ΣΥΝΕ ΡΙΟ ΤΕΕ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ: ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ» Αθήνα, 3-5 Ιουλίου 2006 Εισηγητική Οµιλία του Προεδρείου της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου στην έναρξη του Συνεδρίου Γιάννης Παπαδόπουλος, Μέλος της Ε ΤΕΕ, συντονιστής Συνεδρίου Γιάννης Καλογήρου, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Καθηγητής ΕΜΠ Κύριε Υπουργέ, κύριοι εκπρόσωποι των κοµµάτων, διακεκριµένοι φιλοξενούµενοι µας, αγαπητοί και σεβαστοί πρόεδροι του ΤΕΕ και των δύο προηγούµενων βιοµηχανικών συνεδρίων. Το τρίτο- µετά τη µεταπολίτευση- Συνέδριο του Τεχνικού Επιµελητηρίου της Ελλάδας για τη βιοµηχανία αποτελεί συνέχεια αλλά και τοµή σε σχέση µε τα δύο προηγηθέντα. Αποτελεί συνέχεια στην µακρά παράδοση που θέλει τον τεχνικό κόσµο της χώρας- και τους θεσµούς που τον αντιπροσωπεύουν µε πρώτο το ΤΕΕ- να ασχολείται συστηµατικά και συνήθως µε καινοτόµο και δηµιουργικό τρόπο µε το θεµελιώδες πρόβληµα της οικονοµικής µεγέθυνσης και ανάπτυξης της χώρας µας, µε τις πηγές ανάπτυξης και ειδικότερα µε τον ρόλο και την προοπτική της παραγωγικής και τεχνολογικής βάσης της ελληνικής οικονοµίας. Όπως, και τα δύο προηγούµενα Συνέδρια, το Συνέδριο αυτό επιχειρεί να θέσει και να συζητήσει ένα επίκαιρο και κοµβικό για την πορεία της χώρας θέµα. Την εντατικότερη και αποτελεσµατικότερη αξιοποίηση της γνώσης και της καινοτοµίας προκειµένου η ελληνική οικονοµία, η ελληνική παραγωγή να απεγκλωβιστεί από τη διπλή ανταγωνιστική πίεση που δέχεται τόσο από «φθηνούς παραγωγούς (δηλαδή από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε χώρες φθηνού κόστους εργασίας που δεν είναι πια µόνον ανειδίκευτη) όσο και από ποιοτικά υπέρτερους παραγωγούς. Όµως, το Συνέδριο αυτό αποτελεί και τοµή ως προς τα προηγηθέντα. Η τοµή αναφέρεται συγκεκριµένα στον τρόπο προσέγγισης του αντικειµένου που πραγµατεύεται, στην οπτική που ακολουθείται, στο πλαίσιο της συζήτησης που 1
θέτει, στη θεµατολογία που επιλέγει, στη σύνθεση των οµιλητών αλλά και στον τρόπο οργάνωσης των εργασιών του. Και πρώτα ως προς το ίδιο το αντικείµενο του Συνεδρίου. Το ίδιο το περιεχόµενο του όρου βιοµηχανία διευρύνεται και ταυτόχρονα µετασχηµατίζεται σε αντιστοιχία µε τις διεθνείς και τις εγχώριες εξελίξεις και τάσεις. Η βιοµηχανία στη θεµατική και την προβληµατική του Συνεδρίου δεν περιορίζεται στη µεταποίηση, ούτε καν στον ευρύτερο- από στατιστική άποψη ορισµό της- που περιλαµβάνει τα ορυχεία, την παραγωγή ηλεκτρισµού και τον κατασκευαστικό τοµέα. Η βιοµηχανία αντιµετωπίζεται στο πλαίσιο µιας ευρύτερης, αλλά και διαφοροποιηµένης θεώρησης, που επιχειρεί να συλλάβει τις επιπτώσεις- στη δοµή και τα χαρακτηριστικά της- των τεχνικο-οικονοµικών και οργανωσιακών εξελίξεων που έχουν δροµολογηθεί, εδώ και τρεις δεκατίες στη διεθνή σκηνή, αλλά και στη χώρα µας. Άλλωστε, ήδη από τη δεκαετία του 1970 παρατηρείται στις