ΕΡΓΑΣΙΑ «Προϋποθέσεις στέρησης της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα»

Σχετικά έγγραφα
Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε -ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΘΗΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Η Περιβαλλοντική Πολιτική Στην Ελλάδα Μέσα Από Το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Εύη Τζινευράκη Δικηγόρος

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΘΕΜΑ «ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ»

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 129/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010)

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΟ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΘΕΜΑ: Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΑΥΛΗΣ ΟΝΟΜΑ: ΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΤΕ 2707/2018 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΊΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ 'Η ΕΞΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ]

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Πράξη Τακτοποίησης & αναλογισμού υποχρεώσεων ιδιοκτησιών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Φορολογικό Δίκαιο. Η αρχή της φορολογιής ισότητας. Α. Τσουρουφλής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

2/1/2013. ο Αστικός Αναδασμός. η Μεταφορά Αναπτυξιακών ικαιωμάτων, και. το Τέλος Πολεοδομικής Αναβάθμισης.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σχολιασμός απόφασης 893/2004 Ε Τμήμα. Α. Ιστορικό

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ»

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητική δικονομία Διοικητικές διαφορές ουσίας

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Transcript:

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή νομικών, οικονομικών και πολιτικών επιστημών Τμήμα Νομικής, Τομέας Δημοσίου δικαίου Προπτυχιακή εργασία Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα Διδάσκων: Καθηγητής κ. Α. Δημητρόπουλος ΕΡΓΑΣΙΑ «Προϋποθέσεις στέρησης της ιδιοκτησίας κατά το Σύνταγμα» Επιμέλεια: Κιτσάκης Ν. Ευάγγελος Η εξάμηνο Αρ. Μητρώου: 1340100800152 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Εισαγωγή α. Το θέμα β. Ιστορική αναδρομή γ. Η διαμόρφωση του δικαιώματος στην ελληνική συνταγματική πορεία δ. Έννοια, νομική φύση και φορείς ΙΙ. Οι συνταγματικά προβλεπόμενοι περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοκτησίας α. Αναγκαστική απαλλοτρίωση β. Απαλλοτρίωση δασών και εκτάσεων γ. Απαλλοτρίωση κατά ζώνες δ. Περιορισμοί βάσει του άρθρου 24 του Συντάγματος ε. Περιορισμοί βάσει του άρθρου 18 του Συντάγματος στ. Εθνικοποίηση ΙΙΙ. Τελικές κρίσεις α. Περίληψη β. Summary γ. Βιβλιογραφία δ. Νομολογία 2

Ι. Εισαγωγή α. Το θέμα Το θέμα που τίθεται προς εξέταση στην παρούσα εργασία είναι αυτό των προϋποθέσεων στέρησης της ιδιοκτησίας κατά το ελληνικό Σύνταγμα. Προκειμένου να εξετασθεί το ειδικότερο αυτό ζήτημα σκόπιμο είναι να δοθεί πρώτα το πλαίσιο εξέτασης του. Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιείται κατ αρχάς μια σύντομη παράθεση της ιστορικής πορείας του δικαιώματος, από τη γέννηση του μέχρι τη σημερινή του μορφή. Στη συνέχεια, ακολουθεί αναφορά στη μορφή της κατοχύρωσης του δικαιώματος στα ελληνικά συντάγματα ενώ αναφέροντα συνοπτικά η νομική φύση του δικαιώματος, το πώς αυτό εννοείται στην ελληνική έννομη τάξη και ποιοι είναι οι φορείς του. Ακολουθεί το κύριο σώμα της παρούσας μελέτης. Εκεί παρουσιάζονται οι μορφές στέρησης της ιδιοκτησίας. Ως πρώτη και βασικότερη εξετάζεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση και οι προϋποθέσεις της, τόσο στο επίπεδο του Συντάγματος όσο και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του ανθρώπου. Ειδική μνεία γίνεται και στην απαλλοτρίωση δασών και εκτάσεων και την απαλλοτρίωση κατά ζώνες. Στη συνέχεια εξετάζονται οι λοιποί νόμιμοι κατά το Σύνταγμα περιορισμοί της ιδιοκτησίας και ειδικότερα οι περιορισμοί κατά τα άρθρα 24, 18 αλλά και η επίταξη. Η εργασία κλείνει με μια σύντομη περίληψη και κάποια συμπεράσματα. Ακολουθούν η βιβλιογραφία και πίνακας με τη σημαντικότερη νομολογία. β. Ιστορική αναδρομή Η ιδιοκτησία εμφανίζεται ιστορικά ως έννοια ήδη από την αρχαιότητα. Στις αρχαίες ελληνικές πόλεις αναγνωρίζεται έμμεσα μέσω της πρόβλεψης ποινών για τα εγκλήματα που συνεπάγονταν την προσβολή της. Το ρωμαϊκό δίκαιο την αναγνωρίζει ως κοινωνικό δικαίωμα απόλυτο. Πάντα όμως υπήρχε η δυνατότητα περιορισμών της υπέρ του Δημοσίου συμφέροντος, για το καλό της Πόλης. Αργότερα εξελίσσεται σε πηγή πολιτικής δύναμης στο πλαίσιο των φεουδαρχικών καθεστώτων και διατηρεί αυτή τη μορφή της έως την πτώση της φεουδαρχίας. 3

