68 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ πράξη, να γίνει αποφασιστική, να υπήρχαν τα εχέγγυα της δίκαιης κρίσης, του ελέγχου και της ισότιµης πρόσβασης των αλλοδαπών στη χορήγηση της σχετικής άδειας. ΙΙΙ. Το ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο για την είσοδο, διαµονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην ελληνική επικράτεια (ν. 3386/2005) Α. Η είσοδος των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα Η είσοδος και η διαµονή των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα υπακούει σε συγκεκριµένες προϋποθέσεις που στόχο έχουν τη διασφάλιση της νοµιµότητας, τον έλεγχο των µεταναστευτικών ροών και την επιλεκτικότητα στην υποδοχή των µεταναστευτικών πλυθυσµών. Η επιλεκτικότητα (immigration selective 113 ), αν και δεν αποτελεί διακηρυγµένο άξονα της ελληνικής µεταναστευτικής πολιτικής, εφαρµόζεται εντούτοις στην πράξη και διέπει σειρά διατάξεων του ελληνικού νοµοθετικού πλαισίου για τους υπηκόους τρίτων-χωρών. Η είσοδος και η έξοδος των προσώπων στην και από την ελληνική επικράτεια επιτρέπεται µόνο από τις ελεγχόµενες µεθοριακές διαβάσεις (άρθ. 4 1). Κάθε πρόσωπο που εισέρχεται στην ελληνική επικράτεια, υποβάλλεται σε έλεγχο από τις κατά τόπους αρµόδιες αστυνοµικές αρχές (άρθ. 5 1 και 2). Ειδικότερα, οι υπήκοοι τρίτων χωρών που εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος πρέπει να είναι εφοδιασµένοι µε διαβατήριο εν ισχύ ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζεται από διεθνείς συµβάσεις. Το διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο πρέπει να φέρουν θεώρηση εισόδου (VISA), εφόσον αυτό απαιτείται από τις διεθνείς συµβάσεις, το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές ρυθµίσεις (άρθ. 6 2). 1. Η θεώρηση εισόδου (VISA) Η θεώρηση εισόδου χορηγείται από την προξενική αρχή του τόπου κατοικίας του υπηκόου τρίτης χώρας και διακρίνεται σε θεώρηση βραχείας διαµονής (Visa Schengen) και σε θεώρηση µακράς διαµονής (εθνική θεώρηση). 113 Όπως η αρχή αυτή έχει υιοθετηθεί από το γαλλικό νόµο n o 2006-911 της 24 ης Ιουλίου 2006.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 69 Η θεώρηση βραχείας διαµονής (Visa Schengen) Σύµφωνα µε το άρθρο 9 της Συµφωνίας Schengen 114 (ν. 2514/1997), τα συµβαλλόµενα µέρη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να ακολουθήσουν κοινή πολιτική για την κυκλοφορία των προσώπων και ειδικά για το καθεστώς των θεωρήσεων εισόδου. Οι υπήκοοι των τρίτων χωρών υπόκεινται σε καθεστώς κοινής θεώρησης. Έτσι, καθιερώνεται οµοιόµορφη θεώρηση που ισχύει στην επικράτεια του συνόλου των συµαβλλόµενων µερών (άρθ. 10). Η εν λόγω θεώρηση µπορεί να χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών για διαµονή τριών µηνών κατ ανώτατο όριο. Εποµένως, η θεώρηση βραχείας διαµονής (Visa Schengen) είναι ανώτατης διάρκειας τριών µηνών. Υπάρχουν δύο είδη θεωρήσεως βραχείας διαµονής: α) η θεώρηση ταξιδιού που ισχύει για µία ή περισσότερες εισόδους, χωρίς η συνολική διάρκεια των διαδοχικών διαµονών να µπορεί να υπερβεί τους τρεις µήνες ανά εξάµηνο από την ηµεροµηνία της πρώτης εισόδου (άρθ. 11α) και β) η θεώρηση διέλευσης που επιτρέπει στον κάτοχό της να διέλθει µία, δύο ή κατ εξαίρεση περισσότερες φορές από τα εδάφη των συµβαλλόµενων κρατών, για να µεταβεί στην επικράτεια ενός τρίτου κράτους, χωρίς η διάρκεια διελεύσεως να µπορεί να υπερβεί τις πέντε µέρες. Η οµοιόµορφη θεώρηση χορηγείται από τις διπλωµατικές και προξενικές αρχές των συµβαλλόµενων κρατών (άρθ. 12). Την αρµοδιότητα της χορήγησης την έχει το κράτος του κύριου προορισµού. Αν ο προορισµός αυτός δεν µπορεί να καθορισθεί επακριβώς από τον ενδιαφερόµενο, τότε η αρµοδιότητα θεώρησης ανήκει στο κράτος της πρώτης εισόδου. Η χορήγηση της θεώρησης εισόδου είναι δυνατή µόνο, αν τα ταξιδιωτικά έγγραφα του ενδιαφεροµένου είναι νόµιµα και σε ισχύ και ο ενδιαφερόµενος εκπληρώνει το σύνολο των προϋποθέσεων εισόδου, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 της Συµφωνίας (έγκυρο διαβατήριο, αιτιολογία σκοπού και διάρκεια διαµονής, δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δηµόσια τάξη, την εθνική ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις, δεν έχει καταχωρισθεί µε σκοπό την απαγόρευση εισόδου). Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, κάτοχοι της Visa Schengen, οι οποίοι εισέρχονται νόµιµα στην επικράτεια ενός από τα συµβαλλόµενα µέρη µπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια του συνόλου του χώρου Schengen κατά τη διάρκεια της ισχύος της θεώρησης (άρθ. 12). Το ίδιο ισχύει για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλου διαµονής 114 Βλ. Δ. Παπαγιάννης, Εισαγωγή στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ό.π., 390 και Η. Κατράκης, Η Συµφωνία Schengen, εκδ. Σάκκουλα, 1998.
70 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ που έχει χορηγηθεί από συµβαλλόµενο µέρος και είναι εφοδιασµένοι µε έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο. Η ελεύθερη κυκλοφορία των παραπάνω στην επικράτεια των κρατών του χώρου Schengen είναι δυνατή για µια περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις µήνες κατ ανώτατο όριο. Τέλος, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηκόων τρίτων χωρών, κατόχων Visa Schengen, υπόκειται σε ορισµένες προϋποθέσεις. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, που εισέρχονται νόµιµα στο έδαφος ενός από τα συµβαλλόµενα µέρη υποχρεούνται να δηλώνουν την παρουσία τους στις αρµόδιες αρχές και σύµφωνα µε τις διαδικασίες που έχει θεσπίσει κάθε κράτος του χώρου Schengen. Η θεώρηση µακράς διαµονής (εθνική θεώρηση) Σύµφωνα µε τη διάκριση που προβλέπει το άρθρο 18 της Συµφωνίας Schengen, οι θεωρήσεις για τη διαµονή άνω των τριών µηνών είναι εθνικές και χορηγούνται σύµφωνα µε τις ρυθµίσεις του εθνικού δικαίου κάθε κράτους. Βάσει της διάταξης αυτής έχει διαµορφωθεί το θεσµικό πλαίσιο του ν.3386/2005. Έτσι, ο νόµος ορίζει (άρθ. 6 4) ότι η εθνική θεώρηση εισόδου στην επικράτεια εκδίδεται βάσει των αντίστοιχων για την άδεια διαµονής νοµοθετικών ρυθµίσεων και η διάρκειά της συναρτάται κατά περίπτωση µε εκείνη της προβλεπόµενης διαµονής. Τούτο σηµαίνει ότι η χορήγηση της εθνικής θεώρησης εισόδου συνδέεται άµεσα µε τον τύπο και τη διάρκεια της άδειας διαµονής, ώστε να ασκείται ο έλεγχος των µεταναστευτικών ροών. Σύµφωνα µε την Απόφαση αρ. 3497.3/550/ΑΣ 4000 (ΦΕΚ 30-12-2005) ορίζεται ότι «εθνική θεώρηση εισόδου είναι η άδεια η οποία υλοποιείται µέσω της επικόλλησης αυτοκόλλητης θεώρησης ενιαίου τύπου στο διαβατήριο ή άλλο αναγνωρισµένο από τη χώρα µας ταξιδιωτικό έγγραφο εν ισχύ και επιτρέπει στον αλλοδαπό την είσοδο και παραµονή στην ελληνική επικράτεια για διάστηµα άνω των τριών µηνών εφόσον πληροί τις υπόλοιπες νόµιµες προϋποθέσεις». Αρµόδια αρχή για την έκδοση εθνικής θεώρησης εισόδου είναι η ελληνική διπλωµατική ή έµµισθη προξενική αρχή του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαµονής του αλλοδαπού. Για τη χορήγηση της θεώρησης εισόδου ο αλλοδαπός οφείλει να παρουσιασθεί αυτοπροσώπως στην παραπάνω αρχή, όπου και υποβάλλεται σε συνέντευξη σχετικά µε το σκοπό εισόδου του και παραµονής του στην Ελλάδα, καθώς και σε έλεγχο των λόγων σχετικών µε τη διαφύλαξη της τάξης και εθνικής ασφάλειας. Η θεώρηση εισόδου χορηγείται εφόσον ο αλλοδαπός προσκοµίσει εν ισχύ διαβατήριο ή άλλο αναγνωρισµένο ταξιδιωτικό έγγραφο, πιστοποιητικό ποινικού µητρώου των αρχών του τόπου κατοικίας του και ιατρικό πιστοποιητικό από αναγνωρισµένο κρατικό ή ιδιωτικό τοµέα, εφόσον ο αλλοδαπός δεν έχει καταχωρισθεί στον κατάλογο ανεπιθύµητων και εφόσον
