ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΘΕΜΑ: Η ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ:ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ ΟΛΓΑ ΑΕΜ: 504 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2007
2 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...3 2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ»....10 3. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ 12 Α. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ 12 Ι. ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ...12 ΙΙ. Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ...12 ΙΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ.34 Β. Η ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ.39 4. ΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ...50 Α. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ.50 Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΡΧΗ.60 Γ. Η ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ 64 Ι. ΓΕΝΙΚΑ 64 ΙΙ. Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡ. 507 ΚΠΔ...73 ΙΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 473 2ΚΠΔ 73 5. ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ..82 6. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ....84 Α. Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟ.....84 Β. Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΛΟΓΩ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΑΝΩΤΕΡΑΣ ΒΙΑΣ Ή ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΥ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ......85 7. Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ.93 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.. 102 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ 103
3 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κάθε δικαστική απόφαση, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και ανεξάρτητα από τη θέση που το τελευταίο κατέχει στην ιεραρχική κατάταξη των δικαστηρίων μίας χώρας, τεκμαίρεται ορθή, εφόσον εκδόθηκε από το εκάστοτε αρμόδιο δικαστήριο και εφόσον ακολουθήθηκαν όλοι οι τεθειμένοι διαδικαστικοί κανόνες, που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της ποινικής δίκης 1, ήτοι «το μηχανισμό επιβολής της απαντήσεως της οργανωμένης κοινωνίας για συγκεκριμένο έγκλημα» 2. Ωστόσο υφίσταται πάντοτε το ενδεχόμενο η πρωτοβάθμια απονομή της δικαιοσύνης να εμφανίζεται εσφαλμένη 3, από ποικίλες απόψεις 4, κάτι που εξάλλου συναντάται πολύ συχνά σε πρακτικό επίπεδο και δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. 1 Βλ. Ζαχαριάδη Α., Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, 1999, 47. 2 Την άποψη ότι η ποινική δίκη αποτελεί το μηχανισμό επιβολής της απάντησης της οργανωμένης κοινωνίας στο έγκλημα διατύπωσε ο καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης βλ. Μανωλεδάκη Ιωάννη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, Αρμεν. 1977, 705επ., όπου και διεξοδική ανάλυση και δικαιολόγηση της εν λόγω θέσεως αναφορικά με τη φύση της ποινικής δίκης. Για τα ανωτέρω βλ. επίσης και Ζησιάδη Β. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 4, καθώς και Ζαχαριάδη Α., ό.π., 27 επ., όπου και παράθεση των αντίθετων υποστηριγμένων στη θεωρία απόψεων με παράλληλη παραπομπή σε πλούσια βιβλιογραφία, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2004, 4επ. 3 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., 48, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 1, του ίδιου σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 101 επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 503επ., Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, 2000, 199, Ζαχαρή Ε., Η άσκηση των ενδίκων μέσων από τον Εισαγγελέα, Ποιν. Χρον. 2004, 197 4 για παράδειγμα όπως ορθά επισημαίνεται ενδέχεται μία απόφαση να μην ανταποκρίνεται είτε στην ορθή έννοια των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου είτε στην ουσιαστική αλήθεια, η αναζήτηση της οποίας είναι υποχρεωτική στην ποινική δίκη απορρέουσα σαφώς από την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων του άρθρου 177 ΚΠΔ (σε αντίθεση με την πολιτική δίκη όπου κυριαρχεί η αρχή της αναζήτησης της τυπικής αλήθειας) είτε και στα δύο βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 2. Για την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη βλ. ενδεικτικά Ζαχαριάδη Α., ό.π.,
4 Σύμφωνα με τα ανωτέρω λοιπόν οι βασικότεροι σκοποί που επιτελεί η καθιέρωση του θεσμού της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων, μ άλλα λόγια οι κυριότεροι λόγοι που υπαγορεύουν την ανάγκη θεσμικής αναγνώρισης της δυνατότητας επανελέγχου μιας υποθέσεως είναι συνοπτικά 5 οι εξής: Α) η δυνατότητα εκφοράς μίας άστοχης δικαστικής κρίσης 6, η διαιώνιση της οποίας ενδέχεται να οδηγήσει σε δικαστική πλάνη 7, 8, 31επ., με περαιτέρω παραπομπές, Ζησιάδη Β. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 8, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 15. 5 Για του λόγους καθιέρωσης των ενδίκων μέσων βλ. τη διεξοδική ανάλυση του Μαργαρίτη Λ., σε Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 2επ. 6 για τις πιθανές αιτίες εκφοράς μίας άστοχης δικαστικής κρίσης βλ. τη διεξοδική ανάλυση του Ζαχαριάδη Α. σε Ζαχαριάδη Α., ό.π., 48επ. 7 βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 2επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 505, Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, 2000, 86 και 199, Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 101 επ., Ζαχαριάδη Α., ό.π., 48 και 58. 8 Για την εννοιολογική διαφορά των εννοιών «άστοχη δικαστική κρίση» και «δικαστική πλάνη» βλ. Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, 2000, 86επ. Συγκεκριμένα στην εν λόγω θέση ορθά διακρίνονται οι ως άνω αφηρημένες έννοιες ως εξής: Ως «άστοχη δικαστική κρίση» νοείται μία δικαστική απόφαση που είτε καταδικάζει έναν αθώο κατηγορούμενο ή αθωώνει έναν ένοχο είτε καταδικάζει τον κατηγορούμενο για βαρύτερο έγκλημα από εκείνο που έχει τελέσει ή γενικότερα καθιστά ανεπίτρεπτα χειρότερη τη θέση του. Εν συνεχεία ορθά διευκρινίζεται ότι η άστοχη δικαστική κρίση μετατρέπεται σε «δικαστική πλάνη» αν δεν διορθωθεί στα πλαίσια της ποινικής δίκης με τους μηχανισμούς που έχει θεσμοθετήσει για τον εν λόγω σκοπό ο νομοθέτης και δημιουργηθεί δεδικασμένο. Στην τελευταία περίπτωση η μόνη δυνατότητα ανατροπής του δεδικασμένου είναι η προσφυγή του κατηγορουμένου στο ένδικο βοήθημα της επανάληψης της διαδικασίας των άρθρων 525επ. Κ.Π.Δ, τηρουμένων των εκεί περιοριστικά αναφερόμενων προϋποθέσεων ενεργοποίησης της εν λόγω δυνατότητας από μέρους του - Για τον ορθότερο χαρακτηρισμό από μέρους της θεωρίας της επανάληψης της διαδικασίας ως ενδίκου βοηθήματος και όχι ως έκτακτης διαδικασίας, όπως την ονομάζει ο ποινικός δικονομικός νομοθέτης και όπως δέχεται πάγια η νομολογία βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 17, Μαργαρίτη Λ., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία Εκτέλεση Ποινών, Τόμος Δ, 2005, 210. Διευκρινίζεται πάντως ότι και η νομολογία παρά την εμμονή της στον ως άνω χαρακτηρισμό της επανάληψης της διαδικασίας, πάγια δέχεται και εν προκειμένω την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για τα ένδικα μέσα βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 17, Μαργαρίτη Λ., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία Εκτέλεση Ποινών, Τόμος Δ,
