Η κραυγή Του Φοίβου Μπότση Με μετέφεραν σ αυτό το άθλιο κλουβί πριν από ένα ακριβώς μήνα. Η μέρα εκείνη, αλήθεια σας λέω, ήταν η πιο μελανή της τρίχρονης ζωής μου. Δεν είναι του χαρακτήρα μου να γκρινιάζω, όχι, καθόλου, δεν είμαι απ αυτούς τους ξιπασμένους αλανιάρηδες που υπερτιμούν το αγαθό της ελευθερίας και κακαρίζουν συνέχεια για να καταγγείλουν ενώπιον Θεού και ανθρώπων την αιχμαλωσία τους. Εκτιμώ πολύ περισσότερο από την ελευθερία μου ένα πιάτο φαί, λίγο καθαρό νεράκι, έναν ήσυχο ύπνο, πράγματα πιο χειροπιαστά, ούτως ειπείν. Είμαι κόκορας πραγματιστής, αφήνω τα μεγάλα όνειρα σε άλλους, με μεγαλύτερο λειρί από την αφεντιά μου. Αλλά η μοναξιά, αυτή φίλε μου, δεν παλεύεται με τίποτα. Φανταστείτε για ένα λεπτό αυτή την εικόνα: ένα αχανές κλουβί, το οποίο κάποτε φιλοξενούσε λιοντάρια, με μια γούρνα ακριβώς στη μέση του, πιο στεγνή κι απ την αποξηραμένη Κωπαΐδα, μερικά αυτάρεσκα παγώνια που περνούν τη μέρα τους ακκιζόμενα με μουσικό χαλί τα άθλια κρωξίματα των συντρόφων τους, κι εμένα, μόνο κι έρημο, χωρίς μια κοτούλα, μία έστω κοτούλα, να μου κρατάει συντροφιά, βραχνιασμένο απ το ανηλεές λάλημα, να περιφέρομαι ξεπουπουλιασμένος σαν την άδικη κατάρα. Να διευκρινίσω σ αυτό το σημείο ότι χαίρω άκρας υγείας κι ότι το ξεπουπούλιασμα στο οποίο μόλις αναφέρθηκα οφείλεται αποκλειστικά σε ψυχοσωματικά αίτια, που προσπαθώ ν αντιμετωπίσω μόνος μου, χωρίς καμία επιστημονική βοήθεια. Κανείς σώφρων κόκορας δεν θα κατέστρεφε ιδίοις χερσί (τρόπος του λέγειν) ένα υπέροχο φτέρωμα σαν το δικό μου, αλλά λίγο η πλήξη, λίγο τα νεύρα, λίγο η προσδοκία για κάτι που ποτέ δεν έρχεται, κάπου πρέπει να ξεσπάσω κι εγώ, δε νομίζετε; Κι έτσι κατάντησα ο έρμος να τσουρομαδιέμαι ολημερίς κι οληνυχτίς, με αποτέλεσμα κι αυτοί οι λίγοι πια επισκέπτες του Βασιλικού (ο θεός να τον κάνει!) Κήπου, όταν δεήσουν να σταματήσουν μπροστά στο κλουβί μας, το οποίο σημειωτέον δεν το βρίσκεις ούτε με χάρτη, να με περιεργάζονται περισσότερο με οίκτο, παρά με θαυμασμό, ως όφειλαν.
