Κεφάλαιο 1 Φύλο και λογοτεχνία στον 18ο και 19ο αιώνα Σύνοψη Πάντα υπήρχαν φεμινιστικές φωνές, πολύ πριν εμφανιστεί ο όρος φεμινισμός τον 19 ο αιώνα και, μάλιστα, υπήρχαν και παραδείγματα πρώιμης φεμινιστικής κριτικής. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Οδηγός στον Φεμινισμό και Μεταφεμινισμό που εξέδωσε πρόσφατα ο έγκριτος εκδοτικός οίκος Routledge συμπεριλαμβάνει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη γυναικεία γραφή κατά την εποχή της Αναγέννησης. Πολύ γνωστή πρωτο-φεμινίστρια συγγραφέας του 15 ου αιώνα είναι, για παράδειγμα, η Γαλλίδα Christine de Pizan, που υπήρξε μια από τις λίγες μορφωμένες γυναίκες της εποχής της. Όπως μας πληροφορεί η Jean Lloyd (2005), πρόκειται για την πρώτη ίσως επαγγελματία γυναίκα συγγραφέα, που αναγκάστηκε να υποστηρίξει τον εαυτό της και την οικογένειά της με τη γραφή. Δοκίμασε την πένα της σε διάφορα λογοτεχνικά είδη και κάποια στιγμή άρχισε να ασχολείται με τη συζήτηση περί γυναικών της εποχής της. Ένα βασικό της μέλημα ήταν να αντικρούσει τις αρνητικές ιδέες και αναπαραστάσεις γυναικών από τις οποίες βρίθουν τα κείμενα των ανδρών και μάλιστα των ιερωμένων της εποχής. Υπό αυτή την έννοια, άσκησε ένα είδος φεμινιστικής κριτικής. Το πιο γνωστό έργο της είναι Το βιβλίο της πόλης των γυναικών (1405). Εικόνα 1.1. Λεπτομέρεια από μινιατούρα που εικονίζει την Christine de Pizan, αριστερά, μπροστά από τις προσωποποιημένες μορφές της Αρετής, του Λόγου και της Δικαιοσύνης, και δεξιά να βοηθά στο χτίσιμο την πόλης των γυναικών. Πηγή: Wikimedia. 1 Ο Σπύρος Σκιαδαρέσης (1947/1988, σ. 38) υποστηρίζει, μάλιστα, ότι η Pizan ήταν αντισυμβατική και ως ποιήτρια: «Η εξαιρετική αυτή ποιήτρια σε πολλές της μπαλάντες ξεφεύγει, ευτυχώς για την τέχνη της, από τις
συμβατικές αυτές φόρμες και μας παρουσιάζει έναν πλούτο πραγματικά ειλικρινών αισθημάτων, γιομάτων από δυνατή συγκίνηση.» Δυστυχώς, όμως, δεν έχουμε μεταφράσεις της Pizan στα ελληνικά. Εμείς αρχίζουμε τη συστηματική μελέτη της φεμινιστικής κριτικής από τον 18 ο αιώνα, τον λεγόμενο «Αιώνα των Φώτων» του δυτικού κόσμου, και εξετάζουμε πρώτα τι σήμαινε για τις γυναίκες η επιστημονική και κοινωνική πρόοδος που οραματίστηκε για τον άνθρωπο ο Διαφωτισμός. Πιο συγκεκριμένα, η ανάδυση, στον δυτικό κόσμο κατά την εποχή αυτή, της έννοιας του ανθρώπινου υποκειμένου και της πεποίθησης ότι το ανθρώπινο υποκείμενο έχει δικαιώματα ως πολίτης, αποκλείει τις γυναίκες, καθώς κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι γυναίκες δεν διαθέτουν από τη φύση τους την ικανότητα του ορθού λόγου και της σκέψης. Είναι φυσικό οι πρώτες φεμινίστριες, όπως η Αγγλίδα φιλόσοφος και ακτιβίστρια Mary Wollstonecraft, να διεκδικήσουν, ακριβώς, την ιδιότητα του «λογικού όντος» για τις γυναίκες και να απαιτήσουν τα αντίστοιχα δικαιώματα, δηλαδή το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την συνακόλουθη ένταξή τους στον δημόσιο χώρο και βίο. Συνεχίζουμε με την διερεύνηση των εξελίξεων που αφορούν τόσο την κοινωνική θέση της γυναίκας όσο και τη σχέση της με τη λογοτεχνία κατά τον 19 ο αιώνα, οπότε και οργανώνεται στις χώρες της Δύσης το λεγόμενο «πρώτο κύμα του φεμινισμού» με βασικό σύνθημα την ισότητα ανδρών και γυναικών και κύρια μέριμνα τους αγώνες για το δικαίωμα στην ψήφο, στην εκπαίδευση, στην περιουσία και στα επαγγέλματα με κύρος. Οι πρώτες οργανωμένες φεμινίστριες είναι εξαιρετικά δυναμικές και ονομάζονται «σουφραζέτες» (ο όρος προέρχεται από το ουσιαστικό suffrage, που σημαίνει το δικαίωμα στην ψήφο). Η προσπάθειες των κρατών να τις αναχαιτίσουν είναι συστηματικές και βίαιες. Η προσοχή των φεμινιστριών στρέφεται από την αρχή στη σημασία της λογοτεχνίας, που θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να διδάσκει και να επηρεάζει τους αναγνώστες, δημιουργώντας ισχυρές εικόνες και μοντέλα προς μίμηση τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Ωστόσο, η εποχή αυτή δεν διακρίνεται μόνο από το φεμινιστικό κίνημα αλλά και από την μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή γυναικών, οι οποίες, ακόμα και όταν δεν δηλώνουν ρητά την ταύτισή τους με τις σουφραζέτες, πραγματεύονται με διορατικότητα ζητήματα όπως την έμφυλη ταυτότητα, την καταπίεση και την εκμετάλλευση των γυναικών αλλά τις σχέσεις εξουσίας των δύο φύλων. Στο κεφάλαιο αυτό θα δούμε ενδεικτικά κάποια λογοτεχνικά κείμενα της εποχής αυτής, έτσι ώστε να εντοπίσουμε τους λογοτεχνικούς και άλλους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες ανταποκρίνονται και παρεμβαίνουν σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που απασχολούν την εποχή τους. 1.1. Γυναικείο Ζήτημα και Διαφωτισμός: Η περίπτωση της Μαίρης Γουόλστονκραφτ Ο Διαφωτισμός ή αλλιώς «Αιώνας των Φώτων» είναι η εποχή κατά την οποία προκρίνεται ο ορθός λόγος στην Ευρώπη. Όπως γράφει και η Valerie Bryson (2005, σ. 34), η εποχή διέπεται από αισιοδοξία για το μέλλον του ανθρώπου και την πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα μπαίνει πλέον σε μια πορεία συνεχούς βελτίωσης της ζωής και της κοινωνίας: οι Διαφωτιστές φιλόσοφοι πιστεύουν με βεβαιότητα ότι μέσω της ανάπτυξης του ορθού λόγου και της επιστημονικής γνώσης θα υπάρχει πρόοδος. Ο Θεός και η θρησκεία περνούν επίσης από τον κριτικό έλεγχο του ορθού λόγου, όπως όλοι οι θεσμοί και οι αυθεντίες, και παύουν να είναι το βασικό κριτήριο του σωστού και του λάθους. Μέσω του ορθού λόγου αμφισβητούνται τα απολυταρχικά καθεστώτα και για πρώτη φορά θεωρείται δυνατό να αλλάξουν οι δομές της κοινωνίας, όταν αυτές δεν προάγουν την ευτυχία και την ασφάλεια των πολλών έτσι δημιουργείται το πολιτισμικό υπόβαθρο των μεγάλων επαναστάσεων του 18 ου αιώνα (αμερικανική και γαλλική). Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι οι γυναίκες δεν θεωρήθηκαν από τους Διαφωτιστές εξίσου ικανές με τους άνδρες για κριτική σκέψη και λογική αντίθετα, αρκετοί φιλόσοφοι της εποχής υποστήριξαν ότι οι γυναίκες είναι από τη φύση τους υποχείριες των αισθημάτων τους και των παθών τους. Εκείνη την εποχή διαμορφώνονται ορισμένα εννοιολογικά δίπολα στην αντίληψή μας για τα φύλα που, ως έναν βαθμό, ισχύουν (δυστυχώς) ακόμα και σήμερα: ο άνθρωπος θεωρείται «χωρισμένος» σε λογική και συναίσθημα ο άνδρας ταυτίζεται με τη λογική και ό,τι αυτή συνεπάγεται, όπως την εκπαίδευση, την ανάπτυξη της επιστήμης και τη δημόσια διοίκηση, ενώ η γυναίκα με το συναίσθημα, το ένστικτο, τη διαίσθηση κ.λπ. Η κοινωνική ζωή χωρίζεται σε δύο «σφαίρες», τη δημόσια και την ιδιωτική, οπότε φυσικός χώρος των ανδρών θεωρείται ο δημόσιος, ενώ των γυναικών ο ιδιωτικός χώρος της οικογένειας. Κατά συνέπεια, ο άνδρας δικαιούται την ιδιότητα του πολίτη, ενώ η γυναίκα όχι. Βεβαίως, υπήρξαν και αντιδράσεις και γράφτηκαν αρκετά κείμενα, τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες, ενάντια στην ιδεοληψία ότι το προνόμιο του ορθού λόγου, της λογικής, της κριτικής σκέψης και, κατά 1