ανεπτυγµένες βιοµηχανικές χώρες µια πολύ σηµαντική και συνεχής συρρίκνωση του µεριδίου της µεταποίησης στο παραγόµενο προϊόν και στην απασχόληση, που έχει αποδοθεί επιγραµµατικά µε τον όρο αποβιοµηχάνιση. Η µακροχρόνια αυτή τάση- παρά τις διαφορές στο χρόνο και το ρυθµό εκδήλωσής της στις διάφορες χώρες- µπορεί να αποδοθεί σε µια σειρά από προσδιοριστικούς παράγοντες που έχουν σχέση τόσο µε την ενδογενή δυναµική των ανεπτυγµένων οικονοµιών όσο και µε τη µεταβαλλοµενη διάρθρωση του διεθνούς εµπορίου (µεταξύ αναπτυγµένων βιοµηχανικών χωρών αλλά και µεταξύ αναπτυγµένωναναπτυσσόµενων χωρών). Η σχετική συρρίκνωση της µεταποίησης είναι σε πολλές περιπτώσεις φυσική συνέπεια του αναπτυξιακού δυναµισµού µιας ανεπτυγµένης βιοµηχανικής οικονοµίας, αφού η ίδια η εξέλιξή της δηµιουργεί στην κοινωνία πρόσθετες αυξηµένες ανάγκες για υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στην εκπαίδευση, την περίθαλψη, την ψυχαγωγία, τη µετακίνηση και την επικοινωνία. Επιπροσθέτως, η µεταποιητική βιοµηχανία για να σταθεί στον εντεινόµενο διεθνή ανταγωνισµό χρειάζεται προωθηµένες εξειδικευµένες υπηρεσίες (συµβουλευτικές, µελετητικές, σχεδιαστικές, χρηµατοοικονοµικές κ.α,). Ταυτόχρονα, στο σηµερινό περιβάλλον οι επιχειρήσεις τείνουν να επικεντρώνονται στο κύριο αντικειµενο της δραστηριότητάς τους και να αναθέτουν σε εξωτερικούς παρόχους ένα φάσµα υπηρεσιών, που προηγούµενα παρέχονταν από τµήµατα στο εσωτερικό της επιχείρησης. Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζονται, στη στατιστική καταγραφή, υπηρεσίες που προηγουµένως εµφανίζονταν ενσωµατωµένες στο µεταποιητικό προϊόν. Τέλος, οι ίδιες οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι εξελίξεις στην αγορά οδηγούν σε πολλές περιπτώσεις στη σύµµειξη προϊόντων της µεταποίησης και υπηρεσιών. Ως 2
αποτέλεσµα δροµολογείται η δίδυµη τάση της συνεχούς αύξησης του µεριδίου των υπηρεσιών, µε αποτέλεσµα οι ανεπτυγµένες οικονοµίες να µετατρέπονται σε οικονοµίες στις οποίες οι υπηρεσίες συνεισφέρουν τα 2/3 του παραγόµενου προϊόντος. Παράλληλα, η παγκοσµιοποίηση ωθεί στη µετεγκατάσταση δραστηριοτήτων που στηρίζονται στην ανειδίκυτη εργασία σε χώρες συγκριτικά χαµηλού κόστους εργασίας (Ανατολική Ευρώπη, Κίνα, Ινδία και γενικότερα «µη ιαπωνική Ασία» κ.α.). Εσχάτως, παρατηρείται στις χώρες αυτές ανάπτυξη δραστηριοτήτων που στηρίζονται και στη φθηνή αλλά εξειδικευµένη εργασία. Γενικότερα, πολλοί αναλυτές υιοθετούν τη διάκριση µεταξύ: «θετικής αποβιοµηχάνισης» που συνίσταται σε µια αναδιάρθρωση της οικονοµίας ως αποτέλεσµα της κατάκτησης ενός αναπτυξιακού επιπέδου που χαρακτηρίζεται από αυξανόµενο εισόδηµα και αυξανόµενη παραγωγικότητα, και «αρνητικής αποβιοµηχάνισης» που είναι το αποτέλεσµα ενός αντιπαραγωγικού και µη ανταγωνιστικού µεταποιητικού τοµέα. Ανάλογα φαινόµενα έχουν παρατηρηθεί και στη χώρα µας. Μετά από τη δυναµική εκβιοµηχάνιση της δεκαετίας του 1960 µε αιχµή