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 71 δε συντρέχουν λόγοι απειλής της δηµόσιας υγείας, της δηµόσιας τάξης της εθνικής ασφάλειας και των διεθνών σχέσεων. Εντούτοις, η συνδροµή των παραπάνω προϋποθέσεων δεν προδικάζει υποχρεωτικά τη χορήγηση θεώρησης εισόδου. Η τελευταία ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διπλωµατικής ή προξενικής αρχής. Η άρνηση εισόδου σε υπήκοο τρίτης χώρας Το άρθρο 8 του ν.3386/2005 ορίζει ότι η διπλωµατική ή προξενική αρχή µπορεί να απορρίψει χωρίς ειδική αιτιολογία το αίτηµα χορήγησης θεώρησης εισόδου (παρόµοια διάταξη υπήρχε και στον προϊσχύσαντα νόµο). Θεωρούµε ότι η δυνατότητα αναιτιολόγητης άρνησης προσκρούει σαφώς στις λειτουργίες ενός σύγχρονου κράτους δικαίου και προσδίδει σηµαντική διακριτική ευχέρεια άσκησης µεταναστευτικής πολιτικής στις κατά τόπους διπλωµατικές και προξενικές αρχές. Αυτό δε λαµβάνει ιδιαίτερη σηµασία, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η χορήγηση θεώρησης εισόδου συνδέεται άµεσα µε την άδεια διαµονής, το σκοπό και τη διάρκειά της. Η εν λόγω διακριτική ευχέρεια των διπλωµατικών και προξενικών αρχών µπορεί να οδηγήσει στον de facto αποκλεισµό ορισµένων εθνικότητων αλλοδαπών, εφαρµόζοντας έτσι σε ακραία και µη ελέγξιµη µορφή την αρχή της επιλεκτικότητας στη διαχείριση των µεταναστευτικών ροών. Η αναιτιολόγητη άρνηση εισόδου, χωρίς ιδιαίτερα κριτήρια και προϋποθέσεις καταστρατηγεί την ασφάλεια δικαίου και ακυρώνει το δικαίωµα του αλλοδαπού να λάβει γνώση των λόγων που υπαγόρευσαν τη µη χορήγηση της θεώρησης εισόδου. Βεβαίως η αναιτιολόγητη άρνηση δεν ισχύει όταν πρόκειται για υπηκόους τρίτων χωρών που είναι µέλη οικογένειας Έλληνα ή πολίτη άλλου κράτους- µέλους της ΕΕ, για υπηκόους τρίτων χωρών των οποίων η είσοδος, διαµονή, εγκατάσταση και απασχόληση στην Ελλάδα ζητείται κατ εφαρµογή του κοινοτικού δικαίου, σε αναγνωρισµένους πρόσφυγες και στα µέλη της οικογένειάς τους και σε υπηκόους τρίτων χωρών που απασχολούνται σε επιχειρήσεις εγκατεστηµένες σε άλλο κράτος-µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και µετακινούνται στην Ελλάδα για την εκτέλεση εργασίας στο πλαίσιο σχετικής συµβατικής υποχρέωσης (άρθ. 8 1). Τέλος, ακόµα και στην περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας κατέχει τη χορηγηθείσα θεώρηση εισόδου από τις προξενικές αρχές, οι ελληνικές αρχές ελέγχου µπορούν να του απαγορεύσουν αιτιολογηµένα την είσοδο στην Ελλάδα. Αυτό µπορεί να συµβεί αν ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει καταχωρισθεί στον κατάλογο ανεπιθύµητων αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.), αν η είσοδός του µπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια ή τη δηµόσια υγεία, αν το διαβατήριο ή το ταξιδιωτικό έγγραφό του δεν
72 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ είναι σε ισχύ, αν υπάρχει αναντιστοιχία µεταξύ του σκοπού της θεώρησης εισόδου και της άδειας διαµονής ή αν δεν κατέχει τα απαραίτητα έγγραφα για να δικαιολογήσει το σκοπό του ταξιδιού του, καθώς και τα αναγκαία για τη συντήρησή του οικονοµικά µέσα. Ωστόσο, ο νόµος ορίζει (άρθ. 8 2) ότι ο Υπουργός Δηµόσιας Τάξης µπορεί, µε απόφασή του, να επιτρέψει την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας, παρά την ύπαρξη απαγορευτικού λόγου, εφόσον αυτό επιβάλλεται για σπουδαίους λόγους δηµόσιου συµφέροντος ή ανωτέρας βίας. Η εξαίρεση αυτή ενέχει τον κίνδυνο πολιτικών παρεµβάσεων στη µεταχείριση ορισµένων αλλοδαπών και δίνει το µέτρο των ενδεχόµενων παρεκκλίσεων από την προβλεπόµενη διοικητική διαδικασία της χορήγησης θεώρησης εισόδου. 2. Η διέλευση υπηκόων τρίτων χωρών Δε συνιστά είσοδο στο ελληνικό έδαφος η απλή διαµονή υπηκόου τρίτης χώρας στη ζώνη διερχόµενων αερολιµένος ή λιµένος της χώρας µε σκοπό να συνεχίσει το ταξίδι του στην αλλοδαπή. Σύµφωνα µε το άρθρο 7 3 του ν. 3386/2005, ο υπήκοος τρίτης χώρας που παραµένει στη ζώνη διερχόµενων υποχρεούται να αναχωρήσει άµεσα. Αν δεν το πράξει, οι αρµόδιες αστυνοµικές αρχές τον υποχρεώνουν σε επιβίβαση σε αεροσκάφος ή σε πλοίο προς άµεση αναχώρηση. Τέλος, οι ελληνικές αρχές ελέγχου µπορούν να υποχρεώσουν σε άµεση αναχώρηση διερχόµενο υπήκοο τρίτης χώρας, αν διαπιστώσουν ότι δεν έχει θεώρηση εισόδου ή εισιτήριο για τη συνέχιση του ταξιδιού του. Κατά της απόφασης άµεσης αναχώρησης χωρεί αίτηση ακύρωσης (Τριµελές Διοικητικό Πρωτοδικείο) και αίτηση αναστολής της απόφασης µέχρι την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης. Β. Η διαµονή των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα Ο ν. 3386/2005 συνδέει άµεσα την άδεια διαµονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών µε συγκεκριµένο λόγο παρουσίας τους στην Ελλάδα (εργασία, σπουδές, ασθένεια, ανθρωπιστικοί λόγοι κ.ά). Παράλληλα, προβλέπει επτά γενικές κατηγορίες αδειών διαµονής, οι οποίες συµπεριλαµβάνουν όλους τους δυνατούς τύπους διαµονής. Η νέα κατηγοριοποίηση φιλοδοξεί να περιορίσει τα γραφειοκρατικά εµπόδια, να διευκολύνει από πλευράς διοικητικής λειτουργίας τις εµπλεκόµενες υπηρεσίες στη διαδικασία έκδοσης αδειών, να ενοποιήσει ορισµένους τύπους αδειών διαµονής και να καταστήσει αποτελεσµατικό τον έλεγχο και την παρακολούθηση της νόµιµης µετανάστευσης. Επίσης, αποκαθιστά τη σύνδεση της άδειας διαµο-
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 73 νής µε τη θεώρηση εισόδου. Πράγµατι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 1 ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει λάβει θεώρηση εισόδου για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο νόµο οφείλει να ζητήσει άδεια διαµονής για τον ίδιο λόγο. Εποµένως, οι λόγοι εισόδου του υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα ταυτίζονται µε τους λόγους διαµονής και οι τελευταίοι αντιστοιχούν σε µια εκ των επτά προβλεπόµενων κατηγοριών αδειών διαµονής. Η νέα τυπολογία αδειών περιλαµβάνει (άρθ. 9 2): α)την άδεια διαµονής για εργασία, β)την άδεια διαµονής για ανεξάρτητη οικονοµική δραστηριότητα, γ) την άδεια διαµονής για ειδικούς λόγους, δ) την άδεια διαµονής για εξαιρετικούς λόγους, ε) την άδεια διαµονής για οικογενειακή επανένωση, στ) την άδεια διαµονής αόριστης διάρκειας και ζ) την άδεια για τους επί µακρόν διαµένοντες. Οι παραπάνω άδειες διαµονής είναι ενιαίου τύπου κατ εφαρµογή του Κανονισµού ΕΚ 1030/2002 και αναγράφουν, αν επιτρέπεται στον κάτοχό τους η πρόσβαση στην αγορά εργασίας (άρθ. 9 4). 