτροπή υπέβαλε σχετική έκθεση, οι προτάσεις της οποίας προέβλεπαν τέσσερις (4) άξονες πολιτικής: 14 τον αµετάκλητο καθορισµό των συναλλαγµατικών ισοτιµιών των νοµισµάτων των κρατών µελών που θα πληρούν συγκεκριµένα κριτήρια οικονοµικής και νοµικής σύγκλισης, την εφαρµογή µιας ενιαίας νοµισµατικής και µιας ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής, πρωταρχικός στόχος των οποίων να είναι η διατήρηση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (στη συνέχεια «η Κοινότητα»), την ίδρυση και λειτουργία ενός υπερεθνικού κοινοτικού φορέα µε βασικό καθήκον τη χάραξη και εφαρµογή αυτής της ενιαίας νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής, και την καθιέρωση ενός ενιαίου νοµίσµατος, το οποίο να τεθεί σε κυκλοφορία µε τη µορφή κερµάτων και τραπεζογραµµατίων σε ένα µεταγενέστερο χρονικό σηµείο µετά την έναρξη της νοµισµατικής ένωσης, µόλις αυτό καταστεί πρακτικά δυνατό. 1.2.2 Η πολιτική υιοθέτηση των προτάσεων της έκθεσης Οι προτάσεις της Επιτροπής Delors έγιναν ευρέως αποδεκτές από τα περισσότερα κράτη µέλη. 15 Ως αποτέλεσµα, άρχισε η επεξεργασία τροποποίησης της Συνθήκης της Ρώµης, δεδοµένου ότι αυτή, όπως ίσχυε ακόµα και µετά την ενσωµάτωση των διατάξεων της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, δεν αποτελούσε επαρκή νοµική βάση για τη λειτουργία µιας νοµισµατικής ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη µέλη κλήθηκαν να αποφασίσουν για τη δοµή και διάρθρωση της νοµισµατικής ένωσης, και ειδικότερα αναφορικά, κυρίως, µε τα ακόλουθα έξι (6) βασικά θέµατα: 13 Είχε προηγηθεί βέβαια, το 1971, η έκθεση της Επιτροπής Werner, οι συνθήκες, όµως, εκείνης της εποχής δεν ήταν κατάλληλες για την υλοποίηση της ιδέας της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ενοποίησης. Για την εν λόγω έκθεση, βλέπε, αντί άλλων, Smits (1997), σελ. 15-17, και Τσούκαλη (1993), σελ. 231-236. 14 Για µια αξιολόγηση των προτάσεων της Επιτροπής Delors, βλέπε Smits (1997), σελ. 38-40, και Padoa-Schioppa (1994), σελ. 137-149. 15 Εξαίρεση αποτέλεσαν το Ηνωµένο Βασίλειο και η ανία, κράτη µέλη που διασφάλισαν, τελικά, µέσω Πρωτοκόλλων, δικαίωµα αυτοεξαίρεσης από τη συµµετοχή τους στη νοµισµατική ένωση. Βλέπε σχετικά κατωτέρω την ενότητα Χ της µελέτης, υπό. 18

(i) (ii) τη δοµή του «συστήµατος νοµισµατικής διαχείρισης», δηλαδή αν θα υπάρχει µία µόνον υπερεθνική, ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, ή αν παράλληλα µε αυτήν θα συνεχίσουν να λειτουργούν (και πώς) οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών, τους στόχους και τα καθήκοντα που θα ανατεθούν στην ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και, σε περίπτωση ενός οµοσπονδιακού συστήµατος, στο ευρωπαϊκό σύστηµα κεντρικών τραπεζών, (iii) την έκταση των κανονιστικών και των κυρωτικών εξουσιών της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, (iv) τα όργανα της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, καθώς και τη σύνθεση και τις αρµοδιότητές τους, (v) την έκταση της ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και της διαφάνειας στη λειτουργία της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, τη µορφή της εταιρικής της διακυβέρνησης, καθώς και την εν γένει ένταξή της στο υφιστάµενο θεσµικό σύστηµα της Ένωσης, και (vi) την ακριβή διαδικασία υιοθέτησης του ενιαίου νοµίσµατος, λαµβανοµένου υπόψη του γεγονότος ότι οι βασικές πολιτικές αποφάσεις, σύµφωνα µε τα µόλις προαναφερθέντα κατά την επισκόπηση των πορισµάτων της έκθεσης της Επιτροπής Delors, ήταν η υιοθέτηση ενιαίου και όχι κοινού νοµίσµατος, καθώς και η σταδιακή εισαγωγή του. 1.3 Οι θεµελιώδεις