5 δεδομένου του γεγονότος ότι η δικαστική απόφαση δεν παύει να αποτελεί ανθρώπινο έργο, με αποτέλεσμα η πιθανότητα σφάλματος 9 να παρίσταται δεδομένη και με αφόρητες 10 ιδιαίτερα επαχθείς 11 και ανεπανόρθωτες 12 συνέπειες. Β) η τόνωση του αισθήματος ευθύνης των δικαστικών λειτουργών 13, με την έννοια της επιμελέστερης έρευνας της υποθέσεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενόψει της πιθανότητας ανατροπής της δικαστικής του κρίσης ιδίως μέσω της αναιρετικής διαδικασίας. 14 2005, 210, με περαιτέρω παραπομπές σε πλούσια νομολογία επί του θέματος Το χαρακτηρισμό πάντως της επανάληψης της διαδικασίας ως έκτακτης διαδικασίας διτηρεί η ΣυμβΑΠ 1240/2006, Ποιν. Δικ. 2007, 39. 9 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 3, του ίδιου, Επανάκριση υποθέσεως κατ άρθρο 432 2 ΚΠΔ και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, Ποιν. Δικ. 2007, 313, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 505, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 48, Ζαχαρή Ε., ό.π., 197 10 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 3, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 52, με περαιτέρω παραπομπή σε Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, 714. 11 Όπως στην περίπτωση επιβολής ποινής ισόβιας καθείρξεως ή μακροχρόνιας στερητικής της ελευθερίας, δεδομένης και της ολικής πλέον κατάργησης της θανατικής ποινής δυνάμει των άρθρων 2 και 3 του Δεκάτου Τρίτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Ν. 3288/2004, βλ. για την κατάργηση της θανατικής ποινής σε Γιαρένη Ε., Κύρωση του 13 ου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών ελευθεριών και Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Ποιν. Δικ. 2005, 7επ., Μαργαρίτη Λ., ό.π., 3-4, υποσ. 4. 12 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., 52, υποσ. 74, με περαιτέρω παραπομπή σε Μανωλεδάκη Ι., Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, τόμος β, 1978, 208, όπου ορθά επισημαίνεται ότι «το ανεπανόρθωτο της θανατικής ποινής είναι εντυπωσιακό, αλλά παραπλανητικό επιχείρημα. Κάθε ποινή όταν εκτελεστεί είναι ανεπανόρθωτη εκτός από τη χρηματική ποινή. Τα χρόνια που έμεινε κανείς στη φυλακή άδικα δεν γυρίζουν πίσω, ούτε οι ευκαιρίες που έχασε στη ζωή του ξαναπαρουσιάζονται» (η υπογράμμιση του συγγραφέα). 13 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 4, Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, 2000, 200, Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 101, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 60. 14 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 4 5, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 60, Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, 2000, 200. Ο τελευταίος πάντως αποδέχεται την τόνωση του αισθήματος ευθύνης των δικαστικών λειτουργών και στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας διαδικασίας. Ωστόσο ορθά επισημαίνεται από το Μαργαρίτη, ότι σε αντίθεση με την αναιρετική διαδικασία στην περίπτωση της εφέσεως το
6 Γ) η ενίσχυση του αισθήματος εμπιστοσύνης των πολιτών στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και στην αρχή του κράτους δικαίου εν γένει 15. Δ) η εξασφάλιση της ορθής ερμηνείας και της σωστής εφαρμογής των διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου 16, ιδίως μέσω της αναιρετικής διαδικασίας 17, καθώς η τελευταία οδηγεί κατά κανόνα σε ενοποίηση 18 της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων 19. Ε) ο έλεγχος της ορθής, με την έννοια της ειδικής και εμπεριστατωμένης, αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων 20, που αποτελεί και συνταγματική επιταγή (άρθρο 93 παρ. 3 Συντ.) 21, αλλά και επιταγή του Έλληνα ποινικού δικονομικού νομοθέτη (άρθρο 139 ΚΠΔ), ο οποίος μάλιστα αίσθημα της ευθύνης ενίοτε χαλαρώνει ενόψει της ύπαρξης του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας που οδηγεί σε επανάκριση της υποθέσεως στο σύνολό της και όχι μόνο στο νομικό μέρος ταύτης, όπως στην περίπτωση της αναιρέσεως βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 5. 15 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 5, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 60, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 506, Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102., Ζαχαρή Ε., ό.π., 197 16 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 5, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 61, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 506, Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102. 17 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 5, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 61. 18 Αφενός με την άρση αμφισβητήσεων και την επίλυση αμφιλεγόμενων νομικών ζητημάτων που έχουν οδηγήσει σε έκδοση αντιφατικών αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων (διορθωτική λειτουργία), αφετέρου δε με τη συμμόρφωση των κατώτερων δικαστηρίων στη λύση που έδωσε το ανώτατο ακυρωτικό στα ως άνω ζητήματα (προληπτική λειτουργία). Για τα ανωτέρω βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 5, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 61. 19 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 5, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 61, Λυμπερόπουλου Κ., Προβληματισμοί στην πρόσφατη ποινική νομολογία του Αρείου Πάγου, Ποιν. Λόγος 2002, 895 20 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 5-6, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 62, Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102. 21 Για τη συνταγματική επιταγή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας βλ. ενδεικτικά Παπαδαμάκη Α., ό.π., 489επ., Μαργαρίτη Λ., ό.π., 6, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 62, Ζημιανίτη, Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αθωωτικών αποφάσεων, Ποιν. Δικ. 1998, 1029επ, Τσάτσου Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, 1993, 485επ, Καϊάφα Γκμπάντι Μ., Παρατηρήσεις στις ΑΠ 823/1997 και ΑΠ 387/1998, Υπερ. 1998, 797επ.
7 επέκτεινε την υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στα βουλεύματα, αλλά και τις διατάξεις του ανακριτή και του Εισαγγελέα. ΣΤ) Η δυνατότητα των διαδίκων να διορθώσουν ακόμη και δικές τους λανθασμένες ενέργειες και παραλείψεις 22, ως ένα βαθμό, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων 23. Παρά τα ανωτέρω πρέπει να καταστεί σαφές ότι η θέσπιση της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων αποτελεί εξαιρετικό φαινόμενο σε μία έννομη τάξη 24, δεδομένου ότι ουσιαστικά προβλέπεται η δυνατότητα προσβολής και απόδοσης μομφής σε έγκυρες κατ αρχήν 25, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω 26, πράξεις μίας εκ των τριών συντεταγμένων εξουσιών κατά το Σύνταγμα του 1975/1986/2001 (άρθρο 26) 27. Γι αυτό ακριβώς το λόγο και ο νομοθέτης δύναται να υποβάλει την άσκηση των ενδίκων μέσων σε περιορισμούς 28, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις 22 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 6, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 57. 23 Και συγκεκριμένα από τη δεύτερη όψη του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, ήτοι από την αρχή «tantum devolutum quantum appelatum» που απορρέει από τα άρθρα 474 παρ. 2 ΚΠΔ και ειδικά επί εφέσεως κατά αποφάσεως από το άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ. Βλ. για το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων ενδεικτικά Μαργαρίτη Λ., ό.π., 225επ., του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 108, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ Ένδικα μέσα, 2002, 255επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 572επ. 24 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 9. 25 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 9. 26 Βλ. υπό σελ. 3. 27 Για την αρχή της διάκρισης των εξουσιών βλ. ενδεικτικά Τσάτσου Δ., ό.π., 128επ., Παραρά Π., Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2001, 165επ., Βενιζέλου Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι, 1991, 282επ., Μανιτάκη Α., Κράτος Δικαίου & Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας Ι, 1994, 314επ. 28 βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1567/2006, Ποιν. Δικ. 2007, 369, ΣυμβΑΠ 1377/2005, Ποιν. Δικ. 2006, 40, ΣυμβΑΠ 887/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1247 (περίλ.), ΑΠ 389/2005, Ποιν.Δικ. 2005, 915 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 209/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1269, ΣυμβΑΠ 2109/2004, Ποιν. Δικ. 2005, 382 (περίλ.), Σοφού Θ., Αναδρομική εφαρμογή ποινικών δικονομικών κανόνων και επίδοση αποσπάσματος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, Ποιν. Λόγος 2003, 467, καθώς και Παπαδόπουλου Φ., Το απαράδεκτο εκπρόθεσμο ένδικο μέσο κατά τον ΚΠΔ, Επιστ. Επετ. Αρμεν. 1992, 49, ο οποίος επισημαίνει την ανωτέρω πάγια θέση της νομολογίας των ποινικών δικαστηρίων, Λυμπερόπουλου Κ., Προβληματισμοί στην Ποινική νομολογία του
