«Το ποινικό δεδικασμένο και η αντιμετώπισή του από τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης»

Σχετικά έγγραφα
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

της δίωξης ή στην αθώωση.

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤ ΑΡΘΡΟ 57 ΚΠΔ - ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Εφαρμογές δημοσίου δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου Διοικητικές κυρώσεις «Ne bis in idem»

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 111/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Ε Ν Σ Τ Α Σ Η ΚΑΤΑ Α ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4587/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 94/2012

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25 /2011

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

859/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 149/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

ΣυμβΕφΘεσ 250/2018. Απόρρητο επικοινωνίας. Ενδοοικογενειακή απειλή. Προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης. Αριθμ. 250/ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΦΩΝΗ

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3095/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2019

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. Θεσσαλονίκη 14-15/03/2019. «Ζητήματα εκτέλεσης ποινών,

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3318/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Το ποινικό δεδικασμένο και η αντιμετώπισή του από τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης» Επιβλέπων Καθηγητής: Λ. Μαργαρίτης Κοσκινάρη Χ. Παρασκευή Θεσσαλονίκη, 2015 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγικές παρατηρήσεις σελ.1 Μέρος Α: Το ποινικό δεδικασμένο 1. Εννοιολογικός προσδιορισμός, σκοπός και συνέπειες του ποινικού δεδικασμένου..σελ.1 2. Νομική φύση του δεδικασμένου και έννομες συνέπειες αυτής..σελ.6 3. Εννοιολογικές διακρίσεις του δεδικασμένου.σελ.12 4. Οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δεδικασμένου.σελ.20 4.1. Η ταυτότητα προσώπου.. σελ.22 4.2. Ταυτότητα πράξης σελ.25 4.2.α. Το δεδικασμένο, υπό το πρίσμα της ταυτότητας πράξης, σε ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων. σελ.50 4.2.β. Το δεδικασμένο, υπό το πρίσμα της ταυτότητας πράξης, στη συρροή εγκλημάτων..σελ.56 4.3. Αμετάκλητη απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα σελ.67 4.3.α. Περιπτώσεις αποφάσεων και βουλευμάτων που παράγουν ή όχι δεδικασμένο.σελ.77 4.3.β. Διορθώσεις και τροποποιήσεις στην αμετάκλητη ποινική απόφαση.σελ.102 4.3.γ. Σύγκρουση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων.σελ.110 4.3.δ. Δεδικασμένο από αμετάκλητη απόφαση αλλοδαπού ποινικού δικαστηρίου σελ.114 5. Κάμψη της αρχής του δεδικασμένου...σελ.125 5.1. Η διάταξη του άρ. 58 ΚΠΔ...σελ.125 5.2. Η διάταξη του άρ. 81 παρ. 2 ΚΠΔ. σελ.137 5.3. Η διάταξη του άρ. 525 ΚΠΔ..σελ.138 5.4. Η διάταξη του άρ. 526 ΚΠΔ..σελ.156 6. Το δεδικασμένο υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ. σελ.158 7. Σχέση ποινικής και διοικητικής δίκης, με αναφορά την αρχή ne bis in idem.σελ.166 8. Η εκκρεμοδικία..σελ.172 Μέρος Β: Η αντιμετώπιση από τα ένδικα μέσα του ποινικού δεδικασμένου..σελ.187 1. Ο σκοπός των ενδίκων μέσων...σελ.187 2. Το ένδικο μέσο της έφεσης... σελ.192 2

2.1 Το δεδικασμένο από την οπτική της έφεσης.σελ.194 3. Το ένδικο μέσο της αναίρεσης..σελ.196 3.1 Το δεδικασμένο από την οπτική της αναίρεσης σελ.199 ΕΠΙΛΟΓΟΣ σελ.209 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...σελ.211 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..σελ.216 ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ..σελ.216 3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ α.ν. : αναγκαστικός νόμος ΑΕΠΙ : Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΚ : Αστικός Κώδικας ΑΠ : Άρειος Πάγος άρ. : άρθρο Αρμ. : Αρμενόπουλος (νομικό περιοδικό) ΑρχΝ : Αρχείο Νομολογίας (νομικό περιοδικό) Αφοι : Αδελφοί ΒουλΣυμβΠλημΔρ : Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Δράμας ΒουλΣυμβΠλημΘεσ : Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ΓνωμΕισΑΠ : Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου ΓνωμΕισΕφΘεσ : Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης Δ.Σ.Θ. : Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ΔΕΕ : Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕΚ : Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΔιατΕισΕφΝαυπλ : Διάταξη Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου ΔιατΕισΕφΠειρ : Διάταξη Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά ΔιατΕισΠλημΑθ : Διάταξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ΔιατΕισΠρωτΑθ : Διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ΔιατΕισΠρωτΛιβαδ : Διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λιβαδιάς ΔΣΑΠΔ : Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα ΕγκΕισΑΠ : Εγκύκλιος Εισαγγελέα Αρείου Πάγου εδ. ή εδάφ. : εδάφιο ΕΔΔΑ : Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΕ : Ευρωπαϊκή Ένωση ΕΕΕυρΔ : Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου (νομικό περιοδικό) ΕισΑΠ : Εισαγγελέας Αρείου Πάγου επ. : επόμενα ΕΣΔΑ : Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕφΑθ : Εφετείο Αθηνών ΕφΘεσ : Εφετείο Θεσσαλονίκης ΕφΠειρ : Εφετείο Πειραιά ΙΔΜΕ : Ερευνητικό Ινστιτούτο Δικονομικών Μελετών 4

Κ.Δ.Δ. : Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας κε : και επόμενα κλπ : και λοιπά ΚΟΔΚΔΛ : Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ΚΠΔ : Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΚΠολΔ : Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. : λόγου χάριν ΜΟΔΑθ : Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών ΜΟΕφΑθ : Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών Ν. : νόμος ν.δ. : νομοθετικό διάταγμα ό.π. : όπως παραπάνω ΟλΑΠ : Ολομέλεια Αρείου Πάγου παρ. : παράγραφος ΠαραγγΕισΠρωτΑθ : Παραγγελία Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Πειρ. Νομ. : Πειραϊκή Νομολογία (νομικό περιοδικό) ΠεντΕφΑθ : Πενταμελές Εφετείο Αθηνών περ. : περίπτωση ΠΚ : Ποινικός Κώδικας ΠλημΑθ : Πλημμελειοδικείο Αθηνών ΠλημΚορ : Πλημμελειοδικείο Κορίνθου ΠλημΛαρ : Πλημμελειοδικείο Λάρισας ΠλημΧίου : Πλημμελειοδικείο Χίου ΠοινΔικ : Ποινική Δικαιοσύνη (νομικό περιοδικό) ΠοινΛόγ : Ποινικός Λόγος (νομικό περιοδικό) ΠοινΧρ : Ποινικά Χρονικά (νομικό περιοδικό) ΠραξΑρχειοθΕισΠρωτΛαμ : Πράξη Αρχειοθέτησης Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας ΠραξΛογΠΔ : Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου ΠροτΕισΣυμβΑΠ : Πρόταση Εισαγγελέα στο Συμβούλιο Αρείου Πάγου ΣΕΕ : Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ένωσης σελ. : σελίδα ΣΕΣΣ : Σύμβαση για την Εφαρμογή της Συμφωνίας Σένγκεν 5

στ. ή στοιχ. : στοιχείο ΣτΕ : Συμβούλιο της Επικρατείας ΣυμβΑΠ : Συμβούλιο Αρείου Πάγου ΣυμβΕφΘεσ : Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης ΣυμβΕφΚερκ : Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας ΣυμβΕφΠειρ : Συμβούλιο Εφετών Πειραιά ΣυμβΠλημΑθ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ΣυμβΠλημΔρ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Δράμας ΣυμβΠλημΘεσ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ΣυμβΠλημΛευκ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λευκάδας ΣυμβΠλημΝαυπλ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ναυπλίου ΣυμβΠλημΠειρ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά ΣυμβΠλημΡοδ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου ΣυμβΠλημΤρ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τρικάλων ΣυμβΠλημΧαλκ : Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας ΣυμβΣτρατΘεσ : Συμβούλιο Στρατοδικών Θεσσαλονίκης τελ. : τελευταίο ΤΚ : Τελωνειακός Κώδικας ΤριμΕφΚακΠειρ : Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά ΤριμΠλημΑμφ : Τριμελές Πλημμελειοδικείο Άμφισσας ΤριμΠλημΘεσ : Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ΤριμΠλημΛαρ : Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας ΤριμΠλημΝαυπλ : Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ναυπλίου ΤριμΠλημΠειρ : Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά υπ αριθμ. : υπ αριθμόν Υπερ. : Υπεράσπιση (νομικό περιοδικό) Φ.Π.Α. : Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ΧΘΔΕΕ : Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 6

Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η αποστολή της ποινικής δικαιοσύνης συνίσταται στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης 1. Τούτο επιτυγχάνεται με την αναγόρευση σε έννομα αγαθά και την προστασία από τους ποινικούς κανόνες δικαίου, εκείνων των παραγόντων, που συντελούν στη διατήρηση της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Παραπέρα, η ποινική δικαιοσύνη, ως πολιτευματική λειτουργία, απονέμεται δια της ποινικής οδού, της ποινικής δίκης, ενώ εκτός από αυτή δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη νομιμοποίηση. Με 2 τον όρο δε «ποινική δίκη» δεν νοείται μόνο η διαδικασία στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, αλλά μία μακρά αλληλουχία πράξεων, που αρχίζει από την κίνηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με την έκδοση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, από την οποία απορρέει το δεδικασμένο. Συνάγεται, λοιπόν, ότι το τελευταίο (δεδικασμένο) αποσκοπεί, πρωτίστως και κυρίως, στην εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης. Τι ακριβώς, όμως, είναι το ποινικό δεδικασμένο, σε τι άλλο αποσκοπεί και ποιες συνέπειες απορρέουν από τον εν λόγω θεσμό; Ποια είναι η νομική του φύση και τι προκύπτει βάσει αυτής; Ποιες είναι οι διακρίσεις του δεδικασμένου και σε τι εξυπηρετούν; Η συνδρομή ποιων προϋποθέσεων απαιτείται προκειμένου να παραχθεί; Με τις αλλοδαπές αμετάκλητες ποινικές αποφάσεις κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem στον ελληνικό ποινικό χώρο; Υπάρχει περίπτωση σύγκρουσης δεδικασμένων και σε καταφατική περίπτωση, πώς αντιμετωπίζεται; Εντοπίζονται «ασφαλιστικές δικλείδες» ως προς τον ερευνώμενο θεσμό; Σε τι συνίσταται η διαφορά του από την εκκρεμοδικία; Πώς αντιμετωπίζεται η αρχή ne bis in idem από τα ένδικα μέσα; Τα συγκεκριμένα προαναφερθέντα ερωτήματα, επιχειρείται να απαντηθούν στην παρούσα εργασία, προκειμένου να γίνει κατανοητός, σε όλες του τις πτυχές, ο θεσμός του δεδικασμένου. Μέρος Α: Το ποινικό δεδικασμένο 1. Εννοιολογικός προσδιορισμός, σκοπός και συνέπειες του ποινικού δεδικασμένου Ο θεσμός του δεδικασμένου (ne bis in idem, ουχί δις επί τω αυτώ) αποτελεί 1 Χαραλαμπάκης Α., «Σύνταγμα και Ποινικό Δίκαιο», σε «Ποινικό Δίκαιο Ελευθερία Κράτος Δικαίου. Τιμητικός Τόμος για τον Γ.-Α. Μαγκάκη», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999, σελ. 94 2 Ανδρουλάκης Ν., «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης» 3 η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2007, σελ. 51 7

έκφανση της αρχής της άπαξ εκδικάσεως και προβλέπεται στο άρ. 57 παρ. 1 ΚΠΔ. Δυνάμει αυτού κωλύεται η εκ νέου δίωξη κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ αυτή διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός από εκείνον, βάσει του οποίου κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή έχει αθωωθεί αμετάκλητα ή έχει παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον του 3. Η διατύπωση αυτή είναι βελτιωμένη και ασφαλώς σαφέστερη από εκείνη της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας που προέβλεπε στο άρ. 84 παρ. 2 ότι αν κάποιος αθωώθηκε για το λόγο ότι δεν έλαβε χώρα η πράξη για την οποία κατηγορείται παράγεται δεδικασμένο και για οποιονδήποτε άλλο διώκεται μεταγενέστερα για την ίδια πράξη 4. Χρειάζεται, επιπλέον, να επισημανθεί ότι η αρχή ne bis in idem κατοχυρώνεται και σε διατάξεις τόσο του διεθνούς όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικότερα 5, στο άρ. 4 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, στο άρ. 14 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, στη Συνθήκη περί Έκδοσης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 13-12-1957, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 4165/1961, όπου το δεδικασμένο χρησιμοποιείται ως συμβατικός λόγος άρνησης δικαστικής αρωγής σε ποινικές διαδικασίες, στα άρθρα 53 έως και 57 της Συμφωνίας του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διεθνή Ισχύ των Ποινικών Αποφάσεων της 28-5-1970, στα άρθρα 35-37 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί Μεταφοράς Ποινικής Διαδικασίας του 1972 (ωστόσο, και οι δύο αυτές συμφωνίες περιέχουν αρκετές εξαιρέσεις από την αρχή ne bis in idem, ο δε αριθμός επικυρώσεων από τα κράτη μέλη παραμένει αρκετά περιορισμένος), στο άρ. 54 της Σύμβασης Σένγκεν της 14/6/1985, που κυρώθηκε με το Ν. 2514/1997 6, στη Συνθήκη 3 Αναγνωστόπουλος Η., «Ne bis in idem. Ευρωπαϊκές και Διεθνείς όψεις», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σελ. 13 επ., Ζύγουρας Α., «Το διεθνές σύμφωνον δια τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και η αρχή του δεδικασμένου», Υπερ. 1999, σελ. 487 επ., Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 315, Κονταξής Α., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης», 4η Έκδοση, Τόμος Α, Σάκκουλας 2006, σελ. 574 επ., Μαργαρίτης Λ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Πρώτος. (Άρθρα 1 304)», 2 η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 274, Μαργαρίτης Μ. «Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Θεωρία- Νομολογία», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σελ. 108, Μεταξάς Α., «Η Αντιμετώπιση του Ποινικού Δεδικασμένου υπό της Επιστήμης και της Νομολογίας», ΠοινΧρ 1971 σελ. 181, Φράγκος Κ., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010, σελ. 198 επ 4 Μπάκας Χ., «Το δεδικασμένο της ποινικής απόφασης στην ποινική δίκη» σε «Το δεδικασμένο», Έκδοση ΙΔΜΕ, Αθήνα, 1989, σελ. 48 5 https://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/2_nomothesia_menu_3.php 6 Σάμιος Θ., «Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα Ποινικού Δικαίου. Τόμος Ι. Διεθνείς Συμβάσεις», Αθήνα, 2004, σελ. 631 επ. 8

του Άμστερνταμ της 2-10-1997, που κυρώθηκε με το Ν. 2691/1999, στην Απόφαση- Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ της 13-6-2002, που αφορά το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, που κυρώθηκε με το Ν. 3251/2004 καθώς, και στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ της 7-12-2000, όπως διακηρύχθηκε ξανά τη 14η Δεκεμβρίου 2007, για να προσαρμοστεί στα δεδομένα της συνθήκης της Λισαβόνας, η τελευταία δε κωδικοποίησή του εξεδόθη το Μάρτιο του 2010. Μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας (1-12-2009), ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ απέκτησε νομικά δεσμευτική ισχύ και έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 ΣΕΕ. Από δικαιοφιλοσοφική άποψη, το δεδικασμένο μπορεί να νοηθεί σαν το πόρισμα από την υπαγωγή του μερικού στο γενικό, ώστε αποτελεί μια κατηγορία της δύναμης κρίσης (Urteilskraft) στην καντιανή έννοια του όρου. Εξάλλου στα πλαίσια μιας διαλεκτικής αντίληψης της δικανικής γνώσης, το δεδικασμένο νοείται σαν μια ατομική επιταγή που προκύπτει από την υπαγωγή του μερικού, δηλαδή της πραγματικής κατάστασης στο γενικό, ήτοι στον κανόνα δικαίου 7. Πέραν αυτού και το περιεχόμενο του αφηρημένου κανόνα δικαίου είναι, σύμφωνα με τα πορίσματα της μεθοδολογίας του δικαίου, αόριστο, καθώς η πιθανή σημασία των γραμματικών όρων που χρησιμοποιούνται στο νόμο συχνά μεταβάλλεται 8. Μέσω του δεδικασμένου αίρεται αυτή η εννοιολογική αοριστία του κανόνα δικαίου, ο οποίος προσλαμβάνει πλέον ένα ορισμένο περιεχόμενο για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς, το δεδικασμένο ισοδυναμεί με τη συγκεκριμενοποιημένη ισχύ του αφηρημένου κανόνα δικαίου, που εφαρμόστηκε στην απόφαση. Ενώ δηλαδή ο κανόνας δικαίου εμπεριέχει την αφηρημένη ισχύ ενός δέοντος, το δεδικασμένο που προκύπτει από την εφαρμογή αυτού του κανόνα δικαίου, διακηρύσσει την συγκεκριμένη ισχύ του ίδιου δέοντος. Επιπρόσθετα, το δεδικασμένο συνδέει το συγκεκριμένο δέον με την ανώτατη λογική αρχή του δεοντικού χώρου, την Ιδέα του Δικαίου 9, και η οποία ισχύει έναντι όλων. Κατά τον τρόπο τούτο εξηγείται και η ισχύς μιας άδικης αμετάκλητης απόφασης, είτε διότι δεν τελεσφόρησαν τα ασκηθέντα κατά αυτής ένδικα μέσα είτε γιατί αυτά δεν ασκήθηκαν εναντίον της. Άρα, και το δεδικασμένο που προέρχεται από μια άδικη απόφαση συνδέει τη συγκεκριμένη επιταγή που εμπεριέχει με την 7 Κουσούλης Σ., «Η σύμβαση σαν κανόνας δικαίου» Πειρ. Νομ. 1982, σελ. 414 8 Larenz K. «Methodenlehre der Rechtswissenschaft», 1985, σελ. 298 9 Μιχαηλίδης Νουάρος Γ., «Ζωντανό δίκαιο και φυσικό δίκαιο», 1982, σελ. 310 9

επαναφορά στην κοινωνική τάξη και την ασφαλή προσαρμογή της κοινωνικής πραγματικότητας στις απαιτήσεις του θιγέντα κανόνα δικαίου, καθιστώντας, έτσι, την απόφαση αυτή σύμφωνη με την Ιδέα του Δικαίου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της αρχής του δεδικασμένου, η κοινωνική ειρήνη, η ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών εντός μιας ευνομούμενης πολιτείας, πραγματώνεται με τη θέση ενός τέλους στην κινηθείσα ποινική δίωξη, που πρέπει να επέλθει με το πέρας ενός χρονικού διαστήματος, που σηματοδοτείται από το αμετάκλητο της απόφασης. Σε διαφορετική περίπτωση, η δικαστική απόφαση θα μετατρεπόταν σε γράμμα κενό, και θα εδραιωνόταν όχι ως συχνό φαινόμενο αλλά ως παγιωμένη τακτική, η διαιώνιση των δικών, με συνέπεια, λόγω της δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στο δικαιικό σύστημα, που θα άνοιγε το δρόμο προς την αυθαιρεσία και την αυτοδικία, την τρώση του κύρους της δικαιοσύνης, καθώς και την υπερβολική ταλαιπωρία του κατηγορουμένου 10. Και τούτο θα ίσχυε διότι οι αποφάσεις της δικαιοσύνης θα περιβάλλονταν από μια διαρκή αμφιβολία και αβεβαιότητα, που θα μεταδίδονταν σε όλο το κοινωνικό σύνολο, συντηρώντας την κοινωνική αναταραχή, ενώ ο αθωωθείς κατηγορούμενος θα τελούσε υπό τη συνεχή ανησυχία μιας νέας δίωξης - δίκης. Ο τερματικός σταθμός του δεδικασμένου, επομένως, τοποθετεί σε έλλογα πλαίσια την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, δρώντας προστατευτικά, τόσο υπέρ του κατηγορούμενου πολίτη όσο και υπέρ του κοινωνικού συνόλου 11. Συμπερασματικά, τη δικαιολογητική βάση της αρχής ne bis in idem αποτελεί η αποκατάσταση και διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, μέσω του τερματισμού της αβεβαιότητας, χάριν της ασφάλειας του δικαίου και, όχι η βεβαιότητα της ορθότητας των δικαιοδοτικών κρίσεων. Επιπλέον, το δεδικασμένο αποσκοπεί στη δεσμευτικότητα για τις πράξεις της δικαστικής λειτουργίας, στην αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, στην προστασία του κύρους της δικαιοσύνης, στην 10 Δέδες Χ., «Ποινική Δικονομία» 9 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, σελ. 233, Μπουρόπουλος Α., «Το Ποινικόν Δεδικασμένον», ΠοινΧρ 1956, σελ. 273 11 Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 315 Κονταξής Α., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης», 4η Έκδοση, Τόμος Α, Σάκκουλας 2006, σελ. 574, Μαργαρίτης Λ., «Ποινική Δικονομία. Ένδικα Μέσα. IV. Αναίρεση κατά αποφάσεων», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελ. 715 επ., Παπαδόπουλος Φ. «Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου (Δ.Σ.Θ.) 1985, σελ. 60. Αντίθετα, Τζαννετής Α., «Η ταυτότητα της Δικονομικής Πράξης», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010, σελ. 10 επ., ο οποίος υποστηρίζει ότι πρωταρχική επιδίωξη του δεδικασμένου αποτελεί η ασφάλεια του δικαίου, καθώς και ότι αυτή υπερισχύει της αρχής της ουσιαστικής δικαιοσύνης. 10

εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις πράξεις της δικαστικής λειτουργίας 12. Οι συνέπειες 13, οι οποίες παράγονται δυνάμει του δεδικασμένου, συνίστανται στο πέρας της διαδικασίας, συναπτόμενο προς το αμετάκλητο της απόφασης (άρ. 546 ΚΠΔ), στην εγγραφή στο ποινικό μητρώο (άρ. 574 παρ. 2 ΚΠΔ) 14, στην απαγόρευση της επανεκδίκασης και στο εκτελεστό 15 της ποινικής καταδικαστικής - απόφασης 16. Ωστόσο, ως προς την τελευταία συνέπεια, την εκτελεστότητα της απόφασης, έχουν ορθά διατυπωθεί επιφυλάξεις, ως προς τη δογματική της ακρίβεια 17, στηριζόμενες 12 Ανδρέου Φ., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σελ. 245 Κονταξής Α., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης», 4η Έκδοση, Τόμος Α, Σάκκουλας 2006, σελ. 574, Μαργαρίτης Λ., «Ποινική Δικονομία. Ένδικα Μέσα. IV. Αναίρεση κατά αποφάσεων», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελ. 715 επ. 13 Δέδες Χ., «Ποινική Δικονομία» 9 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, σελ. 233, Κονταξής Α., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης», 4η Έκδοση, Τόμος Α, Σάκκουλας 2006, σελ. 580, Μαργαρίτης Λ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Πρώτος. (Άρθρα 1 304)», 2 η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 275,Παπαδόπουλος Φ. «Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου (Δ.Σ.Θ.) 1985, σελ. 63 14 Έγγραφο ΕισΑΠ 522/2007: «Από τις διατάξεις των άρθρων 574 παρ. 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι σε κάθε δελτίο ποινικού μητρώου αναγράφονται τα εξής: α) τα στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου... β) οι ακόλουθες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα... 3. Στα δελτία ποινικού μητρώου εγγράφονται επίσης τα ακόλουθα στοιχεία: α) η χάρη με άρση των συνεπειών της καταδίκης, η παραγραφή της πράξης ή της ποινής με ειδικό νόμο, η απόλυση από τις φυλακές υπό όρο και η μεταβολή ή η άρση των μέτρων ασφάλειας ή των αναμορφωτικών μέτρων που έχουν επιβληθεί, καθώς και οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 550 και 551. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στα δελτία ποινικού μητρώου εγγράφονται μόνον αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις. Η αναγραφή σ` αυτά καταδικαστικής απόφασης προτού να καταστεί αμετάκλητη δεν είναι σύννομη και τυχόν γενομένη διαγράφεται ως άκυρη, χωρίς καμία διαδικασία, αφού προηγουμένως γίνουν οι προσήκουσες σημειώσεις στα οικεία βιβλία (ΓνωμΕισΑΠ 16/1957 ΠοινΧρ Ζ`, 409, ΓνωμΕισΕφΘεσ 982/1959 ΠοινΧρ Γ, 57).» 15 Δέδες Χ., «Ποινική Δικονομία» 9 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, σελ. 233, Θεοδωράκης Γ., «Το δεδικασμένο στην Ποινική Δίκη», Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, 1986, σελ. 16, Μπουρόπουλος Α., «Το Ποινικόν Δεδικασμένον», ΠοινΧρ 1956, σελ. 273 16 Στην ελληνική ποινική δικονομία, οι αποφάσεις διακρίνονται σε αθωωτικές και καταδικαστικές. Ως καταδικαστικές νοούνται οι ποινικές αποφάσεις που αναγνωρίζουν ενοχή και επιβάλλουν ποινή. ΣυμβΑΠ 756/2007: «Ως καταδικαστική χαρακτηρίζεται η απόφαση με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σε αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική». Οι αθωωτικές αποφάσεις εκτελούνται αμέσως μετά την απαγγελία δημοσίευσή τους, προτού καταστούν αμετάκλητες, τουλάχιστον όσον αφορά τη διάταξη που αναφέρεται στην απόλυση του αθωωθέντος κατηγορουμένου, που δεν μπορεί να κρατηθεί για άλλη αιτία (άρ. 547 ΚΠΔ).: Μαργαρίτης Λ.- Παρασκευόπουλος Ν. «Ποινολογία. Άρθρα 50 133» ζ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 520-521. ΑΠ 1111/2008: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 546 παρ. 1 ΚΠΔ, η καταδικαστική απόφαση εκτελείται μόλις καταστεί αμετάκλητη, ενώ η αθωωτική μόλις απαγγελθεί (άρθρο 547 ΚΠΔ)». 17 Ζησιάδης Ι., «Ποινική Δικονομία», Τόμος Α, Γ έκδοση, Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, 1976, σελ. 420, Κονταξής Α., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης», 4η Έκδοση, Τόμος Β, Σάκκουλας 2006, σελ. 3426, Σεβαστίδης Χ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Ι, Άρθρα 1-95», Εκδόσεις Σάκκουλα 11

