ΕΙ ΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Διεθνές εµπόριο-1 P 1 P 2

Κεφάλαιο 6 Το πρότυπο υπόδειγμα του εμπορίου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΛΟΓΟΙ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΟΣ

Το Πρότυπο Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου 5-1

Κεφάλαιο 5. Tο πρότυπο υπόδειγμα του διεθνούς εμπορίου

ύο διαπιστώσεις: - διαφορές στα προϊόντα - διαφορές στις χώρες

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα Διεθνούς Εμπορίου

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

Τα μέσα της εμπορικής πολιτικής

Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα Διεθνούς Εμπορίου

Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγµα Διεθνούς Εµπορίου

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ 1. Σε ένα κανονικό αγαθό, όταν αυξάνεται το εισόδηµα των καταναλωτών, τότε αυξάνεται και η συνολική δαπάνη των καταναλωτών 2.

Αλληλεξάρτηση και τα Οφέλη του Εμπορίου

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Σεπτέμβριος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Msc. In Applied Economics. Lecture 1: Trading in a Ricardian Model

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Τα μέσα εμπορικής πολιτικής 1. δασμός

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 3 η. Αποτελεσματικότητα και Ευημερία

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

Τιµή, αξία (πρόθεση για πληρωµή) και µέτρα ευηµερίας του καταναλωτή

3.1 Ανεξάρτητες αποφάσεις - Κατανομή χρόνου μεταξύ εργασίας και σχόλης

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

3.3 Κατανομή χρόνου μεταξύ αμειβόμενης εργασίας, οικιακής εργασίας και σχόλης - Αποφάσεις προσφοράς εργασίας στο πλαίσιο της οικογένειας

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Σεπτέμβριος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Κεφάλαιο 5 Πόροι και διεθνές εμπόριο: Το υπόδειγμα Heckscher- Ohlin

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΡ Η ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΕΠΙΛΟΓΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) 25 ΜΑΪΟΥ 2016 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Άριστες κατά Pareto Κατανομές

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας 2/26/2016. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto: ορισμός. ορισμός.

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ


ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Μικροοικονομική. Ζήτηση και προσφορά

Πόροι και Διεθνές Εµπόριο. Το Υπόδειγµα των Heckscher Ohlin

Θεωρία επιλογής του καταναλωτή και του παραγωγού

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2015 Β ΦΑΣΗ ÓÕÍÅÉÑÌÏÓ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό. Tο Ρικαρδιανό

Το Υπόδειγμα του Ricardo. Παραγωγικότητα της Εργασίας και Συγκριτικό Πλεονέκτημα

ΟΜΑ Α Α. Α2 Η φάση της κρίσης στον οικονοµικό κύκλο χαρακτηρίζεται από εκτεταµένη ανεργία. Μονάδες 3

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

PAUL R. KRUGMAN MAURICE OBSTFELD, MARC J. MELITZ. Διεθνής οικονομική. Θεωρία και πολιτική. 4 η έκδοση

Περιεχόµενα. Σεπτέµβριος 2012

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

ΚΑΜΠΥΛΗ ENGEL ΚΑΙ Ι ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΤΑ MARSHALL ΚΑΙ HICKS. 1. Η καµπύλη Engel

Άσκηση 1. Μικροοικονοµική 5. ΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ. 5η Εισήγηση. Αξία ραδιοφώνων. Αριθµός ραδιοφώνων που χάνονται κάθε εβδοµάδα

ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ. Το πλεόνασµα του καταναλωτή είναι ωφέλεια που προκύπτει από το γεγονός

Μικροοικονοµική Θεωρία. Ζήτηση ενός αγαθού ως συνάρτηση της τιµής. Notes. Notes. Notes. Notes. Κώστας Ρουµανιάς. 22 Σεπτεµβρίου 2014

Οικονοµικός ορθολογισµός

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο


Βασική θεωρία Ολιγοπωλιακού ανταγωνισµού

Μικροοικονομική. Ελαστικότητες

Κεφ. 6. Το πρότυπο υπόδειγμα του διεθνούς εμπορίου

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 4 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

Τα Οφέλη του Διεθνούς Εμπορίου και οι Επιπτώσεις ενός Εισαγωγικού Δασμού

Εξεταστική περίοδος Σεπτεµβρίου

Α5. Όταν η ζήτηση για ένα αγαθό είναι ελαστική, τότε πιθανή αύξηση της τιµής του, θα οδηγήσει σε µείωση της καταναλωτικής δαπάνης για αυτό το αγαθό

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Εξειδικευµένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανοµή του Εισοδήµατος. Το Υπόδειγµα των Jones και Samuelson

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Κεφάλαιο 4 Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωµών

Άσκηση 3: Έστω η συνάρτηση χρησιμότητας για δύο αγαθά Χ και Υ έχει τη μορφή Cobb- Douglas U (X,Y) = X o,5 Y 0,5

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002 ΟΜΑ Α Α

1. Με βάση τον κανόνα της ψηφοφορίας με απλή πλειοψηφία, η ποσότητα του δημόσιου αγαθού που θα παρασχεθεί είναι η κοινωνικά αποτελεσματική ποσότητα.

ηµόσια Οικονοµική Βασίλης Ράπανος, Γεωργία Καπλάνογλου µόνο Τµήµα Ι.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ 4 ου ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ. 1 η Ομάδα: Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

2o Μάθηµα. Χαράλαµπος Χρήστου 1/7 Σηµειώσεις: ηµόσια Οικονοµική Ι/2 ο Μάθηµα

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 2008

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 4 η. Επιπτώσεις Επενδυτικών Έργων και Μέτρων Πολιτικής

1 ου πακέτου. Βαθµός πακέτου

4 Το άτομο ως παραγωγός (η προσφορά των αγαθών)

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ & Γ ΤΑΞΗΣ ΕΠΑ.Λ (ΟΜΑ Α Β ) 2 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΙ ΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ. ΚΑΤΡΑΝΙ Η Επίκουρου Καθηγητή του Τµήµατος Οικονοµικών Επιστηµών Πανεπιστηµιακές Παραδόσεις ΕΚ ΟΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995

Πρόλογος Το σύντοµο αυτό βιβλίο ασχολείται µε ορισµένα βασικά ζητήµατα της Θεωρίας και της Πολιτικής ιεθνούς Εµπορίου. Τα θέµατα που περιελήφθηκαν σε αυτό επιλέχθηκαν µε δύο βασικά κριτήρια. Σύµφωνα µε το πρώτο, ορισµένα θέµατα από τη Θεωρία του ιεθνούς Εµπορίου δεν µπορεί παρά να αποτελούν το αρχικό-εισαγωγικό κοµµάτι κάθε σχετικού µ' αυτήν βιβλίου. Εδώ αναφερόµαστε στα βασικά υποδείγµατα της κλασικής και της νεοκλασικής προσέγγισης, των Ricardo και Heckscher - Ohlin. Η προσπάθεια που καταβλήθηκε στο κοµµάτι αυτό (πρώτο κεφάλαιο) ήταν η συνεκτική παρουσίαση, µε τη βοήθεια αριθµητικών παραδειγµάτων και διαγραµµάτων των υποδειγµάτων αυτών, έτσι ώστε να είναι εύκολα κατανοητά από τους φοιτητές. Το δεύτερο κριτήριο επιλογής αποτέλεσε η ανάγκη παρουσίασης και στην ελληνική βιβλιογραφία ορισµένων θεµάτων σχετικών µε την Πολιτική του ιεθνούς Εµπορίου, όπως αυτή εκφράζεται µέσα από τα ποικίλα µέσα κρατικής παρέµβασης στις διεθνείς ανταλλαγές και από την όλο και διευρυνόµενη σηµασία της διακρατικής παρέµβασης στο ιεθνές Εµπόριο. Το κοµµάτι αυτό, που αναπτύσσεται στο δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί και το βασικό µέρος της παρούσας έκδοσης. Είναι προφανές ότι πολλά, σηµαντικά θέµατα της Θεωρίας ιεθνούς Εµπορίου παραµένουν εκτός των περιεχοµένων αυτού του βιβλίου. Ο κύριος λόγος έχει να κάνει µε ερευνητικές µου προτεραιότητες και ενδιαφέροντα, που άπτονται κυρίως ζητηµάτων πολιτικής και ανάλυσης αγορών και σε µεγάλο βαθµό στηρίζονται σε υποδείγµατα µερικής ισορροπίας. Από την άλλη µεριά τα υπάρχοντα στην ελληνική γλώσσα διδακτικά εγχειρίδια καλύπτουν σε επαρκή βαθµό ορισµένα από τα θέµατα αυτά, που δεν περιέλαβα στην παρούσα έκδοση και τα οποία συνειδητά παραµένουν εκτός του παρόντος βιβλίου. Μία αναλυτική προσέγγιση των θεµάτων αυτών και κυρίως όσων αφορούν την ανάλυση γενικής ισορροπίας µέτρων πολιτικής ιεθνούς Εµπορίου, µε χρήση καµπυλών ανταλλαγής και αδιαφορίας εµπορίου, θα αποτελέσει αντικείµενο µελλοντικής µου προσπάθειας. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Στο πρώτο από αυτά παρουσιάζεται η Θεωρία του ιεθνούς Εµπορίου και εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους συµφέρει τις διάφορες χώρες να εξειδικεύονται στην παραγωγή ορισµένων αγαθών, ο τρόπος και το είδος της εξειδίκευσης τους στην παραγωγή των προϊόντων αυτών, κατανοµής των ωφελειών από το εµπόριο στο εσωτερικό της κάθε χώρας καθώς και ορισµένες εναλλακτικές-µη παραδοσιακές προσεγγίσεις του όλου ζητήµατος της διεθνούς εξειδίκευσης και µεταξύ άλλων το σχετικά νέο φαινόµενο του ενδοκλαδικού εµπορίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται και αναλύονται τα αίτια, οι τρόποι, οι µορφές και η ένταση της κρατικής παρέµβασης στο ιεθνές Εµπόριο. Όσον αφορά την εξέταση των αιτιών παρέµβασης του κράτους στις διεθνείς ανταλλαγές, δίπλα στην παραδοσιακή παρουσίαση των επιχειρηµάτων υπέρ και κατά της προστατευτικής πολιτικής παρουσιάζεται και η σχετικά νέα προσέγγιση της λεγόµενης Νέας Πολιτικής Οικονοµίας της Προστασίας. Στη συνέχεια µε τη χρήση διαγραµµάτων εξετάζονται τα διάφορα µέτρα δασµολογικής και µη δασµολογικής προστασίας µε έµφαση κάθε φορά στις επιπτώσεις τους στην αναδιανοµή του εισοδήµατος και στην κοινωνική ευηµερία. Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται κατ αρχήν µε τις µορφές τις διακρατικής συνεννόησης για την παρέµβαση στις διεθνείς ανταλλαγές, όπως αυτές 2