8 παραδεκτής άσκησης τούτων, ήτοι τη συνδρομή όλων των τασσόμενων από το νόμο προϋποθέσεων για την άσκησή τους (άρθρο 476 ΚΠΔ) 29, αρκεί βέβαια οι τελευταίοι να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας 30 (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντ. και 6 ΕΣΔΑ) 31. Όπως γίνεται γενικά δεκτό η αυτεπάγγελτη 32 έρευνα του παραδεκτού 33 περιλαμβάνει τις εξής προϋποθέσεις 34 : 1) το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου, που αναφέρεται α) στο είδος της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσεως 35 και β) στην ιδιότητα του προσώπου που προέβη στην άσκησή του 36, 2) την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος 37, 3) την τήρηση Αρείου Πάγου, 901, Ζημιανίτη Δ., Παρατηρήσεις στην απόφαση της 11-04-2002 του ΕΔΔΑ, Υπόθ. ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος, Ποιν. Δικ. 2002, 745 29 βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 69, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 515. 30 Για το συνταγματικά και διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας βλ. ενδεικτικά Σκουρή Β., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, 1996, 56επ., Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, 398επ., Τσάτσου Δ., ό.π., 463επ, Παραρά Π., ό.π., 120επ. και 407επ. 31 για την ορθότερη άποψη ότι τα εν λόγω άρθρα δεν κατοχυρώνουν και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων και για την ορθή επισήμανση ότι διεθνούς κατοχύρωσης απολαμβάνει μόνο το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά καταδικαστικής αποφάσεως ασκουμένης από τον κατηγορούμενο (άρθρο 2 1 του 7 ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) βλ. ΣυμβΑΠ 351/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 910 (περίλ), ΣυμβΑΠ 209/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1269, ΣυμβΑΠ 177/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 557, και αναλυτικά Μαργαρίτη Λ., ό.π., 34επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 505επ., Παπαδόπουλου Φ., ό.π. 49. 32 βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 71, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 516. 33 Για τη διάκριση των εννοιών παραδεκτού και βασίμου του ενδίκου μέσου βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 69, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 103, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 515. 34 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 71, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 105επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 515, Παπαδόπουλου Φ., Το απαράδεκτο εκπρόθεσμο ένδικο μέσο κατά τον ΚΠΔ, Επιστ. Επετ. Δ.Σ.Θ.1992, 52. 35 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 71επ., του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 105, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 516επ. 36 Βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία ΑΠ 948/1998, Ποιν. Δικ. 1998, 658, ΕφΠατρ 1209/1996, Ποιν. Χρον. 1996, 1711, ΣυμβΕφΘεσ 17/1952, ΕΕΝ 1952, 819 και από τη θεωρία Μαργαρίτη Λ., ό.π., 72επ., του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 105, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ.
9 ορισμένου τύπου 38, 4) ορισμένης προθεσμίας, που αποτελεί και το θέμα της παρούσας μελέτης και 5) την ανυπαρξία νόμιμης παραιτήσεως 39. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ Ένδικα μέσα, 2002, 3επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 534επ. 37 βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία ΑΠ 291/1998, Ποιν. Χρον. 1998, 904, ΑΠ 203/1998, Ποιν. Χρον. 1998, 796 και από τη θεωρία Μαργαρίτη Λ., ό.π., 81επ., του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 105, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ Ένδικα μέσα, 2002, 26επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 540επ. 38 βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία ΑΠ 1700/1998, Ποιν. Χρον. 1999, 945, ΑΠ 720/1998, Ποιν. Χρον. 1999, 244, ΑΠ 536/1998, Υπερ. 1999, 50, ΣυμβΕφΑθ 724/1997, Ποιν. Δικ. 1998, 105, ΑΠ 1401/1996, Υπερ. 1997, 815, και από τη θεωρία Ζαχαριάδη Α., ό.π.,σεβαστίδη Χ., Τροποποιήσεις του Ν. 3160/2003 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2004..Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 135επ., του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 105επ, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ Ένδικα μέσα, 2002, 87επ., Ζαχαριάδη Α. σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εμβάθυνση στην Ποινική δικονομία, Λόγος (Νομολογία) Αντίλογος (Θεωρία), 1999, 354επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., 560επ. 39 Βλ. για τη δυνατότητα παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα και τα πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά την υλοποίηση αυτής της δυνατότητας ενδεικτικά από τη νομολογία ΣυμβΑΠ Ολ 6/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 804επ., ΑΠ 242/2005, ΑρχΝ 2005, 562, ΑΠ 1255/2002, Ποιν. Χρον. 2003, 422 επ., ΑΠ 709-710/2002, Ποιν. Δικ. 2002, 1096, ΑΠ 163/2002, Ποιν. Δικ. 2002, 682, ΑΠ 1195/2001, Ποιν. Δικ. 2001, 1200, ΣυμβΑΠ 462/2001, Ποιν. Δικ. 2001, 940, ΑΠ 738/1999, Υπερ. 2000, 1181επ., ΟλΑΠ 1-4/1998, Ποινική Νομολογία ΑΠ 1998, 31επ., ΜοΕφΠατρ 67 68 69 70 71 72/1998, Ποιν. Δικ. 1999, 104, ΑΠ 1272/1997, Υπερ. 1998, 532επ., ΟλΑΠ 26/1994, ΝοΒ 1994, 1194επ., ΑΠ 75/1960, Ποιν. Χρον. 1960, 253επ., και από τα θεωρία Δέδε Χ., Η παραίτησις από του ενδίκου μέσου εις τον Κ.Π.Δ., ΝοΒ 1967, 1επ., Ζαχαριάδη Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1272/1997 (Συμβ), Υπερ. 1998, 532, Του ίδιου, Ποινική Δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, 1999, Του ίδιου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 738/1999, Υπερ. 2000, 1181, Ζαχαριάδη Α., Παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 6/2005 (Συμβ), Ποιν. Δικ. 2005, 804επ., Του ίδιου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1140/2004, Αρμεν. 2005, 89, Του ίδιου, Παρατηρήσεις στην ΣυμβΑΠ 24/2005, Αρμεν. 2005, 1293επ., Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία, Τόμος Γ - Διαδικασία στο ακροατήριο ΙΙ, 2002, 175επ., Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εμβάθυνση στην ποινική δικονομία, Λόγος (Νομολογία) Αντίλογος (θεωρία), 1999, 349επ., Κορφιάτη Ν., Γνωμοδότησις: παραίτησις από ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατά το άρθρον 476 Κ.Π.Δ., ΕΕΝ 1966, 29επ., Του ίδιου, Νομικά ζητήματα: Ένδικα μέσα. Παραίτησις, κήρυξις
10 2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ» Η βασικότερη διάταξη του ΚΠΔ που καθορίζει και διαγράφει ρητά το νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με τη νόμιμη προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων είναι αυτή του άρθρου 473 ΚΠΔ. Ορισμό της έννοιας των ενδίκων μέσων προσφέρει κατ αρχήν η διάταξη του άρθρου 462 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία: «Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα, είναι: α) η έφεση και β) η αίτηση αναίρεσης». Στο πλαίσιο ερμηνείας της εν λόγω διάταξης, αλλά και γενικά στο πλαίσιο της θεματικής της διάκρισης των ενδίκων μέσων ορθά επισημαίνεται ότι ως «γνήσια» ένδικα μέσα θα πρέπει να θεωρούνται «οι δικονομικές πράξεις με τις οποίες διατυπώνεται παράπονο (:από το διάδικο) ή μομφή (:από τον Εισαγγελέα) για την ορθότητα ορισμένης δικαιοδοτικής κρίσεως, επιδιώκεται ο έλεγχός της από ανώτερο όργανο και ζητείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμισής της» 40. Στον εν λόγω ορισμό και συνεπώς στην έννοια των ενδίκων μέσων ανταποκρίνονται σαφώς η έφεση και η αναίρεση κατά βουλεύματος και κατά αποφάσεως, αλλά και η προσφυγή του άρθρου 286 παρ. 1 ΚΠΔ 41. Ως «οιονεί ένδικα μέσα» θα πρέπει να θεωρηθούν οι απαραδέκτου. Προβαδίζει τοιούτον απαράδεκτον παντός ετέρου Κ.Π.Δ. 476, ΑρχΝ 1966, 551, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2004, 569επ. 40 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, 2005, 10, με περαιτέρω παραπομπές σε διάφορους συγγραφείς για τους ορισμούς που οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν, του ίδιου σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102, του ίδιου, Επανάκριση υποθέσεως κατ άρθρο 432 2 ΚΠΔ και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, Ποιν. Δικ. 2007, 312. Την ίδια άποψη ακολουθεί και ο Ζαχαριαδης βλ. σε Ζαχαριάδη Α., ό.π., 173, αλλά και ο Παπαδαμάκης βλ. σε Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2004, 503. 41 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 10 και 17, του ίδιου, Επανάκριση υποθέσεως κατ άρθρο 432 2 ΚΠΔ και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, Ποιν. Δικ. 2007, 312, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 173 - Contra o Παπαδαμάκης σε Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2004, 504, που εντάσσει την προσφυγή του άρθρου 286 παρ. 1 στην κατηγορία των «οιονεί ενδίκων μέσων», βλ. για τη εν λόγω έννοια αμέσως παρακάτω στο κείμενο.