στην τελευταία φράση της παρ. 1 του άρθρου 546 Κ.Π.Δ., όπου αναφέρεται «εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις» 18. Τούτο ισχύει διότι υπάρχουν εκτελεστές ποινικές αποφάσεις, που δεν είναι αμετάκλητες και, άρα δεν παράγουν δεδικασμένο. Πρόκειται για τις περιπτώσεις των άρ. 341 παρ. 2 ΚΠΔ αίτηση ακύρωσης διαδικασίας, 416 παρ. 2 ΚΠΔ απόφαση περί αντιρρήσεων για πταίσματα που βεβαιώνονται με έκθεση, 429 παρ. 2 εδ. γ ΚΠΔ - απόφαση περί αντιρρήσεων για πλημμελήματα που βεβαιώνονται με έκθεση, 497 ΚΠΔ ανασταλτική δύναμη της έφεσης, 507 ΚΠΔ προθεσμία για την αναίρεση. Επιπρόσθετα, υπάρχουν περιπτώσεις αμετάκλητων αποφάσεων, που, επομένως, παράγουν δεδικασμένο, οι οποίες, όμως, δεν είναι εκτελεστές, λ.χ. όταν διατάσσεται η υφ όρον αναστολή εκτέλεσης της ποινής - άρ. 562 ΚΠΔ. 2. Νομική φύση του δεδικασμένου και έννομες συνέπειες αυτής Ο έντονος θεωρητικός πλουραλισμός που έλαβε χώρα σχετικά με τη νομική φύση ή ορθότερα χαρακτήρα του δεδικασμένου αποτυπώνεται στη φράση «Αποτελεί μια ιδιόρρυθμη ειρωνεία ότι το ουσιαστικό δεδικασμένο, που στη νομική ζωή προορίζεται να επιφέρει την ειρήνη, στην επιστήμη παραμένει σε επιδικία η διαμάχη Α.Ε., 2011, σελ. 701 18 ΟλΑΠ 1405/1984: «Επειδή, εκ της διατάξεως του άρθρου 546 1 ΚΠΔ οριζούσης ότι η καταδικαστική απόφασις του Ποινικού Δικαστηρίου, εκτελείται άμα ως καταστή αμετάκλητος, εκτός εάν ο νόμος ορίζει άλλως εις ειδικάς περιπτώσεις, συνάγεται ότι, ταύτα δε εν όψει και του σκοπού δι` ον παρέχονται τα ένδικα μέσα κατά καταδικαστικών αποφάσεων, εν περιπτώσει, καθ` ην επί καταδικαστικής αποφάσεως Ποινικού δικαστηρίου, ούσης, καίτοι ησκήθη κατ` αυτή το κατά νόμον επιτρεπόμενον ένδικον μέσον της εφέσεως, προσωρινώς εκτελεστής, η υπό του καταδικασθέντος, προς αποφυγήν της εκτάσεως της ποινής καταβολή του ποσού εις ό, υπό του καταδικάσαντος αυτόν Δικαστηρίου, μετετράπη η επιβληθείσα αυτώ στερητική της ελευθερίας ποινή, αποτελεί εν τοις πράγμασι προκαταβολήν και δη ολικήν τοιαύτην του ως άνω ποσού, ήτις γίνεται υπό την απειλήν της εκτελέσεως της αποφάσεως και ισχύει μόνον, τούτου εξυπακουομένου, δια την περίπτωσιν καθ` ην θα καταστή αμετάκλητος η ως άνω καταδικαστική απόφασις. Ούτω, εάν ο υποχρεωθείς εις καταβολήν του ποσού της μετατραπείσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, βάσει αμέσως εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, υποκειμένης εις την ήδη ασκηθείσαν υπ` αυτού έφεσιν, αποβιώση προ της εκδόσεως της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, γεγονός όπερ συνιστά, κατ` άρθρον 370 ΚΠΔ λόγον περατώσεως της κατ` αυτού πονικής δίκης, δι` αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, όπερ παύει οριστικώς την ποινικήν δίωξιν, το Δημόσιον υποχρεούται, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ, ως καταστάν εκ της περιουσίας του ούτω καταδικασθέντος πλουσιώτερον άνευ νομίμου αιτίας και δη δι` αιτίαν μη επακολουθήσασαν ή, τούτο δε εν περιπτώσει εξαφανίσεως της αποφάσεως και δη υπό του παύσαντος την ποινικήν δίωξιν, Εφετείου, δια λήξασαν αιτίαν, εις απόδοσιν της ωφελείας, ισουμένης προς το εισπραχθέν ποσόν της τοιαύτης αξιώσεως υφισταμένης, εν όψει του ότι δεν επηκολούθησεν η αιτία δι` ην εγένετο η καταβολή.» 12