1. Προϋποθέσεις και διαδικασία χορήγησης ή ανανέωσης των αδειών διαµονής Σχετικά µε τις γενικές προϋποθέσεις (άρθ.10) που αφορούν στο πρόσωπο του υπηκόου τρίτης χώρας, το δικαίωµα διαµονής του εξαρτάται κατ αρχάς από το αν κατά το χρόνο της αίτησής του είναι κάτοχος ισχύοντος διαβατηρίου 115 ή άλλου αναγνωρισµένου ταξιδιωτικού εγγράφου, αν δε θεωρείται επικίνδυνος για τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια ή για τη δηµόσια υγεία, αν διαθέτει πλήρη κοινωνικη ασφάλιση, καθώς και τους απαραίτητους οικονοµικούς πόρους για την κάλυψη των εξόδων επιστροφής του στη χώρα προέλευσής του. Πέρα απ αυτά, στον τοµέα της χορήγησης ή ανανέωσης των αδειών διαµονής, η ουσιαστική µεταρρύθµιση συνίσταται στην ανάθεση της εν λόγω αρµοδιότητας στην Υπηρεσία Αλλοδαπών της κάθε Περιφέρειας (άρθ. 11). Με τον τρόπο αυτό τίθεται τέλος στις προηγούµενες παράλληλες αρµοδιότητες χορήγησης αδειών διαµονής (Γ.Γ. Περιφέρειας, Υπ. Εσωτερικών, Υπ. Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ή Υπ. Εξω- 115 Βλ. επίσης έγγραφο (Α.Π. 22409/5-12-2005) του ΥΠΕΣΔΔΑ, σύµφωνα µε το οποίο οι υπήκοοι τρίτων χωρών που εισήλθαν στη χώρα µε θεώρηση εισόδου, οποιουδήποτε τύπου, που έχει εκδοθεί από ελληνική προξενική αρχή µε ηµεροµηνία έκδοσης µέχρι την 31-12- 2004 και προκύπτει από το διαβατήριό του είσοδος σε χώρα µέλος του χώρου Schengen µέχρι της 31-12-2004 έχουν το δικαίωµα υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 3386/2005, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη σφραγίδα εισόδου στο διαβατήριο από τις ελληνικές αρχές. Από τη χορήγηση της θεώρησης εισόδου από τις ελληνικές προξενικές αρχές τεκµαίρεται ως τόπος προορισµού η Ελλάδα και τούτο λειτουργεί ισοδύναµα προς τη σφραγίδα εισόδου.
74 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ τερικών) και στη διάχυση της αποφασιστκής αρµοδιότητας. Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης, η Περιφέρεια καθίσταται πλέον ο κατ εξοχήν κρατκός φορέας διαχείρισης, εφαρµογής, ελέγχου και ανάπτυξης της µεταναστευτικής πολιτικής. Ειδικότερα, ο νόµος προβλέπει (άρθ. 11) ότι ο ενδιαφερόµενος υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει, µετά την είσοδό του στη χώρα και πριν τη λήξη της θεώρησης εισόδου, να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαµονής. Η εν λόγω αίτηση κατατίθεται αρχικά στο Δήµο ή στην Κοινότητα του τόπου κατοικίας ή διαµονής του αιτούντος, όπου διενεργείται µόνο ο έλεγχος της πληρότητας των δικαιολογητικών και κατόπιν µεταβιβάζεται ο φάκελος στην Υπηρεσία Αλλοδαπών της Περιφέρειας 116. Με την κατάθεση της αίτησης χορήγησης άδειας διαµονής, ο αλλοδαπός λαµβάνει από τις υπηρεσίες του Δήµου ή της Κοινότητας σχετική βεβαίωση κατάθεσης, η οποία και καθιστά προσωρινά µέχρι την έκδοση της απόφασης του Γ.Γ της Περιφέρειας νόµιµη την παραµονή του στην Ελλάδα (άρθ. 11 4). Στη συνέχεια η διαδικασία χορήγησης ή ανανέωσης της άδειας παρα- µονής λαµβάνει χώρα στο πλαίσιο των υπηρεσιών της Περιφέρειας. Στο σηµείο αυτό οφείλουµε να τονίσουµε ότι οι σχετικές διατάξεις του νό- µου δεν αποφεύγουν το σκόπελο της αδικαιολόγητης επιβάρυνσης περισσότερων του ενός φορέων και της υπερβολικής γραφειοκρατικής διάχυσης των αρµοδιοτήτων. Κρίνουµε ότι η εµπλοκή του Δήµου ή της Κοινότητας δε συµβάλλει στην ταχύτητα και στην αποτελεσµατικότητα των αρµόδιων υπηρεσίων, ενώ δε διευκολύνει υποχρεωτικά τη διεκπεραίωση της διαδικασίας χορήγησης αδειών διαµονής από τις υπηρεσίες της Περιφέρειας. Σχετικά µε την εξέταση της αίτησης από την Περιφέρεια, η αρµόδια Υπηρεσία Αλλοδαπών, αφού λάβει υπόψη της τους λόγους που αφορούν τη δηµόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας, µπορεί να καλέσει τον υπήκοο τρίτης χώρας σε συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής Μετανάστευσης (άρθ. 12). 116 Σύµφωνα µε την Εγκ. 38 της 23/12/2005 του ΥΠΕΣΔΔΑ η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο του ισχυρού διαβατηρίου, παράβολο και πιστοποιητικό υγείας από ελληνικό κρατικό νοσηλευτικό ίδρυµα. Με την κατάθεση της αίτησης, χορηγείται στον αιτούντα σχετική βεβαίωση κατάθεσης µε πλήρη δικαιολογητικά. Αν τα δικαιολογητικά δεν είναι πλήρη, ο Δήµος ή η κοινότητα εκδίδει σχετική βεβαίωση κατάθεσης ελλιπών δικαιολογητικών από την οποία προκύπτει ότι ο ενδιαφερόµενος οφείλει να προσκοµίσει το δικαιολογητικό που λείπει σε διάστηµα ενός µηνός. Ως ελλιπή δικαιολογητικά µπορούν να θεωρηθούν το πιστοποιητικό υγείας, εφόσον προσκοµίζεται σχετική βεβαίωση για τον καθορισµό συγκεκριµένης ηµεροµηνίας εξέτασης του αιτούντος και το διαβατήριο σε περίπτωση πρόσφατης απώλειάς του και εφόσον προσκοµίζεται βεβαίωση της οικείας προξενικής αρχής.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 75 Η κλήση του ενδιαφερόµενου σε συνέντευξη πραγµατοποιείται µόνο σε όσες περιπτώσεις κρίνεται τούτο αναγκαίο κατά την εκτίµηση του Γ.Γ. της Περιφέρειας. Η εµφάνιση του αλλοδαπού είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής τους. Η µη εµφάνισή του ενώπιον της επιτροπής µετανάστευσης δικαιολογείται µόνο για λόγους ανωτέρας βίας και σε αυτήν την περίπτωση καλείται εκ νέου. Αν ο ενδιαφερόµενος δεν εµφανισθεί και πάλι, η αίτησή του απορρίπτεται (άρθ. 12 2). Σε αντίθετη περίπτωση, η Περιφέρεια οφείλει να αποφασίσει για τη χορήγηση της άδειας εντός προθεσµίας δύο µηνών, από τη στιγµή που περιέρχεται στις υπηρεσίες της ο φάκελος µε τα πλήρη δικαιολογητικά του ενδιαφερόµενου. Στο σηµείο αυτό παρατηρούµε ότι η προθεσµία των δύο µηνών δεν αρχίζει από την κατάθεση των δικαιολογητικών στο Δήµο ή στην κοινότητα, αλλά από την παραλαβή τους από τις αρµόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας του συνόλου των απαιτούµενων δικαιολογητικών, γεγονός που προσδιορίζει τους λόγους καθυστέρησης στην έκδοση των αδειών διαµονής. Σε κάθε περίπτωση, η άδεια διαµονής χορηγείται µε απόφαση του Γενικού Γραµµατέα της οικείας Περιφέρειας. Στη διαδικασία αυτή, σηµαντικός είναι ο ρόλος της Επιτροπής Μετανάστευσης. Όπως έχει ήδη τονισθεί, το υπηρεσιακό αυτό όργανο άσκησης της µεταναστευτικής πολιτικής έχει καθαρά γνωµοδοτικό ρόλο (άρθ. 13). Συγκροτείται µε απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας και αποτελείται από τέσσερις υπαλλήλους της αρµόδιας Υπηρεσίας Αλλοδαπών της Περιφέρειας (από τους οποίους ο ένας είναι ο Προϊστάµενός της, ως Πρόεδρος) και από έναν εκπρόσωπο της αστυνοµικής αρχής. Ουσιαστική αρµοδιότητα της Επιτροπής είναι η διατύπωση γνώµης για τη χορήγηση ή ανανέωση της άδειας διαµονής του αλλοδαπού, όταν αυτό της ζητηθεί από το Γ.Γ. της Περιφέρειας. Η Επιτροπή για να σχηµατίσει γνώµη, λαµβάνει υπόψη της την εν γένει προσωπικότητα του υπηκόου τρίτης χώρας και εξετάζει αν πληρούνται στο πρόσωπό του, οι οριζόµενες από το νόµο προϋποθέσεις. Τονίσαµε σχετικά και παραπάνω ότι η σύνθεση της Επιτροπής θα µπορούσε να είναι διαφορετική (Δικαστικός λειτουργός, εκρόσωπος ΜΚΟ), ώστε να δίνονται περισσότερες εγγυήσεις δίκαιης κρίσης και γνώµης που δε θα επηρεάζεται άµεσα από τις υπηρεσιακές ανάγκες της διαχείρισης της µεταναστευτικής ροής σε κάθε Περιφέρεια. Βεβαίως, θεωρητικά, η γνώµη της Επιτροπής είναι απλή και δε δεσµεύει στην κρίση του το Γ.Γ., ο οποίος µπορεί αιτιολογηµένα να εκδώσει διαφορετική από την εισήγηση της Επιτροπής απόφαση 117. 117 Βλ. εγκύκλιος αρ.38 ΥΠΕΣΔΔΑ, 23/12/2005.