συνέπεια, το προνόμιο της ιδιότητας του πολίτη, ανήκουν αποκλειστικά στους άνδρες. 2 Εμείς θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με την Αγγλίδα Mary Wollstonecraft (Μαίρη Γουόλστονκραφτ, 1759-1797), η οποία έμεινε στην ιστορία του φεμινισμού, αλλά και την ιστορία της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, για το περίφημο βιβλίο της Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας (A Vindication of the Rights of Woman, 1792), όπου υποστηρίζει ότι θεμέλιο της κοινωνίας θα πρέπει να είναι ο ορθός λόγος και αναπτύσσει τη ρηξικέλευθη για την εποχή της άποψη ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες είναι και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως λογικά όντα. Έγραψε επίσης μυθιστορήματα, μια ιστορία της γαλλικής επανάστασης, ταξιδιωτική λογοτεχνία, παιδική λογοτεχνία και πολλά δοκίμια. Βασική μέριμνα της Γουόλστονκραφτ ήταν να διεκδικήσει για τις γυναίκες το δικαίωμα στην εκπαίδευση και, συνεπώς, την ένταξή τους στον δημόσιο χώρο. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Mary Evans (2004, σσ. 48-49), η Γουόλστονκραφτ δεν είναι απλώς μια φεμινίστρια που ζητάει ισότητα για τις γυναίκες στο έργο της συζητάει το ζήτημα της διαμόρφωσης της έμφυλης ταυτότητας, τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών, μέσα από την εκπαίδευση, τις συνήθειες και τα «πρέπει» που ορίζουν τη συμπεριφορά. Έτσι, αφενός καταγγέλλει το γεγονός ότι οι γυναίκες στερούνται τα «δικαιώματα του πολίτη», όπως αυτά διαμορφώνονται στην Ευρώπη στα τέλη του 18 ου και τις αρχές του 19 ου αιώνα, ενώ παράλληλα προβάλλει το αίτημά της για την ένταξη και των ανδρών στον κόσμο του σπιτιού και της οικογένειας. Προτείνει, τελικά, μια μεταρρύθμιση του κοινωνικού κόσμου, έτσι ώστε τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού να μην καθορίζονται με βάση τη διαφορά φύλου. Να πούμε, όμως, ότι σήμερα αμφισβητείται από ορισμένες φεμινίστριες η εμμονή με τη λογική και τον ορθό λόγο που επιδεικνύει η Γουόλστονκραφτ, καθώς στον χώρο των σπουδών φύλου δίνεται μεγάλη βαρύτητα στη σημασία των αισθημάτων, του ασυνείδητου και του σώματος. Ειδικότερα, η Cora Caplan (1986) έχει υποστηρίξει ότι στην Γουόλστονκραφτ ανάγεται μια καχυποψία απέναντι στη σεξουαλικότητα και η επακόλουθη «απώθηση» του γυναικείου σώματος και της σημασίας του, η οποία διέπει τη μαρξιστική φεμινιστική παράδοση του 20 ου αιώνα (σε αντίθεση με την ψυχαναλυτική), ενώ η Mary Poovey (1984) διακρίνει μια ένταση στην προσπάθειά της, αφενός να καταρρίψει την πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι ουσιωδώς σεξουαλικά όντα και αφετέρου να υποστηρίξει ότι οι γυναίκες χρειάζονται μια σταθερή, σεξουαλική και συναισθηματική σχέση. Άλλες συγγραφείς της εποχής εκείνης, ωστόσο, τις οποίες θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε φεμινίστριες, όπως η Γαλλίδα (διανοούμενη και πρωτοπόρος θεωρητικός της συγκριτικής φιλολογίας) Madame de Staël και η Ιρλανδή Sydney Owenson, Lady Morgan, ενώ έχουν επηρεαστεί και από την Γουόλστονκραφτ, επιχειρούν στα μυθιστορήματά τους, μέσα από ένα ύφος που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σκόπιμα και στρατηγικά «θηλυκό», δηλαδή υπερβολικά φορτισμένο με συναισθηματισμό, πάθος και ευαισθησία, να «διαρρήξουν» τα στεγανά του «ανδρικού» ορθολογισμού. 3 Μια ακόμη αμφιλεγόμενη θέση της Γουόλστονκραφτ είναι η εξής: μιλάει για «άκαρπη άνθιση» των γυναικών, εννοώντας ότι «οι πολιτισμένες γυναίκες του [18 ου ] αιώνα, με λίγες εξαιρέσεις, αγωνιούν μόνο για το πώς θα εμπνεύσουν τον έρωτα, ενώ θα έπρεπε να τρέφουν μια ευγενέστερη φιλοδοξία και να κατακτούν τον σεβασμό με τις ικανότητες και τις αρετές τους». Αναφέρεται, δηλαδή, στη διαδικασία διά της οποίας η δύναμη και οι ικανότητες των γυναικών θυσιάζονται (συχνά από τις ίδιες τις γυναίκες) στον βωμό της ομορφιάς. Γενικά, ασκεί ιδιαίτερα αυστηρή κριτική στις κυρίαρχες μορφές θηλυκότητας της εποχής (έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας, υπερβολική προβολή συναισθηματικότητας, υιοθέτηση του ύφους και του «ήθους» της «επιθυμητής» και κατάλληλης για γάμο γυναίκας), πράγμα που έχει ερμηνευθεί από την Susan Gubar (1994) και ως μια μορφή ιδιόμορφου «μισογυνισμού»: αφενός η Γουόλστονκραφτ παλεύει για τη χειραφέτηση των γυναικών, αφετέρου απεχθάνεται τη συμπεριφορά των μη χειραφετημένων γυναικών. 1.1.1. Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ ως κριτικός λογοτεχνίας Στο έργο της η Γουόλστονκραφτ αναλύει ένα σπουδαίο «κλασικό» ποιητικό κείμενο, το θρησκευτικό έπος Paradise Lost (Χαμένος Παράδεισος) του John Milton. Εκεί ασκεί κριτική στον «εθνικό ποιητή» της Αγγλίας, τον Milton, για τον λόγο ότι παρουσιάζει την Εύα ως ένα ρηχό και ναρκισσιστικό ον, που οφείλει να καθοδηγείται από τον Αδάμ. Ο Αδάμ έχει άμεση επαφή και επικοινωνία με τον Θεό στο ποίημα αυτό, όμως για την Εύα ο Λόγος του Θεού διαμεσολαβείται από τον Αδάμ και κατά συνέπεια ο Αδάμ είναι αυτός τον οποίο οφείλει να ακούει και να υπακούει. Έτσι η Γουόλστονκραφτ θεμελιώνει μια παράδοση φεμινιστικής κριτικής, τη διερεύνηση των εικόνων των γυναικών και της λειτουργίας τους σε λογοτεχνία γραμμένη από άνδρες. Η κριτική ενάντια σε μεγάλους συγγραφείς και ποιητές, οι οποίοι πλάθουν αρνητικές και υποτιμητικές εικόνες γυναικών, αποτελεί συστηματική πρακτική της φεμινιστικής λογοτεχνικής κριτικής ακόμα και σήμερα. 2
Αλλά κατά τον 18 ο αιώνα ήταν μια επαναστατική πράξη, γιατί η λογοτεχνία τότε θεωρούνταν μια αναμφισβήτητη πηγή αλήθειας: αν διαβάζουμε λογοτεχνία για να διδασκόμαστε τις αλήθειες για την ανθρώπινη φύση και τον κόσμο, δεν είναι πρόβλημα να μαθαίνουμε ότι η κατωτερότητα των γυναικών απέναντι στους άνδρες είναι μια «απόλυτη αλήθεια»; Γενικά, η πεποίθηση ότι η λογοτεχνία έχει και μια διδακτική διάσταση δεν καταρρίφθηκε ποτέ οριστικά, οπότε θα πρέπει να μας απασχολεί το περιεχόμενό της, τι είναι αυτό που «διδάσκει», ειδικά όταν πρόκειται για παιδική λογοτεχνία ή λογοτεχνία θεσμικά ενταγμένη στο εκπαιδευτικό σύστημα. 1.1.2. Η πρόσληψη και η επίδραση της Μαίρης Γουόλστονκραφτ Όταν δημοσιεύτηκε το Διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών το 1792, γράφτηκαν κυρίως καλές κριτικές του βιβλίου στον βρετανικό τύπο, που φανέρωναν ότι το κοινό της εποχής συμφωνούσε με το αίτημα για περισσότερη και καλύτερη εκπαίδευση των γυναικών. Αργότερα όμως, στη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας, τα πράγματα άλλαξαν και η φήμη της Γουόλστονκραφτ κατέρρευσε. Οι λόγοι, όπως μας εξηγεί η R. N. Janes (1978, σ. 297) ήταν δύο: ο πρώτος ήταν ότι το 1800 κυκλοφόρησαν τα Απομνημονεύματα του συζύγου της, του πολιτικού φιλόσοφου William Godwin, με τίτλο Memoirs of the Author of a Vindication of the Rights of Woman, τα οποία είχε συγγράψει ως φόρο τιμής προς τη γυναίκα του, χωρίς να έχει προβλέψει την καταστροφή που θα έφερναν. Τα Απομνημονεύματα αποκάλυψαν ότι η Γουόλστονκραφτ είχε αποκτήσει ένα παιδί εκτός γάμου με τον προηγούμενο εραστή της, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει και την είχε ωθήσει σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά ότι και μεταξύ τους είχαν σεξουαλικές σχέσεις πριν παντρευτούν. Ο συσχετισμός της Διεκδίκησης με τα Απομνημονεύματα μετέτρεψε την εικόνα της Γουόλστονκραφτ σε άκρως επαναστατική. «Προσφέροντας έναν ευάλωτο συνδυασμό σεξουαλικού και πολιτικού λάθους, η Γουόλστονκραφτ έγινε το συμβολικό κέντρο για τις επιθέσεις εναντίον των ριζοσπαστικών γυναικών συγγραφέων» (Janes, σ. 300). Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δαιμονοποιήθηκε η Γουόλστονκραφτ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της γυναικείας γραφής και είναι ότι η πορεία της γαλλικής επανάστασης είχε πλέον δημιουργήσει μια ακραία αρνητική αντίδραση στην Αγγλία αναφορικά με κάθε είδους επαναστατικό λεξιλόγιο. Φεμινίστριες οπαδοί της Γουόλστονκραφτ υπέστησαν τις συνέπειες. Το 1803, όμως, εμφανίστηκε ένα άρθρο που αποδίδεται σε μία από αυτές, στην Mary Hays, το οποίο υποστήριζε ότι ο λόγος για την εχθρότητα απέναντι στις φεμινιστικές ιδέες της Γουόλστονκραφτ δεν ήταν πραγματικά το περιεχόμενό τους αλλά το ύφος της γραφής της και ο τόνος της, που είναι υπερβολικά επιθετικά και παραπέμπουν στο ήθος της γαλλικής επανάστασης. Η ίδια η Hays φαίνεται πως έγραψε ένα κείμενο σε μετριοπαθή τόνο και ήπιο ύφος, προφανώς καταλληλότερο για «αξιοπρεπή» γυναίκα, με τον τίτλο Έκκληση προς τους άνδρες της Μεγάλης Βρετανίας εν ονόματι των γυναικών (Janes, σ. 301), το οποίο είχε θετική υποδοχή καθώς δεν φαινόταν, σύμφωνα με αρθρογράφο του συντηρητικού περιοδικού Anti-Jacobin, «να προσβάλει τα λεπτά αισθήματα ή τα οφέλη της θρησκείας και της ηθικότητας». Καθώς προχωράει ο 19 ος αιώνας, οι φεμινίστριες ασχολούνται όλο και περισσότερο με το θέμα της ανάπτυξης ενός είδους λόγου και της κατάλληλης ρητορικής που θα τους επιτρέψουν να προβάλλουν και να διεκδικούν τα αιτήματά τους δημόσια με αποτελεσματικό τρόπο. Κατά τη διάρκεια της βικτωριανής εποχής, προκρίνεται το είδος της «μετριοπαθούς έκκλησης» που εκφωνείται και προφορικά, μπροστά σε μικτό ακροατήριο. Πρόκειται για λόγους που είναι οργανωμένοι έτσι ώστε να προσομοιάζουν περισσότερο με έκκληση και λιγότερο με δικηγορική επιχειρηματολογία, και στοχεύουν στην αποφυγή της δημόσιας σύγκρουσης. Η δύναμη της έκκλησης, υπαινίσσεται η Frances Power Cobbe, που ήταν ηγετική φυσιογνωμία του φεμινισμού της εποχής, είναι ότι θυμίζει τον λόγο της προσευχής του Άγγλου πάστορα στην εκκλησία και έτσι δανείζεται κάτι από το κύρος του τελευταίου. «Η τόλμη της Έκκλησης έγκειται στην άμεση προσαγόρευση προς ένα συγκεκριμένο, συχνά ισχυρό ακροατήριο ή σύνολο ιδανικών, αλλά τα άλλα χαρακτηριστικά της η ικεσία, η παράκληση, η συνηγορία χάριν ενός αδύναμου μέρους ήταν κατάλληλα για έναν δημόσιο φεμινισμό που ήταν αναγκασμένος να τηρεί συγκεκριμένες συμβάσεις θηλυκότητας, προκειμένου να εισακουσθεί» (Shroeder, 2003, σ. 111). Η παραδοξότητα της έκκλησης, δηλαδή, είναι ότι συνδυάζει την τόλμη με τη μερική αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας που επιχειρεί να ανατρέψει. Το είδος αυτό της δομής του λόγου και της ρητορικής βρίσκεται σε διακειμενική σχέση και με μυθιστορήματα της εποχής και «συχνά εντοπίζουμε στη γυναικεία λογοτεχνία, όπως και στις ρητά φεμινιστικές πρακτικές του 19 ου αιώνα, ένα είδος διπλού αδιέξοδου ή διπλής δέσμευσης (double bind), καθώς βλέπουμε ότι συχνά οι ρητορικές στρατηγικές που παρέχουν πειστικότητα στον γυναικείο λόγο και δραστικότητα στις συγγραφείς του, αναπαράγουν ταυτόχρονα, τουλάχιστον εν μέρει, τα σεξιστικά στερεότυπα στα οποία αντιτίθενται» (Σηφάκη, 2007, σ. 27). 3
1.2. Το πρώτο «κύμα» ή «ρεύμα» του φεμινισμού (19 ος αιώνας και αρχές του 20 ου αιώνα) Ο όρος «φεμινισμός» παρουσιάζεται για πρώτη φορά τον 19 ο αιώνα. Ο φεμινισμός ως οργανωμένο κίνημα έχει επίσης την αρχή του στον 19 ο αιώνα και συγκεκριμένα στο 1948, όταν οργανώθηκε στο Seneca Falls, ένα μικρό χωριό στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, το πρώτο συνέδριο γυναικών. Αξίζει εδώ να παραθέσουμε ένα, έστω μικρό, απόσπασμα από τη «Διακήρυξη Αισθημάτων και Αποφάσεων» του συνεδρίου αυτού, που συντάχθηκε με βάση το μοντέλο της «Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας» των ΗΠΑ από την Elizabeth Cady Stanton: 4 Θεωρούμε τις ακόλουθες αλήθειες αυτονόητες: ότι όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν δημιουργηθεί ίσοι ότι ο Δημιουργός τους τούς έχει κληροδοτήσει ορισμένα απαράβατα δικαιώματα ότι ανάμεσα σε αυτά τα δικαιώματα είναι η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας ότι η εξασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων είναι ο λόγος για τον οποίο θεσμοθετούνται κυβερνήσεις, των οποίων η δίκαια εξουσία απορρέει από τη συναίνεση των κυβερνωμένων. [ ] Αν μια μακρά σειρά από κακοποιήσεις και καταχρήσεις αποκαλύψει ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να επιβάλει απόλυτη δεσποτεία, είναι καθήκον [των κυβερνωμένων] να ρίξουν αυτή την κυβέρνηση και να εξασφαλίσουν νέους φύλακες για τη μελλοντική τους ασφάλεια. Με τέτοιον τρόπο και επί μακρόν έχουν υποφέρει οι γυναίκες κάτω από την κρατούσα μορφή διακυβέρνησης και τέτοιου τύπου είναι η αναγκαιότητα που επιβάλλει στις γυναίκες να απαιτήσουν την ισότιμη θέση την οποία δικαιούνται. Οι φεμινίστριες του πρώτου κύματος στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ επικεντρώνουν τον αγώνα τους κυρίως σε αιτήματα όπως το δικαίωμα στην ψήφο, την εκπαίδευση, το δικαίωμα στο διαζύγιο και την κατοχή περιουσίας. Ιδίως οι λεγόμενες «σουφραζέτες» διαδηλώνουν για το δικαίωμα στην ψήφο, έρχονται σε σύγκρουση με την αστυνομία από την οποία κακοποιούνται, συλλαμβάνονται και συχνά περνάνε τις νύχτες τους στη φυλακή. Μας ενδιαφέρει το γεγονός ότι, καθώς οι σουφραζέτες μιλούν δημόσια για να πείσουν το κοινό τους, διαμορφώνουν και δομούν ένα ιδιαίτερο είδος λόγου και ρητορικής. Φεμινιστές δεν ήταν μόνο γυναίκες αλλά και άνδρες, από τους οποίους οι πιο γνωστοί ήταν ο Άγγλος πολιτικός και φιλόσοφος John Stuart Mill και ο Ιρλανδός πρωτοσοσιαλιστής William Thompson. Ο τελευταίος μάλιστα, μη μασώντας τα λόγια του, υποστήριξε τη γυναικεία ψήφο όχι ως «δικαίωμα» των γυναικών, αλλά ως «αναγκαιότητα», γιατί γυναίκες και άνδρες έχουν «διαφορετικά συμφέροντα». Εξάλλου, καθώς οι γυναίκες είναι αποκλεισμένες από την πολιτική και από τον δημόσιο χώρο εν γένει, άνδρες φίλοι και σύντροφοι «διαμεσολαβούν» τα αιτήματά τους στον δημόσιο χώρο της πολιτικής και το κοινοβούλιο. Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι το φεμινιστικό κίνημα του 19 ου αιώνα στην Αμερική έχει στενές σχέσεις με το κίνημα για την κατάργηση της δουλείας και συμπεριλαμβάνει στις γραμμές του μαύρες φεμινίστριες, ενώ από την αρχή επιχειρεί να είναι πολυδιάστατο και κοντά στα προβλήματα των γυναικών της εργατικής τάξης. Έτσι, το πρώτο κύμα συνδέεται τόσο με τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών στο πλαίσιο του φιλελεύθερου αστικού φεμινισμού, όσο και με τις αρχές του σοσιαλιστικού φεμινισμού των αρχών του 20 ού αιώνα. Οι πιο ριζοσπαστικές φεμινίστριες, όπως η Stanton, συμμετέχουν εξίσου και σε οργανωμένα εργατικά κινήματα. Παρακάτω παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τη διάσημη δημόσια ομιλία της περίφημης Sojourner Truth (1797-1883), «Ain t I a Woman!», όπου προβάλλει τη δική της εμπειρία, ως γυναίκα και πρώην σκλάβα, και τη συγκρίνει με την εμπειρία των λευκών αστών γυναικών, των οποίων η θηλυκότητα ήταν ταυτισμένη με τη φινέτσα, την ανημποριά και την ανάγκη για προστασία: Αυτός εκεί ο άνδρας λέει ότι εκείνη εκεί η γυναίκα θέλει βοήθεια ν ανεβεί σε άμαξα και κάποιον να τη σηκώνει πάνω από τις λακκούβες με τα λασπόνερα και να κάθεται στην καλύτερη θέση παντού. Κανείς δεν με βοηθάει εμένα να ανεβαίνω σε άμαξες και να περνάω λακκούβες κι ούτε μου προσφέρει καμιά καλύτερη θέση! Δεν είμαι γυναίκα εγώ; Κοιτάξτε με! Κοιτάξτε τα μπράτσα μου! Έχω οργώσει τα χωράφια, και σπείρει και θερίσει και κανένας άνδρας δεν με ξεπερνούσε! Δεν είμαι γυναίκα εγώ; Έχω γεννήσει δεκατρία παιδιά και τα είδα σχεδόν όλα να πουλιούνται σκλάβοι, και όταν ούρλιαξα τον πόνο μου της μάνας κανείς δεν μ άκουσε εκτός απ τον Χριστό! «Ain t I a Woman?». 4