φαίνεται να γίνεται αιώνια, και καμιά θεωρία δεν τελεσιδικεί 19». Η σχετική διαφωνία περιστρεφόταν, ειδικότερα, στην εξωτερική λειτουργία του δεδικασμένου εντός ορισμένου δικονομικού συστήματος και στη νομική του επιρροή στο δικονομικό ή στο ουσιαστικό πεδίο. Η διαμάχη σχετικά με τη νομική φύση του δεδικασμένου κατέληξε στην απόλυτη επικράτηση της άποψης περί δικονομικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου θεσμού και όχι ουσιαστικού, δηλαδή ότι αποτελεί λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Συγκεκριμένα, το δεδικασμένο εμφανίζεται ως αρνητική δικονομική προϋπόθεση της ποινικής δίκης και μάλιστα, διαρκή, που αποτελεί και θεσμό ουσιωδώς δημόσιας τάξης, με την έννοια, όπως προαναφέρθηκε, ότι η ύπαρξή του εμποδίζει την κίνηση νέας ποινικής δίωξης ή την πρόοδο της ήδη εκκινηθείσας διαδικασίας για την ίδια πράξη κατά του ίδιου προσώπου 20. 19 Sauer W. Zum Streit um die materielle Rechtskraft, FG R. Schmidt 1979, σελ. 308 20 Ανδρουλάκης Ν., «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης» 3 η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2007, σελ. 13, Δέδες Χ., «Ποινική Δικονομία» 9 η Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1988, σελ. 236, Κονταξής Α., «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης», 4η Έκδοση, Τόμος Α, Σάκκουλας 2006, σελ. 580, Μαργαρίτης Λ., «Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα», Γ Εκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 186, Μεταξάς Α., «Η Αντιμετώπιση του Ποινικού Δεδικασμένου υπό της Επιστήμης και της Νομολογίας», ΠοινΧρ 1971 σελ. 181, Μπάκας Χ., «Το δεδικασμένο της ποινικής απόφασης στην ποινική δίκη» σε «Το δεδικασμένο», Έκδοση ΙΔΜΕ, Αθήνα, 1989, σελ. 48, Μπουρόπουλος Α., «Το Ποινικόν Δεδικασμένον», ΠοινΧρ 1956, σελ. 285, Παπαδόπουλος Φ. «Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου (Δ.Σ.Θ.) 1985, σελ. 61, Σύσσωμη και η νομολογία αντιμετωπίζει το δεδικασμένο ως αρνητική δικονομική προϋπόθεση. ΣυμβΑΠ 1650/1982: «Επειδή εκ της σαφούς διατυπώσεως του άρθρου 57 ΚΠΔ προκύπτει, ότι το δεσικασμένον κωλύει την νέαν δίωξιν του αυτού προσώπου, όπερ υπήρξεν αντικείμενον της πρώτης, της τερματισθείσης διά της ιδρυούσης το δεδικασμένον αμετακλήτου αποφάσεως ή βουλεύματος, εφόσον πρόκειται περί της αυτής πράξεως, κατά τα συγκροτούντα εξ αντικειμένου ταύτην πραγματικά περιστατικά, και εάν εις ταύτην δοθή διάφορος χαρακτηρισμός. Όθεν, μη υφισταμένου εν προκειμένω δεδικασμένου κωλύοντος την δίωξιν του αναιρεσείοντος Κ.Λ.**, επί τη πράξει της ψευδούς βεβαιώσεως επί σκοπώ πορισμού υπέρ του ιδίου και άλλων αθεμίτου οφέλους, εφ ή και παρεπέμφθη ίνα δικασθή διά του επικυρωθέντος υπό του προσβαλλομένου, πρωτοδίκου βουλεύματος, εκ της διά της υπ αριθ. 702/1980 αμετακλήτου αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Άρτης, αθωώσεως των συνενόχων του Α.Σ.** και Δ.Μ.**, διά την πράξιν της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, εν σχέσει προς τους εκδοθέντας υπέρ αυτών ψευδείς τίτλους σπουδών, ελλείψει ταυτότητος προσώπων και πράξεων, ο επί της παραβιάσεως δήθεν του δεδικασμένου βασιζόμενος υπό στοιχείων β της αιτήσεως αυτού λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 1 στοιχ. γ ΚΠΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.», ΑΠ 1366/1987, ΑΠ 526/1990 ΑΠ 2052/2010: «Επειδή, κατά την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 57 ΚΠΔ, εάν κάποιος αμετάκλητα καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ή αν έπαυσε η κατ` αυτού ποινική δίωξη, δεν μπορεί να υποβληθεί σε νέα δίωξη για την ίδια πράξη και αν δοθεί σ` αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός, Κατά την τρίτη παράγραφο του ίδιου άρθρου, αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου», ΑΠ 388/1988, ΑΠ 1415/1989, ΑΠ 918/1992, ΑΠ 118/1998, ΣυμβΑΠ 60/1999, ΑΠ 297/1994, ΑΠ 49/1995, ΑΠ 532/1998, ΑΠ 480/1999, ΣυμβΑΠ 862/2003, ΑΠ 1568/2003, ΑΠ 1185/2004, ΑΠ 1757/2005, ΑΠ 166/2006, ΑΠ 188/2006, ΑΠ 536/2006, ΑΠ 13

19/2007: «Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμα και αν δοθεί σ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός.», ΑΠ 641/2009: «Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, παραβίαση του δεδικασμένου υφίσταται, αν κάποιος υποβληθεί εκ νέου σε δίκη για την ίδια αξιόποινη πράξη, για την οποία, όμως καταδικάσθηκε ή αθωώθηκε ή έπαυσε η εναντίον του ποινική δίωξη αμετάκλητα.», ΣυμβΠλημΔρ 64/1994: Από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 310 παρ. 1 στοιχ. β` ΚΠΔ με σαφήνεια προκύπτει ότι, για να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη λόγω δεδικασμένου, το οποίο αποτελεί αρνητική δικονομική προϋπόθεση της δίκης, και ως θεσμός δημοσίας τάξεως λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, απαιτείται: α) να έχει εκδοθεί προηγούμενα αμετάκλητη απόφαση, καταδικαστική ή αθωωτική ή παύουσα την κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως. Δοθέντος δε ότι και το βούλευμα είναι απόφαση (άρθρ. 138 παρ. 1 εδάφ. τελ. ΚΠΔ, ΑΠ 1158/1981 ΠοινΧρον ΛΛΒ` 496, ΑΠ 553/1985 ΠοινΧρον ΛΕ` 822, ΑΠ 719/1989 ΠοινΧρον Μ` 95), έπεται ότι δεδικασμένο παράγεται και από το αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα μόνον ως προς την παραπομπήν, με συνέπεια: α) να μην μπορεί να διενεργηθεί (μετά την έκδοση του ανωτέρου βουλεύματος) κυρία ανάκριση, β) να μην μπορεί να ανακληθεί με νέο βούλευμα η αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, γ) να μην χωρεί παραπομπή πλέον του αυτού κατηγορουμένου με απευθείας κλήση, δ) να μη χωρεί νέα κατά του αυτού κατηγορουμένου για την ίδια πράξη ποινική δίωξη και νέα παραπομπή αυτού στο ακροατήριο και ε) γενικά είναι ανεπίτρεπτη, μετά την αμετάκλητη παραπομπή, η έκδοση νέου βουλεύματος από το Δικαστικό Συμβούλιο κατά τα άρθρα 309-313 ΚΠΔ, κηρυσσσομένης απαραδέκτου της νέας ποινικής διώξεως λόγω της κηρυσσομένης εκκρεμοδικίας από την προηγούμενη αμετάκλητη παραπομπή, διότι άλλως υπάρχει υπέρβαση εξουσίας και το βούλευμα υπόκειται σε αναίρεση. Ζήτημα γεννάται επί υποβολής δύο μηνύσεων κατά του αυτού προσώπου για την ίδια πράξη ενώπιον διαφόρων δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα με το άλλο, όταν με βάση τη δεύτερη ασκηθείσα ποινική δίωξη εκδόθηκε αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα, ενώ η (ίδια) υπόθεση της πρώτης ποινικής διώξεως βρίσκεται στο τυπικό πέρας της κυρίας ανακρίσεως. Στην περίπτωση αυτήν ευρισκόμεθα προ απειλουμένης καταφατικής συγκρούσεως αρμοδιότητας (που δεν διακηρύχθηκε), λόγω της εκκρεμότητας των αυτών ποινικών υποθέσεων ενώπιον διαφόρων αρμοδίων δικαστικών αρχών, για την οποία προβλέπει το άρθρο 132 ΚΠΔ, που εφαρμόζεται, εφόσον δεν διακρίνει, ανεξάρτητα αν οι περισσότερες δικαστικές αρχές επελήφθησαν της ίδιας υποθέσεως εν γνώσει τους ή τυχαία. Εκ της διατάξεως όμως αυτής δεν προκύπτει ότι επιβάλλεται ως υποχρέωση ο κανονισμός αρμοδιότητας εκ μόνου του λόγου ότι αρμοδίως επελήφθησαν της αυτής υποθέσεως πλείονα δικαστήρια που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο. Διότι απαραίτητο στοιχείο τούτου (κανονισμού) είναι ύπαρξη αμφισβήτησης της αρμοδιότητας, δηλαδή τα πλείονα δικαστήρια (ή δικαστικές αρχές) να θεώρησαν ότι κάποια αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητά τους, την οποία διεκδικούν έκαστο υπέρ εαυτού, ή αρνήθηκαν να επιληφθούν, γιατί θεώρησαν ότι δεν είναι αρμοδιότητα, αποποιηθέντα αυτήν. Κατά συνέπεια, εάν δεν υφίσταται το ανωτέρω στοιχείο, δεν εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη, οπότε, εάν η μία δικαστική αρχή επιθυμεί τη ρύθμιση της εκκρεμοδικίας, μπορεί να προβεί σ αυτήν οικειοθελώς με την εκούσια υπαναχώρησή της, ενόψει και της απαιτούμενης στην ποινική διαδικασία ταχύτητας προς εκδίκαση των εγκλημάτων, της λύσεως ταύτης εμφανιζομένης πρακτικώς σκοπιμότερης και ταχύτερης, συνισταμένης δε στην από το Δικαστικό Συμβούλιο (χωρίς να κηρυχθεί αναρμόδιο) αναγνώριση της ύπαρξης εκκρεμοδικίας και του εκ της αμετακλήτου παραπομπής δεδικασμένου, σε τρόπον ώστε βάσει των προεκτεθέντων και των απορρεόντων εκ της αρχής non bis in idem, να κηρύξει απαράδεκτη των ενώπιόν του εκκρεμούσα δεύτερη ποινική δίωξη κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 παρ. 3 ΚΠΔ, ή την πρώτη ποινική δίωξη, εφόσον η δεύτερη προηγείται διαδικαστικώς, κατά τα προλεχθέντα.», ΔιατΕισΠρωτΛιβαδ 9/2007: «Εξάλλου, η ποινική δίωξη δεν κινείται όταν ελλείπει κάποια προϋπόθεση αυτής, ρητώς από το νόμο οριζόμενη, η οποία καλείται δικονομική προϋπόθεση. Τέτοια προϋπόθεση είναι και η έλλειψη δικονομικού 14