αποκρυσταλλώνονται στους γύρους της GATT. Στη συνέχεια παρουσιάζονται ορισµένα στοιχεία από τη Θεωρία των Οικονοµικών Ολοκληρώσεων και γίνεται ανάλυση και αξιολόγηση των στατικών καθώς και των δυναµικών επιδράσεων τους. Το βιβλίο αυτό συντάχθηκε ως βοήθηµα για τους φοιτητές των Τµηµάτων Οικονοµικών Επιστηµών καθώς και ιεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονοµικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας και η πλήρης κατανόηση του προϋποθέτει γνώση βασικής µικροοικονοµικής θεωρίας. Για διευκόλυνση των φοιτητών στη µελέτη τους, υπάρχουν στο τέλος κάθε κεφαλαίου ερωτήσεις και όπου χρειάζεται ασκήσεις παρεµφερείς µε όσες αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια των παραδόσεων. Για επιπλέον µελέτη και εµβάθυνση κάθε κεφάλαιο κλείνει µε ορισµένες χρήσιµες για τον ενδιαφερόµενο αναγνώστη βιβλιογραφικές παραποµπές. Το µεγαλύτερο µέρος της παρούσας έκδοσης βασίζεται σε σηµειώσεις µου από το ακαδηµαϊκό έτος 1992/93 όταν κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής µου άδειας στις Ηνωµένες Πολιτείες, University of Connecticut, ασχολήθηκα µεταξύ άλλων και µε θέµατα ιεθνούς Εµπορίου. Στον καθηγητή του εν λόγω Πανεπιστηµίου Emilio Pagoulatos, Head of Department of Agricultural and Resource Economics, οφείλω τις ευχαριστίες µου για τις παραινέσεις, τις συµβουλές και τις συζητήσεις που είχα µαζί του κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας πολλών από τα θέµατα που παρουσιάζονται στο παρόν βιβλίο. Θέλω ακόµα να ευχαριστήσω τους φοιτητές παρελθόντων ετών του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας, που χρησιµοποίησαν ως σηµειώσεις ορισµένα κοµµάτια της παρούσας έκδοσης, γιατί µου επέστησαν την ανάγκη για περαιτέρω διευκρινίσεις, προσοχή και ανάλυση σε ορισµένα σηµεία. Ακόµα θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Ροδή Φουντουλίδου για τη δακτυλογράφηση, την επεξεργασία των διαγραµµάτων και την εν γένει αισθητική του κειµένου. Φυσικά, τα όποια λάθη βαρύνουν αποκλειστικά εµένα. Θεσσαλονίκη, Μάης 1995 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι : ΘΕΩΡΙΑ ΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ...5 Εισαγωγή...5 1. Συγκριτικό κόστος και διεθνής εξειδίκευση...5 1.1 Το υπόδειγµα του Ricardo...5 1.2 ιαγραµµατική παρουσίαση...7 1.2.1 Συγκριτικό πλεονέκτηµα και εξειδίκευση...7 1.2.2 Το κέρδος από την ύπαρξη ιεθνούς Εµπορίου...10 2. Το υπόδειγµα των Heckscher Ohlin...13 3. Η διανοµή των κερδών από το εµπόριο...16 3.1 Η περίπτωση της µικρής χώρας που εξάγει ένα προϊόν...17 3.2 Η περίπτωση της µικρής χώρας που εισάγει ένα προϊόν...18 3.3 II περίπτωση της µεγάλης χώρας που εξάγει ένα προϊόν...19 3.4 Η περίπτωση της µεγάλης χώρας που εισάγει ένα προϊόν...20 4. Εναλλακτικές Θεωρίες ιεθνούς Εµπορίου...21 4.1 Η σηµασία των τεχνολογικών µεταβολών για την εξήγηση των διεθνών ανταλλαγών...23 4.2 Η σηµασία της ζήτησης...26 4.3 Το ενδοκλαδικό εµπόριο (Intra Industry Trade, IIT)...27 Ερωτήσεις...30 Βιβλιογραφία...32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ II : ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ...33 Εισαγωγή...33 1. Επιχειρήµατα για διεθνή προστασία...33 2. Τα Επιχειρήµατα υπέρ της άσκησης προστατευτικής πολιτικής και η Νέα Πολιτική Οικονοµία της Προστασίας...36 3. Μέτρα δασµολογικής προστασίας...39 3.1 Ο δασµός...40 3.2 Μία ειδική περίπτωση: Ο κινητός δασµός...44 3.3 Ονοµαστική και αποτελεσµατική δασµολογική προστασία...45 4. Μέτρα µη δασµολογικής προστασίας...49 4.1 Ποσοστώσεις...49 4.2 Η εξαγωγική επιδότηση...53 4.3 Εθελοντικοί περιορισµοί στις εξαγωγές (Voluntary Export Restraints, VER) 55 4.4 Άλλες µορφής µη δασµολογικής προστασίας...56 Ερωτήσεις...58 Βιβλιογραφία...60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ III : ΙΑΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ. ΘΕΩΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕΩΝ...61 Εισαγωγή...61 1. Η Γενική Συµφωνία ασµών και Εµπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade, GATT)...61 1.1 Η ηµιουργία της GATT...61 1.2 Σκοποί - Βασικές Αντιλήψεις - Αρχές...62 1.3 Η Χρησιµότητα ίων Εµπορικών Συµφωνιών...63 1.4 Οι γύροι της GATT...64 1.5 Χρόνιες αδυναµίες της GATT, παλαιά και νέα προβλήµατα...66 1.6 Ο Γύρος της Ουρουγουάης (1986-1994)...68 2. Θεωρία Οικονοµικών Ολοκληρώσεων...70 2.1 Αρνητική και Θετική Ολοκλήρωση...70 2.2 Βαθµίδες Οικονοµικής Ολοκλήρωσης...71 2.3 ιεθνές Εµπόριο και Οικονοµική Ολοκλήρωση...72 2.3.1 Ανάλυση των επιπτώσεων σε µία χώρα...72 2.3.2 Ανάλυση των επιπτώσεων σε µία χώρα και στον υπόλοιπο κόσµο...75 2.3.3 Συνολική αξιολόγηση της δηµιουργίας τελωνειακών ενώσεων...77 Ερωτήσεις...80 Βιβλιογραφία...81 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι : ΘΕΩΡΙΑ ΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Εισαγωγή Η αγορά αγαθών από πηγές που τα προσφέρουν σε συγκριτικά χαµηλότερες τιµές και η πώληση τους εκεί όπου προσφέρονται οι συγκριτικά υψηλότερες τιµές αποτελεί βασική συµπεριφορά ορθολογικά οικονοµούντων ατόµων. Το γεγονός αυτό έχει καθολική ισχύ ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για συναλλαγές οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια ενός κράτους. Με βάση την αρχή αυτή έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για εξήγηση των ροών του ιεθνούς Εµπορίου. Μια χώρα εξάγει σε µία άλλη αυτά τα αγαθά που σ' αυτήν έχουν χαµηλότερες τιµές απ' ότι στη χώρα µε την οποία συναλλάσσεται και εισάγει από αυτήν εκείνα τα προϊόντα τα οποία η άλλη χώρα διαθέτει σε χαµηλότερες από αυτήν τιµές. Η αρχή αυτή ονοµάζεται αρχή του "απολύτου πλεονεκτήµατος". Η περιορισµένη σηµασία της αρχής του "απολύτου πλεονεκτήµατος" φαίνεται εύκολα στην περίπτωση όπου σε µία χώρα οι τιµές όλων των αγαθών είναι χαµηλότερες από εκείνες της άλλης χώρας µε την οποία συναλλάσσεται. Στην περίπτωση αυτή προκύπτουν ορισµένα ερωτήµατα όπως: γιατί µία χώρα να επιδιώκει τη συνέχιση των συναλλαγών; Αντίστοιχο ερώτηµα προκύπτει και για την άλλη χώρα, δηλαδή εκείνη όπου όλα τα αγαθά διατίθενται σε τιµές υψηλότερες του εξωτερικού. Πως µια τέτοια χώρα θα µπορούσε να εξάγει ορισµένα από τα προϊόντα της; Οι παραπάνω σκέψεις οδήγησαν στη διατύπωση της αρχής του "συγκριτικού πλεονεκτήµατος" για πρώτη φορά από τον Ricardo το 1817. 1. Συγκριτικό κόστος και διεθνής εξειδίκευση 1.1 Το υπόδειγµα του Ricardo Στη διατύπωση του νόµου του συγκριτικού πλεονεκτήµατος ξεκινώντας από την εργασιακή θεωρία της αξίας διατύπωσε τη θέση πως µια χώρα ακόµη κι αν δεν έχει απόλυτο πλεονέκτηµα στην παραγωγή κανενός αγαθού, έχει συµφέρον να εξειδικευθεί στην παραγωγή εκείνων των αγαθών στα οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτηµα. Σύµφωνα λοιπόν µε το Ricardo, εάν µια χώρα παράγει δύο προϊόντα µε χαµηλότερο κόστος απ' ότι η άλλη χώρα µε την οποία συναλλάσσεται, δηλαδή αν για την παραγωγή και των δύο αγαθών στη χώρα αυτή χρειάζονται λιγότερες ώρες εργασίας, απ' ότι στην άλλη θα τη συµφέρει και σ' αυτήν ακόµη την περίπτωση να εξειδικευθεί στην παραγωγή του προϊόντος εκείνου που παράγει σχετικά πιο φθηνά απ' ότι η άλλη. Για καλύτερη κατανόηση του συλλογισµού αυτού προσφέρεται το ακόλουθο παράδειγµα: Έστω δύο χώρες η Α και η Β οι οποίες παράγουν καφέ και κρέας. Στη µεν χώρα Α για την παραγωγή ενός τόνου καφέ χρειάζονται 20 ώρες εργασίας ενώ για την παραγωγή 80 τόνων κρέατος 80 ώρες εργασίας. Αντίστοιχα στη χώρα Β η παραγωγή ενός τόνου καφέ απαιτεί 5 ώρες, αυτή δε του κρέατος 10 ώρες εργασίας ανά τόνο. Παρότι, η χώρα Β έχει απόλυτο πλεονέκτηµα τόσο στην παραγωγή του καφέ, όσο και του κρέατος, καθ' ότι µπορεί να παράγει και τα δύο προϊόντα πιο φθηνά απ' ότι η χώρα Α, µπορεί εύκολα να δειχθεί ότι τη συµφέρει να ειδικευθεί στην παραγωγή κρέατος και να εισάγει καφέ από τη χώρα Α η οποία και θα ειδικευθεί στην 5