11 διαδικαστικές πράξεις που επίσης αποδίδουν σφάλμα σε μία δικαιοδοτική κρίση και εκδικάζονται από ανώτερο ιεραρχικά όργανο, πλην όμως στρέφονται κατά διάταξης του Εισαγγελέα ή του δικαστή και όχι κατά βουλεύματος ή αποφάσεως 42, 43. Τέλος από τα «γνήσια ένδικα μέσα» και τα «οιονεί ένδικα μέσα» θα πρέπει να διακριθούν τα λεγόμενα «ένδικα βοηθήματα», όπως αποκαλούνται οι διαδικαστικές πράξεις με τις οποίες ο ενδιαφερόμενος διατυπώνει αίτημα επανεκτιμήσεως μίας κρίσεως από την ίδια δικαιοδοτική αρχή, που προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης κρίσεως 44, 45. Όπως γίνεται γενικά δεκτό οι γενικοί ορισμοί που αφορούν τα «γνήσια ένδικα μέσα» εφαρμόζονται και στα «οιονεί ένδικα μέσα», αλλά και στα «ένδικα βοηθήματα», εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη ρύθμιση, αλλά και εφόσον δεν αντιτίθενται στη φύση των τελευταίων 46. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 473 ΚΠΔ εφαρμόζεται αναλογικά πέρα από τα «γνήσια ένδικα μέσα» στα οποία άμεσα αναφέρεται και στα «οιονεί ένδικα μέσα» και τα «ένδικα βοηθήματα», όπου επιτρέπεται από τη φύση των τελευταίων και ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής πρόβλεψης. 42 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 11, του ίδιου σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 173, του ίδιου, Επανάκριση υποθέσεως κατ άρθρο 432 2 ΚΠΔ και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, Ποιν. Δικ. 2007, 312, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 504, Ανδρέου Φ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2005, 1300. 43 Βλ. άρθρα 48, 200 παρ. 1, 201 παρ. 2, 285 παρ. 1, 286 παρ. 2 και 3, 322 παρ. 1 και 3, 335 παρ. 2, 415 και 580 παρ. 1 ΚΠΔ. 44 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 15, του ίδιου σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102, του ίδιου, Επανάκριση υποθέσεως κατ άρθρο 432 2 ΚΠΔ και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, Ποιν. Δικ. 2007, 312, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 176, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 504, Ανδρέου Φ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2005, 1300. 45 Βλ. άρθρα 232 παρ. 1, 286 παρ. 2, 341, 392 παρ. 2, 430, 525επ., 586 παρ. 2 ΚΠΔ. 46 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 18, του ίδιου σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, τεύχος Α, 1999, 102, του ίδιου, Επανάκριση υποθέσεως κατ άρθρο 432 2 ΚΠΔ και χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου, Ποιν. Δικ. 2007, 312, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 178, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 505, Ανδρέου Φ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2005, 1300, Παπαδόπουλου Φ., Το απαράδεκτο εκπρόθεσμο ένδικο μέσο κατά τον ΚΠΔ, Επιστ. Επετ. 1992, 50.
12 3. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ Α. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ Ι. ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 1 εδ. γ του ΚΠΔ 47, η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως κατά βουλεύματος δεν παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες δεδομένου, ότι ορίζεται ως δεκαήμερη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με ειδικότερη διάταξη, και ως τριακονθήμερη, εάν ο δικαιούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, αρξάμενη κατ αρχήν για τον δικαιούμενο από την επίδοση του βουλεύματος, δικαιουμένου πάντως του ενδιαφερομένου σε άσκηση του ενδίκου μέσου και πριν την επίδοση, μετά όμως την έκδοση του βουλεύματος 48. 47 Οι τασσόμενες από το οποίο προθεσμίες είναι κατά την ορθότερη άποψη ανατρεπτικές, πλην όμως δεκτικές αναστολής, πράγμα που σημαίνει ότι ο δικαιούχος εκπίπτει του δικαιώματος, σε περίπτωση απώλειας της προθεσμίας, βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 2226/2006, Αρμεν. 2007, 430, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 97, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 55, Ανδριανάκη Ε., Η εκπρόθεσμος άσκησις των ενδίκων μέσων, ΝοΒ 1963, 73, Μαργαρίτη Λ. σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, Τόμος Γ, 53 Παρέκταση της προθεσμίας δεν επιτρέπεται μετά την τροποποίηση του άρθρου 166 ΚΠΔ με το Ν. 1653/1986, βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 97, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, Τόμος Γ, 53 48 Ή της αποφάσεως στο χώρο των ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 97, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, Τόμος Γ, 53, Ζαχαριάδη Α., Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, 1999, 206, Παπαδόπουλου Φ., Το απαράδεκτο εκπρόθεσμο ένδικο μέσο κατά τον ΚΠΔ, Επιστ. Επετ Δ.Σ.Θ. 1992, 67. υποσ. 216.
