ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕ ΡΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ, ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΣΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΥ GUJARAT, ΙΝ ΙΑ

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΝΗΘΑΣ (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1999 ) ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

Mw=7.8 EARTHQUAKE CENTRAL NEPAL (25 APRIL 2015)

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΒΡΑΧΟΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΟΣ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΟ ΕΛΑΙΟΧQΡΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΣΕΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ (13/9/1986)

Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 26 ης ΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2004 ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟ ΠΑΛΙΡΡΟΪΚΟ ΚΥΜΑ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ ΣΤΟΝ ΙΝ ΙΚΟ ΩΚΕΑΝΟ

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

ΣΕΙΣΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Μ5.3 ΤΗΣ 19/07/2019

Μηχανισμοί γένεσης σεισμών

Ο ΣΕΙΣΜΟΣ 7,1 της 4/9/2010 ΤΟΥ CANTERBURY ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΝΟΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Φαινόµενα ρευστοποίησης εδαφών στον Ελληνικό χώρο Κεφάλαιο 1

Καθορισμός του μηχανισμού γένεσης

είκτης Κόστους Αποκατάστασης και Βαθµός Βλάβης σε Κτίρια Οπλισµένου Σκυροδέµατος


Ευθύμης ΛΕΚΚΑΣ 1. 3 o Πανελλήνιο Συνέδριο Αντισεισμικής Μηχανικής & Τεχνικής Σεισμολογίας 5 7 Νοεμβρίου, 2008 Άρθρο 2109

ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ (ΣΕΙΣΜΟΙ: ΙΑΠΩΝΙΑΣ, ΤΟΥΡΚΙΑΣ, ΕΛΛΑΔΑΣ, TAIWAN, ΙΝΔΙΑΣ)

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα).

ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ

Γεωτεχνική Έρευνα και Εκτίμηση Εδαφικών παραμέτρων σχεδιασμού Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ο σεισµός της Αϊτής 2010 Haiti earthquake (In Greek Language)

ΠΟΛΥΚΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΡΗΓΜΑΤΟΣ ΑΤΑΛΑΝΤΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγητής Ευάγγελος Λάγιος

Αστοχίες και Αίτια Αστοχιών στο Φράγµα Zipingpu (Επαρχία Sichuan, Κίνα) από τον σεισµό των 7.9R της 12 ης Μαΐου 2008

ΣΕΙΣΜΟΣ ΛΗΜΝΟΥ-ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ 24/05/2014

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής

Ενεργά ρήγµατα. Ειδικότερα θέµατα: Ο σεισµός ως φυσικό φαινόµενο. Ενεργά ρήγµατα στον Ελλαδικό χώρο και παρακολούθηση σεισµικής δραστηριότητας.

Γ' ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ & ΕΝΕΡΓΟΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ: ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΜΑΘΕΙ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΥ 1978 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

ΣΕΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ 26/01/2014

Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΩΝ (Μ=6.9R) ΤΗΣ 8 ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2006: ΕΝΑ ΜΕΓΙΣΤΟ ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Παυλίδης Σπύρος, Παπαθανασίου Γιώργος, Γεωργιάδης Γιώργος, Χατζηπέτρος Αλέξανδρος, Βαλκανιώτης Σωτήρης

ΣΕΙΣΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ 17/11/2015

ΣΕΙΣΜΟΣ ΝΔ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ (M=6.8, 26/10/2018)

ΒΛΑΒΕΣ ΣΕ ΚΟΜΒΟΥΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ, ΑΙΤΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΟΧΩΝ ΤΟΥΣ

ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ Β. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (06/02/2017)

Ο σεισµός της Λευκάδας στις 14 Αυγούστου ιερεύνηση της σεισµικής τρωτότητας των κατασκευών

ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ - ΣΟΦΑΔΩΝ

Συνοπτική Τελική Έκθεση Ερευνητικού Προγράµµατος ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

Reyes GARCIA, Yaser JEMAA, Yasser HELAL, Τμήμα Πολιτικών και Δομοστατικών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο του Sheffield

Θεσσαλονίκη 14/4/2006

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΡΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ. Τατιάνα Χρηστάκη Α'2

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΒΛΑΒΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ (ΑΘΗΝΑ 1999) ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

ΣΕΙΣΜΟΣ Μ W 5.5 ΤΗΣ 15/10/2016

ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ Β. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (06/02/2017)

Συµπεράσµατα για την σεισµική τρωτότητα των κτιρίων από τον σεισµό της Αθήνας της 7 ης Σεπτεµβρίου 1999.

Εμπειρίες και διδάγματα από τους σεισμούς της Κεφαλονιάς Συμπεριφορά Ιστορικών Κτιρίων και Μνημείων

ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ Β. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (06/02/2017)

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ=6.1, 12/06/2017)

Αντισεισμικοί κανονισμοί Κεφ.23. Ε.Σώκος Εργαστήριο Σεισμολογίας Παν.Πατρών

Ν. Σαμπατακάκης Αν. Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

Πρόλογος...vi 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εισαγωγικό σηµείωµα Στόχος της διατριβής οµή της διατριβής...4

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

ΣΕΙΣΜΟΣ BA ΤΗΣ KΩ (Μ w =6.6, 21/07/2017)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΔΙΚΤΥΟ SCHMIDT ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. ΡΟΖΟΣ ΕΠ. ΚΑΘ. ΕΜΠ

Αστοχίες τεχνητών πρανών-επιχωμάτων και τοίχων αντιστήριξης από σεισμούς στα Ιόνια νησιά. Επιπτώσεις στο οδικό δίκτυο