παραγωγή του τελευταίου. Με άλλα λόγια δηλαδή ότι η χώρα Β έχει συγκριτικό πλεονέκτηµα στην παραγωγή κρέατος, ενώ η χώρα Α στην παραγωγή καφέ. Για το σκοπό αυτό ας παρακολουθήσουµε τους δύο Πίνακες που ακολουθούν: Πίνακας 1.1: Οι τιµές του καφέ και του κρέατος στις χώρες Α και Β σε ώρες εργασίας Χώρες Προϊόντα Καφές Κρέας Α 20 80 5 Β 10 Ο Πίνακας 1.1 δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγράφει τις πληροφορίες που µέχρι τώρα αναφέραµε. Εκφράζει δηλαδή το κόστος παραγωγής του κάθε προϊόντος, σε κάθε χώρα, σε ώρες εργασίας. Με βάση τον Πίνακα αυτόν φτιάξαµε τον Πίνακα 1.2, ο οποίος εκφράζει την τιµή του κάθε προϊόντος, σε κάθε χώρα, σε όρους του άλλου δηλ. πόσο κοστίζει σε κάθε χώρα ένα κιλό καφέ σε όρους κρέατος και το αντίστροφο. Βλέπουµε δηλαδή, ότι στη χώρα Α µια µονάδα καφέ κοστίζει 0.25 µονάδες κρέατος και αντίστοιχα µια µονάδα κρέατος 4 µονάδες καφέ. Στη χώρα Β µια µονάδα καφέ κοστίζει 0.50 µονάδες κρέατος και µια µονάδα κρέατος 2 µονάδες καφέ. Από τα δεδοµένα αυτά εύκολα προκύπτει πως ο καφές είναι σχετικά πιο φθηνός στη χώρα Α, ενώ το κρέας είναι σχετικά πιο φθηνό στη χώρα Β. Για τους λόγους αυτούς συµφέρει και τις δύο χώρες να εξειδικευθούν η κάθε µία στην παραγωγή του προϊόντος που παράγει σχετικά φθηνότερα, δηλαδή η χώρα Α στην παραγωγή καφέ και η χώρα Β στην παραγωγή κρέατος και να ικανοποιούν τη ζήτηση τους για το προϊόν που δεν θα παράγουν πλέον, µε εισαγωγές από την άλλη χώρα. Πίνακας 1.2: Οι σχετικές τιµές του καφέ και του κρέατος στις χώρες Α και Β Προϊόντα Χώρες Καφές Κρέας Α 20/80=0.25 80/20=4 Β 5/10=0.5 10/5=2 Η θεµελίωση του νόµου του συγκριτικού πλεονεκτήµατος πάνω στην εργασιακή θεωρία της αξίας, πάνω δηλαδή στην ιδιαίτερα περιοριστική υπόθεση ότι η εργασία αποτελεί έναν πλήρως οµοιογενή και µοναδικό συντελεστή παραγωγής, όπως δηλαδή διατυπώθηκε από το Ricardo, δεν είναι αναγκαστικά απαραίτητη. Ο νόµος αυτής βρήκε από τον Heberler µια πιο σύγχρονη διατύπωση ως νόµος του συγκριτικού κόστους, βασισµένη πάνω στη θεωρία του κόστους ευκαιρίας. Ο νόµος του συγκριτικού πλεονεκτήµατος βασίζεται στο γεγονός ότι η παραγωγή µιας επιπλέον µονάδας ενός προϊόντος σηµαίνει ταυτόχρονα και την παραίτηση από την παραγωγή κάποιων µονάδων ενός άλλου προϊόντος, έχει δηλαδή κάποιο συγκεκριµένο κόστος ευκαιρίας, παραδοχή η οποία δεν προϋποθέτει καµία υπόθεση σχετική µε την εργασιακή θεωρία της αξίας. Αν το κόστος αυτό είναι υψηλότερο από ότι το αντίστοιχο κόστος ευκαιρίας στη διεθνή αγορά τότε συµφέρει την εν λόγω χώρα να εισάγει το 6

προϊόν αυτό και αντίστοιχα να εξάγει προϊόντα της, τα οποία παρουσιάζουν χαµηλότερο κόστος ευκαιρίας! Έτσι οι διεθνείς ανταλλαγές οφείλονται στο διαφορετικό βαθµό που οι διάφορες χώρες µπορούν να µετασχηµατίσουν την παραγωγή ενός προϊόντος στην παραγωγή ενός άλλου, µε άλλα λόγια σε διαφορετικό λόγο µετασχηµατισµού. 1.2 ιαγραµµατική παρουσίαση Στην προσπάθεια µας να εξηγήσουµε το διεθνές εµπόριο θα χρησιµοποιήσουµε διαγραµµατική ανάλυση που στηρίζεται σ' ένα υπόδειγµα γενικής ισορροπίας µε δύο προϊόντα. Λέγοντας υπόδειγµα γενικής ισορροπίας εννοούµε ένα υπόδειγµα στο οποίο το επίπεδο παραγωγής, κατανάλωσης, τιµών καθώς και του όγκου του διεθνούς εµπορίου προσδιορίζονται ταυτόχρονα και για τις δύο χώρες, και για τα δύο προϊόντα. Οι οικονοµικές υποθέσεις του υποδείγµατος είναι οι εξής: 1. όλοι όσοι συµµετέχουν στην οικονοµική διαδικασία διακρίνονται από ορθολογισµό στις οικονοµικές τους αποφάσεις. 2. στην ανάλυση µας έχουµε δύο χώρες Α και Β που παράγουν δύο προϊόντα, π.χ. σιτάρι και ύφασµα. 3. δεν υπάρχει αυταπάτη του χρήµατος. 4. το παραγωγικό δυναµικό της κάθε χώρας είναι δεδοµένο και η τεχνολογία της σταθερή. 5. επικρατεί πλήρης ανταγωνισµός και στις δύο χώρες. 6. οι παραγωγικοί συντελεστές είναι πλήρως κινητοί στο εσωτερικό της κάθε χώρας, αλλά όχι µεταξύ των χωρών. 7. οι καταναλωτικές προτιµήσεις της κοινωνίας ως συνόλου µπορούν να παρουσιασθούν µε τη µορφή καµπυλών κοινωνικής ευηµερίας. Για την περαιτέρω διαγραµµατική ανάλυση θα θεωρήσουµε εκ των προτέρων ως οικείες για τον αναγνώστη τις έννοιες των καµπυλών παραγωγικών δυνατοτήτων, των ευθειών εισοδηµατικού περιορισµού και των καµπυλών κοινωνικής ευηµερίας καθώς και τις βασικές ιδιότητες που απορρέουν από τις έννοιες αυτές. 1.2.1 Συγκριτικό πλεονέκτηµα και εξειδίκευση Πριν προχωρήσουµε στην ανάλυση ενός καθεστώτος ελεύθερου εµπορίου ανάµεσα στις δύο χώρες του υποδείγµατος µας, ας ασχοληθούµε λίγο µε την κατάσταση που επικρατούσε σε αυτές σε καθεστώς αυτάρκειας, πριν δηλαδή από την έναρξη διεθνούς εµπορίου. Το ιάγραµµα 1.1 παρουσιάζει την κατάσταση ισορροπίας που επικρατεί στην αγορά και των δύο χωρών µε την επιπλέον υπόθεση ότι στην παραγωγή κάθε χώρας ο λόγος µετασχηµατισµού σιταριού σε ύφασµα είναι σταθερός, κάτι που αποδίδεται από τη συγκεκριµένη µορφή των καµπυλών παραγωγικών δυνατοτήτων, ότι δηλ. είναι ευθείες γραµµές. 7

Η καµπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας Α µας δίνει ως γνωστόν όλους τους δυνατούς συνδυασµούς σιταριού και υφάσµατος που µπορούν να παραχθούν στη χώρα Α. Ο (σταθερός) λόγος µετασχηµατισµού υφάσµατος σε σιτάρι δίνεται από την κλίση της ΑΒ και είναι 1:1, δηλαδή σε κάθε αύξηση (µείωση) της παραγωγής υφάσµατος κατά µία µονάδα, αντιστοιχεί µείωση (αύξηση) της παραγωγής σιταριού κατά µία µονάδα και αντίστροφα. Ο αντίστοιχος, επίσης σταθερός, λόγος µετασχηµατισµού υφάσµατος σε σιτάρι στην χώρα Β είναι 1:1/2. Από όλους τους δυνατούς παραγωγικούς συνδυασµούς θα επιλεγεί τελικά εκείνος που ανταποκρίνεται στις καταναλωτικές προτιµήσεις των χωρών Α και Β όπως αυτές εκφράζονται από τις καµπύλες κοινωνικής ευηµερίας Ι και J. Τα σηµεία Ε και Ζ είναι εκείνα που µεγιστοποιούν την κοινωνική ευηµερία και στις δύο χώρες. Ας σηµειωθεί ότι λόγω της υπόθεσης που κάναµε στην αρχή της παραγράφου αυτής περί σταθερού οριακού λόγου µετασχηµατισµού, οι τιµές σιταριού και υφάσµατος καθορίζονται αποκλειστικά και µόνο από το λόγο αυτό, µε άλλα λόγια από τα παραγωγικά δεδοµένα της κάθε οικονοµίας και είναι ανεξάρτητες των καταναλωτικών προτιµήσεων. Οι τελευταίες το µόνο που κάνουν είναι να προσδιορίσουν ποιος από τους δυνατούς συνδυασµούς που δίνονται από τις ευθείες ΑΒ και Γ θα παραχθεί και αντίστοιχα θα καταναλωθεί. Σύµφωνα µε το καθεστώς αυτάρκειας που µέχρι τώρα έχουµε παρουσιάσει η κάθε χώρα µπορεί να επιτύχει ένα επίπεδο ευηµερίας που είναι ανάλογο των παραγωγικών της δυνατοτήτων. Με άλλα λόγια το επίπεδο κατανάλωσης κάθε χώρας σε καθεστώς αυτάρκειας δεν µπορεί να βρίσκεται πέρα από τις δεδοµένες παραγωγικές τους δυνατότητες, όπως αυτές απεικονίζονται στις αντίστοιχες ευθείες ΑΒ και Γ. Ας θεωρήσουµε τώρα ότι οι δύο χώρες αρχίζουν να συναλλάσσονται µεταξύ τους και ας διερευνήσουµε το νέο επίπεδο ισορροπίας που θα επιτευχθεί στις αγορές των δύο προϊόντων και στις δύο χώρες που εξετάζουµε. Οι δύο χώρες ξεκινούν από ένα καθεστώς διαφορετικών σχετικών τιµών, το οποίο οφείλεται αποκλειστικά στους διαφορετικούς οριακούς λόγους µετασχηµατισµού των οικονοµιών τους. 8