13 Δικαιούμενο πρόσωπο κατ αρχήν σε άσκηση έφεσης κατά βουλεύματος είναι ο κατηγορούμενος (άρθρα 72 81 ΚΠΔ) 49, δυνάμει των άρθρων 478 50 και 302 παρ. 3 και 303 παρ. 1 και 2 51, 310 παρ. 2 εδ. τελευταίο 52 του ΚΠΔ, ενώ παρόμοια δυνατότητα αναγνωρίζεται και στον πολιτικώς ενάγοντα δυνάμει του άρθρου 480 ΚΠΔ 53. Περαιτέρω δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων έχει απονεμηθεί από το δικονομικό νομοθέτη και σ ένα αμέτοχο στην ποινική δίκη πρόσωπο, το οποίο συνηθίζεται να αποκαλείται «τρίτος» 54, ο οποίος δικαιούται στην άσκηση εφέσεως κατά βουλευμάτων δυνάμει των άρθρων 302 παρ. 3 και 303 παρ. 1 και 2 και 310 παρ. 2 εδ. τελευταίο 55. 49 Βλ. ενδεικτικά για την ιδιότητα του κατηγορουμένου σε Ζησιάδη Β. σε Ζησιάδη Β. Μαργαρίτη Λ., Εισαγωγή στην ποινική δικονομία, βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, 1999, 16, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 155επ., Ζησιάδη Β., Η ψυχολογική θεώρηση της ποινικής δίκης, 2000, 64 50 που ρυθμίζει το δικαίωμα του ενδίκου μέσου της εφέσεως από τον κατηγορούμενο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα βλ. ενδεικτικά για την εν λόγω δυνατότητα του κατηγορουμένου σε Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2004, 382, 51 που ρυθμίζει τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο κατά της διάταξης του βουλεύματος που αφορά την τύχη της καταβληθείσης ως επιβληθέντος περιοριστικού όρου εγγυοδοσίας. 52 που ρυθμίζει τη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο κατά της διάταξης του βουλεύματος που αφορά την απόδοση ή τη δήμευση κατασχεθέντων. 53 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., 224, Μαργαρίτη Λ., ό.π., 76επ., του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ Ένδικα μέσα, 2002, 20επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π. 537, του ίδιου, Έφεση κατά βουλεύματος και εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός της πράξης (γνωμ.), Ποιν. Δικ. 2005, 1030επ., Ζησιάδη Ι., ό.π., 475 και ενδεικτικά από τη νομολογία ΣυμβΑΠ 1036/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1363 (περίλ.), ΣυμβΑΠ 736/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1226 (περίλ), ΣυμβΑΠ 473/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 926 (περίλ), ΑΠ 249/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 773 (περίλ), ΑΠ 2204/2004, Ποιν. Δικ. 2005, 499 (περίλ), ΑΠ 948/1998, Ποιν. Δικ. 1998, 658, ΑΠ 1104/1981, Ποιν. Χρον. 1982, 412, ΑΠ 1012/1981, Ποιν. Χρον. 1982, 298, ΑΠ 85/1971, Ποιν. Χρον. 1971, 318 54 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., 228, Μαργαρίτη Λ., ό.π., 80, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 209, όπου και ορισμός της έννοιας του «τρίτου», Ζησιάδη Ι., ό.π., 474. 55 Βλ. ΑΠ 46/2007, Ποιν. Δικ. 2007, 797, Ζαχαριάδη Α., ό.π., 228επ., Μαργαρίτη Λ., ό.π., 80επ, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 210 και 539-540, Κονταξή Α., ό.π., 1331, Τριαναταφύλλου Α.,
14 ΙΙ. Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΟΣ Η προθεσμία άσκησης έφεσης κατά βουλεύματος από τα ανωτέρω δικαιούμενα πρόσωπα άρχεται, όπως προαναφέρθηκε, από της επιδόσεως του υποκείμενου σε έφεση βουλεύματος. Η εν λόγω πρόβλεψη αποσκοπεί, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται, στην εξασφάλιση της γνώσεως από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του περιεχομένου του υποκείμενου σε έφεση βουλεύματος, έτσι ώστε να καταστεί όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική η από μέρους του ενεργοποίηση των αναγνωριζόμενων στο πρόσωπό του από το νομοθέτη δικαιωμάτων 56. Περαιτέρω, προαπαιτούμενο για την έναρξη της προθεσμίας είναι η εγκυρότητα της επιδόσεως 57, η οποία θα κριθεί δυνάμει των άρθρων 155επ. Η με δικαστική απόφαση απόδοση του κατασχεθέντος αντικειμένου στον ιδιοκτήμονα όταν ο τελευταίος είναι τρίτο πρόσωπο, Ποιν. Χρον. 2002, 752 56 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., 95, Μαργαρίτη Λ. σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, 2002, 53. 57 Βλ. ΑΠ 1081/2006, Ποιν. Δικ. 2006, 1368, ΑΠ 1080/2006, Ποιν. Δικ. 2006, 1367, ΑΠ 343/2006, Πράξη & Λόγος του Ποιν. Δικαίου 2006, 38 ΑΠ 581/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 488/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 277/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 222/2006 Ποιν. Δικ. 2006, 824, ΑΠ 1076/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1371, ΑΠ 1503/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1401/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1384/2005, Ποιν. Δικ. 2006, 246, ΑΠ 862/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 861/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 740/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 695, ΑΠ 612/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 610/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 609/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 608/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 607/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 307/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 779, ΑΠ 306/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 779, ΑΠ 290/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 776, ΑΠ 1944/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1413/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1041/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2539/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1929/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 2126, ΑΠ 1892/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 2099, ΑΠ 1556/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 1681, ΑΠ 1238/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 1403, ΑΠ 955/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Δικ. 2003, 1080, ΑΠ 764/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 766, ΑΠ 37/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1979/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 2103 = Αρμεν. 2003, 405, = ΝοΒ 2003, 739, ΑΠ 918/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 1041, ΑΠ 917/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 1039, ΑΠ 730/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 805, ΑΠ 289/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 232, ΑΠ 191/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 163 = Δ/νη 2002, 859, ΑΠ 1154/2001, ΝΟΜΟΣ = Δ/νη 2001, 1439, ΑΠ 682/2001, Ποιν. Δικ. 2001, 970, ΑΠ 379/2001, Ποιν. Δικ. 2001, 723, ΣυμβΕφΘεσ 833/2001,