76 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας και υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις εκδίδεται η απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας περί της χορήγησης ή µη της άδειας διαµονής. Επίσης, επιτρέπεται, κατά την ανανέωση της άδειας διαµονής, η µετατροπή της από άδεια για εξαρτηµένη εργασία σε άδεια για ανεξάρτητη οικονοµική δραστηριότητα και το αντίστροφο, µετά την παρέλευση τριετίας από την έναρξη ισχύος της αρχικής άδειας διαµονής (άρθ. 12 5). Η ισχύς της αρχικής άδειας διαµονής είναι ετήσια και η εκάστοτε ανανέωσή της διετής, έως την πλήρωση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας διαµονής αόριστης διάρκειας ή για την υπαγωγή του υπηκόου τρίτης χώρας στο καθεστώς του επί µακρόν διαµένοντος (άρθ. 12 6). 2. Η τυπολογία των αδειών διαµονής 2.1. Οι άδειες διαµονής για εργασία Μια από τις σηµαντικές καινοτοµίες του ν. 3386/2005 είναι η ενοποίηση των αδειών διαµονής και εργασίας. Αυτό σηµαίνει ότι πρόκειται πλέον για µια ενιαία άδεια, βάσει της οποίας η διαµονή του υπηκόου τρίτης χώρας επιτρέπεται λόγω του σκοπού της εργασίας. Η χορήγηση της άδειας διαµονής για εργασία υπακούει σε διαφορετικές προϋποθέσεις ανάλογα µε το είδος της εργασίας για το οποίο ζητείται (εξαρτηµένη εργασία, επιχιακή εργασία, στελέχη εταιριών, προσωρινή µετακίνηση για παροχή υπηρεσιών, κ.λπ.). 2.1.1. Η µετάκληση για εργασία υπηκόου τρίτης χώρας Η µετάκληση έχει την έννοια της ανεύρεσης και επιλογής εργατικού δυναµικού στην αλλοδαπή και της πρόσκλησής του στην Ελλάδα για απασχόληση µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας. Η µετάκληση εξυπηρετεί την επιλεκτικότητα στη διαχείριση των µεταναστευτικών ροών, τον προσδιορισµό δεξιοτήτων και ειδικοτήτων, ανάλογα µε την προσφερόµενη εργασία και αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς εργασίας. Πρόκειται για µία πρακτική, η οποία ενθαρρύνεται από τα ευρωπαϊκά όργανα και εφαρµόζεται σε αρκετά κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µε στόχο την πρόσληψη αλλοδαπών εργαζοµένων χαµηλής, µέσης ή υψηλής ειδίκευσης. Έτσι, κάτω από συγκεκριµένες προϋποθέσεις, επιτρέπεται η είσοδος υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, σε συγκεκριµένο εργοδότη και για ορισµένο είδος απασχόλησης, εφόσον του έχει χορηγηθεί η αντίστοιχη θεώρηση εισόδου (άρθ. 14 1). Η τελευταία, καθώς και η άδεια διαµονής, χορηγούνται στον αλλοδαπό για παροχή εξαρτηµένης εργασίας, διαµορφώνοντας ένα αυστηρό πλαίσιο κινητικότητας, διαµονής και εργασίας. Η µετάκληση αλλοδαπού εργατικού δυναµικού συνιστά
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 77 το αποτέλεσµα µιας, ορισµένης από το νόµο, διοικητικής διαδικασίας που καθορίζει και τις τάσεις της µεταναστευτικής πολιτικής σε κάθε Περιφέρεια. Ειδικότερα, στην έδρα κάθε Περιφέρειας συγκροτείται, µε απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας, Επιτροπή αποτελούµενη από τον ίδιο, ως πρόεδρο και τον προϊστάµενο του Σώµατος Επιθεωρητών Εργασίας, έναν εκπρόσωπο του ΟΑΕΔ, έναν εκπρόσωπο του εργατικού κέντρου της έδρας της Περιφέρειας, έναν εκπρόσωπο των τοπικών επιµελητηρίων και έναν εκπρόσωπο της ΓΕ- ΣΑΣΕ ή της ΠΑΣΕΓΕΣ, ως µέλη. Αντικείµενο της εν λόγω Επιτροπής είναι η κατάρτιση, κατά το τελευταίο τρίµηνο κάθε έτους, µιας έκθεσης στην οποία καταχωρίζονται οι ανάγκες της οικείας Περιφέρειας σε εργατικό δυναµικό και οι κενές θέσεις εργασίας ανά ειδικότητα, Νοµό και διάρκεια απασχόλησης που µπορούν να καλυφθούν από αλλοδαπό εργατικό δυναµικό. Η Επιτροπή, για την κατάρτιση της έκθεσης, λαµβάνει υπόψη την προσφορά και τη ζήτηση της εργασίας σε τοπικό επίπεδο, καθώς και το γενικότερο συµφέρον της εθνικής οικονοµίας. Η καταρτισθείσα Έκθεση διαβιβάζεται στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας µε ταυτόχρονη κοινοποίηση στο ΥΠΕΣΔΔΑ. Με βάση την ανωτέρω έκθεση καθορίζεται, µε απόφαση των Υπουργών ΕΣΔΔΑ, Εξωτερικών και Απασχόλησης, ο ανώτατος αριθµός αδειών διαµονής για εργασία που χορηγούνται κάθε έτος ανά Νοµό, ιθαγένεια, είδος και διάρκεια απασχόλησης (άρθ. 14 4). Η απόφαση διαβιβάζεται στις οικείες Περιφέρειες, στον ΟΑΕΔ, στα συναρµόδια Υπουργεία και στις ελληνικές προξενικές αρχές. Οι τελευταίες οφείλουν να δέχονται τις σχετικές αιτήσεις των αλλοδαπών και να διαβιβάζουν ανά τρίµηνο στις οικείες Περιφέρειες ονοµαστικό κατάλογο όσων επιθυµούν να παράσχουν εξαρτηµένη εργασία στην Ελλάδα (άρθ. 14 5). Σχετικά µε την εν λόγω διαδικασία, έχουµε ήδη παρατηρήσει 118 ότι αφενός το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 3386/2005 εισάγει την πρακτική του κλειστού (ανώτατου) αριθµού (numerus clausus) ανά ειδικότητα, ανά ιθαγένεια και ανά Νοµό, µε στόχο τον έλεγχο του µεταναστευτικού ρεύµατος, τη ρύθµιση της αγοράς εργασίας και τον προσδιορισµό των ευκαιριών απασχόλησης και αφετέρου επιχειρείται µε τρόπο µάλλον δραστικό και αλυσιτελή η αποκατάσταση της νοµιµότητας και η καταπολέµηση της εκµετάλλευσης της αδήλωτης εργασίας των µεταναστών. Και αυτό γιατί ο ανώτατος αριθµός αδειών εργασίας ανά Νοµό µπορεί να περιορίσει υπέρµετρα την απασχόληση των αλλοδαπών και να αποκλείσει συγκεκριµένες ιθαγένειες από ορισµένους Νοµούς, προσφέροντας έδαφος για την πολιτική εκµετάλλευση του ζητή- 118 Θ. Παπαθεοδώρου, Το νέο θεσµικό πλαίσιο για τους µετανάστες: µεταξύ νοµιµότητας, αυστηρότητας και ελέγχου, ΠοινΔικ 10/2005,1189.