Ενώ για παράδειγµα 1 µονάδα υφάσµατος, στη χώρα Α, κοστίζει 1 µονάδα σιταριού, στη χώρα Β 1 µονάδα υφάσµατος κοστίζει 1/2 µονάδες σιταριού. Μόλις οι δύο χώρες αρχίσουν να ανταλλάσσουν προϊόντα είναι αναµενόµενο να αυξηθεί η ζήτηση για ύφασµα στη χώρα Β καθ 1 ότι και η Α θα ζητά τώρα ύφασµα από τη Β και αντίστοιχα να µειωθεί στην Α µε συνέπεια την εισαγωγή υφάσµατος στη χώρα Α και την εισαγωγή σιταριού στη χώρα Β. Η εξέλιξη αυτή θα συνεχισθεί µέχρις ότου οι τιµές του υφάσµατος να εξισωθούν και στις δύο χώρες. Ακριβή πρόβλεψη για τη νέα τιµή που θα διαµορφωθεί δε µπορεί να γίνει. Είναι όµως προφανές ότι αυτή δεν θα µπορεί να είναι µικρότερη από 1/2 και µεγαλύτερη από 1 µονάδα σιταριού. Κι αυτό γιατί αν ήταν χαµηλότερη από 1/2 µονάδα σιταριού η χώρα Β δε θα είχε κανένα λόγο να πουλήσει ύφασµα στην Α αφού στην τιµή αυτή θα µπορούσε να το διαθέσει στη δική της αγορά. Για τους ίδιους λόγους η τιµή δεν θα µπορεί να είναι µεγαλύτερη της 1 µονάδας σιταριού, γιατί αυτή είναι η τιµή που ήδη υπήρχε, στη χώρα Α στο προηγούµενο καθεστώς της αυτάρκειας. ηλαδή η τιµή διάθεσης του κάθε προϊόντος θα πρέπει να βρίσκεται εντός των διαστηµάτων που ορίζουν οι ανισότητες: ½ µον. σιτ. < 1 µον. υφ. < 1 µον. σιτ. 1 µον. υφ. < 1 µον. σιτ. < 2 µον. υφ. Με αντίστοιχα επιχειρήµατα µπορούµε να δείξουµε ότι η ζήτηση σιταριού θα αυξηθεί στη χώρα Α και θα µειωθεί στη χώρα Β ενώ η νέα τιµή που θα διαµορφωθεί στη διεθνή αγορά θα βρίσκεται µεταξύ 1 και 2 µονάδων υφάσµατος. Έτσι λοιπόν στο νέο καθεστώς ελεύθερου εµπορίου για κάθε προϊόν θα υπάρχει µία τιµή και στις δύο χώρες, έναντι δύο, µία σε κάθε χώρα, που είχαµε στο καθεστώς της αυτάρκειας. Η νέα διεθνής αυτή τιµή είναι οι λεγόµενοι διεθνείς όροι εµπορίου, οι οποίοι ορίζονται ως η σχετική τιµή δύο αγαθών που ανταλλάσσονται µεταξύ δύο χωρών. Παραµένει ακόµη προς απάντηση µέχρι ποιου βαθµού θα συνεχισθεί η εξειδίκευση της χώρας Α σε σιτάρι και της Β σε ύφασµα. Λόγω της συγκεκριµένης µορφής των καµπυλών παραγωγικών δυνατοτήτων, η εξειδίκευση αυτή θα είναι πλήρης. Η χώρα Α θα παράγει µόνο σιτάρι και η χώρα Β µόνο ύφασµα. Η κάθε χώρα θα εξειδικευθεί και µάλιστα πλήρως στην παραγωγή εκείνου του προϊόντος, στο οποίο παρουσίαζε, σε καθεστώς αυτάρκειας, τη χαµηλότερη τιµή. Σ αυτό το προϊόν έχει συγκριτικό πλεονέκτηµα. Η γραφική παρουσίαση της νέας ισορροπίας ακολουθεί στο διάγραµµα 1.2. 9

Η ευθεία ΟΕ δίνει τους. διεθνείς όρους εµπορίου, οι οποίοι εν προκειµένω σηµαίνουν πως 1 µονάδα σιταριού ανταλλάσσεται έναντι 4/3 µονάδων υφάσµατος και 1 µονάδα υφάσµατος ανταλλάσσεται έναντι 3/4 µονάδων σιταριού, τιµές που βρίσκονται µέσα στα εύρη τιµών που ορίσαµε προηγουµένως, Η ευθεία των όρων εµπορίου συνδέεται µε το ακραίο σηµείο της καµπύλης παραγωγικών δυνατοτήτων κάθε χώρας που αντιστοιχεί στο προϊόν που η κάθε χώρα ειδικεύεται. Αντιπροσωπεύει δε τις καταναλωτικές δυνατότητες που έχει µία χώρα σε καθεστώς ελεύθερου εµπορίου. Η επιλογή αυτή, που τώρα πλέον είναι αποδεσµευµένη από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας όπως αυτές δίνονται από την καµπύλη των παραγωγικών της δυνατοτήτων, θα είναι εκείνη που θα προσφέρει στη χώρα το µεγαλύτερο δυνατό επίπεδο ευηµερίας, εκείνη δηλαδή που αντιστοιχεί στο σηµείο όπου οι οροί εµπορίου εφάπτονται της υψηλότερης δυνατής καµπύλης κοινωνικής αδιαφορίας. Ως εκ τούτου η χώρα Α θα παράγει ΟΙ σιτάρι και καθόλου ύφασµα, θα καταναλώνει δε ΟΠ σιτάρι, εξάγοντας το υπόλοιπο ΠΙ στη χώρα Β, και θα εισάγει ΟΝ ύφασµα από τη χώρα Β. Η χώρα Β θα παράγει ΟΚ ύφασµα και καθόλου σιτάρι, θα καταναλώνει ΟΞ ύφασµα, εξάγοντας το υπόλοιπο ΚΞ στη χώρα Α, και ΟΡ σιτάρι εισαγόµενο εξ ολοκλήρου από τη χώρα Α. Προφανώς ισχύει ΟΡ=ΠΙ και ΟΝ=ΞΚ. 1.2.2 Το κέρδος από την ύπαρξη ιεθνούς Εµπορίου Μέχρι τώρα είδαµε ότι η ύπαρξη ελεύθερου εµπορίου οδηγεί στην εξειδίκευση κάθε χώρας στην παραγωγή του προϊόντος στο οποίο έχει συγκριτικό πλεονέκτηµα, και σε αύξηση της συνολικής "παγκόσµιας" παραγωγής και των δύο προϊόντων. Αυτό το οποίο θα εξετάσουµε τώρα είναι αν και οι δυο χώρες ή µία από αυτές κερδίζουν από τη διεξαγωγή ελεύθερου εµπορίου σε σχέση µε το καθεστώς της αυτάρκειας στο οποίο ευρίσκοντο προηγουµένως. Αφετηρία της ανάλυσης µας αποτελεί και πάλι το καθεστώς της αυτάρκειας στο οποίο ευρίσκοντο οι δύο χώρες, όπως το παρουσιάσαµε στο ιάγραµµα 1.1. Όπως θα δείξουµε παρακάτω οι χώρες Α και Β µπορούν µε δύο τρόπους να επωφεληθούν από την πραγµατοποίηση εµπορίου. Ο πρώτος είναι ανταλλάσσοντας τις ήδη (σε καθεστώς αυτάρκειας) παραγόµενες σ' αυτές ποσότητες ανάλογα µε τις καταναλωτικές τους προτιµήσεις. Ο δεύτερος συνίσταται σε αναπροσαρµογή και των παραγοµένων ποσοτήτων, αυξάνοντας έτσι τα οφέλη τους από την πραγµατοποίηση διεθνούς εµπορίου. Στο ιάγραµµα 1,3 παρουσιάζουµε το όφελος που προκύπτει, και για τις δύο χώρες από τη µεταβολή της κατανάλωσης τους κάνοντας την υπόθεση ότι η παραγωγή τους παραµένει αυτή που ήταν σε καθεστώς αυτάρκειας. Στη συνέχεια αντιπαραθέτουµε τα διαγράµµατα των παραγωγικών δυνατοτήτων των δύο χωρών, τοποθετώντας την αρχή των συντεταγµένων της χώρας Β στο πάνω δεξιά µέρος του σχήµατος µε αντιστραµµένους τους άξονες, φροντίζοντας ταυτόχρονα τα σηµεία Ε και Ζ, που δίνουν τις παραγόµενες ποσότητες σε καθεστώς αυτάρκειας, να συµπίπτουν. 10

Έτσι λοιπόν, όσον αφορά την παραγωγή και των δύο χωρών τίποτα δεν έχει αλλάξει σε σχέση µε την προηγούµενη κατάσταση. Η παραγωγή υφάσµατος εξακολουθεί να προέρχεται κατά ΟΗ µονάδες από τη χώρα Α και κατά Ο'Θ µονάδες από τη χώρα Β ενώ η παραγωγή σιταριού κατά ΟΙ µονάδες από την Α και κατά Ο'Κ από τη Β, Η συνολική, παγκόσµια, παραγωγή ανέρχεται σε ΟΗ+Ο'Θ µονάδες υφάσµατος και σε ΟΙ+Ο'Κ µονάδες σίτου. Αυτό που αλλάζει µε το πέρασµα από το καθεστώς της αυτάρκειας σ αυτό του ελεύθερου εµπορίου είναι το επίπεδο κατανάλωσης και των δύο χωρών τόσο σε σιτάρι όσο και σε ύφασµα. Ενώ δηλαδή η παραγωγή των δύο χωρών εξακολουθεί να δίνεται από το σηµείο Ε(Ζ), όπως υποθέσαµε, και οι δύο χώρες µπορούν τώρα να πετύχουν ένα επίπεδο κατανάλωσης που να βρίσκεται έξω από τα τρίγωνα ΟΑΒ και ΟΓ τα οποία προηγουµένως προσδιόριζαν το επίπεδο των καταναλωτικών τους δυνατοτήτων, αφού µπορούν να ικανοποιούν τυχόν επιπλέον ζήτηση τους για το ένα ή το άλλο προϊόν µε εισαγωγή του από την άλλη χώρα. Υπάρχουν δηλαδή σηµεία, τα οποία και από το επίπεδο παραγωγής που αντιστοιχεί στο σηµείο Ε(Ζ) καλύπτονται και σ ένα υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευηµερίας αντιστοιχούν, µέσω της ανταλλαγής µέρους των παραγοµένων ποσοτήτων. Τα σηµεία αυτά βρίσκονται µέσα στη σκιαγραφηµένη επιφάνεια του ιαγράµµατος 1.3 και δίνουν όλα τα σηµεία των καταναλωτικών συνδυασµών σιταριού και υφάσµατος που βελτιώνουν τη θέση και των δύο χωρών ή τη θέση της µιας έστω χώρας χωρίς να χειροτερεύουν τη θέση της άλλης. Το µέγεθος της επιφάνειας αυτής, µε δεδοµένες τις καταναλωτικές προτιµήσεις και των δύο χωρών εξαρτάται από το κατά πόσο διαφέρουν οι κλίσεις των καµπυλών των παραγωγικών δυνατοτήτων των δύο χωρών, µε άλλα λόγια από το µέγεθος της διαφοράς των οριακών λόγων µετασχηµατισµού της 11