15 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το υπάρχον στη δικογραφία αποδεικτικό επιδόσεως 58, ενώ αν η επίδοση είναι άκυρη 59, η προθεσμία δεν άρχεται με αποτέλεσμα το ένδικο μέσο της εφέσεως οποτεδήποτε και αν ασκηθεί να θεωρείται εμπρόθεσμο και κατ επέκταση παραδεκτό 60. Ειδικότερα: Ποιν. Δικ. 2001, 724, ΑΠ 1114/2000, Ποιν. Δικ. 2001, 98, ΑΠ 1592/1995, Ποιν. Χρον. 1996, 1018, ΑΠ 436/1995, Ποιν. Χρον. 1995, 756, Μαργαρίτη Λ., ό.π., 95, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, 2002, 53, Του ίδιου, Το απόσπασμα φτάνει Το αντιγραφο περισσεύει: Σκοπιμότητα ή νομιμότητα, Ποιν. Δικ. 2002, 406, Ζαχαριάδη Α., Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, 1999, 212, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 387, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 55, Τούση Α., Προθεσμίαι ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά τη νέα ποινική δικονομία, ΕΕΝ 1951, 480. 58 Βλ. ΑΠ 1624/2006, Ποιν. Δικ. 2007, 375, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 96 και υποσ. 16, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Θεωρία Πράξη Νομολογία, 2004, 272, Πρβλ. όμως και την ΑΠ 619/2006, ΝΟΜΟΣ, η οποία έκρινε ότι για την εγκυρότητα της επίδοσης λαμβάνεται υπόψη εκτός από το αποδεικτικό επιδόσεως και όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, ακόμη δε και η ένορκη εξέταση του δικαιούμενου σε άσκηση του ενδίκου μέσου Αν δεν υπάρχει αποδεικτικό επιδόσεως, η άσκηση του ενδίκου μέσου τεκμαίρεται εμπρόθεσμη οποτεδήποτε και αν λάβει χώρα, ενώ περαιτέρω όταν η έκθεση χαθεί ή δεν υπάρχει η επίδοση μπορεί να αποδειχθεί και από άλλα στοιχεία, βλ. ΑΠ 667/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 762 = ΝοΒ 2002, 1756. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 96 και υποσ. 16. 59 Θα πρόκειται για σχετική ακυρότητα όπως προκύπτει σαφώς από το συνδυασμό των άρθρων 154 2 και 170 1 ΚΠΔ, βλ. και Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 96 και υποσ. 15, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 55 Συνεπώς, καλύπτεται εφόσον δεν προταθεί έως την έκδοση τελεσίδικης απόφάσεως ή βουλεύματος, βλ. ΑΠ 1563/2005, ΝΟΜΟΣ. 60 Βλ. ΒουλΣυμβΕφΘεσ 28/2007, Αρμεν. 2007, 583, ΑΠ 2247/2006, Πράξη & Λόγος του Ποιν. Δικαίου 2006, 665, ΑΠ 1360/2006, Ποιν. Δικ. 2007, 239, ΑΠ 277/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1497/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1205/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1489, ΑΠ 862/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 861/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 606/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 605/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2005, 544, ΕφΘεσ 3626/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Δικ. 2006, 733, ΑΠ 2323/2004, Ποιν. Δικ. 2005, 518, ΑΠ 1041/2004, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2539/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1892/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 2099, ΑΠ 955/2003, ΝΟΜΟΣ= Ποιν. Δικ. 2003, 1080, ΑΠ 168/2003, Ποιν. Δικ. 2003, 710, ΑΠ 1979/2002, Ποιν. Δικ. 2003, 456 457, ΑΠ 918/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 1041, ΑΠ 917/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 1039, ΑΠ 2055/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2001, 2499, ΑΠ 1154/2001, ΝΟΜΟΣ = Δ/νη 2001, 1439, ΑΠ 735/2001, ΝΟΜΟΣ = Αρμεν. 2002, 95 = Ποιν. Λόγος 2001, 1704, ΑΠ 682/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2001, 1408, ΑΠ 379/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Δικ. 2001, 723 = Ποιν. Λόγος 2001,
16 Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είναι πρόσωπο γνωστής διαμονής, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 155 ΚΠΔ και η επίδοση συντελείται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ίδιου προσωπικά 61 από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης ή από τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας ή τον υπάλληλο του Δήμου, ο οποίος έχει οριστεί για το σκοπό αυτό με απόφαση του Δημάρχου. Καθίσταται σαφές ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως, τόσο η ιδιότητα του προς επίδοση προσώπου ως γνωστής διαμονής, όσο και η ιδιότητα του ενεργούντος την επίδοση οργάνου, προκειμένου να καθίσταται ευχερής και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος περί του αν το εν λόγω πρόσωπο λόγω της ιδιότητάς του δύναται δυνάμει του άρθρου 155 ΚΠΔ να προβεί στην εκάστοτε υπό κρίση επίδοση, ώστε και η τελευταία να επιφέρει τις έννομες συνέπειες ταύτης. Αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων 62 η επίδοση θα πρέπει να λάβει χώρα στον κατά νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του 63. Στην ουσία πρόκειται και στην περίπτωση αυτή, για 517, ΑΠ 213/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2001, 431, ΑΠ 181/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2001, 157, ΕφΘεσ 833/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Δικ. 2001, 724, ΑΠ 1055/2000, Ποιν. Δικ. 2001, 19, ΕγκΕισΑΠ 5/2000, Ποιν. Δικ. 2001, 32, ΟλΑΠ 4/1995, Ποιν. Χρον. 1996, 820, Μαργαρίτη Λ., ό.π., 95, του ίδιου σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Τόμος Γ, Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, 2002, 53, Του ίδιου, Το απόσπασμα φτάνει Το αντίγραφο περισσεύει: Σκοπιμότητα ή νομιμότητα, Ποιν. Δικ. 2002, 406, Παπαδαμάκη Α., ό.π., 387, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 55, Γιαλιτάκη Γ., Το απαράδεκτον της εκπροθέσμου εφέσεως, Ποιν. Χρον 1984, 464, Ζαχαριάδη Α., παρατηρήσεις στην ΑΠ 1140/2004, Αρμεν. 2005, 89. 61 Βλ. Φαλτσή/Γέσιου Π.- Καϊση Α., Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τεύχος Ι, 1985, 154. 62 Επισημαίνεται ότι η εν λόγω περίπτωση δεν αφορά ασφαλώς τον κατηγορούμενο δεδομένου ότι λόγω της αρχής της societas deliquere non potest που επικρατεί στο ποινικό δίκαιο δεν νοείται ποινική ευθύνη νομικού προσώπου, βλ. ενδεικτικά για την εν λόγω αρχή Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο Επιτομή γενικού μέρους, 1999, 141επ., Ζησιάδη Β., Η οικονομική εγκληματικότητα Το ουσιαστικό και δικονομικό οικονομικό ποινικό δίκαιο, 2001, 56επ., Μάρκου Ι., Δίκαιο επιταγής, 2002, 377. 63 Βλ. Φαλτσή/Γέσιου Π.- Καϊση Α., Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τεύχος Ι, 1985, 155 Επισημαίνεται ότι χρέη νομίμου εκπροσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας εκτελεί συνηθέστερα ο διαχειριστής της, της Ετερόρρυθμης Εταιρίας ο ομόρρυθμος εταίρος
