ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. ΙΙ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 19/Σ παρ. 3 (ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ)

Σχετικά έγγραφα
Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

«ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗ ΙΚΗ»

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. β. Νοµοθεσία και Νοµολογία Το ζήτηµα µετά την αναθεώρηση του α.θεωρία..18

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Σελίδα 1 από 5. Τ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κεφάλαιο 1: ΕΙΣΑΓΩΓΉ..σελ. 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων».

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

µαγνητοταινιών ή των µαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν µε τους τρόπους που προβλέπονται στις 1, 2 του άρθρου αυτού. 4. Αντικαταστάθηκε µε το α. 6 8 νόµ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Νόμος 2101/1992. Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΦΕΚ Α 192)

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Το άρθρο 370Α και η κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ.

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

[Έκταση εργασίας: λέξεις]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4979-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 142 /2014

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. Α.

ΤΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ - ILLEGITIMATE EVIDENCE -

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

Ποινική ευθύνη Δικηγόρων για µη γνωστοποίηση παραβάσεων του «πόθεν έσχες» από υπόχρεα πρόσωπα. Πολυχρόνη Τσιρίδη, Δ.Ν. Δικηγόρου Πειραιώς

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/482/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 10/2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ «Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 Σ»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Transcript:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΙΙ. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 19/Σ παρ. 3 (ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ) ΙΙΙ. ΤΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΚΗ Α. Απαγόρευση συλλογικό αποδεικτικών µέσων 1. Η προσβολή της ανθρώπινης αξίας ( αρθ. 2 παρ. 1, 7 παρ. 2Σ) 2. Το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (αρθ. 9 παρ. 1 εδ. β Σ) 3. Η προστασία των προσωπικών δεδοµένων (αριθ. 9ΑΣ) 4. Το άσυλο της κατοικίας (αρθ. 9 παρ. 1 εδ. α Σ) 5. Το δηµοσιογραφικό απόρρητο (αρθ. 14 παρ. 2Σ) 6. Το απόρρητο των επικοινωνιών και γενικά ανταποκρίσεων (αρθ. 19 Σ) Β. Απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών µέσων 1. Η θεωρητική προσέγγιση του προβλήµατος 2. Οι τάσεις της νοµολογίας 3. υναµικές συνέπειες των αποδεικτικών απαγορεύσεων VI. ΤΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΚΗ Α. ιαφοροποίηση απ την ποινική δίκη Β. Απόψεις θεωρίας 1. Η δικονοµική θεωρία 2. Η θεµελίωση του απαραδέκτου στο Σύνταγµα Γ. η νοµολογική εξέλιξη V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ι. Εισαγωγή έννοια Η προβληµατική των παρανόµων αποδεικτικών µέσων άρχισε ν απασχολεί ιδιαίτερα θεωρία και δικαστηριακή πρακτική όταν η καταπάτηση της ανθρώπινης αξίας έγινε τόσο έντονη, ώστε να κρίνεται απαραίτητη η τοποθέτηση των πρώτων δικονοµικών φραγµών στο φαινόµενο της αλόγιστης επίκλησης παρανόµων αποδεικτικών µέσων. Η ανάγκη προστασίας της απόρρητης σφαίρας των επιµέρους ατοµικών δικαιωµάτων εµφανίζεται σήµερα ως απολύτως επιτακτική εν όψει των ραγδαίων εξελίξεων της τεχνολογίας. Τα µέσα και οι µέθοδοι που προσφέρονται είναι τόσα πολλά ώστε έχουν πολλαπλασιαστεί οι δυνατότητες Κράτους και ιδιωτών να παραβιάζουν την απόρρητη σφαίρα του ατόµου. Έτσι, το πρόβληµα των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική και πολιτική δίκη αναδεικνύεται ως ένα από τα σηµαντικότερα πεδία έρευνας στο χώρο της ελληνικής και διεθνούς επιστήµης. 1 Ωστόσο, είναι ήδη αιώνια µετά την πρώτη θεµελιακή µελέτη για το ζήτηµα αυτό 2, ρευστότητα εξακολουθεί να διέπει το πεδίο αυτό, διότι δεν υπάρχει µια σε γενικές γραµµές αναγνωρισµένη δογµατική των απαγορευµένων µέσων αποδείξεως. Σχετικά µε την έννοια του «αποδεικτικού µέσου» αυτή, προκύπτει εµµέσως από τις διατάξεις των αρθ. 371ΠΚ, 327παρ. 3 εδβ ΚΠ, 212, 222, 2Β παρ. 4, 261, 262, 399-402 και 452 ΚΠολ καθώς και από το 19 παρ. 3 Σ. Απ όλες τις αυτές τις διατάξεις συνάγεται ότι η ουσιαστική αλήθεια, δεν πρέπει ν αναζητείται αντί παντός τιµήµατος. Κατά την κρατούσα άποψη, ως απαγορευµένα αποδεικτικά µέσα στην ποινική ή πολιτική δίκη πρέπει να θεωρούνται εκείνα που αντιφάσκουν σ έναν απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ιδιαίτερα όταν θίγονται από αυτό ατοµικά δικαιώµατα συνταγµατικώς κατοχυρωµένα, χωρίς να συντρέχει παράλληλα άλλος ισότιµος κανόνας δικαίου 1 Βλ. Νικολάου Γ. ηµητράτου, Η εξέλιξη του θεσµού των αποδεικτικών απαγορευµένων στο Ελληνικό Ποινικό δικονοµικό δίκαιο, ΠοινΧρΝΑ, 2001 σελ. 5. 2 Το κλασσικό έργο του Κορυφαίου Γερµανού νοµοµαθούς Ernst Belling Die Beweisverbote ais Grenzen der Wehreitsforschung im Strafprozeß, που δηµοσιεύθηκε το 1903

που να αίρει την παραπάνω απόφαση. Η διαπίστωση της παραπάνω αντίφασης 3 αρκεί για να χαρακτηριστεί ένα αποδεικτικό µέσο ως απαγορευµένο και δεν απαιτείται η πρόβλεψη και ποινικών κυρώσεων. 4 ΙΙ. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 19 Παρ. 3 (ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ) 1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόµος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσµεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων. 2. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την συγκρότηση, την λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Αναγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παραβίαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α. ΙΙΙ. ΤΑ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟ ΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΉ ΙΚΗ Η έννοια της αποδεικτικής απαγόρευσης στην ποινική (όπως και στην πολιτική) δίκη εµφανίζεται µε δύο διαστάσεις. 5 α) Ως απαγόρευση συλλογής συγκεκριµένου αποδεικτικού µέσου. Υπό την έννοια αυτή η απαγόρευση αποτελεί εξαίρεση από την «αρχή της αναζήτησης 3 Βλ. Αθανασίου Γ. Καίση, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 26 4 Η Ελληνική Νοµολογία συχνά υιοθετεί ως αποκλειστικό κριτήριο για την κατάφαση µιας αντίστοιχης απαγόρευσης των ποινικοποίηση ή µη της δικονοµικής ή συνταγµατικής παράβασης, ΑΠ 717/1984 (Ποιν.Χρ 1984), ΑΠ 1150/1989 (Ποιν.Χρ Μ µ 431), 9/1994 (ΠοινΧρ Λ, 215) και 589/1994 (ΠοινΧρ Λ, 650) 5 Βλ. αναλυτικότερα Λάµπρου Μαργαρίτη, Μελέτες για εµβάθυνση στην Ποινική ικονοµία, τεύχος Α', Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 130 επ.

της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη. Η µε απόλυτη συνέπεια εφαρµογή της αρχής αυτής θα οδηγούσε στο συµπέρασµα ότι επιτρέπεται η επιδίωξη διαπίστωσης οποιουδήποτε γεγονότος κρίνεται ως ενδιαφέρον για την ποινική δίκη µε όλα τα διαθέσιµα µέσα,. Μια τέτοια κατάληξη δεν µπορεί όµως να έχει αξιώσεις αποδοχής. Υπάρχουν ρητές διατάξεις του ποινικού µας δικονοµικού δικαίου που τοποθετούν σε υποδεέστερη µοίρα το στόχο της αποδεικτικής διαδικασίας, παρέχοντας υπέρτερη προστασία σε άλλα συµφέροντα (π.χ. ΚΠ 212, 222, 223 παρ. 4, 223 παρ. 5, 273 παρ.. 2). Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και διατάξεις αυξηµένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1,7 παρ. 2, 9 παρ. 1, 9Α, 19 Σ). β) Ως απαγόρευση αξιοποίησης του (νοµίµως ή παρανόµως) συλλεγέντος αποδεικτικού µέσου. Υπό τη δεύτερη αυτή έννοιά της η απαγόρευση των αποδείξεων καθιδρύει εξαίρεση από τη γενική «αρχή της ελεύθερης εκτίµησης των αποδείξεων ή ηθικής απόδειξης», που καθιερώνεται από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠ. Όπως ορθά διαπιστώνεται, η ελεύθερη εκτίµηση των αποδείξεων δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά βοηθητικό µέσο για την πραγµάτωση του ουσιαστικού δικαίου και την απαραίτητη για το σκοπό αυτό διακρίβωση της αλήθειας. Υπό τους όρους αυτούς, ο θεσµός των αποδεικτικών απαγορεύσεων εµφανίζεται ως η κορύφωση του ενδιαφέροντος του κράτους δικαίου για την ανάγκη προστασίας θεµελιακών και συνταγµατικώς κατοχυρωµένων δικαιωµάτων απέναντι σε µια χωρίς όρια έρευνα για τη διαλεύκανση του εγκληµατικού φαινοµένου. 6 Α. Απαγόρευση συλλογικών αποδεικτικών µέσων Όπως αναφέρθηκε, υπάρχουν αποδεικτικά µέσα, η αναζήτηση των οποίων απαγορεύεται από ρητές διατάξεις του Συντάγµατος, και συγκεκριµένα από τα άρθρα εκείνα του καταστατικού χάρτη που κατοχυρώνουν ατοµικά δικαιώµατα, τα οποία είναι δυνατόν να θίγονται από τη συλλογή και κατοχή αποδεικτικών στοιχείων. εδοµένου ότι και οι αποδεικτικές απαγορεύσεις που