κωλύματος του οποίου η ύπαρξη εμποδίζει την ποινική δίωξη της πράξης. Οι δικονομικές προϋποθέσεις διακρίνονται κυρίως σε θετικές και αρνητικές, η δε διάκριση αυτών σε γενικές και ειδικές δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο δικονομικό ενδιαφέρον, θετικές προϋποθέσεις είναι αυτές που πρέπει να υπάρχουν για να κινηθεί η ποινική δίωξη και αρνητικές (ή δικονομικά κωλύματα) αυτές που όταν υπάρχουν εμποδίζουν την έναρξη της ποινικής δίωξης (Mπουρόπουλος, Ερμ. ΚΠΔ, τόμος Α`, σελ. 55 επ., Κ. Boυγιούκας, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, τεύχος πρώτο. Β` έκδ., σελ. 30-31, Κ. Τσουκαλάς, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, τόμος Α`, σελ. 64 επ., Π. Kαίσαρης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμος Α`, σελ. 45). Θετικές προϋποθέσεις είναι μεταξύ των άλλων η έγκληση (στα κατ` έγκληση μόνο διωκόμενα εγκλήματα), η αίτηση της δημόσιας Αρχής για δίωξη, η καθ` ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα κ.λπ. Αρνητικές δε προϋποθέσεις είναι η εκκρεμοδικία, το δεδικασμένο κ.λπ. Οι δικονομικές προϋποθέσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή περιστατικά τα οποία αποτελούν προϋποθέσεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η έλλειψη των οποίων σημαίνει έλλειψη δικαιώματος της Πολιτείας να επιβάλλει ποινή, ενώ η έλλειψη δικονομικής προϋπόθεσης, η έρευνα της οποίας ασφαλώς προηγείται της έρευνας ύπαρξης ουσιαστικών προϋποθέσεων, σημαίνει μη έναρξη της ποινικής δίωξης. Κατά συνέπεια, όταν ελλείπει θετική προϋπόθεση ή υφίσταται αρνητική δικονομική προϋπόθεση ο Εισαγγελέας, εφόσον δεν έχει ασκήσει ποινική δίωξη, αν μεν πρόκειται για έγκληση θα την απορρίψει ως νόμω αβάσιμη κατ` άρθρο 47 ΚΠΔ, αν δε πρόκειται για μήνυση ή αναφορά θα τη θέσει στο αρχείο κατ` άρθρο 43 ΚΠΔ ως νόμω αβάσιμη (βλ. Μπουρόπουλος, Ερμ. ΚΠΔ, τόμος Α`, σελ. 55 επ., 65, 66, 71, 418, Ζησιάδη, τόμ. Α`, σελ. 76-78, 373, 381, Κ. Τσουκαλάς, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Α`, σελ. 64 επ.. Παν. Καίσαρη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τομ. Α`, σελ. 45, Αθ. Κονταξή, Kommentar ΚΠΔ σελ. 69-70, Χρ. Δέδε, Ποινική Δικονομία, έκδ. Δ`, σελ. 419).», ΣυμβΠλημΡοδ 83/2010: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που συνεπάγεται την κήρυξη της νέας ποινικής δίωξης κατά του αυτού κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου (κατηγορουμένου) και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή (Α.Π. 563/2006 Νόμος). Εάν όμως και οι δύο διώξεις βρίσκονται στο ίδιο στάδιο, επικρατεί η άποψη ότι θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η επόμενη χρονικά ποινική δίωξη, δηλαδή αυτή που κινήθηκε από τον Εισαγγελέα σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης δίωξης, η οποία και θα προτιμηθεί (Συμβ.Πλημ.Αθ. 198/2001 ΠοινΛόγος 1.225).», ΠλημΑθ 488/2010: «Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερθέντα, όταν αποκαλυφθεί ότι υφίστανται δύο (2) (διαδοχικές) ποινικές διώξεις για την αυτήν πράξη, η μία εξ αυτών πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, λόγω εκκρεμοδικίας, σύμφωνα με τα άρ. 57, 310 παρ. 1 και 370 εδ. γ` του ΚΠΔ. Ως τέτοια δε πρέπει να κηρύσσεται, κατ` αρχήν, η επιγενόμενη δίωξη. Τούτο, όμως, υπό τις ακόλουθες δύο (2) προϋποθέσεις: α) η πρώτη ποινική δίωξη δεν πάσχει από κάποιαν ακυρότητα, οφειλομένη στην έλλειψη δικονομικής προϋπόθεσης. Άλλως, θα παρελκύετο η εκδίκαση της υπόθεσης αν εκηρύσσετο απαράδεκτη η δεύτερη ποινική δίωξη λόγω εκκρεμοδικίας της πρώτης, στην συνέχεια δε, κηρυχθεί απαράδεκτη η πρώτη, λόγω έλλειψης κάποιας δικονομικής προϋπόθεσης. Δηλαδή, η ουσία του απαραδέκτου που πηγάζει απ` την εκκρεμοδικία έγκειται στο ότι τυγχάνει ανεπιθύμητο να ερευνάται σε δύο διαδικασίες μία και η αυτή υπόθεση, και β) Η πρώτη ποινική δίωξη να προηγείται πράγματι διαδικαστικώς. Διότι άλλως, εάν εκηρύσσετο απαράδεκτη η δεύτερη ποινική δίωξη η οποία βρίσκεται π.χ. ήδη ενώπιον του ακροατηρίου, ενώ η πρώτη στην προανάκριση ή ανάκριση, τότε δεν θα εξυπηρετείτο η αρχή της άπαξ εκδίκασης και ο σκοπός του θεσμού της εκκρεμοδικίας, αλλά, τουναντίον, θα ευνοείτο η δεύτερη διαδικασία. Ως προηγουμένη δε διαδικαστικώς πρέπει να θεωρείται 15

Σημαντικό ρόλο για την επικράτηση της ως άνω άποψης, διαδραμάτισε το κριτήριο, το οποίο διατυπώθηκε από την Hilde Kaufmann, αναφορικά με το ζήτημα της διάκρισης των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου από τις δικονομικές προϋποθέσεις ποινικού κολασμού. Σύμφωνα με το εν λόγω κριτήριο, η λύση του προβλήματος έγκειται στην απάντηση που δίδεται κάθε φορά στο εξής ερώτημακλειδί: θα εξαρτούνταν η επιβολή ή μη της ποινής από το εάν συντρέχει εκάστοτε η συγκεκριμένη, αμφισβητούμενη ως προς τη φύση της προϋπόθεση, ακόμη και αν υποθέταμε ότι η ποινή επιβάλλεται και χωρίς δίκη; Εάν η απάντηση είναι θετική, τότε η εν λόγω προϋπόθεση έχει ουσιαστικό χαρακτήρα. Εάν αντίθετα η απάντηση είναι αρνητική τότε έχει χαρακτήρα δικονομικό. Το κριτήριο αυτό αποτελεί προώθηση της σκέψεως του Belling, κατά την οποία ένα στοιχείο ανήκει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εφόσον δίνει απάντηση στα ερωτήματα, εάν πρέπει να επιβληθεί ποινή, ποια ποινή και υπό ποιες προϋποθέσεις, με άλλα λόγια όταν είναι τοποθετημένο «στον κύκλο των ιδεών που διέπει το δικαιολογημένο της επιβολής της ποινής». Αντίθετα, στο δικονομικό δίκαιο θα υπάγεται, όταν δίνει απάντηση στα ερωτήματα, εάν πρέπει να διεξαχθεί δίκη, πώς πρέπει αυτή να διεξαχθεί και υπό ποιες προϋποθέσεις 21. Τη λύση, πάντως, υπέρ του δικονομικού χαρακτήρα του δεδικασμένου ευνοεί και το ισχύον δικονομικό δίκαιο, το οποίο στις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 3 ΚΠΔ κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης λόγω δεδικασμένου, 310 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ - κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης από το συμβούλιο λόγω δεδικασμένου, 370 γ ΚΠΔ τέλος της ποινικής δίκης με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης λόγω δεδικασμένου και 517 παρ. 1 ΚΠΔ αναίρεση λόγω δεδικασμένου 22. Ως γνωστόν, όμως, η δικονομική αυτή εκφορά είναι συνέπεια της εκείνη η υπόθεση που έχει εισέλθει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή στο ακροατήριο, έναντι της ενώπιον του Συμβουλίου διαδικασίας, και τούτο έναντι της ανάκρισης ή προανάκρισης (βλ. ΑΠ 1029/1999 ΠοινΧρ Ν/515, Εφθεσ 120/1983, όπου παρ. και ΣυμβΕφθεσ 1690/2002). Τα προαναφερθέντα, πολλώ δε μάλλον, ισχύουν και στην περίπτωση του δεδικασμένου, κατ` άρ. 57 του ΚΠΔ.», Αντίθετη μόνο η ΑΠ 99/1942 σε Εφημερίς Ελληνικής και Αλλοδαπής Νομολογίας, 1942, σελ. 303, η οποία δέχεται εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω δεδικασμένου. 21 Ανδρουλάκης Ν., «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης» 3η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2007, σελ. 12, Μαργαρίτης Λ.- Παρασκευόπουλος Ν. «Ποινολογία. Άρθρα 50 133» ζ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 185 22 ΑΠ 1309/2011: «Συνεπώς αφού για τον ίδιο θάνατο και για την ίδια σωματική βλάβη, καταδικάσθηκε αμετάκλητα από αμέλεια και για τον ίδιο θάνατο και σωματική βλάβη καταδικάσθηκε για επελθόντα θάνατο (περιέχεται και η σωματική βλάβη) από αμέλεια επελθούσα από διατάραξη της ασφάλειας συγκοινωνιών, ιδρύεται ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ` ΚΠΔ, για παραβίαση του δεδικασμένου λόγου αναιρέσεως συγχρόνως δε ιδρύεται και ο από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε` ΚΠΔ λόγος, για 16