Αξίζει να ακούσετε την ποιήτρια Maya Angelou να απαγγέλει τον λόγο της Sojourner Truth σε ένα εξαιρετικό βίντεο: URL https://www.youtube.com/watch?v=mm4jjuqeqda 1.2.1. Οι γυναίκες κριτικοί και λογοτέχνες Κατά την περίοδο αυτή εμφανίζονται αρκετά γυναικεία περιοδικά. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται ως λογοτεχνικό είδος που γράφεται και διαβάζεται από γυναίκες στην Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, αλλά και στη Γαλλία. Οι σπουδαίες μυθιστοριογράφοι στο τέλος του 18 ου και του 19 ου αιώνα, όπως οι Γαλλίδες George Sand και Germaine de Staël, και οι Αγγλίδες Jane Austen, αδελφές Charlotte και Emily Brontë και η George Eliot, ποιήτριες όπως η Elizabeth Barrett Browning και η Christina Rossetti, αλλά και πολλές άλλες, πραγματεύονται μέσω της λογοτεχνικής γραφής, συστηματικά, με επίγνωση και συχνά με μαχητικότητα, ζητήματα αναφορικά με το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την κοινωνικοποίηση των γυναικών και τις σχέσεις των φύλων. Συγχρόνως εμφανίζονται, ιδίως κατά την εποχή του ρομαντισμού (κατά τα πρώτα 30 χρόνια του 19 ου αιώνα) και σημαντικές γυναίκες θεατρικοί συγγραφείς. Συχνά η λογοτεχνία χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διατύπωση φεμινιστικών και άλλων πολιτικών θέσεων. Παραθέτουμε παρακάτω ως παράδειγμα ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Charlotte Brontë, Jane Eyre (σε μετάφραση Δ. Κικίζα, Εκδόσεις Σμίλη 1997, σ. 145). Εδώ η αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, η Τζέην, ενθυμούμενη την παθητική και βαρετή ζωή της ως γκουβερνάντα γράφει: Δεν έχει νόημα να λέει κανείς ότι οι άνθρωποι πρέπει να ικανοποιούνται με την ηρεμία. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δράση και, αν δεν τη βρίσκουν, τη δημιουργούν από μόνοι τους. Εκατομμύρια άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε μια μοίρα πιο στάσιμη από τη δική μου και εκατομμύρια εξεγείρονται σιωπηρά εναντίον του κλήρου τους. Κανείς δεν ξέρει πόσες εξεγέρσεις, εκτός από τις πολιτικές, ζυμώνονται καθημερινά στις μάζες ζωής στις οποίες ζουν οι άνθρωποι. Θεωρείται γενικά ότι οι γυναίκες είναι πολύ ατάραχες. Αλλά οι γυναίκες νιώθουν όσο νιώθουν και οι άνδρες, έχουν ανάγκη να εξασκούν τις ικανότητές τους και έχουν ανάγκη από ένα πεδίο δράσης για τις προσπάθειές τους, όσο τα έχουν ανάγκη και οι αδελφοί τους. [Οι γυναίκες] υποφέρουν από τους υπερβολικά αυστηρούς περιορισμούς και από την υπερβολικά μεγάλη στασιμότητα, όπως θα υπέφεραν και οι άνδρες. Και είναι στενόμυαλο από την πλευρά των πιο προνομιούχων συνανθρώπων τους να λένε πως οι γυναίκες πρέπει να αρκούνται να φτιάχνουν γλυκίσματα και να πλέκουν κάλτσες, να παίζουν πιάνο και να κεντούν πορτοφόλια. Είναι απερίσκεπτο να τις καταδικάζουν και να τις περιγελούν, όταν αυτές προσπαθούν να κάνουν ή να μάθουν κάτι παραπάνω απ ό,τι έχει καθιερώσει ως απαραίτητο για το φύλο τους η συνήθεια. Βέβαια, καλό είναι να θυμόμαστε ότι η διαμαρτυρία ενάντια στον «κλήρο» των γυναικών που διατυπώνει η Brontë διά στόματος της ηρωίδας της (το ότι είναι κλεισμένες στο σπίτι και δεν κάνουν τίποτα) αφορά τη μοίρα των γυναικών της αστικής τάξης του 19 ου αιώνα. Μια σύγκριση αυτής της διαμαρτυρίας της Τζέην Έυρ με τον λόγο της Sojourner Truth που παραθέσαμε παραπάνω θα είχε ενδιαφέρον. Να σημειώσουμε ότι η Βροντέ εδώ εστιάζει στη ζωή της αστικής τάξης, με πολύ λίγες αναφορές σε υπηρέτριες. Συχνά η αναπαράσταση της κοινωνίας στα βικτωριανά μυθιστορήματα είναι ελλιπής, καθώς συχνά αποσιωπάται η εργατική τάξη. 5 1.3. Το θέμα του φύλου στην Ελλάδα του 19 ου αιώνα 1.3.1. Οι αντιλήψεις για τη «γυναικεία φύση» στην Ελλάδα του 19 ου αιώνα Σύμφωνα με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα των Αλεξάνδρα Μπακαλάκη και Ελένη Ελεγμίτου αναφορικά με την εκπαίδευση (ή τη μη εκπαίδευση) των Ελληνίδων στον 19 ο αιώνα: Ο προβληματισμός για τη διαφοροποίηση των φύλων εισάγεται στην Ελλάδα από την Ευρώπη, όπως διαμορφώθηκε με τη γενικότερη έμφαση που έδωσαν οι διαφωτιστές στην αντίθεση μεταξύ της φύσης και του πολιτισμού. Σε αυτά τα συμφραζόμενα η επίκληση της φύσης είχε ριζοσπαστικούς τόνους, καθώς υπέσκαπτε τις έννοιες της μοναρχίας και της εκκλησίας ως μοναδικών βάσεων της ηθικής και της τάξης της κοινωνίας. [...]. 5
Όμως, ενώ η φύση προβλήθηκε ως το πεδίο στο οποίο οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανατρέξουν, στην προσπάθειά τους να αναμορφώσουν την κοινωνία, οι διαφωτιστές επικαλέστηκαν την ιδιαίτερη σχέση που θεωρούσαν ότι έχουν οι γυναίκες με τις διαδικασίες της ζωής και, τελικά, με την ίδια τη φύση, ως απόδειξη της κατωτερότητάς τους, που επέβαλλε και τον κοινωνικό τους αποκλεισμό. Στη συνέχεια, οι Μπακαλάκη και Ελεγμίτου παραθέτουν αποκαλυπτικά κείμενα λογίων και πολιτικών των αρχών του ελληνικού κράτους αναφορικά με τη «φύση» της γυναίκας, που εκθέτουν ορισμένες από τις αντιλήψεις που διαμόρφωσαν την περιορισμένη και βασανιστική καθημερινότητα της γυναίκας του 19 ου αιώνα στην Ελλάδα. Στο παρακάτω παράθεμα οι γυναίκες δεν παρουσιάζονται μόνο αδύναμες σωματικά, αλλά και νοητικά και ηθικά, καθώς ο νους τους ορίζεται ως περιορισμένης εμβέλειας, ενώ οι ίδιες είναι έρμαια των παθών τους και κατά συνέπεια πονηρές και ύπουλες. Διόλου παράξενο, λοιπόν, ότι πρέπει να επιτηρούνται και να ελέγχονται, έτσι ώστε να επιτελούν τον προορισμό που τους έχει δοθεί από τη φύση, το να αφιερώνουν, δηλαδή, ολόκληρη τη ζωή τους στον άνδρα. Εκμηδενίζοντας το «εγώ» τους με θυσίες και αυταπάρνηση κερδίζουν μια ηθική νίκη, η οποία οφείλει να είναι ο μοναδικός τους στόχος: Από το πεδίο της «φύσης» άντλησαν τα επιχειρήματά τους όσοι υποστήριξαν ότι οι γυναίκες πρέπει να υποτάσσονται: «φύσις της γυναικός εκ δύο μόνον, ως ειπείν, στοιχείων συγκροτείται, αγάπης και αισθήματος, όλος δ αυτής ο βίος εστίν αφοσίωσις». «Η γυνή δε ευαισθητοτέρα, υποτελής, αξιέραστος, οφείλει να υποτάσσηται και να μεταβάλλη την αφοσίωσιν εις νόμον, την θυσίαν εις θρίαμβον, την αυταπάρνησιν εις μεγαλείον». Η «φύση» απαγορεύει στις γυναίκες τις «ανδρικές δραστηριότητες»: «ο ανήρ άφοβος και τολμηρός εν τοις κινδύνοις, ικανός προς αντίστασιν, καταβάλλει τας στάσεις και τας εναντιότητας, κρατεί δε αυτών διά της ρώμης του σώματος και διά της ισχύος του νου, η δε γυνή, διά μόνης της χάριτος και της πραότητος βασιλεύει». Η «φύση», επίσης, επιβάλλει να επιτηρούνται οι γυναίκες γιατί μειονεκτούν ηθικά: «[...] είναι δε φύσει εύπλαστοι και επιτήδειαι προς το παριστάνειν κωμωδίας, διότι έχουσι τα δάκρυα άφθονα, τα δε