ΚΤΙΡΙΩΝ ΟΠΤΙΚΟΣ ΤΑΧΥΣ ΕΛΕΓΧΟΣ. Στέφανος ρίτσος. Τµήµα Πολιτικών Μηχανικών, Πανεπιστήµιο Πατρών

ΣΕΙΣΜΟΣ BA ΤΗΣ KΩ (Μ w =6.6, 21/07/2017)

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

ΣΕΙΣΜΟΣ Ν. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (Μ w =6.3, 12/06/2017)

Λέξεις κλειδιά: Θαλάσσια κύματα βαρύτητας, σεισμός, επιπτώσεις σε κατασκευές, έργα υποδομής, Ινδικός Ωκεανός

ΓΕΩΦΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ SUBDUCTION ZONES ΖΩΝΕΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Σεισμός Κεντρικής Ιταλίας (Μ=6.2) Προκαταρκτική Παρουσίαση Στοιχείων.

Τα φαινόμενα ρευστοποίησης, ο ρόλος τους στα Τεχνικά Έργα και τη σύγχρονη αστικοποίηση

ΣΕΙΣΜΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 15/10/2016

ΣΕΙΣΜΟΣ BA ΤΗΣ KΩ (Μ w =6.6, 21/07/2017)

Χαρτογραφία ενεργών ρηγμάτων στον Ελληνικό χώρο: προβλήματα και προοπτικές

ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ Β. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (06/02/2017)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ 11 η -12 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι

ΜΑΘΗΜΑ: ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ: ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Β. ΧΡΗΣΤΑΡΑΣ, Καθηγητής Β.

ΣΕΙΣΜΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 15/10/2016

Ενημερωτικό Σημείωμα

ΣΕΙΣΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ Μ W 6.3 ΤΗΣ 12/06/2017

είκτης κόστους αποκατάστασης και βαθµός βλάβης κτιρίων µετά από σεισµικές καταπονήσεις

ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΟΜΟΣΤΑΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ

ΣΕΙΣΜΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 15/10/2016

ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ Β. ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ (06/02/2017)

Χρήση του Προγράμματος 3DR.STRAD για Πυρόπληκτα Κτίρια

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΠΌ ΦΕΡΟΥΣΑ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ ΓΙΑ ΣΕΙΣΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ Προσομοίωση κτιρίων από τοιχοποιία με : 1) Πεπερασμένα στοιχεία 2) Γραμμικά στοιχεί

Tο µεταλλείο «Μαύρες Πέτρες» στην Χαλκιδική

ΑΝΤΟΧΗ ΤΗΣ ΒΡΑΧΟΜΑΖΑΣ

Χρήση του Προγράμματος 3DR.STRAD για Σεισμόπληκτα Κτίρια

ΣΕΙΣΜΟΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ 17/11/2015

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ-2 (ο χάρτης)

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Σεισμός της 8 ης Ιανουαρίου 2012 στο θαλάσσιο χώρο ΝΑ της Λήμνου Ι. Καλογεράς, Ν. Μελής & Χ. Ευαγγελίδης

Συμπεριφορά δομικών κατασκευών στην Κεφαλονιά-Συγκρίσεις των δύο σεισμών

ΤΑΧΥΣ ΟΠΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΤΙΡΙΩΝ. Στέφανος ρίτσος. Τµήµα Πολιτικών Μηχανικών, Πανεπιστήµιο Πατρών. ΤΕΕ υτικής Ελλάδος, ΕΠΑΝΤΥΚ, Πάτρα 19/12/07

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α Α ΕΜΠ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΤΙΡΙΟΥ ΜΕ ΕΑΚ, ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 84 ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 59 ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΜΕ ΚΑΝ.ΕΠΕ.

Transcript:

2ο Πανελλήνιο συνέδριο αντισεισµικής µηχανικής & τεχνικής σεισµολογίας, ΤΕΕ, Θεσ/νίκη 2001, τοµ. Α, σελ. 215-223 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕ ΡΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ, ΣΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΣΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΥ GUJARAT, ΙΝ ΙΑ Geographical damage distribution parameters and damage type at Gujarat earthquake, India (Ms=7.7, 26/1/01) ΛΕΚΚΑΣ, Ε. ρ. Γεωλόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήµιο Αθηνών ΛΟΖΙΟΣ, Σ. ρ. Γεωλόγος, Λέκτορας, Πανεπιστήµιο Αθηνών ΑΝΑΜΟΣ, Γ. ρ. Γεωλόγος, Επιστηµονικός Συνεργάτης, Πανεπιστήµιο Αθηνών ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ο σεισµός της 26/1/2001 µε Μs=7.7 που εκδηλώθηκε στην περιοχή Gujarat της υτ. Ινδίας είχε ως αποτέλεσµα την πρόκληση χιλιάδων θανάτων και τεράστιων καταστροφών. Προήλθε από συµπιεστικές δυνάµεις και προκάλεσε πολυάριθµα συνοδά γεωδυναµικά φαινόµενα. Από τη µελέτη της κατανοµής των καταστροφών προκύπτει ότι οι εντάσεις έφθασαν κατά θέσεις τους ΧΙ EMS-1998, µε µέγιστο στην επικεντρική περιοχή και στο ανερχόµενο τεκτονικό τέµαχος του ρήγµατος σε παράλληλη διάταξη µε αυτό. Στην επικεντρική περιοχή ζηµιές εµφανίστηκαν σε όλους τους τύπους κτιρίων, ενώ ανάλογα µε την απόσταση και την εµφάνιση γεωδυναµικών φαινοµένων υπήρχε διαφοροποίηση στην εµφάνιση των ζηµιών στους διάφορους τύπους κτιρίων. ABSTRACT: The 26/1/2001 earthquake with magnitude Ms=7.7 that occurred in Gujarat West India resulted in tens thousands of casualties and thorough catastrophe. The earthquake is attributed to compressional forces and was accompanied by concomitant phenomena. Damage distribution recording showed that intensities reached the XI EMS-1998 degree locally. Maximum intensities were observed on the hanging wall of the fault and were mainly elongated parallel to the seismic zone. All kinds of constructions sustained heavy damage within the epicentral area, while different type of constructions suffered various failures depending on the epicenter distance and the concomitant phenomena. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Την 26 η Ιανουαρίου 2001 (08:46 τοπική ώρα) ισχυρότατος σεισµός έπληξε την επαρχία Gujarat της υτικής Ινδίας. Το µικροσεισµικό επίκεντρο εντοπίσθηκε πλησίον της πόλης Bhachau (23.40Ν, 70.32Ε). Το µέγεθος του σεισµού προσδιορίστηκε ίσο µε Ms=7.7 της κλίµακας Richter, ενώ το εστιακό βάθος του υπολογίστηκε σε 23.6 km (U.S.G.S.). Ο σεισµός αυτός είναι ο µεγαλύτερος που έχει καταγραφεί στην Ινδία τα τελευταία 150 χρόνια, δεδοµένου ότι ο προηγούµενος ισχυρότατος σεισµός είχε σηµειωθεί στις 16 Ιουνίου 1819 και εκδηλώθηκε στην ίδια περίπου επικεντρική περιοχή (Σχήµα 1). Ο σεισµός του Gujarat ήταν τόσο ισχυρός ώστε έγινε αισθητός σε περιοχές που απέχουν από το επίκεντρο περισσότερο από 1.500 km, όπως στη Βοµβάη, στο ελχί, στο Καράτσι και σε πόλεις του Νεπάλ, ενώ θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η περιοχή που επλήγη (κρατίδιο Gujarat) είναι η καρδιά της Ινδικής βιοµηχανίας (µονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύµατος, διυλιστήρια πετρελαίου, χαλυβουργίες, επεξεργασία ορυκτών, κ.ά.). Η πόλη του Bhachau, αλλά και πολλές γειτονικές κωµοπόλεις και χωριά είχαν ισοπεδωθεί, ενώ είχαν σηµειωθεί καταρρεύσεις πολυώροφων κτιρίων σε πόλεις που απέχουν περισσότερο από 250 km από την περιοχή του επικέντρου, όπως στην πρωτεύουσα του κρατιδίου Gujarat, Ahmedabad. Η εφηµερίδα Times of India της 1 ης Φεβρουαρίου ανέφερε τουλάχιστον 35.000 νεκρούς, ενώ πιο πρόσφατες εκτιµήσεις τους ανεβάζουν περίπου στις 100.000, δεδοµένου ότι σε πολλές περιοχές δεν τηρούνται επίσηµοι ληξιαρχικοί κατάλογοι. 215

Σχήµα 1. Απλοποιηµένος σεισµοτεκτονικός χάρτης της ευρύτερης επικεντρικής περιοχής. Figure 1. Simplified seismotectonic map of the major epicentral area.