Ήδη πριν από τη Γαλλική Επανάσταση η σχολή του φυσικού δικαίου χαρακτηρίζει την ιδιοκτησία έμφυτο, αναπαλλοτρίωτο και αιώνιο δικαίωμα. Οι απόψεις του Locke, βασικού εκπροσώπου της σχολής του φυσικού δικαίου αποτυπώνονται στο Bill of Rights της Βιργινίας το 1776 ενώ αντίστοιχο πνεύμα διαπνέει με βαθειά επίδραση και από το διαφωτισμό την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη που ακολουθεί τη Γαλλική Επανάσταση το 1789. Εκεί οριζόταν μεν η ιδιοκτησία ως δικαίωμα απαραβίαστο και ιερό ωστόσο προβλεπόταν και η δυνατότητα απαλλοτρίωσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος μετά από προηγούμενη δίκαιη αποζημίωση. Σταδιακά, μέσα από τα Ευρωπαϊκά συντάγματα, και δη το Συντάγματος της Βαϊμάρη και τον Θεμελιώδη νόμο της Βόννης το δικαίωμα της ιδιοκτησίας διαμορφώνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα αλλά και συμπορεύεται με τις ανάγκες του δημοσίου συμφέροντος μέχρι να φτάσει στη σημερινή μορφή της υπό το πρίσμα και της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. γ. Η διαμόρφωση του δικαιώματος στην ελληνική συνταγματική πορεία Η ιδιοκτησία προστατεύεται σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα με πρώτο το Σύνταγμα της Επιδαύρου που ψηφίζει η Α Εθνοσυνέλευση. Αρχικά τα ελληνικά Συντάγματα προστατεύουν την ιδιοκτησία απεριόριστα χωρίς τη ρητή αναφορά κάποιου περιορισμού. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας προβλέπει για πρώτη φορά το δικαίωμα απαλλοτρίωσης ενώ το σύνταγμα του 1844 έρχεται να προβλέψει υπό το φως των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης την νόμιμη αποζημίωση που το Σύνταγμα του 1911 καθιερώνει ως διεκδικήσιμη δικαστικά. Η επίταξη προβλέπεται πρώτη φορά στο Σύνταγμα το 1927. Στο ισχύον Σύνταγμα το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 17. Το άρθρο αυτό Προστατεύει το δικαίωμα αλλά για πρώτη φορά τονίζει τα όριά του που βρίσκουν σχήμα υπό τη μορφή του δημοσίου συμφέροντος. Περιορισμοί προβλέπονται και υπέρ του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτιστικού, της χωροταξικής και πολεοδομικής αναδιάρθρωσης της χώρας. Δίνεται με άλλα λόγια τόσο η κοινωνική διάσταση του δικαιώματος, καθώς τίθεται υπό την προστασία του κράτους, αλλά απαγορεύεται και η άσκησή της σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, οριοθετώντας έτσι τον απόλυτο χαρακτήρα. Το κοινωνικό περιεχόμενο του δικαιώματος αναγνωρίζεται ρητά αλλά επιβάλλεται και η υποχρέωση ανοχής ορισμένων κοινωνικά αναγκαίων περιορισμών. Αυτοί οι περιορισμοί και άλλοι προβλεπόμενοι από το νομοθέτη, κατ εξουσιοδότηση του 4

Συντάγματος, δεν αποτελούν απαλλοτρίωση αλλά συνταγματικά θεμιτή οριοθέτηση. Στο ίδιο άρθρο ορίζονται τα σχετικά με την αναγκαστική απαλλοτρίωση και τις προϋποθέσεις της προσδιορίζοντας την έννοια του δικαιώματος στο πλαίσιο της κοινωνικής ανάπτυξης. Παράλληλα στο άρθρο 18 ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα περί του δικαιώματος της ιδιοκτησίας (μεταλλεία, ορυχεία, λίμνες, λιμνοθάλασσες, αναδασμός) αλλά και οι επιτάξεις για άμεση κοινωνική ανάγκη υποτάσσοντας το δικαίωμα στην κοινωνική αλληλεγγύη. δ. Νομική φύση, περιεχόμενο, φορείς Το ελληνικό Σύνταγμα καθιερώνει την ιδιοκτησία τόσο ως δικαίωμα όσο και ως θεσμό. Ως δικαίωμα η ιδιοκτησία είναι η ελευθερία του φορέα της να χρησιμοποιεί και να διαθέτει όπως αυτό επιθυμεί ότι βρίσκεται στην ιδιοκτησία του. Στα πλαίσια του αμυντικού χαρακτήρα του δικαιώματος το κράτος υποχρεούται να μην επεμβαίνει στην ελευθερία αυτή του ατόμου. Εκτός από αυτόν τον αμυντικό χαρακτήρα ως δικαίωμα η ιδιοκτησία έχει και το κοινωνικό της περιεχόμενο καθώς κατά το Σύνταγμα «τελεί υπό την προστασία του κράτους», πρέπει λοιπόν να προστατεύεται από το κράτος και από την κάθε επέμβαση τρίτου. Ως θεσμός, η ιδιοκτησία, είναι η δυνατότητα, στο πλαίσιο των νόμων, για εξουσία επί οικονομικών αγαθών. Το περιεχόμενο του θεσμού δίνεται από τον νόμο κατ επιταγή του Συντάγματος που έρχεται να οριοθετήσει το δικαίωμα. Παράλληλα η έννοια του δικαιώματος προσδιορίζεται και από την κοινωνική πλευρά του θεσμού που επιβάλλει την ανοχή περιοριστικών, κοινωνικά επιβεβλημένων ενεργειών. Εξελικτική ήταν η πορεία και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του αντικειμένου του δικαιώματος και κατ επέκταση του προστατευτικού του πεδίου. Αρχικά τα ελληνικά δικαστήρια αντιλαμβάνονταν την προστασία της ιδιοκτησία αποκλειστικά επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων ενώ αρνούνταν την ύπαρξη συνταγματικής προστασίας και επί των ενοχικών δικαιωμάτων. Η στάση αυτή της νομολογίας κατακρίθηκε σε μια εποχή συνεχούς αύξησης της αξίας των ενοχικών δικαιωμάτων ενώ ήρθε και σε αντίθεση με το άρθρο 1 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το οποίο προστατεύει την περιουσία στην εμπράγματη και την ενοχική πλευρά της. Ιδιαίτερη έκταση έλαβε το θέμα στο πλαίσιο της υποχρέωσης ή όχι αποζημιώσεως επί απαλλοτριώσεως ενοχικών δικαιωμάτων. Τελικά στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας στο 1998 ο ΑΠ με την απόφαση 40/1998 ερμήνευσε το άρθρο 17 σύμφωνα με το πρώτο πρωτόκολλο δεχόμενο και την προστασία 5

των ενοχικών δικαιωμάτων μέσα στην ιδιοκτησία. Το ΣτΕ εξακολουθεί να αρνείται ότι τα ενοχικά δικαιώματα αποτελούν αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 17 του Συντάγματος ως μη υπαγόμενα στην έννοια της ιδιοκτησίας. Τέλος αναφορικά με τους φορείς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας καμία διάκριση δε γίνεται ανάμεσα σε αλλοδαπούς και πολίτες ενώ ορθά φαίνεται να προστατεύεται και η ιδιοκτησία των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Τόσο η ΕΣΔΑ αναγνωρίζει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του δικαιώματος ενώ απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας προβλέπει και η Συνθήκη της Λισαβόνας. Εξαιρέσεις μπορούν να ισχύσουν για την απόκτηση περιουσίας από αλλοδαπούς σε παραμεθόριες περιοχές αν συντρέχουν λόγοι δημόσιας ασφάλειας. Ιδιοκτησία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δύσκολα μπορεί να αναγνωρισθεί υπό την οπτική του αμυντικού κατά του κράτους χαρακτήρα του ατομικού δικαιώματος. Ωστόσο η ιδιοκτησία υπό μια πλευρά γίνεται να αναγνωριστεί για τα επιμέρους αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου π.χ. Πανεπιστήμια, έναντι του κράτους πάντα όμως με μια μεγαλύτερη υποχωρητικότητα απέναντι στις ανάγκες του δημοσίου συμφέροντος. 6