πάθη των είναι σφοδρά και ο νους των περιορισμένος ένεκα αμαθείας». Η «φύση» των γυναικών, τέλος, ασθενέστερη από την ανδρική, καθιστά την εντατική εργασία, σωματική και διανοητική, επισφαλή για την υγεία τους. 1.3.2 Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα Στο τέλος του 19 ου αιώνα και στις αρχές του 20 ού εμφανίζεται το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα και, όπως σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, επικεντρώνεται κατ αρχάς στο δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση. Αν δεν μάθει να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει «δρων υποκείμενο», δηλαδή να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, να πάρει αποφάσεις για τη ζωή του, να ζήσει σύμφωνα με τη δική του θέληση (και όχι σύμφωνα με τη θέληση των άλλων). Οι πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες είναι δασκάλες και δημοσιογράφοι. Όπως γράφει η Ελένη Βαρίκα (1988, σ. 7), «το γράψιμο αποτελεί ένα από τα πρώτα μέσα διερεύνησης μιας αυτόνομης γυναικείας ταυτότητας. [ ] Πρακτική μοναχική, το γράψιμο αποτελεί έναν τρόπο αντίστασης, ακόμα και στις πιο ακραίες συνθήκες εγκλεισμού των γυναικών, όπως δείχνει η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μαρτινέγκου. [ ] Μια πρακτική ετερόδοξη, όχι μόνο γιατί αποσπά τις γυναίκες από τα οικογενειακά τους καθήκοντα, αλλά γιατί οδηγεί στην ενδοσκόπηση, στη διερεύνηση της ατομικότητας, [ ] αλλά πάνω απ όλα γιατί όσο και αν είναι ιδιωτικό και κρυφό, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να εξελιχθεί σε συγγραφική δραστηριότητα, οδηγώντας τις γυναίκες στον απαγορευμένο δημόσιο χώρο.» Η πρώτη διάσημη Ελληνίδα φεμινίστρια, η Καλλιρόη Παρρέν, ήταν δημοσιογράφος και εκδότρια. Το 1888 άρχισε να εκδίδει την περίφημη εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντασσόταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Στόχος της εφημερίδας ήταν να προωθήση στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές φεμινιστικό συνέδριο του Σικάγου και όταν επέστρεψε ίδρυσε την «Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών». Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο. Η Παρρέν ήταν η πρώτη που ανακίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως έγινε πραγματικότητα μόνο μετά από 70 χρόνια. Έγραψε άρθρα, δοκίμια, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας: Ιστορία της γυναικός (1889), Η μάγισσα (1901), Το νέον συμβόλαιον (1901), Η νέα γυναίκα, Η Χειραφετημένη (1915) και Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή. Το 1992, πενήντα δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, η Καλλιρρόη Παρρέν τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. 6
Εικόνα 1.2. Το περιοδικό Διαβάζω αφιέρωσε ένα τεύχος το 1988 στον ελληνικό γυναικείο τύπο του 19ου αιώνα. 7
1.4. Περισσότερα για τη γυναικεία συγγραφή στον 19 ο αιώνα 1.4.1. Η περίπτωση της Ελισάβετ Μαρτινέγκου Αξίζει να δώσουμε προσοχή στην περίπτωση της Ελληνίδας συγγραφέα του 19 ου αιώνα από τη Ζάκυνθο, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832). Η Ελισάβετ Μαρτινέγκου καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Είχε μορφωθεί στο σπίτι από δασκάλους κληρικούς. Γνώριζε και μετέφραζε την αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά και τη γαλλική και την ιταλική. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα και την περίφημη Αυτοβιογραφία της, η οποία αποτελεί μαρτυρία μιας γυναίκας που εξαναγκάστηκε από την οικογένειά της να θυσιάσει τις συγγραφικές της δραστηριότητες για να παντρευτεί. «Η Αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου είχε προξενήσει ένα κάποιο ενδιαφέρον στους λογίους, όχι αμέσως μετά την έκδοσή της στα 1881, αλλά αρκετά αργότερα, από τη χρονιά 1947 και εξής, όταν ο Ντίνος Κονόμος προκάλεσε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο της, το οποίο πάντως μέχρι τότε την καθιστούσε λίγο-πολύ ως την πρώτη Ελληνίδα πεζογράφο. [...] Η Μαρτινέγκου περιγράφει τον εγκλεισμό της στο σπίτι, την απελπισία της αν και εκφρασμένη με τρόπο κόσμιο για τη ζωή της, στην οποία η μόνη διαφυγή φαντάζει η μοναστική ζωή» (Κανατσούλη, 2005, σσ. 38-39). Άσκηση εφαρμογής: Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μαρτινέγκου και εντοπίστε τους τρόπους με τους οποίους πραγματεύεται τα θέματα της ελευθερίας (εθνικής και προσωπικής), της κοινωνικής θέσης της γυναίκας και της ασυμβατότητας του γάμου με το γράψιμο και τη δημιουργικότητα:6 Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ* διδάσκαλός μου Θεοδόσιος Δημάδης και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί ανήγειραν* τα όπλα εναντίον των Oθωμανών, πως η Πάτρα και οι πλησίον της χώραις ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβίας, και πως οι επίλοιπες χώραις, κατά την συμφωνίαν ίσως, είχαν τότε καμωμένον το ίδιον, αλλά, ως πλέον μακράν, ακόμη η είδησις δεν ήτον φθασμένη εις την Ζάκυνθον. Oύτως είπεν ο μαύρος*, διότι τέτοια ήτον η φήμη, οπού παρευθύς έτρεξεν. Εγώ εις τα λόγια του άκουσα* το αίμα μου να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκύτταξα τους τοίχους του σπητιού, όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκύτταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Oυρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν, και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και μαζύ με αυτήν επιστρεμμένας εις τας καθέδρας* τους τας σεμνάς Μούσας, από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγμένας. (σσ. 124-125) Εγώ εφοβόμουν μεγάλως όλα εκείνα τα κακά όπου ημπορούν να συνέβουν εις μίαν υπανδρευμένην, αλλά περισσότερον από όλα εφοβόμουν μεγάλως μην είχε τύχη να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας, οπού θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα, και την νομίζουν διά κακήν, οπόταν αυτή ωσάν σκλάβα δεν θέλει να φέρεται. Βλέποντας τέλος πάντων και τον αδελφόν μου τοιούτης λογής ενάντιον εις την γνώμην οπού είχα διά το μοναστήρι, εκοινολόγησα*, τόσον εις αυτόν ωσάν και εις τον θείον μου, τον στοχασμόν οπού μου ήλθε διά να υπάγω να ησυχάσω εις εκείνο το μετόχι* μας, οπού εδώ επάνω ήδη εμελέτησα*. Τούτο το πράγμα εφάνη απαίσιον και εις τους δύω, όθεν εγώ τότε ευρέθηκα εις την μεγαλητέραν στενοχωρίαν οπού δύναται να ευρεθή άνθρωπος εις τον κόσμον. Όχι να υπάγω να ησυχάσω,* διατί δεν ηθέλησαν οι συγγενείς μου, όχι να υπανδρευθώ, διατί εγώ δεν ήθελα, έπρεπε λοιπόν να μείνω διά παντός εις το σπήτι. Διά παντός εις το σπήτι! Α! Τούτος ο στοχασμός με έκαμνε να τρομάζω εγώ έβλεπα καλά πως τούτο το σπήτι εξ αποφάσεως ήθελε μου προξενήσει γλίγωρον και κακόν θάνατον. Μέρα και νύκτα κλεισμένη, χωρίς να δύναμαι να πηγαίνω μήτε εις εκκλησίαν, μήτε εις περιδιάβασιν*, χωρίς να έχω την παραμικράν ξεφάντωσιν, χωρίς να έχω πλέον ελπίδα διά να αλλάξω ζωήν, χωρίς να ακούω άλλην ομιλίαν παρά εκείνην του πατρός μου (επειδή ο αδελφός μου και ο θείος μου ή ολίγον ή τίποτε* συνωμιλούσαν μαζύ με εμάς τες γυναίκες), ο οποίος άλλο δεν έκανε, παρά να λέγη τα πλέον δυστυχισμένα και μελαγχολικά λόγια οπού ποτέ να ειπώθησαν, ήσαν όλα πράγματα, οπού μου έδιναν μίαν μεγαλωτάτην θλίψιν και στενοχωρίαν, πάθη οπού γλίγωρα εξ 8