Είπα «βασιλικός», αλλά δεν θα έπρεπε να βιαστείτε να εικάσετε τα φρονήματά μου. Και το «εθνικός» μια χαρά είναι, ωραιότατο, αλλά όσο να πεις το στέμμα προσθέτει ένα πρεστίζ στην αιχμαλωσία, μια κάποια χρυσόσκονη, σε κάνει να αισθάνεσαι μέρος μιας πολύ γκλάμορους κατάστασης, ασχέτως που εμένα όπως σας περιέγραψα προ ολίγου με τρώει η μαρμάγκα. Τι παραπάνω από μένα έχει δηλαδή ένας κόκορας πραγματικού βασιλικού κήπου -φερ ειπείν της Αγγλίας ή της Ισπανίας ή του Βελγίου, χωρών που ξέρουν να κρατούν τα προσχήματα-; Σας διαβεβαιώ, απολύτως τίποτα, μη σας πω ότι λόγω του τρισάθλιου κλίματος θα είναι στάνταρ και ελαφρώς πιο κατσιασμένος. Αλλά η ετικέτα, ετικέτα. Αυτή βλέπουν όλοι, αυτή έμαθαν να διαβάζουν, αυτή είναι το διαβατήριο στη ζωή σου. Η ετικέτα σου είσαι εσύ. Οπότε θα μου επιτρέψετε να αυτοπροσδιορίζομαι έτσι, ως «κόκορας του Βασιλικού Κήπου της Αθήνας». Με λίγη τύχη, ο μύθος μου θα αρχίσει να προηγείται εμού κι έτσι θα καταφέρω να διατηρήσω ακέραιες τις ελπίδες μου για μια μεταγραφή σε κανένα ζωολογικό κήπο της προκοπής. Ξέρω πως αυτά ακούγονται λίγο υπερφίαλα στ αυτιά ανθρώπων που ζουν σε μια άσχημη πόλη, η οποία με την κρίση έγινε ακόμα ασχημότερη. Εγώ βέβαια δεν έχω προσωπική άποψη για όλα αυτά, δεν θα μπορούσα άλλωστε φύσει και θέσει, αλλά παρακολουθώ από κοντά τις εξελίξεις ακούγοντας καθημερινά τον φύλακα του κήπου να μιλάει στο κινητό του τηλέφωνο. Θα με κατηγορήσετε τώρα για ωτακουστή, αλλά θέλω να ξέρετε ένα πράγμα: δεν υπάρχει πιο άχρηστη πληροφορία απ αυτή που δεν μπορείς να διαδώσεις. Κι εγώ εδώ που μ έριξε η κακούργα η μοίρα, και το πιο βροντώδες κακάρισμα να ρίξω, και τελάλη να βγάλω που λέει ο λόγος, φωνή βοώντος Οπότε όπως καταλαβαίνετε, ψυχικό κάνω. Επίδειξη ανθρωπισμού (πάλι τρόπος του λέγειν) σε ένα γηραλέο δίποδο θηλαστικό που, μεταξύ μας, φαίνεται να το έχει μεγάλη ανάγκη. Κάθε φορά που βλέπω λοιπόν τον κύριο Γιάννη να έρχεται και να την αράζει λαχανιασμένος στο παγκάκι ακριβώς δίπλα στο κλουβί μας, πάντα εκεί γύρω στις 12, όταν τελειώνει τη μεγάλη του πρωινή βόλτα στον κήπο, πλησιάζω στο σύρμα του κλουβιού και του τείνω ράμφος φιλίας. Αυτός βέβαια δεν καταλαβαίνει γρυ, οι άνθρωποι έχουν αυτό το κακό συνήθειο, δεν ανταποκρίνονται στις διακριτικές επιδείξεις ενδιαφέροντος, θέλουν χονδροειδείς κινήσεις -αγκαλιές, φιλιά, χτυπήματα στην πλάτη, ατελείωτα τηλέφωνα- για να καταλάβουν ότι αναγνώρισες κάτι οικείο σ αυτούς, ότι διεκδικείς μια θέση στη ζωή τους. Μπαναλαρίες στις οποίες ευτυχώς, εμείς, στο