ΙΙ. Περιορισμοί της ιδιοκτησίας και οι προϋποθέσεις τους α. Αναγκαστική απαλλοτρίωση Η ιδιοκτησία είναι το μόνο συνταγματικό δικαίωμα του οποίου επιτρέπεται, και μάλιστα εκ του ίδιου του Συντάγματος, η προσβολή του πυρήνα. Όταν προσβάλλεται ο ίδιος αυτός πυρήνας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας μιλάμε για αναγκαστική απαλλοτρίωση. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση διακρίνεται στην αναγκαστική απαλλοτρίωση στενή και ευρεία εννοία. Με τη στενή του όρου έννοια αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η στέρηση της ιδιοκτησίας του ιδιώτη με μονομερή πράξη του κράτους κατόπιν πρότερης πλήρους αποζημίωσης. Πραγματοποιείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και κοινής ωφέλειας κατόπιν νομοθετικής προβλέψεως και είναι δικαστικά προσδιορίσιμη. Στην αναγκαστική απαλλοτρίωση με την ευρεία της έννοια περιλαμβάνεται επιπλέον και η de facto απαλλοτρίωση όταν εξ αιτίας ενεργειών του κράτους η ιδιοκτησία στερείται του αντικειμένου της έμμεσα και γίνεται αδύνατη ή δυσχερής η άσκηση του δικαιώματος από το φορέα του με την έννοια της χρήσης ή κάρπωσης του υλικού αντικειμένου επί του οποίου ασκείται το δικαίωμα. Συνταγματική πρόβλεψη για την de facto απαλλοτρίωση δεν υπάρχει ενώ το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει τα σχετικά με την αναγκαστική απαλλοτρίωση εν στενή εννοία στα άρθρα 17 2 έως 6, 18 8 και 117 4 και 5. Ήδη από το άρθρο 17 1 δίνεται στο νομοθέτη η εξουσιοδότηση να οριοθετήσει το περιεχόμενο της ιδιοκτησίας και η δυνατότητα να επιβάλλει νόμιμους περιορισμούς στο όνομα του γενικού συμφέροντος. Ωστόσο η εξουσία αυτή του νομοθέτη βρίσκει τα όριά της στον πυρήνα του δικαιώματος και τις συνταγματικά οριζόμενες προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταβάλλεται στον στερούμενο την ιδιοκτησία του πρότερη και πλήρης αποζημίωση. Με άλλα λόγια στη στάθμιση του ιδιωτικού με το δημόσιο συμφέρον, το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί αλλά ο ιδιώτης αποζημιώνεται πλήρως. Εξαίρεση από το πρότερο της αποζημίωσης εισάγεται με το άρθρο 17 4 προτελευταίο εδάφιο όπου ορίζεται ότι προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας είναι δυνατόν με ειδική απόφαση του αρμόδιου για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως δικαστηρίου, να επιτραπεί η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης. Υπό όρους καταβολής ευλόγου τμήματος και παροχή 7

πλήρους εγγυήσεως. Εξαίρεση από το πλήρες της αποζημιώσεως δεν επιτρέπεται να υπάρξει. Το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης είναι η ιδιοκτησία. Αφορά τόσο κινητά όσο και ακίνητα και εξίσου εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σύμφωνα με την σύμφωνη με την ΕΣΔΑ ερμηνεία του όρου ιδιοκτησία. Δεν αφορά τα εμπράγματα δικαιώματα του ενεχύρου και της υποθήκης καθώς δεν προκύπτει δημόσια ωφέλεια από την αναγκαστική σύστασή τους. Το άρθρο 18 8 εξαιρεί από τα δυνατά αντικείμενα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης εκτάσεις ιδιοκτησίας ορισμένων μονών, του Αγίου Όρους και του Πατριαρχείου. Σε ότι αφορά τις εκ του Συντάγματος προϋποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αυτές ορίζονται στο άρθρο 17 2 και είναι η προσηκόντως αποδεδειγμένη δημόσια ωφέλεια, η πρόβλεψη του χρόνου και του τόπου από νόμο και η πρότερη, πλήρης, δικαστικά προσδιοριζόμενη αποζημίωση. Ειδικότερα, η δημόσια ωφέλεια είναι το αντίβαρο που το δημόσιο συμφέρον επιτάσσει απέναντι στο ατομικό δικαίωμα. Ως αόριστη νομική έννοια προσδιορίζεται με βάση τις εκάστοτε πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και χρωματίζεται από την εκάστοτε άρχουσα πλειοψηφία. Μια βάση περιεχομένου δίνουν βέβαια και οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας (προστασία περιβάλλοντος, πρόνοια για απόκτηση κατοικίας και των αστέγων κοκ) Η συνταγματική ανάγκη προσήκουσας αποδείξεως δηλώνει την άμεση συσχέτιση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με τη δημόσια ωφέλεια. Ως εκ τούτου θα πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της περί απαλλοτρίωσης πράξης αλλά και να δικαιολογείται ως ένα από τα κατά την αρχή της αναλογικότητας πρόσφορα μέτρα. Μπορεί να δικαιολογείται και από την προς όφελος ιδιώτη απαλλοτρίωση αν εξυπηρετείται παράλληλα με το ατομικό και το δημόσιο συμφέρον. Επιπλέον σε ό,τι αφορά τη διάρκεια της δημόσιας ωφέλειας σύμφωνα με την απόφαση 1678/1995 του ΣτΕ δεν αντίκειται στο σύνταγμα και δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει απαλλοτρίωση μετά την πάροδο εικοσιενός ετών από τη συντέλεσή της, λόγω μη εκπλήρωσης του σκοπού της, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τη φύση και την έκταση του έργου 1. Τέλος το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ απαιτεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της ιδιοκτησίας και τη δημόσια ωφέλεια 1 Τζ. Ηλιοπούλου Στράγγα 8