αποφάσεως* έμελλε να με γκρεμνίσουν εις το μνήμα. Τι λοιπόν, έλεγα με τον εαυτόν μου, έχω να αποθάνω, και ν αποθάνω χωρίς να κάμω καλόν; Χωρίς να εκπληρώσω εκείνο το τέλος*, διά το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον; Δυστυχισμένη Ελίζα! Πού είναι τώρα εκείνη η ευτυχεστάτη και ενάρετη ζωή, την οποίαν επήγαινες προφθάνωντας με του νοός σου τα μάτια; Και σεις, μαύρα μου συγγράμματα*, που σας αγαπούσα και ήθελα το καλόν σας, ό,τι λογής μία αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της, έχετε κλεισμένα εδώ μέσα που σας έχω, να χορτάσητε την κοιλίαν των σαράκων*, ή έχει κανένα καιρόν ο αδελφός μου να σας ευγάλη και να σας δώση εις τους δούλους του, διά να σας ξεσχίζουν και να μεταχειρίζωνται τα μέλη σας εις τας χρείας* του μαγειρείου; Εγώ αποθνήσκω, αλλά πόσον θάνατός μου ήθελε με λυπεί ολιγώτερον, ανίσως ημπορούσα να σας παραδώσω εις κανένα σπουδαίον, εις κανένα που να τιμά, και όχι να καταφρονεί, τα γεννήματα της αγχινοίας*! (σσ. 160-161) Ε. Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία ποτέ: άλλοτε / *ανήγειραν: σήκωσαν / *ο μαύρος: ο δύστυχος / *άκουσα: ένιωσα / αισθάνθηκα / *καθέδρα: έδρα / *εκοινολόγησα: ανακοίνωσα / *μετόχι: αγροικία / *εδώ επάνω ήδη εμελέτησα: ήδη ανέφερα προηγουμένως / *να υπάγω να ησυχάσω: να αποσυρθώ σε ησυχαστήριο, μοναστήρι / *περιδιάβασις: περιπλάνηση, περίπατος / *τίποτε: καθόλου / *εξ αποφάσεως: εκούσια / *τέλος: σκοπός / *συγγράμματα: έργα, πραγματείες / *σάρακες: σκόροι / *εις τας χρειάς: για τις ανάγκες / *αγχίνοια: ευστροφία, πνευματική δραστηριότητα εικόνα Το είδος της αυτοβιογραφίας, το οποίο καλλιεργεί η Μαρτινέγκου, έχει μελετηθεί εκτενώς στο πλαίσιο της φεμινιστικής κριτικής και των σπουδών φύλου. Όπως γράφει η Κανατσούλη, η αυτοβιογραφία αποτελεί τον καθρέφτη στον οποίο το υποκείμενο ανακλά τον εαυτό του και συνυφαίνεται ως είδος με την προσπάθεια του υποκειμένου να γνωρίσει τον εαυτό του. Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τη Μαρτινέγκου στο πλαίσιο των πρόσφατων μελετών, που έχουν δείξει ότι, ενώ οι αυτοβιογραφίες των ανδρών χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια να κατανοήσουν την πορεία της ζωής τους ως οργανικό σύνολο, στο οποίο να διακρίνεται ένα σχήμα αιτίου και αποτελέσματος, οι γυναικείες αυτοβιογραφίες διακρίνονται από αποσπασματική και επεισοδιακή δομή, με πολλές επαναλήψεις, ενώ απουσιάζει από αυτές η γραμμικότητα της αφήγησης την οποία προσδίδει στα αντίστοιχα ανδρικά κείμενα η αναζήτηση της καριέρας. (Rita Felski, 1989, σ. 86). Η Μαρτινέγκου στο παραπάνω απόσπασμα φαίνεται να θρηνεί επειδή, ακριβώς, η ζωή τής απαγορεύει το να θέτει υψηλούς στόχους, να αναζητά «το καλόν», «εκείνο το τέλος διά το οποίον βάνει ο Θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον». Είναι φανερό ότι δεν συμπεριλαμβάνει την αναπαραγωγή και τη μητρότητα σε αυτούς του υψηλούς στόχους. Εξάλλου, η Μαρτινέγκου πεθαίνει από επιπλοκές κατά τη γέννηση του γιού της, κι έτσι δεν έχουμε γραπτά της που να περιγράφουν την εμπειρία της μητρότητας. 1.4.2. Η περίπτωση της Emily Dickinson Σε συνέχεια με το θέμα που απελπίζει τη Μαρτινέγκου, δηλαδή την ασυμβατότητα ανάμεσα στον γάμο και τη συγγραφή, να πούμε ότι πρόκειται για ζήτημα που απασχολεί πολλές γυναίκες, κυρίως κατά τον 19 ο αιώνα αλλά και αργότερα. Μια άλλη «έγκλειστη» της εποχής, αν και έγκλειστη από επιλογή ή ενδεχομένως από κάποιας μορφής αγοραφοβία, είναι η μεγάλη Αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson, που ζει απομονωμένη στο πατρικό της και γράφει 1775 λυρικά ποιήματα. Παρακάτω, στην τελευταία στροφή του ποιήματος 194, το ποιητικό υποκείμενο μιλάει ειρωνικά (εννοώντας το αντίθετο από αυτό που δηλώνει), σαν να μην είναι η ποιήτρια, το υποκείμενο του λόγου, αλλά ένα παθητικό πλάσμα που δεν θα ήθελε να είναι ποιήτρια, θα προτιμούσε να βρίσκεται στον πόλο του παθητικού αποδέκτη της ποίησης και της τέχνης, γοητευμένη κι ευχαριστημένη, αλλά ανίκανη (impotent), καθώς το δικαίωμα στο «μεγάλο προνόμιο» του γάμου θα το έχανε «αν κατείχε την Τέχνη / να σαστίζει τον εαυτό της / με Αστροπελέκια Μελωδίας!». Ποια θα ήταν η «Προίκα» της τότε; Nor would I be a Poet It s finer Own the Ear Enamored impotent content The License to revere, A privilege so awful What would the Dower be, Had I the Art to stun myself With Bolts of Melody! 9
Άσκηση εφαρμογής: Επιχειρήστε μία κριτική ανάγνωση των παρακάτω ποιημάτων της Emily Dickinson.. Μπορούμε να τα διαβάσουμε ως ποιήματα ποιητικής, δηλαδή ως κείμενα που μιλούν για την τέχνη της ποίησης και την ταυτότητα του ποιητή. 374 Πήγα στα Ουράνια Ήταν μια μικρή Πόλη Φωτισμένη με Ρουμπίνι Αφρισμένη με Φτέρωμα όλη Πιο ακίνητη κι απ τα λιβάδια Στην απόλυτη Δροσιά Όμορφη σαν Ζωγραφιά Που Κανείς δεν ζωγράφισε Άνθρωποι σαν Λεπιδόπτερα Από Δαντέλα μορφές Καθήκοντα από Τούλι Και από Ιστό αράχνης ονόματα Σχεδόν ικανοποιημένη Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ Μέσα σ ένα Κόσμο Τόσο μοναδικό 1354 Είναι η Καρδιά πρωτεύουσα του Νου ο Νους είναι μια ενιαία Πολιτεία Καρδιά και Νους μαζί αποτελούν Μια Ήπειρο μονάχη και ενιαία Ένας-είναι σ αυτήν ο Πληθυσμός Κι έχει πολλούς στον αριθμό κατοίκους Τούτο το Έθνος το εκστατικό Γύρεψε είσαι εσύ ο Ίδιος. Μετάφραση Λιάνα Σακελλίου 1.4.3 Η περίπτωση του Michael Field Οι γυναίκες συγγραφείς του 19 ου αιώνα στην Ευρώπη συχνά δημοσιεύουν με ανδρικό ψευδώνυμο. Το Michael Field όμως έχει μια μοναδικότητα: είναι ψευδώνυμο δύο γυναικών, της Katherine Harris Bradley και της ανιψιάς της Edith Emma Cooper, που έζησαν μαζί και έγραψαν από κοινού 8 βιβλία με ποίηση και 28 θεατρικά έργα. Όλο τους το έργο, ακόμα και τα ιδιωτικά τους ημερολόγια, είναι γραμμένα από κοινού ισχυρίζονταν, μάλιστα, ότι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποια έγραψε ποιους στίχους. Ίσως το ψευδώνυμό τους, πέρα από μάσκα για το φύλο τους, να λειτούργησε ως το μέσο για να εξερευνήσουν τα έντονα αισθήματα που είχαν η μία για την άλλη, τη σεξουαλικότητα και την ομοφυλοφιλία τους, που είναι εμφανής σε πολλά από τα κείμενά τους. 1.4.4. Περισσότερα για την ψευδωνυμία των γυναικών συγγραφέων Η χρήση του ανδρικού ψευδώνυμου από τις γυναίκες συγγραφείς του 19 ου αιώνα στην Αγγλία, όπου ο αριθμός τους ήταν εντυπωσιακά μεγάλος, ήταν κοινή πρακτική. Οι γνωστές μας αδερφές Charlotte και Emily Brontë (Σάρλοτ και Έμιλυ Βροντέ), για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν τα ψευδώνυμα Currer και Ellis Bell. Η Σάρλοτ εξηγεί τον λόγο: «Δε θέλαμε να δηλώσουμε ότι είμαστε γυναίκες, γιατί παρόλο που εκείνη την εποχή δεν 10
