Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Αθήνα, 4 Iουνίου 2010 Αρ. Πρωτ. : /14910/2010 Χειριστές: Μαρία Βουτσίνου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, (Ι)/2014

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Π Ρ Ο Σ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΛΗΨΗΣ DNA

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2013

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47 / 2013

Σελίδα 1 από 5. Τ

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Ηλεκτρονική επιτήρηση υπόδικων, κατάδικων και κρατούµενων σε ά- δεια»

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Μεταφέρεται από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία η εκδίκαση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Σχέδιο νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων. Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

3 Ιουλίου 2012 Αριθμ. Πρωτ.: /23430/2012 Πληροφορίες: Δήμητρα Μυτιληναίου (τηλ.: ) Μαρία Βουτσίνου (τηλ.

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Αρθρο: 1 Ημ/νία: Περιγραφή όρου θησαυρού: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Προεδρικό Διάταγμα για τις άδειες ίδρυσης φαρμακείου σε φαρμακοποιούς και ιδιώτες Πέμπτη, 12 Ιούλιος :20

ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΤΗΣ ΠΕΣΕΔΕ ΤΑΣΟΥ ΓΑΚΙΔΗ: Με το υπ αριθ. πρωτ /ΕΥΘΥ738/ έγγραφό του (με θέμα:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΛΑΔΟΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 89/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4085, 28/4/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ

ΘΕΜΑ: Προϋποθέσεις αντικατάστασης Δικηγόρου διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας.

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002


TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 38/2014

Ε Π Ε Ι Γ Ο Ν ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ/ΣΗ:

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Απριλίου 2015 (OR. en)

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Αθήνα, Αρ. Πρωτ οικ. 3753

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ Ε π ι μ έλ εια: ΕΥΑΓ ΓΕ ΛΙΑ ΕΜ. ΔΑΜΙΓΟΥ (ΑΜ 600635) Ε π ι βλ έπων Καθηγητής: ΛΑΜΠΡΟ Σ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Θ Ε ΣΣΑΛΟ ΝΙΚΗ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ Σ 2012

Στην οικογένειά μου. I

II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ I. Εισαγωγή.... 1 II. Η διαχρονική εξέλιξη του θεσμού.... 3 A. Η συνταγματική πρόβλεψη... 3 B. Η δικονομική πρόβλεψη.... 8 1. Το καθεστώς της προϊσχύουσας Ποινικής Δικονομίας.... 8 2. Το καθεστώς του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.... 13 III. Τα χρονικά όρια της προσωρινής κράτησης.... 37 A. Χρόνος ενάρξεως της προσωρινής κράτησης.... 37 B. Τα ανώτατα όρια της προσωρινής κράτησης.... 38 Γ. Ειδικά ζητήματα.... 43 1. Προσωρινή κράτηση και χρονικά επικαλυπτόμενα εντάλματα.... 43 α) Η διάρκεια της προσωρινής κράτησης επί αληθινής κατ ιδέα συρροής εγκλημάτων και επί κατ εξακολούθηση εγκλήματος.... 44 β) Η διάρκεια της προσωρινής κράτησης επί αληθινής πραγματικής συρροής.... 47 (1) Η συνολική διάρκεια της προσωρινής κράτησης επί αληθινώς πραγματικώς συρρεόντων εγκλημάτων.... 49 (2) Ο προσδιορισμός του χρονικού σημείου έναρξης της προσωρινής κράτησης επί εγκλημάτων που συρρέουν αληθινά πραγματικά.... 57 2. Η σύμπτωση προσωρινής κράτησης και ποινής.... 68 3. Η διάρκεια της προσωρινής κράτησης στην περίπτωση ανήλικου κατηγορουμένου.... 74 IV. Έλεγχος της διάρκειας της προσωρινής κράτησης.... 80 III

A. Η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης.... 88 1. Η διαδικασία εξακολούθησης της προσωρινής κράτησης εφόσον η ανάκριση συνεχίζεται.... 92 2. Η διαδικασία εξακολούθησης της προσωρινής κράτησης εφόσον η ανάκριση έχει περατωθεί.... 93 3. Η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως με δικαστική απόφαση.... 97 B. Η παράταση της προσωρινής κράτησης.... 100 1. Η συνδρομή των «εντελώς εξαιρετικών περιστάσεων».... 104 2. Η παράταση της προσωρινής κράτησης επί πλημμελημάτων.... 108 3. Η παράταση της προσωρινής κράτησης με δικαστική απόφαση... 110 Γ. Η έκδοση βουλευμάτων για την εξακολούθηση και παράταση της προσωρινής κράτησης.... 117 1. Η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των βουλευμάτων που διατάσσουν εξακολούθηση ή παράταση της προσωρινής κράτησης.... 121 2. Η δικονομική δυνατότητα του κατηγορουμένου περί έκφρασης αντιρρήσεων ως προς τη συμπλήρωση των ανώτατων ορίων της προσωρινής κράτησης.... 123 V. Η περάτωση της προσωρινής κράτησης.... 126 VI. Επιλογικές παρατηρήσεις.... 128 VII. Βιβλιογραφία.... 129 VIII. Νομολογία.... 135 IV

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΝ ΑΠ αρ. ή αρθρ. Αρμ. ΑρχΝ Βλ. ή βλ. ΓνωμΕισΠρωτΘεσ Δ/νη ΔιατΑνακρΠλημΘεσ ΔιατΕισΕφΛαρ εδ. Ελλ.Δικ. επ. ΕΕΝ ΕΣΔΑ ΕΣΥΕ κ.ε. ΚΝΝ ΚΠΔ ή ΚΠοινΔ ΚΠολΔ αναγκαστικός νόμος Άρειος Πάγος άρθρο Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογία βλέπε Γνωμοδότηση Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Δικαιοσύνη Διάταξη Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης Διάταξη Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας εδάφιο Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενα Εφημερίς Ελλήνων Νομικών Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος και επόμενα Κώδικας Νόμων για τα Ναρκωτικά Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ν. νόμος ΝΔ νομοθετικό διάταγμα V

ΝοΒ ό.π. ολαπ παρ. ΠΔ ΠΚ ΠειρΝομολ ποιν.δικον. ή ποιν. Δικ. ΠοινΔικ ΠοινΛογ ΠοινΧρ στοιχ. σελ. ΣυμβΑΠ ΣυμβΕφΑθ ΣυμβΕφΑιγαίου ΣυμβΕφΘεσ ΣυμβΕφΠειρ ΣυμβΠλημΑθ ΣυμβΠλημΦλωρ Νομικό Βήμα όπου παραπάνω ολομέλεια Αρείου Πάγου παράγραφος Ποινική Δικονομία Ποινικός Κώδικας Πειραϊκή Νομολογία Ποινική Δικονομία Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά στοιχείο σελίδα Συμβούλιο Αρείου Πάγου Συμβούλιο Εφετών Αθηνών Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης Συμβούλιο Εφετών Πειραιά Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Φλώρινας τ. τεύχος τελ. Υπέρ ΦΕΚ τελευταίο Υπεράσπιση Φύλλο Εφημερίδας Κυβέρνησης VI

I. Εισαγωγή. Η παρούσα μελέτη αποτελεί τη διπλωματική μου εργασία στα πλαίσια ολοκλήρωσης των μεταπτυχιακών μου σπουδών στον Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχοντας ως βασικό άξονα των σπουδών μου το μάθημα της Ποινικής Δικονομίας επέλεξα να ασχοληθώ με την προσωρινή κράτηση, η οποία, ως το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, κεντρίζει το ενδιαφέρον των περισσότερων νομικών. Οι συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις και η συνακόλουθη μεταβολή του οικείου καθεστώτος συνέβαλαν στην εξειδίκευση του θέματός μου στη διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Η τελευταία γεννά αρκετούς προβληματισμούς καθώς η ισορροπία μεταξύ της νομιμότητας της προσωρινής κράτησης και της προστασίας της ατομικής ελευθερίας του κατηγορουμένου είναι λεπτή, ενώ το επιτρεπτό της επιβολής, εξακολούθησης και παράτασής της απαιτείται να κινείται μέσα στα όρια του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι, στο πεδίο της προσωρινής κράτησης, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη διάρκειά της, αφού το ερώτημα που γεννάται εντοπίζεται στο χρονικό σημείο μέχρι το οποίο δύναται να κρατείται κάποιος προσωρινά, ήτοι χωρίς να έχει διαγνωσθεί η ενοχή του μέσα από τη βάσανο της ακροαματικής διαδικασίας. Στόχος λοιπόν της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη του θεσμού της προσωρινής κράτησης υπό το πρίσμα της διάρκειάς της. Το πόνημα φιλοδοξεί να παρουσιάσει τη διαχρονική εξέλιξη των σχετικών με τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης συνταγματικών και δικονομικών ρυθμίσεων, με την παράλληλη συγκριτική, ανά περίοδο, μελέτη των διατάξεων του θεμελιώδους νόμου και του κοινού νομοθέτη, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη της αναγκαιότητας της συνεχούς βελτίωσης του οικείου νομοθετικού πλαισίου και αντιμετώπισης των κενών που ανακύπτουν μέσα από τη νομολογιακή πρακτική. Στη συνέχεια ακολουθεί ο προσδιορισμός των χρονικών ορίων της προσωρινής κράτησης, ήτοι του χρονικού σημείου έναρξης της διάρκειάς της και των ακραίων ανώτατων ορίων της, προβληματική η οποία συνιστά θεμέλιο της εργασίας, αφού με βάση τις παραδοχές που συντελούνται εξετάζονται αμέσως παρακάτω οι ανακύπτουσες ειδικότερες εκφάνσεις της διάρκειας της προσωρινής κράτησης που χαρακτηρίζονται από την πολυπλοκότητα των περιστατικών που συνθέτουν κάθε φορά το πραγματικό μίας υπόθεσης, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενδεχομένως χαρακτηρίζουν τον κατηγορούμενο, 1