Στόχος της εργασίας αυτής είναι αφού αρχικά παρουσιαστούν στοιχεία του σεισµοτεκτονικού πλαισίου και στοιχεία του σεισµού της 26 ης Ιανουαρίου 2001 να καταδείξει τη σηµασία ορισµένων παραγόντων που επέδρασαν στον τύπο, στην ένταση και στην γεωγραφική κατανοµή των ζηµιών στο κρατίδιο του Gujarat. 2. ΤΟ ΣΕΙΣΜΟΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Από γεωδυναµική άποψη η Ινδική χερσόνησος συνιστά ένα µεγάλο ηπειρωτικό τέµαχος, που αποσπάσθηκε από την Γκοντβάνα και έχει ήδη συγκρουσθεί µε το ηπειρωτικό τέµαχος της Ασίας (Σχήµα 1). Η σηµαντική, όµως, σεισµικότητα, που εκδηλώνεται κατά µήκος του µετώπου της σύγκρουσης, αποδεικνύει ότι η προς Βορρά κίνηση της Ινδικής µικροηπείρου δεν έχει ακόµα ολοκληρωθεί (Σχήµα 1). Νεώτερα γεωδαιτικά δεδοµένα δείχνουν ότι το µεν µήκος της Ινδικής τράπεζας ελαττώνεται κατά 3 mm/έτος σε µια διεύθυνση ΒΒΑ-ΝΝ, τα δε Ιµαλάια και το οροπέδιο του Θιβέτ (Transhimalaya) συρρικνώνονται, λόγω της συµπίεσης κατά 20±2 mm/έτος και 9 mm/έτος αντίστοιχα (Bilham et al. 1998, Bilham & Gaur 2000). Ο σεισµός του Gujarat (Ms=7.7, 26/1/2001) συνδέεται µε την ενεργό συµπίεση που υφίσταται η Ινδία κατά την προώθησή της προς τα ΒΒΑ. Η σηµερινή εγκάρσια συρρίκνωση της επιµήκους οροσειράς των Ιµαλαΐων και του βορειότερα ευρισκόµενου ηπειρωτικού τεµάχους του Θιβέτ ανήκει στα τελευταία στάδια µιας µακράς διαδικασίας αρχικά υποβύθισης ωκεάνιου φλοιού, ύστερα σύγκρουσης ηπειρωτικών φλοιών και τελικά υπερσύγκρουσης (supercollision) η οποία έχει αρχίσει από το Άνω Κρητιδικό (Gansser 1964, Le Fort 1973, 1975, 1989). Το φαινόµενο αυτό δεν είναι το µοναδικό στη σεισµική ιστορία της περιοχής δεδοµένου ότι στην ευρύτερη περιοχή του Kachchh (του κρατιδίου Gujarat) το 1819 εκδηλώθηκε αντίστοιχου µεγέθους καταστροφικός σεισµός (7.7±0.2) ενώ από τότε µέχρι σήµερα έλαβαν χώρα περισσότεροι από 5 µικρότερου µεν µεγέθους, αλλά ισχυροί σεισµοί που συνοδεύθηκαν από σηµαντικές καταστροφές. Τόσο στον πρόσφατο σεισµό, όσο και στους προηγούµενους, οι µηχανισµοί γένεσης υποδεικνύουν ανάστροφα ρήγµατα µε µικρή συµµετοχή οριζόντιας κίνησης, µε γενική διεύθυνση περίπου Α-, που αντιστοιχούν σε καθεστώς συµπίεσης από την προς Βορρά σύγκρουση της Ινδικής µικροηπείρου ( ανάµος κ.ά., 2001). Από σεισµοτεκτονική άποψη η ευρύτερη περιοχή που επλήγη οριοθετείται προς Βορρά και προς Νότο από δύο κύριες ρηξιγενείς ζώνες, διεύθυνσης Α- περίπου, γνωστές µε τα ονόµατα Nagar Parkar Fault (προς Βορρά) και Κachchh Mainland Fault (προς Νότο). Τα τεκτονικά στοιχεία στην ύπαιθρο, που επιβεβαιώνονται από τα γεωδαιτικά δεδοµένα (Bilham & Gaur, 2000), δείχνουν ότι οι εν λόγω ρηξιγενείς ζώνες χαρακτηρίζονται από µια πλαγιοανάστροφη συνιστώσα ολίσθησης, µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται χαρακτηριστικές µορφές τεκτονικών βυθισµάτων (graben), όπως είναι αυτό του Κachchh γενικής διεύθυνσης Α-, που οριοθετείται από δύο περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες, του Allah Bund Fault προς Βορρά και του Kachchh Mainland Fault προς Νότο (Σχήµα 1). Επισηµαίνεται ότι η ρηξιγενής ζώνη του Allah Bund Fault αποκαλύφθηκε µε το σεισµό του 1819 (Ms=7.7±0.2). Η δραστηριότητα της ζώνης αυτής δηµιούργησε ένα εντυπωσιακό µέτωπο (fault scarp) µέσα στις αλλουβιακές αποθέσεις που συνοδευόταν από ανύψωση της τοπογραφίας κατά 6-9 m και είχε συνολικό µήκος 80-90 km. Επίσης κατά το σεισµό του Anjar το 1956 (Ms=6.1), που σχετίζεται µε τη δραστηριοποίηση αντίστοιχων ρηξιγενών ζωνών νοτιότερα, το µέτωπο της ανύψωσης ήταν της τάξης του 1 m (Malik et al., 2000). Με όλα τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι η ευρύτερη περιοχή του Kachchh παρουσιάζει µια διαρκή σεισµική δραστηριότητα και είναι ενεργή τουλάχιστον τα τελευταία 200 χρόνια, όπως αποδεικνύει η συνεχής σεισµικότητά της µε σεισµούς, των οποίων τα καταγραφόµενα µεγέθη κυµαίνονται µεταξύ 3.5 και 8 της κλίµακας Richter. 3. Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 26 ΗΣ ΙΑΝ. 2001 Η περιοχή που επλήγη περισσότερο από το σεισµό της 26 ης Ιανουαρίου είναι η ευρύτερη επικεντρική περιοχή, η οποία εντοπίζεται στη λοφώδη περιοχή που εκτείνεται βόρεια από τον κόλπο του Kachchh και καλύπτει µια ζώνη µε διεύθυνση περίπου Α- (της τάξης των 100 km εκατέρωθεν του επικέντρου), από τη Nakhatrana και το Bhuj στα δυτικά µέχρι το Bhachau και το Rapar στα ανατολικά (Σχήµα 1). Η µεγαλύτερη ρηξιγενής ζώνη στην περιοχή αυτή είναι γνωστή µε το όνοµα Κachchh Mainland Fault, έχει διεύθυνση ΑΝΑ- Β έως Α- και συνολικό µήκος που υπερβαίνει τα 200