υποψιαζόμασταν καν ότι ο τρόπος της γραφής μας και της σκέψης μας δεν θα θεωρούνταν θηλυκός - είχαμε μία ασαφή εντύπωση ότι οι γυναίκες συγγραφείς κινδύνευαν να κριθούν με προκατάληψη είχαμε παρατηρήσει πως συχνά οι κριτικοί χρησιμοποιούν εναντίον των γυναικών συγγραφέων την προσωπικότητά τους ως όπλο και ακόμα και όταν γράφουν θετικά γι αυτές χρησιμοποιούν ένα είδος κολακείας που δεν αποτελεί αληθινό έπαινο» (παρατίθεται στην Ohmann, 1994). Ωστόσο, όπως και πάλι μας εξηγεί η Σάρλοτ, οι αδερφές είχαν επιλέξει αμφίσημα ψευδώνυμα, τα Currer και Ellis, ονόματα που θα μπορούσαν να εκληφθούν εξίσου ως ανδρικά ή γυναικεία. Αυτό είχε ως συνέπεια να αποκαλυφθεί περίτρανα η προκατάληψη, ακριβώς, των ανδρών κριτικών της εποχής αναφορικά με το φύλο του συγγραφέα. Συγκεκριμένα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η πρόληψη του μυθιστορήματος Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλυ Βροντέ (ή Έλις Μπελ). Η Carol Ohmann (1994, σσ. 106-107) μελέτησε και σύγκρινε τις βιβλιοκριτικές του μυθιστορήματος της Έμιλυ που δημοσιεύτηκαν σε αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά της εποχής, πριν και μετά την αποκάλυψη του φύλου της και εξηγεί: οι πέντε κριτικοί που έγραψαν χωρίς καμία αμφιβολία για το ανδρικό φύλο του συγγραφέα ήταν όλοι από επαινετικοί ως εκθειαστικοί. Ο συγγραφέας αυτός είχε γράψει ένα βιβλίο δυνατό και πρωτότυπο. Κεντρικό θέμα του δεν θεωρήθηκε ο έρωτας, αλλά η αναπαράσταση της ανθρώπινης σκληρότητας, βαρβαρότητας, βίας και κακίας στις πιο ακραίες τους εκφάνσεις. (Αναφέρονται εδώ οι κριτικοί στον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα των Ανεμοδαρμένων Υψών, του Χήθκλιφ.) Αλλά ενώ αυτοί οι άνδρες αναγνώστες βίωσαν, διαβάζοντας το βιβλίο, αισθήματα όπως μελαγχολία, πόνο, κατάπληξη, αγωνία ή αηδία, παραδέχτηκαν, ταυτόχρονα, ότι ο συγγραφέας του είναι ένας νέος, πολλά υποσχόμενος και πιθανότατα μεγάλος συγγραφέας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε μία κριτική του George Washington Peck σε αμερικανικό περιοδικό, το The American Review ο Peck όχι μόνο θεώρησε αυτονόητο ότι ο συγγραφέας είναι άνδρας, αλλά επιχείρησε να τον εντοπίσει και γεωγραφικά και ταξικά: θα πρέπει να ήταν, έγραψε ο Peck, ένας αγρότης ή «άξεστος ναύτης με δυνατή φαντασία» από το Yorkshire, ένας σαν εκείνους «τους φίλους που αγαπάς μεν αλλά σε φέρνουν σε δύσκολη θέση με την απρεπή τους συμπεριφορά». Μάλιστα «αυτός ο συγγραφέας νομίζει ότι καταλαβαίνει τις γυναίκες, αλλά δεν τις καταλαβαίνει για αυτό που είναι, τις παρουσιάζει ίδιες με τον εαυτό του». Όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Έλις Μπελ ήταν η Έμιλυ, οι κριτικοί άλλαξαν τον τρόπο της γραφής τους και επιχείρησαν να εντάξουν το βιβλίο στη περιοριστική κατηγορία της «γυναικείας» λογοτεχνίας. Ένας κριτικός, αναφερόμενος στη σκοτεινή φιγούρα του του Χήθκλιφ, του ήρωα της Έμιλυ, έγραψε: «Είναι ευκολότερο, για όσους δεν έχουν αρκετή ή ποικίλη εμπειρία από τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους, να κατασκευάσουν έναν τέλειο και συνεπή, τερατώδη αλλά φανταστικό χαρακτήρα, από το να αναπαραστήσουν μία ατελή αλλά περίπλοκη πραγματικότητα». Ένας άλλος, ονόματι Sydney Dobbel παρομοίασε την Έμιλυ «με μικρό πουλί που δοκιμάζει τα φτερά του για να πετάξει από το κλουβί, αλλά αναπόφευκτα προσκρούει στα κάγκελα και πέφτει εξαντλημένο». Παρατηρεί λοιπόν σωστά η Ohmann (σ. 108) ότι: «Υπάρχει αξιοσημείωτη αντιστοιχία ανάμεσα σε ό,τι οι αναγνώστες γνωρίζουν ή νομίζουν ότι γνωρίζουν για το φύλο του η της συγγραφέα και αυτό που βλέπουν ή δεν βλέπουν στη δουλειά της. Το Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι άλλο βιβλίο για τους κριτικούς που νομίζουν ότι η Έμιλυ είναι άνδρας και συζητούν για τα ήθη και την αισθητική του, και άλλο για τους κριτικούς που γνωρίζουν ότι είναι γυναίκα, οπότε το εντάσσουν στην κατηγορία του λόγου μιας κόρης ιερέα. Ο άξεστος ναύτης του Peck ξαναγεννιέται ως το αξιοθρήνητο μικρό πουλί του Dobell». 1.4.5. Το φύλο ως μεταφορά Το φύλο χρησιμοποιείται εκτενώς ως μεταφορά για να αποδώσει τις υποτιθέμενες ιδιότητες του ανδρισμού και της θηλυκότητας σε πράγματα και καταστάσεις, γεωγραφικές οντότητες, αφηρημένες έννοιες κ.λπ. Στη λογοτεχνία του 19 ου αιώνα, η μεταφορική χρήση του φύλου αναφορικά με τη γεωγραφία, τις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών εθνών κατά συνέπεια και στον πολιτικό λόγο είναι κοινός τόπος. Παρατηρούμε, πρώτα, έναν διαχωρισμό ανάμεσα στις «αρσενικές» χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και τις «θηλυκές» χώρες του Νότου. Για παράδειγμα, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της βικτωριανής περιόδου, ο Robert Browning, λάτρης της Ιταλίας, στην οποία διαμένει για αρκετά χρόνια της ζωής του, συναρθρώνει συστηματικά και με επίγνωση το ποιητικό του υποκείμενο με την Αγγλία, ενώ προσωποποιεί την Ιταλία ως γυναίκα και αντικείμενο του πόθου: «Oh woman-country, wooed not wed, / Loved all the more by earth s male lands, / Laid to their hearts instead!» («By the Fire-Side», 1855) ή «Open my heart and you will see / Graved inside of it, Italy. / Such lovers old are I and she: / So it always was, so shall ever be!» («De Gustibus», 1855). 7 Ωστόσο η σύζυγός του, η Elisabeth Barrett Browning, που ήταν αφιερωμένη στην υπόθεση της εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης της Ιταλίας από την αυστριακή αυτοκρατορία, στο εντυπωσιακά φιλόδοξο για 11
ποιήτρια της εποχής και μακροσκελές ποιητικό κείμενο Casa Guidi Windows, εναντιώνεται ξεκάθαρα στην χρήση παραδοσιακών μεταφορών που παρουσιάζουν την Ιταλία σαν γυναίκα και που, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο από Άγγλους ρομαντικούς, όπως ο Λόρδος Βύρων, αλλά και από τους ίδιους τους Ιταλούς, όπως ο Vincenzo de Filicaja: «Φτάνει με αυτού του τύπου τα τραγούδια», γράφει, που ταυτίζουν τη σκλαβιά με τη στερεοτυπική θηλυκότητα (στερώντας από τη γυναίκα τη δική της βούληση). «Πώς είναι δυνατόν», απορεί, «τόσο μαζεμένο άδικο και απελπισία, τα βάσανα των ανδρών και των γυναικών που υποφέρουν από τη βία κι από τη φτώχια, να εμπνέουν στους ποιητές μια προσωποποίηση της Ιταλίας ως ομορφιάς, να την ονομάζουν Κυβέλη, ή Νιόβη, ή να την τοποθετούν σαν πτώμα μέσα σε φέρετρο;». Επιχειρεί έτσι να δείξει τον παραλογισμό του να επιστρατεύεται για την απελευθέρωση της Ιταλίας ένας λόγος που εξ ορισμού την αποδυναμώνει. Αξίζει να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο της Barrett Browning: [ ] I thought how Filicaja led on others Bewailers for their Italy enchained [ ] how evoking so From congregated wrong and heaped despair Of men and women writhing under blow, Harrowed and hideous in a filthy lair, Some personating Image wherein woe Was wrapt in beauty from offending much, They called it Cybele, or Niobe, Or laid it corpse-like on bier for such, Where all the worlds might drop for Italy Those cadenced tears which burn not where they touch, [ ] Ωστόσο, η πιο σκοτεινή πλευρά της ας πούμε «εμφυλοποίησης» της γεωγραφίας αφορά τις σχέσεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων χωρών στο πλαίσιο της αποικιοκρατίας. Ο βρετανικός ιμπεριαλιστικός λόγος, ειδικότερα, τόσο εντός όσο και εκτός λογοτεχνίας, συχνά αποδίδει στους υποτελείς λαούς της αυτοκρατορίας χαρακτηριστικά γυναικεία και συγχρόνως παιδικά: οι λαοί αυτοί υποτίθεται ότι δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν ή να φυλάξουν τις φυσικές πηγές πλούτου της πατρίδας τους, γιατί είναι μαλακοί ή και μαλθακοί και τους λείπει η συγκρότηση, η αυτοσυγκράτηση, η οργάνωση και η ορθή σκέψη κατά συνέπεια, έχουν ανάγκη από προστασία και καθοδήγηση και συνεχή επιτήρηση. Θα πρέπει, μάλιστα, να ευγνωμονούν τον Βρετανό κατακτητή που τους «φροντίζει» και παράλληλα τους «εκπολιτίζει». 