είδος μας, ποτέ δεν ξεπέσαμε. Καταλαβαίνει-δεν καταλαβαίνει πάντως, εγώ πάω. Κι είναι ίσως η μοναδική ώρα της μέρας που σταματάω να ξελαρυγγιάζομαι, που αισθάνομαι ότι πρέπει να βγάλω τον σκασμό για να διαλαλήσει και κάνας άλλος τον δικό του τον καημό σε τούτο τον μάταιο ντουνιά. Είναι επίσης η μοναδική ώρα της μέρας που κάποιος με αποκαλεί με ένα όνομα διαφορετικό βέβαια κάθε φορά, αλλά τι πειράζει; Όταν σ έχει ρημάξει η μοναξιά, ακούς σ όλα τα ονόματα. Εδώ θέλω να σημειώσω, και παρακαλώ πολύ να μην εκληφθεί αυτή μου η δήλωση ως ένδειξη χαμηλής αυτοεκτίμησης, ότι δεν έχω καταλάβει ακριβώς τι φυλάει ο κύριος Γιάννης. Θέλω να πω, τι σκατά!, δεν εξυπηρετεί κάποιο λόγο η ύπαρξή του σ αυτό το πάρκο. Αυτό, μου φαίνεται πολύ σκληρό, είναι, απ το λίγο που καταλαβαίνω, πολύ δύσκολο κανείς να το αποδεχθεί και να ζήσει γνωρίζοντάς το, πως δηλαδή υπάρχει, ζει κι αναπνέει σ ένα χώρο όπου δεν σημαίνει τίποτα για κανέναν. Όπου κανείς δεν έχει την
ανάγκη του. Θα μου πείτε, μιλάς κι εσύ, που χωρίς να είσαι και καμία ατραξιόν της προκοπής, παραμένεις κλειδαμπαρωμένος σ ένα κλουβί το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι προσπερνούν αδιάφορα, γιατί σε θεωρούν συνηθισμένο, ασήμαντο, και, σαν να μην έφτανε αυτό, δεν έχεις ούτε καν μια γυναικεία παρουσία στη ζωή σου να σε επιβεβαιώνει, βρε αδερφέ, ως άνδρα. Μα ακριβώς γι αυτό το λέω. Γιατί ξέρω από πρώτο χέρι τι σημαίνει να ζεις σε φυλακή. Αυτό που συνειδητοποίησα βέβαια βλέποντας κι ακούγοντας κάθε μέρα τον κύριο Γιάννη, είναι ότι υπάρχουν πολλά και διαφορετικά μεγέθη φυλακής, καθένα προσαρμοσμένο στο ζώο που πρόκειται να φιλοξενήσει. Μόνο που η φυλακή του κυρίου Γιάννη είναι πολύ χειρότερη απ τη δική μου, γιατί ενώ εγώ, παρόλα τα δεινά μου, μπορώ τουλάχιστον να απολαύσω μια ωραία χειμωνιάτικη λιακάδα, όπως η σημερινή, εκείνος ακόμα κι όταν τον λούζει το φως, φαίνεται το ίδιο, αν όχι περισσότερο, δυστυχισμένος. Ο κύριος Γιάννης έχει χάσει τον γιο του. Σε τροχαίο, πριν από μερικά χρόνια. Τον βρήκαν με το τιμόνι καρφωμένο στο στήθος, το Αρμάνι του μούσκεμα στο αίμα, κατακόκκινο. Τον είχε σπουδάσει στα εξωτερικά ο πατέρας του αλλά έκανε, λέει, τη βλακεία, τη μεγάλη βλακεία, να επιστρέψει σε αυτό το μπουρδέλο (λόγια του κυρίου Γιάννη που μεταφέρω πάντα αυτολεξεί και δεν θα έπρεπε επ ουδενί να μου χρεωθούν). Θάφτηκε άθελά του σε μια δουλειά γραφείου, ξέρετε, φορούσε αυτά τα ρούχα που σε κάνουν αόρατο και κρατούσε μια τσάντα απ αυτές που σε τραβάνε προς τα κάτω, προς τη γη, για να σου υπενθυμίζουν ότι δεν σου επιτρέπεται ποτέ να πετάξεις. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ που δεν κρατάω τσάντα είμαι παντελώς ανίκανος για πτήσεις αξιώσεων, αλλά εγώ γεννήθηκα έτσι, δεν έγινα. Κι αυτή είναι νομίζω μια σημαντική διαφορά μεταξύ ανθρώπου και κότας. Η απώλεια του γιου του ήταν το βασικό θέμα κάθε τηλεφωνικής συνομιλίας του κυρίου Γιάννη, μέχρι σχετικά πρόσφατα. Για να είμαι ειλικρινής, τον είχα εξ αυτού του λόγου κατατάξει στους αισθηματίες, αυτή τη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που δεν ασχολούνται και πολύ με τις πρακτικές δυσκολίες της ζωής, την καθημερινή τελετουργία της, τα μικροπράγματα που μπορούν να σε ρίξουν στα τάρταρα, αλλά μένουν αθεράπευτα προσκολλημένοι στην ουσία της, που είναι εξ ορισμού ωραία, όπως είναι πάντα ένα λουλούδι που ανθίζει. Ο κύριος Γιάννης μιλούσε βέβαια για το δικό του λουλούδι, που ενώ αυτός το είχε μεγαλώσει με τόση φροντίδα κι αγάπη, κάποιος του το ξερίζωσε τόσο άδικα και πρόωρα. Αλλά, περιέργως πώς, δεν το έκανε ούτε με θυμό ούτε με απόγνωση. Παρά μόνο με ένα κρυφό πένθος, που ντρεπόταν, θα λεγες, να ξεδιπλωθεί στον έξω κόσμο. Αλλά τον τελευταίο καιρό η εικόνα άλλαξε. Ξαφνικά αυτός ο ήσυχα θλιμμένος άνθρωπος, που έμοιαζε να έχει συνθηκολογήσει με τη μοίρα του, ταρακουνήθηκε άσχημα, σαν ένα αόρατο χέρι να τον είχε πετάξει μέσα σε ένα τεράστιο μίξερ. Σταμάτησε να μιλάει με λέξεις, κι άρχισε να μιλάει με αριθμούς. Ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο. Μια ακατάσχετη αριθμολογία, σαν παραλήρημα τρελού. Τόσα η σύνταξη, τόσα οι περικοπές, τόσα το δάνειο, τόσα το ενοίκιο, τόσα το τάδε φάρμακο, τόσα το άλλο. Τόσα η ζωή που μου κλέβουν. Τίποτα δε μένει, τους πούστηδες, τίποτα. Γιατί να μου την κλέβουν τη ζωή εμένα που δεν έκλεψα ποτέ κανέναν; Γιατί; Επρόκειτο για ένα νέου είδους πένθος, ένα πένθος που δεν θύμιζε σε τίποτα το άλλο. Αυτό εδώ δεν ήταν προσωπική υπόθεση. Αποτελούσε μέρος ενός όλου. Ήθελε το έβλεπες!- να
ξεσπάσει, να συναντηθεί με το πένθος των άλλων, να γίνει ποτάμι και να κυλήσει προς τη θάλασσα σαρώνοντας τα πάντα στο ορμητικό πέρασμά του. Οφείλω να ομολογήσω ότι αντιμετώπισα με έκπληξη αυτή την απρόσμενη μεταστροφή. Ώστε αλλάζουν και οι άνθρωποι δέρμα. Αποβάλλουν κάποια νύχτα τον παλιό εαυτό τους σαν κουκούλι και γίνονται πεταλούδες, έστω και μαύρες. Για κοίτα κάτι πράγματα. Κάπου εδώ νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σας μιλήσω για τη Ματίλντα. Για το ανθρώπινο