1 Σεμινάριο Τμήματος Φιλοσοφίας 16/5/2007 Καθένας να αποκτήσει κάποτε ένα μέρος και όλοι το όλο * Ο Καντ για την ιδιοκτησία, την ισότητα και την αυτοτέλεια Ιόλη Πατέλλη * Κάντ, «Πάνω στο κοινό απόφθεγμα» (8: 296) Ο Καντ πραγματεύεται την (εμπράγματη) κατοχή (Besitz) σε συνθήκες φυσικής ή προαστικής κατάστασης στο «Ιδιωτικό Δίκαιο» (Privatrecht) της Θεωρίας του Δικαίου (Rechtslehre) της Μεταφυσικής των Ηθών (Metaphysik der Sitten), όπου και επιχειρεί να τη δικαιολογήσει, να δείξει δηλαδή ότι είναι σύμφωνη με την καθολική αρχή δικαίου (και το εγγενές δικαίωμα στην ελευθερία που απορρέει από αυτήν). Το επιχείρημά του Καντ φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι το εξής: Η άσκηση της ελευθερίας εμπλέκει τη χρήση αντικειμένων. Η χρήση αντικειμένων προϋποθέτει την (νοητή) κατοχή τους. Αν η χρήση/κατοχή αντικειμένων δεν ήταν δυνατή, δηλαδή, σύμφωνη με αρχές δικαίου (δηλαδή αν η κατοχή αντικειμένου από κάποιον δεν μπορούσε να συνυπάρχει με την ελευθερία του καθενός σύμφωνα με καθολικό νόμο), τότε η αρχή δικαίου θα αντέφασκε με τον εαυτό της: από τη μία θα αξίωνε τη μέγιστη δυνατή ελευθερία, από την άλλη θα την περιόριζε σε πράξεις που δεν εμπλέκουν αντικείμενα. Η δυνατότητα κατοχής αντικειμένων, επομένως, συνιστά αίτημα του πρακτικού λόγου. Προκειμένου το αίτημα αυτό να συνιστά αρχή του πρακτικού λόγου πρέπει να καταδειχθεί επιπλέον ότι η κατοχή (ενός αντικειμένου από κάποιον) μπορεί να συνυπάρχει με την ελευθερία του καθενός σύμφωνα με καθολικό νόμο, δηλαδή ότι πληρούται και η συνθήκη ισότητας της αρχής δικαίου και του εγγενούς δικαιώματος. Η συνθήκη ισότητας πληρούται εφόσον όλοι δεσμεύονται ότι θα αναγνωρίζουν τις κτήσεις των άλλων. Δηλαδή, όλοι θα είναι ίσοι από την άποψη ότι, εφόσον έχουν κτήσεις, θα εξασφαλίζονται εξίσου τα (ιδιο)κτησιακά τους δικαιώματα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε ένα ρεπουμπλικανικό κράτος. Πρώτον, διότι μόνο στο ρεπουμπλικανικό κράτος έχει συσταθεί γενική ή ενωμένη βούληση (η μόνη βούληση που θέτει δικαιικά νόμιμες δεσμεύσεις, άρα και δεσμεύσεις αναγνώρισης των κτήσεων άλλων), έργο της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, να εγκρίνει και να νομιμοποιεί τις κτήσεις (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αποκτήθηκαν στη φυσική κατάσταση). Δεύτερον, διότι το (ρεπουμπλικανικό) κράτος εγγυάται, διότι έχει τη δύναμη να επιβάλλει με καταναγκασμό, την τήρηση των παραπάνω δεσμεύσεων. Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, οι αξιώσεις κατοχής που εγείρονται σε προαστική κατάσταση εγκρίνονται και επομένως νομιμοποιούνται από τη γενική βούληση στο ρεπουμπλικανικό κράτος. Επιπλέον, η κτήση αντικειμένων που δεν ανήκουν σε κανέναν είναι νόμιμη και μάλιστα συνιστά τον τρόπο «πρωταρχικής» κτήσης (η «πρώτη κατοχή», δηλαδή, είναι ο νόμιμος τρόπος να αποκτά κανείς αντικείμενα πρωτογενώς). Επομένως, η διανεμητική αρχή που ασπάζεται ο Καντ φαίνεται να είναι η «πρώτη κατοχή» - και στη συνέχεια η κατοχή μέσω συμβολαίου -, καθώς με την πρώτη (και τη συμβολαιική) κατοχή δεν θίγεται η συνθήκη ισότητας της αρχής δικαίου, όπως την ερμηνεύσαμε παραπάνω. Το δε ρεπουμπλικανικό κράτος ιδρύεται για να νομιμοποιήσει και να εξασφαλίσει τις κτήσεις που αποκτήθηκαν σε προαστική κατάσταση. Οι περισσότερες σύγχρονες ερμηνείες της καντιανής διδασκαλίας για την κατοχή δέχονται λίγο πολύ το παραπάνω συμπέρασμα, ότι η γενική βούληση νομιμοποιεί τις
2 κτήσεις που αποκτήθηκαν εκτός ρεπουμπλικανικού κράτους. Αυτό, όμως, δεν συμβιβάζεται με θέσεις που διατυπώνει ο Καντ στο «Δημόσιο Δίκαιο» (Öffentliches Recht) της Θεωρίας του Δικαίου. Στο ΔΔ ( Das Öffentliche Recht, Allgemeine Anmerkung, B-C / AA 6: 323-328) η γενική βούληση (1) φέρεται να απαλλοτριώνει τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες και (2) να αναδιανέμει ιδιοκτησίες υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων. Συνεπώς, η γενική βούληση δεν νομιμοποιεί τις κτήσεις που αποκτήθηκαν εκτός ρεπουμπλικανικού κράτους, αλλά τις αξιολογεί. Οι κτήσεις, δηλαδή, που αποκτήθηκαν εκτός κράτους δικαίου δεν είναι σύμφωνες με τις αρχές δικαίου δεν εκπληρώνουν όλες τις συνθήκες τους. Στην εισήγησή μου, προτείνω μια ανάγνωση της καντιανής επιχειρηματολογίας στο «Ιδιωτικό Δίκαιο» που να συμβιβάζει αυτές τις αναντιστοιχίες. Αυτή βασίζεται κυρίως: (α) στην ερμηνεία μου του αποσπάσματος που αφορά την ιδέα της πρωταρχικής κοινότητας του εδάφους - απόσπασμα που δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη βιβλιογραφία και η οποία στοχεύει να αναδείξει ότι η καντιανή διανεμητική αρχή είναι η συνεισφορά του κάθε ατόμου στον καταμερισμό της εργασίας [Αντίστοιχη ιδέα, στην οποία εδράζεται το δικαίωμα στην απαλλοτρίωση και της αναδιανομής, απαντάται στο «Δημόσιο Δίκαιο» στην ιδέα της πρωταρχικά αποκτηθείσας γαιοκτησίας] και (β) στην ερμηνεία του δικαιικού αιτήματος ως lex permissiva που προτείνει ο Reinhardt Brandt, σύμφωνα με την οποία το δικαιικό αίτημα επιτρέπει τη διάπραξη αδικιών πριν την πραγματοποίηση ρεπουμπλικανικών θεσμών, αδικίες που απαιτούν επανορθωτικές κινήσεις στο ρεπουμπλικανικό κράτος προκειμένου να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Καθώς ο Καντ δεν νομιμοποιείται να χρησιμοποιήσει ως διανεμητική μια μη μορφική αρχή (όπως είναι η αρχή που αναφέρεται στη συνεισφορά), στη συνέχεια υποστηρίζω ότι η ιδιοκτησία που αποκτάται στο ιδεατό ρεπουμπλικανικό κράτος, δηλαδή αφού έχουν αρθεί τα σχετικά εμπόδια και υπό το καθεστώς των συνταγματικών αρχών της ελευθερίας, αυτοτέλειας και ισότητας, τείνει να είναι εκείνη που αντιστοιχεί στη συνεισφορά του κάθε ατόμου.