που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη σχέση του σκοπού της απαλλοτριώσεως και του ύψους της αποζημίωσης. Εν συνεχεία, η δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αλλά και η δημόσια ωφέλεια θα πρέπει να προβλέπεται εκ του νόμου, τυπικού ή και κανονιστικής πράξης κατόπιν ρητής εξουσιοδοτήσεως. Πρέπει ο νόμος να είναι προγενέστερος και να ορίζει τον σκοπό υπέρ του οποίου τάσσεται η δυνατότητα απαλλοτριώσεως. Έλεγχος μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο των άκρων ορίων, εφόσον η κοινή πείρα θεωρεί το σκοπό αντίθετο με το δημόσιο συμφέρον, στο πλαίσιο του ελέγχου συνταγματικότητας του νόμου. Λόγος ακύρωσης της πράξης θεμελιώνεται σε περίπτωση που αυτή δεν αιτιολογείται ή δεν έχει πραγματοποιηθεί η απαραίτητη επιστημονική μελέτη και η τεκμηρίωση της. Τελευταία προϋπόθεση αποτελεί η δικαστικά προσδιοριζόμενη αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή πρέπει να είναι πρότερη και πλήρης ενώ πρέπει στη απόφαση κήρυξης της απαλλοτρίωσης να δικαιολογείται, με τρόπο ειδικό και όχι με απλή αναφορά στα προβλεπόμενα κονδύλια, η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης βάσει του προυπολογισμού. Ως προς την πληρότητα της αποζημίωσης αυτή πρέπει να είναι ίσης αξίας με το ακίνητο λαμβανομένης υπόψη της αγοραίας και όχι της αντικειμενικής αξίας. Η αξία υπολογίζεται από το αρμόδιο δικαστήριο με βάση το χρόνο συζητήσεως και μπορεί να βρεθεί συναινετική λύση ή να υπολογισθεί κατόπιν δικαστικής προεκτιμήσεως. Πρέπει να καλύπτει τη θετική ζημία και τις τυχόν δαπάνες εξαιτίας της μείωσης της αξίας του ακινήτου. Είναι χρηματική αλλά αν συναινεί ο δικαιούχος μπορεί να καταβληθεί σε είδος. Ο υπολογισμός της αξίας του ακινήτου γίνεται υπόψη της αξίας που έχουν παρακείμενα ομοειδή ακίνητα αλλά και η ωφέλεια χρήσης του ακινήτου χρηματικά υπολογιζόμενη. Στη δαπάνη μπορούν να συμβάλλουν κατά το μέρος που ωφελούνται σύμφωνα με το άρθρο 106 6 και οι ιδιοκτήτες των γειτονικών ακινήτων. Προσδιορισμός από τα διοικητικά δικαστήρια δεν επιτρέπεται. Σε περίπτωση που γίνει απαλλοτρίωση μόνο τμήματος ακινήτου με αποτέλεσμα το λοιπό να χάνει την αξία του απαιτείται με την ίδια απόφαση ιδιαίτερος προσδιορισμός αποζημίωσης για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη. Ο Άρειος Πάγος στην υπόθεση Κατικαρίδη (14/1991) είχε εισάγει αμάχητο τεκμήριο ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών. Κατόπιν προσφυγής κατά της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του ανθρώπου, η Ελλάδα καταδικάστηκε το 1996καθώς θεωρήθηκε ότι το αμάχητο τεκμήριο 9

αντίκειται στο άρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Παρ όλα αυτά ο Άρειος Πάγος έκρινε το 1998 (ΑΠ 577/1998) το αμάχητο τεκμήριο συνταγματικό και πρώτη φορά τα ελληνικά δικαστήρια αποφάσισαν σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαικού δικαστηρίου δικαιωμάτων του ανθρώπου το 2002 (Πολυμ. Πρωτόδ. Θεσπρωτίας 22/2002). Εξαίρεση από το πλήρες της αποζημιώσεως δεν υπάρχει. Εξαίρεση από το προηγούμενο της αποζημιώσεως εισάγεται μετά το 2001 καθώς επιτρέπεται η κατάληψη ακινήτου προ της καταβολής αποζημιώσεως κατόπιν καταβολής στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων ένα εύλογο ποσοστό της αποζημίωσης. Ωστόσο το ποσό αυτό είναι συνήθως ιδιαίτερα χαμηλό (ακόμη και κάτω του προβλεπόμενου από το νόμο 70%) ενώ η είσπραξή του είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ως εκ τούτου ότι ο τρόπος εφαρμογής της διατάξεως έρχεται σε αντίθεση με τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος και ως εκ τούτου θα πρέπει να εφαρμοστεί με τρόπο ώστε η προκαταβαλλόμενη αποζημίωση να είναι επαρκής και η συνολική αποζημίωση να καταβάλλεται το συντομότερο μετά την κατάληψη του ακινήτου. Σε ότι αφορά την de facto απαλλοτρίωση που δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα και ορίζεται ως η αδυναμία χρήσης και κάρπωσης του ακινήτου από τον ιδιοκτήτη ή εκμηδενισμός της αξίας του ακινήτου του εξαιτίας ενεργειών του κράτους, που δεν παίρνουν ωστόσο τη μορφή απαλλοτριώσεως τα ελληνικά δικαστήρια αρνούνταν την επιδίκαση αποζημιώσεως. Για να καλυφθεί αυτή η κατάφορη παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας από μια έμμεση κατ ουσία απαλλοτρίωση αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες όπως αυτή της ιδιαίτερης θυσίας ή του θεσμού δημοσίου δικαίου. Το Ευρωπαικό δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου ωστόσο δεν δέχθηκε έναν τέτοιο περιορισμό της ιδιοκτησίας για χάρη του δημοσίου συμφέροντος και αποφάνθηκε ότι οι κανόνες περί αποζημιώσεως πρέπει να ισχύουν και στην περίπτωση της έμμεσης ή de facto απαλλοτρίωσης με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Αποζημίωση στην περίπτωση της de facto απαλλοτρίωσης μπορεί να στηριχθεί και στην αποζημιωτική ευθύνη του κράτους για νόμιμες ενέργειες αφού το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ προστατεύει την περιουσία στο σύνολό της, με βάση το άρθρο 4 5 του συντάγματος, που προβλέπει την ισότητα συμμετοχής στα δημόσια βάρη και υπό την έννοια δεν υποχρεούται ο υφιστάμενος την μείωση της αξίας του ακινήτου λόγω κατά τα άλλα νομίμων 10