είδος αυτό το όνομα μπορεί να είναι απλώς άλλο ένα γυναικείο όνομα, αλλά για εμάς τους gallus gallus domesticus η Ματίλντα είναι ένας θρύλος, που στέκει εκεί ψηλά να μας εμπνέει και να μας δίνει κουράγιο μπας και αντέξουμε την οικόσιτη ζωή μας, η οποία ως γνωστόν δεν είναι και η πλουσιότερη σε συγκινήσεις. Η Ματίλντα, που λέτε, είναι η μοναδική κότα που κατάφερε να μπει στο βιβλίο Γκίνες. Πριν πεθάνει από ανακοπή καρδιάς, μια μέρα μελαγχολική του Φεβρουαρίου του 2006, είχε προλάβει να ζήσει δεκαέξι καλά ακούσατε, δεκαέξι!- ολόκληρα χρόνια. Είχε εμφανιστεί μάλιστα και στο Tonight Show, μια πολύ δημοφιλή εκπομπή της αμερικανικής τηλεόρασης, πράγμα που επιβεβαιώνει τα λόγια με τα οποία την αποχαιρέτισαν οι ιδιοκτήτες της κατά την εκδημία της: κούκλα μου, δεν ήσουν τυχαία. Είχες σταρ κουάλιτι. Μοιραίο δεν ήταν να γίνει είδωλο για όλους μας; Εγώ, τουλάχιστον, παρότι αρρενωπότατος και λυράτος, από τη στιγμή που έμαθα πρόσωπα και πράγματα, την τοποθέτησα πολύ ψηλά μέσα μου και είπα στον εαυτό μου: κοίτα κακομοίρη μου να της μοιάσεις! Τα μάτια σου δεκατέσσερα. Ο πήχης είναι πλέον ψηλά. Δεν θα πεις «αντίο» σ αυτόν τον κόσμο παρά μόνο όταν θα χεις γίνει ένα ραμολί και μισό! Όλα αυτά μέχρι που είδα τον φόβο στα μάτια αυτού του γέροντα. Την αγωνία του για επιβίωση. Το κλάμα του την ώρα που πίστευε ότι δεν τον έβλεπε κανείς. Όλα αυτά μέχρι τον φετινό χειμώνα. Αυτό τον βαρύ, ατέλειωτο χειμώνα, που σου πλακώνει την καρδιά. Τώρα ξέρω πώς έμοιαζε και το δικό σου πρόσωπο, Ματίλντα. Τώρα ξέρω πόσο ανήμπορη ένιωθες. Πόσο ανήμπορη, γερασμένη και μόνη. Πόσο αφόρητα μόνη. Τώρα ξέρω πως η τελευταία σου έκφραση δεν ήταν έκφραση θριάμβου για όσα κατάφερες, αλλά λύτρωσης απ όσα είχες υπομείνει. Πως αν άντεχαν ακόμα τα ασθενικά σου πνευμόνια, θα άφηνες αυτόν τον κόσμο με μια κραυγή. Και δεν θέλω να σου μοιάσω. Όχι, τελικά δεν θέλω να σου μοιάσω. Το σκέφτηκα καλά, με το λιγοστό μου μυαλό. Χίλιες φορές κρασάτος ή με χυλοπίτες στο πιάτο κάποιου κοιλιόδουλου, παρά αυτή η κατάντια. Είναι ωραίο να φεύγει κανείς νωρίς. Πριν τελειώσει ο κόσμος όπως τον ξέρει, κι αρχίσει όπως τον φοβάται. Σήμερα ο κύριος Γιάννης δεν φάνηκε. Πού να χάθηκε; Πού να πήγε; Θα κάτσω εδώ ήσυχαήσυχα και θα τον περιμένω να φανεί.
Αν τυχόν τον δει κανείς σας πουθενά, πείτε του να βιαστεί. Θυμίστε του ότι ο κόκοράς του, ο κόκορας με τα πολλά ονόματα στον Εθνικό (πρώην Βασιλικό) κήπο, είναι μόνος του σ ένα κλουβί χωρίς μια κοτούλα, μία έστω κοτούλα, να του κρατάει συντροφιά.