78 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ µατος και διογκώνοντας παράλληλα το σκοτεινό αριθµό (chiffre noir) της αδήλωτης εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις κρίνεται ότι αυτό µπορεί να αποβεί σε βάρος των αλλοδαπών, στο βαθµό που ο ανώτατος αριθµός αδειών ανα Νοµό και ανά ιθαγένεια ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει, υπό ορισµένες συνθήκες, τάσεις συµπίεσης του αλλοδαπού εργατικού δυναµικού και να καλλιεργήσει ρατσιστικά φαινόµενα έναντι ορισµένων υπηκόων τρίτων χωρών που θα αποκλείονται συστηµατικά (λόγω ιθαγένειας) από την προσφερόµενη απασχόληση σε ορισµένους Νοµούς. Η επιλεκτικότητα που στηρίζεται όχι στα προσόντα, στην ειδίκευση, στις δεξιότητες ή στη ζήτηση του αλλοδαπού εργατικού δυναµικού, αλλά σε κριτήρια των οποίων ο προσδιορισµός µπορεί να είναι, σε πολλές περιπτώσεις, προϊόν σκοπιµότητας, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στην παραβίαση της αρχής της δίκαιης µεταχείρισης και να εντείνει τα φαινόµενα του κοινωνικού αποκλεισµού. Ως προς τις διαδικασίες της µετάκλησης, µε βάση τον ονοµαστικό κατάλογο όσων υπέβαλαν αιτήσεις για παροχή εξαρτηµένης εργασίας στην Ελλάδα, ο κάθε ενδιαφερόµενος εργοδότης καταθέτει αίτηση πρόσληψης του αλλοδαπού στο Δήµο ή στην Κοινότητα του τόπου διαµονής του. Η αίτηση συνοδεύεται από εγγυητικές επιστολές Τράπεζας για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του αλλοδαπού στην Ελλάδα και σε ποσό που καλύπτει τις ανάγκες επαναπροώθησης ή απέλασής του στη χώρα προέλευσης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, ο Γ.Γ. της Περιφέρειας εκδίδει πράξη µε την οποία εγκρίνεται η απασχόληση του αλλοδαπού βάσει της οποίας η αρµόδια ελληνική προξενική αρχή χορηγεί σχετική θεώρηση εισόδου στο µετακαλούµενο υπήκοο τρίτης χώρας. 2.1.2. Η άδεια διαµονής για εξαρτηµένη εργασία Ως εξαρτηµένη εργασία νοείται η απασχόληση σε σταθερό εργοδότη και για ορισµένο είδος απασχόλησης 119. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαµονής στον υπήκοο τρίτης χώρας είναι η ειδική θεώρηση εισόδου για παροχή εξαρτηµένης εργασίας στην Ελλάδα και η προσκόµιση σύµβασης εργασίας διάρκειας µέχρι ενός έτους από την οποία να προκύπτει ότι η αµοιβή του προσληφθέντος είναι ίση τουλάχιστον µε τις µηνιαίες αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη (άρθ. 15 1). Η άδεια διαµονής του µετακαλούµενου εκδίδεται για ένα έτος, ακόµα και αν η σύµβαση εργασίας είναι µικρότερη του έτους και ανανεώνεται για δύο έτη κάθε φορά εφόσον πληρού- 119 Στην εξαρτηµένη εργασία υπάγονται και τα επαγγέλµατα τα οποία από τη φύση τους δεν συνδέονται αναγκαία µε ένα σταθερό εργοδότη, όπως οικοδόµοι, νοσοκόµοι/νοσοκόµες και προσωπικό εργαζόµενο κατ οίκον του εργοδότη.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 79 νται οι προϋποθέσεις του νόµου. Είναι σαφές ότι η ταύτιση άδειας διαµονής και εργασίας συνιστά ένα θετικό στοιχείο του ν.3386/2005, στο βαθµό που η εξασφάλιση της εργασίας συνεπάγεται την εξασφάλιση της άδειας διαµονής, µε την επιφύλαξη βεβαίως της κριτικής που ασκήθηκε παραπάνω. Η διαµονή και η εργασία του µετακαλούµενου αλλοδαπού υπακούει, ωστόσο, σε αυστηρές προϋποθέσεις. Από τη µια πλευρά, ο υπήκοος τρίτης χώρας µπορεί να συνάπτει σύµβαση εργασίας µε άλλον εργοδότη από τον αρχικό κατά τη διάρκεια της αρχικής άδειας διαµονής µόνον εφόσον δεν επέρχεται µεταβολή της ειδικότητας για την οποία χορηγήθηκε η ειδική θεώρηση εισόδου, καθώς και του ασφαλιστικού φορέα. Σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη, ο εργαζόµενος οφείλει να ενηµερώσει την αρµόδια Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας σε χρονικό διάστηµα τριάντα ηµερών από τη σύναψη της νέας σύµβασης (άρθ. 15 3). Από την άλλη πλευρά όµως, ο κάτοχος άδειας διαµονής για εξαρτηµένη εργασία δεν µπορεί να εργαστεί σε άλλο Νοµό της ίδιας ή άλλης Περιφέρειας πριν από την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας και αφού έχει λυθεί η προηγούµενη εργασιακή του σχέση και έχει συναφθεί από τον υπόχρεο νέα σύµβαση εργασίας σε άλλο Νοµό (άρθ. 15 4). Αυτό σηµαίνει ότι ο µετακαλούµενος αλλοδαπός εργαζόµενος δεν µπορεί να µετακινηθεί εργασιακά από τον ένα Νοµό στον άλλο της ίδιας Περιφέρειας κατά τη διάρκεια της αρχικής άδειας διαµονής του (ετήσιας) και παραµένει εξαρτηµένος από τον εργοδότη µε τον οποίο συνάπτει κάθε φορά τη σύµβαση εργασίας. Τίθεται, έτσι, υπό καθεστώς ελέγχου και επιτήρησης αναφορικά µε το χρόνο και τον τόπο επιτήρησής του. Ειδικότερα, η απαγόρευση εργασιακής µετακίνησης του αλλοδαπού σε άλλο Νοµό πριν από τη πάροδο ενός έτους και τη λύση της αρχικής εργασιακής του σχέσης συνεπάγεται περιορισµούς αναφορικά µε τον τόπο εγκατάστασής του. Αυτό δε φαίνεται να εξυπηρετεί δικαιοπολιτικά άλλη σκοπιµότητα, εκτός από την ελεγχόµενη διαχείριση του µεταναστευτικού πληθυσµού. Καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω απαγόρευση περιορίζει τα δικαιώµατα του αλλοδαπού εργαζοµένου και τον θέτει υπό την εξάρτηση του εργοδότη µε τον οποίο συνήψε τη σύµβαση εργασίας. Εξάλλου, στους υπηκόους τρίτων χωρών παρέχεται η δυνατότητα απασχόλησης στον τοµέα παροχής υπηρεσιών ή έργου µόνο µετά την παρέλευση ενός έτους από τη χορήγηση άδειας διαµονής, εφόσον έχουν εκπληρώσει τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και έχουν πραγµατοποιήσει τον προβλεπόµενο αριθµό ηµεροµισθίων. Η χορηγούµενη άδεια διαµονής έχει διετή ισχύ και µπορεί να ανανεώνεται κάθε φορά για ισόχρονη διάρκεια, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόµου. Η εν λόγω άδεια διαµο-
80 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ νής δεν µπορεί να µεταβληθεί εκ νέου σε άδεια εξαρτηµένης εργασίας παρά µόνο κατά την ανανέωσή της (άρθ.15 5). Παρατηρούµε ότι ο νοµοθέτης επιλέγει την απαγόρευση απασχόλησης του αλλοδαπού σε περισσότερες του ενός τύπου εργασίες, στο βαθµό που συνδέει την άδεια διαµονής µε την άδεια εργασίας, οι οποίες πλέον αποκτούν µονοσήµαντη σχέση. Οι όποιες αλλαγές επιτρέπονται, λαµβάνουν χώρα κατά την ανανέωση των αδειών διαµονής, ώστε να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναµικού. Η διαδικασία ανανέωσης άδειας διαµονής για παροχή εξαρτηµένης εργασίας θέτει µία σειρά από περαιτέρω υποχρεώσεις. Με την αριθ. πρωτ. 160/2006(ΦΕΚ 6/Β/4.1.2006) Κ.Υ.Α. ορίζεται ο ελάχιστος αριθµός ηµεροµισθίων ή το ελάχιστο χρονικό διάστηµα ασφάλισης ανά έτος και ασφαλιστικό φορέα για την ανανέωση άδειας διαµονής υπηκόων τρίτων χωρών καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις πρόσβασης στη µισθωτή εργασία και σε ανεξάρτητη οικονοµική δραστηριότητα της περίπτωσης β του άρθρου 59 του ν. 3386/05. Τα προβλεπόµενα στην εν λόγω Κ.Υ.