km. Οριοθετεί την πεδινή περιοχή του Great Rann of Kachchh στα βόρεια από την λοφώδη ηµιορεινή περιοχή στα νότια. Νοτιότερα εντοπίζονται δύο ακόµη, µικρότερης όµως κλίµακας, ρηξιγενείς ζώνες µε αντίστοιχα χαρακτηριστικά και διεύθυνση Α-. Η πρώτη εκτείνεται νότια από την πόλη του Bhuj (γνωστή ως Katrol Hill Fault) και η δεύτερη βόρεια από την πόλη του Anjar. Ανάµεσα στις ζώνες αυτές και προς το δυτικό τµήµα της λοφώδους, ηµιορεινής περιοχής, υπάρχουν και ορισµένα µικρότερα ρήγµατα (της τάξης των 20-50 km), µε γενικές διευθύνσεις κυρίως ΝΑ-Β και σπανιότερα Α-. Προς τα ΒΑ, στην ευρύτερη περιοχή του Adhoi και του Rapar εντοπίζονται ορισµένα, αντίστοιχης κλίµακας, ρήγµατα µε διεύθυνση Α-. Από τη λεπτοµερή µελέτη της ευρύτερης επικεντρικής περιοχής, εντοπίσθηκαν αρκετές διαρρήξεις, σε διάφορες κλίµακες, που φαίνεται να σχετίζονται άµεσα µε το ρήγµα που έδωσε το σεισµό της 26 ης Ιανουαρίου. Οι διαρρήξεις αυτές εντοπίζονται σε µια ζώνη µε γενική διεύθυνση περίπου Α-, η οποία εκτείνεται σε µια απόσταση 50 περίπου km εκατέρωθεν του Bhachau, δηλαδή στην ίδια περιοχή που δίδεται και το επίκεντρο. Η µεγαλύτερη διάρρηξη εντοπίσθηκε 20 περίπου km ΒΒ από το Bhachau, περίπου στην ανατολική προέκταση του Κachchh Mainland Fault και παρουσιάζει ένα συνολικό µήκος που κυµαίνεται γύρω στο 1-1.5 km. Η γενική διεύθυνση είναι Α- έως ΑΒΑ- Ν (γύρω στις 80 ο ) και το ίχνος δεν είναι συνεχόµενο αλλά φαίνεται να παρουσιάζει µια κλιµακωτή διάταξη. Η µορφολογική ανωµαλία που έχει δηµιουργηθεί στους πρόσφατους χαλαρούς σχηµατισµούς υπερβαίνει κατά θέσεις τα 60-70 cm, και γίνεται µικρότερη στα σηµεία που η διάρρηξη αλλάζει θέση λόγω της κλιµακωτής διάταξης. Ιδιαίτερο άνοιγµα δεν παρατηρήθηκε κατά µήκος της διάρρηξης η οποία ας σηµειωθεί είχε κλίση γύρω στις 60-80 ο προς Νότο, ενώ το νότιο ανερχόµενο τέµαχος υπέρκειτο του βόρειου που ήταν το κατερχόµενο. Εκτός από την κατακόρυφη αυτή κίνηση εντοπίσθηκε και η συµµετοχή οριζόντιας δεξιόστροφης συνιστώσας (το ανερχό- µενο τέµαχος κινήθηκε προς τα δυτικά και το κατερχόµενο προς τα ανατολικά), δίνοντας στη διάρρηξη έναν πλαγιο-ανάστροφο χαρακτήρα. Η κλιµακωτή διάταξη που περιγράφηκε προηγουµένως οφείλετο κινηµατικά και δυναµικά στην οριζόντια συνιστώσα µετατόπισης. Επίσης, εντοπίσθηκαν πολλές άλλες, µικρότερης κλίµακας, διαρρήξεις που έτεµναν αλλουβιακές συνήθως αποθέσεις ή χαλαρά εδάφη, καθώς και τον ασφαλτοτάπητα του οδικού δικτύου που οδηγεί από το Bhachau στο Bhuj και τα παρακείµενα χωριά. Το µήκος τους κυµαινόταν από µερικά µέτρα µέχρι αρκετές δεκάδες ή σπανιότερα και εκατοντάδες µέτρα, ενώ οι διευθύνσεις τους ήταν τόσο Α- όσο και Β -ΑΝΑ ή Β -ΝΑ και σε ελάχιστες περιπτώσεις ΒΑ-Ν. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι οι διαρρήξεις µε γενική διεύθυνση περίπου Α- παρουσιάζουν τα ίδια κινηµατικά και δυναµικά χαρακτηριστικά µε τη µεγάλη διάρρηξη που περιγράφηκε προηγουµένως και πιο συγκεκριµένα φανέρωναν ένα συµπιεστικό χαρακτήρα και µια πλαγιο-ανάστροφη κίνηση. Σε αντίθεση µε τις διαρρήξεις Α-, όσες παρουσίαζαν διεύθυνση Β -ΝΑ ή Β -ΑΝΑ, εµφάνιζαν µια τελείως διαφορετική κινηµατική και δυναµική εικόνα, αφού τις περισσότερες φορές συνοδεύοντο από άνοιγµα που φανέρωνε έναν εφελκυστικό χαρακτήρα. Το µέγεθός τους κυµαίνετο από 1-5 m µέχρι και αρκετές δεκάδες µέτρα, ενώ η κατανοµή τους στο χώρο ήταν τυχαία. Οι περιπτώσεις αυτές εντοπίσθηκαν κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Bhachau και σπανιότερα βορειότερα και φαίνεται να συνδέοντο άµεσα µε φαινόµενα ρευστοποιήσεων και σπανιότερα καθιζήσεων και κατολισθήσεων, αφού εντοπίζονταν συνήθως στους ίδιους γεωγραφικούς χώρους. 4. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ Στην ευρύτερη πλειόσειστη περιοχή µετά την έρευνα για την εξακρίβωση του σεισµοτεκτονικού πλαισίου και των στοιχείων παραµέτρων εκδηλώσεων του σεισµού της 26 ης Ιανουαρίου 2001, οι προσπάθειες εστιάστηκαν στην όσο το δυνατόν λεπτοµερή αποτύπωση και καταγραφή των ζηµιών. Η καταγραφή των ζηµιών έγινε ανά οικιστική περιοχή και ουσιαστικά βασίστηκε: (i) στην εκτίµηση του ποσοστού των κτιρίων που έχουν πάθει σηµαντικότατες βλάβες ή έχουν καταρρεύσει, (ii) στην καταγραφή της ποιότητας, της ηλικίας, του τύπου, του ύψους και των λοιπών χαρακτηριστικών των κτιρίων που είχαν βλάβες, (iii) στις εδαφικές, γεωλογικές και σεισµοτεκτονικές συνθήκες που υφίστανται ανά περιοχή, (iv) στην πιθανή εκδήλωση των συνοδών γεωδυναµικών φαινοµένων και κυρίως ρευστοποιήσεων και καθιζήσεων και (v) στη θέση της κάθε περιοχής σε σχέση µε το