και τη νομική κατάσταση υπό την οποία τυχόν ήδη τελεί ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο επιβολής της προσωρινής κράτησης. Έπεται ευρεία ανάλυση των διαδικασιών ελέγχου της προσωρινής κράτησης, οι οποίες, έχουσες τα χαρακτήρα δικλείδων ασφαλείας έναντι αυθαιρεσιών της δικαστικής εξουσίας, αποτελούν πυλώνα της προστασίας του ύψιστου ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας του κατηγορουμένου και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Σε κάθε περίπτωση, παρατίθενται οι οικείες νομοθετικές ρυθμίσεις με ταυτόχρονη ανάπτυξη των απόψεων της ποινικής επιστήμης και των νομολογιακών παραδοχών, ενώ δε λείπει η αποτύπωση και θεμελίωση της άποψης της γράφουσας. Στο τελευταίο κεφάλαιο, με το οποίο ολοκληρώνεται η παρούσα μελέτη, αναπτύσσονται οι τρόποι περάτωσης της προσωρινής κράτησης. Η περάτωση της προσωρινής κράτησης, αν και δε συνιστά άξονα της μελέτης, εισφέρει σε αυτή, καθώς για να ομιλεί κανείς περί της διάρκειας της προσωρινής κράτησης, προϋποτίθεται ότι υφίσταται ενεργός προσωρινή κράτηση. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η παράθεση των τρόπων περάτωσης της προσωρινής κράτησης στο τέλος της μελέτης, ολοκληρώνει τον κύκλο της προβληματικής, επιτρέποντας στον αναγνώστη να κατανοήσει το διαδικαστικό στάδιο μέχρι το οποίο οφείλει να προβληματιστεί για τα προηγουμένως αναπτυχθέντα ζητήματα. 2

II. Η διαχρονική εξέλιξη του θεσμού. A. Η συνταγματική πρόβλεψη. Η προσωρινή κράτηση συνιστά αναμφίβολα το επαχθέστερο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, αφού θίγει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του κατηγορουμένου, σε δικονομικό μάλιστα στάδιο όπου η ενοχή του δεν έχει ακόμα διαγνωσθεί. Η διερεύνηση των λόγων σκοπιμότητας του υπό εξέταση θεσμού δεν αποτελεί στόχο της παρούσας εργασίας. Με δεδομένη όμως την εξυπηρέτηση ορισμένων σκοπών, θα αναζητηθεί στη συνέχεια η συνταγματική περιβολή της προσωρινής κράτησης υπό το πρίσμα του χρόνου διάρκειάς της κατά τις προβλέψεις του θεμελιώδους νόμου. Η διάταξη της έκτης παραγράφου του τέταρτου άρθρου του ισχύοντος Συντάγματος προβλέπει ότι «Νόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης». Πριν την ανάλυση της ανωτέρω συνταγματικής πρόβλεψης και την αντιπαράθεσή της με τις εκάστοτε ισχύουσες δικονομικές προβλέψεις, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της διαχρονικής της εξέλιξης, μέσω της οποίας αναδεικνύονται οι πτυχές και η σοβαρότητα του προβλήματος της διάρκειας της προσωρινής κράτησης. Το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας, το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, περιείχε πρόβλεψη περί της προστασίας της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η σύλληψη «άνευ της προσταγής του ανήκοντος κριτηρίου» με εξαίρεση μόνο όσα εγκλήματα καταλαμβάνονται επ αυτοφώρω 1. Τα Συντάγματα των ετών 1864 2 και 1911 3 περιείχαν πρόβλεψη αναφορικά με τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης, η οποία όμως 1 Τσάκος Ν., Η προσωρινή κράτηση, Σάκκουλας, 2003, σελ. 40. 2 ΦΕΚ τ. Α 48/17.11.1864. 3

περιοριζόταν μόνο στα πολιτικά εγκλήματα. Κατά το Σύνταγμα του έτους 1864 (άρθρο 6) «Επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται το συμβούλιον των πλημμελειοδικών, τη αιτήσει του προφυλακισθέντος, να επιτρέψη την απόλυσιν τούτου επί εγγυήσει οριζομένη διά του δικαστικού βουλεύματος, καθ ου επιτρέπεται ανακοπή. Ουδέποτε επί των εγκλημάτων τούτων η προφυλάκισις δύναται να παραταθή πέραν των δύο μηνών άνευ δικαστικού βουλεύματος, υποκειμένου και τούτου εις ανακοπή, ουδέ μετά το βούλευμα πέραν των τριών μηνών». Σύμφωνα δε με το Σύνταγμα του έτους 1911 (άρθρο 6) «Επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται πάντοτε το συμβούλιον πλημμελειοδικών, τη αιτήσει του προφυλακισθέντος να επιτρέψη την απόλυσιν τούτου επί εγγυήσει οριζομένη διά δικαστικού βουλεύματος, καθ ου επιτρέπεται ανακοπή. Ουδέποτε επί των εγκλημάτων τούτων η προφυλάκισις δύναται να παραταθή πέραν των τριών μηνών». Σε μία κριτική προσέγγιση των ανωτέρω προβλέψεων, παρατηρείται ότι τα ανώτατα όρια της διάρκειας της προσωρινής κράτησης εξασφαλίζονταν συνταγματικά μόνο για τον δράστη των πολιτικών εγκλημάτων, ενώ σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση που τέθηκε από τη Β Αναθεωρητική Βουλή στο άρθρο 6 του Συντάγματος του έτους 1911, ο κοινός εγκληματίας μπορούσε να τύχει εφαρμογής του ευχερούς θεσμού της απόλυσης μόνο με κοινό νόμο, δεν εξασφαλιζόταν δηλαδή για αυτόν συνταγματικά 4. Η εναπόθεση μάλιστα του ζητήματος της απόλυσης για τα κοινά εγκλήματα στον κοινό νομοθέτη σε συνδυασμό με τους όρους «δύναται» (στο Σύνταγμα του έτους 1864) και «δύναται πάντοτε» (στο Σύνταγμα του έτους 1911), οι οποίοι αποδεικνύουν ότι η ευχέρεια του συμβουλίου περί απόλυσης του δράστη του πολιτικού εγκλήματος δε μπορεί ποτέ να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, αναδεικνύουν τη συνταγματικά άνιση μεταχείριση του κοινού σε σχέση με τον πολιτικό εγκληματία 5, καταδεικνύουν την αναγκαιότητα μελλοντικής τροποποίησης των συνταγματικών προβλέψεων προς άμβλυνση αυτής της «αδικίας» και προμηνύουν την τελικά επελθούσα, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, μεταβολή. 3 ΦΕΚ τ. Α 127/01.06.1911. 4 Μαργαρίτης Λ., Διάρκεια προσωρινής κρατήσεως και έλεγχος αυτής, Α Μέρος, ΠοινΔικ 2008, σελ. 57, όπου και περαιτέρω παραπομπές. 5 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π. (υποσημ. 4), σελ. 58, όπου προσεγγίζονται οι λόγοι αυτής της άνισης μεταχείρισης. 4

Το ανώτατο χρονικό όριο της προσωρινής κράτησης για όλα τα εγκλήματα προσδιορίστηκε για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του έτους 1925 6, το οποίο στο άρθρο 11 προέβλεπε ότι «Η προφυλάκισις δεν δύναται να παραταθεί επί μεν των πλημμελημάτων πέραν των τεσσάρων μηνών, εξαιρέσει των της ζωοκλοπής, λαθρεμπορίας και ζωοκτονίας, επί των οποίων αυτή δύναται να παραταθή μέχρις οκτώ μηνών δι αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, επί δε των κακουργημάτων, εξαιρέσει του φόνου και της ληστείας, πέραν των οκτώ μηνών, επιτρεπομένης παρατάσεως μόνον δι αποφάσεως του Συμβουλίου των Εφετών, μέχρι τεσσάρων το πολύ μηνών. Οι παραβάται των ανωτέρω διατάξεων τιμωρούνται διωκόμενοι και εξ επαγγέλματος, επί παρανόμω κατακρατήσει, υποχρεούνται δε και εις την ανόρθωσιν πάσης ζημίας προγενομένης εις τον παθόντα και ικανοποίησιν αυτού διά χρηματικού ποσού, οριζομένου κατά την κρίσιν των δικαστών, ουδέποτε δε κατωτέραν των δέκα μεταλλικών δραχμών δι εκάστην ημέραν. Ο εισαγγελεύς υποχρεούται εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από την παρελεύσεως των άνω προθεσμιών τη αιτήσει του ενδιαφερομένου να διατάξη την εκ των φυλακών απόλυσίν του. Ειδικός νόμος θέλει ορίσει τους όρους, υπό τους οποίου παρέχεται αποζημίωσις από το Κράτος εις αδίκως προφυλακισθέντας ή καταδικασθέντας». Ακολούθησε το Σύνταγμα του έτους 1927 7, το οποίο παραχώρησε τον προσδιορισμό των ανώτατων ορίων της προσωρινής κράτησης στον κοινό νομοθέτη, διατηρώντας μόνο την πρόβλεψη που αφορούσε στη διάρκεια της προσωρινής κράτησης επί πολιτικών εγκλημάτων 8. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 «Η προφυλάκισις δεν δύναται να παραταθή πέραν των διά νόμου οριζομένων ορίων Επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται πάντοτε το Συμβούλιον των Πλημμελειοδικών, τη αιτήσει του προφυλακισθέντος, να 6 ΦΕΚ τ. Α 334/22.09.1926. 7 ΦΕΚ τ. Α 107/03.06.1927. 8 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π. (υποσημ. 4), σελ. 59, όπου η εν λόγω πρόβλεψη χαρακτηρίζεται εγγυητική οπισθοχώρηση και υποβιβασμός ποιοτικά της παρεχόμενης στον κατηγορούμενο προστασίας. Σύμφωνα δε με τον Τσάκο Ν., ό.π. (υποσημ. 1), το Σύνταγμα του 1927 επέβαλε στο νομοθέτη να πάρει μέτρα περιορισμού της «προφυλακίσεως». Ο καθορισμός γενικού ανώτατου χρονικού ορίου στο Σύνταγμα, κατά την Έκθεση της Επιτροπής επί του Συντάγματος, θα ενθάρρυθνε ίσως τους εγκληματίες, να παρετείνουν με διάφορα μέσα την προδικασία μέχρι να πετύχουν την αποφυλάκισή τους, γι αυτό και ο καθορισμός του χρονικού αυτού ορίου είχε ανατεθεί στον κοινό νομοθέτη. 5