παραγωγής τους. Όσο µεγαλύτερη είναι η διαφορά αυτή, τόσο µεγαλύτερα θα είναι τα κέρδη που θα µπορούν να προκύψουν από την πραγµατοποίηση διεθνούς εµπορίου. Το ιάγραµµα 1.4 παρουσιάζει τα επιπλέον οφέλη που µπορεί να προκύψουν και για τις δύο χώρες, αν αυτές αναπροσαρµόσουν την παραγωγή τους µε βάση το συγκριτικό τους πλεονέκτηµα. Η αναπροσαρµογή αυτή θα οδηγήσει τη χώρα Α να παράγει µόνο σιτάρι (ΟΑ µονάδες) και τη χώρα Β µόνο ύφασµα (Ο' µονάδες), ποσότητες µεγαλύτερες αυτών που παρήγαγαν και οι δύο χώρες µαζί σε καθεστώς αυτάρκειας (ΟΙ και Ο'Κ µονάδες σιταριού και ΟΗ και Ο'Θ µονάδες υφάσµατος). Οποιοδήποτε σηµείο της σκιαγραφηµένης επιφάνειας του ιαγράµµατος 1.4 αποτελεί σηµείο που βελτιώνει το επίπεδο ευηµερίας και των δύο χωρών, ή τουλάχιστον της µιας από αυτές χωρίς να επιδεινώνει αυτό της άλλης. Το µέγεθος της σκιαγραφηµένης επιφάνειας εξαρτάται, µε δεδοµένες τις καταναλωτικές προτιµήσεις των δύο χωρών από το πόσο διαφέρουν οι οριακοί λόγοι µετασχηµατισµού των δύο οικονοµιών µεταξύ τους. Η επιφάνεια αυτή είναι µεγαλύτερη της αντίστοιχης σκιαγραφηµένης επιφάνειας του σχήµατος 1.3 γιατί στην προκειµένη περίπτωση έχουµε πλήρη εξειδίκευση της παραγωγής. Αποµένει να εξετάσουµε πως τα κέρδη που προέκυψαν από την πραγµατοποίηση εµπορίου θα µοιρασθούν ανάµεσα στις δύο χώρες. Η διανοµή των κερδών θα εξαρτηθεί από το ύψος της διεθνούς τιµής που θα διαµορφωθεί για τα δύο προϊόντα, δηλαδή από τους διεθνείς όρους εµπορίου, οι οποίοι απεικονίζονται από την ευθεία ΟΕ στο ιάγραµµα 1.4. Όπως σηµειώσαµε και στο προηγούµενο κεφάλαιο οι όροι αυτοί θα πρέπει να βρίσκονται µεταξύ των σχετικών τιµών των δύο προϊόντων όπως αυτές είχαν διαµορφωθεί στο καθεστώς της αυτάρκειας. Αυτό σηµαίνει εξάλλου η θέση της ευθείας ΟΕ µεταξύ των ευθειών ΑΒ και ΓΛ. Όσο πιο κοντά βρίσκεται η ΟΕ προς την Γ τόσο µικρότερο θα είναι το όφελος που θα προκύψει για τη χώρα Β από την πραγµατοποίηση εµπορίου. Αν µάλιστα οι όροι εµπορίου ΟΕ συµπέσουν µε την ευθεία Γ τότε το όφελος για τη χώρα Β θα είναι µηδέν και ολόκληρο θα το καρπωθεί η χώρα Α. Αυτό θα 12

µπορούσε να συµβεί αν η χώρα Α ήταν πολύ µικρή, η Β πολύ µεγάλη και κατά συνέπεια η πραγµατοποίηση εµπορίου θα άφηνε ανεπηρέαστες τις σχετικές τιµές στη χώρα Β. Αντίθετα η µεταβολή των τιµών για τη χώρα Α θα ήταν πολύ µεγάλη. Μέχρι τώρα ασχοληθήκαµε µε την παρουσίαση της θεωρίας του συγκριτικού κόστους, τόσο στην κλασική της µορφή, όπως αυτή παρουσιάστηκε από τον Ricardo, όσο και στην πιο σύγχρονη έκφραση της µε τη χρήση καµπυλών παραγωγικών δυνατοτήτων και κοινωνικής αδιαφορίας (διαγραµµατική ανάλυση). ύο παραπέρα προς εξέταση ζητήµατα είναι η διερεύνηση των λόγων στους οποίους οφείλεται η ύπαρξη διαφορετικού συγκριτικού κόστους καθώς και το πως κατανέµονται οι ωφέλειες ή και οι ζηµιές από την ύπαρξη ελεύθερου εµπορίου ανάµεσα στις χώρες. Στο πρώτο πρόβληµα απάντησαν εκατό χρόνια περίπου µετά τον Ricardo οι Heckscher Ohlin - Samuelson λέγοντας πως κάθε χώρα θα παρουσιάζει συγκριτικά χαµηλότερο κόστος στην παραγωγή εκείνων των προϊόντων όπου κατά κύριο λόγο χρησιµοποιείται ο συντελεστής που βρίσκεται σε αφθονία. Όσον αφορά δε το δεύτερο ερώτηµα η νεοκλασική θεωρία µας παρέχει τη δυνατότητα για µια απλή και σχετικά πλήρη απάντηση, εξετάζοντας το πως η απελευθέρωση των διεθνών αγορών, σε σχέση µε ένα καθεστώς αυτάρκειας, επηρεάζει την ευηµερία παραγωγών και καταναλωτών. Με τα θέµατα αυτά θα ασχοληθούµε στις επόµενες παραγράφους. 2. Το υπόδειγµα των Heckscher Ohlin Η αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήµατος µε την οποία ασχοληθήκαµε στις προηγούµενες παραγράφους βασίζεται στις διαφορετικές παραγωγικές δυνατότητες των επιµέρους χωρών, γεγονός πάνω στο οποίο ο Ricardo τεκµηρίωσε την ύπαρξη διαφορών στην παραγωγικότητα της εργασίας, Όπως είδαµε η χρησιµοποίηση της έννοιας, του κόστους ευκαιρίας απελευθερώνει τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήµατος από την περιοριστική ρικαρντιανή υπόθεση ότι η αξία των αγαθών αντιστοιχεί στην ποσότητα της εργασίας που περιέχεται σε αυτά. Παρόλα αυτά το πρόβληµα γιατί η παραγωγικότητα της εργασίας από χώρα σε χώρα διαφέρει, ή γιατί έχουµε ύπαρξη διαφορετικού κόστους ευκαιρίας της παραγωγής ενός αγαθού σε δύο χώρες, εξακολουθεί να παραµένει. Το υπόδειγµα των Heckscher Ohlin δίνει απάντηση στα ερωτήµατα αυτά βασιζόµενο σε δύο απλές διαπιστώσεις που αφορούν τόσο τα προϊόντα, όσο και τις χώρες που τα παράγουν. Πρώτον, τα προϊόντα διαφέρουν µεταξύ τους ανάλογα µε τις ποσότητες παραγωγικών συντελεστών που απαιτούνται για την παραγωγή τους. εύτερον, οι χώρες διαφέρουν επίσης µεταξύ τους ανάλογα µε τις ποσότητες παραγωγικών συντελεστών που διαθέτουν. Έτσι λοιπόν η κάθε χώρα, σε καθεστώς αυτάρκειας, θα µπορεί να παράγει σε σχετικά χαµηλό κόστος- άρα και να έχει συγκριτικό πλεονέκτηµα- εκείνα τα προϊόντα, που η παραγωγή τους απαιτεί σχετικά µεγάλες ποσότητες από τους παραγωγικούς συντελεστές που η χώρα έχει σε αφθονία. Οι Heckscher Ohlin έδειξαν την αλήθεια αυτής της πρότασης χρησιµοποιώντας ένα υπόδειγµα δύο χωρών, δύο παραγωγικών 13

συντελεστών και δύο προϊόντων. Πιο συγκεκριµένα έστω ότι έχουµε µία χώρα Α, η οποία είναι σχετικά πλούσια σε κεφάλαιο Κ και σχετικά φτωχή σε εργασία Ι, και µία χώρα Β σχετικά πλούσια σε εργασία και φτωχή σε κεφάλαιο, ενώ και οι δύο χώρες µπορούν να παράγουν και τα δύο αγαθά, ύφασµα και σιτάρι. Ακόµη έκαναν την υπόθεση ότι η τεχνολογία παραγωγής και των δύο προϊόντων είναι ίδια και στις δύο χώρες, όπου η παραγωγή υφάσµατος απαιτεί περισσότερη εργασία ανά µονάδα κεφαλαίου απ ότι η παραγωγή σιταριού, ή µε άλλη διατύπωση, η παραγωγή υφάσµατος είναι εντάσεως εργασίας ενώ η παραγωγή σιταριού εντάσεως κεφαλαίου. Με βάση τις υποθέσεις αυτές ας δούµε τώρα ποια µορφή θα έχουν οι καµπύλες παραγωγικών δυνατοτήτων των δύο χωρών Α και Β. Η παραγωγή, από κάθε χώρα, δύο αγαθών που διαφέρουν µεταξύ τους ως προς το βαθµό που χρησιµοποιείται εργασία και κεφάλαιο στην παραγωγή τους, αποδίδεται από µία καµπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων που χαρακτηρίζεται από αύξον κόστος ευκαιρίας, είναι δηλαδή κοίλη προς την αρχή των αξόνων. Η εξήγηση είναι απλή: ας υποθέσουµε, προς στιγµήν, ότι στη χώρα Α, παράγεται µόνο σιτάρι, αγαθό που είναι έντασης κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή βρισκόµαστε στο σηµείο Α. Έστω τώρα, ότι οι παραγωγοί σιταριού της χώρας αυτής, για κάποιους λόγους που δεν ενδιαφέρουν την παρούσα ανάλυση, µειώνουν κατά µία µονάδα την παραγωγή σιταριού. Από τη µείωση αυτή απελευθερώνονται παραγωγικοί συντελεστές που µπορούν να χρησιµοποιηθούν στην παραγωγή σιταριού. Επειδή η παραγωγή σιταριού είναι έντασης κεφαλαίου, οι παραγωγοί θα προσπαθήσουν να απελευθερώσουν όσο λιγότερο κεφάλαιο γίνεται και σχετικά περισσότερη εργασία. Αλλά ακριβώς εργασία είναι αυτό που κυρίως χρειάζεται ο κλάδος παραγωγής υφάσµατος και σε µικρότερο µόνο βαθµό κεφάλαιο. Για το λόγο αυτό σε µείωση της παραγωγής σιταριού κατά µια µονάδα η αύξηση της παραγωγής υφάσµατος θα είναι πολλαπλάσια. Η διαδικασία αυτή που µόλις περιγράψαµε αν συνεχισθεί εξηγεί την τροχιά της κίνησης από το σηµείο Α στο σηµείο Β του ιαγράµµατος 2.1. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους και η καµπύλη µετασχηµατισµού της χώρας Β θα είναι και αυτή κοίλη προς την αρχή των αξόνων όπως εµφανίζεται και στο ιάγραµµα 2.1. Εκτός όµως από κοίλες οι δύο καµπύλες παραγωγικών δυνατοτήτων, η ΑΒ για την χώρα Α και η Γ για τη χώρα Β πρέπει να έχουν και ένα ορισµένο σχήµα που να αντικατοπτρίζει τον διαφορετικό εξοπλισµό σε παραγωγικούς πόρους, που έχουν οι δύο χώρες. Πιο συγκεκριµένα, επειδή η χώρα Α είναι χώρα σχετικά πλούσια σε κεφάλαιο και η παραγωγή σιταριού είναι έντασης κεφαλαίου, η καµπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας Α βρίσκεται κυρίως κατά µήκος του καθέτου άξονα στον οποίο απεικονίζουµε την παραγωγή σιταριού ενώ αυτή της χώρας Β είναι αναπτυγµένη κυρίως κατά µήκος του οριζόντιου άξονα, στον οποίο µετράµε το ύφασµα. 14