Α. ισχύουν για την ανανέωση αδειών διαµονής για εργασία που λήγουν µετά την 1-1-2006 και οι οποίες ανανεώνονται βάσει των διατάξεων του ν. 3386/2005. Έτσι, κατά την πρώτη ανανέωση των αδειών διαµονής για εργασία, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3386/2005, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη, αναφορικά µε την εκπλήρωση των ασφαλιστικών προϋποθέσεων, η ευνοϊκότερη για τον υπήκοο τρίτης χώρας πρόβλεψη. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατείχαν άδεια διαµονής για παροχή εξαρτηµένης εργασίας σε σταθερό εργοδότη και για ορισµένο είδος απασχόλησης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 2910/2001, όφειλαν κατά την ανανέωσή της, να αποδείξουν ότι είχαν εκπληρώσει τις ασφαλιστικές τους προϋποθέσεις για το διάστηµα ισχύος της άδειας εργασίας και διαµονής τους. Οι ανωτέρω υπήκοοι που επιθυµούν την ανανέωση της άδειας διαµονής τους για τον ίδιο λόγο ή για παροχή υπηρεσιών ή έργου ή για ανεξάρτητη οικονοµική δραστηριότητα, κατά την πρώτη ανανέωση της άδειας διαµονής τους, µε τις διατάξεις του ν. 3386/2005, πρέπει να προσκοµίζουν το απαιτούµενο κατά περίπτωση αποδεικτικό εκπλήρωσης ασφαλιστικών υποχρεώσεων, από το οποίο θα αποδεικνύεται ως ελάχιστος χρόνος ασφάλισης οι 200 ηµέρες εργασίας ανά έτος. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που κατείχαν άδεια διαµονής για παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου (εργολάβοι κ.λ.π.), σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2910/2001, όφειλαν κατά την ανανέωσή της, να απο-
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 81 δείξουν ότι είχαν πραγµατοποιήσει αριθµό ηµεροµισθίων ίσο τουλάχιστον µε το µισό των εργάσιµων ηµερών που αντιστοιχούσαν στο χρονικό διάστηµα από την έκδοση της άδειας εργασίας τους, µέχρι την υποβολή της αίτησης για την ανανέωσή της, ήτοι 150 ηµέρες εργασίας ανά έτος. Οι ανωτέρω υπήκοοι τρίτων χωρών που επιθυµούν να την ανανεώσουν για τον ίδιο λόγο ή για παροχή εξαρτηµένης απασχόλησης ή για ανεξάρτητη οικονοµική δραστηριότητα ή για παροχή εξαρτηµένης εργασίας σε περισσότερους του ενός µη σταθερούς εργοδότες, εφόσον το επάγγελµά τους τους επιτρέπει την υπαγωγή στην συγκεκριµένη κατηγορία, πρέπει να προσκοµίσουν, µόνο κατά την πρώτη ανανέωση της άδειας διαµονής τους, µε βάση τις διατάξεις του ν. 3386/2005, το απαιτούµενο κατά περίπτωση αποδεικτικό εκπλήρωσης ασφαλιστικών υποχρεώσεων από το οποίο θα αποδεικνύεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει πραγµατοποιήσει 150 ηµέρες εργασίας ανά έτος, δηλαδή, σύµφωνα µε τα ισχύοντα στο προηγούµενο νοµικό καθεστώς, αντί των 200 ηµερών εργασίας που ορίζονται µε την αριθ.πρωτ.160/ 2006(ΦΕΚ 6/Β/4.1.2006) Κ.Υ.Α. Ειδικά για τους υπηκόους τρίτων χωρών που απασχολούνται µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας σε περισσότερους του ενός µη σταθερούς εργοδότες (οικοδόµοι, αποκλειστικοί νοσοκόµοι και προσωπικό εργαζόµενο στο σπίτι του εργοδότη) και ασφαλίζονται στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, οι οποίοι είτε λάµβαναν άδεια εργασίας και διαµονής για παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου είτε θα λάβουν άδεια διαµονής για τον ίδιο λόγο, εφόσον υπέβαλαν αίτηση για ανανέωση της άδειας εργασίας και διαµονής τους, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 10 του άρθρου 91 του ν. 3386/2005, κατά την πρώτη ανανέωση της άδειας διαµονής τους, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ίδιου νόµου, πρέπει να προσκοµίζουν το απαιτούµενο κατά περίπτωση αποδεικτικό εκπλήρωσης ασφαλιστικών υποχρεώσεων, από το οποίο θα αποδεικνύεται ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει πραγµατοποιήσει 150 ηµέρες εργασίας ανά έτος. Σε περιπτώσεις που οι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν απασχοληθεί µικρότερο διάστηµα κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας διαµονής τους και δεν αποδεικνύουν τον απαιτούµενο αριθµό ηµερών εργασίας θα πρέπει, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω Κ.Υ.Α, να αποδείξουν απολύτως τεκµηριωµένα τον λόγο για τον οποίο δεν εργάσθηκαν το συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, προκειµένου οι οριζόµενες ηµέρες ασφάλισης να µειωθούν αντίστοιχα. Έτσι, αν οι υπήκοοι τρίτης χώρας επικαλούνται ως λόγο µη παροχής εργασίας σε συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, ταξίδι τους εκτός Ελλάδας, θα πρέπει να προσκοµίζουν αντίγραφο διαβατηρίου από το οποίο θα πρέπει να προκύπτει η έξοδος και η επανείσοδος στη χώρα. Το χρονικό διάστηµα της
82 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ απουσίας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το τετράµηνο, διάστηµα που θεωρείται εύλογο, πλην των περιπτώσεων που αποδεδειγµένα απουσίαζαν στο εξωτερικό για λόγους ασθένειας ή νοσηλείας σε ίδρυµα της αλλοδαπής. Σε περιπτώσεις που οι υπήκοοι τρίτης χώρας ήταν άνεργοι, θα πρέπει να προσκοµισθεί βεβαίωση του ΟΑΕΔ από την οποία να προκύπτει το χρονικό διάστηµα της τακτικής επιδότησης ανεργίας ή εγγραφή του στα µητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ προσκοµίζοντας παράλληλα και τη σχετική κάρτα ανεργίας θεωρηµένη κάθε µήνα από την αρµόδια υπηρεσία του ΟΑΕΔ. 2.1.3. Η άδεια διαµονής για εποχιακή εργασία Ο ν. 3386/2005 ορίζει (άρθ. 16) την εποχιακή εργασία ως την απασχόληση υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα για χρονικό διάστηµα µέχρι έξι µήνες συνολικά ανά ηµερολογιακό έτος, σε τοµέα δραστηριότητας που συναρτάται µε πρόσκαιρη, εποχιακού χαρακτήρα, απασχόληση. Ο εποχιακά απασχολούµενος συµβάλλεται µε συγκεκριµένο εργοδότη µε σχέση εργασίας ορισµένου χρόνου. Στη σύµβαση αναφέρεται ρητά το είδος της απασχόλησης. Η διαδικασία πρόσληψης αλλοδαπού εργατικού δυναµικού για εποχιακή εργασία προσοµοιάζει µε την αντίστοιχη που προβλέπεται για την εξαρτηµένη εργασία. Ειδικότερα, ο εργοδότης που επιθυµεί να απασχολήσει υπήκοο τρίτης χώρας για εποχιακή εργασία, καταθέτει αίτηση στο Δήµο ή στην Κοινότητα του τόπου κατοικίας ή διαµονής του τρεις µήνες πριν την έναρξη των εργασιών και εφόσον προβλέπονται αντίστοιχες θέσεις στην κοινή υπουργική απόφαση για τις άδειες εργασίας ανά νοµό (άρθ. 14 4). Στη συνέχεια, εφόσον εγκριθεί η αίτηση, ο Γ.Γ. της Περιφέρειας εκδίδει πράξη, βάσει της οποίας η οικεία προξενική αρχή χορηγεί στον µετακαλούµενο εργαζόµενο θεώρηση εισόδου. Ο τελευταίος είναι υποχρεωµένος, πριν τη λήξη της θεώρησης, να καταθέσει αίτηση χορήγησης άδειας διαµονής για εποχιακή εργασία. Αυτού του τύπου η άδεια είναι ειδική. Ισχύει για το χρονικό διάστηµα της εποχιακής εργασίας και απαγορεύεται η ανανέωσή της για οποιοδήποτε λόγο, όπως και η αλλαγή εργοδότη κατά τη διάρκειά της. Ο κάτοχός της οφείλει να αναχωρήσει από την ελληνική επικράτεια µετά τη λήξη της. Τέλος, ο τύπος αυτής της άδειας διαµονής και εργασίας έχει ρυθµιστεί, ώστε να καλύπτονται έκτακτες (εποχιακές) ανάγκες της αγοράς εργασίας σε εργατικό δυναµικό, ενώ παράλληλα, µέσω της απαγόρευσης ανανέωσης ή µετατροπής της άδειας διαµονής αποσκοπεί να αποτρέψει τη µονιµότερη εγκατάσταση του µετακαλούµενου εργαζόµενου στην Ελλάδα.