επιτρέψει την απόλυσιν αυτού επί εγγυήσει, οριζομένη διά δικαστικού βουλεύματος, καθ ου επιτρέπεται ανακοπή υπό του κατηγορουμένου. Ουδέποτε δύναται επί των εγκλημάτων τούτων η προφυλάκισις να παραταθή πέραν των τριών μηνών». Την ανωτέρω πρόβλεψη για τα κοινά εγκλήματα διατήρησε και το Σύνταγμα του έτους 1952 9. Ειδικότερα, το άρθρο 5 του εν λόγω Συντάγματος προέβλεπε ότι «Διάν νόμου ορίζονται το ανώτατον όριον προφυλακίσεως καθώς και οι όροι υπό τους οποίους παρέχεται αποζημίωσις υπό του Κράτους εις αδίκως προφυλακισθέντας ή καταδικασθέντας» ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6, «Επί πολιτικών εγκλημάτων δύναται πάντοτε το συμβούλιον των Πλημμελειοδικών, τη αιτήσει του προφυλακισθέντος, να επιτρέψη την απόλυσιν τούτου επί εγγυήσει οριζομένη διά δικαστικού βουλεύματος, καθ ου επιτρέπεται ανακοπή. Ουδέποτε επί των εγκλημάτων τούτων η προφυλάκισις δύναται να παραταθή πέραν των τριών μηνών». Η αφορώσα τα πολιτικά εγκλήματα πρόβλεψη, λόγω της ερμηνευτικής δήλωσης που επέτρεπε επιεικέστερες στο μέλλον επιλογές του κοινού νομοθέτη και θεωρούσε ως σημείο αναφοράς της τρίμηνης διάρκειας το σύνολο της προδικασίας, έχει χαρακτηρισθεί επιδοκιμαστέα 10, εντούτοις δε θα αναλυθεί καθώς εστιάζεται στα πολιτικά εγκλήματα, η μελέτη των οποίων εκφεύγει των στόχων της παρούσας μελέτης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της φράσεως «Διάν νόμου ορίζονται» απασχόλησε τη θεωρία, η οποία κατέληξε στον επιτακτικό της χαρακτήρα και συμπέρανε την απουσία εμπιστοσύνης προς τη δικαστική εξουσία, αφού τίθεντο φραγμοί στην τελευταία, η οποία δεν είχε τη δυνατότητα περιοδικού δικαστικού ελέγχου 11. 9 ΦΕΚ τ. Α 1/01.01.1952. 10 Μαργαρίτης Λ. ό.π. (υποσημ. 4), σελ. 60. 11 Βλ. αναλυτικότερα Μαργαρίτη Λ., ό.π. (υποσημ. 4), σελ. 61, με περαιτέρω παραπομπές και Τσάκο Ν., ό.π. (υποσημ. 1), σελ. 70. Σύμφωνα με τον τελευταίο (σελ.69), το Σύνταγμα με την επιτακτική του φράση «διά νόμου ορίζεται» επιβάλλει στο νομοθέτη να προβεί στην ψήφιση του προβλεπόμενου νόμου, χωρίς φυσικά, στην περίπτωση που δε συμμορφωθεί, να προκύπτουν από το Σύνταγμα νομικές ευχέρειες υπέρ του ατόμου να εκβιάσει τον τερματισμό της «προφυλακίσεώς του». Ο Κονταξής Α., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός θεωρίας και πράξης, Δ έκδοση, Τόμος Δεύτερος, Σάκκουλας, 2006, σελ. 1873 σημειώνει ότι «..ναι μεν το Σύνταγμα επέβαλε στο νομοθέτη την ψήφιση του προβλεπόμενου νόμου που θα καθόριζε ορισμένα χρονικά όρια προφυλακίσεως, πέραν των οποίων αυτή να μην μπορεί να παραταθεί, πλην όμως η μη έκδοση του σχετικού νόμου ήταν σε βάρος του προφυλακισμένου, 6

Σε τελείως θετική κατεύθυνση, το Σύνταγμα του έτους 1968 12, ορίζοντας το ίδιο το ανώτατο όριο της διάρκειας της προφυλακίσεως, επεφύλαξε στον κοινό νομοθέτη τον καθορισμό της 13. Επίσης, κατήργησε την προαναφερθείσα άνιση μεταχείριση κοινού και πολιτικού εγκληματία και κατέστησε τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης συνάρτηση της βαρύτητας του εγκλήματος, αφού τη διαφοροποίησε ανάλογα με το αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα. Σύμφωνα με το άρθρο 10 «Νόμος ορίζει το ανώτατον όριον διαρκείας της προφυλακίσεως, το οποίον δεν δύναται να υπερβεί το έτος επί κακουργημάτων και τους εξ μήνας επί πλημμελημάτων. Επί όλως εξαιρετικών περιπτώσεων, δύναται τα ανώτατα όρια να παραταθούν κατά εξ και τρεις μήνας αντιστοίχως, δι αποφάσεως του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου». Έπεται το ισχύον Σύνταγμα του 1975, το περιεχόμενο της πρόβλεψης του οποίου παρατέθηκε παραπάνω, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν της αναθεώρησης του 2001. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ισχύουσα πρόβλεψη δεν απέχει πολύ από αυτήν του Συντάγματος του έτους 1968, ενώ δε πρέπει να παραβλέπει κανείς τις συνθήκες και το πολιτειακό καθεστώς υπό το οποίο διαμορφώθηκε η τελικά, στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αποδεχθείσα ρύθμιση. Σε μία συνολική προσέγγιση της διαχρονικής εξελίξεως της συνταγματικής προβλέψεως αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα, πρέπει να επισημανθεί η αποδέσμευση των ευχερών για τον κατηγορούμενο ρυθμίσεων από τα πολιτικά εγκλήματα και η εφαρμογή τους σε όλα τα εγκλήματα, επιλογή η οποία πρέπει να χαρακτηρισθεί επιτυχής και κινούμενη προς την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Εντούτοις, όπως θα αναλυθεί στην επόμενη ενότητα, η «ελευθερία» που παρείχε ο συνταγματικός νομοθέτης στον κοινό, δεν αξιοποιήθηκε από τον τελευταίο προς την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς αφού προ της θεσπίσεως αυτού του νόμου, δεν υπήρχαν τέτοια όρια και ο προφυλακισμένος δεν είχε νομική δυνατότητα αντιδράσεως για τον τερματισμό της προφυλακίσεώς του». 12 ΦΕΚ τ. Α 267/15.11.1968. 13 Ο Κονταξής Α., ό.π. (υποσημ. 11), σελ. 1874, ορθά επισημαίνει ότι «το Σύνταγμα καθορίζει μόνο το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης. Επομένως ο κοινός νόμος μπορεί να ορίσει το κατώτατο όριο ελευθέρως», όπως πράγματι έκανε και θα εξετάσουμε διεξοδικά παρακάτω. 7