8 1.5. Έχει φύλο η λογοτεχνία; Το παράδειγμα του ιρλανδικού national tale και η Sydney Owenson, Lady Morgan (1776-1859) (Αναδημοσίευση από το περιοδικό Σύγχρονα Θέματα 97, σσ. 22-30, με αλλαγές) Σε όσα ακολουθούν, θα εξετάσουμε ένα αγγλόφωνο μυθιστορηματικό είδος, το λεγόμενο ιρλανδικό εθνικό αφήγημα (national tale), που δηλώνει ανοιχτά τον πολιτικό χαρακτήρα του, ενώ αναπτύσσεται αρχικά από γυναίκες συγγραφείς κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19 ου αιώνα στην Ιρλανδία, εποχή κατά την οποία επισημοποιείται το καθεστώς της Ιρλανδίας ως βρετανικής αποικίας. Σύμφωνα με τη Σίντνεϋ Όουενσον, Λαίδη Μόργκαν (Sydney Owenson, Lady Morgan), η οποία θεωρείται η ιδρύτρια του είδους, το εθνικό αφήγημα είναι αποτέλεσμα μιας οργανικής σχέσης ανάμεσα στην ιστορία και τη μυθοπλασία, ένα «μυθοπλαστικό αφήγημα, θεμελιωμένο στις εθνικές πικρίες και δημιουργημένο από ιστορικά γεγονότα». Τα εθνικά αφηγήματα επιχειρούν να αναμετρηθούν με τα μείζονα ζητήματα της πολιτιστικής διακριτότητας, της εθνικής πολιτικής, της απόσχισης και ανεξαρτησίας, καθώς απευθύνονται στο εθνικό αίσθημα του ιρλανδικού κοινού, αλλά κυρίως στο περί δικαίου αίσθημα του αγγλικού κοινού, με τη φιλοδοξία να το επηρεάσουν και να το μεταστρέψουν. Η Όουενσον, συγκεκριμένα, αναφέρεται στο έργο της χρησιμοποιώντας μεταφορές από τη δικανική γλώσσα: το αποκαλεί «εθνική συνηγορία», ως εάν να επρόκειτο για απόπειρα υπεράσπισης του δυσφημισμένου λαού της στο δικαστήριο της αγγλικής κοινής γνώμης. Η Σίντνεϋ Όουενσον (1776-1859), κόρη Ιρλανδού ηθοποιού και Αγγλίδας μικροαστής, πέρασε τα παιδικά της χρόνια κοντά στον θίασο του πατέρα της. Μετά τον θάνατο της μητέρας της, ο πατέρας της την 12
έστειλε μαζί με τη μικρότερη αδελφή της σε οικοτροφείο, για να την αποτρέψει από το επάγγελμα της ηθοποιού. Όταν το θέατρο του πατέρα της χρεοκόπησε, η Σίντνεϋ ανέλαβε τα οικονομικά βάρη της οικογένειάς της δουλεύοντας για ένα διάστημα ως γκουβερνάντα. Γρήγορα, όμως, καταξιώθηκε ως η πρώτη επαγγελματίας γυναίκα συγγραφέας στην Ιρλανδία. Σήμερα είναι περισσότερο γνωστή με το επώνυμο και τον τίτλο του συζύγου της, ως Λαίδη Μόργκαν (κατά μία εκδοχή, ο τίτλος απονεμήθηκε στον σύζυγο, το 1802, κατόπιν ενεργειών των αριστοκρατών προστατών της, ως γαμήλιο δώρο προς την ίδια). Ο γάμος αυτός της εξασφάλισε κοινωνική επιφάνεια, η ίδια όμως ποτέ δεν έπαψε να γράφει επίμαχα πολιτικά βιβλία και να εκφράζει απόψεις που ενοχλούσαν την αριστοκρατία. Τα δικαιώματα από τα βιβλία της τής εξασφάλιζαν ένα σεβαστό εισόδημα, τον έλεγχο του οποίου, και συνεπώς την οικονομική ανεξαρτησία της, διατήρησε η Λαίδη Μόργκαν καθ όλη τη διάρκεια του γάμου της. Οι πολιτικές της θέσεις ήταν κατά βάση φιλελεύθερες. Ήταν στρατευμένη στην υπόθεση της Χειραφέτησης των Καθολικών (Catholic Emancipation) και παρέμεινε αντίθετη στην επαναφορά των Βουρβόνων στον θρόνο της Γαλλίας, με αποτέλεσμα να αποκτήσει αρκετούς εχθρούς στις γραμμές των συντηρητικών. Για παράδειγμα, ο γνωστός συντηρητικός βιβλιοκριτικός της εποχής, John Wilson Croker, επιτέθηκε με δριμύτητα στο μυθιστόρημά της Woman or: Ida of Athens, συσχετίζοντας το πολιτικοκοινωνικό της όραμα με ανάρμοστη για γυναίκα συμπεριφορά (Quarterly Review 1, 1809). Έγραψε μυθιστορήματα, ποίηση, ταξιδιωτική λογοτεχνία, άρθρα, μπροσούρες, μια ενδιαφέρουσα βιογραφία του Ιταλού ζωγράφου Salvator Rosa, με όρους που καταδεικνύουν την εξοικείωσή της με τις αισθητικές κατηγορίες του Υψηλού και του Ωραίου, τις οποίες πραγματεύεται και στα μυθιστορήματά της, μια κωμική όπερα και μια φεμινιστική ιστορία των γυναικών με τίτλο Woman and Her Master. Κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει εκδηλωθεί έντονο γραμματολογικό ενδιαφέρον για τα εθνικά αφηγήματα, τα οποία πλέον επανεκδίδονται συστηματικά, και οι συνέπειες της αποκατάστασης του είδους για την αναθεώρηση της ιστορίας του μυθιστορήματος είναι θεαματικές. Σύμφωνα με την Katie Trumpener (1993, σ. 688), συγγραφέα της πιο ενδελεχούς μέχρι σήμερα μελέτης για το είδος, η αποτίμηση του εθνικού αφηγήματος περιπλέκει αξιοσημείωτα την παραδοσιακή κατάταξη της τότε μυθοπλασίας, που αντιπαραθέτει, από τη μια πλευρά τις «κυρίες μυθιστοριογράφους», με βασική εκπρόσωπο την Jane Austen, προσηλωμένες στην κοινωνική διαμόρφωση των γυναικών και στην ενδοοικιακή δυναμική, και από την άλλη πλευρά τον Walter Scott (Γουόλτερ Σκοτ), στα χέρια του οποίου το μυθιστόρημα «ευτύχησε» να πολιτικοποιηθεί εκ νέου και παράλληλα να «ανδροποιηθεί» (διεκδικώντας ξανά το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, στο οποίο εστίαζαν οι παλιότεροι μυθιστοριογράφοι, όπως ο Daniel Defoe και ο Henry Fielding). Η πρόσφατη έρευνα έχει δείξει, ωστόσο, ότι ο Σκοτ αντλεί πολλές από τις στρατηγικές του για τη δραματοποίηση των πολιτικών συγκρούσεων από τις γυναίκες συγγραφείς, στις οποίες οφείλεται εν πολλοίς η τάση για ανταπόκριση του μυθιστορήματος στα πολιτικά διακυβεύματα της εποχής. Επιπλέον, η Trumpener υποδεικνύει ότι το εθνικό αφήγημα και το ιστορικό μυθιστόρημα, που εκπροσωπούνται κυρίως από γυναίκες Ιρλανδές και άνδρες Σκώτους, αντίστοιχα, μοιάζουν να αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς έμφυλους τρόπους ως προς την απόδοση των χαρακτήρων, των πολιτισμών και της ιστορίας. Αναπτύσσοντας περαιτέρω αυτή την υπόδειξη περί του ιρλανδικού εθνικού αφηγήματος ως έμφυλης, «γυναικείας» προοπτικής, θα υποστηρίξω ειδικότερα ότι στα κείμενα της Όουενσον, και πάντα σε άρρηκτη σχέση με την εξέλιξη των ειδολογικών συμβάσεων την οποία επέφερε η επέμβασή της, οι παραδεδομένες κατηγορίες της θηλυκότητας και της σεξουαλικότητας βρίσκονται υπό αμφισβήτηση και ανακατασκευή, παράλληλα με μια ανοιχτή πολιτική παρέμβαση. Θα λέγαμε ότι, γενικά, οι δημόσιες παρεμβάσεις των γυναικών κατά τον 19 ο αιώνα εγγράφουν και εκθέτουν έμπρακτα τη δυσκολία και την ένταση που παράγονται από την υποτιθέμενη ασυμβατότητα ανάμεσα, αφενός, στις διανοητικές, κριτικές και επιχειρηματολογικές ικανότητες που απαιτούνται για κάθε μορφής δημόσια και πολιτική παρέμβαση δραστηριότητες που θεωρούνταν αποκλειστικά ανδρικές και, αφετέρου, στις διάφορες παραδοχές της εποχής που αφορούσαν και όριζαν τη θηλυκότητα ως αισθαντικότητα, αισθησιακότητα, σεξουαλικότητα, ευαισθησία, διαισθητική ικανότητα, εγγύτητα προς τη φύση, κ.λπ. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για ένταση ανάμεσα σε δύο πόλους, τον ανδρικό του νου και του σκέπτεσθαι και τον γυναικείο του σώματος και του αισθάνεσθαι. Κείμενα όπως τα εθνικά αφηγήματα, που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν, να αντιπαρατεθούν και να αναμετρηθούν με το χάσμα ανάμεσα στη νόηση και το συναίσθημα, καθίστανται περιοχές όπου παράγονται νέα φεμινιστικά και γυναικεία υποκείμενα, που τροποποιούν και μετατοπίζουν τα όρια των παραδεδομένων κατηγοριών της θηλυκότητας. Το «εθνικό αφήγημα» Το ιρλανδικό «εθνικό αφήγημα» (national tale) είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την ιστορική συνθήκη της βρετανικής αποικιοκρατίας των αρχών του 19 ου αιώνα, καθώς αφηγείται την ιστορία μιας σχέσης (ή μάλλον, 13