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 83 2.1.4. Άδεια διαµονής σε µέλη διοικητικού συµβουλίου, διαχειριστές και προσωπικό εταιριών Ευνοϊκές ρυθµίσεις για τη χορήγηση άδειας διαµονής σε µέλη διοικητικού συµβουλίου, διαχειριστές και προσωπικό εταιριών προβλέπει το άρθρο 17 του ν. 3386/2005. Ειδικότερα, έχει δικαίωµα να υποβάλει αίτηση για χορήγηση αρχικής άδειας διαµονής ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει εισέλθει στην Ελλάδα µε ειδική θεώρηση εισόδου ως α) µέλος δ.σ., διαχειριστής και ανώτατο διευθυντικό στέλεχος (γενικός διευθυντής, διευθυντής, υποδιευθυντής) θυγατρικών εταιριών και υποκαταστηµάτων αλλοδαπών εταιριών που ασκούν νόµιµα εµπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, β) ως υπαλληλικό προσωπικό που ασχολείται σε εταιρίες που έχουν υπαχθεί σε διατάξεις του α.ν. 89/1967, α.ν. 378/1968 και του άρθρου 24 του ν. 27/ 1975, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ν.2234/1994, καθώς και σε επιχειρήσεις του ν. 2687/1953, γ) τεχνικός που ασχολείται σε βιοµηχανίες ή µεταλλεία υπό τους όρους που προβλέπονται στον α.ν. 448/1968 και δ) προσωπικό που ασχολείται αποκλειστικά σε εταιρίες οι οποίες εγκαθίστανται στην Ελλάδα µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3386/2005 (ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας). Η διαδικασία χορήγησης άδειας διαµονής στους παραπάνω είναι διαφορετική από τη µέχρι τώρα προβλεπόµενη. Η αίτηση για χορήγηση άδειας κατατίθεται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του ΥΠΕΣΔΔΑ και εγκρίνεται µε απόφαση του Υπουργού ΥΠΕΣΔΔΑ. Η άδεια διαµονής είναι διάρκειας ενός έτους και ανανεώνεται κάθε φορά για δύο έτη. Οι παραπάνω αλλοδαποί µπορούν να συνοδεύονται από τα µέλη της οικογένειάς τους στα οποία χορηγείται ισόχρονη άδεια διαµονής µε αυτή του συντηρούντος και ανανεώνεται κάθε φορά για ισόχρονο διάστηµα µε την άδεια διαµονής του. 2.1.5. Άδεια διαµονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που µετακινούνται από επιχείρηση εγκατεστηµένη σε κράτος-µέλος της ΕΕ ή του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου, µε σκοπό την παροχή εργασίας Οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 3386/2005 προσαρµόζουν την ελληνική νοµοθεσία στο κοινοτικό κεκτηµένο σχετικά µε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κατ εφαρµογή του άρθρου 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αντικείµενο της ρύθµισης είναι η χορήγηση άδειας διαµονής σε υπηκόους τρίτης χώρας, οι οποίοι απασχολούνται νόµιµα σε επιχείρηση εγκατεστηµένη σε κράτος-µέλος της ΕΕ ή του ΕΟΧ και µετακινούνται στην Ελλάδα για περιορισµένο χρονικό διάστηµα µε σκοπό την παροχή υπηρεσίας στο πλαίσιο συµβατικής υποχρέωσης της επιχείρησης και του αποδέκτη της
84 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ υπηρεσίας στην Ελλάδα. Για να χορηγηθεί η άδεια θα πρέπει ο µετακινού- µενος υπήκοος τρίτης χώρας να είναι κάτοχος διαβατηρίου που ισχύει ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου και να αποδεικνύει τη νόµιµη διαµονή του και εργασία στο κράτος-µέλος της ΕΕ ή του ΕΟΧ, στο οποίο είναι εγκατεστηµένη η επιχείρηση που τον απασχολεί, να έχει λάβει ειδική θεώρηση εισόδου για διάστηµα που υπερβαίνει τους τρεις µήνες. Τέλος, θα πρέπει η επιχείρηση που τον απασχολεί να έχει υπογράψει σύµβαση για την παροχή ορισµένης υπηρεσίας µε τον αποδέκτη της υπηρεσίας στην Ελλάδα, στην οποία αναφέρονται ο σκοπός και το προβλεπόµενο διάστηµα της µετακίνησης, καθώς και η ανάληψη από αυτή των εξόδων διαµονής, κοινωνικής ασφάλισης και επιστροφής του. Η αίτηση υποβάλλεται στο Δήµο ή στην Κοινότητα του τόπου όπου είναι εγκατεστηµένος ο αποδέκτης της υπηρεσίας και εγκρίνεται από το Γ.Γ. της Περιφέρειας. Περαιτέρω ανανέωση της άδειας διαµονής και εργασίας προβλέπεται µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και τούτο για διάστηµα που δεν υπερβαίνει τους έξι µήνες (άρθ. 18 3). 2.1.6. Άδεια διαµονής σε υπηκόους τρίτων χωρών που µετακινούνται από επιχείρηση εγκατεστηµένη σε τρίτη χώρα µε σκοπό την παροχή υπηρεσίας Κύρια προϋπόθεση για τη χορήγηση αυτού του τύπου άδειας είναι ότι η επιχείρηση από την οποία µετακινείται ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει συνάψει σύµβαση προµήθειας µε την οποία προβλέπεται η παροχή συγκεκριµένων υπηρεσιών που αναφέρονται αποκλειστικά στην εγκατάσταση, δοκιµαστική λειτουργία και συντήρηση προµηθευµένων ειδών, το διάστηµα παροχής υπηρεσιών, ο αριθµός και η ειδικότητα των ατόµων που θα απασχοληθούν καθώς και η ανάληψη των εξόδων διαµονής, πλήρους ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης και επιστροφής τους. Την αίτηση για χορήγηση της σχετικής άδειας διαµονής και εργασίας έχει δικαίωµα να υποβάλει ο υπήκοος τρίτης χώρας που απασχολείται ως εξειδικευµένο τεχνικό προσωπικό σε επιχείρηση, η οποία είναι εγκατεστηµένη σε τρίτη χώρα και για τον οποίο προβλέπεται η παροχή συγκεκριµένων υπηρεσιών στο πλαίσιο σύµβασης προµήθειας µεταξύ αυτής της επιχείρησης και της αντίστοιχης που ασκεί τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα. Η άδεια διαµονής χορηγείται µε απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας για το διάστηµα που απαιτείται για την εκπλήρωση της αναληφθείσας συµβατικής υποχρέωσης, και το οποίο δεν µπορεί να υπερβαίνει τους έξι µήνες. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις ανάγκες εκπλήρωσης της σύµβασης, η άδεια µπορεί να ανανεωθεί για έξι επιπλέον µήνες και δεν επιτρέπεται η µετατροπή της σε άδεια άλλου τύπου ή η αλλαγή του σκοπού της άδειας διαµονής και εργασίας.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 85 2.1.7. Άλλου τύπου άδειες διαµονής για εργασία Τα άρθρα 20-23 του ν. 3386/2005 ρυθµίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανανέωσης αδειών διαµονής σε αθλητές και προπονητές υπηκόους τρίτων χωρών (ετήσια άδεια διαµονής µε δυνατότητα ανανέωσης όσο διαρκεί η σύµβαση εργασίας) στους ίδιους για συµµετοχή σε διεθνείς αθλητικές οργανώσεις (για όσο διάστηµα ισχύει η έγκριση της ελληνικής οµοσπονδίας του οικείου αθλήµατος και πάντως µικρότερη του έτους), σε µέλη καλλιτεχνικών συγκροτηµάτων (για χρονικό διάστηµα µέχρι ενός έτους µε δυνατότητα ανανέωσης όσο διαρκούν οι δραστηριότητες στις οποίες συµµετέχουν), σε πνευµατικούς δηµιουργούς (για χρονικό διάστηµα µέχρι ενός έτους µε δυνατότητα ανανέωσης για το χρόνο που διαρκεί η σύµβασή τους) και σε µέλη ξένων αρχαιολογικών σχολών (για χρονικό διάστηµα µέχρι ενός έτους µε δυνατότητα ανανέωσης για το διάστηµα που διαρκεί η επιστηµονική δραστηριότητα). Είναι σηµαντικό να τονίσουµε ότι κατά την ανανέωση των αδειών των παραπάνω υπηκόων τρίτων χωρών δεν απαιτείται η εκπλήρωση των ασφαλιστικών εισφορών τους για το διάστηµα της αρχικής άδειας διαµονής. Τούτο βεβαίως, δε στερεί από τους παραπάνω το δικαίωµα να ασφαλίζονται στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισµούς και να έχουν τα ίδια ασφαλιστικά δικαιώµατα µε τους αλλοδαπούς. 