3 Σχεδιάγραμμα Η καθολική αρχή δικαίου, το εγγενές δικαίωμα, το ρεπουμπλικανικό κράτος Α. Η κατοχή στη φυσική κατάσταση 1. Το δικαιικό αίτημα του πρακτικού λόγου 2. Διάκριση μεταξύ φυσικής και νοητής κατοχής 3. Η αντινομία του δικαίου 4. Η ιδέα της πρωταρχικής κοινότητας του εδάφους 5. Το δικαιικό αίτημα ως lex permissiva 6. Η γενική βούληση Β. Η ιδιοκτησία στο ρεπουμπλικανικό κράτος 1. Η πρωταρχικά αποκτηθείσα γαιοκτησία 2. Η απαλλοτρίωση φεουδαρχικών ιδιοκτησιών και η ισότητα 3. Η απαλλοτρίωση φεουδαρχικών ιδιοκτησιών και η αυτοτέλεια
4 ΘΔ = Θεωρία Δικαίου (Rechtslehre) AA 6: 243 επ. ΘΠ = «Πάνω στο κοινό απόφθεγμα: Αυτό μπορεί να είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν ισχύει» (Über den Gemeinspruch: Das mag in der Theorie richtig sein, taugt aber nicht für die Praxis) ΑΑ 8: 273 επ. (1) Δίκαιο «Το δίκαιο είναι, επομένως, το άθροισμα των όρων υπό τους οποίους η επιλογή [Willkür] του ενός μπορεί να συνενωθεί με την επιλογή του άλλου σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο της ελευθερίας.» (ΘΔ, Εισ. Β ΑΑ 6: 230) (2) Καθολική Αρχή Δικαίου «Μια πράξη είναι δίκαιη αν αυτή, ή αν σύμφωνα με τον γνώμονά της η ελευθερία επιλογής του καθενός, μπορεί να συνυπάρχει με την ελευθερία όλων σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο.» (ΘΔ, Εισ. C AA 6: 230) (3) Εγγενές Δικαίωμα στην Ελευθερία «Η ελευθερία (η ανεξαρτησία από την καταναγκάζουσα επιλογή άλλου), στον βαθμό που μπορεί να συνυπάρχει με την ελευθερία κάθε άλλου σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο, είναι το μόνο πρωταρχικό δικαίωμα που ανήκει σε κάθε άνθρωπο συνεπεία της ανθρωπότητάς του. Η εγγενής ισότητα, δηλαδή, η ανεξαρτησία από το να δεσμεύεται κανείς από άλλους για περισσότερα από αυτά για τα οποία από την πλευρά του και εκείνος μπορεί να τους δεσμεύσει. επομένως, η ιδιότητα [Qualität] του ανθρώπου να είναι κύριος του εαυτού του (sui iuris), καθώς και το να είναι άνθρωπος άμεμπτος [unbescholten] (iusti), καθότι προτού επιτελέσει οποιοδήποτε δικαιικό ενέργημα [rechtlichen Akt] δεν έχει αδικήσει κανέναν ( ) όλες αυτές οι ευχέρειες [Befugnisse] βρίσκονται ήδη στην αρχή της εγγενούς ελευθερίας και δεν διακρίνονται ( ) πραγματικά από αυτήν.» (ΘΔ, Διαίρεση της ΘΔ, Β AA 6: 237-38) (4) Δικαιικό Αίτημα του Πρακτικού Λόγου «Είναι δυνατόν να έχω ως δικό μου οποιοδήποτε εξωτερικό αντικείμενο της επιλογής μου. δηλαδή, ένας γνώμονας, σύμφωνα με τον οποίο, αν ήταν νόμος, ένα αντικείμενο επιλογής καθεαυτό (αντικειμενικά) θα έπρεπε να μην ανήκει σε κανέναν (res nullius) αντίκειται στο δίκαιο.» (ΘΔ 2 ΑΑ 