εισάγει ο κοινός νοµοθέτης αποτελούν εξειδικεύσεις των άρθρων αυτών, κρίνεται σκόπιµος στο σηµείο αυτό ο εντοπισµός τους. 1. Η προσβολή της ανθρώπινης αξίας ( άρθρα 2 παρ. 1, 7 παρ. 2 Σ.) Η γενική και θεµελιώδης επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του Σ. για την προστασία της ανθρώπινης αξίας από την Πολιτεία αποτελεί φραγµό στη χρησιµοποίηση του κατηγορουµένου ως αποδεικτικού µέσου κατά τρόπο αντίθετο προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στο βαθµό που η εξέταση του κατηγορουµένου αποτελεί και αυτή αποδεικτικό µέσο ενδιαφέρει ό,τι αυτός καταθέτει ως πρόσωπο, ελεύθερα, αβίαστα και µε πλήρη χρήση των δικαιωµάτων του ως υποκειµένου της ποινικής δίκης. 7 Κάθε προσπάθεια να καθυποταχθεί, να αποπροσωποποιηθεί και να εκβιασθεί µια οµολογία του αντιφάσκει στην παραπάνω επιταγή. 8 Από αυτή τη συνταγµατική αρχή απορρέουν διάφορες ειδικότερες απαγορεύσεις που διατυπώνονται σε άλλες διατάξεις. Τέτοια διάταξη είναι το άρθρο 7 παρ. 2 του Σ. που απαγορεύει και επιτάσσει την τιµωρία των βασάνων και κάθε άλλης σωµατικής κάκωσης, βλάβης της υγείας, άσκησης ψυχολογικής βίας και κάθε άλλης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Συναφείς είναι και διατάξεις διεθνών συµβάσεων προστατευτικών των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, όπως το άρθρο 3 της ΕΣ Α ή το άρθρο 15 της Σύµβασης του ΟΗΕ "Κατά των βασανιστηρίων και άλλων µορφών σκληρής, απάνθρωπης και ταπεινωτική ς µεταχείρισης". Σηµαντικές εξάλλου είναι και οι ποινικές διατάξεις που - συγκεκριµενοποιούν τις ανωτέρω συνταγµατικές επιταγές (ΠΚ 137Α- 137, 239, που αφορούν τον τρόπο εξέτασης του κατηγορουµένου ή µαρτύρων από υπαλλήλους, στα καθήκοντα των οποίων ανήκει η δίωξη, ανάκριση ή εξέταση αξιόποινων πράξεων). 6 Βλ. Νικολάου Γ. ηµητράτου, ό.π., σελ. 5. 7 ιονύση. Σπινέλλη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ ΛΣΤ', 1986, 56επ. 8 Οι περιπτώσεις πάντως που δικαιολογείται η αναγωγή στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ. είναι εκ των πραγµάτων.περιορισµένες. Καθώς η διάταξη συνοψίζει το ελάχιστο περιεχόµενο των επιµέρους ατοµικών δικαιωµάτων, η εφαρµογή της είναι κατά κανόνα επικουρική.

2. Το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β' Σ.) Το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β' Σ. διακηρύσσει το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Η διακήρυξη αυτή σηµαίνει την απαγόρευση της δηµοσιοποίησης της ζωής του ανθρώπου. Το δικαίωµα δηλαδή προστατεύει εν γένει την εξουσία του ατόµου να διαµορφώνει ελεύθερα την ιδιωτική του ζωή, καθορίζοντας τα όρια και το περιεχόµενό της. 9 Έτσι, η αθέµιτη καταγραφή ή αποτύπωση στοιχείων όπως η ανθρώπινη φωνή και εικόνα, αν και τα στοιχεία αυτά αποτελούν επιµέρους συστατικά της προστατευόµενης από το άρθρο 5 παρ. 1 Σ. προσωπικότητας, όταν ο φορέας του δικαιώµατος δρα σε συνθήκες εµπιστευτικότητας, συνιστούν προσβολή του δικαιώµατος ιδιωτικού βίου που κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β' Σ. 10 Η εν λόγω διάταξη, κατοχυρώνοντας το δικαίωµα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόµου, δεν περιέχει επιφύλαξη του νόµου. Εποµένως δεν είναι συνταγµατικώς επιτρεπτό ο περιορισµός του άρθρου 19 Σ., το οποίο αποδέχεται το ενδεχόµενο µυστικής παρακολούθησης της ιδιωτικής επικοινωνίας για τη «διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων», να µεταφερθεί και στο γενικό δικαίωµα του ιδιωτικού βίου. Η µυστική παρακολούθηση και αποτύπωση της εικόνας ή της φωνής προσώπου δεν µπορεί να θεωρηθούν θεµιτές επεµβάσεις στον ιδιωτικό βίο ούτε για τις ανάγκες τηςποινικής δίωξης. Κάτι τέτοιο θα υπονόµευε πλήρως την ανεπιφύλακτη κατοχύρωση του δικαιώµατος στο άρθρο 9 παρ.1 εδ. β' Σ. Αυτό σηµαίνει ότι απαγορεύονται οι δραστηριότητες επιτήρησης, παρακολούθησης, κατασκόπευσης µε οποιονδήποτε τρόπο, και κατά µείζονα λόγο όταν διεξάγονται από κρατικά όργανα µε τα σύγχρονα οπτικοακουστικά µέσα εξελιγµένης τεχνολογίας. 9 Για το προστατευτικό πεδίο της διάταξης βλ. ιδίως Κώστα Χ Χρυσόγονου, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, Εκδόσεις Avτ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1998, σελ 210επ. 10 Στις περιπτώσεις, λοιπόν, συρροής των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 εδ. β' υπερισχύει η δεύτερη ως ειδικότερη. Βλ. Γιώργου Β. Καµίνη, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-- Κοµοτηνή 1998, σελ. 178.

Ορισµένες από τις πράξεις αυτές απαγορεύονται και τιµωρούνται από τον κοινό νοµοθέτη. Το άρθρο 370 Α παρ. 2 ΠΚ, για παράδειγµα, απειλεί µε την ποινή της φυλάκισης όποιον αθέµιτα παγιδεύει ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεµβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή µε σκοπό να πληροφορηθεί ή να µαγνητοφωνήσει το περιεχόµενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης µεταξύ τρίτων. 11 Στις περιπτώσεις αυτές το εύρος της ποινικής προστασίας του απορρήτου του ιδιωτικού βίου δεν προδικάζει και το εύρος της αντίστοιχης συνταγµατικής. Από το γεγονός λ.χ. ότι ο κοινός νοµοθέτης επέλεξε να µην ποινικοποιήσει τη φωτογράφηση περιοριζόµενος στην τιµώρηση της µαγνητοφώνησης, δεν επιτρέπεται να συναχθεί το συµπέρασµα ότι η πρώτη είναι συνταγµατικώς θεµιτή. 12 Απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής και σωµατική έρευνα Στα άρθρα 253 επ. ΚΠ προβλέπεται και η έρευνα του σώµατος είτε του κατηγορουµένου είτε τρίτων προσώπων υπό τις γενικές προϋποθέσεις της ΚΠ 253 και τις ειδικές της ΚΠ 257. Η υποχρέωση των προσώπων αυτών να ανεχθούν τη σωµατική έρευνα συνάγεται από το άρθρο 5 παρ. 3 Σ., που στο πρώτο εδάφιο καθιερώνει το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας αλλά στο δεύτερο την υποβάλλει σε επιφύλαξη νόµου. Όταν τα κρατικά όργανα ερευνούν το ανθρώπινο σώµα, προκειµένου να αντλήσουν πληροφορίες, επεµβαίνουν και στο δικαίωµα ιδιωτικού βίου, ως δικαίωµα του ανθρώπου να αποκλείει την εν γένει αδιακρισία της κρατικής εξουσίας. Η αδιακρισία αυτή δικαιολογείται από τις ανάγκες της ποινικής δίωξης αλλά δεν είναι απεριόριστη. Εφόσον η συνταγµατική κατοχύρωση του δικαιώµατος ιδιωτικού βίου δεν περιέχει επιφύλαξη νόµου, η σωµατική έρευνα επιτρέπεται µόνο εφόσον πληροί τις 11 Αναλυτικά για το προστατευτικό πεδίο της ΠΚ 370Α βλ. Παν. Φιλόπουλου, Η προστασία της ιδιωτικής ζωής σύµφωνα µε το άρθρο 370Α του ΕλλΠΚ..., ΠοινΧρ ΜΑ', σελ. 241επ, Αριστ. 1. Χαραλαµπάκη, Το αξιόποινο των υποκλοπών και η δικονοµική µεταχείριση του προϊόντος τους, ΝοΒ 50, 69επ. Βλ. επίσης και το πολύ ενδιαφέρον βούλευµα ΑΠ 1317/2001, ΝοΒ 50, 444. 12 Γιώργου Β. Kαµiνη, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, ό.π., σελ. 181.

προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 Σ. και διεξάγεται φανερά. 13 Η σωµατική έρευνα µπορεί συγχρόνως να προσβάλλει το δικαίωµα σωµατικής και ψυχικής ακεραιότητας του άρθρου 7 παρ. 2 Σ. Η διάταξη αυτή, όµως, δεν είναι εφαρµοστέα παρά µόνο όταν η έρευνα διεξάγεται κατά τρόπο που συνιστά βασανιστήριο ή µία από τις υπόλοιπες απαγορευµένες πράξεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο. 14 Απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής και καθήκον µαρτυρίας Το άρθρο 212 ΚΠ απαγορεύει. να εξετάζονται ως µάρτυρες οι κληρικοί, συνήγοροι, συµβολαιογράφοι, γιατροί, φαρµακοποιοί κτλ. σχετικά µε όσα πληροφορήθηκαν εµπιστευτικά κατά την άσκηση του λειτουργήµατος ή επαγγέλµατός τους. Η απαγόρευση αυτή είναι' απόλυτη, και έχει ως σκοπό την 'προστασία της εµπιστοσύνης του κοινού προς αυτά τα λειτουργήµατα και επαγγέλµατα, δηλαδή την προστασία της εµπιστοσύνης των ιδιωτών ότι µυστικά της ιδιωτικής τους ζωής θα γίνουν σεβαστά στο πλαίσιο της ποινικής δίκης. Συµπτωµατικά µόνο προστατεύεται µε τη διάταξη αυτή το δικαίωµα του ιδιωτικού απορρήτου εκείνου ο οποίος εµπιστεύθηκε το µυστικό. Ζήτηµα όµως τίθεται σχετικά µε την προστασία του µάρτυρα που καλείται να καταθέσει γεγονότα που εντάσσονται στον πυρήνα της ιδιωτικής του ζωής αλλά δεν αποτελούν περιστατικά από τα οποία θα µπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη, οπότε ο µάρτυρας θα είχε το δικαίωµα να αρνηθεί να καταθέσει βάσει της διάταξης της ΚΠ 223 παρ. 4. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνει δεκτό ότι το απόρρητο του ιδιωτικού βίου προστατεύεται 13 Γιώργου Β. Καµίνη, ό.π., σελ. 187επ. Φανερή, άρα και συνταγµατικώς θεµιτή εφόσον προβλέπεται από το νόµο,. σωµατική έρευνα συνιστά και η υποχρέωση του ερευνώµενου προσώπου να διέλθει από ειδική "θύρα ακτίνων". 14 Με την ΠληµΑθ 4636/77 είχε κριθεί ότι η παρά την άρνηση του ενδιαφεροµένου προσώπου εξέταση του σώµατός του από πραγµατογνώµονες για την εξακρίβωση του φύλου του - σε δίκη µε αντικείµενο εκµετάλλευση πόρνης κατά το άρθρο 350 ΠΚ -συνιστά απαγορευµένη αποδεικτική διαδικασία, αντικείµενη στα άρθρα 5 παρ. 2 και 7 παρ. 2 Σ. Υποστηρίζεται όµως και η άποψη (βλ. ιονύση. Σπινέλλη, ό.π., σελ. 883) ότι η πραγµατογνωµοσύνη στο σώµα προσώπων είναι νόµιµη (ΚΠ 922), υπόκειται ωστόσο σε περιορισµούς υπαγορευόµενους από το Σ., κυρίως µε βάση την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' - αναλογία µέσου προς σκοπό), και σε ορισµένες περιπτώσεις µπορεί να απαγορευθεί..

δικονοµικά στις διατάξεις των άρθρων 229 και 231 παρ. 3 ΚΠ, σύµφωνα µε τα οποία τιµωρούνται οι µάρτυρες που αρνούνται να καταθέσουν χωρίς να υπάρχει νόµιµος λόγος». Ως «νόµιµος λόγος» πρέπει καταρχήν να θεωρηθεί και κάθε απόρρητο που απορρέει από τον υπέρτατο νόµο, το Σύνταγµα, και µάλιστα από τις διατάξεις περί των ατοµικών δικαιωµάτων. 15 Πάντως, το καθήκον µαρτυρίας προηγείται ερµηνευτικά, αποτελεί δηλαδή τον κανόνα, ενώ το απόρρητο την εξαίρεση. Ο εξετάζων το µάρτυρα θα πρέπει να σταθµίσει το βάρος του εγκλήµατος που εκδικάζεται και την αποδεικτική σπουδαιότητα της συγκεκριµένης κατάθεσης αφενός, µε τη σπουδαιότητα του συγκεκριµένου απορρήτου αφετέρου. Απαραβίαστο της οικογενειακής ζωής και καθήκον µαρτυρίας Η διάταξη του άρθρου 222 ΚΠ παρέχει το δικαίωµα σε ορισµένους µάρτυρες, στενούς συγγενείς του κατηγορουµένου, να αρνηθούν τη µαρτυρία τους στην προδικασία και στο ακροατήριο. Το προστατευόµενο δικαίωµα στη συγκεκριµένη περίπτωση είναι το απαραβίαστα της οικογενειακής ζωής, που επίσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β' Σ. Στο προστατευτικό πεδίο του δικαιώµατος εµπίπτουν, µεταξύ άλλων, οι δεσµοί αλληλεγγύης, καθώς και τα αισθήµατα στοργής που ενώνουν τα µέλη της οικογένειας µεταξύ τους. 16 3. Η προστασία των προσωπικών δεδοµένων (άρθρο 9Α Σ.) Με την τελευταία αναθεώρηση του συνταγµατικού µας χάρτη προστέθηκε σ αυτόν η διάταξη του άρθρου 9Α, που αναφέρεται στην προστασία των προσωπικών δεδοµένων του πολίτη. 17 Η εν λόγω διάταξη χρησιµοποιεί την έννοια των προσωπικών δεδοµένων µε τον ευρύτερο δυνατό τρόπο, εντάσσοντας στο πεδίο της προστασίας κάθε ενέργεια συλλογής, επεξεργασίας και χρήσης, και λαµβάνει κάθε είδους επεξεργασία µε 15 Γιώργου Β. Καµίνη, ό.π., σελ 192. 16 Εποµένως η διάταξη αποτελεί υλοποίηση του άρθρου 21 παρ. 1 Σ., που επιτάσσει την προστασία της οικογένειας. 17 Το δικαίωµα αυτό, πριν την τελευταία αναθεώρηση, µπορούσε ενδεχοµένως να θεµελιωθεί συνταγµατικά στο άσυλο της κατοικίας, στην προστασία του ιδιωτικού βίου και του απορρήτου των επικοινωνιών και στην προστασία της προσωπικότητας (άρθρα 9, 19 και 5 παρ. 1 Σ.)

ηλεκτρονικά ή συµβατικά µέσα. Προβλέπει µάλιστα και τη συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής επιφορτισµένης µε το καθήκον αυτής της προστασίας. 18 Έτσι, µε το άρθρο 9Α καθιερώθηκαν ρητά πλέον στο Σύνταγµα οι αποδεικτικές απαγορεύσεις που από µακρό χρόνο έχει δεχθεί η επιστήµη. Η συνταγµατική, εξάλλου, διάταξη περιέχει επιφύλαξη του νόµου, παραπέµποντας έτσι στα ισχύοντα κατά το ν. 2472/1997. Σύµφωνα µε τον τελευταίο, προσωπικά δεδοµένα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 αυτού, προκειµένου να δηµιουργηθεί ηλεκτρονικό ή µη αρχείο, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεµιτό και για προκαθορισµένους νόµιµους σκοπούς και να υφίστανται θεµιτή και νόµιµη επεξεργασία, ενόψει των σκοπών αυτών. 19 4. Το άσυλο της κατοικίας (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α' Σ.) Η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α' Σ. δεν απαγορεύει απλώς την εν αγνοία ή παρά τη θέληση του ενοίκου φυσική είσοδο και παραµονή στην κατοικία. Απαγορεύει και την έρευνα, δηλαδή την είσοδο και παραµονή µε σκοπό την άντληση πληροφοριών. 20 Η τελευταία επιτρέπεται µόνο κατ' εξαίρεση (µόνο «όταν και όπως ορίζει ο νόµος»). Το δικαίωµα, δηλαδή, του ασύλου της κατοικίας είναι και ένα δικαίωµα προστασίας των πληροφοριών που περιέχει η κατοικία. 21. Εφόσον το Σύνταγµα απαγορεύει τη φανερή παρουσία των κρατικών οργάνων στην κατοικία, κατά µείζονα λόγο πρέπει να γίνει δεκτό ότι απαγορεύει και τη µυστική τους παρουσία. Απαγορεύεται συνεπώς η µυστική εγκατάσταση σε κατοικία ηλεκτρονικών µέσων οπτικοακουστικής παρακολούθησης, ικανών 18 Η αρχή αυτή λειτουργεί βέβαια ήδη κατά το ν. 2472/1997, εντάσσεται όµως πλέον στον κατάλογο των συνταγµατικά προβλεπόµενων ανεξάρτητων αρχών που διέπονται από το άρθρο 101Α Σ. Βλ. Ευάγγελου Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτηµένο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2002,σελ. 149. 19 Βλ. και απόφαση Αρχής Προστασίας Προσωπικών εδοµένων 92/2001. 20 Βλ. Αριστόβουλου Ι. Μάνεση, Συνταγµατικά ικαιώµατα, τόµος α', ατοµικές ελευθερίες, δ' έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 226επ, Κώστα Χ Χρυσόγονου, ό.π., σελ. 208. 21 Γιώργου Β. Καµίνη, ό.π., σελ. 201επ.