ενεργειών του κράτους να υφίσταται αποκλειστικά της επιβαλλόμενες από το δημόσιο συμφέρον αρνητικές συνέπειες επί της ιδιοκτησίας του. Τέλος, μια ιδιαίτερη περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτριώσεως θα μπορούσε να θεωρηθεί και η ανάκληση νόμιμης ευμενούς διοικητικής πράξης 2. Κατόπιν της ρητής αναγνωρίσεως από τον Άρειο Πάγο (6/2007) της προστασίας από το άρθρο 17 του Συντάγματος και των ενοχικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ευλόγως θα μπορούσε κανείς να υπάγει στις περιπτώσεις απαλλοτριώσεως ενοχικών δικαιωμάτων και τις περιπτώσεις ανακλήσεων νομίμων ευμενών πράξεων. Η ευμενής διοικητική πράξη, πολλώ δε μάλλον η νόμιμη ευμενής, δημιουργεί στον διοικούμενο μια αξίωση διατηρήσεως της ευνοικής για αυτόν διαμόρφωσης των πραγμάτων. Στην περίπτωση που το κράτος αναιρέσει το υφιστάμενο αυτό status με μονομερή του ενέργεια τότε δεν προβαίνει σε τίποτα λιγότερο από μια αναγκαστική απαλλοτρίωση ενός ενοχικού δικαιώματος και ως εκ τούτου θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι θα πρέπει να τηρήσει τους κανόνες της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δηλαδή τις νόμιμες κατά το άρθρο 17 προυποθέσεις της. β. Απαλλοτρίωση δασών και δασικών εκτάσεων Το ελληνικό Σύνταγμα δίνει στο άρθρο 24 1 τη δυνατότητα απαλλοτριώσεως δασών και δασικών εκτάσεων για χάρη του δημοσίου συμφέροντος. Συγκεκριμένα στο πέμπτο εδάφιο της παραγράφου ορίζεται «Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον» Η διάταξη ορθό θα ήταν να εφαρμοστεί και κατά την απαλλοτρίωση των ιδιωτικών δασών αφού μετά την αναθεώρηση του 2001 η απαγόρευση μεταβολής του προορισμού των δασικών εκτάσεων επεκτάθηκε και στα ιδιωτικά δαση. Από το ίδιο το άρθρο και τη νομολογιακή του αντιμετώπιση προκύπτουν οι προυποθέσεις εφαρμογής του. Κατά πρώτον, η απαλλοτρίωση της δασικής έκτασης θα πρέπει να γίνεται για χάρη του Δημοσίου Συμφέροντος. Συγκεκριμένα το Συμβούλιο της Επικράτειας (Στε 951/1996) απαιτεί στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας η απαλλοτρίωση της 2 Π. Λαζαράτος Ανάκληση νομίμων διοικητικών πράξεων 11

δασικής εκτάσεως να αποτελεί το μόνο πρόσφορο μέτρο για την ικανοποίηση μιας ζωτικής ανάγκης της εθνικής οικονομίας. Δεύτερον, πρέπει πάντα να επιδιώκεται η ικανοποίηση του επιβαλλόμενου από το δημόσιο συμφέρον επιδιωκόμενου σκοπού με την μικρότερη κατά το μέτρο του δυνατού απώλεια δασικής έκτασης. γ. Απαλλοτρίωση κατά ζώνες Η απαλλοτρίωση κατά ζώνες προβλέπεται στο άρθρο 17 6 του Συντάγματος το οποίο ορίζει «όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας, νόμος μπορεί να προβλέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. Ο ίδιος νόμος καθορίζει τις προυποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί.» Ratio της διάταξης αποτελεί η εξεύρεση πόρων από το κράτος προς χρηματοδότηση νέων έργων αλλά και ο σύμφωνος με τις αρχές της ισότητας και την απαγόρευση του αθέμιτου ανταγωνισμού περιορισμός της υπέρμετρης ωφέλειας των ιδιοκτητών του υπολοίπου τμήματος των εκτάσεων των οποίων η αξία θα ανέβει κατακόρυφα σε βάρος των υπολοίπων. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η απαλλοτρίωση κατά ζώνες πρέπει να πληροί εκτός των βασικών προυποθέσεων της απαλλοτριώσεως όπως αυτές αναλύθηκαν πιο πάνω και μια σειρά επιπλέον προυποθέσεων. Συγκεκριμένα, η απαλλοτρίωση θα πρέπει να έχει σκοπό την εκτέλεση έργων κοινής ωφελείας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας, να γίνεται υπέρ του Δημοσίου, να προβλέπεται από ειδικό νόμο ο οποίος ρητά να την επιτρέπει και ο ίδιος νόμος να καθορίζει τους όρους της και τον τρόπο διάθεσης των επιπλέον εκτάσεων. 12

δ. Περιορισμοί βάσει του άρθρου 24 του Συντάγματος Στο πλαίσιο του άρθρου 24 προβλέπεται μια σειρά πιθανών και δυνατών περιορισμών του δικαιώματος της ιδιοκτησίας για λόγους οικιστικούς αλλά και προστασίας μνημείων κα παραδοσιακών στοιχείων. Αρχικά πρέπει να αναφερθεί ότι βάσει των προυποθέσεων του άρθρου 24 σε συνδυασμό με το άρθρο 17 μπορούν να απαλλοτριωθούν εκτάσεις περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος. Ορθό είναι να ακολουθηθούν τα οριζόμενα από το άρθρο 24 6, δηλαδή νόμος να ορίζει τόσο την αναγκαία έκταση της απαλλοτρίωσης όσο και τα σχετικά με την αποζημίωση. Το αυτό προβλέπεται ρητά από το σύνταγμα στο άρθρο 24 6 αναφορικά με την προστασία των μνημείων, των παραδοσιακών περιοχών και των παραδοσιακών στοιχείων. Τέλος, ειδική πρόβλεψη υπάρχει αναφορικά με την αναγνώριση οικιστικών περιοχών. Στην Τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Συντάγματος προβλέπεται ότι προκειμένου να ενεργοποιηθεί οικιστικά μια περιοχή οι ιδιοκτήτες των ακινήτων της περιοχής αυτής υποχρεωτικά διαθέτουν στον οικείο φορέα, χωρίς αποζημίωση, τα απαραίτητα τμήματα εκτάσεων και μέρος των δαπανών εκτέλεσης πολεοδομικών έργων για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, όπως δρόμων και πλατειών. Βεβαία βασική προυπόθεση είναι οι σχετικές επιβαρύνσεις να προβλέπονται από σχετικό νόμο και ως εκ τούτου μπορούν να ελεγχθούν στο βαθμό που η έκταση του βάρους των ιδιοκτητών των εκτάσεων ξεπερνά το σκοπό της και την ωφέλεια της οικιστικής ενεργοποιήσεως της περιοχής. Επιπλέον κατά την παράγραφο 4 πάλι με νόμο μπορεί να προβλεφθεί αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή ιδιοκτησίας κατ όροφο όταν οι εκτάσεις τους απαλλοτριώνονται λόγω της προσαρμογής στο οικιστικό σχέδιο. ε. Περιορισμοί βάσει του άρθρου 18 του Συντάγματος Στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου 18 ορίζεται ότι «ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου» και «με νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των λιμνοθαλασσών και των μεγάλων λιμνών καθώς και γενικά με τη διάθεση γενικά των εκτάσεων που προκύπτουν από αποξήρανσή τους. Η επιταγή προς τον νομοθέτη γίνεται προς προσαρμογή της ιδιοκτησίας στην ειδική σχέση 13