17 επίδοση που γίνεται σε φυσικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα ο τόπος επιδόσεως να ευρίσκεται με αναφορά το πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου και όχι την έδρα της εταιρίας 64. Όταν η επίδοση πρέπει να γίνει προς το Δημόσιο, για να είναι έγκυρη οφείλει να λάβει χώρα σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΠΔ 282/1996 προς τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή τον οριζόμενο από αυτόν νομικό σύμβουλο ή Πάρεδρο της Κεντρικής Υπηρεσίας, χωρίς να είναι νόμιμη η γενομένη επίδοση στον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημοσίου 65. Αν το αρμόδιο προς επίδοση όργανο δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής του ή της κατοικίας του ή του καταστήματος 66 ή του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του 67, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους, που έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του 68 ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο, εξαιρουμένων όμως όσων κατά την ανεξέλεγκτη 69 αντίληψη του διαχειριστής της, της Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης οι οριζόμενοι διαχειριστές της από το καταστατικό ή τη γενική συνέλευση και προκειμένου για Ανώνυμη Εταιρία ο διευθύνων σύμβουλός της, βλ. ενδεικτικά ΜονΠρΘεσ 84/1994, Αρμεν. 1994, 1050 = ΕΕμπΔ 1994, 606, ΕφΑθ 8577/1982, ΕΕμπΔ 35, 84 = ΕλΔ 24, 249 Στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ο εκπρόσωπος ορίζεται από το νόμο και έτσι για παράδειγμα το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) εκπροσωπείται από το διοικητή του, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από το Διευθυντή του, Το Ταμείο Νομικών από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., ο Δήμος από το Δήμαρχο κτλ., βλ ενδεικτικά Φαλτσή/Γέσιου Π.- Καϊση Α., Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τεύχος Ι, 1985, 155-156. 64 Βλ. Φαλτσή/Γέσιου Π.- Καϊση Α., Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τεύχος Ι, 1985, 155. 65 Βλ. ΑΠ 735/2001, ΝΟΜΟΣ = Αρμεν. 2002, 95 = Ποιν. Λόγος 2001, 1704, με σύμφωνες παρατηρήσεις Ζαχαριάδη Α. 66 Βλ. 1080/2006, Ποιν. Δικ. 2006, 1367. 67 Κατά την ορθότερη άποψη η διάταξη αναφέρεται γενικά σε κάθε κλειστό χώρο εργασίας, βλ. Φαλτσή/Γέσιου Π.- Καϊση Α., Η πολιτική δίκη σε κίνηση, τεύχος Ι, 1985, 163. 68 Βλ. ΑΠ 477/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2005, 445 69 Βλ. ΑΠ 581/2006, ΝΟΜΟΣ, που απέρριψε προβληθέντα ισχυρισμό περί ακυρότητας της επιδόσεως, για το λόγο ότι ο πατέρας του ενδιαφερομένου που παρέλαβε το προς επίδοση έγγραφο ήταν υπέργηρος και δεν μπορούσε να κρίνει τη σπουδαιότητα του εγγράφου, με το αιτιολογικό ότι η πνευματική διαύγεια του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση ανάγεται στην ανέλεγκτη κρίση του επιδίδοντος, καθώς και τις ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ και ΑΠ
18 επιδίδοντος οργάνου είναι μικρότεροι από δεκαεπτά ετών ή ψυχικά ασθενείς ή προφανώς μεθυσμένοι. Περαιτέρω εξαιρούνται της επιδόσεως 70 και οι παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο ή τον αστικώς υπεύθυνο και αντιστρόφως. Αν πρόκειται για εργαζόμενο σε εργοστάσιο, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του εργοστασίου ή στο θυρωρό, ενώ σημειώνεται ότι όλα τα ως άνω δικαιούμενα σε παραλαβή του επιδιδόμενου εγγράφου πρόσωπα, η ιδιότητα των οποίων ομοίως δέον όπως επί ποινή ακυρότητας αναφέρεται στην έκθεση επιδόσεως 71, υποχρεούνται να παραδώσουν στον ενδιαφερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμία χρονοτριβή. Αν πάντως ο ενδιαφερόμενος βρεθεί από το επιδίδον όργανο σε έναν από τους διαζευκτικά αναφερόμενους τόπους του άρθρου 155 1 ΚΠΔ αδιακρίτως σειράς, δεν χρειάζεται να αναζητηθεί από τον ενεργούντα την επίδοση στους άλλους τόπους 72. Σε περίπτωση τώρα που κάποιο από τα ανωτέρω πρόσωπα αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο 73, το ενεργόν την επίδοση όργανο προβαίνει σε επικόλληση αυτού στη θύρα της κατοικίας ή προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο, στη θύρα του δωματίου, όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στη θύρα του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του εργοστασίου ή του γραφείου 74. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο 73/2006, ΝΟΜΟΣ, που απέρριψαν προβληθέντα ισχυρισμό περί ακυρότητας της επιδόσεως, για το λόγο ότι η σύζυγος του ενδιαφερομένου που παρέλαβε το προς επίδοση έγγραφο έπασχε από άνοια, με το αιτιολογικό ότι η πνευματική διαύγεια του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση ανάγεται στην ανέλεγκτη κρίση του επιδίδοντος, ΑΠ 39/2004, Ποιν. Δικ. 2004, 951 70 Και εύλογα 71 Βλ. ΑΠ 1575/2006, Ποιν. Δικ. 2007, 371, ΑΠ 587/2001, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2001, 606, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 59. 72 Βλ. Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 59. 73 Οπότε και ενδέχεται να τιμωρηθούν κατά τη διάταξη της απείθειας όπως και σε περίπτωση άρνησής τους προς υπογραφή του επιδοτηρίου, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 163 2 ΚΠΔ και 169 ΠΚ. 74 Η υποχρέωση θυροκόλλησης δεν αναπληρώνεται από την ανάρτηση του επιδιδόμενου εγγράφου στον πίνακα ανακοινώσεων του κοινοτικού καταστήματος, βλ. ΑΠ 862/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 861/2005, ΝΟΜΟΣ, ενώ κατά την ΑΠ 606/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2005,
19 ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, το έγγραφο επικολλάται στη θύρα της κατοικίας του ενδιαφερομένου από τον ενεργούντα την επίδοση 75. Αν τώρα η θυροκόλληση έλαβε χώρα για το λόγο ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 155 1 εδ. β και γ ΚΠΔ αρνήθηκαν να παραλάβουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν 76, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο 77 αντίκλητο 78 του κατηγορουμένου ή αστικώς υπευθύνου 79. Στην τελευταία περίπτωση τα 544 κρίθηκε άκυρη η επίδοση κατά την οποία το όργανο επίδοσης πήγε στην οικία του κατηγορουμένου για να επιδώσει σε αυτόν την πρωτόδικη απόφαση και επειδή δεν βρήκε τον ίδιο ούτε άλλο πρόσωπο κατ` άρθρο 155 ΚΠοινΔ αντί να επικολλήσει την απόφαση στην πόρτα της οικίας του κατηγορουμένου την επέδωσε στον γραμματέα της κοινότητας ο οποίος την τοιχοκόλλησε στο κοινοτικό κατάστημα. 75 Βλ. ΣυμβΕφΘεσ 179/1998, Ποιν. Δικ. 1999, 579. 76 Έπεται ότι σε περίπτωση που το επιδιδόμενο έγγραφο επιδοθεί στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο προσωπικά δεν απαιτείται επίδοση και στον αντίκλητο, βλ. ΑΠ 1401/2005, ΝΟΜΟΣ 77 Ακόμη και στις περιπτώσεις που ο διορισμός αντικλήτου δεν ήταν υποχρεωτικός, βλ. ορθά ΣυμβΑΠ 1979/2002, Πράξη & Λόγος του Ποιν. Δικαίου 2002, 496 = Αρμεν. 2003, 405 = Ποιν. Λόγος 2002, 2103 = ΝοΒ 2003, 739, με σύμφωνες παρατηρήσεις Ζαχαριάδη Α. Η εν λόγω άποψη είναι ορθή δεδομένου ότι αφενός ευνοείται από το γράμμα του νόμου, που κάνει λόγο για τυχόν διορισθέντα αντίκλητο, αφετέρου επιχειρεί να θεραπεύσει το πληγέν δικαίωμα ακροάσεως και να αυξήσει τις πιθανότητες γνώσεως της επιδόσεως από τον ενδιαφερόμενο Η επίδοση στον αντίκλητο θα πρέπει να γίνεται στη διεύθυνση που δηλώθηκε κατά το διορισμό του αντικλήτου, εκτός αν δηλώθηκε μεταγενέστερα αλλαγή της κατοικίας, βλ. ΑΠ 1874/2005, Ποιν. Δικ. 2006, 513, ΑΠ 1041/2004, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2004, 1314, ενώ η παύση της ιδιότητας του αντικλήτου δεν επιφέρει έννομες συνέπειες εφόσον δεν έλαβε χώρα νομότυπα, ήτοι με δήλωση στο γραμματέα της Εισαγγελίας, βλ. ΣυμβΑΠ 191/2002, Ποιν. Δικ. 2002, 687 78 Βλ. ΑΠ 1730/2006, Ποιν. Δικ. 2007, 394, ΑΠ 468/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 222/2006, Ποιν. Δικ. 2006, 824, ΑΠ 74/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 73/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1682/2005, Ποιν. Δικ. 2006, 387, ΑΠ 583/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2005, 526, ΑΠ 179/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 917/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 1039 - Σε περίπτωση πάντως που οι αντίκλητοι είναι δύο απαιτείται να λάβει χώρα επίδοση του εγγράφου και στους δύο, βλ. Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 59, και υποσ. 120, όπου και περαιτέρω παραπομπή σε ΑΠ 731/1982, Ποιν. Χρον. 1982, 151 79 ως προς την επίδοση στον αντίκλητο του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται δεκτό ότι δεν επιφέρει έννομες συνέπειες βλ. Ανδρέου Φ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2005, 1275, όπου και περαιτέρω παραπομπή σε ΣυμβΑΠ 1265/2000, ΕλΔ, 41, 1473, ΣυμβΑΠ