να προσπορίσουν εξ αποστάσεως πληροφορίες για τα εντός της κατοικίας (ανθρώπους ή αντικείµενα). Στις περιπτώσεις της µυστικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης, το δικαίωµα προσβάλλεται εντονότερα, διότι ο ένοικος τελεί εν αγνοία της προσβολής. Ως προς τη σχέση του δικαιώµατος του ασύλου της κατοικίας µε το δικαίωµα του ιδιωτικού βίου, που κατοχυρώνεται στο ίδιο άρθρο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η συνταγµατική προστασία του δεύτερου είναι ευρύτερη από αυτήν του ασύλου της κατοικίας, διότι το άσυλο καλύπτει τη χωρική µόνο' διάσταση της ιδιωτικής ζωής, η οποία όµως εκτυλίσσεται και εκτός της κατοικίας. Στις περιπτώσεις εποµένως συρροής του δικαιώµατος ιδιωτικού βίου µε το δικαίωµα του ασύλου της κατοικίας, προηγείται το δεύτερο ως ειδικό έναντι του πρώτου. 5. Το δηµοσιογραφικό απόρρητο (άρθρο 14 παρ. 2 Σ.) Το δικαίωµα των δηµοσιογράφων να µην αποκαλύπτουν τις πηγές των πληροφοριών τους δεν καθιερώνεται ρητά από το Σύνταγµα ούτε από τον κοινό νοµοθέτη. Ωστόσο, η θεωρία έχει επιχειρήσει να θεµελιώσει την ύπαρξη του δικαιώµατος στην ελευθερία του τύπου. Στο άρθρο 14 παρ. 2 Σ. κατοχυρώνεται και το επιµέρους δικαίωµα των εκπροσώπων του τύπου να συγκεντρώνουν πληροφορίες. Η αποτελεσµατική άσκηση του δικαιώµατος αυτού προϋποθέτει και σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ του δηµοσιογράφου και των πληροφοριοδοτών του. Εξάλλου, η ελευθερία του τύπου, άµεσα συνυφασµένη µε τη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, δε συνιστά µόνο ατοµικό δικαίωµα αλλά και θεσµική εγγύηση. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι από το Σύνταγµα απορρέει όχι µόνο δικαίωµα αλλά και καθήκον των δηµοσιογράφων να κρατούν µυστικές τις πηγές των πληροφοριών τους. Από τις διάφορες λύσεις που προτείνονται από τη θεωρία για την προστασία του δηµοσιογραφικού απορρήτου 22, ορθότερη φαίνεται να είναι εκείνη που υποστηρίζει ότι το δηµοσιογραφικό απόρρητο προστατεύεται 22 Καταγραφή και σχολιασµό των προτεινόµενων λύσεων επιχειρεί ο Γιώργος Β. Καµίνης, ό.π., σελ Ι196επ.

δικονοµικά στις διατάξεις των άρθρων 229 και 231 παρ. 3 ΚΠ, µε τις οποίες τιµωρούνται οι µάρτυρες που αρνούνται τη µαρτυρία τους «χωρίς νόµιµο λόγο». Ως «νόµιµος λόγος» πρέπει να θεωρηθεί και το δηµοσιογραφικό απόρρητο που απορρέει από τον υπέρτατο νόµο, το Σύνταγµα (άρθρο 14 παρ. 2). 6. Το απόρρητο των επικοινωνιών και γενικά. των ανταποκρίσεων (άρθρο 19 Σ.) Προστατευόµενο έννοµο αγαθό του άρθρου 19 είναι «η ελεύθερη ανταπόκριση και επικοινωνία» ως προέκταση της ελευθερίας της γνώµης του άρθρου 14 παρ. 1 του Συντάγµατος, τόσο στη θετική του έκφραση όσο και στην αρνητική του. Το «απαραβίαστο» του απορρήτου, όµως, αποτελεί και επιµέρους εκδήλωση του ιδιωτικού βίου (9 παρ. 1 εδ.β' Σ.), καθώς τόσο η ανταπόκριση όσο και η επικοινωνία διεξάγονται σε συνθήκες εµπιστευτικότητας. Το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 9 παρ. 1 εδ.β' Σ. όµως είναι ευρύτερο του απορρήτου της επικοινωνίας, στο βαθµό που το τελευταίο προστατεύει το άτοµο µόνο όταν επικοινωνεί σε συνθήκες εµπιστευτικότητας ενώ η ιδιωτικότητα προστατεύεται και όταν ο άνθρωπος δεν επικοινωνεί αλλά αναζητεί την αποµόνωση. Στις περιπτώσεις, εποµένως, συρροής του δικαιώµατος ιδιωτικού βίου µε το δικαίωµα του απορρήτου της επικοινωνίας, προηγείται το δεύτερο ως ειδικότερο. Αντίθετα, ακόµα και η σύµφωνη µε το άρθρο 9 παρ. εδ. α' Σ. έρευνα στην κατοικία του προσώπου, αν δεν επιβάλλεται για λόγους που επιβάλλουν άρση του απορρήτου κατ' άρθρο 19 Σ., δεν µπορεί να περιλάβει τα ιδιωτικά του µηνύµατα, π.χ. επιστολές ή µηνύµατα στον αυτόµατο τηλεφωνητή, διότι αυτά προστατεύονται ιδιαίτερα µε το εν λόγω άρθρο. Η διάταξη του άρθρου 19 Σ. έλκει την καταγωγή της ήδη από το Σύνταγµα '. του 1844, το άρθρο 14 του οποίου όριζε ότι «το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο». Από τότε η κατοχύρωση του δικαιώµατος έχει υποστεί αρκετές αλλαγές, οι σηµαντικότερες των οποίων είναι η διατύπωσή του από το Σύνταγµα του 1975 και η πρόσφατη αναθεώρηση του 2001. Το «απαραβίαστο των επιστολών» του 1844 έγινε από το Σύνταγµα του 1975

«απολύτως απαραβίαστο των επιστολών και της καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπο ανταποκρίσεως», θέτοντας παράλληλα όµως και δύο εξαιρέσεις στο απολύτως απαραβίαστο του δικαιώµατος. 23 Με την αναθεώρηση του 2001 του Συντάγµατος προστέθηκαν δύο νέες παράγραφοι στο σχετικό άρθρο. Σύµφωνα µε την παράγραφο 2 του αναθεωρηµένου άρθρου 19: «Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου1». Παρατηρείται ότι πλέον προβλέπεται και συνταγµατικά η συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, που διασφαλίζει το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών και εν γένει των ανταποκρίσεων. Ήδη, µε το άρθρο 1 του ν. 2225/1994 έχει συγκροτηθεί η Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία διέπεται πλέον από το άρθρο 101Α Σ. Με την παράγραφο άρθρου 19 Σ. ορίζεται ότι: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Εισάγεται έτσι γενική απαγόρεύση χρήσης αποδεικτικών µέσων τα οποία έχουν αποκτηθεί παράνοµα. Ποια από τα αποδεικτικά µέσα είναι παράνοµα, οριοθετεί το ίδιο το Σύνταγµα στην ανωτέρω παράγραφο: τα αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 9, 9 Α και 19 Σ. απαγορεύεται να χρησιµοποιούνται µε οποιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε διαδικασία και ενώπιον οποιουδήποτε οργάνου, δικαστικού, εισαγγελικού, ανακριτικού, κοινοβουλευτικού ή άλλου. 24 Η απαγόρευση αυτή ισχύει στο πλαίσιο όλων των δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών και είναι άµεσης εφαρµογής. 25 Η προστασία του απορρήτου περιλαµβάνει όχι µόνο το περιεχόµενο του µηνύµατος αλλά και τα εξωτερικά στοιχεία του, δηλαδή την ταυτότητα των επικοινωνούντων, τον τρόπο και το χρόνο της επικοινωνίας, καθώς και το ίδιο 23 Πρέπει να τονιστεί ότι, έστω και µε τις δύο εξαιρέσεις που εισήγαγε ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975, το άρθρο 19 Σ., κρινόµενο από συγκριτική σκοπιά, κατοχυρώνει υψηλότερο βαθµό προστασίας απ' ό,τι οι αντίστοιχες διατάξεις των υπολοίπων κρατών της Ε.Ε. Βλ άρθρο 1 Ο ΓερµΣ, άρθρο 22 ΒελγΣ, άρθρο 72 ανσ, άρθρο 18 παρ. 3 ΙσπΣ, άρθρο 15 ΙταλΣ, άρθρο 28 ΛουξΣ. Στο ιρλανδικό καθώς και στο γαλλικό Σύνταγµα δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη, ενώ στην αγγλική έννοµη τάξη, ως γνωστόν, δεν υπάρχει γραπτό σύνταγµα. 24 Σχετική, στο επίπεδο κοινού νόµου, είναι η διάταξη του άρθρου 33 του Νόµου 2172/1993.