επιλογές της Συνθήκης του Μάαστριχτ Η υλοποίηση των προτάσεων της έκθεσης της Επιτροπής Delors έλαβε χώρα το 1992 µε την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Με την εν λόγω Συνθήκη, τα άρθρα της οποίας αναφορικά µε την οικονοµική και νοµισµατική ένωση εντάχθηκαν στη Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στη συνέχεια «η ΣΕΚ»), τα κράτη µέλη αποφάσισαν τη σταδιακή µετάβαση στη νοµισµατική ένωση, η οποία µάλιστα αποφασίστηκε να επιτευχθεί παράλληλα µε την οικονοµική ενοποίηση της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, οι δύο πρώτες θεµελιώδεις επιλογές που αποτυπώθηκαν στη Συνθήκη ήταν: η παράλληλη προώθηση των διαδικασιών νοµισµατικής και οικονοµικής ενοποίησης, στην οποία γίνεται αναφορά στη συνέχεια της παρούσας ενότητας της µελέτης (υπό Α 2), και η σταδιακή µετάβαση προς την οικονοµική και νοµισµατική ένωση, θεµατική που θα αναπτυχθεί αναλυτικά κατωτέρω στην ενότητα ΙΙ (υπό Α). Ταυτόχρονα, στη ΣΕΚ αποτυπώθηκαν οι επιλογές των κρατών µελών αναφορικά µε τα προαναφερθέντα έξι (6) βασικά θέµατα σχετικά µε τη δοµή και τη διάρθρωση της νοµισµατικής ένωσης. Οι επιλογές αναφορικά µε τις εν λόγω θεµατικές θα αναπτυχθούν αναλυτικά στις επόµενες ενότητές της παρούσας µελέτης, ανά αντικείµενο. 19

2. Η επιλογή για παράλληλη προώθηση των διαδικασιών νοµισµατικής και οικονοµικής ενοποίησης 2.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η απόφαση για τη δηµιουργία µιας νοµισµατικής και ταυτόχρονα οικονοµικής ένωσης βασίστηκε στο επιχείρηµα ότι η διαµόρφωση του ενιαίου νοµισµατικού χώρου, που υπήρξε αναµφισβήτητα το κυρίαρχο αίτηµα πολιτικής, έπρεπε να επιχειρηθεί µόνον αν συνέτρεχαν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: (α) Η πρώτη προϋπόθεση 16 αφορούσε τη διασφάλιση της συµµετοχής στον ενιαίο νοµισµατικό χώρο µόνον εκείνων των κρατών µελών που θα έχουν επιτύχει (εκτός από τη νοµική σύγκλιση σύµφωνα µε όσα προβλέπονταν στη ΣΕΚ) υψηλό βαθµό σύγκλισης ορισµένων βασικών µακροοικονοµικών δεικτών τους, τόσο νοµισµατικών όσο και δηµοσιονοµικών, ώστε η νοµισµατική ένωση να είναι βιώσιµη. 17 Για να πληρωθεί αυτή η πρώτη προϋπόθεση έγινε µάλιστα αποδεκτή η λογική της δηµιουργίας µιας «Κοινότητας δύο ταχυτήτων», λογική η οποία αποτυπώθηκε στη ΣΕΚ µε τη διάκριση που καθιερώθηκε µεταξύ δύο κατηγοριών κρατών µελών: 18 των «κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση», τα οποία θα έχουν εκπληρώσει τα προαναφερθέντα κριτήρια σύγκλισης και κατά συνέπεια θα υιοθετήσουν το ενιαίο νόµισµα, και των «κρατών µελών µε παρέκκλιση», εκείνων δηλαδή που δεν θα το έχουν υιοθετήσει, ακριβώς επειδή δεν θα έχουν εκπληρώσει τα εν λόγω κριτήρια. 19 Το ζήτηµα κατά πόσον η σύγκλιση ορισµένων βασικών µακροοικονοµικών δεικτών των κρατών που συµµετέχουν σε µια νοµισµατική ένωση πρέπει να έχει προηγηθεί του αµετάκλητου καθορισµού των συναλλαγµατικών ισοτιµιών των νοµισµάτων τους έχει απασχολήσει έντονα τη θεωρία. Σχετικά έχουν αναπτυχθεί δύο διαµετρικά αντίθετες απόψεις: (i) Σύµφωνα µε µια πρώτη προσέγγιση ( coronation theory ), ο αµετάκλητος καθορισµός των συναλλαγµατικών ισοτιµιών οφείλει να επιχειρηθεί µόνον αν προηγουµένως έχουν επιτευχθεί: σηµαντικός βαθµός (οικονοµικής) σύγκλισης ανάµεσα στα συµµετέχοντα κράτη αναφορικά µε το ρυθµό µεταβολής του γενικού επιπέδου των τιµών, το εξωτερικό χρέος και τη µακροοικονοµική πολιτική, και σηµαντική σύγκλιση του βαθµού ανάπτυξης των κοινωνικών και οικονοµικών θεσµών ανάµεσά τους. 16 Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και τη δικαιολογητική βάση της επιλογής για τη σταδιακή µετάβαση στην οικονοµική και νοµισµατική ένωση. 