έλλειψης κάποιας (θετικής) δικονομικής προϋπόθεσης ή της συνδρομής κάποιας αρνητικής, όπως εν προκειμένω το δεδικασμένο. Αντίθετα, η δικονομική εκφορά των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου είναι κατά κανόνα η οριστική παύση της ποινικής δίωξης και κατ εξαίρεση (μόνο αναφορικά με την έμπρακτη μετάνοια) απόφανση να μη γίνει κατηγορία ή αθώωση 23. Η ως άνω θεώρηση έχει αρκετές πρακτικές συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από τις γενικότερες διαφορές ανάμεσα στο ουσιαστικό και στο δικονομικό ποινικό δίκαιο. Ειδικότερα, σύμφωνα με μια άποψη που επικρατεί στους κόλπους της θεωρίας, η αρχή in dubio pro reo δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περιοχή του δεδικασμένου 24, ωστόσο εκφράζεται και η αντίθετη παραδοχή 25. Επιπροσθέτως, υποστηρίζεται ότι στον χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου δεν ισχύει η αρχή της απαγορεύσεως της in malam partem αναλογίας, καθώς και της αναδρομικής εφαρμογής, οι οποίες εκπορεύονται από το θεμελιώδες αξίωμα nullum crimen nulla poena sine lege, το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικώς στο άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος. Εντούτοις, στο χώρο της θεωρίας υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, δυνάμει της οποίας η αναλογία και αναδρομικότητα των ποινικοδικονομικών κανόνων, απαγορεύονται μόνο εφόσον καθιστούν χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου 26. Υποστηρίζεται, ειδικότερα, σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή εσφαλμένη εφαρμογή της ως άνω διάταξης 291 παρ.1, 2 ΠΚ. Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, για τον προεκτεθέντα, γενόμενο δεκτό ως και κατ` ουσία βάσιμο λόγο αναιρέσεως και πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη, κατ` άρθρο 517 παρ. 1 ΚΠΔ, υφισταμένης δε της διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών (290 παρ. 1Α ΠΚ), η υπόθεση να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, για επιμέτρηση της ποινής, αφού η επιβληθείσα ποινή συνυπολόγισε και τον επελθόντα εκ του αποτελέσματος θάνατο (περιλαμβανομένης και της σωματικής βλάβης).» 23 Μαργαρίτης Λ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Πρώτος. (Άρθρα 1 304)», 2 η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 304, Μαργαρίτης Λ.- Παρασκευόπουλος Ν. «Ποινολογία. Άρθρα 50 133» ζ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σελ. 185, Μπάκας Χ., «Το δεδικασμένο της ποινικής απόφασης στην ποινική δίκη» σε «Το δεδικασμένο», Έκδοση ΙΔΜΕ, Αθήνα, 1989, σελ. 48, Μπουρόπουλος Α., «Το Ποινικόν Δεδικασμένον», ΠοινΧρ 1956, σελ. 285 24 Μαργαρίτης Λ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Πρώτος. (Άρθρα 1 304)», 2 η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 277, Παπαδόπουλος Φ. «Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου (Δ.Σ.Θ.) 1985, σελ. 61 25 Ανδρουλάκης Ν., «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης» 3 η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2007, σελ. 234, Χαραλαμπάκη Α., «Αμφιβολίες ως προς τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης Θεωρητική ενασχόληση με την αρχή in dubio pro reo», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ.. 118 26 Ανδρουλάκης Ν., «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης» 3 η Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2007, σελ. 18, Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 54, Μαργαρίτης Λ., «Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα. Ι 17

ποινικού δικονομικού νόμου, ότι πρόκειται για μια μη γνήσια αναδρομή, διότι υποδηλώνει την εφαρμογή του δικονομικού νόμου σε διαδικαστικές ενέργειες που τελούνται μεν μετά την έναρξη ισχύος του, αφορούν, όμως, ποινική δίκη που άρχισε ή αξιόποινη πράξη που τελέστηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του, υπό την προϋπόθεση, όπως μόλις προαναφέρθηκε, τη μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου 27. Λόγω του ότι το δεδικασμένο συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση εμποδίζεται, όπως προαναφέρθηκε, η εκ νέου άσκηση ποινικής δίωξης, καταλύεται δηλαδή το δικαίωμα της πολιτείας για νέα ποινική δίωξη, έστω και αν στην ίδια πράξη δοθεί διαφορετικός χαρακτηρισμός 28 ή ακόμα και αν επιδιώκεται η επιβολή παρεπόμενης ποινής, η κατάγνωση της οποίας με την καταδικαστική απόφαση παραλείφθηκε 29. Τυχόν σφάλμα της απόφασης που παράγει δεδικασμένο αντιμετωπίζεται μόνο δυνάμει του άρ. 145 ΚΠΔ 30, ενώ η εκδιδόμενη βάσει αυτού (συμπληρωματική) απόφαση δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση. 3. Εννοιολογικές διακρίσεις του δεδικασμένου Στη θεωρία επισημαίνεται η διάκριση μεταξύ του τυπικού και του ουσιαστικού δεδικασμένου 31. Ο διαχωρισμός αυτός απηχεί μια διαφορετική Εισαγωγή Παραδεκτό - Αποτελέσματα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 31, Σταμάτης Κ., «Η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική δίκη και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1984, σελ. 224 27 ΟλΑΠ 1282/1992: «Κατά το άρθρο 596 παρ. 1 ΚΠοινΔ "Οι δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέσθηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους" και κατά το άρθρο 601 παρ. 1 εδ. β` του ίδιου Κώδικα "Τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν αυτός ο Κώδικας αρχίσει να ισχύει εκδικάζονται που καταργείται". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 Αστικού Κώδικα κατά το οποίο ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ, προκύπτει ότι το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων και συνεπώς και τα σφάλματα της αποφάσεως ή του βουλεύματος για τα οποία επιτρέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της εκδόσεως του βουλεύματος.» 28 Μαργαρίτης Λ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Δεύτερος. (Άρθρα 305 603)», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 3213 29 Σεβαστίδης Χ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Ι, Άρθρα 1-95», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2011, σελ. 699, Μπουρόπουλος Α., «Το Ποινικόν Δεδικασμένον», ΠοινΧρ 1956, σελ. 285 30 Ζησιάδης Ι., Ποινική Δικονομία, Γ έκδοση, Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, 1976, σελ. 437 31 ΑΠ 1125/2014: «Στο σύστημα του ποινικού μας δικαίου υπάρχει κατ` αρχάς η διάκριση μεταξύ τυπικού και ουσιαστικού δεδικασμένου, με το πρώτο να αφορά την τελειωτική περάτωση της εκκρεμούς ποινικής δίκης με το απρόσβλητο της σχετικής απόφασης από ένδικα μέσα και το δεύτερο να αφορά την επίδραση της απόφασης σε μια μεταγενέστερη δίκη 18