σηµαντικούς για την εποχή κλάδους, αρχίζει να εκδηλώνεται µετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις το φαινόµενο της αποβιοµηχάνισης. Έτσι, ενώ το 1979, στις παραµονές του πρώτου µεταπολιτευτικού βιοµηχανικού συνεδρίου του ΤΕΕ, η µεταποίηση συνεισέφερε το 22% του ΑΕΠ και ο ευρύτερος βιοµηχανικός τοµέας το 33%., το 2005 η συνεισφορά της µεταποίησης έχει πέσει στο 11%, ενώ όλες οι ευρωπαϊκές οικονοµίες είναι πια κατά τα 2/3 οικονοµίες υπηρεσιών. Ασφαλώς, στο µεταξύ έχει συντελεστεί µια διεργασία αναδιάρθρωσης και µετασχηµατισµού που έχει αναδείξει νέους κλάδους και νέες επιχειρήσεις. Στις συνθήκες αυτές, ως βιοµηχανία, λοιπόν ορίζουµε το σύνολο των δραστηριοτήτων οι οποίες συµβάλλουν άµεσα ή έµµεσα στην ύπαρξη και την ανάπτυξη του βασικού παραγωγικού ιστού της χώρας. Με την έννοια αυτή, στη σύγχρονη βιοµηχανία εντάσσονται και πολλές υπηρεσίες, που είτε συνδέονται στενά µε κλασικές µεταποιητικές δραστηριότητες ή/και νέες υπηρεσίες που η παροχή τους έχει χαρακτηριστικά βιοµηχανικού κλάδου. Άλλωστε, οι σύγχρονες τεχνολογικές και άλλες εξελίξεις έχουν συντείνει ώστε τα όρια µεταξύ µεταποίησης και υπηρεσιών να είναι δυσδιάκριτα, ενώ παρατηρούνται όπως προαναφέραµε και διεργασίες σύντηξης/σύµµειξης µεταξύ µεταποιητικής παραγωγής και συνδεδεµένων µε αυτήν υπηρεσιών. Ένα ακόµη πολύ σηµαντικό χαρακτηριστικό γνώρισµα του µετασχηµατισµού που συντελείται στη δοµή της βιοµηχανίας και της οικονοµίας είναι η αύξηση του ειδικού βάρους της γνώσης στη λειτουργία της οικονοµίας και της κοινωνίας. Η γνώση δεν συνδέεται µόνο µε τις ερευνητικές δραστηριότητες και 3
τις προωθηµένες τεχνολογίες ή τους κλάδους υψηλής τεχνολογίας. Και οι παραδοσιακοί κλάδοι έχουν πλούσιο γνωστικό απόθεµα και ισχυρή βάση γνώσης. Τι µπορούµε λοιπόν να περιµένουµε στις συνθήκες αυτές από το Συνέδριο µας; Ασφαλώς το Συνέδριο δεν µπορεί να εξετάσει όλο το φάσµα των βιοµηχανικών και αναπτυξιακών προβληµάτων της χώρας, γενικών και εξειδικευµένων. Ούτε πρόκειται να δώσει εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα και δύσκολα ερωτήµατα. Πολύ περισσότερο δεν προτίθεται να δώσει έτοιµες και ευκολοχώνευτες συνταγές για την επίλυση προβληµάτων που έχουν υψηλό βαθµό πολυπλοκότητας. Μπορεί όµως να συµβάλει στην κατανόηση των διεθνών εξελίξεων και τάσεων και των διαφορετικών προσεγγίσεων που επιχειρούνται καθώς και στη διαµόρφωση «άποψης» για τις προοπτικές της σύγχρονης βιοµηχανίας, ευρύτερα της σύγχρονης παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα. Το Συνέδριο επιχειρεί να συµβάλει στην τεκµηριωµένη εξέταση της µεγάλης εικόνας της εξέλιξης του παραγωγικού συστήµατος της χώρας και της στρατηγικής τοποθέτησής του στον διεθνή ανταγωνισµό και τον διεθνή καταµερισµό εργασίας. Πιο συγκεκριµένα, το Συνέδριο, το οποίο θα διαρκέσει 3 ηµέρες: Επιχειρεί να συµβάλει στην τεκµηριωµένη υποστήριξη κατευθύνσεων βιοµηχανικής πολιτικής και