δεν τέθηκαν αυστηρά, όπως αποδείχθηκε ότι έπρεπε, τα κριτήρια ελέγχου της προσωρινής κράτησης, με αποτέλεσμα οι λειτουργοί της δικαιοσύνης να καταχρώνται συχνά της ελευθερίας αυτής, δρώντας με ασφάλεια προς ικανοποίηση της κοινωνικής γνώμης, όμως προς παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η διαπίστωση αυτή υπό το πρίσμα μάλιστα του πολιτειακού καθεστώτος στα πλαίσια του οποίου διαμορφώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της η διάταξη, δημιουργεί σοβαρότερο ζήτημα αναφορικά με την υπεύθυνη άσκηση του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργήματος στα όρια του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο όμως θα αποτελούσε μάλλον θέμα της πολιτικής επιστήμης. B. Η δικονομική πρόβλεψη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης της δικονομικής πρόβλεψης για τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης, ιδίως σε αντιπαράθεση προς το εκάστοτε ισχύον Σύνταγμα, την ελευθερία που αυτό παρείχε προς τον κοινό νομοθέτη και την εκμετάλλευση της από τον τελευταίο. 1. Το καθεστώς της προϊσχύουσας Ποινικής Δικονομίας. Τη θέση του σημερινού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατείχε η Ποινική Δικονομία. Υπό το καθεστώς των Συνταγμάτων των ετών 1864 και 1911, όπως αναμένεται, η Ποινική Δικονομία δεν περιείχε καμία πρόβλεψη για τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης, με εξαίρεση βέβαια τα πολιτικά εγκλήματα, για τα οποία είχαν προβλέψει ήδη τα προαναφερθέντα Συντάγματα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί το τελείως διαφορετικό περιεχόμενο της προβλέψεως εν συγκρίσει με τη σημερινή, καθώς στην αρχική μορφή του άρθρου 228 ΠΔ, όχι μόνο εξέλιπε πρόβλεψη για τα ανώτατα χρονικά όρια της προσωρινής κράτησης, αλλά ο νόμος παρείχε πλήρη ελευθερία στον ανακριτή μη θέτων κριτήρια για την επιβολή της. Στη συνέχεια, με τους νόμους ΒΙΔ/1892 14 και ΓΨΠΓ/1911 15 τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το περιεχόμενο του ανωτέρω άρθρου, το οποίο όριζε τα σχετικά με την προσωρινή αποφυλάκιση του κρατουμένου, 14 ΦΕΚ τ. Α 226/13.07.1892. 15 ΦΕΚ τ. Α 121/27.05.1911. 8

θέτοντας ουσιαστικά σε ισχύ την ερμηνευτική δήλωση της Β Αναθεωρητικής Βουλής στο άρθρο 6 του Συντάγματος, που αναφέρθηκε παραπάνω. Το τελικό κείμενο του άρθρου 228 ΠΔ 16 ήταν το ακόλουθο: «Μόνον ο ανακριτής εκδίδει κατά του συλληφθέντος ένταλμα φυλακίσεως (άρθρ. 212 και 227) ακούσας πρώτον τον Εισαγγελέα. Είναι δε αδιάφορον αν ο κατηγορούμενος ελήφθη επ αυτοφώρω ή όχι. Εάν διαρκούσης της ανακρίσεως ο εισαγγελεύς και ανακριτής πεισθώσιν ότι εξέλιπεν ο λόγος δι ον διετάχθη κατά το άρθρον 212 η προφυλάκισις, υποβάλλουσι προς το Συμβούλιον αίτησιν περί αποφυλακίσεως του κατηγορουμένου. Επί της αιτήσεως ταύτης αποφαίνεται το συμβούλιον. Μη γενομένης δεκτής της περί αποφυλακίσεως αιτήσεως, έχει δικαίωμα ανακοπής μόνον ο Εισαγγελεύς κατά τους ορισμούς και την προθεσμίαν του άρθρου 260 κ.ε της ποιν. Δικ. Κατά του προσωρινώς αποφυλακισθέντος δύναται να εκδοθή επί τη αυτή πράξει νέον ένταλμα συλλήψεως ή φυλακίσεως. Κατά του εντάλματος της φυλακίσεως επιτρέπεται εις τον κατηγορούμενον μόνο ανακοπή, ήτις γίνεται συντασσομένης εκθέσεως παρά τω γραμματεί των Πλημμελειοδικών, διαβιβάζεται δε παρά τούτου και εισάγεται αμελλητί εις το Συμβούλιον των εφετών παρά του αρμοδίου Εισαγγελέως. Η ανακοπή δεν έχει ανασταλτική δύναμιν». Αν και το ανώτατο χρονικό όριο της προσωρινής κράτησης για όλα τα εγκλήματα προσδιορίστηκε για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του έτους 1925, εντούτοις, η Ποινική Δικονομία συμπεριέλαβε πρόβλεψη για τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης για πρώτη φορά κατά την ισχύ του Συντάγματος του έτους 1927, το οποίο παραχώρησε τον προσδιορισμό των ανωτάτων ορίων της προσωρινής κράτησης στον κοινό νομοθέτη. Με το νόμο 4441/1929 17 «Περί τροποποιήσεως του άρθρου 208 Ποιν. Δικονομίας και καθορισμού χρόνου διάρκειας προφυλακίσεως» τέθηκαν κριτήρια για την επιβολή της προσωρινής κράτησης και καθορίστηκε η διάρκειά της 18. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου όριζε ότι: «1. Επί κακουργημάτων εφ ων κατά το άρθρον 287 επιτρέπεται προσωρινή επί εγγυήσει απόλυσις η 16 Ο νόμος ΓΨΠΓ/1911 αντικατέστησε το περιεχόμενο του άρθρου 228 ΠΔ, όπως αυτό παρατίθεται. 17 ΦΕΚ τ. Α 338/07.09.1929. 18 Ο Τσάκος Ν., ό.π. (υποσημ. 1), σελ. 68, σημειώνει ότι «η παραπάνω συνταγματική διάταξη (:αναφέρεται στο Σύνταγμα του έτους 1927) είχε αποτελέσει γράμμα κενό, καθόσον εισάγονταν εξαιρέσεις και διακρίσεις, έτσι ώστε η προφυλάκιση να εξακολουθεί να υφίσταται για αόριστο χρόνο, μέχρι που με το ν. 4441/1929 περιορίσθηκε το κακό». 9

παρά του αρμοδίου ανακριτού ή Συμβουλίου διαταχθείσα προφυλάκισις, δεν δύναται να διαρκέση πέραν των 6 μηνών, επί δε των εφ ων κατά το άρθρο 236 δεν επιτρέπεται τοιαύτη πέραν των 9 μηνών, από της χρονολογίας της εκθέσεως προφυλακίσεως. 2. Επί πλημμελημάτων, εφ ων επιτρέπεται προφυλάκισις μόνον εάν συντρέχη τις εκ των εν εδαφίοις 1-5 της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου αναγραφομένων όρων, η παρά του αρμοδίου Συμβουλίου ή ανακριτού διαταχθείσα δεν δύναται να διαρκέση πλέον των 2 μηνών, επί πάντων δε των εν εδαφίω 6 της αυτής παραγράφου του αυτού άρθρου αναγραφομένων πέραν των 4 μηνών από της χρονολογίας της εκθέσεως προφυλακίσεως». Με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου εισήχθη πρόβλεψη περί παρατάσεως της διάρκειας της προσωρινής κράτησης: «1. Αποφάσει του Δικαστικού Συμβουλίου παρ ω διατελεί ο ανακριτής, η κατά το προηγούμενον άρθρον διάρκεια του χρόνου της προφυλακίσεως δύναται να παραταθή γενικώς μεν επί κακουργημάτων επί τρίμηνον, επί δε πλημμελημάτων μέχρι του ημίσεως του δια της παραγράφου 2 του προηγουμένου άρθρου οριζόμενου ορίου. 2. Εάν απηγγέλθη εις τον κατηγορούμενον κατηγορία διά διαδοχικώς συρρέοντα κακουργήματα, ο χρόνος της διάρκειας της προφυλακίσεως δύναται να παραταθή εν μεν τη πρώτη περιπτώσει της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου και μέχρις ενός έτους, εν δε τη Δευτέρα περιπτώσει της αυτής παραγράφου μέχρι 15 μηνών». Παρατηρείται λοιπόν στην ανωτέρω πρόβλεψη η διατήρηση της διάκρισης μεταξύ πλημμελημάτων και κακουργημάτων που παρατηρήθηκε στην πρόβλεψη του Συντάγματος του 1925, χωρίς ωστόσο να διατηρηθεί η επί μέρους διαφορετική μεταχείριση συγκεκριμένων πλημμελημάτων (ζωοκλοπή, λαθρεμπορία και ζωοκτονία) και κακουργημάτων (φόνος και ληστεία). Ακολούθησε, επί ισχύος του ίδιου Συντάγματος του έτους 1927, ο νόμος 6353/1934 19, ο οποίος αντικατέστησε τα άρθρα 2 και 3 του νόμου 4441/1929. Η διάταξη του άρθρου 1 του νόμου αυτού όριζε ότι: «1. Η προφυλάκισις δε δύναται να διαρκέση α) επί πλημμελημάτων πέραν των τριών μηνών και β) επί κακουργημάτων πέραν των εννέα μηνών. 2. Εξαιρετικώς α) επί μεν των πλημμελημάτων της ζωοκλοπής, κλοπής, εμπρησμού και των αδικημάτων του νόμου 4229, και λαθρεμπορίας και β) επί των κακουργημάτων φόνου, φαρμακείας, ληστείας, εκβιάσεως ως και εφ ων υποθέσεων είναι 19 ΦΕΚ τ. Α 364/23.10.1934 10