17 Για τα εν λόγω κριτήρια, βλέπε κατωτέρω την ενότητα ΙΙ της παρούσας µελέτης, υπό Β 2.2.2. 18 ΣΕΚ, άρθρο 122, παρ. 1. 19 Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ιδικό καθεστώς ισχύει για τη ανία και το Ηνωµένο Βασίλειο, τα οποία έχουν καθεστώς (διαφοροποιηµένης πάντως) αυτοεξαίρεσης από τη συµµετοχή στην ΟΝΕ, σύµφωνα µε τις διατάξεις των σχετικών Πρωτοκόλλων που ήταν προσαρτηµένα στην ΣΕΚ και είναι πλέον, µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, προσαρτηµένα στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 20

(ii) Αντίθετα, σύµφωνα µε τη µονεταριστική θεωρία, µια νοµισµατική ένωση µπορεί να λειτουργήσει αποτελεσµατικά ακόµα και αν ο βαθµός απόκλισης της οικονοµικής επίδοσης των συµµετεχόντων κρατών είναι σηµαντικός και δεν υπάρχει ρητός συντονισµός της δηµοσιονοµικής τους πολιτικής. 20 Είναι προφανές ότι η ευρωπαϊκή επιλογή κλίνει προς την πρώτη προσέγγιση, µολονότι η οικονοµική σύγκλιση που επιδιώχθηκε αφορά µόνο ονοµαστικά µεγέθη (και, συνεπώς, δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω προσέγγιση). (β) Η δεύτερη προϋπόθεση αφορούσε την καθιέρωση κανόνων µε τους οποίους να διασφαλιστεί ότι, µετά την έναρξη λειτουργίας του ενιαίου νοµισµατικού χώρου, θα υπάρχει επαρκής συντονισµός των οικονοµικών πολιτικών και αυστηρή δηµοσιονοµική πειθαρχία των κρατών µελών (κατ εξοχήν δε εκείνων που θα έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόµισµα), ώστε να µην τίθεται σε διακινδύνευση η οµαλή λειτουργία της νοµισµατικής ένωσης, και η αξία του ενιαίου νοµίσµατος να µπορεί να διατηρείται ισχυρή. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τις διατάξεις της ΣΕΚ, παράλληλα προς τη νοµισµατική ένωση και µε στόχο την υποστήριξη της αποτελεσµατικής της λειτουργίας, η δράση των κρατών µελών και της Κοινότητας έπρεπε να κατατείνει ταυτόχρονα και στη δηµιουργία µιας οικονοµικής ένωσης. Η εν λόγω επιλογή αποτυπώθηκε στη θεµελιώδη διάταξη του άρθρου 2 της ΣΕΚ, σύµφωνα µε την οποία η αποστολή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιτυγχάνεται, µεταξύ άλλων, µε τη δηµιουργία µιας «οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης» (στο εξής «η ΟΝΕ»). 21 2.2 Ορισµός της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης 2.2.1 Η νοµισµατική ένωση 2.2.1.1 Έννοια και περιεχόµενο Η θεµελίωση της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης βασίστηκε στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 της ΣΕΚ, σύµφωνα µε την οποία: «( ) η δράση (των κρατών µελών και της Κοινότητας) περιλαµβάνει τον αµετάκλητο καθορισµό συναλλαγµατικών ισοτιµιών, γεγονός που θα οδηγήσει στην καθιέρωση ενιαίου νοµίσµατος, του ECU, και τον καθορισµό και την άσκηση ενιαίας νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής ( )». 22 Η διαδικασία της νοµισµατικής ενοποίησης κατέτεινε, κατά συνέπεια, στην ενίσχυση του συντονισµού της (µέχρι τότε σχετικά αυτόνοµης) νοµισµατικής πολιτικής των κρατών µελών της Κοινότητας 23 µε αντικειµενική επιδίωξη: τον αµετάκλητο καθορισµό των ονοµαστικών συναλλαγµατικών ισοτιµιών ανάµεσα στα εθνικά τους νοµίσµατα, τη θέση σε λειτουργία µηχανισµών κατάλληλων για την άσκηση µιας ενιαίας νοµισµατικής (καθώς και µιας ενιαίας συναλλαγµατικής) πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και 20 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Padoa-Schioppa (1994), σελ 185-189. 21 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Ukrow (1999). 22 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Häde (1999), σελ. 293-305. Για µια αναλυτική παρουσίαση της πορείας προς τη δηµιουργία της ΟΝΕ, βλέπε Bini-Smaghi, Padoa-Schioppa, and Papadia (1994), και Issing (2008). 23 Η νοµισµατική πολιτική των κρατών µελών ήταν οριοθετηµένη, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, από τη συµµετοχή τους στο µηχανισµό συναλλαγµατικών ισοτιµιών του ευρωπαϊκού νοµισµατικού συστήµατος 21