το γεγονός της επικοινωνίας. 26 Έτσι, για παράδειγµα στην υπόθεση Malone 27, η οποία απασχόλησε το Ε...Α., το εν λόγω ικαστήριο έκρινε ότι: «είναι απαγορευµένη η χρήση της τεχνικής που αποτελείται από µηχανισµό που καταγράφει τον τηλεφωνικό αριθµό του καλουµένου συνδροµητή, καθώς και την ώρα και τη διάρκεια της κλήσης». Επίσης, στην ανωτέρω έννοια περιλαµβάνεται κάθε µορφή επικοινωνίας: µε telex, τηλέφωνο, γράµµα, και γενικά η εµπιστευτική εξ αποστάσεως ανταπόκριση και επικοινωνία που απαιτεί τη χρήση κάποιου µέσου αλλά ακόµα και η «ενώπιος ενωπίω» επικοινωνία, όταν αυτή διεξάγεται σε συνθήκες εµπιστευτικότητας. Η προστασία της «ενώπιος ενωπίω» επικοινωνίας προκύπτει αφενός ερµηνευτικά από τη συνταγµατική διάταξη, η οποία αναφέρει «επικοινωνία(ς) µε οποιονδήποτε. τρόπο» και αφετέρου, εξ αντιδιαστολής από τις εξαιρέσεις που εισάγει ο ν. 2225/94 στο απολύτως απαραβίαστο της επικοινωνίας. Ο σχετικός νόµος επιτρέπει την άρση του απορρήτου της ανταπόκρισης και της επικοινωνίας, µόνο εφόσον αυτές διεξάγονται µέσω τηλεφώνου, επιστολής κτλ. Έτσι, ελλείψει σχετικής νοµοθετικής διάταξης, η «ενώπιος ενωπίω» συνοµιλία παραµένει απαραβίαστη. 28 Το δικαίωµα προστατεύει κάθε επικοινωνία ανεξάρτητα από το περιεχόµενό της, αρκεί να πραγµατώνεται σε συνθήκες εµπιστευτικότητας. 29 Η αντίληψη που, ανάλογα µε το περιεχόµενο του µηνύµατος, σχετικοποιεί την προστασία του απορρήτου έναντι του κράτους δεν ευσταθεί, αφού παρακάµπτει την ειδική διάταξη του άρθρου 19 Σ., εφαρµόζοντας τις γενικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 εδ. β' Σ. Έτσι, δεν είναι θεµιτή στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης η παρακολούθηση ακόµα και των «εγκληµατικών συζητήσεων» λ.χ. µετά τη διάπραξη εγκλήµατος συζήτηση µεταξύ των συνενόχων, παρά µόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 εδ. β' Σ. 30 25 Βλ. Ευάγγελου Βενιζέλου, ό.π., σελ. 147. 26 Πληµµ.Αθ 40/97, Ποιν.Χρ 1998. Βλ. και Σταύρου Τσακυράκη, Το απόρρητο της επικοινωνίας, Απόλυτα απαραβίαστο ή ευχή της έννοµης τάξης;, ΝοΒ 1993, 998. 27 Coureur. D. Η., affaire Malone, série A no 82, παρ. 66 επ., 1983 28 Γιώργος Β. Καµίνης, ο.π. 29 Σταύρου Τσακυράκη, ο.π., σελ. 997 30 Βλ. και Ανδρ. Γ. ηµητρόπσυλσυ, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου ΠΙ, Θ' Έκδοση, Αθήνα

Το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται εξίσου αποτελεσµατικά και σε επίπεδο ευρωπαϊκό και διεθνές. Συγκεκριµένα, η Ε.Σ..Α., κατοχυρώνοντας το εν λόγω απόρρητο στο άρθρο 8 31, θέτει ευρύτερες εξαιρέσεις από το απαραβίαστο του απορρήτου της επικοινωνίας σε σχέση µε το άρθρο 19 Σ., που όµως περιορίζονται νοµολογιακά από το Ε...Α. βάσει του κριτηρίου της «ποιότητας του νόµου». Το ικαστήριο έχει νοµολογήσει ότι ο νόµος που προβλέπει τις εξαιρέσεις πρέπει να διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά και εγγυήσεις, ήτοι: α) δηµοσιότητα, που σηµαίνει ότι ο νόµος πρέπει να είναι προσιτός σε όλους και β) προβλεψιµότητα, να υπάρχουν, δηλαδή, όροι επαρκώς σαφείς, ώστε οι ενδιαφερόµενοι να γνωρίζουν εκ των προτέρων σε ποίες περιστάσεις επιτρέπει το ισχύον δίκαιο την επέµβαση στο δικαίωµα της επικοινωνίας κλπ. 32 Β. Απαγόρευση αξιοποίησης Η απαγόρευση αναζήτησης ορισµένων αποδεικτικών µέσων σηµαίνει και απαγόρευση αξιοποίησης αυτών; Μια γενική καταφατική απάντηση δε θα ήταν παρά µια υπεραπλουστευµένη θεώρηση του ζητήµατος. εν πρέπει να αγνοούµε ότι κάθε περιορισµός που εµφιλοχωρεί κατά την προσπάθεια για δικαστική διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας συνδέεται µε τον κίνδυνο µαταίωσης της υψηλής αποστολής του ποινικού δικαίου σε µια δηµοκρατική πολιτεία. 33 Η 2001, σελ. 1049επ. 31 Το άρθρο 8 της Ε.Σ..Α. µε τον τίτλο «σεβασµός ιδιωτικής, οικογενειακής ζωής, κατοικίας και αλληλογραφίας» ορίζει τα εξής: «1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασµόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας. 2. εν επιτρέπεται να υπάρξει επέµβασις δηµοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώµατος τούτου, εκτός αν η επέµβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόµου και αποτελεί µέτρον το οποίο είναι αναγκαίον, εις µίαν δηµοκρατικήν κοινωνίαν, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δηµόσιαν ασφάλειαν, την οικονοµικήν ευηµερίαν της, χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψην ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων». 32 Βλ. σχετικά την πλούσια νοµολογία του Ε...Α. πάνω στο θέµα των τηλεφωνικών υποκλοπών όπως affaire Malone, serie Α, πο 82, affaire Κruslin, série Α, πο 176, παρ. 30 επ., affaire Klass, serie Α, πο 28, αρ. 42 και 49, affaire Ludi, série A, nο 238 Κ.Ο.Κ. Πάντως, οι αρχές που θέτει η νοµολογία του Ε...Α. συνάγονται ήδη από την ερµηνεία του άρθρου 19 του ελληνικού Συντάγµατος αλλά και από την αρχή του κράτους δικαίου που διέπει την ελληνική έννοµη τάξη. 33 Για τις αποδεικτικές δυσχέρειες που συνεπάγεται η απόλυτη απαγόρευση της χρησιµοποίησης

χωρήσασα παράβαση υπόκειται, έτσι κι αλλιώς, σε δική της κύρωση. Από το σηµείο όµως αυτό και µετά, σκέφτεται κανείς, εφόσον «έγινε ό,τι έγινε», γιατί να στερηθεί το δικαστήριο από τις αποδείξεις που προέκυψαν από την παράβαση; Τα αποδεικτικά µέσα έχουν ως σκοπό να διαµορφώσουν την πεποίθηση του δικαστή για το τι έγινε στον εµπειρικό κόσµο και να οδηγήσουν στη δικαστική κρίση, η οποία οφείλει να είναι αληθής ως προς της αποτύπωση της πραγµατικότητας. Κατά συνέπεια ο σε κάθε περίπτωση αποκλεισµός της δυνατότητας χρήσεως του «στιγµατισµένου» από τον παράνοµο τρόπο κτήσεως αποδεικτικού µέσου θα έδειχνε άκρατη προσήλωση στο δόγµα της νοµιµότητας, όχι όµως και επαφή µε την ουσία του πράγµατος. 34 Ορθά επισηµαίνεται ότι από τις συναφείς µε την ακυρότητα δικονοµικές ρυθµίσεις, καταδεικνύεται ότι ούτε όλες ανεξαίρετα οι δικονοµικές παραβάσεις συνεπάγονται ακυρότητα ούτε καθορίζονται εξαντλητικά και εξ ορισµού όλες οι περιπτώσεις ακύρωσης βάσει απόλυτων κριτηρίων. Από την άλλη, όµως αυτό δεν µπορεί να σηµαίνει και παραγνώριση οποιασδήποτε παρανοµίας στο όνοµα της εξυπηρέτησης ορισµένων σκοπιµοτήτων. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε πλήρη κατάλυση θεµελιωδών αρχών του δικαιϊκού µας συστήµατος. Και οι δύο αυτές ακραίες θέσεις πρέπει εποµένως να εγκαταλειφθούν. Στο σηµείο αυτό οφείλουµε να επισηµάνουµε ότι η ρητή και κατηγορηµατική αναγνώριση της απόλυτης ισχύος των αποδεικτικών απαγορεύσεων αξιοποίησης δεν υπόκειται σε καµιά αµφισβήτηση στις ρυθµισµένες νοµοθετικά περιπτώσεις, όπως προβλέπονται κυρίως από τον ΚΠ (31 2, 211, 211 Α,212,222, 223 4 και 5, 261, 262, 273 2, εδ. β' ΚΠ ) αλλά και άλλους νόµους (άρθρο 5 παρ. 10 ν. 2225/1994, που απαγορεύει την αξιοποίηση του περιεχοµένου ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας το οποίο έγινε γνωστό λόγω άρσεως του απορρήτου σε άλλη δίκη). Το πεδίο των ρυθµισµένων παράνοµων αποδεικτικών µέσων βλ. και τις παρατηρήσεις της Α. Ψαρούδα.-Μπενάκη στην ΕφΘεσ 189/1981, ΠοινΧρΛΒ', σελ. 554επ. 34 Εξάλλου, όπως ορθά επισηµαίνει ο Γιώργος Β. Καµίνης, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, ό.π., σελ. 170, η απόλυτη αυτή θέση εκτοπίζει οιονεί αυτοµάτως το συνταγµατικώς κατοχυρωµένο δικαίωµα του κατηγορουµένου να αποδείξει τους ισχυρισµούς του (20 παρ. 1 Σ.), όταν αυτός επικαλείται αποδεικτικά µέσα που αντλήθηκαν µε παράνοµη δραστηριότητα.