που αποτελεί το πλαίσιο προστασίας των παραπάνω χώρων. Κρίσιμες νομοθετικές διατάξεις είναι το νομοθετικό διάταγμα 210/ 1971, για τα θέματα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 18 του Συντάγματος, και του νομοθετικού διατάγματος 420/1970, σε ό,τι αφορά τις λίμνες, λιμνοθάλασσες και εκτάσεις που προκύπτουν από αποξήρανση, και το άρθρο 18 του νόμου 1028/2002 για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Οι δύο πρώτοι νόμοι ορίζουν ότι και στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για μια μορφή αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και ως εκ τούτου θα πρέπει να πληρούνται οι προυποθέσεις της. Ο τρίτος νόμος, ειδικά για τις περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ή με το χαρακτήρα μνημείου ορίζει ότι μετά του ενδύματος της δημόσιας ωφέλειας ο Υπουργός Πολιτισμού μπορεί να επιβάλλει μέχρι και την προσωρινή ή οριστική στέρηση ή τον περιορισμό της χρήσης του χώρου, έχοντας τη δυνατότητα να τον απαλλοτριώσει ή να τον εξαγοράσει απευθείας μαζί με παρακείμενα ακίνητα εφόσον αυτό είναι απαραίτητο. Λόγω της σπουδαιότητας των παραπάνω περιπτώσεων ο νομοθέτης εξουσιοδοτείται να τις ρυθμίσει με τρόπο ειδικό. Στην τρίτη παράγραφο του ιδίου άρθρου του συντάγματος ορίζονται τα σχετικά με την επίταξη. Επίταξη ορίζεται η προσωρινή αφαίρεση της χρήσης και κάρπωσης πράγματος με μονομερή πράξη του κράτους και με καταβολή ανταλλάγματος που συντελείται με σκοπό την ικανοποίηση έκτακτη και άμεση δημόσια ανάγκη. Τα σχετικά με την επίταξη ορίζονται από ειδικούς νόμους καθώς αποτελεί μια περίπτωση επιτρεπόμενης ειδικής μεταχείρισης της ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα πρόβλεψη υπάρχει στον ν.4442/ 1929 και στο ν.δ.17/1974 όπως τροποποιήθηκαν. Οι προυποθέσεις κάτω από τις οποίες η επίταξη είναι δυνατή είναι αυστηρές. Η πρώτη περίπτωση που επιτρέπεται η επίταξη είναι όταν υπάρχει ανάγκη των ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης( με την πραγματική των όρων έννοια). Η δεύτερη είναι όταν αυτή επιβάλλεται από έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη κοινωνική ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία(αποκλεισμός πρόκλησης ή διάδοσης μολυσματικών ασθενειών) ή τη δημόσια τάξη (εσωτερική ασφάλεια). Φυσικά θα πρέπει η επίταξη πραγμάτων να είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Πρέπει να είναι προσωρινή και στη διοικητική πράξη κύρηξής της να αναφέρονται ρητά τα χρονικά της όρια και σε κάθε περίπτωση να διαρκεί για εύλογο χρόνο. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διατήρησης του έκτακτου μέτρου θα πρέπει να πληρωθούν οι προυποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. 14

Άλλη μια ειδική περίπτωση ρύθμισης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τίθεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 18 και είναι αυτή του αγροτικού αναδασμού. Αναδασμό αποτελεί η συνένωση και αναδιανομή ακινήτων χωρίς να προσβάλλεται η αξία της αρχικής ιδιοκτησίας εκείνων που εισέφεραν τις εκτάσεις προκειμένου να διανεμηθεί η γη κατά τρόπο ορθολογικό. Ως αναδιανομή δεν προβλέπει τη στέρηση της ιδιοκτησίας και άρα δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκτός της περιπτώσεως που είναι αδύνατη η παροχή ακινήτου ίσης αξίας με το αρχικώς παρεχόμενο, οπότε και πρόκειται για μερική απαλλοτρίωση. Και εδώ ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τα σχετικά με τη ρύθμιση του αναδασμού για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους, καθώς και τη λήψη μέτρων για την αποφυγή της υπέρμετρης κατάτμησης ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατετμημένης μικρής ιδιοκτησίας. Ο αναδασμός αφορά ιστορικά κυρίως την αναδιανομή αγροτικών ακινήτων προς ορθολογική διαμόρφωση των ιδιοκτησιών. Μια γενικότερη εξουσιοδότηση δίνεται στο νομοθέτη προς τη στέρηση της ιδιοκτησίας από την παράγραφο πέντε του άρθρου 18 που ορίζει ότι μπορεί να προβλεφθεί με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας που απαιτείται από ιδιαίτερες περιστάσεις για όσο χρόνο συντρέχουν οι ιδιαίτεροι λόγοι απαιτούσαν τη λήψη νομοθετικών μέτρων και αίρονται αμέσων όταν αυτοί εκλείψουν. Το μέτρο κατά της ιδιοκτησίας συνεπώς, προκειμένου να μην οδηγεί σε παράβαση του Συντάγματος, θα πρέπει να είναι ρητά προβλεπόμενο από νόμο, να πληροί τις προϋποθέσεις της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή εξειδικεύεται σε αναγκαιότητα προσφορότητα και στενή εννοία αναλογικότητα, να είναι εξαιρετικά επιβαλλόμενο από ιδιαίτερους λόγους και να είναι προσωρινό. Το Σύνταγμα ειδικά ορίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας να αποφασίζει την άρση των μέτρων σε περίπτωση αδικαιολόγητης παράτασής τους κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Επιπλέον ο ειδικός νόμος θα πρέπει κατά το Σύνταγμα να τον υπόχρεο και τη διαδικασία καταβολής στο δικαιούχο του ανταλλάγματος, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στις υφιστάμενες κάθε φορά συνθήκες. Άρα θα πρέπει πάντα να δίνεται ανάλογο αντάλλαγμα στον στερηθέντα την απόλαυση της ιδιοκτησίας του. Η έκτη παράγραφος του αυτού προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης νόμου που θα ορίζει τα σχετικά με την εκμετάλλευση εγκαταλελειμμένων εκτάσεων υπέρ της εθνικής οικονομίας και για την αποκατάσταση ακτημόνων. Ο νόμος ορίζει τα σχετικά με την ικανοποίηση των ιδιοκτητών η 15