Ας δούµε τώρα, ποια είναι η,θέση ισορροπίας στις δύο χώρες σε καθεστώς αυτάρκειας και στη συνέχεια, ποια θα είναι η νέα θέση ισορροπίας τους σε καθεστώς ελεύθερου εµπορίου. Όσο αφορά το πρώτο ερώτηµα αν δείξουµε ότι η σχετική τιµή του υφάσµατος στη χώρα Β, που είναι πλούσια σε εργασία, είναι χαµηλότερη της σχετικής του τιµής στη χώρα Α τότε έχουµε δείξει την ισχύ του θεωρήµατος, όπως το διατυπώσαµε στην αρχή του κεφαλαίου. Για να δείξουµε ότι η διαµόρφωση του συγκριτικού πλεονεκτήµατος εξηγείται αποκλειστικά και µόνο από τις δυνάµεις της προσφοράς, δηλαδή από τις ιδιαίτερες παραγωγικές δυνατότητες κάθε χώρας, θεωρήσαµε ότι οι καταναλωτικές προτιµήσεις και στις δύο χώρες είναι οι ίδιες. Για το λόγο αυτό και για να απλουστεύσουµε κατά το δυνατόν την ανάλυση µας τοποθετήσαµε και τις δύο καµπύλες παραγωγικών δυνατοτήτων των δύο χωρών στο ίδιο διάγραµµα, µαζί µε µία κοινή καµπύλη κοινωνικής αδιαφορίας που εκφράζει τις κοινές καταναλωτικές τους προτιµήσεις. Η καµπύλη κοινωνικής αδιαφορίας Ι ο δίνει το µέγιστο επίπεδο κοινωνικής ευηµερίας που µπορούν να πετύχουν οι δύο χώρες, σε καθεστώς αυτάρκειας. Το σηµείο όπου η χώρα Α θα παράγει και θα καταναλώνει σιτάρι και ύφασµα είναι το σηµείο Ε ενώ εκείνο που µας δίνει την ποσότητα σιταριού και υφάσµατος που θα παράγει και θα καταναλώνει η Β είναι το Ζ. Στο κάθε ένα από αυτά τα σηµεία ο οριακός λόγος µετασχηµατισµού ισούται µε το λόγο των τιµών των δύο αγαθών. Από την κλίση των εφαπτόµενων στα σηµεία Ε και Ζ προκύπτει πως: Ρυφ. Α > Ρυφ. Β Ρσιτ. Α < Ρσιτ. Β δηλ. το ύφασµα είναι σχετικά φθηνότερο στη χώρα Β και το σιτάρι στη χώρα Α. Η χώρα Α λοιπόν σε καθεστώς αυτάρκειας είναι φθηνότερη σε σιτάρι και η Β σε ύφασµα. Ως εκ τούτου, αν υποθέσουµε ότι οι χώρες αρχίσουν να συναλλάσσονται µεταξύ τους η µεν Α θα εξάγει σιτάρι η δε Β ύφασµα. Τώρα παραµένει προς απάντηση το δεύτερο ερώτηµα που διατυπώσαµε προηγουµένως, δηλαδή µέχρι ποιου σηµείου θα συναλλάσσονται οι δύο χώρες, ή µε άλλη διατύπωση, ποια θα είναι η θέση ισορροπίας τους σε συνθήκες διεθνούς εµπορίου. Όπως εξηγήσαµε και στο υπόδειγµα του Ricardo, η διενέργεια εµπορίου 15

θα έχει ως αποτέλεσµα την επιβολή µιας τιµής και στις δύο χώρες, που την ονοµάσαµε διεθνείς όρους εµπορίου. Η τιµή αυτή θα βρίσκεται µεταξύ των σχετικών τιµών που ίσχυαν στις δύο χώρες στο καθεστώς αυτάρκειας. Στο ιάγραµµα 2.2 παρουσιάζεται η ισορροπία που θα επιτευχθεί και στις δύο χώρες µετά την απελευθέρωση του εµπορίου. Η νέα τιµή (διεθνείς όροι εµπορίου) που επικρατεί πλέον στις διεθνείς αγορές δίνεται από την ευθεία ΟΕ, η οποία έχει την ίδια ακριβώς κλίση και στα δύο σχήµατα ακριβώς για να δείχνει ότι η τιµή που υπάρχει πλέον και στις δύο χώρες είναι ενιαία. Η µεν χώρα Α παράγει στο σηµείο Η και καταναλώνει στο σηµείο Κ, πράγµα που σηµαίνει ότι εξάγει ΗΙ µονάδες σιταριού, ενώ εισάγει ΙΚ µονάδες υφάσµατος. Η δε χώρα Β παράγει στο σηµείο Θ και καταναλώνει στο σηµείο Μ, εξάγοντας ΛΘ µονάδες υφάσµατος και εισάγοντας ΜΑ µονάδες σιταριού. Απαραίτητη προϋπόθεση για να αποτελούν τα παραπάνω σηµεία, ταυτόχρονα σηµεία ισορροπίας και για τις δύο χώρες είναι οι εισαγωγές της µιας χώρας να ισούνται µε τις εξαγωγές της άλλης και αντίστροφα, δηλαδή εν προκειµένω ΗΙ=ΜΛ και ΙΚ=ΘΛ. Τότε και µόνον τότε η νέα κατάσταση θα είναι αποδεκτή και από τις δύο χώρες και θα αποτελεί κατάσταση διεθνούς ισορροπίας. 3. Η διανοµή των κερδών από το εµπόριο. Ο νόµος των συγκριτικών δαπανών υποστηρίζει πως δύο χώρες οι οποίες περνούν από ένα καθεστώς αυτάρκειας σε ένα καθεστώς ελεύθερων συναλλαγών ωφελούνται αµοιβαία, ακόµη και αν η µία από αυτές, έχει, σε καθεστώς αυτάρκειας, τη δυνατότητα να παράγει σε χαµηλότερο κόστος. Η επαλήθευση της θέσης αυτής βασίζεται σε υποδείγµατα γενικής ισορροπίας (δύο χώρες, δύο αγαθά). Η ανάλυση που ακολουθεί έχει ως σκοπό, να 16

δείξει, κάνοντας χρήση των υποδειγµάτων µερικής ισορροπίας (υπόδειγµα αγοράς ενός αγαθού, µία ή δύο χώρες ανάλογα µε την περίπτωση) το όφελος που προκύπτει για τη χώρα που εξετάζουµε στην αγορά του εν λόγω προϊόντος, καθώς και κατά πόσο τα οφέλη από το εµπόριο κατανέµονται ίσα ή άνισα ή και αν ακόµη, παρά το γεγονός ότι το εµπόριο είναι προς όφελος της κοινωνίας ως σύνολο, βλάπτει ορισµένες κοινωνικές οµάδες, µειώνοντας το εισόδηµα τους. Για το σκοπό αυτό θα εξετάσουµε τις επιπτώσεις της πραγµατοποίησης εµπορίου στην αγορά ενός προϊόντος σε µία χώρα διακρίνοντας τους κατοίκους της χώρας αυτής σε δύο µεγάλες οµάδες, σε παραγωγούς και καταναλωτές, κάνοντας χρήση ενός απλού υποδείγµατος προσφοράς-ζήτησης µερικής ισορροπίας. Στην ανάλυση µας θα διακρίνουµε τις εξής τέσσερις περιπτώσεις: µικρή χώρα που εξάγει, µικρή χώρα που εισάγει, µεγάλη χώρα που εξάγει και µεγάλη χώρα που εισάγει ένα προϊόν. Η διάκριση σε µικρή και µεγάλη χώρα είναι αναγκαία γιατί στη µεν πρώτη περίπτωση θεωρούµε ότι οι εισαγωγές-εξαγωγές της χώρας αφήνουν ανεπηρέαστο το επίπεδο της διεθνούς τιµής, η µε άλλα λόγια τους διεθνείς όρους εµπορίου, λόγω ακριβώς των µικρών ποσοτήτων που η εν λόγω χώρα εισάγει-εξάγει απόστις διεθνείς αγορές. Στην περίπτωση της µεγάλης χώρας θεωρούµε αντίθετα ότι οι διεθνείς συναλλαγές της εν λόγω χώρας επηρεάζουν το επίπεδο τιµών στη διεθνή αγορά. 3.1 Η περίπτωση της µικρής χώρας που εξάγει ένα προϊόν Το ιάγραµµα 3.1 παρουσιάζει την περίπτωση µικρής χώρας, όπου τόσο η παραγωγή όσο και η κατανάλωση της αφήνουν ανεπηρέαστο το επίπεδο των διεθνών τιµών. Επειδή όµως το επίπεδο της τιµής του προϊόντος σε καθεστώς αυτάρκειας ήταν χαµηλότερο από το επίπεδο της διεθνούς τιµής» σύµφωνα µε όσα σηµειώσαµε και στο προηγούµενο κεφάλαιο η υπό εξέταση µικρή χώρα υπό καθεστώς ελεύθερου εµπορίου θα προβεί σε εξαγωγές του προϊόντος στη διεθνή αγορά 1. 1 Για να δείξουµε τη διαφορά µεγέθους ανάµεσα στη χώρα που εξετάζουµε και στον υπόλοιπο κόσµο µετράµε τις παραγόµενες καταναλισκόµενες ποσότητες της µεν (µικρής) χώρας σε τόνους, του δε υπόλοιπου κόσµου σε χιλιάδες τόνους. Αντίθετα στην περίπτωση της µεγάλης χώρας, ιαγράµµατα 3.1 και 3.2 η µέτρηση των ποσοτήτων και της υπό εξέταση (µεγάλης) χώρας γίνεται και αυτή σε χιλιάδες τόνους. 17