αναγκαίος ο έλεγχος διαχειρίσεως και διετάχθη πραγματογνωμοσύνη χρήζουσα μακρόν υλικόν χρόνον η κατά την προηγούμενην παράγραφον διάρκεια της προφυλακίσεως δύναται προ της λήξεως αυτής να παραταθή επί τετράμηνον δι ητιολογημένου βουλεύματος του αρμόδιου Συμβουλίου Εφετών, αιτήσει του Ανακριτού ή του Εισαγγελέως των Πλημμελειοδικών ή των Εφετών. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί τυπικώς συρρεόντων αδικημάτων και επί του κατ εξακολούθησιν αδικήματος». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 3 του νόμου αυτού «1. Αφ ης καταστή αμετάκλητον το βούλευμα, το παραπέμπον τον εν προφυλακίσει τελούντα κατηγορούμενον εις το ακροατήριον, άρχεται νέα προθεσμία προφυλακίσεως διαρκούσα επί 6 μήνας. Η νέα αυτή διάρκεια της προφυλακίσεως δύναται προ της λήξεως αυτής να παραταθή επί κακουργημάτων και πλημμελημάτων ζωοκλοπών και λαθρεμπορίας, κλοπής και εμπρησμού και των αδικημάτων του ν. 4229, επί τρεις το πολύ μήνας δι ητιολογημένου βουλεύματος του Συμβουλίου των Εφετών. 2. Άμα τη συμπληρώσει της κατά την προηγούμενην παράγραφον αρχικής εξαμήνου προθεσμίας, το Δικαστικόν Συμβούλιον ή το Δικαστήριον αναβαλλομένης ή ματαιουμένης δι οιονδήποτε λόγον της εκδικάσεως της κατηγορίας, δύναται, και όταν έτι παρετάθη επί τρίμηνον η διάρκεια της προφυλακίσεως να διατάξη την επί εγγυήσει προσωρινή απόλυσιν του κατηγορουμένου κατά τας διατάξεις των άρθρων 237 και 246 της Ποιν. Δικονομίας, αδιαφόρως εάν το κακούργημα τιμωρείται διά ποινή βαρυτέρας της ειρκτής». Τέλος, το άρθρο 5 όριζε ότι «Ληξάσης της υπό των προηγούμενων άρθρων οριζομένης διαρκείας της προφυλακίσεως, ο κατηγορούμενος αποφυλακίζεται εντολή του αρμοδίου Εισαγγελέως, και εν διαφωνία προς τον κατηγορούμενον διά βουλεύματος του παρ ω διατελεί ο Εισαγγελεύς ούτος Δικαστικού Συμβουλίου. Καθ οιονδήποτε δε στάδιον εγένετο η αποφυλάκισις λόγω λήξεως του ορίου ταύτης απαγορεύεται η εκ νέου προφυλάκισις αυτού». Στη συνέχεια, θεσπίστηκε ο ΑΝ 2701/1940 20 που μετέβαλε το έως τότε καθεστώς, υιοθετώντας το σύστημα περιοδικού ελέγχου της διάρκειας της προφυλακίσεως, αντί του συστήματος του καθορισμού του ανώτατου ορίου διάρκειας της προφυλακίσεως που ακολούθησαν οι δύο προαναφερθέντες νόμοι 21. Ο εν λόγω νόμος μάλιστα, δεν προέβλεπε επακριβώς τα χρονικά όρια της προφυλακίσεως, όπως επέβαλε στον κοινό νομοθέτη το ισχύον τότε 20 ΦΕΚ τ. Α 427/10.12.1940 21 Τσάκος Ν., ό.π. (υποσημ. 1), σελ. 69. 11

Σύνταγμα του έτους 1927. Σύμφωνα λοιπόν με τη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου αυτού «1. Εάν διαρκούσης της ανακρίσεως, η προφυλάκισης ήθελε διαρκέσει τέσσαρας μήνας, προκειμένου περί κακουργήματος, ή δύο μήνας, προκειμένου περί πλημμελήματος, ο ανακριτής, εντός πενθημέρου από της συμπληρώσεως του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει του κατηγορουμένου, οφείλει δι ητιολογημένης εκθέσεώς του να αναφέρη εις τον παρ Εφέταις Εισαγγελέα τους λόγους, ων ένεκεν η ανάκρισης δεν επερατώθη. Ο παρ Εφέταις Εισαγγελεύς εντός πέντε ημερών εξετάζει την δικογραφίαν και ζητεί πειθαρχικάς ευθύνας, αν θεωρή την βραδύτητα αδικαιολόγητον. Συνάμα υποβάλλει την δικογραφίαν εις το Συμβούλιον των Εφετών, όπερ, ακούσαν του Εισαγγελέως και των διαδίκων ή των συνηγόρων αυτών, κλητευομένων 24 ώρας προς τη συνεδριάσεως, αποφαίνεται αμετακλήτως, δι ειδικώς ητιολοηγμένου βουλεύματός του, αν πρέπει να απολυθή εκ των φυλακών ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήσει η προφυλάκισις, ότε δύναται να ορίση προθεσμίαν προς περάτωσιν της ανακρίσεως, μη υπερβαίνουσα τους δύο μήνας. 2. Και μετά την υποβολήν της δικογραφίας τω παρ Εφέταις Εισαγγελεί, ο ανακριτής εξακολουθεί άνευ διακοπής την ανάκρισιν». Το άρθρο 2 προέβλεπε ότι «Συρρέοντος κατ ιδέαν και άλλου εγκλήματος μετ εκείνου δι ο διετάχθη η προφυλάκισις, ή τούτου τελεσθέντος κατ εξακολούθησιν, η εν άρθρω 1 προθεσμία υπολογίζεται, αφ ης το πρώτον προφυλακίσθη ο κατηγορούμενος δι εν των συρρεόντων κατ ιδέαν εγκλημάτων ή διά μίαν εκ των απαρτιζουσών το κατ εξακολούθησιν έγκλημα μερικώτερων πράξεων». Τέλος, η διάταξη του άρθρου 7 ανέφερε ότι «Εάν η προφυλάκισις του κατηγορουμένου εξηκολούθησε και μετά την αμετάκλητον παραπομπήν αυτούς εις δίκης υπέρ του τέσσαρας μήνας από ταύτης και δεν κατέστη εφικτή εντός του χρονικού τούτου διαστήματος η εκδίκασις της υποθέσεως, το αρμόδιον δικαστήριον, αναβαλλομένης ή ματαιουμένης δι οιονδήποτε λόγον της εκδίκασεως, δύναται να διατάξη την προσωρινήν επ εγγυήσει απόλυσιν του κατηγορουμένου, κατά τους όρους των άρθρων 236 237 της Ποινικής Δικονομίας, και εις ην έτι περίπτωσιν η πράξις τιμωρείται διά ποινής βαρυτέρας της ειρκτής». Η διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 2701/1940 τροποποιήθηκε, με εξαίρεση το πρώτο εδάφιό της, με το άρθρο 1 του ΑΝ 559/1945 22, ως εξής: «Ο παρ εφέταις εισαγγελεύς λαβών την έκθεσιν δύναται να ζητήση την 22 Ο νόμος αυτός ανέθεσε τον έλεγχο της διάρκειας της προφυλακίσεως από το συμβούλιο εφετών στο συμβούλιο πλημμελειοδικών. 12

δικογραφίαν ίνα κρίνη περί του βασίμου αυτής δυνάμενος να ζητήση και πειθαρχικάς ευθύνας αν θεωρή την βραδύτητα αδικαιολόγητον. Ο ανακριτής παρ ω εκκρεμεί η δικογραφία μετά την συμπλήρωσιν του ως άνω χρονικού διαστήματος, υποβάλλει πάραυτα την δικογραφίαν εις τον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών όστις διαβιβάζει την δικογραφίαν διά προτάσεώς του εις το συμβούλιον πλημμελειοδικών. Τούτο, ακούσαν και των διαδίκων ή των συνηγόρων αυτών, κλητευομένων 24 ώρας προ της συνεδριάσεως, εάν είναι εφικτή η κλήτευσίς των, αποφαίνεται αμετακλήτως, δι ειδικώς ητιολογημένου βουλεύματός του, αν πρέπει ν απολυθή εκ των φυλακών ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήση η προφυλάκισις, ότε δύναται να ορίση προθεσμίαν προς περάτωσιν της ανακρίσεως, μη υπερβαίνουσας του δύο μήνας. 2. Και μετά την υποβολήν της δικογραφίας τω παρά πλημμελειοδίκαις εισαγγελεί, ο ανακριτής εξακολουθεί άνευ διακοπής την άνακρισιν». Το προαναφερόμενο κανονιστικό πλαίσιο προανήγγειλε το καθεστώς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το νόμο 1493/1950 23 και τέθηκε σε εφαρμογή από την 01.01.1951. 2. Το καθεστώς του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, στην αρχική του μορφή, διαμορφώθηκε με βάσει το καθεστώς των τελευταίων αναγκαστικών νόμων 2701/1940 και 559/1945, οι οποίοι υιοθέτησαν το σύστημα του περιοδικού ελέγχου της διάρκειας της προφυλακίσεως. Κατά το χρόνο μορφοποίησης του περιεχομένου και θέσεως σε εφαρμογή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ίσχυε το Σύνταγμα του έτους 1927, το οποίο παραχωρούσε στο κοινό νομοθέτη τον προσδιορισμό των ανώτατων ορίων της προφυλακίσεως. Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε, οι αναγκαστικοί νόμοι 2701/1940 και 559/1945 δεν προέβλεπαν, ως συνταγματικά επιβαλλόταν, τα χρονικά όρια της προφυλακίσεως, γεγονός που λειτουργούσε αρνητικά για τον κατηγορούμενο 24. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας επέτασσε την εξέταση της διάρκειας της προφυλάκισης, σε δύο στάδια, αφενός όσο διαρκούσε η κύρια ανάκριση και μέχρι την έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος και αφετέρου, από την 23 ΦΕΚ τ. Α 182/17.08.1950. 24 Όπως επισημαίνεται από τον Μαργαρίτη Λ., Διάρκεια προσωρινής κρατήσεως και έλεγχος αυτής, Β Μέρος, ΠοινΔικ 2008, σελ. 323. 13

έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως στο ακροατήριο. Όσον αφορά στο στάδιο μέχρι την έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος, το άρθρο 287 παρ. 1 όριζε «Εάν διαρκούσης της ανακρίσεως, η προφυλάκισις ήθελε διαρκέσει τέσσερας μήνας, προκειμένου περί κακουργήματος, ή δύο μήνας, προκειμένου περί πλημμελήματος, ο ανακριτής εντός δεκαημέρου από της συμπληρώσεως του χρονικού τούτου διαστήματος, οφείλει δι ητιολογημένης εκθέσεώς του να αναφέρη εις τον παρ εφέταις εισαγγελέα τους λόγους, ων ένεκεν η ανάκρισις δεν επερατώθη. Ο εισαγγελεύς εντός πέντε ημερών, αφ ης λάβη την έκθεσιν, εξετάζει την δικογραφίαν και ζητεί πειθαρχικάς ευθύνας, εάν θεωρή την βραδύτητα αδικαιολόγητον. Συνάμα υποβάλλει την δικογραφίαν εις το συμβούλιο των Εφετών, όπερ, ακούσαν του εισαγγελέως και των διαδίκων ή των συνηγόρων αυτών, κλητευομένων 24 ώρας προ της συνεδριάσεως, αποφαίνεται αμετακλήτως δι ειδικώς ητιολογημένου βουλεύματός του, αν πρέπη να εξακολουθήση η προφυλάκισις, ότε δύναται να ορίση προθεσμία προς περάτωσιν της ανακρίσεως μη υπερβαίνουσαν τους δύο μήνας, ή να απολυθή προσωρινώς εκ των φυλακών ο κατηγορούμενος». Περαιτέρω, το άρθρο 288 προέβλεπε ότι «Συρρέοντος κατ ιδέαν ή άλλου εγκλήματος μετ εκείνου, δι ό διετάχθη η προφυλάκισις, ή τούτου τελεσθέντος κατ εξακολούθησιν, η εν τω άρθρω 287 προθεσμία υπολογίζεται, αφ ης το πρώτον προϋφυλακίσθη ο κατηγορούμενος δι εν των συρρεόντων κατ ιδέαν εγκλημάτων ή διά μίαν εκ των απαρτιζουσών το κατ εξακολούθησιν έγκλημα μερικωτέρων πράξεων». Σύμφωνα δε με το άρθρο 289 «Και μετά την κατά το άρθρον 287 απόφανσιν του συμβουλίου των εφετών υπέρ της εξακολουθήσεως της προφυλακίσεως, ενεργούνται αύθις τα εν τω αυτώ άρθρω οριζόμενα, ανά παν δίμηνον ή και πρότερον, εάν το συμβούλιον ώρισε συντομώτερον χρόνον προς περάτωσιν της ανακρίσεως». Τα σχετικά με το στάδιο από την έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης στο ακροατήριο όριζε το άρθρο το άρθρο 291 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο «Εάν η προφυλάκισις του κατηγορουμένου εξηκολούθησε και μετά την αμετάκλητον παραπομπήν αυτού εις δίκη υπέρ τους εξ μήνας από ταύτης και δεν κατέστη εφικτή, εντός του χρονικού τούτου διαστήματος η εκδίκαση της υποθέσεως, το αρμόδιον δικαστήριον, αναβαλλόμμενης ή ματαιουμένης δι οιονδήποτε λόγον 14

της εκδικάσεως, δύναται να διατάξη την προσωρινήν απόλυσιν του κατηγορουμένου κατά τους όρους των άρθρων 292 έως 294, 295 παρ. 2, 296 έως 298, 300 έως 302 και εις την έτι περίπτωσιν η πράξις τιμωρείται διά ποινής βαρυτέρας της καθείρξεως δέκα ετών». Το καθεστώς που παρατέθηκε παραπάνω και ίσχυε κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δε μπορούσε να εγγυηθεί τη θεσμικά προσδιορισμένη διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Το πρόβλημα αυτό αναχαιτιζόταν κατά ένα βαθμό με το θεσμό της προσωρινής απόλυσης, η οποία υπήρχε στο νομοθετικό καθεστώς ήδη στα πλαίσια ισχύος της Ποινικής Δικονομίας. Εντούτοις, η μελέτη του θεσμού αυτού δεν εμπίπτει στους στόχους της παρούσας μελέτης 25. Τα ανωτέρω άρθρα 287 και 289 που προέβλεπαν τα σχετικά με τον έλεγχο της διάρκειας της προφυλάκισης ζητήματα, αντικαταστάθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ΝΔ 2493/1953 26. Το άρθρο 287 απέκτησε το εξής περιεχόμενο «Εάν διαρκούσης της ανακρίσεως η προφυλάκισις ήθελε διαρκέσει τέσσερας μήνας προκειμένου περί κακουργήματος ή δύο μήνας προκειμένου περί πλημμελήματος, ο ανακριτής εντός δεκαημέρου από της συμπληρώσεως του χρονικού τούτου διαστήματος οφείλει το μεν να αναφέρη δι ητιολογημένης εκθέσεώς του εις τον παρ εφέταις εισαγγελέα τους λόγους ων ένεκεν η ανάκρισις δεν επερατώθη, όστις δύναται να ζητήσει πειθαρχικάς ευθύνας παρ αυτού εάν θεωρή την βραδύτητα αδικαιολόγητον, το δε να διαβιβάση την δικογραφίαν εις τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όστις εισάγει ταύτην εις το συμβούλιον πλημμελειδικών. Τούτου ακούσαν και των διαδίκων ή των συνηγόρων αυτών κλητευομένων 24 ώρας προ της συνεδριάσεως εάν είναι εφικτή η κλήτευσίς των, αποφαίνεται αμετακλήτως δι ειδικώς ητιολογημένου βουλεύματός του αν πρέπει να απολυθή προσωρινώς εκ των φυλακών ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήση η προφυλάκισις, ότε δύναται να ορίση προθεσμίαν προς περάτωσιν της ανακρίσεως μη υπερβαίνουσαν του δύο μήνας». Στο δε άρθρο 289, αντικαταστάθηκε το «συμβούλιον των εφετών» από το «συμβούλιον των πλημμελειοδικών», προς εναρμόνιση της 25 Για αναλυτική προσέγγιση του θεσμού βλ Μαργαρίτη Λ., ό.π. (υποσημ. 24), σελ. 328 επ. 26 ΦΕΚ τ. Α 197/01.08.1953. 15

ρύθμισης με τη συντελεσθείσα θετικώς κινούμενη 27 μεταβολή του περιεχομένου του άρθρου 287. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η προφυλάκιση ήταν δυνατό να μη τερματίζεται, όσο διαρκεί η ανάκριση 28. Σε αυτή τη δυσχερή για τον κατηγορούμενο κατάσταση συνέβαλε και το τότε ισχύον Σύνταγμα του έτους 1952, το οποίο εναπόθετε τον προσδιορισμό του ανώτατου ορίου προφυλάκισης στον κοινό νομοθέτη 29. Ακολούθησε η θέση σε ισχύ του Συντάγματος του έτους 1968, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, κινούμενο σε τελείως θετική κατεύθυνση επεφύλαξε στον κοινό νομοθέτη τον προσδιορισμό της διάρκειας της προφυλάκισης, ορίζοντας ωστόσο το ίδιο τα ανώτατα όριά της. Εντούτοις, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας δικονομικής πρόβλεψης βρισκόταν σε προφανή αντίθεση με την ανωτέρω Συνταγματική και μέχρι την εναρμόνιση της με την τελευταία υφίστατο δογματικό πρόβλημα, αφού δεν ήταν σαφές αν η πρόβλεψη αφενός αφορούσε και την προφυλάκιση κατά το στάδιο από την έκδοση βουλεύματος μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης και αφετέρου 27 βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π. (υποσημ. 24), σελ. 326, όπου παρατίθεται χωρίο της Εισηγητικής έκθεσης του ΝΔ 2493/1953, με περαιτέρω παραπομπές, και επισημαίνεται ο σκοπός της ταχύτερης προόδου και περάτωσης της προδικασίας μέσω του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. 28 Βλ. Καπετανάκη Γ., Διάρκεια της προφυλακίσεως, Ζητήματα εκ του άρθρου 287 του Κ.Π.Δ., ΠοινΧρ 1956, σελ. 213 επ, ο οποίος επισημαίνει ότι ενώ ορίζεται πόσο χρόνο μπορεί να διαρκέσει η προφυλάκιση, δε διαλαμβάνεται τι συμβαίνει εάν παρέλθει η προθεσμία προφυλάκισης, χωρίς ο ανακριτής να ζητήσει την παράτασή της. Ο ίδιος ασκεί κριτική και στη προσωρινή απόλυση που δύναται να διατάξει το Συμβούλιο, καθώς σύμφωνα με το καθεστώς που ίσχυε πριν από τον υπό εξέταση νόμο, το Συμβούλιο αν δεν έβρισκε δικαιολογημένη την παράταση της προφυλάκισης, διέταζε την απόλυση του κατηγορουμένου ενώ ρητά απαγορευόταν η εκ νέου προφυλάκισή του. 29 Ο Τσάκος Ν., ό.π. (υποσημ. 1), σελ. 69, αναφέρει ότι ο ΚΠΔ αγνόησε την επιτακτική φράση του Συντάγματος του έτους 1952 για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου διάρκειας της προφυλακίσεως, καθώς το χρονικό όριο οριζόταν σε τέσσερις μήνες για τα κακουργήματα και δύο μήνες για τα πλημμελήματα, με δυνατότητα παράτασης δύο μήνες δυνάμει βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ενώ μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η απόλυση δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά επαναλαμβανόταν ο έλεγχος κάθε δίμηνο. 16