οποία είναι μερική και καταβάλλεται μόνο εφόσον αυτοί εμφανιστούν μέσα σε εύλογη προθεσμία. Ως εγκατάλειψη ορίζεται η πλήρης μη άσκηση δικαιωμάτων από τον κύριο επί του πράγματος καθώς εκείνος έχει μεταβεί σε άγνωστη διεύθυνση. Η κατά το νόμο αποζημίωση σε περίπτωση έγκαιρης εμφάνισης του κυρίου ορίζεται στο μισό της αξίας του ακινήτου. Τέλος η έβδομη παράγραφος του άρθρου ορίζει την επέμβαση του νομοθέτη με την επιβολή αναγκαστικής συνιδιοκτησίας για την ανάπλαση αστικών περιοχών, εφόσον η αυτοτελής οικοδόμηση αυτών ή μερικών από αυτές δεν ανταποκρίνεται στους όρους δόμησης που ισχύουν ή πρόκειται να ισχύσουν στην περιοχή αυτή. Η όγδοη παράγραφος εξαιρεί από την δυνατότητα απαλλοτριώσεως την ιδιοκτησία της περιουσίας του Αγίου όρους και ορισμένων άλλων μονών εισάγοντας ένα ιδιαίτερο καθεστώς. στ. Εθνικοποίηση Η εθνικοποίηση ρυθμίστηκε για πρώτη φορά το 1986 με την αναθεώρηση του Συντάγματος και προβλέπεται στις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 106. Με τον όρο εθνικοποίηση εννοείται αφενός η κοινωνικοποίηση ενός αντικειμένου όταν αυτό περνά από τον έλεγχο του κράτους σε αυτόν της κοινωνίας και αφετέρου η κρατικοποίηση με την οποία το κράτος αποκτά τον αποκλειστικό έλεγχο πάνω σε ένα αντικείμενο. Η αναγκαστική εξαγορά επιχείρησης νοείται ως αφαίρεση από τον έως τότε φορέα της την ιδιότητά του αυτή προκειμένου να περιέλθει ως οργανωμένο σύνολο στο κράτος (όχι ιδιώτη) ή άλλο δημόσιο φορέα. Σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης πρέπει να αναφερθεί ότι εξαιρούνται τα κεφάλαια του εξωτερικού ως προς την επανεξαγωγή τους. Συγκεκριμένες προϋποθέσεις τίθενται από το Σύνταγμα για τη νομιμότητα της συμμετοχής ή αναγκαστικής εξαγοράς επιχειρήσεων. Κατά πρώτον απαιτείται νομοθετική ρύθμιση. Ο νόμος πρέπει κατά την αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 25 2 και 3 του Συντάγματος να είναι γενικός, ωστόσο λόγω της ελλείψεως τέτοιου νόμου αρκεί και ο ειδικός. Ο νόμος αυτός θα πρέπει να προβλέπει την ανάλογη αποζημίωση που το κράτος θα υποχρεούται να καταβάλλει. Περαιτέρω, η αναγκαστική εξαγορά ή συμμετοχή θα πρέπει να γίνεται υπέρ του κράτους ή άλλου δημοσίου φορέα. Ως κράτος εδώ νοείται κάθε όργανο με τη λειτουργική του όρου έννοια, 16

επομένως και τα δημόσια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Δημόσιοι κατά το άρθρο 1 6 του ν. 1256/1982 εννοούνται και οι κοινωνικοί φορείς. Τρίτον, η επιχείρηση θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα μονοπωλίου λη να έχει ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, ή να έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Προβλέπεται λοιπόν η ικανότητα διορθωτικής επέμβασης του κράτους στις οικονομικές συνθήκες. Δεν εμπίπτουν οι επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί με νόμο ή διοικητική πράξη κατά νομοθετική εξουσιοδότηση και έχουν το προνόμιο αποκλειστικής άσκησης έργου κοινής ωφελείας. Επιπλέον κάθε μέτοχος της κρατικοποιούμενης επιχείρησης έχει το δικαίωμα να ζητήσει σύμφωνα με τον νόμο την εξαγορά της συμμετοχής του. Τέλος, πρέπει να καταβάλλεται πλήρες τίμημα, δικαστικά προσδιοριζόμενο το οποίο να ανταποκρίνεται στην αξία της εξαγοραζόμενης επιχείρησης ή συμμετοχής. Αρμόδια, εφόσον δεν υπάρξει συναινετική λύση με βάση τους κανόνες της συμβατικής ελευθερίας, είναι τα πολιτικά δικαστήρια. 17

ΙΙΙ. Τελικές κρίσεις α. Περίληψη Η παρούσα εργασία εξετάζει το θέμα των νόμιμων περιορισμών του δικαιώματος της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Σύνταγμα. Μετά από μια ανάλυση του περιεχομένου του δικαιώματος ως εξουσιαστική σχέση του ατόμου με το πράγμα έγινε λόγος για τις επιμέρους περιπτώσεις θεμιτής κατά το Σύνταγμα στέρησης της ιδιοκτησίας. Κατά πρώτον αναλύεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση και οι προϋποθέσεις της (προσηκόντως αποδεδειγμένη δημόσια ωφέλεια, πρόβλεψη του χρόνου και του τόπου από νόμο και πρότερη, πλήρης, δικαστικά προσδιοριζόμενη αποζημίωση.) Στη συνέχεια εξετάζονται ειδικότερες περιπτώσεις στέρησης της ιδιοκτησίας σε σχέση με το περιβάλλον και τα ιστορικά και αρχαιολογικά μνημεία. Ακολουθεί εξέταση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ορισμένων ειδικών περιπτώσεων (εκτάσεις που προέκυψαν από αποξήρανση, μεταλλεία, λατομεία, εκτάσεις του Άγιου Όρους και του πατριαρχείου) και καταστάσεων όπως η προσωρινή επίταξη. Τέλος, γίνεται λόγος για την κρατικοποίηση επιχειρήσεων και τις προϋποθέσεις της (είδος επιχείρησης, γενικός νόμος, αποζημίωση, αναγκαιότητα) ως ιδιαίτερη μορφή στέρησης της ιδιοκτησίας. β. Summary This essay is about the deprivation of property in according to the Hellenic Constitution. After a brief analysis of property as the right of a person to control and use a certain possession follows a layout of the cases of constitutionally allowed deprivation of property. First and foremost, there is an analysis of the term of expropriation and its constitutional requirements (properly proven public benefit, legislatively determined time, space and manner of the expropriation and precedent and complete compensation.) After that, special cases of deprivation of property are examined referring to the environment historical and archeological sites. Furthermore in this essay there is an examination of the proprietary status on several special cases (land that exists as a result of reclamation, pits and mines, and the land of Mount Athos and the patriarchate) and cases like temporary requisition of goods. Finally there is a reference on business 18

takeover by the state and its requirements (the kind of business, a generally applied law, the necessity of the measure and equal compensation) as a special for of property deprivation. 19