6: 246) (5) Σχετικά με το Δικαιικό Αίτημα του Πρακτικού Λόγου «Αν πάραυτα το να κάνω χρήση αυτού [του αντικειμένου] δεν ήταν απολύτως δικαιικά στην εξουσία μου, δηλαδή, αν [η χρήση του] δεν μπορούσε να συνυπάρχει με την ελευθερία του καθενός σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο (αν ήταν άδικη): τότε η ελευθερία θα αποστερούσε από τον εαυτό της την χρήση της επιλογής της σε σχέση με ένα αντικείμενό της, εφόσον έτσι θα έθετε αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκτός κάθε δυνατότητας χρήσης, δηλαδή θα τα ακύρωνε από πρακτική άποψη και θα τα καθιστούσε res nullius, παρόλο που η επιλογή στη χρήση αντικειμένων θα ήταν τυπικά [formaliter] σύμφωνη με την εξωτερική ελευθερία του καθενός σύμφωνα με καθολικούς νόμους». (ΘΔ 2 ΑΑ 6: 246) (6) Σχετικά με το Δικαιικό Αίτημα του Πρακτικού Λόγου «Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το αίτημα έναν επιτρεπτικό νόμο [Erlaubnisgesetz] (lex permissiva) του πρακτικού λόγου, που μας δίνει την ευχέρεια [Befugnis], την οποία δεν θα μπορούσαμε να εξαγάγουμε μόνο από έννοιες του δικαίου, συγκεκριμένα, να θέσουμε σε όλους τους άλλους μια υποχρέωση, την οποία δεν θα
5 είχαν αλλιώς, να απέχουν από τη χρήση ορισμένων αντικειμένων της επιλογής μας, διότι εμείς πρώτοι τα πήραμε στην κατοχή μας. Ο λόγος θέλει να ισχύει αυτό ως αρχή, και μάλιστα ως πρακτικός λόγος που μέσω αυτού του αιτήματός του εκτείνει τον εαυτό του a priori» (ΘΔ 2 - ΑΑ 6: 247). (8) Πρωταρχική Κοινοτητα του Εδάφους «Όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται πρωταρχικά (δηλαδή, προ κάθε δικαιικού ενεργήματος επιλογής) σε μια σύμφωνη με το δίκαιο κτήση του εδάφους, δηλαδή έχουν δικαίωμα να βρίσκονται εκεί που τους έθεσε η φύση ή η τύχη (χωρίς τη βούλησή τους). Αυτή η κτήση (possessio) την οποία πρέπει να διακρίνουμε από μια διαμονή (sedes) ως μια επιλεγμένη και επομένως επίκτητη κτήση διάρκειας είναι μια κοινή κτήση, λόγω της ενότητας όλων των τόπων επί της επιφανείας της Γης ως σφαιρικής. διότι, αν αυτή ήταν ένα απεριόριστο επίπεδο, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να διασκορπιστούν πάνω της έτσι ώστε να μην έρχονται σε καμία κοινότητα [Gemeinschaft] μεταξύ τους, και επομένως αυτή [η κοινή κτήση, Ι.