επίκεντρο, τη θέση της σεισµογόνου επιφάνειας, κ.ά. Με βάση λοιπόν τις ανωτέρω παρατηρήσεις αλλά και µε βάση στοιχεία άλλων ερευνών (Ballantyne 2001, Lettis & Hengesh 2001, Miranda 2001) διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Στις πόλεις και στα χωριά που βρίσκονταν στην επικεντρική περιοχή, όπως Bhachau, Adhoi, Lakadle, Bhuj, Anjar, Rapar, κλπ. οι ζηµιές ήταν σχεδόν καθολικές και ένα ποσοστό >70% των κτιρίων είχαν πάθει σηµαντικότατες ζηµιές ή είχαν καταρρεύσει. Ήταν χαρακτηριστικό ότι στις πόλεις Bhachau, Adhoi και Anjar µόνο µερικά κτίρια παρέµειναν όρθια, προβάλλοντας µέσα από όγκους ερειπίων (Φωτογραφία 1). Στις πόλεις αυτές οι καταστροφές εκδηλώθηκαν σε κάθε τύπο κτιρίου, όπως οπτοπλινθοδοµή, λιθοριπή, οπλισµένο σκυρόδεµα, µικτές κατασκευές κάθε ύψους και όλων των ηλικιών, δηλαδή ιστορικά, παλαιά κτίρια και κτίρια µε αντισεισµική σχεδίαση, σύµφωνα µε τον υφιστάµενο Ινδικό Αντισεισµικό Κανονισµό. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το έδαφος θεµελίωσης στις συγκεκριµένες περιπτώσεις χαρακτηρίζεται σε γενικές γραµµές από ικανοποιητικούς γεωτεχνικούς δείκτες, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν αστοχίες οφειλό- µενες σε συνοδά γεωδυναµικά φαινόµενα, όπως ρευστοποιήσεις και καθιζήσεις. Σε αποστάσεις πάνω από 50-70 km από το επίκεντρο σε γενική διεύθυνση Α- που ταυτίζετο περίπου µε την εµφάνιση του ρήγµατος, η ένταση των ζηµιών σταδιακά αποσβένετο. Συγκεκριµένα, τα κτίρια µε σύγχρονη αντισεισµική σχεδίαση µε οπλισµένο σκυρόδεµα και ιδιαίτερα επιµεληµένη κατασκευή δεν υπέστησαν σηµαντικές βλάβες. Στα κτίρια αυτά οι βλάβες εντοπίζονται κυρίως στην τοιχοποιία και λιγότερο στον φέροντα οργανισµό. Αντίθετα, οι βλάβες εντοπίζοντο σε διώροφα τριώροφα κτίρια παλαιάς κατασκευής και βέβαια σε κτίρια από λιθοδοµή που ήταν ένας πολύ κοινός τύπος κτιρίων ιδίως σε µικρές οικιστικές µονάδες. Σε όλες τις περιπτώσεις το έδαφος θεµελίωσης χαρακτηρίζετο συνήθως από ικανοποιητικούς δείκτες σε ότι αφορά τα γεωµηχανικά του χαρακτηριστικά ενώ µόνο σε ορισµένες θέσεις υπήρχε µικρού πάχους χαλαρός εδαφικός µανδύας που κάλυπτε τους βραχώδεις σχηµατισµούς. Αντίθετα µε την ανάπτυξη των ζηµιών σε µεγάλη απόσταση σε γενική διεύθυνση Α-, στην εγκάρσια διεύθυνση Β-Ν η ανάπτυξη των ζηµιών περιορίζετο σηµαντικά και κυρίως προς τα βόρεια του ρήγµατος. Είναι χαρακτηριστικό ότι προς τα βόρεια οι εντάσεις αποσβένοντο σχεδόν αµέσως και υπήρχε µια διαφοροποίηση της τάξης των δύο βαθµών (EMS 1998 ). Αντίθετα, προς τα νότια του ίχνους του σεισµικού ρήγµατος οι εντάσεις αποσβένοντο µε οµαλότερο τρόπο και µετά από 10-20 km. Στις παραλιακές πόλεις, όπως στο Mundra και στο Gandhldham σε απόσταση περί τα 100 km νότια του επικέντρου παρατηρήθηκαν νησίδες µεγάλων ζηµιών στο δοµηµένο περιβάλλον και κυρίως σε πολυόροφα κτίρια και κτίρια µεγάλου όγκου, όπως λιµενικές εγκαταστάσεις, βιοµηχανικά συγκροτήµατα και κτίρια αποθηκών (Φωτογραφία 2). Στις περιοχές αυτές στις οποίες εµφανίζοντο κυρίως χαλαροί σχηµατισµοί, όπως αλλούβια, ποτάµιες και παράκτιες αποθέσεις, κ.ά., παρατηρήθηκαν εκτεταµένα φαινόµενα ρευστοποιήσεων, αλλά και µεγάλος αριθµός εδαφικών διαρρήξεων που οφείλοντο σε δυναµική συµπύκνωση των σχηµατισµών θεµελίωσης. Οι βλάβες σε αυτές τις περιοχές στις συγκεκριµένες κατευθύνσεις οφείλοντο κατά ένα µεγάλο ποσοστό στην εµφάνιση των εδαφικών αστοχιών. Στην πόλη Ahmedabad η οποία βρίσκεται ανατολικά του επικέντρου και απέχει περί τα 270 km, παρατηρήθηκαν εντυπωσιακές βλάβες και καταρρεύσεις κτιρίων µεγάλου ύψους (10-15 όροφοι) µε αντισεισµική σχεδίαση αλλά και ζηµιές σε χαµηλότερα κτίρια παλαιότερης όµως κατασκευής (Φωτογραφία 3). Οι καταρρεύσεις ή οι µερικές καταρρεύσεις υψηλών κτιρίων ανέρχοντο περίπου σε 30 από τα οποία ορισµένα είχαν ανοικτό ισόγειο. Σε ορισµένα κτίρια από αυτά η επιµήκης κάτοψη ήταν κάθετη µε την αζιµουθιακή θέση του επικέντρου, µε αποτέλεσµα να δεχτούν µεγάλες φορτίσεις και να καταρρεύσουν. Τέλος σε ορισµένες περιπτώσεις καταρρεύσεων διαπιστώθηκε ότι η παράλληλη επιµήκης διάταξη των διατοµών όλων των υποστυλωµάτων ήταν εγκάρσια ως προς την αζιµουθιακή θέση του επικέντρου. Σε όλες τις περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι υπήρχε σχετικά χαλαρό έδαφος θεµελίωσης µεγάλου πάχους (> 20 m), το οποίο προέρχετο από ποτάµιες και ηπειρωτικές αποθέσεις.