Η χώρα Α σε καθεστώς αυτάρκειας παρήγαγε και κατανάλωσε ποσότητα προϊόντος q ίση µε Oq i σε τιµές Ρ i. Η συνθήκη ισορροπίας στην εν λόγω αγορά, σε καθεστώς αυτάρκειας ήταν εξίσωση της προσφοράς µε τη ζήτηση, ίση µε Oq i. Ας υποθέσουµε τώρα ότι η χώρα Α αρχίσει να συναλλάσσεται µε τον υπόλοιπο κόσµο. Λόγω του µεγέθους της δε µπορεί να επηρεάσει τη διεθνή τιµή Ρ w την οποία και αποδέχεται ως έχει. Η άνοδος αυτή της τιµής στο εσωτερικό της χώρας από Ρ i σε Ρ w έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση της προσφερόµενης και τη µείωση της ζητούµενης ποσότητας σε Oq S και Oq D αντίστοιχα, µε αποτέλεσµα την πραγµατοποίηση εξαγωγών ίσων µε q D q S. Η συνθήκη ισορροπίας στην αγορά διαµορφώνεται σε εξαγωγές Χ = Oq S - Oq D. Θέλοντας να δούµε πως κατανέµονται τα οφέλη από την πραγµατοποίηση εµπορίου ανάµεσα στους παραγωγούς και καταναλωτές της εν λόγω αγοράς θα χρησιµοποιήσουµε τις έννοιες του πλεονάσµατος παραγωγού και του πλεονάσµατος καταναλωτή εξετάζοντας πως η µεταβολή της τιµής του προϊόντος από Ρ i σε Ρ w επηρέασε τα µεγέθη αυτά, καθώς και ποιο το καθαρό όφελος για την κοινωνία στο σύνολό της, σε σύγκριση µε το προηγούµενο καθεστώς της αυτάρκειας. Από το ιάγραµµα 3.1 προκύπτει πως η άνοδος της τιµής από Ρ i σε Ρ w είχε ως αποτέλεσµα την αύξηση του πλεονάσµατος παραγωγού στη χώρα Α κατά Ρ i Ρ w ΒΓ, Αντίθετα το πλεόνασµα του καταναλωτή µειώθηκε κατά Ρ i Ρ w ΑΓ. Το καθαρό αποτέλεσµα για την κοινωνία στο σύνολο της ισούται µε τη διαφορά των δύο µεταβολών στα πλεονάσµατα παραγωγού και καταναλωτή, ίσο µε ΑΒΓ. Από τη σύντοµη αυτή ανάλυση µπορούµε να συµπεράνουµε πως το καθεστώς ελεύθερου εµπορίου συγκρινόµενο µε αυτό της αυτάρκειας είχε, για την αγορά του συγκεκριµένου προϊόντος, ως αποτέλεσµα µία αύξηση του εισοδήµατος των παραγωγών (κατά Ρ i Ρ w ΒΓ) µείωση του εισοδήµατος των καταναλωτών (κατά Ρ i Ρ w ΑΓ) και µία αύξηση του εθνικού προϊόντος της χώρας ως σύνολο κατά ΑΒΓ, ποσό που συνιστά το καθαρό όφελος της χώρας από τη συµµετοχή της στο ελεύθερο εµπόριο. 3.2 Η περίπτωση της µικρής χώρας που εισάγει ένα προϊόν Η συµµετοχή της υπό εξέταση χώρας στο ιεθνές Εµπόριο θα έχει ως πρώτη συνέπεια την πλήρη αποδοχή του επιπέδου τιµής του προϊόντος, όπως αυτό έχει διαµορφωθεί στη διεθνή αγορά. Λόγω του γεγονότος, ότι η νέα αυτή (διεθνής) τιµή είναι µικρότερη από αυτήν που ίσχυε στη χώρα για το ίδιο προϊόν σε καθεστώς αυτάρκειας, η χώρα θα πραγµατοποιήσει εισαγωγές, οι οποίες µετά τις αναπροσαρµογές που θα συµβούν στην παραγωγή και την κατανάλωση του προϊόντος στην εγχώρια αγορά, θα ισούται, σύµφωνα µε το ιάγραµµα 3.2, µε q S q D. Η συνθήκη ισορροπίας της αγοράς αυτής σε καθεστώς ελεύθερου εµπορίου θα είναι εισαγωγές Μ= Oq D - Oq S. Θέλοντας να δούµε τις επιπτώσεις του νέου καθεστώτος στη διανοµή του εισοδήµατος ας εξετάσουµε πάλι τις επιδράσεις της πτώσης της τιµής του προϊόντος στην εγχώρια αγορά από Ρ i σε Ρ w στα πλεονάσµατα παραγωγού και καταναλωτή. Εύκολα προκύπτει πως έχουµε µείωση του εισοδήµατος των παραγωγών κατά Ρ w Ρ i Ζ, αύξηση του πλεονάσµατος του καταναλωτή κατά Ρ w Ρ i ΖΕ και ως συνολικό για την κοινωνία καθαρό αποτέλεσµα αύξηση του εθνικού προϊόντος κατά ΖΕ. 18

3.3 II περίπτωση της µεγάλης χώρας που εξάγει ένα προϊόν Η διαφορά της περίπτωσης αυτής σε σχέση µε αυτήν που εξετάσαµε στην παράγραφο 3.1 συνίσταται στο γεγονός ότι, η υπό εξέταση χώρα Β, λόγω των σχετικά µεγάλων ποσοτήτων που παράγει και καταναλώνει σε σύγκριση µε αυτές που παράγονται και καταναλώνονται στη διεθνή αγορά, µπορεί µε τη συµµετοχή της στο διεθνές εµπόριο να επηρεάσει το διεθνές επίπεδο τιµών. Ως εκ τούτου, η τιµή που θα διαµορφωθεί τελικά στο εσωτερικό της χώρας θα είναι διαφορετική όχι µόνο σε σχέση µε την τιµή Ρ i που ίσχυε στη χώρα αυτή στο καθεστώς της αυτάρκειας αλλά και σε σχέση µε τη διεθνή τιµή Ρ w, που ίσχυε στη διεθνή αγορά πριν η υπό εξέταση χώρα αποφασίσει να συµµετάσχει στο διεθνές εµπόριο. Για τον υπολογισµό αυτής της νέας τιµής ακολουθήσαµε την παρακάτω διαδικασία. Η διαµόρφωση στο εσωτερικό της υπό εξέταση χώρας, τιµής µεγαλύτερης από την τιµή ισορροπίας της παγκόσµιας αγοράς Ρ w θα είχε 19

ως αποτέλεσµα την πραγµατοποίηση εισαγωγών S m από τον υπόλοιπο κόσµο. Αντίστοιχα αν η τιµή στο εσωτερικό της χώρας διαµορφώνονταν σε επίπεδα χαµηλότερα της Ρ w τότε θα είχαµε µια αυξηµένη ζήτηση για εξαγωγές D x από τον υπόλοιπο κόσµο προς τη χώρα που εξετάζουµε. Έτσι λοιπόν η συνολική καµπύλη προσφοράς S i * στη χώρα θα προκύψει από οριζόντια άθροιση των καµπυλών S i και S m ενώ η συνολική καµπύλη ζήτησης D i * από οριζόντια άθροιση των καµπυλών D i και D x. Το σηµείο τοµής των καµπυλών S i * και D i * µας δίνει τη νέα τιµή ισορροπίας P i *, που θα ισχύσει στο εσωτερικό της χώρας µε την πραγµατοποίηση διεθνούς εµπορίου. Oq D - Oq S Η άνοδος της τιµής από P i σε P i * θα έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση της παραγωγής σε Oq S, τη µείωση της εγχώριας κατανάλωσης σε Oq D και την πραγµατοποίηση εξαγωγών κατά Oq Χ = Oq S -Oq D. Επιπλέον θα σηµάνει, µείωση του εισοδήµατος των καταναλωτών κατά P i P i * ΒΑ και αύξηση του εισοδήµατος των παραγωγών κατά P i P i * ΓΑ, µε αποτέλεσµα η κοινωνία συνολικά να ωφεληθεί µε µία αύξηση του εισοδήµατος της κατά ΑΒΓ. Έτσι λοιπόν παρατηρούµε ότι και στην προκειµένη περίπτωση όπως και στην αντίστοιχη της µικρής χώρας που εξάγει ένα προϊόν (παράγραφος 3.1) η υπό εξέταση χώρα Β θα ωφεληθεί από τη συµµετοχή της στο διεθνές εµπόριο, µε αύξηση της κοινωνικής της ευηµερίας. Η εξέλιξη αυτή και στην προκείµενη περίπτωση της µεγάλης χώρας θα ωφελήσει τους παραγωγούς και θα βλάψει τους καταναλωτές. Η διαφορά µε την περίπτωση της µικρής χώρας έγκειται στο γεγονός ότι η τιµή που θα διαµορφωθεί στο εσωτερικό της χώρας θα είναι µικρότερη της διεθνούς τιµής, που ίσχυε στον υπόλοιπο κόσµο, πριν από τη διενέργεια ελεύθερου εµπορίου µεταξύ αυτού και της χώρας Β και οφείλεται στην αυξηµένη ζήτηση της διεθνούς αγοράς για το προϊόν που παράγει και τώρα πλέον και εξάγει η χώρα Β. 3.4 Η περίπτωση της µεγάλης χώρας που εισάγει ένα προϊόν Με όµοιους συλλογισµούς µε αυτούς που κάναµε στην προηγούµενη παράγραφο καταλήξαµε και στην προκειµένη περίπτωση, που διαγραµµατικά απεικονίζεται στο ιάγραµµα 3.4 στη νέα τιµή ισορροπίας P i * που θα διαµορφωθεί στο εσωτερικό της χώρας που εξετάζουµε λόγω της πραγµατοποίησης διεθνούς εµπορίου. Πιο αναλυτικά, η χώρα Β λόγω του γεγονότος ότι εισάγει µεγάλες ποσότητες από τη διεθνή αγορά, µπορεί µέσω του ύψους αυτών να επηρεάζει το ύψος της τιµής στην οποία εισάγει τις ποσότητες αυτές. 20