2.2. Άδεια διαµονής για άσκηση ανεξάρτητης οικονοµικής δραστηριότητας και για επενδυτικούς σκοπούς Στο πλαίσιο της χορήγησης αυτής της άδειας ο έλληνας νοµοθέτης διακρίνει την άσκηση ανεξάρτητης οικονοµικής δραστηριότητας από την επενδυτική δραστηριότητα. Η πρώτη θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας αναλαµβάνει αυτόνοµη επιχειρηµατική δράση, διατηρεί ανεξάρτητη επαγγελµατική στέγη µε την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδοµή, στην οποία έχει εγκαταστήσει το κέντρο των επαγγελµατικών ή οικονοµικών του σχέσεων. Για τη χορήγηση µιας τέτοιας άδειας ο ενδιαφερόµενος αλλοδαπός θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους για την άσκηση της δραστηριότητας ύψους τουλάχιστον 60.000 Ευρώ και να κατέχει θεώρηση εισόδου στη χώρα. Επίσης, η δραστηριότητα θα πρέπει να συµβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής οικονοµίας (άρθ. 24 1). Η διαδικασία χορήγησης της εν λόγω άδειας αφορά τόσο το σκοπό της οικονοµικής δραστηριότητας όσο και το πρόσωπο του υπηκόου τρίτης χώρας. Έτσι, ο ενδιαφερόµενος οφείλει να καταθέσει στην
86 ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ οικεία προξενική αρχή, µαζί µε την αίτησή του, σχετική οικονοµοτεχνική µελέτη για την προτεινόµενη δραστηριότητα, στην οποία θα αναφέρονται το ύψος και το είδος της επένδυσης, ο εξοπλισµός που έχει προβλεφθεί και να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να πραγµατοποιήσει την επένδυση αυτή στην Ελλάδα. Η αίτηση και η οικονοµοτεχνική µελέτη µεταβιβάζονται στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας, στην οποία προτίθεται να εγκατασταθεί ο ενδιαφερόµενος. Η Υπηρεσία αποφασίζει µετά από γνωµοδότηση της Επιτροπής του άρθρου 24 5 και σε πριπτώσεις έγκρισης χορηγείται στον υπήκοο τρίτης χώρας αντίστοιχη θεώρηση εισόδου. Η άδεια διαµονής εκδίδεται από το Γ.Γ. της Περιφέρειας και είναι διετούς διάρκειας (άρθ. 25 1). Υπάρχει η δυνατότητα ανανέωσης της άδειας για ισόχρονο διάστηµα, αν η εγκριθείσα δραστηριότητα εξακολουθεί να ασκείται εντός των ορίων του Νοµού. Σε περίπτωση µη ανανέωσης της άδειας, επιτρέπεται µε απόφαση του Γ.Γ. της Περιφέρειας να χορηγηθεί στον ενδιαφερόµενο προθεσµία έξι µηνών για την αναχώρησή του, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο για την εκκαθάριση της επιχείρησης. Κατά την ανανέωση της άδειας διαµονής επιτρέπεται η µετατροπή από άδεια για εξαρτηµένη εργασία σε άδεια για άσκηση ανεξάρτητης οικονοµικής δραστηριότητας και το αντίστροφο, µετά την παρέλευση τριετίας από την αρχική άδεια διαµονής. Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι ο κάτοχος της εν λόγω άδειας δεν µπορεί να ασκεί την επιχειρηµατική δραστηριότητα εκτός του Νοµού στον οποίο αρχικά εγκαταστάθηκε. Αυτό είναι εφικτό µόνο κατά την ανανέωση της άδειας (παρέλευση διετίας) και εφόσον ο αλλοδαπός έχει αποδεδειγµένα διακόψει τη δραστηριότητά του στον προηγούµενο Νοµό. Αναφορικά µε την άδεια διαµονής για ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας, επιτρέπεται η είσοδος υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα, προκειµένου να πραγµατοποιήσει επένδυση ύψους τριακοσίων χιλιάδων (300.000) Ευρώ που θα έχει θετικές επιπτώσεις στην εθνική οικονοµία. Οι ρυθµίσεις του άρθρου 26 αποσκοπούν σαφώς στη διευκόλυνση εγκατάστασης στην Ελλάδα αλλοδαπών για επενδύσεις και στην τόνωση της ελληνικής οικονοµίας. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας διαµονής υπακούουν στην παραπάνω σκοπιµότητα. Έτσι, η αίτηση του ενδιαφερο- µένου υπηκόου τρίτης χώρας κατατίθεται στην οικεία προξενική αρχή και περιλαµβάνει οικονοµοτεχνική πρόταση σχετικά µε τα παραγόµενα προϊόντα, τις αγορές και τον τρόπο διάθεσης των προϊόντων, την τεχνολογία και τον εξοπλισµό που θα χρησιµοποιηθεί, την παραγωγή καινοτοµικών προϊόντων και την πρόβλεψη εξαγωγών. Η αίτηση και η οικονοµοτεχνική πρόταση διαβιβάζονται στο Υπουργείο Οικονοµίας και Οικονοµικών, µετά από
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 87 πρόταση του οποίου ο Υπουργός ΕΣΔΔΑ αποφασίζει για την έγκριση ή µη της άδειας διαµονής. Η άδεια διαµονής ισχύει για τρία έτη και υπόκειται στον περιορισµό ότι ήδη από το πρώτο έτος της άδειας θα πρέπει να έχει πραγµατοποιηθεί η επένδυση. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Υπουργός ΕΣΔΔΑ µπορεί να αποφασίσει την ανάκληση της άδειας (άρθ. 26 5). Η υλοποίηση και η πρόοδος της επένδυσης πραγµατοποιούνται µε ευθύνη του ίδιου του επενδυτή, ο οποίος οφείλει να ενηµερώνει σχετικά το Τµήµα Παρακολούθησης Ξένων Άµεσων Επενδύσεων. Η άδεια διαµονής µπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστηµα, εφόσον η επενδυτική δραστηριότητα εξακολουθεί να ασκείται, έχουν εκπληρωθεί οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις και δεν έχει µεταβληθεί ο σκοπός της εγκριθείσας δραστηριότητας. Οι κάτοχοι της εν λόγω άδειας µπορούν να συνοδεύονται από τα µέλη των οικογενειών τους (βλ. άρθρο 54 του ν. 3386/2005), στα οποία χορηγείται ατοµική άδεια διαµονής ίσου χρόνου µε την άδεια διαµονής του συντηρούντος. 2.3. Άδειες διαµονής για ειδικούς λόγους Ορισµένες άδειες διαµονής που ρυθµίζονται στο νόµο (άρθ. 28-43) αφορούν σε ειδικούς λόγους, όπως σπουδές, επαγγελµατική κατάρτιση, συµµετοχή σε προγράµµατα, χορήγηση άδειας σε οικονοµικά ανεξάρτητα άτοµα, χορήγηση άδειας σε ανταποκριτές ξένου τύπου (κ.λπ.). Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χορήγηση άδειας για λόγους σπουδών. Η εν λόγω άδεια χορηγείται σε υπηκόους τρίτων χωρών που επιθυµούν να εισέλθουν στην Ελλάδα για να πραγµατοποιήσουν σπουδές στην τριτοβάθ- µια εκπαίδευση (προπτυχιακά και µεταπτυχιακά). Για τη χορήγηση άδειας διαµονής για σπουδές, απαιτείται αφενός ειδική θεώρηση εισόδου και αφετέρου να έχει γίνει δεκτός ο ενδιαφερόµενος προς εγγραφή από το οικείο δηµόσιο εκπαιδευτικό ίδρυµα, να διαθέτει επαρκείς οικονοµικούς πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαµονής του και να έχει καταβάλει τα τέλη εγγραφής, όπου αυτά απαιτούνται (άρθ. 28 2). Η άδεια διαµονής που χορηγείται από την οικεία Περιφέρεια είναι ετήσιας διάρκειας και µπορεί να ανανεώνεται για ισόχρονο διάστηµα καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών. Σε κάθε περίπτωση όµως, ο συνολικός χρόνος διαµονής δεν µπορεί να υπερβεί την προβλεπόµενη συνολική διάρκεια σπουδών, προσαυξηµένη κατά το ήµισυ (άρθ. 29 2). Η άδεια διαµονής για λόγους σπουδών αφορά στους υπηκόους τρίτων χωρών που δε διαµένουν ήδη στην Ελλάδα ως εργαζόµενοι ή ως ασκούντες ανεξάρτητη οικονοµική δραστηριότητα (άρθ. 28 3). Ο περιορισµός αυτός τίθεται από το νόµο αφενός για την αποσαφήνιση του λόγου διαµονής σε σχέση µε τη χορήγηση της άδειας και αφετέρου γιατί οι κάτοχοι των πα-