Φωτογραφία 1. Απόψεις των καταστροφών από το σεισµό του Gujarat στην επικεντρική περιοχή. Photograph 1. View of the damage caused by the Gujarat earthquake within the epicentral area. Φωτογραφία 2. Άποψη ζηµιών σε βιοµηχανικά κτίρια στο Gandhldham. Photograph 2. Failures on industrial constructions in Gandhldham. Φωτογραφία 3. Άποψη µερικής κατάρρευσης 15όροφου κτιρίου στο Ahmedabad. Photograph 3. Partial collapse of a 15-storey building in Ahmedabad.

5. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΥΠΟΥ ΖΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΕΝΤΑΣΕΩΝ Από την συνθετική αξιολόγηση όλων των παραµέτρων (Σχήµα 2) και ιδιαίτερα: (i) τη θέση του επικέντρου, τα στοιχεία του σεισµικού ρήγµατος και την εν γένει νεοτεκτονική παρα- µόρφωση, (ii) το έδαφος θεµελίωσης και τα χαρακτηριστικά του, (iii) την απόσταση και την αζιµουθιακή θέση των περιοχών που επλήγησαν σε σχέση µε το επίκεντρο, (iv) την εκδήλωση των συνοδών γεωδυναµικών φαινο- µένων και (v) τον τύπο, το ύψος, την ηλικία, την ποιότητα και τα λοιπά χαρακτηριστικά των κατασκευών, µπορούν να λεχθούν τα ακόλουθα σε σχέση µε τους παράγοντες που επέδρασαν στον τύπο, στην ένταση και στη γεωγραφική κατανοµή των ζηµιών: Η περιοχή στην οποία εµφανίστηκαν µεγάλες εντάσεις είχε τεράστια ανάπτυξη µε διαστάσεις 150 70 περίπου km και είναι από τις µεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί σε σύγχρονα γεγονότα σε παγκόσµιο επίπεδο. Οι µεγαλύτερες ζηµιές και γενικότερα οι µεγαλύτερες εντάσεις παρουσίαζαν µια ελλειπτική ανάπτυξη η οποία είχε επιµήκη διάταξη µε γενική διεύθυνση Α-, συνέπιπτε µε αυτήν του σεισµογόνου ρήγµατος και φανερώνει την καθοριστική επίδραση του τεκτονισµού και της παραµόρφωσης στην εκδήλωση των ζηµιών. Στη µεγάλη έκταση των καταστροφών από το σεισµό φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο τρόπος διάρρηξης, δηλαδή ο ανάστροφος χαρακτήρας και το συµπιεστικό πεδίο τάσεων. ιαπιστώθηκε ότι οι καταστροφές ήταν περισσότερο ανεπτυγµένες στο κινούµενο ανερχόµενο τέµαχος του ρήγµατος (hanging wall) δηλαδή το νότιο. Σε γενικές γραµµές οι εντάσεις ήταν τουλάχιστον δύο βαθµούς µεγαλύτερες (κλίµακα EMS 1998 ) στο νότιο τέµαχος από ότι στο βόρειο. Τούτο έχει καταγραφεί και σε άλλα µεγάλα σύγχρονα σεισµικά γεγονότα, όπως στον σεισµό Chi- Chi της Taiwan (Lekkas, 2000). Στην επικεντρική περιοχή οι βλάβες εκδηλώθηκαν σε κτίρια κάθε ύψους. Ειδικότερα παρατηρήθηκαν βλάβες και καταρρεύσεις σε µονώροφες, διώροφες και πολυώροφες κατασκευές. Τούτο οφείλεται στο πλούσιο συχνοτικό περιεχόµενο του ανάστροφου - συµπιεστικού χαρακτήρα της διάρρηξης. Σε µεγαλύτερες αποστάσεις, κυρίως σε γενική διεύθυνση Α-, διακρίνετο µια εκλεκτική κατανοµή των βλαβών σε πολυώροφα κτίρια λόγω της επικράτησης των µεγαλύτερων περιόδων. Βέβαια η εικόνα αυτή σε πολλές θέσεις ήταν περιπλεγµένη εξαιτίας των πολλών καταρρεύσεων σε παλιές και κακής ποιότητας µονώροφες κατασκευές από λιθοδοµή. Στην επικεντρική περιοχή παρατηρήθηκαν σοβαρές βλάβες σε σύγχρονα κτίρια µε αντισεισµική σχεδίαση σύµφωνα µε τον Αντισεισµικό Κανονισµό. Οι βλάβες σε όσα κτίρια δεν κατέρρευσαν κυρίως αφορούν βαριές αστοχίες στους πρώτους ορόφους, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων, σε κτίρια που παρέµειναν όρθια παρατηρήθηκε τέλεια αποδιοργάνωση της τοιχοποιίας. Μια ιδιαίτερη περίπτωση βλαβών είναι αυτές που αναπτύχθηκαν στην πόλη Ahmedabad η οποία απέχει περί τα 270 km ανατολικά του επικέντρου και στη διεύθυνση περίπου του σεισµικού ρήγµατος, γεγονός το οποίο υποδεικνύει και φαινό- µενα κατευθυντικότητας. Οι βλάβες εντοπίσθηκαν σε υψηλά κτίρια 10-15 ορόφων, λόγω συντονισµού της ιδιοπεριόδου τους και της µεγάλης περιόδου των σεισµικών κυµάτων έτσι όπως αυτά διαµορφώθηκαν από τη µεγάλη απόσταση και το σηµαντικό πάχος των χαλαρών σχηµατισµών θεµελίωσης. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι µια ση- µαντική αιτία που συνέβαλε καθοριστικά στην εκδήλωση ήταν τα ανοικτά ισόγεια των κατασκευών και σε άλλες περιπτώσεις ο δυσµενής προσανατολισµός των επιµηκών υποστυλωµάτων, δηλαδή ο εγκάρσιος προσανατολισµός τους σε σχέση µε την αζιµουθιακή θέση του επικέντρου. Στην ευρύτερη περιοχή µακριά από το επίκεντρο και τη ζώνη µέγιστων καταστροφών εµφανίζονται νησίδες υψηλών εντάσεων που υποδεικνύουν µεγάλες καταστροφές σε περιοχές στις οποίες εµφανίστηκαν εκτεταµένες ρευστοποιήσεις εδαφών και γενικότερα εδαφικές αστοχίες. Τα φαινόµενα αυτά κυρίως εµφανίστηκαν στην παράκτια περιοχή νοτιοανατολικά του επικέντρου και αχρήστευσαν ένα µεγάλο τµήµα της βιοµηχανικής υποδοµής της χώρας καθώς επίσης και λιµενικές εγκαταστάσεις. Συµπερασµατικά αναφέρεται ότι ο σεισµός του Gujarat, υτική Ινδία (Ms=7.7, 26 Ιανουαρίου 2001) αποτελεί ένα πρωτόγνωρο