20 αποτελέσματα της επιδόσεως άρχονται από τη συντελεσθείσα επίδοση στον αντίκλητο 80, 81. 1304/1989, Ποιν. Χρον. Μ 563, ΣυμβΑΠ 1501/1987, Ποιν. Χρον. ΛΗ, 202, ΣυμβΑΠ 762/1987, Ποιν. Χρον. ΛΖ, 637, ΣυμβΕφΑθ. 1898/1985, ΝοΒ 34, 920 - Πλην όμως κατά την ορθότερη άποψη και λόγω του ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής ακροάσεως η υποχρέωση επίδοσης στον αντίκλητο θα πρέπει αναλογικά να επεκτείνεται και στον αντίκλητο του πολιτικώς ενάγοντος, βλ. για το όλο θέμα ΣυμβΑΠ 191/2002, Ποιν. Δικ. 2002, 687, Ζαχαριάδη Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1979/2002, Αρμεν. 2003, 406, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 60, υποσ. 121. 80 Βλ. ΑΠ 583/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2005, 526, ΑΠ 290/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 776, ΑΠ 1847/2004, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2004, 2276, ΑΠ 594/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 701, ΑΠ 1327/1996, Ποιν. Χρον. 1997, 298 - Ενώ σε περίπτωση παράλειψης επιδόσεως του εγγράφου και στον αντίκλητο η προθεσμία δεν άρχεται και το ένδικο μέσο θεωρείται εμπρόθεσμο, βλ. ΑΠ 296/2006, ΝΟΜΟΣ, Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 60, υποσ. 121 Αν η επίδοση στον αντίκλητο προηγείται χρονικώς εκείνης που γίνεται προς τον κατηγορούμενο, το κύρος της επίδοσης με θυροκόλληση δεν θίγεται, η δε σχετική προθεσμία προς άσκηση του ενδίκου μέσου άρχεται από την τελευταία των επιδόσεων αυτών, βλ. ΑΠ 1076/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1371. 81 Εφόσον πάντως πρόκειται για κρατούμενο στη φυλακή ή σε άλλον καθορισμένο γα την κράτηση τόπο, η επίδοση γίνεται στον τόπο αυτόν με κάποιο από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης, ενώ ως σύνοικοι εν προκειμένω θεωρούνται ο διευθυντής της φυλακής ή του καταστήματος ή ο αναπληρωτής τους, βλ. ΣυμβΑΠ 2226/2006, Αρμεν. 2007, 430, ΑΠ 15752006, Ποιν. Δικ. 2007, 371, ΑΠ 2289/2003, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2003, 2465, Ως άλλοι καθορισμένοι για την κράτηση τόποι νοούνται οι στρατιωτικές φυλακές, το Ψυχιατρείο κρατουμένων, το Σανατόριο κρατουμένων, το αστυνομικό κρατητήριο κτλ., για τους οποίους τόπους γίνεται ορθά δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά και η διάταξη του άρθρου 74 ΚΠΔ βλ. ενδεικτικά Ζαχαριάδη Α., Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, 1999, 316, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα, 2005, 160, του ίδιου, Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία, Διαδικασία στο ακροατήριο ΙΙ Ένδικα μέσα, 2002, 140 Όπως επισημαίνεται πάντως από τον Παπαδόπουλο Φ. σε Παπαδόπουλου Φ., ο.π., 59 και υποσ. 115, στη νομολογία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι και σε αυτήν την περίπτωση η επίδοση είναι νόμιμη όταν έγινε στον κρατούμενο από δικαστικό επιμελητή, με περαιτέρω παραπομπή στις ΟλΑΠ 463/1992, Ποιν. Χρον. 1992, 553 και ΑΠ 539/1991 ποιν. Χρον. 1991, 1025. Κατά τη μειοψηφία πάντως της τελευταίας αρεοπαγιτικής απόφασης κρίθηκε ότι οι υπάλληλοι των καταστημάτων κράτησης είναι όργανα με αποκλειστική αρμοδιότητα, χωρίς από τη διάταξη να προβλέπεται επικουρική αρμοδιότητά τους Σε περίπτωση πάντως απόδρασης του κρατουμένου από τις φυλακές η επίδοση συντελείται όπως σε κάθε άλλο πρόσωπο γνωστής ή άγνωστης διαμονής και δεν τηρείται η διαδικασία του άρθρου 155 3 ΚΠΔ, βλ. ΑΠ 477/2005, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2005, 445.
21 Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις εξάλλου θα πρέπει να αναφέρεται στο αποδεικτικό επιδόσεως ότι το πρόσωπο δεν βρέθηκε στους ανωτέρω διαζευκτικά αναφερόμενους τόπους, καθώς και ότι τα λοιπά περιοριστικά αναφερόμενα πρόσωπα αρνήθηκαν να παραλάβουν το έγγραφο ή δεν βρέθηκαν στον ίδιο τόπο ή δεν υπήρχαν τέτοια 82. Επισημαίνεται επίσης ότι οποιαδήποτε ασάφεια αναφορικά με το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η επίδοση παράγει σχετική ακυρότητα, για το λόγο ότι καθίσταται δυσχερής ο αναιρετικός έλεγχος του νομίμου ή μη της πραγματοποιηθείσης επιδόσεως 83, ενώ σε περίπτωση που η επίδοση λάβει χώρα δύο φορές η προθεσμία άρχεται από την πρώτη επίδοση, εφόσον είναι καθ όλα, έγκυρη χωρίς να επιφέρει έννομη επιρροή οποιαδήποτε μεταγενέστερη επίδοση του εγγράφου 84. Η παράλειψη πάντως επιδόσεως δεν αναπληρώνεται από την αυθόρμητη προσέλευση του κατηγορουμένου προς εκτέλεση της αποφάσεως 85 ή του βουλεύματος. Σε περίπτωση τώρα που το προς επίδοση πρόσωπο είναι αγνώστου διαμονής ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 156 ΚΠΔ. Κομβικό σημείο 82 Βλ. ΑΠ 313/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 312/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1503/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1497/2005, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2323/2004, Ποιν. Δικ. 2005, 518, ΑΠ 76/2000, ΝοΒ 48, 687 83 Όπως για παράδειγμα όταν στην έκθεση επιδόσεως αναφέρεται ότι το έγγραφο επιδόθηκε «στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο ή / και στον ενήλικο σύνοικο», βλ. Παπαδόπουλου Φ., ό.π., 60, καθώς και Ανδρέου Φ., ο.π., 1280, με περαιτέρω παραπομπή σε ΣυμβΑΠ 1404/1995, Υπερ. 1996, 772 Κρίθηκε πάντως ότι σε περίπτωση που από προφανή παραδρομή δεν διαγράφτηκαν οι φράσεις από το έντυπο του αποδεικτικού επίδοσης, εις τον προς ον η επίδοση ή σύνοικο αυτού, παρ ότι θυροκολλήθηκε, δεν επέρχεται ακυρότητα του αποδεικτικού επίδοσης, βλ. ΑΠ 1076/2005, Ποιν. Δικ. 2005, 1371, ΑΠ 748/1998, Ποιν. Χρον. ΜΘ, 333, ενώ κατά την ΑΠ 730/2002, ΝΟΜΟΣ = Ποιν. Λόγος 2002, 805, η μη διάρθρωση του εντύπου του αποδεικτικού επίδοσης και η προσαρμογή του για επίδοση σε γυναίκα, καθώς και η μη σημείωση του ονοματεπωνύμου του συζύγου αυτής δεν καθιστούν την επίδοση άκυρη. 84 Βλ. ΣυμβΑΠ 2226/2006, Αρμεν. 2007, 430, Ανδρέου Φ., ο.π., 1277, με περαιτέρω παραπομπή σε ΣυμβΑΠ 1533/2003, Πράξη & Λόγος του Ποιν. Δικαίου 2003, 308, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι, 2005, 97, Μαργαρίτη Λ. σε Μαργαρίτη Λ. Ζαχαριάδη Α., Εφαρμοσμένη ποινική δικονομία Διαδικασία στο Ακροατήριο ΙΙ, Ένδικα μέσα, Τόμος Γ, 53. 85 Ή από το γεγονός ότι υπέβαλε κατά της αποφάσεως αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας βλ. ΣυμβΑΠ 139/2006, Ποιν. Δικ. 2006, 276 = Αρμεν. 2006, 104.