αναπτυξιακής στρατηγικής, µέσω της αξιοποίησης των πορισµάτων της σχετικής επιστηµονικής έρευνας, της πρακτικής πείρας και της δηµιουργικής κατανόησης διεθνών εµπειριών και της προσεκτικής εξαγωγής σχετικών διδαγµάτων. Εισάγει ορισµένες καινοτοµίες στη θεµατολογία, το περιεχόµενο και τον τρόπο οργάνωσης της συζήτησης. Έτσι, το Συνέδριο θα οργανωθεί σε σφαιρικές και συνεκτικές θεµατικές ενότητες. Θα λειτουργήσει µε τρόπο που θα διευκολύνει την επικέντρωση στα µείζονα προβλήµατα, το διάλογο επί αυτών και τη διαµόρφωση κεντρικών θέσεων και προτάσεων. Ιδίως, επιδιώκεται να αποφευχθεί ο κατακερµατισµός των συνολικών προβληµάτων µε την εµβάθυνση στην απειρία των ειδικών περιπτώσεων που άλλωστε µπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο ειδικών ηµερίδων. Τέλος, το Συνέδριο θα έχει δύο παράλληλες ροές. Η µία, η κεντρική, ασχολείται µε τα µείζονα θέµατα και τις διάφορες πτυχές και όψεις της βιοµηχανικής ανάπτυξης σε συνδυασµό µε τις δηµόσιες πολιτικές και τις επιχειρηµατικές στρατηγικές. Η δεύτερη ροή περιλαµβάνει τις εξειδικευµένες ανακοινώσεις που θα παρουσιαστούν κυρίως από νέους ερευνητές και επιστηµονες, γεγονός που πιστοποιεί τη σηµαντική ανάπτυξη της επιστηµονικής έρευνας στον ελληνικό χώρο σε θέµατα που συνδέονται µε τις διάφορες όψεις του 4
βιοµηχανικού φαινοµένου και του µεγάλου εν εξελίξει µετασχηµατισµού προς την οικονοµία της γνώσης.. Με βάση αυτά τα δεδοµένα, η θεµατολογία του Συνεδρίου θα κινηθεί γύρω από πέντε ενότητες. Στην πρώτη ενότητα που επιγράφεται «Από το παρελθόν στο παρόν», οι εισηγητές θα αναλύσουν τη µεταπολεµική εξέλιξη της βιοµηχανίας, την αρχική ταχύρρυθµη ανάπτυξη, τη συρρίκνωση κατόπιν, τη διαµόρφωση στη συνέχεια ενός µικρότερου αλλά παραγωγικότερου εκσυγχρονιστικού πυρήνα.. Το ερώτηµα αν η µείωση του µεριδίου της µεταποιητικής βιοµηχανίας στο ΑΕΠ συνιστά απλό αρνητικό σύµπτωµα αποβιοµηχάνισης, ή υποδηλώνει και ευρύτερες διαρθρωτικές προσαρµογές και ανακατατάξεις που θα φέρουν βελτιωµένες αποδόσεις µελλοντικά, κρίνει και τις απαιτούµενες πολιτικές: η πρώτη άποψη οδηγεί στην άµυνα µε ενίσχυση των πληττόµενων κλάδων, η δεύτερη στην ενθάρρυνση των προσαρµογών για να διευρυνθεί ο εκσυγχρονιστικός πυρήνας της σηµερινής βιοµηχανίας και να αναδειχθούν νέες οικονοµικές δραστηριότητες και νέοι κλάδοι που αξιοποιούν τη γνώση και το καταρτισµένο ανθρώπινο δυναµικό. Θα διερευνηθεί εδώ και η πολιτική των «θυλάκων» και των «νησίδων ταχείας ανάπτυξης», θα παρουσιασθούν επιτυχηµένα παραδείγµατα και θα προταθούν πολιτικές που θα αντιµετωπίζουν τις ελλείψεις στην εκπαίδευση, την έρευνα και τις συνεργασίες. Οι εθνικές επιλογές απέναντι στην παγκοσµιοποίηση θα εξετασθούν στη δεύτερη ενότητα υπό τον τίτλο: «Σύγχρονες διεθνείς τάσεις και πολιτικές». Θα συζητηθούν ειδικότερα οι αλλαγές που σηµειώνονται στον διεθνή καταµερισµό εργασίας και ο κίνδυνος του εγκλωβισµού της ελληνικής παραγωγής µεταξύ φθηνών και ποιοτικών παραγωγών. Χαρακτηριστική είναι εδώ η επισήµανση της κατακραυγής απέναντι στις κινεζικές εισαγωγές χωρίς καµιάν αντίστοιχη συζήτηση για την προώθηση των εξαγωγών. Αλλά µεταξύ των εισηγητών οι εκτιµήσεις διαφέρουν ως προς το βάρος που πρέπει να δοθεί στο µεταποιητικό τοµέα: παραµένει το κλειδί για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας και για τη σταθερή απασχόληση εξειδικευµένου ανθρώπινου δυναµικού, ή πρέπει να πάρουµε απόφαση για µια αποφασιστική στροφή στις υπηρεσίες ή µήπως πρέπει να ακολουθηθεί µια ενδιάµεση και συνδυασµένη στρατηγική; Στην ίδια ενότητα θα αξιολογηθεί η πορεία εφαρµογής της στρατηγικής της Λισσαβώνας και θα επιχειρηθεί να ερµηνευθούν οι υστερήσεις τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στην Ελλάδα ειδικότερα. Στην τρίτη ενότητα µε θέµα: «υνάµεις αδράνειας και πολιτικές υπέρβασης» θα εξετασθούν κριτικά: αφενός οι δηµόσιες πολιτικές και πρακτικές και αφετέρου οι επιχειρηµατικές στρατηγικές. Θα επιχειρηθεί η αποσαφήνιση παρανοήσεων σχετικά µε τις τοµές και τις µεταρρυθµίσεις, ενώ θα συζητηθεί η σχέση των πόρων που διατίθενται για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της 5
ελληνικής βιοµηχανίας και οικονοµίας και των αποτελεσµάτων που παράγονται. Ένα χαρακτηριστικό ερώτηµα που θα τεθεί είναι: µήπως έχουµε πλεόνασµα πόρων αλλά έλλειµµα αποτελεσµάτων για την ανταγωνιστικότητα. Επίσης, θα παρουσιαστούν τα ευρήµατα των ερευνών για την επιχειρηµατικότητα στην Ελλάδα και διεθνώς. Οι «Απαιτήσεις παιδείας, γνώσης, καινοτοµίας και εξειδίκευσης» είναι το θέµα της τέταρτης ενότητας, όπου θα διερευνηθούν οι προϋποθέσεις για την επένδυση στη γνώση και στον ανθρώπινο παράγοντα. Άλλωστε, η σύγχρονη αναπτυξιακή θεωρία και πρακτική υποδεικνύει ότι η προοπτική µιας χώρας που ανήκει στον αναπτυγµένο κόσµο πρέπει να αναζητηθεί: στην αξιοποίηση της τεχνολογίας, στο µορφωµένο, καλά εκπαιδευµένο και καταρτισµένο ανθρώπινο δυναµικό. και γενικότερα στη διαµόρφωση µιας δηµοκρατικής, ανοιχτής, δεκτικής στο καινούργιο, ανεκτικής και δίκαιης κοινωνίας µε αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο και µε δίκαιη κατανοµή του εισοδήµατος. Με καλά πληροφορηµένους και εκπαιδευµένους πολίτες, που διαθέτουν κοινωνικές και άλλες δεξιότητες, πολιτική παιδεία, ευαισθησίες και είναι εξοικειωµένοι µε το διεθνές περιβάλλον και τη διαφορετικότητα Πέρα από την πολύ χαµηλή χρηµατοδότηση της έρευνας (0,6% του ΑΕΠ) και της καινοτοµίας (2,4% του Γ ΚΠΣ), οι εισηγητές διαπιστώνουν εδώ την ασθενή σύνδεση της έρευνας µε την παραγωγή και το µικρό συνολικά ενδιαφέρον των επιχειρήσεων, ενώ το 85% της έρευνας παράγεται στα πανεπιστήµια υπό δύσκολες συνθήκες. Υποδειγµατικές εξαιρέσεις επιχειρήσεων που αξιοποιούν την έρευνα σε συνεργασία µε πανεπιστήµια για την ανάπτυξή τους, τόσο σε παραδοσιακούς, όσο και σε νέους κλάδους, παρουσιάζονται ωστόσο στην τελευταία ενότητα «Νέες ευκαιρίες και νέοι δρόµοι προς µια σύγχρονη ανταγωνιστική βιοµηχανία». Ανάµεικτες είναι και οι εκτιµήσεις για την εκπαίδευση στη βιοµηχανία. Στην ενότητα αυτή θα παρουσιαστούν συγκεκριµένα επιτυχή επιχειρηµατικά παραδείγµατα που αξιοποιούν νέες τεχνολογίες και νέες µεθόδους οργάνωσης στην παραδοσιακή βιοµηχανία, ενώ θα εντοπισθούν και συγκεκριµένες ευκαιρίες που µπορούν να αναδειχθούν από την αξιοποίηση αποτελεσµάτων έρευνας σε νέες δραστηριότητες και κλάδους που συνδέονται µε τις νέες τεχνολογίες. Για τον εµπλουτισµό της προβληµατικής αλλά και της απαραίτητης τεκµηρίωσης έχουν κληθεί διακεκριµένοι οµιλητές από την Ευρώπη και την Αµερική- πολλοί από τους οποίους συµπατριώτες µας- µε µεγάλη πείρα από ακαδηµαϊκή ή /και επαγγελµατική ενασχόληση µε συναφή θέµατα. Τους 6
καλωσορίζουµε, προσβλέπουµε στη συµβολή τους και τους ευχαριστούµε θρµά για τη συµµετοχή τους. Η συνεισφορά τους στην ανάλυση: των εξελίξεων στον ευρύτερο τοµέα της πληροφορίας (information sector), της θέσης της Ευρώπης στην παγκοσµιοποιηµένη οικονοµία της γνώσης, του διεθνούς τεχνολογικού ανταγωνισµού µεταξύ των παραδοσιακών µεγάλων δυνάµεων (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) αλλά και των ανερχόµενων νέων δυνάµεων (Κίνα, Ινδία κ.α.), των νέων πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έρευνα, του ρόλου µιας αναβαθµισµένης και τεχνολογικά και διοικητικά εκσυγχρονισµένης δηµόσιας διοίκησης, της τεχνολογικής προοπτικής της Ευρώπης σε «τεχνολογίες-κλειδιά για τη µελλοντική ανάπτυξη» των χαρακτηριστικών γνωρισµάτων µιας ανεπτυγµένης µικρής ευρωπαϊκής οικονοµίας που έχει επενδύσει στην καινοτοµία και στη διάχυση των νέων τεχνολογιών σε παραδοσιακούς κλάδους και επιχειρεί να συνδυάσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα µε την κοινωνική συνοχή θα εµπλουτίσουν τη γνώση µας για τις διεθνείς τάσεις, θα βοηθήσουν την κατανόηση και τη διαµόρφωση µιας τεκµηριωµένης αντιληψης γι αυτές και θα αναβαθµίσουν τον προβληµατισµό µας. Τέλος ένα ακόµη ενδιαφέρον στοιχείο του Συνεδρίου αποτελούν τα στρογγυλά τραπέζια, όπου πολιτικοί, επιχειρηµατίες, εκπρόσωποι κοινωνικών οργανώσεων θα σχολιάσουν τα πορίσµατα των συζητήσεων στις διάφορες ενότητες και θα παρουσιάσουν τη δική τους γραµµή σκέψης µε τις αντίστοιχες ιδέες και προτάσεις. Το κλείσιµο στην εισαγωγική τούτη οµιλία δεν θα µπορούσε παρά να είναι γεµάτο από ευχαριστίες προς όλους και όλες όσους βοήθησαν ένα τέτοιο Συνέδριο µε υψηλές απαιτήσεις σχεδιασµού, οργάνωσης και προπαντός υλοποίησης πραγµατοποιείται. Πρώτα από όλα στο στελεχιακό δυναµικό του ΤΕΕ για την άψογη οργάνωση και υποστήριξη, στην Οργανωτική και Επιστηµονική Επιτροπή του Συνεδρίου, στους κοινωνικούς εταίρους, την πολιτική ηγεσία, τις επιχειρήσεις και τα στελέχη αυτών για την συµµετοχή τους, στους χορηγούς και υποστηρικτές µας, και στη Ε και τον Πρόεδρο του ΤΕΕ για την εµπιστοσύνη και στήριξη τους. 7