νοµοθετικά περιπτώσεων αποδεικτικών απαγορεύσεων έχει διευρυνθεί σηµαντικά µετά τη θέσπιση της διάταξης του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠ, η οποία κατ' αρχήν απαγορεύει τη λήψη υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη µέτρων καταναγκασµού αποδεικτικού υλικού που έχει αποκτηθεί µε αξιόποινες πράξεις, δηλαδή κατά παράβαση ποινικού κανόνα δικαίου. 35 Πρόβληµα γεννάται, ωστόσο, στις αρρύθµιστες περιπτώσεις, στο πλαίσιο των οποίων η επιστήµη κατατείνει σε µια σχετικοποίηση της ισχύος του συστήµατος αποδεικτικών απαγορεύσεων. 36 Κι ενώ γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι δεν είναι αυτονόητη πάντοτε στις περιπτώσεις αυτές η κατάφαση της απαγόρευσης αξιοποίησης του επιλήψιµου αποδεικτικού υλικού, έντονες διαφορές ανακύπτουν αναφορικά µε. τα κριτήρια βάσει των οποίων θα επιλέγεται η in concreto ορθή επίλυση του ζητήµατος. 37 1. Η θεωρητική προσέγγιση του προβλήµατος - Ως µάλλον κρατούσα στη θεωρία γνώµη εµφανίζεται η θεωρία της στάθµισης. 38 Σύµφωνα µε αυτή, η κρίση περί της αξιοποίησης ή µη ενός παράνοµα αποκτηθέντος αποδεικτικού µέσου πρέπει να προκύπτει ως απόρροια µιας στάθµισης ανάµεσα αφενός στην αξίωση αποτελεσµατικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και αφετέρου στην αξίωση προστασίας των θεµελιωδών δικαιωµάτων και εννόµων αγαθών του ατόµου. Στο βαθµό που αµφότερες αξιώσεις απορρέουν από συνταγµατικές διατάξεις και εµφανίζονται ως τυπικώς ισοδύναµα αντίρροπα µεγέθη, η στάθµισή τους προβάλλει ως η διαδικασία µέσω της οποίας θα ξεπεραστεί το αδιέξοδο που προκύπτει, όταν οι νοµικές διατάξεις' 35 Η διάταξη προβλέπει εξαίρεση της εν λόγω απαγόρευσης στα κακουργήµατα, τα οποία απειλούνται µε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενόψει προφανώς της ανάγκης καταπολεµήσεως της βαριάς εγκληµατηκότητας. εν καλύπτει επίσης ης περιπτώσεις προσβολής, ακόµη και συνταγµατικών διατάξεων, που δεν τυποποιούνται σε αξιόποινη συµπεριφορά. Βλ. µ.ά. Αρ. Β. Tζαvνετή, Η αξιόποινη απόκτηση αποδεικτικών µέσων, ΠοινΧρ ΜΗ', σελ. 105επ, Χριστόφορου Χριστοφορίδη, Ο κατηγορούµενος και η υπεράσπισή του, ΠοινΧρ Ν', 2000, σελ. 869. 36 Θ. 1. αλακούρα, Απαγορευµένα αποδεικτικά µέσα, ΠοιvΧρ ΜΣΤ', σελ. 331. 37 Βλ. Αθανασίου Γ. Καϊση, ό.π., σελ. 29επ. 38 Για τη θεωρία αυτή βλ Αρ. Β. Tζαvνέτη, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόµιµη κτήση αποδείξεων, ΠοινΧρ ME',-1995, σελ. 10.

δεν προβλέπουν τη δικονοµική έννοµη συνέπεια της απαγόρευσης συλλογής των αποδεικτικών µέσων. Η έκβαση της στάθµισης αυτής θα επηρεασθεί από διάφορους παράγοντες, όπως την απαξία της εγκληµατικής συµπεριφοράς, τη βαρύτητα της παρατυπίας, την ανάγκη προστασίας του θιγοµένου, την ενδεχόµενη εναλλακτική δυνατότητα νόµιµης κτήσης του συγκεκριµένου αποδεικτικού στοιχείου κοκ. 39 Στην άποψη αυτή αντιτάσσεται µια σειρά σηµαντικών επιχειρηµάτων, µε προεξάρχουσα την εξής σοβαρή επιφύλαξη. 40 Η εν λόγω στάθµιση έχει ήδη λάβει χώρα στο πλαίσιο της νοµοθετικής ρύθµισης, στο µέτρο που µε µια συγκεκριµένη διάταξη κατοχυρώνεται η αντίστοιχη αποδεικτική απαγόρευση. Η έννοµη τάξη έχει συνεπώς αποδεχθεί το ενδεχόµενο δυσχεράνσεως ή και µαταιώσεως της αποτελεσµατικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης µε τη ρύθµιση αυτή, έχοντας προφανώς σταθµίσει τις συγκρουόµενες αξίες και επιλέγοντας την προστασία του συγκεκριµένου εννόµου αγαθού σε βάρος της υψηλής λειτουργίας της εξακρίβωσης της ουσιαστικής αλήθειας. Εποµένως, κάθε περαιτέρω στάθµιση από το δικαστή καταστρατηγεί την αντίστοιχη προβλεφθείσα διάταξη. Στο επιχείρηµα αυτό αντιτείνεται ότι ακριβώς το χαρακτηριστικό γνώρισµα των ατελών νοµικών διατάξεων έγκειται στην ελλείπουσα αξιολόγηση του νοµοθέτη αναφορικά µε τη ζητούµενη δικονοµική έννοµη συνέπεια. Επισηµαίνεται δε επιπλέον ότι και ο κρίνων δικαστής, έχοντας ήδη την απαραίτητη δηµοκρατική και δικαιοκρατική νοµιµοποίηση, καλείται εκάστοτε να συγκεκριµενοποιήσει τις συνταγµατικές επιταγές και να εξειδικεύσει in concreto τη σηµασία και την έκταση εφαρµογής τους. - Οµόφωνα πάντως σχεδόν δέχεται η θεωρία ότι η εφαρµογή της αρχής της σταθµίσεως είναι επιβεβληµένη στις περιπτώσεις των ανεξάρτητων 39 Υπέρ της άποψης αυτής και η Α. Ψαρoύδα-Mπεvάκη, ΠοινΧρ ΛΒ', σελ. 555, η οποία υποστηρίζει ότι τα κριτήρια που πρέπεί να χρησιµοποιηθούν για τη στάθµιση είναι ανάλογα µ εκείνα που ισχύουν για την εκτίµηση του αναγκαίου µέτρου της άµυνας, αφού κι εδώ έχουµε να κάνουµε µε µια κατάσταση "οιονεί άµυνας" το θύµα του εγκλήµατος, ευρισκόµενο σε ένα είδος κατάστασης ανάγκης από άποψης αποδεικτικών µέσων δεν έχει άλλο τρόπο να αµυνθεί κατά της άδικης επίθεσης παρά µόνο εξασφαλίζοντας αποδεικτικά µέσα µε παράνοµο τρόπο. Σκέψη την οποία φαίνεται να συµµερίζεται και ο Λάµπρος Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 133.

απαγορεύσεων αξιοποίησης, αυτών δηλαδή που στοιχειοθετούνται ανεξάρτητα από την προηγούµενη παράνοµη δραστηριότητα των διωκτικών οργάνων ή ιδιωτών. 41 Στο σηµείο αυτό η νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου έχει προ πολλού δηµιουργήσει ένα επιτυχές πλαίσιο επίλυσης των συναφών περιπτώσεων στάθµισης, γνωστό ως «θεωρία των τριών βαθµίδων». 42 Σύµφωνα µε τη θεωρία αυτή, αναγνωρίζεται η διάκριση τριών επιµέρους βαθµίδων συνταγµατικής προστασίας, οι οποίες αναλογούν σε αντίστοιχες κατηγορίες αποδεικτικών απαγορεύσεων: α) Στην πρώτη εξ αυτών υπάγονται οι περιπτώσεις που αφορούν στο βασικό πυρήνα απόλυτης προστασίας της ανθρώπινης αξίας. Η τυχόν προσβολή του πυρήνα αυτού δια της παράνοµης απόκτησης ή αξιοποίησης αποδεικτικών µέσων εµφανίζει πάντα χαρακτήρα αθέµιτο, ο οποίος µάλιστα δεν αίρεται ούτε χάριν της προασπίσεως σηµαντικών συµφερόντων του κοινωνικού συνόλου, αφού αντίθετη τυχόν έκβαση θα σηµατοδοτούσε την έκπτωση της ιδέας του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και του κράτους δικαίου. Εδώ υπάγονται λ. χ. όλες οι περιπτώσεις προσωπικής σφαίρας επικοινωνίας του ατόµου µε τον εαυτό του (forum intemum): σκέψεις, θρησκευτικές και µη πεποιθήσεις και συναισθήµατα που εκφέρονται ενδοεπικοινωνιακά εν είδει µονολόγου ή ηµερολογίου, καθώς και οι κατατασσόµενες στον πυρήνα των συνταγµατικών δικαιωµάτων της οικογένειας και του οικιακού ασύλου εµπιστευτικές οικογενειακές συζητήσεις. β) Σε µια ενδιάµεση δεύτερη βαθµίδα αποτυπώνεται. ένα πεδίο σύγκρουσης δύο τυπικά ισοδύναµων συνταγµατικών αξιών: Συγκεκριµένα, τα προσωπικά έννοµα αγαθά του θιγοµένου από την αποδεικτική διαδικασία ατόµου υπόκεινται σε µια στάθµιση συµφερόντων, στο πλαίσιο της οποίας η τυχόν διαπίστωση ενός υπέρτερου, ευρύτερου δηµοσίου συµφέροντος νοµιµοποιεί ενδεχοµένως τη δυνατότητα προβολής της προσωπικής σφαίρας προστασίας του πολίτη, µε γνώµονα την αρχή της αναλογίας. Εδώ εµπίπτει η περίπτωση κάποιων 40 Βλ. µ.ά. Α. Tζαvvετή, ό.π., σελ. 11, Αργυρίου Καρρά, ό.π., σελ. 640επ. 41 Για την έννοια των ανεξάρτητων και των εξαρτηµένων αποδεικτικών µέσων βλ. µ.ά. Θ. Ι. αλακούρα, ό.π., σελ. 325επ. 42 Για τη θεωρία αυτή βλ. Βλ. Νικολάου Γ. ηµητράτου, ό.π., σελ. 8, Θ. Ι αλακούρα, ό.π., σελ. 341 επ., Αρ. Β. Tζαvvετή, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόµιµη κτήση αποδείξεων, ό.π., σελ. 14.