Μετά την ανάληψη εµπορίου από τη χώρα Β η τιµή που θα διαµορφωθεί στο εσωτερικό της προκύπτει από την τοµή των νέων καµπυλών ζήτησης και προσφοράς, δηλαδή των καµπυλών S * i και D * i αντίστοιχα. Η πτώση της τιµής P i σε P * i οφείλεται στο άνοιγµα της χώρας στη διεθνή αγορά. Η τιµή που διαµορφώνεται όµως στο εσωτερικό της, δηλαδή η P * i είναι υψηλότερη της P w λόγω της πραγµατοποίησης εισαγωγών της χώρας Β από τον υπόλογο κόσµο των οποίων η καµπύλη προσφοράς S m έχει θετική κλίση και δεν είναι οριζόντια, όπως θα ήταν στην περίπτωση της µικρής χώρας, ακριβώς λόγω του µεγάλου µεγέθους της χώρας Β. * Η πτώση της τιµής από P i σε P i θα έχει ως αποτέλεσµα αύξηση της κατανάλωσης σε q D και µείωση της προσφοράς σε q S, µε αποτέλεσµα την πραγµατοποίηση εισαγωγών Oq m = Oq D Oq S. Επιπλέον θα προκαλέσει µείωση του εισοδήµατος του παραγωγού ίσο µε P * i P i ΒΑ, αύξηση του εισοδήµατος καταναλωτή κατά P * i P i ΑΓ και ως συνολικό αποτέλεσµα αύξηση του εθνικού προϊόντος για την κοινωνία ως σύνολο κατά ΑΒΓ. 4. Εναλλακτικές Θεωρίες ιεθνούς Εµπορίου Η παραδοσιακή θεωρία του ιεθνούς Εµπορίου, όπως αυτή εκφράζεται στην πιο σύγχρονη της µορφή από τα θεωρήµατα των Hecksher Ohlin - Samuelson υποστηρίζει πως ο όγκος του εµπορίου ανάµεσα σε δύο χώρες θα είναι ευθέως ανάλογος του βαθµού διαφορετικότητας των οικονοµιών των χωρών αυτών καθώς και ότι η κάθε µία από τις δύο χώρες θα εξειδικεύεται, άρα και θα εξάγει, τα προϊόντα εκείνα στην παραγωγή των οποίων κατά κύριο λόγο χρησιµοποιείται ο παραγωγικός συντελεστής, τον οποίο διαθέτει σε σχετική αφθονία. Η οικονοµική πραγµατικότητα των διεθνών ανταλλαγών εµφανίζεται ωστόσο αρκετά διαφορετική όσον αφορά τέσσερα βασικά ζητήµατα. Πρώτον, το ήµισυ τουλάχιστον του παγκοσµίου εµπορίου διεξάγεται 21

µεταξύ αναπτυγµένων οικονοµικά χωρών, χωρών δηλαδή που είναι σχετικά όµοιες όσον αφορά τη σχετική αφθονία των παραγωγικών πόρων που κατέχουν. Ενώ δηλαδή σύµφωνα µε την παραδοσιακή θεωρία αυτό που θα αναµενόταν θα ήταν η ύπαρξη εντατικού εµπορίου µεταξύ αναπτυγµένων και λιγότερο αναπτυγµένων χωρών αυτό που στην πραγµατικότητα συµβαίνει είναι οι αναπτυγµένες οικονοµικά χώρες να συναλλάσσονται κατά κύριο λόγο µεταξύ τους και µάλιστα σε αυξανόµενους ρυθµούς, σε στενή θετική σχέση µε την όλη αναπτυξιακή τους πορεία, παρά την όλο και µεγαλύτερη εξοµοίωση των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των οικονοµιών τους. Ένα δεύτερο ζήτηµα παρεµφερές αυτού που µόλις διατυπώσαµε αφορά τη σύνθεση του παγκοσµίου εµπορίου. Ενώ δηλαδή σύµφωνα µε την παραδοσιακή θεωρία οι διάφορες χώρες θα έπρεπε να εξάγουν προϊόντα τέτοια που να αντανακλούν τους διαθέσιµους παραγωγικούς τους πόρους, στην πραγµατικότητα συναντάται πολύ συχνά το φαινόµενο µία χώρα να εισάγει και να εξάγει παρεµφερή προϊόντα, προϊόντα δηλαδή που χρησιµοποιούν µε παρόµοια ένταση τους παραγωγικούς συντελεστές των επιµέρους εθνικών οικονοµιών. Η µορφή αυτή ενδοκλαδικού εµπορίου δεν µπορεί να εξηγηθεί από την παραδοσιακή θεωρία του ιεθνούς Εµπορίου. Η άµεση επένδυση σε τρίτες χώρες αποτελεί µία από τις σχετικά νεότερες µορφές διεθνούς εµπορίου, αυτού που συχνά αποκαλείται ενδοεπιχειρησιακό εµπόριο προϊόντων. Η αδυναµία εξήγησης της µορφής αυτής εµπορίου αποτελεί ένα επιπλέον µειονέκτηµα της παραδοσιακής θεωρίας. Ο βασικός λόγος είναι ότι σε µία οικονοµική πραγµατικότητα που κυριαρχείται από σταθερές αποδόσεις και πλήρη ανταγωνισµό, όπως αυτή την οποία θεωρεί ως λιγότερο ή περισσότερο κυρίαρχη η παραδοσιακή θεωρία, δεν συντρέχουν λόγοι πολυεθνικής οργάνωσης των επιχειρηµατικών µονάδων. Ωστόσο η πραγµατικότητα δείχνει πως οι ενδοεπιχειρησιακές ανταλλαγές αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόµενο κοµµάτι του διεθνούς εµπορίου. Τέλος, η πραγµατικότητα δείχνει πως η φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εµπορίου είχε στην πράξη διαφορετικά αποτελέσµατα από αυτά που προέβλεπε η παραδοσιακή θεωρία. Σύµφωνα µε αυτήν η φιλελευθεροποίηση του εµπορίου έχει ως αποτέλεσµα την ανακατανοµή των παραγωγικών πόρων και την αύξηση του εισοδήµατος ορισµένων παραγωγικών συντελεστών µε αναγκαστική όµως την ταυτόχρονη µείωση του εισοδήµατος κάποιων άλλων. Η πράξη όµως δείχνει πως πράξεις φιλελευθεροποίησης των διεθνών ανταλλαγών συχνά έχουν ως αποτέλεσµα την αύξηση της παραγωγικότητας άρα και του εισοδήµατος όλων των χρησιµοποιούµενων πόρων, ενώ τα αποτελέσµατα ανακατανοµής τους είναι περιορισµένα. Η εξήγηση του φαινοµένου πρέπει να αναζητηθεί στην ανάπτυξη του ενδοκλαδικού εµπορίου. Τα ζητήµατα τα οποία, µέχρι τώρα µε πολύ συντοµία παρουσιάσαµε συνιστούν τις πιο σηµαντικές κατά τη γνώµη µας αδυναµίες της παραδοσιακής θεωρίας διεθνούς εµπορίου να εξηγήσει ιδιαίτερα σηµαντικές πτυχές της διεθνούς οικονοµικής πραγµατικότητας, χωρίς να πιστεύουµε ότι αντίστοιχη κριτική δεν θα µπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα κενά της παραδοσιακής προσέγγισης. Στις επόµενες παραγράφους θα επιδιώξουµε την παρουσίαση ορισµένων άλλων απόψεων όπως του ρόλου της τεχνολογικής µεταβολής, της σηµασίας της ζήτησης, και τέλος µία συνθετική παρουσίαση των παραγόντων που οδηγούν στην όλο και 22

εντονότερη στις µέρες µας πραγµατοποίηση ενδοκλαδικού εµπορίου (intraindustry trade) ενός είδους εµπορίου, στην εξήγηση του οποίου αδυνατεί να συµβάλλει η παραδοσιακή θεωρία εµπορίου. 4.1 Η σηµασία των τεχνολογικών µεταβολών για την εξήγηση των διεθνών ανταλλαγών Κεντρικό σηµείο αυτής της προσέγγισης αποτελεί η θέση ότι συγκεκριµένες τεχνολογικές µεταβολές που συµβαίνουν σε µία χώρα και για παράδειγµα επηρεάζουν την παραγωγική διαδικασία ορισµένου κλάδου παραγωγής δηµιουργούν εµπόριο γύρω από τα αγαθά του κλάδου αυτού δίνοντας στην εν λόγω χώρα συγκριτικό πλεονέκτηµα έως ότου οι άλλες χώρες υιοθετήσουν και αυτές την τεχνολογική αλλαγή της πρωτοπόρου χώρας. Η θέση δηλαδή αυτή δεν απορρίπτει αλλά επεκτείνει την ερµηνευτική αξία της αρχής του συγκριτικού κόστους, τοποθετώντας στο θεµέλιο της τελευταίας όχι τη σχετική αφθονία των παραγωγικών συντελεστών αλλά την πραγµατοποίηση τεχνολογικής µεταβολής και τις χρονικές υστερήσεις που εµφανίζονται στη διαδικασία διάδοσης και αποδοχής της, Αν υποθέσουµε ότι συγκεκριµένη τεχνολογική µεταβολή που εκφράζεται ως παραγωγή ενός νέου προϊόντος πραγµατοποιείται σε µία χώρα Α τότε η ζήτηση που δηµιουργείται για το νέο προϊόν λειτουργεί σε βάρος της ζήτησης του παλαιού προϊόντος, που µπορεί να παράγεται στη χώρα Β και το οποίο µέχρι τώρα κάλυπτε τη συγκεκριµένη ανάγκη, παραγωγική ή καταναλωτική που τώρα πλέον καλύπτεται από το νέο προϊόν. Όσο πιο ανταγωνιστικός είναι ο κλάδος, ή µε άλλα λόγια όσο πιο οµοιογενής είναι η παραγωγή του κλάδου στα πλαίσια του οποίου παράγονται, τόσο το παλαιό όσο και το νέο προϊόν, τόσο µεγαλύτερη θα είναι η απειλή για τον κλάδο της χώρας Β, ο οποίος ένεκα τούτου θα πιεσθεί να αντιγράψει τη διαδικασία παραγωγής του νέου προϊόντος. Η άθροιση της υστέρησης αντίδρασης του κλάδου -στη χώρα Β- κάτι που όπως σηµειώσαµε συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα µε το βαθµό ανταγωνισµού του κλάδου, µε το χρόνο που απαιτεί η διαδικασία εκµάθησης, δίνει τη συνολική υστέρηση εγχώριας αντίδρασης στη χώρα Β. Το υπόδειγµα που µόλις παρουσιάσαµε παρουσιάζει δύο σηµεία που χρειάζονται περισσότερη κατά τη γνώµη µας συζήτηση. Το πρώτο από αυτά σχετίζεται µε το ερώτηµα του οικονοµικού περιβάλλοντος το οποίο ευνοεί ή κατ αντιστοιχία αποτρέπει την εµφάνιση καινοτοµιών. Το δεύτερο αφορά σε ορισµένα ιδιαίτερα οικονοµικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας µετάδοσης και αποδοχής της καινοτοµίας τα οποία εξηγούν τον όγκο, τη σύνθεση και συχνά τις συγκεκριµένες µορφές που µπορεί να πάρει το διεθνές εµπόριο (π.χ. άµεση ξένη επένδυση). Ακόµη και αν θεωρήσουµε ότι οι αναπτυγµένες τουλάχιστον χώρες έχουν ίσες δυνατότητες προσπέλασης στη γνώση, η ενσωµάτωση της τελευταίας σε ένα εµπορεύσιµο προϊόν δεν είναι αυτονόητη, αλλά προϋποθέτει την παρέµβαση του επιχειρηµατικού παράγοντα ο οποίος έχοντας διαγνώσει τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που συνεπάγεται η εφαρµογή της εν λόγω καινοτοµίας στην παραγωγική διαδικασία, στην παραγωγή νέου προϊόντος κλπ. θα αναλάβει τον επιχειρηµατικό κίνδυνο εφαρµογής της. Η γνώση όµως των επιχειρηµατιών για τις ευκαιρίες της 23