Π.] δεν θα ήταν αναγκαία συνέπεια της ύπαρξής τους στη Γη. Η κτήση όλων των ανθρώπων επί της Γης, η οποία προηγείται κάθε δικαιικού ενεργήματός τους (έχει συσταθεί από την ίδια τη φύση), είναι μια πρωταρχική κοινή κατοχή (communio possessionis originaria), της οποίας η έννοια δεν είναι εμπειρική και δεν εξαρτάται από χρονικούς όρους, όπως αυτή μιας υποτιθέμενης πρωτόγονης κοινής κτήσης (communio primaeva), αλλά είναι μια πρακτική έννοια του λόγου, η οποία εμπεριέχει a priori την αρχή σύμφωνα με την οποία και μόνον οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν έναν τόπο επί της Γης σύμφωνα με αρχές δικαίου.» (ΘΔ 13 ΑΑ 6: 262) (9) Πρωταρχικά αποκτηθείσα γαιοκτησία «μια ιδέα της αστικής ένωσης, προκειμένου να καταστεί παραστατική, σύμφωνα με δικαιικές έννοιες, η αναγκαία ένωση της ατομικής ιδιοκτησίας του καθενός στον λαό υπό έναν δημόσιο καθολικό ιδιοκτήτη, για τον προσδιορισμό των επιμέρους ιδιοκτησιών, όχι σύμφωνα με αρχές της συνάθροισης [Aggregation] (η οποία χωρεί εμπειρικά από τα μέρη στο όλο), αλλά σύμφωνα με τη μορφική αρχή της διαίρεσης (διαίρεση του εδάφους)» (ΘΔ Allgemeine Anmerkung, B AA 6: 324). (10) Σχετικά με τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες και την αυτοτέλεια «όσον αφορά [τους μεγάλους γαιοκτήμονες] (χωρίς καν να εγείρουμε το ερώτημα: πώς θα μπορούσε δικαίως να έχει συμβεί κάποιος να έλαβε ως δική του περισσότερη γη από όση μπορούσε ο ίδιος να χρησιμοποιήσει με τα χέρια του διότι η απόκτηση μέσω στρατιωτικής αρπαγής δεν είναι πρώτη απόκτηση. και πώς συνέβη να έχουν έτσι φέρει πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν όλοι μαζί αποκτήσει ένα διαρκές status ιδιοκτησίας, στο σημείο να υπηρετούν απλώς αυτούς για να μπορούν να ζήσουν), θα αντέφασκε ήδη με την παραπάνω αρχή της ισότητας, αν ένας νόμος τους απένειμε προνόμια μιας τάξης, έτσι ώστε οι απόγονοί τους είτε θα έπρεπε να παραμείνουν για πάντα μεγάλοι (φεουδαρχικοί) γαιοκτήμονες χωρίς να πωλούν ή να διαιρούν [τις εκτάσεις τους] κληρονομικά και με αυτόν τον τρόπο να μπορούν [αυτές] να περιέλθουν στη χρήση περισσοτέρων, είτε, ακόμα κι αν υπήρχε μια τέτοια διαίρεση, κανένας δεν θα μπορούσε να αποκτήσει κάτι από αυτές εκτός από εκείνους που θα ανήκαν σε μια τάξη ανθρώπων που θεσπίστηκε αυθαίρετα γι αυτόν τον σκοπό. Ο μεγαλο-ιδιοκτήτης, δηλαδή, εξαλείφει τόσους μικρότερους ιδιοκτήτες με την ψήφο τους όσους θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση του. Εφόσον πρέπει να αφεθεί να εξαρτάται μόνο από τις ικανότητες, την εργατικότητα και την τύχη κάθε μέλους ενός κράτους, καθένας να αποκτήσει κάποτε ένα μέρος αυτού και
όλοι το όλο, αυτή η διάκριση όμως δεν μπορεί να λογαριάζεται κατά την καθολική θέσπιση νόμων: ο αριθμός των ικανών να έχουν την ψήφο πρέπει να εκτιμηθεί σύμφωνα με τα κεφάλια εκείνων που έχουν το status της ιδιοκτησίας και όχι σύμφωνα με το μέγεθος των ιδιοκτησιών.» (ΘΠ Αρχή Αυτοτέλειας ΑΑ 8:296). 6