την καθιέρωση ενός ενιαίου νοµίσµατος, το οποίο να αντικαταστήσει τα εθνικά νοµίσµατα των κρατών µελών που θα πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια για την υιοθέτησή του. 2.2.1.2 Η ανάγκη διαµόρφωσης υπερεθνικών δοµών Η λειτουργία µιας νοµισµατικής ένωσης προϋποθέτει τη συνδροµή θεσµικών και λειτουργικών προϋποθέσεων, ώστε να καθίσταται εφικτή η άσκηση ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής. Προφανώς, σε έναν ενιαίο νοµισµατικό χώρο δεν είναι δυνατό να υπάρχει επικουρικότητα, δηλαδή µερικώς εθνική νοµισµατική πολιτική. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της λειτουργίας της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης υπήρξε επιβεβληµένη η δηµιουργία ενός υπερεθνικού φορέα, αρµόδιου κατ ελάχιστον για τη χάραξη και εφαρµογή αυτής της ενιαίας πολιτικής. Στις νοµισµατικές ενώσεις, η ύπαρξη µιας υπερεθνικής νοµισµατικής αρχής, δηλαδή µιας υπερεθνικής κεντρικής τράπεζας, από την οποία να εκπορεύεται η χάραξη και εφαρµογή µιας ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής (κατ ελάχιστον) αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιάς τους και conditio sine qua non της λειτουργίας τους. 24 Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τα κράτη µέλη έλαβαν την πολιτική απόφαση να προχωρήσουν στην ίδρυση αυτού του φορέα, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία τα κράτη µέλη εκχώρησαν τις αρµοδιότητες των κεντρικών τραπεζών τους αναφορικά µε τη χάραξη και εφαρµογή της νοµισµατικής (και της συναλλαγµατικής 25 ) πολιτικής, ώστε αυτή: να έχει τη δυνατότητα επηρεασµού της νοµισµατικής βάσης και προσδιορισµού της ποσότητας του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος που θα κυκλοφορεί ως επίσηµο νόµισµα στα κράτη µέλη που θα (πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να) το υιοθετήσουν, 26 µε κυρίαρχο στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών στην Κοινότητα. 27 Μια βασική επιλογή στην οποία κατέληξαν τα κράτη µέλη ήταν η δηµιουργία ενός «οµοσπονδιακού συστήµατος κεντρικών τραπεζών». Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στο εξής η «ΕΚΤ») συνθέτει, µαζί µε τις εθνικές κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών µελών (και όχι µόνον των κρατών µελών που υιοθετούν το ευρώ), το Ευρωπαϊκό Σύστηµα Κεντρικών Τραπεζών (στο εξής το «ΕΣΚΤ»). 28 24 Βλέπε σχετικά Dietta (2007), σελ. 121-127. Για µια συνολική θεώρηση των νοµισµατικών ενώσεων που λειτουργούν ανά την υφήλιο, βλέπε Dietta (2007), σελ. 3-4. 25 Όπως θα αναπτυχθεί αναλυτικά στην ενότητα VΙΙΙ της παρούσας µελέτης (υπό Γ), στην περίπτωση που (όπως σήµερα) η ισοτιµία του ευρώ κυµαίνεται ελεύθερα στις αγορές συναλλάγµατος, το καθήκον χάραξης και εφαρµογής της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής ασκείται από το ΕΣΚΤ σε συνεργασία µε το Συµβούλιο (σε σύνθεση Υπουργών των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, γνωστό ως «ευρωοµάδα» ( Eurogroup )). 26 ΣΕΚ, άρθρο 105, παρ. 2, πρώτο στοιχείο. 27 Ibid, άρθρα 4, παρ. 2, και 105, παρ. 1. 28 Για τη διαφορά που υφίσταται ανάµεσα στην έννοια του όρου «ΕΣΚΤ» και την έννοια του όρου «ευρωσύστηµα», στη σύνθεση του οποίου συµµετέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, βλέπε κατωτέρω την ενότητα VI της παρούσας µελέτης, υπό Α. 22