προσπάθεια θεμελίωσης της δεσμευτικότητας της απόφασης ως δέοντος 32. Τυπικό δεδικασμένο υφίσταται όταν η απόφαση του δικαστηρίου, ή το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο, από τα προβλεπόμενα στον ΚΠΔ, ήτοι έχει καταστεί αμετάκλητη, ή αμετάκλητο στην περίπτωση του βουλεύματος, δυνάμει του άρθρου 546 παρ. 2 ΚΠΔ 33. Επιπρόσθετα, το τυπικό δεδικασμένο 34 διακρίνεται σε απόλυτο (ή ολικό) και σε σχετικό (υποκειμενικό και αντικειμενικό). Ειδικότερα, όταν κατά της απόφασης δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον κανένα ένδικο μέσο από οποιονδήποτε δικαιούμενο, καθώς και όταν δεν καθίσταται δυνατό να προσβληθεί η απόφαση σε οποιοδήποτε με τα ίδια περιστατικά.» 32 Koussoulis S., «Beitraege zur modernen Rechtskrafrlehre» 1986, σελ. 11 33 ΑΠ 1524/2004: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., από την οποία προκύπτει τυπικό δεδικασμένο, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ` αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Κατά δε την παρ. 3 της ίδιας ως άνω διάταξης, αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου.», ΟλΑΠ 1/2010 (Σε συμβούλιο): «Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1221/2001 βούλευμά του έκρινε τυπικά δεκτή την υπ' αριθμ. 210/2-3-2001 έφεση της εγκαλούσας και πολιτικώς ενάγουσας Ψ κατά του υπ' αριθμ. 807/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθούν για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Οι κατά του βουλεύματος αυτού ασκηθείσες από τους κατηγορουμένους αναιρέσεις είχαν, όπως λέχθηκε, ως λόγους την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ουσιαστική εκτίμηση της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Οι λόγοι αναιρέσεως δεν αφορούσαν στην κρίση του Συμβουλίου Εφετών ως προς το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας κατά του υπ' αριθμ. 807/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και έτσι η χωρήσασα αναίρεση του υπ αριθμ. 1221/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την υπ αριθμ. 1145/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν έθιξε τη δικονομική αυτοτέλεια της διατάξεως του προαναφερθέντος βουλεύματος, που αφορά στην τυπική παραδοχή της εφέσεως, ως προς την οποία παρήχθη τυπικό δεδικασμένο. Κατόπιν αυτού, το Συμβούλιο Εφετών που επιλήφθηκε της υποθέσεως ως συμβούλιο της παραπομπής, μετά την αναίρεση του βουλεύματός του, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν μπορούσε να επανεξετάσει το τυπικά παραδεκτό της εφέσεως της πολιτικώς ενάγουσας, δεσμευόμενο από την για το ζήτημα αυτό χωρήσασα ήδη οριστική και τελειωτική κρίση του προηγηθέντος βουλεύματος, την οποία δεν μπορούσε δικονομικώς να μεταβάλει, αφού τέτοια μεταβολή, όπως λέχθηκε, θα συνιστούσε υπέρβαση εξουσίας, ως εκ περισσού δε έκρινε το ζήτημα αυτό με το 2691/2003 βούλευμά του και αποφάνθηκε υπέρ της παραδεκτής ασκήσεως της εφέσεως από την πολιτικώς ενάγουσα και την κήρυξε εκ νέου τυπικά δεκτή.», ΑΠ 1018/2011: «Εξάλλου για την ύπαρξη δεδικασμένου το άρθρο 57 του ΚΠΔ αξιώνει: α) αμετάκλητη απόφαση καταδικαστική ή αθωωτική ή που παύει τη δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη (τυπικά δεδικασμένο), β)ταυτότητα προσώπων και γ) ταυτότητα πράξης, αδιάφορα από το χαρακτηρισμό της. Αν όμως η δίωξη κηρύχθηκε απαράδεκτη, παρόλο που δεν υπήρχε δεδικασμένο, τότε ιδρύεται ο λόγος της υπέρβασης της εξουσίας (άρθρο 510 παρ.1 περ. Η του ΚΠΔ).» 34 Μαργαρίτης Λ., «Ποινική Δικονομία. Ένδικα Μέσα. IV. Αναίρεση κατά αποφάσεων», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σελ. 717 επ. 19

μέρος της, τότε το δεδικασμένο που απορρέει από αυτή καλείται απόλυτο ή ολικό 35. Όσον αφορά το σχετικό υποκειμενικό δεδικασμένο, τούτο προκύπτει όταν η απόφαση δεν δύναται να προσβληθεί από ορισμένο μόνο από τα νομιμοποιούμενα προς άσκηση αυτού πρόσωπα, ενώ δύναται να προσβληθεί από άλλο δικαιούχο. Η εν λόγω κατάσταση παρατηρείται, συνήθως, όταν έχει παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου για ορισμένο από τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα, ενώ δεν θα έχει παρέλθει για τα υπόλοιπα, όταν λ.χ. παρήλθε η δεκαήμερη προθεσμία για το συγκεκριμένο κατηγορούμενο, όχι όμως και εκείνη του ενός μηνός για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου άρ. 473 παρ. 3, 479 παρ. 2, 483 παρ. 3, 505 παρ. 2 ΚΠΔ - γίνεται λόγος για σχετικό (ή σχετικό υποκειμενικό δεδικασμένο). Χρειάζεται να σημειωθεί 36 ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως ισχύει και για κάθε βούλευμα, προκειμένου να επιδοθεί στον κατηγορούμενο κλήση για εμφάνιση στο ακροατήριο δεν απαιτείται να είναι απολύτως αμετάκλητο, δηλαδή έναντι όλων των συγκατηγορουμένων της υπόθεσης που αφορά τούτο, όπως και έναντι του Εισαγγελέα, αλλά σχετικώς αμετάκλητο, δηλαδή μόνο για τον κατηγορούμενο, ως προς τον οποίο πρόκειται να επιδοθεί η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο. Και τούτο ισχύει διότι το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υποθέσεως. Η συγκεκριμένη διάκριση 35 Καρράς Α., «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 316, Μαργαρίτης Λ. «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ερμηνεία κατ άρθρο. Τόμος Πρώτος. (Άρθρα 1 304)», 2 η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 277, Παπαδόπουλος Φ. «Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου (Δ.Σ.Θ.) 1985, σελ. 63 36 Ζύγουρας Α., «Η εισαγωγή εις το ακροατήριον του κατηγορουμένου που παραπέμπεται με βούλευμα.», ΠοινΔικ 2007, σελ.457 ΣυμβΑΠ 570/2008: «Το αμετάκλητο του βουλεύματος στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 παρ. 5 ΚΠΔ τέθηκε με την έννοια του σχετικώς αμετακλήτου, δηλαδή σε σχέση με κάθε κατηγορούμενο για τον οποίο το παραπεμπτικό βούλευμα κατέστη αμετάκλητο. Εφόσον, λοιπόν, για έναν εκ των κατηγορουμένων που συμπαραπέμπονται, το βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο, νομίμως επιδίδεται κατά τις ανωτέρω διατάξεις η κλήση προς εμφάνιση αυτού στο ακροατήριο. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος που παραπέμπεται δεν δύναται να προβάλει αντιρρήσεις ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο για τον Εισαγγελέα, λόγω μη παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων από αυτόν.», ΕφΑθ 888/2009: «Εφόσον λοιπόν για έναν των συγκατηγορουμένων που συμπαραπέμπονται το βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο, κατά την παρ. 2 του άρ. 546 ΚΠΔ, νομίμως επιδίδεται κατά τις διατάξεις των άρ. 314 και 319 παρ. 5 η κλήση προς εμφάνιση αυτού στο ακροατήριο. Όπως, άλλωστε, δεν δύναται να προβάλλει αντιρρήσεις ο κατηγορούμενος που παραπέμπεται, ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο για τον Εισαγγελέα, λόγω μη παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων από αυτόν. Το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υποθέσεως, και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο Εισαγγελέας να καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, είτε ως προς άλλους συγκατηγορουμένους, είτε, βεβαίως, και ως προς την εκπροσωπούμενη από τον ίδιο εισαγγελική αρχή, όταν μάλιστα, σε σχέση με τον κατηγορούμενο αυτόν, επίκειται παραγραφή του αξιοποίνου της πράξεως για την οποίαν παραπέμπεται στο ακροατήριο.» 20