ίσχυε άμεσα ως προς τα ανώτατα όρια. Το πρόβλημα αυτό επιχειρήθηκε να λυθεί τόσο νομολογιακά 30 όσο και από τη θεωρία 31. Η διάσταση μεταξύ των απόψεων που υποστηρίχθηκαν ήταν μεγάλη και η αναγκαία νομοθετική παρέμβαση ήρθε με το ΝΔ 1160/1972 32, το οποίο εναρμόνισε απόλυτα το δικονομικό πλαίσιο με το αντίστοιχο συνταγματικό, καθιερώνοντας μάλιστα αποτελεσματικότερη για τον προφυλακισθέντα προστασία. Ειδικότερα, με το ΝΔ 1160/1972 αντικαταστάθηκε το άρθρο 287, το οποίο έλαβε το εξής περιεχόμενο: «1. Εάν, διαρκούσης της ανακρίσεως, η προφυλάκισις ήθελε διαρκέσει εξ μήνας προκειμένου περί κακουργήματος ή τρεις μήνας προκειμένου περί πλημμελήματος ο ανακριτής εντός πέντε ημερών από της συμπληρώσεως του χρονικού τούτου διαστήματος, οφείλει ν αναφέρη δι ητιολογημένης εκθέσεώς του τους λόγους, ων ένεκεν η ανάκρισις δεν επερατώθη, εις τον παρ εφέταις εισαγγελέα. Ούτος, δυνάμενος να αναζητήση πειθαρχικάς ευθύνας, εάν θεωρή την βραδύτητα αδικαιολόγητον, διαβιβάζει την δικογραφίαν εις τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όστις εισάγει 30 Η ολαπ 317/1971, ΠοινΧρ 1971, σελ. 445=ΝοΒ 1971, σελ. 786=ΕΕΝ 1971, σελ. 508=ΑρχΝ 1971, 721, δέχθηκε ότι η επίμαχη διάταξη του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται μέχρι την έκδοση του προβλεπόμενου από αυτό νόμου. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί η αντίθεση άποψη του Αντιεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χ. Μουστάκη, ο οποίος με σοβαρά επιχειρήματα ισχυρίσθηκε ότι η επίμαχη διάταξη ισχύει για όλο το στάδιο της προδικασίας και μάλιστα από την έναρξη ισχύος της συλλήψεως και της προφυλακίσεως και όχι από την έναρξη ισχύος της επίμαχης διάταξης, λόγω της διάταξης του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ. Το βούλευμα ΣυμβΕφΑθ 403/1970, ΠοινΧρ 1971, σελ. 23, δέχθηκε ότι η επίμαχη διάταξη εφαρμόζεται μόνο στο στάδιο της ανακρίσεως και μέχρι την έκδοση οριστικού βουλεύματος ενώ σύμφωνα με το βούλευμα ΣυμβΕφΘεσ 59/1970, ΠοινΧρ 1970, σελ. 524, τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα ανώτατα όρια δεν αφορούν τους πριν τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 4 προφυλακισθέντες. Τέλος, το βούλευμα ΣυμβΠλημΠειρ 432/1970, ΠοινΧρ 1970, σελ.386, υιοθέτησε την άποψη ότι η διάταξη του άρ. 10 παρ. 4 του Συντάγματος του έτους 1968 έχει άμεση εφαρμογή. 31 Στη θεωρία κυριάρχησε η άποψη ότι τα τιθέμενα από την επίμαχη συνταγματική διάταξη ανώτατα όρια προφυλακίσεως καταλαμβάνουν το σύνολο της προδικασίας, αν και υποστηρίχθηκε και η αντίθετη εκδοχή. Βλ. αναλυτικά με παραπομπές σε Μαργαρίτη Λ., Διάρκεια προσωρινής κρατήσεως και έλεγχος αυτής, Γ Μέρος, ΠοινΔικ 2008, σελ. 595 επ. Βλ. επίσης, Ζαγκαρόλα Ι., Η διάρκεια της προφυλακίσεως και η έννοια του άρθρου 10 του Συντάγματος, ΠοινΧρ 1970, σελ. 401 επ. 32 ΦΕΚ τ. Α 77/27.05.1972 17

ταύτην εις το δικαστικόν συμβούλιον. Τούτο μετ ακρόασιν και των διαδίκων ή των συνηγόρων αυτών κλητευομένων 24 τουλάχιστον ώρας προ της συνεδριάσεως, εάν είναι εφικτή η κλήτευσις των, αποφαίνεται αμετακλήτως δι ειδικώς ητιολογημένου βουλεύματός του, αν πρέπει να απολυθή προσωρινώς εκ των φυλακών ο κατηγορούμενος ή να εξακολουθήση η προφυλάκισις αυτού. 2. Κατά πάσαν περίπτωσιν και μετά το πέρας της ανακρίσεως μέχρι τα εκδόσεως οριστικής αποφάσεως το ανώτατον όριον της διαρκείας της προφυλακίσεως επί τω αυτώ εγκλήματι δεν δύναται να υπερβή το έτος επί κακουργημάτων, τους εξ δε μήνας επί πλημμελημάτων. Επί όλως εξαιρετικών περιπτώσεων δύναται να παρατείνωνται τα όρια ταύτα εφ άπαξ ή διαδοχικώς μέχρι εξ και τριών μηνών αντιστοίχως, δι ειδικώς ητιολογημένου αμετακλήτου βουλεύματος α) του συμβουλίου εφετών, εάν η υπόθεσις εκκρεμή παρ αυτώ συνεπεία εφέσεως κατά βουλεύματος ή έχη εισαχθή εις το ακροατήριον του πενταμελούς ή τριμελούς εφετείου ή του μικτού ορκτωτού δικαστηρίου, ή εάν το συμβούλιον τούτο τυγχάνη αρμόδιον εις πρώτον και τελευταίον βαθμόν και β) του συμβουλίου πλημμελειοδικών εις πάσαν άλλην περίπτωσιν. Εάν η υπόθεσις εκκρεμή παρά τω ανακριτή, συνεχίζεται δε συμφώνως τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου η προφυλάκισις, ούτος υποχρεούται, τριάκοντα ημέρας προ της συμπληρώσεως του κατά την παρούσαν παράγραφον ανωτάτου ορίου αυτής, να διαβιβάση έκθεσίν του, περιέχουσαν τους λόγους, δι ους επιβάλλεται η παράτασις της προφυλακίσεως, μετά της δικογραφίας εις τον εισαγγελέα, όστις διά προτάσεώς του εισάγει ταύτην εις το συμβούλιον. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ο αρμόδιος εισαγγελεύς, είκοσι πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της συμπληρώσεως του κατά την παρούσαν παράγραφο ανωτάτου ορίου προφυλακίσεως ή της λήξεως της χορηγηθείσης ήδη παρατάσεως, υποχρεούται όπως εισαγάγη εις το αρμόδιον συμβούλιον πρότασιν περί παρατάσεως ή μη της προφυλακίσεως. 3. Μη παραταθείσης της διάρκειας της προφυλακίσεως κατά τα εν τη προηγούμενη παραγράφω οριζόμενα, ως και άμα τη συμπληρώσει της κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσης παρατάσεως μέχρι του επιτρεπομένου ανωτάτου ορίου αυτής ο αρμόδιος εισαγγελεύς οφείλει να διατάξη της απόλυσιν του εν τπροφυλακίσει τελούντος». Περαιτέρω, καταργήθηκε το άρθρο 289 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ενώ το άρθρο 290 έλαβε το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Διαταχθείσης υπό του συμβουλίου πλημμελειοδικών της προσωρινής απολύσεως του κατηγορουμένου, απαγορεύεται η εκ νέου προφυλάκισις αυτού διά την αυτήν πράξιν. Εάν όμως εκ της μετά την απόλυσίν του 18