απορρήτων του ατόµου, όπως ο µη δηµόσια εκφερόµενος γραπτός ή προφορικός λόγος ή η εικόνα του προσώπου. γ) Στην τρίτη, τέλος, βαθµίδα προστασίας η προσωπικότητα του ατόµου έχει απωλέσει τον ιδιωτικό της χαρακτήρα και παύει να προστατεύεται ως τέτοια από την έννοµη τάξη. Εδώ το ενδιαφέρον περιορίζεται στο βαθµό που υφίσταται συµφέρον του ατόµου για διατήρηση της ανωνυµίας του αφενός και αφετέρου για αυτοκαθορισµό της κοινωνικής του ταυτότητας και αυτοδιαχείριση των πληροφοριών επί των οποίων διατηρεί µια αξίωση διαφύλαξή ς τους. - Έντονη διχογνωµία επικρατεί αναφορικά µε το,:, τρόπο επίλυσης του ίδιου προβλήµατος στις περιπτώσεις των εξηρτηµένων απαγορεύσεων αξιοποίησης, αυτών δηλαδή που προϋποθέτουν την προηγούµενη παράνοµη απόκτηση του αποδεικτικού µέσου εκ µέρους των διωκτικών αρχών ή ιδιωτών. Στο πεδίο αυτό ευρείας αποδοχής τυγχάνει η διδασκαλία περί του προστατευτικού σκοπού του νόµου. 43 Σύµφωνα µε αυτή, κρίσιµο σηµείο για την κατάφαση µιας αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης αποβαίνει το κατά πόσο ο προστατευτικός σκοπός της συγκεκριµένης διάταξης που παραβιάσθηκε, µαταιώθηκε οριστικά ή αν αντίθετα η αποδεικτική χρήση του παρανόµως αποκτηθέντος αποδεικτικού υλικού συνεπιφέρει και κάποια επίταση ή ολοκλήρωση της γενόµενης προσβολής σε βάρος του προστατευόµενου εννόµου αγαθού. 44 Σε µια παραλλαγή της θεωρίας αυτής, θεωρείται ως αποφασιστικό κριτήριο η ratio της εκάστοτε διάταξης, µε την έννοια ότι µόνο εφόσον δι' αυτής ο νοµοθέτης απέβλεπε στη µαταίωση της δυνατότητας εκδόσεως αποφάσεως που βασίσθηκε σεπαραβίασή της, επέρχεται ως επακόλουθο η αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης. Μια σειρά εννοιολογικών αντιφάσεων, ωστόσο, οδήγησε τελικά τη µάλλον κρατούσα άποψη της γερµανικής θεωρίας και νοµολογίας στην αποδοχή 43 Βλ. σχετικά Αρ. Β. Τζα:ιΎετή, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόµιµη κτήση αποδείξεων, ό.π., σελ. 9. 44 Ως προς το πότε η αξιοποίηση του παράνοµου αποδεικτικού υλικού συνιστά εµβάθυνση της αρχικής προσβολής δεν υφίσταται οµοφωνία. Γίνεται λ.χ. δεκτό ότι το παρανόµως αποκαλυφθέν απόρρητο συγχωρείται να αξιοποιηθεί αποδεικτικά? διότι από τη στιγµή που απέβαλε, µε την αποκάλυψή του, την ιδιότητα του απορρήτου, εκλείπει κάθε λόγος διατήρησης της προστασίας του. Βλ. όµως αντίθετή γνώµη σε Γιώργου Β. Καµίνη, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, ό.π., σελ 182.

και για τις περιπτώσεις αυτές της θεωρίας της σταθµίσεως. 45 - Σφόδρα αµφισβητούµενο παραµένει ακόµα και σήµερα στην επιστήµη το πρόβληµα της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες από τα παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα προκύπτουν περαιτέρω κρίσιµα για. µια υπόθεση αποδεικτικά στοιχεία. Πρόκειται για το κλασικό παράδειγµα στο οποίο ο κατηγορούµενος υπό το καθεστώς λ.χ. σωµατικής βίας όχι µόνο οµολογεί τη διάπραξη ενός εγκλήµατος, αλλά αποκαλύπτει και το σηµείο, όπου ευρίσκεται το πτώµα του θύµατος και στο οποίο επάνω ανακαλύπτονται πράγµατι τα δακτυλικά του αποτυπώµατα. Εκτείνεται όντως εδώ η απαγόρευση αξιοποίησης µέχρι του σηµείου, ώστε ακόµη και τα εµµέσως προκύψαντα από την οµολογία στοιχεία να αποκλείονται ως αποδεικτικό υλικό; 46 Υπέρ της αποδοχής αξιοποίησης των εµµέσων αποδεικτικών στοιχείων συνηγορούν κυρίως επιχειρήµατα αντεγκληµατικής πολιτικής. Η προοπτική µιας ανεξέλεγκτης επέκτασης του πεδίου εφαρµογής των αποδεικτικών απαγορεύσεων ενέχει µακροπρόθεσµα τον κίνδυνο παρεµπόδισης της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας, της παράλυσης της λειτουργίας της ποινικής δίκης, τελικά τον κίνδυνο ακύρωσης της αρχής της νοµιµότητας, µε µόνο προφανές αποτέλεσµα την οιονεί επιβράβευση, δια της ατιµωρησίας, µιας αποδεδειγµένα εγκληµατικής συµπεριφοράς. 47 Στο σηµείο όµως αυτό αντιτάσσεται το ακόλουθο επιχείρηµα: Η ίδια η έννοµη τάξη µιας δηµοκρατικής πολιτείας θέτει σε οριακές περιπτώσεις υπεράνω της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας την προστασία 45 Ελάχιστη στήριξη ανευρίσκουν πλέον σήµερα παλαιότερες θεωρίες, όπως αυτή που υποστηρίζει ότι θα πρέπει εκάστοτε να ερευνάται υπέρ του συµφέροντος ποίου θεσπίσθηκε η προκείµενη διάταξη, αφού µόνο εφόσον αυτή προστατεύει τον "κύκλο των δικαιωµάτων του κατηγορουµένου" η παραβίασή της επισύρει απαγόρευση αξιοποίησης. 46 Στη νοµολογία των αµερικανικών δικαστηρίων έχει γίνει σε πολυάριθµες περιπτώσεις δεκτή η ανωτέρω επέκταση, σύµφωνα µε το συναφώς αναπτυχθέν εκεί" δόγµα των καρπών του δηλητηριώδους δέντρου" (fruits ofthe poisonous tree doctrine). Ο όρος ιστορικά ανάγεται στην απόφαση Nardone ν. U.S., 308 U.S. 338, 341 (1939). Αντίθετα, στη γερµανική επιστήµη το πρόβληµα παραµένει διαµφισβητούµενο. Αναλυτικά η προβληµατική για τα έµµεσα αποδεικτικά µέσα σε Στ. Παπαγεωργίου-Γονατά, Παράνοµα έµµεσα CLi1:0δεΙΚτίκά µέσα στην ποινίκή δίκη, ΠοινΧρ ΛΘ" 1989, σελ. 561επ.