γ. Βιβλιογραφία 1. Αλιβιζάτος Ν., «Η δημόσια ωφέλεια στην αναγκαστική απαλλοτρίωση», γνμδ, ΕΔΔΔ 1993 2. Βολουδάκης Κ. Βαγγέλης, Επίκαιρα συνταγματικά ζητήματα (1983-1994), τόμος Β, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 1994 3. Γεραπετρίτης Γ., «Επισκόπηση του άρθρου 17 2 και 4 του Συντάγματος», μελέτη 4. Γέροντας Απ.(Σ. Λύτρα, Πρ. Παυλόπουλου, Γλ. Σιούτη, Σ. Φλογαϊτη), «Διοικητικό Δίκαιο», επιμέλεια Κ. Γιαννακόπουλου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2004 5. Γεωργόπουλος Λ. Κων/νος, Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, 9η έκδοση, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 1998. 6. Δαγτόγλου Δ.Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τ. β, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα - Κομοτηνή 2005 7. Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό μέρος, ειδικό μέρος. Μητρικά δικαιώματα φυσική υπόσταση, πνευματική υπόσταση, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, τόμος Γ, τεύχος Ι-ΙΙΙ, Β έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2008. 8. Δρόσου Γ., «Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997 9. Ηλιοπούλου-Στράγγα Τζ., παραδόσεις εφαρμογών δημοσίου 2012 10. Κασιμάτης Γ., «Η συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και η διεύρυνση αυτής», ΕΔΔΔ 18, 1974 11. Κιτρομηλίδης Μ. Πασχάλης, Πολιτικοί στοχαστές των νεωτέρων χρόνων, Πορεία, Αθήνα 1998 12. Κοντιάδης Ι. Ξενοφών, Ο Νέος Συνταγματισμός και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα μετά την αναθεώρηση το 2001, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 2002 13. Λαζαράτος Π. Ανάκληση νομίμων διοικητικών πράξεων 14. Μαυριάς Γ., Παντελής Μ.Α., Συνταγματικά κείμενα ελληνικά και ξένα, τρίτη έκδοση, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 1996. 15. Παραράς Ι. Πέτρος, Σύνταγμα 1975 Corpus αρ. 1-50, Νομολογία ΣτΕ, Παρατηρήσεις κατ άρθρον, Νομοθεσία, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα Κομοτηνή 1995 16. Παραράς Π., «Σύνταγμα και ΕΣΔΑ», 2001 17. Σατλάνης Ν. Χρήστος, Εισαγωγή στο δίκαιο της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 2003 18. Σταματόπουλος Γ. Στέλιος, Εκτελεστοί τίτλοι και αντικείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του κράτους, Σάκκουλας (Θρακικές Νομικές Μελέτες 47) 19. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, τρίτη αναθεωρημένη έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2006. 20

δ. Νομολογία Τράπεζα νομικών πληροφοριών www.dsanet.gr Βάσεις νομικών δεδομένων Νόμος http://lawdb.intrasoftnet.com 1. Εφ. ΑΘ 7155/1978 Λατομεία 2. Εφ. Παρ 979/1988 Προστασία αρχαιοτήτων 3. ΑΠ 794/1976 Μείωσης της αξίας του τμήματος που απέμεινε κατόπιν απαλλοτριώσεως του λοιπού ακινήτου 4. ΑΠ 1080/1986 Ζημία σε ακίνητο λόγω έργου 5. ΑΠ 628/1986 Αχρήστευση υπολοίπου του ακινήτου 6. ΑΠ 1375/1989 Το Δημόσιο δεν είναι φορέας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας 7. ΑΠ14/1991, Πολυμ. Πρωτόδ. Θεσπρωτίας 22/2002, ΑΠ 577/1998 Υπόθεση Κατικαρίδη de facto απαλλοτριωση 8. ΑΠ 149/1992 Απαλλοτρίωσης οικοπέδου για το οποίο είχε εκδοθεί οικοδομική άδεια και στο οποίο βρέθηκαν αρχαία αντικείμενα 9. ΑΠ 5/1993 Κατασκευή αερογέφυρας από Δημόσιο 10. ΑΠ 363/1995 Συνταγματική προστασία εμπράγματων δικαιωμάτων 11. ΑΠ 86/1998 Επέκταση συνταγματικής προστασίας και στα ενοχικά δικαιώματα 12. ΟλΑΠ 459/1970 Ουσιώδης ανατίμηση αξίας απαλλοτριωθέντος 13. ΟλΑΠ 1221/1975 Έννοια πλήρους αποζημίωσης, τρόπος αποζημίωσης 14. ΟλΑΠ 219/1977 Έννοια πλήρους αποζημίωσης 15. ΟλΑΠ 1/1982 Αφαίρεση ιδιοκτησίας ενός νπδδ υπέρ ενός άλλου 16. ΟλΑΠ 13/2000 Αντισυνταγματικοί οι φόροι στην αποζημίωση του δικαιούχου υπέρ του δικηγορικού συλλόγου 17. ΟλΑΠ 26/2003 Μονομερής παράταση σύμβασης μίσθωσης λατομείου 18. ΣτΕ 1516/1979 Διοικητική άδεια για γεωτρήσεις υπόγειων υδάτων 19. ΣτΕ 1448/1979 Άρση απαλλοτρίωσης όταν όχι σκοπός χρήσης για σκοπό δημόσιας ωφέλειας 20. ΣτΕ 952/1982 Άρνηση της διοίκησης να άρει απαλλοτρίωση παρά την πάροδο εύλογου χρόνου χωρίς να καθορισθεί αποζημίωση de facto απαλλοτρίωση 21. ΟλΑΠ 896/1985 Λατομεία δήμων και κοινοτήτων 22. ΣτΕ 628/1986 Κατάληψη τμήματος του απαλλοτριωθέντος που δε χρειαζόταν προκειμένου να εκπληρωθούν οι σκοποί της απαλλοτρίωσης 21

23. ΣτΕ 1424/1990 Ιαματικές πηγές 24. ΣτΕ 108/1991 Κήρυξη απαλλοτρίωσης από κοινωφελή νπιδ 25. ΣτΕ 2705/1991 Απαλλοτρίωση ιδανικών μεριδίων ιδιωτών σε ιχθυοτροφεία του Δημοσίου 26. ΣτΕ 3521/1992 Προστασία ακτών 27. ΣτΕ 3522/1992 Νομιμότητα περιορισμών ιδιοκτησίας 28. ΣτΕ 81/1993 Ζώνες προστασίας Πεντέλης 29. ΣτΕ 2057/1994 Δημόσιο συμφέρον ως οριοθέτηση ιδιοκτησίας 30. ΣτΕ 1913/1994 Προστασία παραδοσιακών κτισμάτων 31. ΣτΕ 1678/1995 Άρση απαλλοτρίωσης 32. ΣτΕ 4575/1998 Περιορισμοί προορισμού της ιδιοκτησίας 33. ΣτΕ 613/2002 Αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης 34. ΣτΕ 1256/2003 Απαλλοτρίωση για ανέγερση σχολείων 22

23