ανακρίσεως προέκυψαν νέα στοιχεία προσδίδοντα εις την πράξιν βαρύτερον χαρακτηρισμόν, ο ανακριτής δύναται να διατάξη την εκ νέου προφυλάκισίν του, ήτις εκτελείται μεν πάραυτα, αλλ υπόκειται εις την έγκρισιν του συμβουλίου των πλημμελειοδικών, προκαλουμένων εντός οκτώ ημερών, αφ ήρξατο η προφυλάκισις. 2. Αι διατάξεις των άρθρων 300 στοιχ. α και 301 παρ. 1 εφαρμόζονται επί του προκειμένου αναλόγως». Το πλαίσιο που διαμορφώθηκε με το ΝΔ 1160/1972 αποτέλεσε καινοτομία εν συγκρίσει με τα ως τότε ισχύοντα. Οι απόλυτα εύστοχες ρυθμίσεις του αποτελούν τη βάση του σήμερα ισχύοντος πλαισίου, στο βαθμό που το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος ταυτίζεται απολύτως με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 4 του Συντάγματος του έτους 1968. Οι όσες μεταβολές του δικονομικού πλαισίου επήλθαν, συντελέσθηκαν σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας. Το νομοθετικό πλαίσιο του ΝΔ 1160/1972 έλυσε οριστικά το ζήτημα της διάρκειας της προφυλάκισης, ωστόσο διατήρησε δογματικά ζητήματα που έχρηζαν ερμηνείας και δημιούργησε νέα που αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσεως τόσο της νομολογίας όσο και της θεωρίας της εποχής εκείνης 33. Ακολούθησε ο νόμος 1128/1981 «Περί προσωρινής κρατήσεως και άλλων τινών διατάξεων» 34, ο οποίος ενσάρκωσε την επιβεβλημένη, ενόψει κυρίαρχων κειμένων στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εναρμόνιση των εθνικών προβλέψεων προς τις ευρωπαϊκές, οι οποίες βρίσκονταν αρκετά βήματα μπροστά όσον αφορά στη προστασία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Οι συστάσεις των ευρωπαϊκών κειμένων, οι οποίες έπρεπε να υιοθετηθούν από τις Κυβερνήσεις και να εφαρμόζονται από τις Δικαστικές Αρχές, ενσωμάτωναν βασικές αρχές που συνοδεύουν το θεσμό της προσωρινής κράτησης, όπως τον μη υποχρεωτικό της χαρακτήρα, τη φύση της ως 33 Μερικά από τα ειδικότερα αυτά προβλήματα θα αναλυθούν κατωτέρω στο πλαίσιο προσέγγισης ειδικότερων ζητημάτων σχετικών με τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης. 34 Βλ. ένα πρώιμο απολογισμό της νέας ρύθμισης σε Αναγνωστόπουλο Η., Δικονομικές εγγυήσεις και «Δημόσια Αγανάκτηση» (Σημειώσεις για την εμπλοκή της προσωρινής κράτησης σε ανταποδοτικές λειτουργίες), ΝοΒ 1983, σελ. 770 επ. Βλ. επίσης Λαφαζάνο Θ., Προβλήματα από την εφαρμογή του θεσμού της προσωρινής κράτησης, ΠοινΧρ ΛΒ, σελ. 449 επ. 19

εξαιρετικό και αναγκαίο μέτρο και το τεκμήριο αθωότητας, που αποτέλεσε τη βάση προς την ελαστικοποίηση των σχετικών προβλέψεων. Ως προς το θέμα της παρούσας μελέτης, τα ευρωπαϊκά κείμενα ορίζουν ότι θα πρέπει να προβλέπονται ικανές εγγυήσεις για να προλαμβάνεται η επέκταση της κράτησης πέρα από όσο είναι αυστηρά αναγκαίο. Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο περιορισμός της περιόδου της κράτησης καθορισμένος από το νόμο ή από τη δικαστική αρχή και η αναθεώρηση εξ επαγγέλματος κατά τα τακτά διαστήματα. Είναι απολύτως σαφές ότι με τις δύο αυτές κατευθυντήριες γραμμές η Επιτροπή υποδεικνύει με καθαρότητα την υιοθέτηση από τις εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών μελών του διπλού συστήματος ελέγχου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης, δηλαδή του καθορισμού ανώτατου ορίου και του αυτεπάγγελτου, εντός του χρόνου αυτού, περιοδικού ελέγχου της διάρκειας 35. Περαιτέρω και διαρκούσης της δίκης, η κράτηση δε θα πρέπει να διαρκεί πέραν αυτού που απαιτείται ενόψει των σαφώς ορισμένων στόχων, η επίτευξη των οποίων επιδιώκεται με αυτήν, ούτε να συνεχίζεται αν η περίοδος που διήρκεσε η κράτηση αναμένοντας τη δίκη θα ήταν δυσανάλογη προς την ποινή που θα ήταν πιθανό να εκτιθεί σε περίπτωση καταδίκης. Επιπλέον, η κράτηση θα πρέπει να αναθεωρείται σε λογικά σύντομα διαστήματα, το οποίο θα καθορίζει ο νόμος ή η δικαστική αρχή. Για την περίοδο της ανάκρισης, η διενέργεια της τελευταίας κατά προσώπου που κρατείται και η διαδικασία μέχρι τη δίκη, θα πρέπει πάντοτε να διεξάγεται όσο το δυνατό ταχύτερα, έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται η περίοδος της κράτησης. Ενόψει των ανωτέρω και του ισχύοντος τότε (και σήμερα) Συντάγματος, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε σε σχέδιο νόμου που αναφερόταν στην προφυλάκιση και έφερε τον τίτλο «Περί προσωρινής κρατήσεως», το οποίο εν συνεχεία ψηφίστηκε ως νόμο 1128/1981. Το σχέδιο νόμου αποτέλεσε έναυσμα για ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις μεταξύ θεωρητικών και εφαρμοστών του δικαίου 36. Από τις μεταβολές που επήλθαν, οι σημαντικές, που αφορούν στο θέμα της παρούσας, εντοπίζονται στην κατάργηση των διατάξεων περί του θεσμού της προσωρινής απόλυσης (άρθρα 290, 292-295, 300-301), ο οποίος υποκαταστάθηκε από το θεσμό της άρσης ή αντικατάστασης της προσωρινής κράτησης. 35 Όπως εύστοχα σημειώνει ο Μαργαρίτης Λ., Διάρκεια προσωρινής κρατήσεως και έλεγχος αυτής, Ε Μέρος, ΠοινΔικ 2008, σελ. 1040. 36 Ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις παρατίθενται σε Μαργαρίτη Λ., ό.π. (υποσημ. 35), σελ. 1045 επ. 20

Όσον αφορά στις τροποποιήσεις 37, η σημαντικότερη συντελέσθηκε στη διάταξη του άρθρου 287 ΚΠΔ, όπου, όπως ορίζει η οικεία Εισηγητική Έκθεση, προβλέπονται τα ανώτατα όρια της προσωρινής κράτησης μέσα στα πλαίσια του άρθρου 6 του Συντάγματος. Ο νέος τίτλος του άρθρου διαμορφώθηκε σε «Ανώτατα όρια προσωρινής κρατήσεως», εντούτοις παρέμειναν και οι προβλέψεις περί της διαδικασίας ελέγχου της διάρκειάς της. Τα ανώτατα όρια της προσωρινής κράτησης ορίζονταν στην διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 287 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία «το ανώτατον όριον της διαρκείας της προσωρινής κρατήσεων επί τω αυτώ εγκλήματι δεν δύναται να υπερβεί το έτος επί κακουργημάτων, του εξ μήνας επί πλημμελημάτων. Επί όλως εξαιρετικών περιπτώσεων δύναται να παρατείνωνται τα όρια ταύτα εφ απάξ ή διαδιοχικώς μέρχρις εξ και τριών μηνών αντιστοίχως, δι ειδικώς ητιολογημένου αμετακλήτου βουλέυματος...». Επομένως, τα ανώτατα όρια της διάρκειας της προσωρινής κράτησης ορίσθηκαν στο έτος επί κακουργημάτων και στους έξι μήνες επί πλημμελημάτων, με δυνατότητα παράτασης των ορίων αυτών έξι και τρεις μήνες αντίστοιχα, δηλαδή τα ανώτατα όρια της προσωρινής κράτησης είναι δεκαοκτώ μήνες για το κακούργημα και εννέα μήνες για το πλημμέλημα. Μάλιστα, ορίσθηκε αναλυτικά η διαδικασία ελέγχου που ακολουθείται κάθε φορά, αναλόγως του είδους του εγκλήματος και το στάδιο της προδικασίας στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση. Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί το ερμηνευτικό ζήτημα 38 που προέκυψε εκ της τρίτης παραγράφου του άρθρου 287 ΚΠΔ σχετικά με την υποχρέωση του αρμοδίου εισαγγελέα απολύσεως του προσωρινά κρατούμενου κατά την περίπτωση που δεν αποφασίζεται, κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 287 ΚΠΔ, εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 287 παρ. 3 ΚΠΔ όριζε ότι «Μη παραταθείσης της διαρκείας της προσωρινής κρατήσεως κατά τα εν τη προηγούμενη παραγράφω οριζόμενα, ως και άμα τη συμπληρώσει της κατά τα ανωτέρω χορηγηθείσης παρατάσεως μέχρι του επιτρεπομένου ανωτάτου ορίου αυτής, ο αρμόδιος εισαγγελεύς οφείλει να διατάξει την απόλυση του εν προσωρινή κρατήσει τελούντος». 37 Συντελέσθηκαν σοβαρές τροποποιήσεις, οι οποίες καλύπτουν το σύνολο του θεσμού, εντούτοις η παρούσα θα περιορισθεί στην έκθεση των σχετικών με τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης. 38 Το ζήτημα αυτό αναλύεται διεξοδικά παρακάτω, στα πλαίσια εξέτασης της περί ελέγχου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης ρύθμισης. 21