Σχήµα 2. Η κατανοµή των µακροσεισµικών εντάσεων και των καταστροφών στην ευρύτερη επικεντρική περιοχή. Figure 2. Damage and macroseismal intensity distribution in the wider epicentral area.

γεγονός το οποίο επέφερε τεράστιες επιπτώσεις σε µια εκτεταµένη περιοχή και είναι δυνατό να αναλυθεί περαιτέρω ως προς τις παραµέτρους οι οποίες επέδρασαν στην κατανοµή και στον τύπο, προσφέροντας σηµαντικά στοιχεία για τον γενικότερο αντισεισµικό σχεδιασµό. 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Ballantyne, D. (2001). «Earthquake in Gujarat, India, Jan. 26, 2001». EERI Preliminary Report from the Field February 10, 2001. http://www.eeri.org/reconn/bhuj_india/ Fieldreport1.html Bilham, R., Blume, F., Bendick, R. & Gaur, V. (1998). «Geodetic constraints on the Translation and Deformation of India: Implications for future great Himalayan earthquakes». Current Science, 74, 3, 213-229. Bilham, R. & Gaur, V. (2000). «Geodetic contributions to the study of seismotectonics in India». Current Science, 79, 9, 1259-1268. ανάµος, Γ., Λέκκας, Ε. & Λόζιος, Σ. (2001). «Ο σεισµός στο Gujarat, υτική Ινδία (26 Ιαν. 2001). Ένα γεωδυναµικό επεισόδιο σε ενδοηπειρωτικό περιβάλλον συµπίεσης». 9 ο ιεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας (υπό εκτύπωση). Gansser, A. (1964). «Geology of the Himalayas». Interscience Phblishers, John Wiley and Sons, 189p. Le Fort, P. (1973). «Les leucogranites a tourmaline de l Himalaya sur l exemple du granite du Manaslu (Nepal central)». B.S.G.F., 7, XV, No 5-6, 555-561. Le Fort, P. (1975). «Himalaya: The collided Range. Present knowledge of the continental arc". Am. Journ. Scinc., 275-A, 1-44. Le Fort, P. (1989). «The Himalayan orogenic segment». In Sengor, A.M.C. (ed.), Tectonic Evolution of the Tethyan Region. Kluwer Academic Publishers, 289-386. Lekkas, E. (2000). "Analysis of damage parameters of the Chi-Chi Taiwan earthquake. Risk Analysis II, Ed. C.A. Brebbia, WIT Press, 419-432. Lettis, R.W. & Hengesh, J.V. (2001). «Earthquake in Gujarat, India, Jan 26, 2001». EERI Preliminary Report from the Field February 13, 2001. http://www.eeri.org/reconn/bhuj_india/ Fieldreport2.html Malik, J.N., Sohoni, P.S.N Merh, S.S. & Karanth, R.V. (2000). «Palaeoseismology and neotectonism of Kachchh, Western India: Active Fault Research for the New Millenium». Procc. of the Kokudan Intern. Symp. & School on Active Faulting (Okumura, K., Goto, H. & Takada, K. eds), http://home.hiroshima-u.ac.jp/jnmalik/ malikppl.html Miranda, E. (2001). «Untitled document». http://cires.colorado.edu/~bilham/bhujoyo/ Thrust.htm