θεµελιωδών δικαιωµάτων του ατόµου. Στην αντίληψη αυτή θεµελιώνεται, όπως είπαµε, ο θεσµός των αποδεικτικών απαγορεύσεων ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου. Μια ποιοτική και αξιολογική διαφοροποίηση του άµεσου από το έµµεσο αποδεικτικό µέσο φαίνεται κατ' αρχήν αδικαιολόγητη. Ρήγµα στην απόλυτη αποδοχή της ανωτέρω άποψης δηµιούργησε η αµερικανική νοµολογία, η οποία από καιρό έχει αποδεχθεί ότι η αξιοποίηση των «καρπών» αυτών επιτρέπεται αναµφίβολα στις ακόλουθες περιπτώσεις. 48 α) Όταν οι διωκτικές αρχές στο πλαίσιο µιας µεταγενέστερης και καθόλα νόµιµης διαδικασίας οδηγήθηκαν στην ανεύρεση των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων. β) Όταν µε βεβαιότητα συνάγεται ότι τα διωκτικά όργανα θα οδηγούνταν έτσι κι αλλιώς κατόπιν µιας νόµιµης διαδικασίας στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία. 49 γ) Όταν οι «συλλεγέντες καρποί» βρίσκονται σε τόσο µακρινή και χαλαρή σύνδεση µε την επιλήψιµη ανακριτική διαδικασία, ώστε το αρνητικό στίγµα της τελευταίας να µην αφήνει πλέον ίχνη και σε αυτούς. Πάντως, επειδή ο θεσµός των αποδεικτικών απαγορεύσεων αποτελεί προϊόν συγκρούσεως δύο εξίσου θεµελιωδών αξιών της δικαιϊκής τάξης, επιτακτική εµφανίζεται και στην περίπτωση αυτή η ανάγκη εφαρµογής της θεωρίας της στάθµισης στο πλαίσιο της. αρχής της αναλογίας. 50 Έτσι, η κατάφαση αποδεικτικών απαγορεύσεων αναφορικά και προς εµµέσως κτηθείσες αποδείξεις στερείται λ.χ. προφανώς ερείσµατος εκεί όπου ανάµεσα στην επιλήψιµη αποδεικτική διαδικασία και στη δικαστική. απόφαση καµιά νοµική συνάφεια δεν είναι ορατή. Από την άλλη πλευρά, για να αρθεί η απαγόρευση αξιοποίησης του εµµέσως αποκτηθέντος στοιχείου πρέπει να ερευνηθεί, προκειµένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος νοµιµοποίησης τυχόν αυθαιρεσιών, εάν η γνώση του περιεχοµένου που προέκυψε έµµεσα από την υπέρβαση µιας 47 Εύστοχα επισηµαίνεται ότι θα αρκούσε η ευφυής τακτική ενός εγκληµατία, προκειµένου να προκληθεί η παρεκτροπή του ανακριτικού οργάνου και να καταστεί έτσι το σύνολο του ανακριτικού υλικού ανεπίδεκτο αξιοποίησης. 48 Προς την ίδια θεώρηση προσανατολίζεται και η γερµανική επιστήµη. Βλ. Νικολάου Γ. ηµητράτου, ό.π., σελ. 10. 49 Αναλυτικά για την υποθετική νόµιµη κτήση των αποδεικτικών στοιχείων βλ Αρ. Β. Tζαvvετή, Αποδεικτικές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόµιµη κτήση αποδείξεων, ό.π., σελ. 16επ. 50 Την άποψη αυτή υποστηρίζουν και οι Στ. Παπαγεωργίου-Γονατάς, ό.π., σελ. 563, Αρ. Β. Tζαvνετής, _πoδεικτιkές απαγορεύσεις και εναλλακτική νόµιµη κτήση αποδείξεων, ό.π., σελ. 16.

αποδεικτικής απαγόρευσης είναι έτσι κι αλλιώς κατά τον ίδιο χρόνο πραγµατώσιµη και ως προϊόν µιας άλλης νόµιµης αποδεικτικής διαδικασίας. 51 - Σε κάθε περίπτωση πάντως η στάθµιση υπόκειται στα όρια που θέτει το ίδιο το Σύνταγµα. Χρήση αποδεικτικών µέσων που κτήθηκαν κατά παράβαση συνταγµατικής περιωπής επιταγών καταρχήν δεν επιτρέπεται. 52 Το απόλυτο ή µη της απαγόρευσης είναι συνάρτηση της απόλυτης ή µη προστασίας που η συγκεκριµένη διάταξη του Συντάγµατος παρέχει στο οικείο. ατοµικό δικαίωµα. 53 Έτσι δεν τίθεται ποτέ ζήτηµα στάθµισης στις περιπτώσεις προσβολής είτε της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είτε του πυρήνα των θεµελιωδών δικαιωµάτων. 54 Σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις προσβολής των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 2 Σ. παρέλκει οποιαδήποτε στάθµιση και η απαγόρευση αξιοποίησης είναι απόλυτη. Ως απολύτως απαγορευµένα αποδεικτικά µέσα θεωρούνται λ.χ. η επέµβαση στο σώµα µε το λεγόµενο «ανιχνευτή ψεύδους», η ενδοσκόπηση στον ψυχικό κόσµο του κατηγορουµένου µε τη ναρκοανάλυση, ο «ορρός της αλήθειας», η ύπνωση, η αποσπασθείσα µε βασανισµό και κάθε άλλη µορφή βίας οµολογία. 55 Ειδικότερα ως προς το ζήτηµα της βεβιασµένως αποσπασθείσης οµολογίας, σε παλαιότερη απόφασή του 56 ο ΑΠ είχε δεχθεί ότι «από το γεγονός ότι µια οµολογία προκλήθηκε δια της βίας δεν αποκλείεται αυτή να είναι αληθής, εφόσον διασταυρώνεται µετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, οπότε στη περίπτωση αυτή διατηρεί την αποδεικτική της δύναµη» 57 Η απόφαση αυτή δέχτηκε δριµεία κριτική. Σήµερα γίνεται δεκτό ότι η κύρωση του 51 Έτσι σε Νικολάου Γ ηµητράτου, ό.π., σελ 10, Γιώργου Β. Καµίνη, Παράνοµα αποδεικτικά µέσα και συνταγµατική κατοχύρωση των ατοµικών δικαιωµάτων, ό.π., σελ. 167. 52 Βλ. και Ελ. Βενιζέλου., Το αναθεωρητικό κεκτηµένο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2002, σελ. 147. 53 Και αυτό, ενόψει του γεγονότος ότι από το Σύνταγµα κατοχυρώνεται επίσης η ποινική δικαιοσύνη (άρθρο 96 παρ. 1 Σ.), η οποία πρέπει να απονέµεται κατά τρόπο αφενός αποτελεσµατικό, αφετέρου ανταποκρινόµενο στο αίτηµα της ουσιαστικής δικαιοσύνης (25 παρ. 2 Σ.) 54 Θ. Ι. αλακούρα, ό.π., σελ 340. 55 Πάντως, η εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 Σ. είναι κατά κανόνα επικουρική, εφαρµόζεται δηλαδή στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από άλλες διατάξεις. 56 ΑΠ 761/1973. 57 Έτσι, απέρριψε το λόγο αναιρέσεως που αναφερόταν στη λήψη υπόψη από το εκδόν την προσβαλλόµενη απόφαση Εφετείο βεβιασµένως αποσπασθείσης οµολογίας, γιατί το τελευταίο διαµόρφωσε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση στηριζόµενο επί του συνόλου της ακροαµατικής διαδικασίας και εποµένως δεν είχε υποπέσει σε καµία παράβαση.

ανίσχυρου στις περιπτώσεις αυτές απορρέει απ' ευθείας από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 2 Σ. 58 αλλά και από σειρά διατάξεων του ΚΠ (άρθρ. 273 2, 223 2 και 5) που προασπίζουν το ανεπηρέαστο της βούλησης του κατηγορουµένου, συνάγεται a fortiori το απαγορευµένο και παράνοµο της χρήσεως βίας κατ' αυτού. Ενόψει αυτών καθίσταται πρόδηλο ότι η δια βίας απόσπαση της οµολογίας του κατηγορουµένου αποτελεί απαγορευµένο αποδεικτικό µέσο και ως τέτοιο δεν µπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστή. Τον ίδιο απόλυτο χαρακτήρα φέρει και η απαγόρευση αξιοποίησης και στην περίπτωση παρακολούθησης µε µικρόφωνα, βίντεο ή άλλα τεχνικά µέσα των διαδραµατιζοµένων στην κατοικία του προσώπου, αφού προσβάλλεται έτσι ο ουσιαστικός πυρήνας του δικαιώµατος του ασύλου της κατοικίας. ιαφορετική είναι η περίπτωση επιστολής της οποίας το απόρρητο παραβιάστηκε από όργανα του κράτους. Με την προϋπόθεση ότι έχουν τηρηθεί οι εγγυήσεις του νόµου. υπάρχει δυνατότητα χρήσεώς της από τη δικαστική αρχή, εάν κάτι τέτοιο επιβάλλουν λόγοι, εθνικής ασφάλειας ή ανάγκες διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκληµάτων, σύµφωνα µε το άρθρο 19 Σ. - Από µερίδα της θεωρίας υποστηρίζεται η άποψη ότι οι απαγορεύσεις αξιοποίησης δε διεκδικούν εξ ορισµού εφαρµογή στις περιπτώσεις που τα παρανόµως αποκτηθέντα αποδεικτικά µέσα έχουν «ευθέως εγκληµατικό περιεχόµενο» 59, όπως λ.χ. µια µαγνητοταινία ή επιστολή µε τις απειλές του εκβιαστή ή το ηµερολόγιο ενός κατασκόπου, όπου αυτός έχει καταχωρήσει τα κρατικά απόρρητα που έχει υφαρπάσει. Εδώ είναι επιτρεπτή η άµυνα του εκβιαζόµενου και συνεπώς. η αποδεικτική αξιοποίηση της επιστολής ή της αποτυπωθείσας σε µαγνητοταινία συνοµιλίας είναι πάντοτε νόµιµη. 60 Και αυτό, 58 Ο Χρ, Μπάκας, Το δικαίωµα ακρόασης του κατηγορουµένου στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ ΛΖ', σελ. 491, παρατηρεί ότι η εκµαίευση της οµολογίας µέσω ψυχικού ή σωµατικού καταναγκασµού δεν προσβάλλει µόνο τη σωµατική ακεραιότητα και ανθρώπινη αξία του κατηγορουµένου, δεν τον µετατρέπει µόνο σε αντικείµενο της ποινικής δίκης αλλά και, από καθαρά δικονοµική σκοπιά, φανερώνει πλήρη περιφρόνηση του τεκµηρίου αθωότητας και µετάθεση του βάρους απόδειξης στην πλάτη του κατηγορουµένου. 59 Βλ. Αργυρίου Καρρά, ό.π., σελ 642, Ανδρουλάκη, Επί του προβλήµατος της προανακριτικής απολογίας, ΝοΒ (1994), 181-182., βλ. επίσης Καρρά, Ποινική ικονοµία (1993), 610. 60 Βλ. Γ. Καµίνη, Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας: η συνταγµατική προστασία και η εφαρµογή της από τον ποινικό νοµοθέτη και τα δικαστήρια, ΝοΒ 43, 521-522, µε περαιτέρω παραποµπές.